Περί του μαύρου ουρανού και της λευκής νόσου

artwork: Man Ray | Arm | The Metropolitan Museum of Art

Είναι τα νεύρα του θεού που αποτελούν την ουσία του, άπειρα και αιώνια, δεν έχει χείλη ο θεός που στάζουν μέλι, δεν έχει σώμα παρά μόνο νεύρα. Η δημιουργία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας θεϊκής νευροπάθειας, μιας διαδικασίας μεταμόρφωσης. Μεταμορφώνομαι άρα υπάρχω.

*

Ο θεός πήρε κομμάτια απ’ τα νεύρα του, αφαίρεσε, δίνοντας άλλες μορφές, ψυχρά, χειρουργικά φροντίζοντας να παραμείνει σκοτεινός και ασυνάρτητος, στην πραγματικότητα εξίσου παρεξηγημένος όσο η αναζήτηση της ενότητας.

*

Ο θεός δεν γνωρίζει τον ζωντανό άνθρωπο, αφού, συναναστρέφεται με πτώματα.

*

Ο Δίας με τη μορφή χρυσής βροχής(χύσια) γονιμοποίησε τη Δανάη στη σπηλιά που την είχε κλείσει ο πατέρας της για να μην γαμηθεί. Ο ίδιος ο Δίας γράφει στ’ απομνημονεύματά του: Ήταν ξαπλωμένη, ολότελα γυμνή, το δέρμα της ανατριχιασμένο από έξαψη, τα χείλη της υγρά, δαγκώνοντας τη γλώσσα της πότε-πότε, μια γλώσσα που θαρρείς προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ το στόμα της μ’ αιφνίδιες εξωθήσεις. Νόμιζα πως το κρανίο μου έσπαγε καθώς με δύναμη προσπαθούσε να χωρέσει δυο φλογισμένους εγκεφάλους. Ένιωθα την ανατομία μας να συνταυτίζεται, τα μυαλά μας να συντήκονται σαν δυο αυγά ώσπου γίναμε μια γλοιώδη κι αφηρημένη μάζα.

*

Είναι ύβρις η γυναίκα όταν θεογαμιέται να νιώθει ηδονή. Έτσι και η παρθένος Μαρία θα γονιμοποιηθεί από το θεϊκό σπέρμα με τη μορφή των θεϊκών ακτίνων.

*

Η ηδονή της γυναίκας ήταν το μεγάλο πρόβλημα του θεού. Τα μεγάλα λαχταριστά κομμάτια του τα έδωσε στη γυναίκα. Η γυναίκα έχει παντού στο σώμα της νεύρα ηδονής, νιώθει περισσότερη κάβλα απ’ τον άντρα, στον οποίο τα αντίστοιχα νεύρα εντοπίζονται αποκλειστικά στην περιοχή της ψωλής.

*

Ο πάσχων άνθρωπος βιώνει το θεϊκό δράμα. Νοιώθει οτι διαιρείται αλλά και αποσυντίθεται σε τέτοιο βαθμό που θεωρεί πως ζει χωρίς στομάχι και χωρίς έντερα και σχεδόν χωρίς πνεύμονες με ξεσχισμένο οισοφάγο με τσακισμένα πλευρά, χωρίς κύστη. Σάρκα εκ της σαρκός του.

*

Είναι όμως η παράνοια που αποσυνθέτει και η Υστερία που συμπυκνώνει.

*

Τα παιχνίδια του θεού είναι τα παιχνίδια του πατέρα που εύκολα γίνονται καταπιεστικό υπερεγώ, πρόσφορα στη σύγκρουση και το παραλήρημα.

*

Οι δυνάμεις του μύθου και της θρησκείας παραμένουν ζωντανές στις νευρώσεις. Οι πιστοί ασθενούν, οι πιστοί διαμελίζονται γίνονται οι ίδιοι θεοί όταν παραληρούν. Αυτοευνουχίζονται. Δεν γαμούν και δεν γαμιούνται.

*

Η εξαφάνιση των γεννητικών οργάνων του καλόγερου στο εσωτερικό του κορμιού του μπορεί να είναι ένα είδος φυγής μπροστά στον κίνδυνο που χρωματίζεται από τις παραμορφώσεις του παραληρήματος, αλλά ο οποίος πέρα από τη συμβολική και φανταστική πλευρά του, γειτονεύει εφιαλτικά με την πραγματικότητα της καταστολής της επιθυμίας που εμφανίζεται με το προσωπείο της γαλήνης και της πραότητας.

