Περί κολάζ

Αντώνης Αντωνάκος – ΑΝΑΛΟΓΙΚό ΚΟΛάΖ ΣΕ ΧΑΡΤί, 2022

Ολόκληρη η παιδική ηλικία είναι αλυσοδεμένη στο στύλο του ερωτισμού. Το σύμπλεγμα, ως αρχετυπική συσχέτιση εννοιών και φαντασιώσεων, εστιάζει στην επαναστατική δύναμη της ηδονής. Απ’ την ελεύθερη και ηρωική εξερεύνηση των σωμάτων μας προχωρούμε στην απόλαυση του παράδοξου, του μη ορατού, του συγκεχυμένου. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της οφθαλμαπάτης βλέπεις την εικόνα που προσπαθεί να σαγηνεύσει τον εαυτό της, να κραυγάσει έναν στιγμιαίο μετεωρισμό, να δώσει μια λύση στην αγεφύρωτη διαφορά ιδιοσυγκρασίας μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, να ωθήσει το βλέμμα στο ρεαλισμό της ουσίας όσων αναδύονται απ’ τις καταστάσεις, απ’ το ιερό του τυχαίου έως το ανίερο του συνηθισμένου. Ετούτα δω λοιπόν τα λάφυρα της περιέργειας, ετούτες οι καταθέσεις της μοναξιάς και της ελευθερίας, ετούτες οι θεσπίσεις του ξεπερασμένου φόβου και της δημιουργικής τεμπελιάς αφήνουν ένα υπεριώδες φως που επιτρέπει στις διακυμάνσεις της ποίησης να ζωντανεύουν τα δικά μου θαμπά και ξεθωριασμένα φαντάσματα. Ακούγεται λοιπόν η ζητωκραυγή της αδυναμίας μου μπροστά σ’ αυτόν τον προκαταβολικό θάνατο του μέλλοντος, αναδύεται αυτό το σχεδόν πένθιμο άρωμα των συναντήσεων με τις αναμνήσεις και τις αποχαυνώσεις κάνοντας το ρήγμα των ψευδαισθήσεων ένα κομμάτι ομορφιάς, μια υπόθεση ορκισμένων ερασιτεχνών της ροής και της ακινησίας που πάλλεται.

Φεγγαρόφωτο στα χείλη

Τι είναι άραγε η γοητεία, αν όχι αδεξιότητα μαζί με πάθος, ίσως μια απλουστευμένη πολυλογία των αισθημάτων, να, όπως ετούτο εδώ το κορίτσι με τα πόδια σηκωμένα, όπως τα χέρια ενός στρατιώτη που παραδίνεται μπροστά σ’ ένα όπλο που τον σημαδεύει. Και θα πρέπει για να εκτιμήσεις τούτη την αβίαστη φυσική γοητεία να πάψεις ν’ ακούς τον απογοητευμένο που μιλά, τον καταθλιπτικό που ρητορεύει, τον απατεώνα που ελπίζει, το θαυματοποιό που δίνει παραστάσεις μπροστά στους πιθήκους του κρατώντας άσβεστο το παραλήρημα της διανοητικής τους ατιμίας.

Νιτσεϊκή κυσθολειξία


Αντ. Αντ…..Αναλογικό κολάζ σε χαρτί, 2022

Αν υποθέσουμε πως η φιλοσοφία είναι γυναίκα ή καλύτερα μια ύπαρξις θηλυκή, τότε αυτός που την ευχαρίστησε με τον πιο δυναμικό τρόπο είναι ο ανήρ ονόματι Νίτσε.

Ο εν λόγω εραστής δεν δίστασε-σε αντίθεση με τους προγενέστερους μνηστήρες-να της κάνει αποκλειστικά και μόνο γλειφομούνι.

Ο Νίτσε λοιπόν, γονάτισε μπροστά της σαν υπνωμένος υποτακτικός, χώνοντας τη γερμανική του γλώσσα βαθιά μες στο ταλαιπωρημένο της μουνί, δείχνοντας μια άνευ ορίων και όρων λατρεία, κάνοντάς τη να έχει επαναληπτικούς οργασμούς, ποιητικούς, λαίμαργους, αδυσώπητα ενοχλητικούς στ΄αυτιά όλων αυτών των κρετίνων που θέλουν μόνο να της τον βάλουν και να ξεροχύσουν κι έπειτα να κοιμηθούν σαν πουλάκια στις ακαδημίες και στις επιτηρούμενες εξοχές.

Στο γλειφομούνι δεν εξουσιάζει ο άντρας, αφού ο άντρας είναι αυτός που αφοσιώνεται στη γυναίκα.

Το γλειφομούνι θολώνει αυτή την εικόνα της δύναμης του αρσενικού στο οποίο τίποτε δεν αντιστέκεται και του οφείλονται τα πάντα, ωσάν να ήταν το μόνο υποκείμενο της σεξουαλικής σχέσης, το μόνο ον που είναι ικανό να νοιώσει πόνο και ηδονή.

Η φιλοσοφία όπως και η γυνή έχουν ένα ζωικό στοιχείο που δεν εκφράζεται μόνο σε μια σχέση κυριαρχίας του άντρα επί της γυναίκας-βλέπε διείσδυση- αλλά και στη χαλάρωση όταν ο άντρας αφήνεται, όταν ακριβώς δεν φαίνεται να επικρατεί.

Ο Νίτσε είδε τη φιλοσοφία ως όμοιά του, ως ένα άλλο υποκείμενο ίσο με αυτόν, στο οποίο όφειλε να δώσει προσοχή.

Η φιλοσοφία-αισίως-υπήρξε μια παρτενέρ που καταγαμήθηκε απ’ τον πατέρα, τον άντρα, τον κυρίαρχο, τον γεννημένο πολεμιστή, καθώς ο άντρας δεν μπόρεσε, προφανώς, να πέσει τόσο χαμηλά προσφέροντάς της την πολυπόθητη ηδονή δίνοντάς της οντολογική αξία με την ίδια του τη γλώσσα.

Σημείωμα για τον Ivo Pogorelich

…κερατά Pogorelich,
λίγο πολύ επιβάλεις ένα παράπονο, ένα βούλιαγμα στον ορίζοντα που δεν έχει να κάνει με τις διαπεραστικές συγχορδίες, τις φήμες, τον εαυτό μας που τρώει κλωτσιές, είναι κάτι που αιώνια μας ξεφεύγει, μια λεπτομέρεια, μια στιγμή πονηριάς, ο ήχος που τον παντρεύεις με τη διχογνωμία και το έλεος, εκείνα τα πάθη των αλαφροΐσκιωτων μπροστά στο φεγγάρι, ο λύκος που ούτε χαμογελά ούτε γκρινιάζει, ο αριθμός μηδέν ο δημιουργός του κόσμου των μονάδων, κοίτα τώρα εδώ αδερφέ, πως περιπαίζεις ως ελαφρόμυαλος όλες τις επάλξεις, όλες τις πατρίδες που τις κινεί το αίμα πριν φτάσουν στον κατάμαυρο ουρανό, κοίτα πως σφάζονται οι ματιές μας, κοίτα τούς εσταυρωμένους που περιμένουν να κάνουν το νούμερό τους και να κοιμηθούν, ω! βαφτισμένε σατανά, αφροδίσιε, μυγιάγγιχτε- ξέρεις εσύ πια θεοπάλαβη Μήδεια μας χάιδεψε αντί να μας σφάξει, ξέρεις πως να σπας με τα δάχτυλα τις πυξίδες κι όλου του γνωστού κόσμου ξέρεις πως να υμνήσεις τις αναπηρίες….