Εγκώμιο και θαυμασμός του μισοσκόταδου. Το μισό σκοτάδι είναι αδιαφιλονίκητα το απομεινάρι της μαγείας του παλιού κόσμου. Μισό σκοτάδι ή μισό φως; Μισό κινίνο ή λογική και στωικότητα μπροστά στις αναπότρεπτες εξελίξεις; Ερωτώ ως γαλήνια λεχώνα που ανησυχεί για τις συμπτώσεις. Η ομορφιά είναι πάντα ψυχρή, σκοτεινή και διακριτική. Όταν η ομορφιά φωτίζεται, στραβώνεται ολοκληρωτικά κι αρχίζει να γίνεται δούλα με λουστρίνια και γρήγορους ρυθμούς μπροστά στη γοητεία που διαλύεται και στο έρεβος που παραμονεύει. Η γερμανική έκφραση για την αυτοκτονία είναι «ελεύθερος θάνατος».
Αν ακούσουμε το απλό πάθος και μόνο να μιλά βουτηγμένο μες στην απλότητά του θα νιώσουμε σαν τους κοριούς μέσα στη φάτνη που αποκοιμίζει τα θηρία. Το πάθος όπως και η τέχνη είναι το μεγάλο ερέθισμα για ζωή.
Το πάθος είναι οι κόποι που θα πάνε χαμένοι. Το πάθος είναι πολλές φορές το αραβούργημα του μισοσκόταδου, πλάσμα της σκιάς απ’ το οποίο αντλούμε μια μαγεία και μια φρίκη που μας πηγαίνει πολύ μακριά. Ο σκηνοθέτης του πάθους είναι ο διάβολος. Η Μηχανική του τυχαίου που μέσα στο ανομήλικο σύμπαν λεπτολογεί τους θρυμματισμούς και τις συγκρούσεις.
Το ποιητικό μυστήριο, το δέος και η ομορφιά συντηρούν εύκολα τα πιο δύσβατα πάθη. Ακόμα και τα πάθη στην όχθη ενός ποταμού. Στην όχθη της αιωνιότητας που μας ζορίζει αφήνοντάς όμως να φιλοτεχνήσουμε τη νεκρική της μάσκα. Να την κοροϊδέψουμε τόσο ώστε να ξεχαστούμε περιμένοντας τις πέστροφες να κυλήσουν μες τα τσουβάλια ή να αφήσουν τα σαγόνια τους καρφωμένα στο αγκίστρι της ζωικής ενέργειας που μας θέλει κυνηγούς και εραστές κι όχι κάτι ενδιάμεσο. Που μας θέλει γκαβλωμένους μαγείρους να πασπαλίζουμε με αλεύρι και να τηγανίζουμε με αρχαίο αθώο βούτυρο την καμπούρα της πέστροφας που έχει μια γλυκιά γεύση όπως τα φιλιά της Εσμεράλδας ή τα φιλιά της ωραίας Ελένης που έγινε το μαδημένο μουνί της δυτικής κυριαρχίας.