Περί Αγάπης Ή καταβροχθίζοντας το ανίερο μήλο

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ω η αγάπη, αυτή η θεά που μεταμορφώνεται σε διάβολο με κόκαλα και κρέας, και πολλές φορές χωρίζεται απ’ τον άνθρωπο σαν ένα πλάσμα ιδιόρρυθμο, σαν ένα αφηρημένο τέρας μέσα στη μεγάλη ζεστή κοιλιά του συμφέροντος και της επιβίωσης.

Πάντα είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους, το μπόλιασμα με τον έρωτα, την απώλεια και την τρέλα, η κούνια που νανουρίζει το Μωρό Θάνατο, αυτό το μωρό που εγκυμονούμε υποχρεωτικώς απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε.

Δεν είναι θανατοκάπηλη η αγάπη, αλλά οιστρηλατημένη από τον φόβο του θανάτου, δόλια και μεγαλόστομη τσαχπίνα, ποιήτρια ανυπακοής και βίας.

Η αγάπη είναι το μεγάλο σφαγείο, ψάχνει την ευτυχία στην απουσία, παραμένει το άπειρο υγρό δάσος για κείνα τα πουλιά που δραπετεύουν απ’ τους κυνηγούς τους.

Η αληθινή της νίκη να πολεμά συνέχεια τους θριάμβους, να κοιτάζεται σε ραγισμένους καθρέφτες βλέποντας την κοινή απεραντοσύνη μας χωρίς εξουσία, χωρίς την κόλαση του πόνου που γίνεται φαρμακερή σφήκα.

Η αγάπη αυτό το δαρμένο σκυλί, αυτό το καταφύγιο της θλίψης, η παιδική μας ζωή, εκεί που πηγαίνουμε ξανά και ξανά για να βρεθούμε αληθινά με τους άλλους. Για να χαϊδέψουμε και να χαϊδευτούμε, για να φωλιάσουμε σε μια μαμά, σε έναν επινοημένο χρόνο του παρόντος, σε μια κόγχη στοργής, αρσενικά και θηλυκά με τη διπλή μας πείνα, έτοιμα πλάσματα πια να ξεφορτωθούμε τις προσευχές και τα ρούχα, τα χαλινάρια, τις παρεξηγήσεις, τις ευχετήριες κάρτες, τις θεομηνίες που πρόβλεψαν το χαμό μας.

Σχόλιο για τη γένεση των λυγμών

Μπορεί να είναι κοντινή λήψη

Αυτό, το να παραιτηθείς απ’ τη γνώση για να τη νοιώσεις-αφού δεν έχεις νιάτα και η ποίηση είναι τα νιάτα σου-διαβαίνοντας το δύσκολο δρόμο, θυσιάζοντας καθ’ οδόν αυτό που δεν πρέπει να λησμονήσεις ποτέ μέσα στην πολυμαθή άγνοιά σου.

Ακούγοντας το δαίμονα της μνήμης και της καρδιάς να ψιθυρίζει τον βακχικό ύμνο σε όλα τα όντα που χάθηκαν μες στην ανωνυμία, μεταξύ πόλης και φύσης, μεταξύ πλήξης και φθοράς.

Ονομάζω ποίημα λοιπόν αυτό που εκπαιδεύει την καρδιά, αυτό που επινοεί τον έρωτα για να κρατήσει ζωντανή τη ζωή, το καμίνι που φλογίζει την αδέσμευτη αυθορμησία, την ελευθερία να πάσχεις ενεργητικά αναπαράγοντας το προσφιλές ίχνος, αυτό το ίχνος που μνημονεύει εορταστικά την αμνησία και τον πρωτογονισμό, τη ζωώδη βλακεία και το σφαγείο του έναστρου ουρανού, εκεί που η υπαρξιακή μας χαύνωση βλέπει αρμονία και αγγέλους, φυσικούς νόμους και δυνάμεις θριαμβικές.

Να η πατρίδα μας το χώμα. Να η γη που μας κοιτάζει με τα δόντια της. Να ο ποιητής, ο θεός των μάταιων περιπλανήσεων, ο ματαιόδοξος που περνά λούστρο το μικρό του ανάστημα, ο πυρομανής που καίει βιβλιοθήκες.

Να η ποιήτρια σάρκα που προτιμά το γαμήσι απ΄το θεοσεβή φόβο, που περιφέρει το μέγα ερώτημα προσπαθώντας να μας μάθει πως να ξυπνήσουμε τη φύση που κοιμάται ανάμεσα στα λόγια μας.

