Ωραίο λευκό φόρεμα δίπλα σε μια συλλογισμένη νυχτικιά
Η δύναμη του παραμιλητού της λογιότητος
Εφάγαν περγαμόντο τα κορίτσια
Αμύγδαλα και τρίχες απ’ το μούσι του φωτογράφου
Χορτασμένες απ’ αυτόν τον πεθαμό της ποίησης
Νηφάλιες όσο γίνεται
Χωρίς τίποτε αξιοσημείωτα άσχημο
Τόσο ερωτιάρες που θα μπορούσαν να κάνουν
Ένα επικό πλακομούνι
Ένα γλυκό γαμήσι πάνω στη βελέντζα με τα ποιήματα
Να κλάψουν σαν δυο παλαβές λεσβίες
Πάνω απ’ την τρύπα του καμπινέ
Αγάπα με να γράψει η μια στο κορμί της άλλης
Γλιστρώντας απ’ τη ματαιοδοξία στην κατάνυξη
Τρίβοντας σα λυσσασμένες γάτες τα βυζιά τους
Να δουν οι Φράγκοι τι εστί πολιτισμός
Τι εστί ισχύς εν αχρηστία
Day: 3 Ιουλίου, 2019
Μαρίνα Αμπράμοβιτς Ή Τα Σπλάχνα Του Λαού
-απόσπασμα-
Είμαστε ταριχευτές, άντρες, συνεργείο μετακομίσεων, μα κυρίως είμαστε φιλολογικά άρθρα στην εφημερίδα Σπλάχνα του Λαού, τα δόλια ραντεβού μας είναι μεγαλεπήβολα μονόστηλα της πρώτης σελίδας.
Θυμάμαι τον Φαντομά, έναν τύπο που διάβαζε τις εφημερίδες στα μανταλάκια. Φαινόταν σα να σηκώνει με τα δάχτυλα το φουστάνι αργά και απαλά για να δει το βρακί μιας κυρίας.
Φαινόταν, πως, μόλις άγγιζαν τα δάχτυλα την είδηση, τότε η γλώσσα, η καρδιά, τα χείλη έπρεπε να ρουφήξουν τις λέξεις όπως ρουφάν την οδοντόπαστα οι ποιητές απ’ το λαιμό της μούσας ή της νεκρής ερωμένης.
Έπρεπε το φίλημα στα χείλη, η επανάληψη κάθε φράσης, να φυλαχθούν ζηλόφθονα, κρατώντας αυτό το θησαυρό των ηδονών αμόλυντο μέσα στη βουβή αγκαλιά των πειρασμών.
Δεν υπάρχουν ιδέες αλλά παρορμήσεις, κάτι μοιραίο που θα ειπωθεί με λάθος τρόπο θα πάρει το δρόμο της παρεξήγησης που δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ.
Τα ζευγάρια όλων των ειδών και όλων των συνδυασμών, άστεγα καθώς είναι στη βροχή τρέμοντας από ευτυχία, έχοντας το άγχος του κανιβαλισμού και της ωμοφαγίας, βυθίζονται στο όνειρο και το φιλί τους, αισθάνονται κάτι τόσο βαθύ και ανεξήγητο και νιώθουν τόσο ανόητα ευτυχισμένα όσο μόνο τα ζώα μπορούν να νιώσουν.
Ακουμπούν την πλάτη στην πόρτα του καμπινέ, στα κρύα πλακάκια, στο βρώμικο πάτωμα, αδιαφορούν για τους περαστικούς που τους δείχνουν με το δάχτυλο και δεν είναι εκεί για κανέναν παρά μόνο γι’ αυτόν που τρέμει και κατεβάζει το φερμουάρ και σκέφτεται τη γεύση απ’ τη μοναδική εκείνη στιγμή που δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Ο ζεστός κώλος λαχταρά το χαμένο παράδεισο, εκείνο το ωραίο, το έξοχο θείο φιλί που δεν σημαίνει τίποτε και δεν δεσμεύει κανένα παρά συμβαίνει μέσα στη νύχτα ή πάνω στο λιοπύρι ή βαθειά στην τρύπα του καλοκαιριού ή στο τέλος του κόσμου, προκαλώντας την οργή των περαστικών και των στερημένων, αφήνοντας το γέλιο και το φθόνο να ξεμπουκάρουν απ’ τα ξεχαρβαλωμένα δόντια.
Είναι σαν μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση, σαν θεραπεία της δύσπνοιας, σαν τον ιδρώτα όταν η καρδιά χτυπά δυνατά.
Είναι ο τσακωμός της γυναίκας με το θεό-αυτό το ανίδεο γουρούνι όλων των γήινων περιστάσεων-με τους πάπες και τους πατριάρχες του τα μικρά αλανιάρικα γουρουνάκια, με τους καλόκακους αγαθούς αγγέλους που ραίνουν με τα τσουτσουνάκια τους τα θυμάρια που φυτρώνουν στα αιδοία.
