Κανείς δεν με ρωτά στο δρόμο
για την αυτόματη γραφή
το ντελίριο που παθαίνω
ως διάδοχος του νταντά
τις νύχτες που ρέουν οι νεκροί
απ’ τους λόφους κοντά στον
Ουρούαμ ποταμό με τα μικρά
χορτοφάγα θηλαστικά
που γλείφουν το αίμα της περιόδου
και ξεδιψούν οι Κάτω Κόσμοι
με λέξεις της φαλλοκρατίας
υπέργηρες στο περήφανο κενό
του πόθου που τις ποθεί ολόσωμες
παθιασμένες χωρίς μάταιες ελπίδες
απ’ το λαό για το λαό κόβοντας
με την κόσα τις τριχούλες της ήβης
το πρωτοστάλαγμα αφήνοντας
στις γλυπτές ωοθήκες με τα
ασημένια χείλη φρουρούς μπροστά
στις κακόφημες στύσεις