Ζήτω το έθνος ρε μουνιά Ή 200 χρόνια σαπίλας

εγώ ο ακλόνητα κλωνοποιημένος Έλλην
δηλώνω ευθαρσώς πως τριγυρίζω τον
κόσμο ζητιανεύοντας κέρματα για το μεγάλο
τζούκ μποξ της αγάπης για να βράσω


τη γίδα για τους τουρίστες αφήνοντας
αμέτρητους μύθους να γλιστρήσουν στα
ζεστά μου εντόσθια να χέσω εν τιμή το μέγα
ιερό μουνόπανο της σημαίας μας να


γαμήσω ξανά της παναγίας το στερημένο
στόμα όλα τα ιερά και τα όσια που με κάνουν
φονιά γλείφτη και βιοπαλαιστή λίγο να
σηκωθώ ψηλότερα πατώντας πτώματα


πτώματα πτώματα γράφοντας ύμνους
απαγγέλοντας ωδές ξορκίζοντας όλα τα
κακά δαιμόνια φορώντας του νοικοκύρη
την καπότα μνημονεύοντας ένδοξα


παρελθόντα σφαγές τραπεζικές επιταγές
έξοδα παραστάσεως υπέρ βωμών υπέρ
ηρώων υπέρ αγίων εταιριών εκλαμπροτάτων
χορηγών ευεργετών ηδονιστών πατριαρχών


νατοϊκών και ορθοδόξων ευσεβών νεο
μαρτύρων δεξιών δημοκρατών και μαχητών
και πουτσαράδων ποιητών. Των ελπίδων
δικαιούχοι αριστεροί ανανεωτές αναρχικοί


ευνούχοι εραστές του Αιγαίου με ξοχικό
στο Πήλιο λεφτά της διαλεκτικής δημόσια
φαγοπότια επετείων και καταχνιά σπαραχτική
μαγκάλια αναθυμιάσεις επιδόματα χορο


στατούντος του αγίου παϊσίου του σαπι
σμένου πούτσου του θεού του σαπισμένου
έθνους που βρωμά της σαπισμένης θέας
της ψεύτικης ζωής των σαπισμένων μας


παιδιών που πίνουν Hell κι ακούνε τράπ
πουτάνες ντράγκς μονόφθαλμη αυπνία
μοναχικές φιγούρες μ’ αγριεμένες μούρες
φαρμακωμένα φανταράκια εν δυο εν δυο


πατρίς θρησκεία γραφειοκρατία και
λόατκι σωφρονισμός

Περί Ωραίου Ή Αυτοανάφλεξις Του Σώματος

ωραία η λέξη όπλο στα χείλη σου
ωραία η λέξη χείλος πάνω στο όπλο μου
ωραία η φιλαρέσκεια του επεκτατισμού σου
-η πάλη των τάξεων στις κλειδαρότρυπές σου-
ωραίο το ψωμάκι του σοδομισμού σου
μέσα στους ανατριχιασμένους σπασμούς
ωραίο που δεν σε ξέρει η ομορφιά κι ο θάνατος
να σου δαγκώσουν τη ρόγα να γαρνίρουν
το αίμα της ζεστής γης με των υγρών σου τον τάραχο
ωραίος ο μικρός έμπειρος μπούφος που είμαι
το άγριο ζωάκι το άνανδρο από αστικές πολιορκίες
ωραίο το κουστούμι μου απ’ της δίψας σου την πασχαλίτσα
ωραίο το σακάτεμα απ’ τα δόντια του ήλιου
απ’ την αρπαχτική σου δίνη που τη λένε γονιμότητα
και ξεχαρβάλωμα
και Οσία Οργασμία
και Αγία Ανθέμιδα των χειμάρρων μου

Περικοπές απ’ τα ημερολόγια του μαθητευόμενου τέρατος

Ως όντα ζωντανά και πάσχοντα οριζόμαστε απ’ τους Άλλους, απ’ το βλέμμα τους που φανερώνει την ασχήμια μας ή τις ντροπές μας, μπορούμε ωστόσο να διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι οι Άλλοι δεν μας βλέπουν αληθινά όπως είμαστε.