Τώρα ο χρόνος μετριέται σε οδύνες, σε μέρες φυλακής, σε χρήμα, σε σχισμή, πολύ πριν απ’ την γνώση και την ακόρεστη απληστία της άγνοιας που θέλει το νεκρό ελάφι κρεμασμένο στην αρχαία πέτρινη αψίδα.
Που θέλει τα λιβάδια να τρέφονται από το σπέρμα των ελεύθερων ζώων που καβαλιούνται με την πρώτη ευκαιρία, που γυρνούν και στριφογυρίζουν ξανά και ξανά κάτω απ’ το τσιγκέλι και το θάνατο.
Να, ιδού, πως ετούτη η δυνατότητα τού να γράφεις μπορεί να επιφέρει ένα φοβερό κλονισμό των νεύρων και των ψυχών.
Σαν μια επικοινωνία με φαντάσματα και ναρκωμένα μυαλά.
Το να γράφεις σημαίνει να ξεβρακώνεις το πάθος σου μπροστά στα φαντάσματα, πράγμα που το περιμένουν με απληστία οι όμορφες τρομαγμένες ποντικίνες και οι εκδότες που δεν μπορούν να βγάλουν πια λεφτά απ’ τον καρπό της επονείδιστης ένωσης των ερωτικών μας οργάνων.
Και πάντα αυτή η ηλίθια αγωνία, μήπως αντί για τον άλλο αγαπούμε τις ηδονές που μας προσφέρει κι όχι τον ίδιο, μήπως ο αναστεναγμός, το βογγητό και η κραυγή βγαίνουν απ’ τα έγκατα της τρυφερής σάρκας για να μαραθούν και να σβήσουν και να γραφτούν πάνω στο λευκό ώμο μιας αγίας που παραστράτησε αφού αισθάνθηκε άφθονο φθόνο για τον εραστή της το Χριστό.
Αφού ένιωσε πως ο έρωτας γεννήθηκε τη μέρα που το πρώτο αρσενικό δάγκωσε και έγλειψε το πρώτο θηλυκό, δίνοντάς του να καταλάβει με λεπτό και κολακευτικό τρόπο ότι ήταν ένα εύγεστο έδεσμα, ωμό κρέας απ’ τα πασχαλινά κηρύγματα. Ήλιος, θάνατος, απαγχονισμός. Μια σχισμή τόσο βαθειά όσο και η λήθη. Η μετάβαση από την παρθένο στην παντρεμένη. Η νιόπαντρη ξεγυμνωμένη απ’ τους εργένηδές της. Μύλος για άλεσμα σοκολάτας με τρεις κυλίνδρους, εννέα αντρικά εκμαγεία, παπάς, νεκροθάφτης, λακές, σταθμάρχης, η μήτρα του έρωτα, σιδερόβεργα, ψαλίδι, εφτά καπέλα αμπαζούρ, αυτόπτες μάρτυρες.
Πλάσματα που τρώνε χορτάρι ή σάρκες με την ίδια ευχαρίστηση.
Μανούλια θερμόαιμα περιμένουν τον ηδονοβλεψία, να δει ένα γυμνό σώμα γυναίκας δίχως κεφάλι, αποτριχωμένο, σωριασμένο ανάμεσα σε θάμνους και με ανυψωμένα τα χέρια, εν είδει αγαλματιδίου της ελευθερίας, ένας φαλλικός καυστήρας υγραερίου, ένα spot light 150 W που πρέπει να πέσει κάθετα, ακριβώς πάνω στο καυλωμένο μουνί.
Ένας σκόρος κοιτάζει και βλέπει μόνο μέλη κομμένα, ερωτικά όργανα, ηδονή αποσπασμένη απ’ την οδύνη της επαφής, κανιβαλική.
Τον ακρωτηριασμό της σαλαμάνδρας δίπλα στο κυκλάμινο και στα κόπρανα. Τα άκρα που επαναφύονται, τερατώδη, διπλά, δυνατά.
Ροζ πλαστικά κεφάλια από κούκλες μισοθαμένα μέσα σε ένα βουνό από σκουριασμένες κονσέρβες.
Ω, μια μεγάλη μουσούδα ξεπροβάλει μέσα απ’ το νερό και ξαναβουτά αρπάζοντας κάτι. Κι ύστερα σιωπή.
Ω, η μουσούδα της ηδονής, η δόξα του Κυρίου και η οργή του. Η πληθώρα σπέρματος και η ανεπαρκής ποσότητα αυτού, η φαντασία, οι μικρές διαστάσεις της μήτρας, οι κληρονομικές ασθένειες, η σήψη, η εξαχρείωση, η μείξη του σπέρματος, τα μάγια κακών ζητιάνων, οι δαίμονες και οι διάβολοι.