Η τελευταία φροντίδα

Τι προαιώνιες παγίδες του πνεύματος!-τι παλιμπαιδισμοί και τι ανακυκλισμοί!-αυτή η μαύρη μαγεία κάθε θεολογίας, ο ηδονιστικός τρίφτης της γλώσσας, αυτό το κομμάτι κρέας που διευθύνει όλους τους κομπασμούς, τα ζήτω και τις αισιοδοξίες, αλλά πιο πολύ γίνεται δαμαστής της σκέψης.

Όμως για να γεννηθεί και να προχωρήσει η σκέψη χρειάζεται πριν απ’ όλα να συντρίψει τους δράκοντες των ριζών της, να ξεριζωθεί απ’ τα τέρατα και τα σημεία που τη γέννησαν.

Χρειάζεται να ξεφύγει απ’ τη σαγήνη της δαιμονολογίας και να ξεγλιστρήσει σαν φίδι έξω απ’ τη μήτρα, έξω απ’ τους χώρους του δόγματος.

Η σκέψη, αυτό το συνδετικό υλικό της παραξενιάς και της τερατωδίας, οι φόβοι που μας κάνουν χτίστες μέσα στη χιονοθύελλα, όλοι ξαναμμένοι εκεί μπροστά στο φαουστικό εργαστήρι, όπου κόλαση και παράδεισος συνυπάρχουν ως εξίσωση θανάτου, σα να λέμε δηλαδή πως η ζωή ως επιθυμία και έρως καταντούν επιθυμία θανάτου.

Σα να λέμε δηλαδή πως από δόγμα ζωής αναστρέφεται η μήτρα σε δόγμα θανάτου και κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή καθίσταται πηγή άγχους.

Μέσα απ’ τους υπονόμους και τις μεθοδεύσεις της καθημερινής ζωής, μέσα απ’ τους οχετούς και τους δοκιμαστικούς σωλήνες έρχεται η ανακούφιση της εξόδου.

Να, ιδού εγώ κι εσύ, βρέφη που εκτοξευόμαστε στο κενό γεμίζοντας τους πνεύμονές μας απ’ το οξυγόνο της ατομικότητας.

Να τελικά οι σκέψεις, το παζλ της σύγχυσης και της ανησυχίας, το ένα και το μηδέν, το συν και το πλην, ο πολιτισμός που μας σώζει και ο πολιτισμός που μας εξοντώνει, να, τελικά, πεταμένοι έξω απ’ τη μήτρα που μας γέννησε αναζητούμε τη μήτρα όπου θα ασφαλίσουμε τις σκέψεις μας, τη σχισμή που η ποίηση θα την βαλσαμώσει για να μπορεί τόσο ανίερα να βαυκαλίζεται με την ιερότητά της.

Άντε κόσμε, μιλιούνια εσείς πεθαμένων και ζωντανών, καλοί κύριοι, αριστοκράτες αστοί προλετάριοι, εσείς που γράψατε το κινητό σας με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στα πλακάκια στα κτελ Κηφισού εκλιπαρώντας για μια πίπα, εσείς, που θα σας αρπάξει η σύφιλη και ο καρκίνος απ’ τα μπράτσα για να σας κάνει αγγέλους, εσείς αποτυχημένοι και βλάκες που δεν προοδεύσατε πιάνοντας την καλή, φέρτε να λιανίσουμε τις σκέψεις σας για να έχουν δουλειά οι ακαδημίες και τα ποτάδικα, για να εκδίδουν οι διανοητές τις ατιμίες τους, εσείς κορίτσια του γιουπόρν που δεν έχετε τίποτε άλλο για να βάλετε φωτιά στον κόσμο εκτός απ’ τη μήτρα σας κατουρήστε μας για να βγούμε απ’ το λήθαργο του καλού και του κακού, βάλτε κάθε παράβαση στο στόμα μας για να μην έχει πια η σκέψη εξουσία.

