Τα χείλη μου έκαιγαν και συχνά δάγκωναν τη γλώσσα μου. Ο καύσων με είχε σταυρώσει σε μιαν απόλυτα παθητική και μουρμουρίζουσα στάση.
Όντας ετοιμοπόλεμος ονειροπόλος ετοίμαζα εφόδια, σχεδίαζα επιθέσεις και αποβάσεις.
Τα αιδοία ήταν ακόμα θεάρεστες εικόνες κρυμμένες στα άδυτα των περιπτέρων κι η ματιά μου κολλούσε εκεί στο μέλι, δήθεν αδιάφορη αλλά τόσο λαίμαργη και νευρική, που μ’ έκανε να φαίνομαι σαν κάποιος αιμοσταγής ασύδοτος που περιμένει το σκοτάδι για να συλήσει τον πάνσεπτο τάφο.
Στα φιλολογικά καφενεία των μεγαλύτερων ερπετών, μάθαινα για το κυρίως ψητό, το κυνήγι της γκόμενας και τις επαφές με τις μυξοπαρθένες αλλά και τον οραματισμό της χήρας και της παντρεμένης, που θ’ άνοιγαν ξαφνικά τις μυστικές πτυχές τους σε μας τους νεαρούς καυλιάρηδες.
Το αιδοίο, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, παρέμενε ο χιμαιρικός και απαγορευμένος χώρος.
Σχεδόν σαν να ήταν ιερή νομοτέλεια, η μαλακία και ο ανθός της, συντρόφευαν την καθημερινή ικανοποίηση δια της τριβής, πρωτίστως εν φαντασία σκεπτόμενοι γαμικές κινήσεις κατά τις οδηγίες του παρασημοφορημένου αρχιμαλάκα της γειτονιάς.
Έτσι λοιπόν εν μέσω καύσωνος και καμπίσιας υγρασίας άρχισε η επίσημη σεξουαλική μου ιστορία.
Ποτάμια από σκέψεις και εικόνες. Ερεθισμοί και παλαβομάρες. Έξω απ’ τα χαμηλά παράθυρα που μύριζαν κρεμμύδια και μπάμιες, μελιτζάνες και ομελέτες, με την άκρη του ματιού ένα κρυφό και έντονο αίσθημα φούντωνε, βλέποντας το γυμνό κορίτσι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι να χαϊδεύει την κοιλιά και τις τριχούλες του.
Ένας βωμός σαν πρόσφορο οίστρου στο δρόμο προς την μαλακία.
Αφού η μαλακία υπήρξε φυσικό επακόλουθο του παιδικού ερωτισμού, η προσευχή των εφήβων από όλους τους καμπινέδες της οικούμενης, πάντα με το άγχος του μαλάκα μαζί, με τη ντροπή και το φόβο, αφού το γλοιώδες τούτο υγρό, το περίφημο ψωλόχυμα έβγαινε απ’ το μεδούλι της σπονδυλικής στήλης ακολουθώντας την παλιά ιπποκρατική άποψη, φοβούμενος ότι θα πάθαινα φυματίωση, αδενοπάθεια ή σπασμούς, ότι θα καμπούριαζα και θα ξεκούτιανα μα ιδίως πως θα μου ερχόταν μανιακή τρέλα.
Δεν ήξερα κι εγώ όπως και οι άλλοι έφηβοι πως η μαλακία συχνότατα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος έως βαθυτάτου γήρατος, κι όπως μ’ αυτήν αρχίζει ο έρως, έτσι και τελειώνει.
Με τη χαρά της αφθαρσίας λοιπόν μεσ’ στα μάτια σαν μεθυσμένοι έφηβοι και ειλικρινώς παρθένοι φαντασιωνόμασταν με ανάμικτα συναισθήματα φρίκης και ηδονής τις συνοικίες που τη νύχτα μονάχα ζουν με όργια και κραιπάλες.
Βλέπαμε οράματα όπως τα ζουλάπια βλέπουν τις λάμψεις μακριά στον ορίζοντα και τις καταιγίδες. Σκεπτόμασταν κορίτσια ν’ ανοιγοκλείνουν τα σκέλια τους μπροστά στις πόρτες των σπιτιών σαν μαστουρωμένες σειρήνες που προσπαθούσαν να μα πιάσουν απ’ τ’ αρχίδια.
Το σεξ τότε το χώριζε απ’ τον έρωτα ένα σκληρό παραπέτασμα.
Το σεξ ήτο μπορντέλο, βλεννόρροια, σύφιλη, βρωμιά και όλες οι πληγές του Φαραώ. Ο έρως απεναντίας ανήκε στις ουρανομήκεις εξιδανικεύσεις. Ασπασμός αγγέλων προς τ’ άστρα.
Αυτή του την πνευματική υφή μας ανέλυε ο κύριος Κασβίκης ο θεολόγος μας που εκτελούσε ακουσίως χρέη σεξουαλικού παιδαγωγού ξεπεταγμένος κι αυτός απ’ την τρυφή των κατηχητικών.
Την τελευταία σχολική μέρα του Ιουνίου έβγαλε τα κορίτσια το τελευταίο πεντάλεπτο απ’ την τάξη και αιφνιδίως κρέμασε στον πίνακα ένα μεγάλο χαρτί πάνω στο οποίο ήταν κολλημένες δυο φωτογραφίες.
Η επικεφαλίδα έγραφε με κεφαλαία Αυνανισμός ενώ ο υπότιτλος έγραφε Προ και μετά την Μαλακίαν.
Στην πρώτη φωτογραφία ένας νέος ωραίος, σφριγηλός και περίλαμπρος, ενώ στη δεύτερη ο ίδιος νέος αδυνατισμένος και καμπουριασμένος, με τα περίφημα καυλόσπυρα και τα μαλλιά ανασηκωμένα κατά τρόπο ανατριχιαστικό.
Η αναπαράστασις του κακού κούμπωνε τώρα πάνω στις αυτοερωτικές μας ασκήσεις.
Ο κύριος θεολόγος απεδείχθει πως ήξερε τι κάναμε όλοι στον καμπινέ. Ήξερε πως το καλοκαίρι θα προχωρούσε νωθρά για τις διαθέσεις της ηλικίας μας, γλυφό, περίεργο και ερωτικά κακοφορμισμένο.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...