Εγκλωβισμένοι στα ιστορικά κέντρα των Αθηνών, εκεί που ο Σαρωνικός κι ο Θερμαϊκός γίνονται μια δαχτυλήθρα νερό, και τα κορίτσια αγοράζουν ποντικοφάρμακα απ’ τους λογοτέχνες, γράφοντας τη δική τους ξινή ιστορία τους μύθους που εξέπεσαν.
Συνδρομητής ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός, ο ρομαντισμός οι αγγλογάλλοι, ο Ντεμπόρ, η Ντέμπορα, οι μπίτνικς σα λούτρινα φιλαράκια των νέων που τραγούδησαν το φευγιό απ’ το σπίτι μα βρέθηκαν αγκαλιά μ’ έναν καινούργιο μπαμπά.
Λυγμοί φωτογραφίες χειρόγραφα στο φως μιας νύχτας με Σελήνη, χαρτοπετσέτες του Καρούζου και φανέλες του Κατσαρού, λύπες του Γκόρπα και οχληρά διαβήματα.
Άλλοι γίναν εκδότες των εραστών τους, άλλοι αποκτήσαν δια βίου φήμη ποιητού κάνοντας παρέα με αγίους, περιμένοντας τις αυτοκτονικές τάσεις της ομορφιάς να σώσει τον κόσμο.
Άλλοι ανοίξανε περίπτερα, καβαλήσαν καλάμια, φιλοτέχνησαν το μύθο τους με όση καλλιτεχνική απελπισία κατάφεραν να κλέψουν απ’ τον αντιγραφέα τους.
Όσα παιδιά κατέβηκαν απ’ τις εύπορες συνοικίες στο κέντρο θέλοντας να γίνουν κάτι, παρέα με τους φαντασμένους επαρχιώτες των αυστριακών Άλπεων, έσμιξαν με τους παλαβούς στρατηγούς, τις φίρμες που δεν ξέπεσαν στο υπαλληλίκι αλλά στη γλυκιά τρελή αλητεία.
Εγγράψαν τα διπλά τους ονόματα δίπλα στο Ελύτης και δίπλα στο Καρούζος και δίπλα στη ζεστή μουσταλευριά, φτιάχνοντας απ’ το τίποτα μια αδικαιολόγητη σκληρότητα ένα περίβλημα αυτολύπησης και αντιδραστικού ρομαντισμού, νομίζοντας πως αν αμολήσουν τις καλοθρεμμένες τους μουνόψειρες στα μούτρα μας θα κερδίσουν βραβείο ρετιρέ ή μια θέση στη μακάβρια επετηρίδα.
Μια αναρχία τόσο μικροαστική και μίζερη, τόσο θλιβερά πομπώδης εργαλειοποιημένη σαν εξόγκωμα ή σαν κακό σπυρί, όλο ιδιαίτερα γούστα, πιστοποιημένα λογοτεχνικά φρονήματα και σκυλίσιες χαρούλες πριν τις άγονες συντριβές.
Πίσω απ’ τα ωραία εξώφυλλα των Εξαρχείων η οσία Ματαιοδοξία μνημειωμένη γριά της αποτυχίας μας να γκρεμίσουμε το παλιό, της ανάγκης μας να διατηρήσουμε τα κληρονομημένα κουσούρια των ινδαλμάτων μας.
Άλλος κυκλοφορεί με τη χαρτοπετσέτα του Καρούζου ανεμίζοντας μεθυσμένα κολλυβογράμματα, άλλος με μπιλιετάκια του Ελύτη, πιστοποιητικά αριστείας υπογεγραμμένα απ’ τις αυθεντίες, απ’ τις περιώνυμες αυλές και τις σφιχτοκούραδες κολάσεις.
Γέροι πια, δυστυχείς και διάσημοι, μακριά απ’ τις λίμνες και τα ποτάμια, μακριά απ’ τη ζωή και την πέτρα, γέροι στο θρόνο τους και στα Εξάρχειά τους, ανθολόγοι της μούχλας, ανθολόγοι του μοναδικού τους εαυτού, χωρίς γνώση και έλεος.
Άδεια κιβώτια γεμάτα πόζες, συνδρομητές νοσταλγίας με τάσεις κανιβαλικές, Οφθαλμός αντί οδόντος, νοσταλγία δωράκια και αλλαξοκολιές.