Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Ανοίγω κουβέντα για το σαγκουίνι, για το πορφυρό χρώμα, για τις βιταμίνες και τα περιβόλια.

Ο βίος ένα διαρκές παρόν, άβολος, αφύσικος, άνευρος, έξω από ετούτο το βούρκο, ετούτη τη λίμνη που χαϊδεύει τις πιο αληθινές γύμνιες και με ξεστρατίζει στις παραχαράξεις. Στις γραφές με μολύβια, μελάνια, αίματα, υμνώντας την σκοτεινή έμπνευση και την ασυδοσία, τις αιφνίδιες συναντήσεις με τους θανάτους και τις γέννες, τις καταβυθίσεις στο μηδέν και στην τρύπα αυτή που γεννά το μαύρο μάτι της θεωρίας.

Θεωρητικοί γυμνολόγοι όλοι μας, κοτσύφια δίπλα στις καλαμιές της λίμνης, ερωτοαφροί, σαύρες και φίδια που κοιμούνται, σκαθάρια, ένας ελαφρύς ζωηρός ορίζοντας χαϊδεμένος απ’ το χρώμα που αλείφει ο ήλιος πάνω στις κουράδες και τα σπέρματα, στα πεταμένα μαντηλάκια που αφήσαν τα κορίτσια στη βραδινή τρεχάλα, στα γλειψίματα των σχισμών τους, στις πιο ιερές παράνομες κατακεφαλιές.

Εδώ, στα δρομάκια με τα κίτρινα άνθη που διαθέτουν σαρκώδη χείλη, εδώ στα απαλά μικρά αγκαθάκια που μπήγονται στη σάρκα είναι ξαπλωμένη και ολότελα γυμνή, με το δέρμα φουσκωμένο απ’ την έξαψη, με τα χείλη υγρά, δαγκώνει τη γλώσσα που σαν να θέλει να ξεφύγει απ’ το στόμα, νοιώθω την ανατομία μας να συνταυτίζεται, τα μυαλά μας να συντήκονται σαν δυο αυγά μάτια, ματαίως και δολερώς να σμίγουν και να διηθούνται το ένα μέσα στο άλλο ώσπου να γίνουν μια γλοιώδης κι αφηρημένη μάζα, πολτός βασιλικός κάτω απ’ τα κίτρα και τα νεράντζια.

Είμαι ο μνηστήρας της και είναι η μνηστή μου, χωρίς όνομα, αβάπτιστοι σαλεύουμε σε τούτη τη θερμή παλιγγενεσία, στο αντάμωμα υγρών και σάλιων.

Η μνηστή μου έχει αποβάλει αίμα, άλατα και στομαχικά υγρά. Είναι ανοιχτή σε ρέματα, ξεροπόταμα, μεγάλα ποτάμια και λίμνες. Είναι η πολιτική γεωγραφία της Ελλάδος, είναι το λήμμα Κόλπος το αιωνίως αχαρτογράφητο, απροσδιόριστο και μονόχνοτο.

Απέναντι, οι ελαιώνες παλαιών πολεοδόμων, βαρβάτοι μέσα στον ίλιγγο του αναγεννημένου ελληνισμού, της κάβλας και των αιφνίδιων ηλιακών εκκρίσεων, των ξαναμμένων οπτασιαστών της Αφροδίτης, των αντρών που θα χωθούν καβλωμένοι σε μια κόγχη για να τραβήξουν τα μαλλιά της ψωλής τους, να ματώσουν την πούτσα τους, να βγάλουν αυτό το κολλώδες συνονθύλευμα ύλης, αυτό τον πνιγμό της τρυφερότητας αλειμμένο πάνω στο παχύ στρώμα της καβαλίνας.

Η μνηστή μου κι εγώ ξεσχίζουμε τη σάρκα του πορτοκαλιού, ξεσχίζουμε τις σάρκες μας, τα βραβεία μας είναι οι κάμποσες γλώσσες που ψευδίζουν γύρω μας, οι νεροφίδες που κολυμπούν, ο χρόνος που μαραίνει τούτα τα σώματα, που πετρώνει τα σπλάχνα και σκληραίνει τα φρονήματα, τα έντερα, το διάφραγμα και κυρίως το συκώτι και την καρδιά.

Ζητώ πάντα καταφύγιο στον παιδικό σου αφαλό, το λακκάκι να γεμίζει αχνιστό σπόρο, να ξεχειλίζει το τοπίο ολόκληρο και με θόρυβο να κατρακυλά το δυνατό υγρό προς την περιοχή του Αχελώου, προς την Αχερουσία, προς την οξειδωμένη πολιτεία των ονείρων.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s