Ωδή στα Ναυάγια Ή Το πνιγμένο ανίερο βρέφος σας εύχεται καλό ρέψιμο και έτη πολλά

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Ετούτη η είδηση δεν έχει πια καμιά σημασία. Οι φάτνες στις πλατείες με τον πλαστικό Ιησού μονάχα , τα λαμπερά αρχιδάκια των δημάρχων, οι μάσκες οι διπλές και οι μασκαράδες οι διπλωμάτες ωραίοι αποτρόπαιοι μάγοι εξοφλούν το αντίτιμο της δημόσιας ευτυχίας που είναι ακριβώς η ατομική ήττα και η προσωπική συμφορά.

Ναυάγια του μικροαστικού ολέθρου, γιορτές με νεκρούς, με κόβιντ, με εμβόλια, όλα μέσα στον ταξικό κουβά, και τα πραγματικά ναυάγια που δεν είναι ναυάγια αλλά εγκλήματα, στο Αιγαίο πέλαγος και σε όλα τα πελάγη, αδέκαστα από την κρίση του νοικοκύρη που γεμίζει το μουνί της γαλοπούλας του.

Αδέκαστα απ΄τους υπερόπτες με τη θετική σκέψη, τους φεντεραλιστές της καλοζωίας και της αγάπης που χαρίζεται ως χαρτονόμισμα στο χαμόγελο του παιδιού.

Δεν είναι ναυάγια απελπισμένων αγγλογάλλων συνταξιούχων που κάνουν την τελευταία τους βόλτα στις αποικίες, φωτογραφίζοντας το γραφικό έρεβος των ιθαγενών. Απολαμβάνοντας την καλή κουζίνα που κρύβει πίσω της πακιστανούς σύριους αφγανούς που γλίτωσαν τον πνιγμό και κατάφεραν να βρουν μια θέση στο ευαγές κάτεργο.

Δεν είναι ναυάγια λογοτεχνικά της νηφάλιας λογικής. Είναι δολοφονίες. Είναι εκτελέσεις. Τέτοιες που όταν συμβαίνουν μας εκπαίδευσαν να κοιτάμε αλλού. Τέτοιες που ορίζουν την κοινωνική ευημερία ως αχώριστη συντρόφισσα των πολέμων, της τεχνολογίας, του ρομποτισμού του ανθρώπου, του ήπιου ολοκληρωτισμού που φουσκώνει σαν μπαλόνι μέχρι να σκάσει και να μας αποτελειώσει αφού όλοι μαζί μπορούμε.

Να ιδού πάλι και ξανά, σκάφος με 88 πρόσφυγες από την Συρία και την Παλαιστίνη βυθίστηκε 5 μίλια βόρεια της Πάρου και όλοι οι άνθρωποι έπεσαν στο νερό.

Μην απορήσουμε πάλι που δεν είχαμε live ανταπόκριση στα δελτία και δακρύβρεχτες ανακοινώσεις. Που δεν το κάλυψε ο σκάι και δεν το σχολίασε ο μπογδάνος. Απλώς δεν ήταν λευκοί ευρωπαίοι τουρίστες με ζεστά ευρά αλλά ταλαίπωροι μελαψοί μελλοθάνατοι.

Μέχρι στιγμής, 16 νεκροί (12 άνδρες, 3 γυναίκες και ένα βρέφος), 63 διασωθέντες, ενώ 9 άνθρωποι αγνοούνται ακόμα.

Αυτή ήταν η πιο αιματηρή εβδομάδα στο Αιγαίο εδώ και χρόνια. Αυτά ήταν τα φετινά άγια Χριστούγεννα που προσμέναν με χαρά οι χριστιανοί.

Συνολικά, 3 ναυάγια σε 3 μέρες. 31 νεκροί ~45 αγνοούμενοι.
Αυτό σημαίνει «μείωση των αφίξεων» και «αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική».

Αυτό σημαίνει μαστουρωμένη ελληνική κοινωνία, εκφυλισμένη, δεξιοκρατούμενη, ψευδοεξεγερμένη, έρμαιο της παπαδοκρατίας και των κηφήνων ευεργετών της, έρμαιο μιας τσογλανοπαρέας εφοπλιστών βιομηχάνων και κακούργων, υπέρμαχων του ανταγωνισμού, του πλέον νόμιμου βιασμού.