***

Την κόλασή μας τη συντηρούμε με τη βοήθεια των Άλλων. Και τι άλλο μπορεί να είναι η κόλαση εκτός απ’ τις σκέψεις που σκουληκιάζουν μέσα στο κεφάλι μας, εκτός απ’ τις λέξεις δηλαδή που λιμνάζουν ή σαπίζουν απρόφερτες κάνοντας το κρανίο να μοιάζει με χαλασμένη κονσέρβα, όσο, αυτές οι λέξεις πήζουν εκεί, μες στο μυαλό και μοιάζουν νεκρές από γεννησιμιού τους. Κι αντί να γίνουν βροντές αστραπές καταιγίδες γίνονται σκληρότητες κατά του εαυτού.

**

Οι λέξεις στριμωγμένες βαλτωμένες πολτοποιημένες δεν μπορούν να κρατηθούν μέσα στο μυαλό και γυρνούν και συστρέφονται σε όλο το κορμί γυρεύοντας άλλες διεξόδους. Πολλές φορές τις κατουρώ ή τις βγάζω στα κόπρανα σαν παράσιτα κι άλλες πάλι τις μυρίζω στο σπέρμα μου, στη μύξα ή το σάλιο μου.

**

Πως γεννιέται όμως η λέξη; Πως προετοιμάζεται ή πως εκμαιεύεται μέσα από τις απειράριθμες εγχαράξεις; Πως εμείς τα βρέφη συνδεόμαστε με τις δονήσεις των ζωικών μας προγόνων βγάζοντας ήχους ακατάληπτους και τρομερές κραυγές;

**

Μόνο αν πάμε ξανά στη φύση, πριν απ’ τη λέξη, μόνο αν αφεθούμε στις κυματοειδείς αναπνοές του βρέφους, στο κλάμα και τις πρώτες κραυγές, ακούγοντας εκεί, μέχρι και τον στεντόρειο λυπητερό βρυχηθμό των λεόντων, μπαίνοντας στο πετσί του ταύρου και της σαύρας, της μύγας και του φιδιού. Εκεί που μπορείς να μιλήσεις τη γλώσσα όλων των πλασμάτων. Εκεί που θα νιώσεις πως η αναπνοή είναι το πρώτο και το τελευταίο άνοιγμά μας στον κόσμο. Και είναι αυτό που μας κάνει το ίδιο ζώα με όλα τα ζώα.

**

Ακόμα και η άδηλη αναπνοή της αμοιβάδας ή των ψαριών, οι βρόγχοι και τα βράγχια, είναι το ζωτικό μας άνοιγμα στον κόσμο.

**

Είναι αλήθεια, πως, ο λόγος εκδηλώνεται σαν μια αναπνευστική εμπειρία, ξεκινώντας ουσιαστικά απ’ την ωκεάνια σιωπή του ιχθύος, ευθέως ανάλογη σιωπή με τις προγεννητικές μας εμπειρίες όταν βρισκόμαστε βυθισμένοι στην αμνιακή μας άγνοια εντός της μήτρας.

**

Ο πύργος κάθε ατομικότητας απαιτεί πρώτα απ’ όλα επιβεβαίωση των ορίων μας. Κάθε παρέκκλιση απ’ αυτά τα όρια μπορεί να είναι καταστροφική.

**

Οι άλλοι μας συστήνουν την κόλαση και οι λέξεις μας βοηθούν να την αντέξουμε. Κι αυτή η κόλαση που αντέχεται με τις λέξεις βγάζει αυτό το παραδεισένιο νέκταρ, αυτό το μοίρασμα των σωματικών υγρών, την κραυγή του γάτου και το κελάηδισμα του πουλιού, την κιβωτό της επιθυμίας, την αδιανόητη ηδονή που ένιωσαν οι μακρινοί μας πρόγονοι-βυθίζοντας ο ένας τον εαυτό του μέσα στον Άλλο-για να προστατευτούν απ’ την τρομερή παγωνιά της άγνοιας.

**

Οι λέξεις γεννήματα των κολάσεων που φέρνει ο τρόμος της αναπνοής και η ανάγκη της συνύπαρξης. Κι αυτές εκεί ακολουθώντας το σβήσιμο του μεγάλου ήλιου, τις τροχιές των άστρων και του μηδενός που όλο συμφιλιώνεται με το παν και το τίποτε, δαγκώνοντας την ουρά του όπως δαγκώνουν οι εραστές τις σκληρές ρόγες για να κλείσει ο κύκλος, να συμβεί η τέλεια ένωση για μια στιγμή, βγάζοντας τη γλώσσα στη φθονερή και πληκτική αιωνιότητα.

