
Ακόμα κι όταν μουρμουράς εγώ σ’ ακούω, Σφυροδρέπανο
εγώ ο άμετρος που ζω μετρίως
εγώ που γράφω αρειμανίως
-για ηδονισμούς άνευ ορίων-
εγώ που έβαλα το άγιο πνεύμα στον πρωκτό μου
αναπτερώνοντας το ηθικό μου
ανακηρύσσοντας την παρά φύσιν μου Αγία
εγώ ο εγώ, που δακρύζω όταν σκέφτομαι
την αυτοκράτειρα Σοβιετία
τη γυμνούλα μου ρωσίδα
πριν την κάνει ο Πούτιν πουτανάκι του
πριν κατουρήσει ο καπιταλιστής μες στο μουνί της σκλάβας
πριν ο Οιδίπους το απόβρασμα αφήσει τους αφρούς του
εις τον γαμήλιον κρίνον της μητρός του