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Κι απ’ τον λαβύρινθο του ύπνου, ύστερα απ’ τα αινιγματικά σκοτάδια των αιώνων, βγαίνοντας απ’ το δούρειο ίππο, αυτό το άψυχο παλιάλογο που στο τέλος κερδίζει τους πολέμους, ένας υπέροχος συνωμότης, γυμνός μπροστά στη φωτιά, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, ιδού εγώ, πολυμήχανος, ερωτοπαθής, σίγουρα έχοντας την αχίλλεια πτέρνα μου να με συνεφέρει στη θνητότητα και τη θλίψη, κάνοντάς με ξαφνικά έναν καταρρακωμένο Οιδίποδα τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Και τότε είναι που εγκαταλείπεις τις μυθικές αναδύσεις και τρέχεις κατά πάνω στο ερωτικό μαχαίρι, στα όργια και τις τελετές, και βλέπεις την γυναίκα και τον άντρα σχεδόν τεράστιους, περιχυμένους ολόκληρους από χρυσάφι, χρυσωμένους, σκληρούς, με τη λάμψη της αδιαφορίας για το θάνατο έχοντας μια θέληση για δύναμη και εισβολή, ένστικτα του αρχαίου θηρίου μόλις κατεργασμένα και διηθημένα.

Ένας φαλλός γλιστρά μέσα στην τρυφερή σάρκα, εκεί στα βάθη της μήτρας, τέρας φάντασμα απαγορευμένος καρπός, διαπερνά επιτέλους τα στεγανά της ζώσας ύλης, τα φυλογενετικά μας δεσμά, στεντόρεια κραυγάζοντας, έντονα, τελειωτικά σχεδόν αφήνοντας το διψασμένο λαρύγγι σαν τρόπαιο κάτω απ’ τον ήλιο που λάμπει πάνω στη νωπή φουσκωμένη γη.

Κάτι που δεν είναι όνειρο αλλά ένα αδιάκριτο και αφόρητο γαργαλητό, η φύση που παγιδεύτηκε μέσα στις εκχυμώσεις μου, στο αίμα και το σάλιο μου, στο σπέρμα και το κάτουρό μου, αφήνοντας πίσω μονάχα μιαν αφόρητη αγαλλίαση, την αγαλλίαση του υπάρχειν.

Ξεσχιζόμαστε και χύνουμε σαν σκυλιά, ζώα γεμάτα καλοσύνη κι ευγένεια, μακριά απ’ το καλό, το κακό και το φόβο, πρωτόγονοι κάτω απ’ τη φρενίτιδα των άστρων και το παραλήρημα των γαλαξιών, λατρεύοντας τη θερμή βιολογική μας μάζα, το πετσί που ανεμίζει και καλύπτει όλη τη ζωή, τους όρχεις που πρήζονται και τις ρόγες που περιμένουν το εμπρηστικό σάλιο.

Γαμιόμαστε οδηγώντας τη διάνοια στο ύψος των γεννητικών οργάνων, αφήνοντας τον κόσμο των ιδεών στην αγαλματώδη ακινησία του, εμποδίζοντας το μεγάλο τερατώδες παράσιτο που ονομάζεται θεός να βγει στη μέση, να μας κάνει υστερικούς και μηδαμινούς μέσα στο απέραντο κοσμικό φρενοκομείο.

Είναι η ώρα του γαμησιού αυτή η ώρα που μπορούμε να συνεννοηθούμε με το σκουλήκι και το σκορπιό, με τη φυλακισμένη φύση μέσα μας, με το καταραμένο φίδι, προβάλλοντας πάνω του όλες τις αμαρτωλές μας σκέψεις και τις ύποπτες προθέσεις μας.

Είναι όμως κι αυτή η κατοπτρική αντινομία, αυτός ο μηρυκαστικός πολιτισμός των σκέψεων και του συμφέροντος που δεν μας αφήνει να συνηθίσουμε το φίδι μέσα μας, την προπατορική μας φύση, αφού αυτές οι δόλιες σκέψεις, οι διανοητικές ατιμίες και τα παζαρέματα είναι που μας ζαλίζουν και μας φέρνουν τρέλα , σα να είναι η πηγή της διάλυσης και της καταστροφής, η κλωτσιά που μας ρίχνει στη λατρεία των αριθμών, στη νεκρή φύση των αποστάσεων και των διαστάσεων, στη φρενιτιώδη μεταβολή του χρόνου σε ταχύτητα, χάνοντας το χρόνο που μας ανήκει, τρέχοντας να καλύψουμε απέραντες ηλίθιες αποστάσεις.

Όμως ο ύψιστος τροχονόμος ο γαμησιουργός, ο σκυλευτής των ρητόρων που μιλούν με την κοιλιά τους, πάλι θα μας αφήσει γυμνούς, ζυγισμένους με τις μύγες και τα σκουλήκια, με τις μύτες και τα στόματα, τα αυτιά και τις σχισμές, τα κοφτερά δόντια και τις παραβάσεις, ξεχασμένους στις γωνιές σαν αράχνες, πλέκοντας ξανά το χαμένο χρόνο, εις τους αιώνες των αιώνων.