Ασύμμετροι έρωτες σε καιρό πολέμου  

μνήμη Χρόνη Μπότσογλου

Ετούτο το κορίτσι που χαρίζει απλόχερα τον εαυτό της στο λαίμαργο βλέμμα των αρσενικών ακούει ένα αηδόνι, το δυνατό της σώμα δεν την αφήνει να βουλιάξει μήτε στη γη μήτε στον ουρανό. Η ονειροπόληση δεν την κατέχει αλλά την πλημυρίζει με κείνα τα υγρά της σιγουριάς και της νύχτας, μετά μανίας ανακατεύοντας φωνές αγαπημένες και προστυχιές αχαρτογράφητες. Οι φλέβες του λαιμού πορευόμενες προς τα ακατάγραπτα σύμπαντα δίνουν στον αόρατο ξένο εραστή τα κλειδιά μιας καρδιάς που παλεύει να ξεστρατίσει απ’ το βιβλίο ύλης των τραυμάτων, απ’ τη συνθήκη του χιμερικού μπαμπά, απ’ τη μούχλα των εγχειριδίων εξήγησης της ζωής. Θέλει να αγαπήσει ένα σώμα κι όχι ένα πρόσωπο. Θέλει να δει πως είναι η ζάλη που τη γέννησε, Να βρει την κάβλα τόσο αιφνίδια νοιώθοντας αυτό το παραστράτημα στη χαρά εν φαντασία και λόγω.

Αδούλωτη από βαριές σκέψεις και ταραχές, αντίδρομη της πατριαρχίας που τη συντηρεί, αγκαλιάζει το φαλλό για να τον βυθίσει στο κάλος του εαυτού της, στη σάρκα που είναι η αρχή και το τέλος, αμφίστομη, ζωώδης, βασανισμένη.

Ο χορός της μπροστά στα σκάγια των στρατηγών μια προεόρτια συνέργεια όσων θα ακολουθήσουν, όσων θα διαμειφθούν απ’ τη φτωχή ανημποριά των λέξεων που βγάζει ο στόμας όταν ανθεί.

Ο φόβος θα βγει απ’ τα ρουθούνια, οι κακοδικίες και οι θυμοί θα εξατμίζονται όσο τα χέρια και τα πόδια θα πλέκουν την πιο αδιανόητη πάλη, το σβήσιμο κάθε ντροπής ανάμεσα στους μετέωρους τοκετούς του έρωτα και του θανάτου.

Ετούτος ο εφελκυσμός προς τη συνουσία, το μάγγωμα των χειλιών στο ξένο στόμα, η δράση της εμπλοκής και της συμπίεσης, ο πόνος ως αυτοάνοσο της διείσδυσης, η τρέλα κάθε άσκοπης ώσης, η φαντασμαγορία της θέας της σχισμής, η έλξη προς εκείνο το κέντρο συνάντησης των αιδοίων είναι οι μόνες πατρίδες που δεν θα πυρποληθούν.

Τα κορίτσια λατρεύουν με τα μάτια, την καρδιά και το ήπαρ, πολλές φορές στην κοιλάδα αυτή των δακρύων τους τυλίγονται στον άξονά τους, έχουν ζαλάδα πονοκέφαλο περίοδο, μυρίζουν όπως τα κωνοφόρα σε καιρό πολέμου, χαρίζοντας αστόχαστα κάθε λύπη τους στον αναιδή θρίαμβο της ζωής.

Η άκακη φλυαρία τους ένα φωτεινό ποίημα μέσα στο σκοτεινό δάσος, η γλυκιά τους σαχλαμάρα ως σοφή επίδειξη της άσκοπης περιφοράς μας κάτω από άστρα που πρόκειται να καούν κι αυτά μες στις σπειροειδής τους παραφωνίες, αγιάτρευτα θνητά σαν κολλιτσίδες πάνω στη μαύρη αρχή του παντός. Στη νύχτα που είναι το μέλλον μας.

Τα κορίτσια πολεμούν τη συμβιβασμένη μας αξιοπρέπεια, λύνουν τους γόρδιους δεσμούς που θρέφουν τις αρρώστιες, προσφέρουν ανάλγητους ερεθισμούς στην πολεμική ηλιθιότητα της αντρικής κυριαρχίας, ηλιόλουστες πάντα μας παρασύρουν στις νίκες τους.