Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι
κυνηγοί, αγαπούν τα παράσημα
και το χοιρινό κρέας, τον παγανισμό
και το φιλί του θανάτου, την ώρα
που βγαίνει αυτός απ’ τον τάφο του και
τραμπαλίζεται μυρίζοντας ιδρώτες
και κτηνώδεις στύσεις, κλέβοντας
τα σάπια ωραία φρούτα της
διάνοιας, αφήνοντας στο χωροχρόνο
πατημασιές του νεκροθάπτου. Ω οι άνθρωποι
σκοτώνουν, ανατινάζουν καρδιές
για να περάσει ο χρόνος κεντούν
εργόχειρα κλαίνε μαστουρώνουν
πυροβολούν στην καρδιά τους
λεπτοδείχτες, χέζουν χέζουν για να
περνά η ώρα όλο χέζουν και χέζουν
οι δασκάλες χέζουν οι υπουργοί χέζουν
οι στρατηγοί χέζουν για να περνά η ώρα
όλο χέζουν διαβάζοντας και διαβάζοντας
κι ο θλιμμένος κώλος χαμογελά χαλαρώνει
αφοδεύει το χρόνο και τους χρόνους
το αργό κι ανέμελο πένθος της ζωής
αφήνοντας πίσω του αιμορροΐδες και ωδές
καρδούλες λυγμούς συννεφάκια