Η μεσαία τάξη υπέφερε και υποφέρει από σεξουαλικό υποσιτισμό.
Τα δεξιά καθεστώτα τη συμπονούν και παραδοσιακά προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο της με τον αφροδισιακό καταναλωτισμό.
Με το να της ανεβοκατεβάζουν το αφορολόγητο και τους συντελεστές, μπας και περισσέψουν φράγκα για το βουνό ή τη θάλασσα, ίσα-ίσα για αυτο-φωτογράφιση και αυτοβελτίωση μέσα στην διαγνωσμένη ήρεμη απελπισία της.
Η μεσαία τάξη δεν έχει δεσμούς ερωτικούς αλλά εκφυλιστικούς. Πούλησε την ελευθερία της για τα πλούτη, την άνεση, τις παροχές.
Ακούει μόνο το κράτος, τη διαφήμιση, τη βιομηχανία και την αστυνομία.
Οι φεμινίστριές της κατάντησαν μια ενοχλητική παρωδία γυναικών, ενόσω οι άντρες είναι μια καρικατούρα του ανθρώπου, και ο πόλεμός τους ένα γελοίο ψυχόδραμα μεταξύ σκλάβων.
Για τη σύγχρονη ηθική της μεσαίας τάξης ανήθικος είναι αυτός που δεν παράγει κέρδος. Αυτός που δεν παίρνει δάνεια, αυτός που δεν κινεί την οικονομία. Αυτός δηλαδή που διαθέτει μια σεξουαλικότητα ελεύθερη και ανυπόκριτη.
Στη σύγχρονη σεξοφοβική κοινωνία της μεσαίας τάξης, τα παιδιά δεν αγαπιούνται πια αλλά επιτηρούνται με αστυνομικό τρόπο.
Το σχολείο είναι ο χώρος παρκαρίσματος κατά το χρόνο της αναγκαστικής εργασίας των γονιών.
Τα παιδιά γίνονται απ’ ευθείας καταναλωτές, αφού μια συνεχής εμπορική παρενόχληση διαμορφώνει τις επιθυμίες τους. Αυτή η παιδοφιλία βεβαίως θεωρείτε ηθική, δεδομένου ότι έιναι κερδοφόρα.
Απ’ την άλλη, η πηγή που μας χαρίζει τη ζωή κατασυκοφαντείται.
Η πηγή που έδωσε στον καθένα από μας τη ζωή λογοκρίνεται. Το μουνάκι συνθλίβεται, αποτελώντας τη βάση για την πλειονότητα των εγκλημάτων και των αποκλινουσών ψυχοπαθολογιών τους, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.
Η μεσαία τάξη πρώτα πέταξε τα ερωτικά της όργανα στον καπιταλιστικό ντενεκέ και τώρα γκρινιάζει γιατί δεν έχει τίποτε, παρά μόνο εξαρτήσεις.
Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις αφού έχασε για πάντα αυτόν τον οικείο, Δαντικό παράδεισο, γεμάτο από έμπνευση και απόλαυση, που τον αποκαλούμε ρόδο, ασφόδελο, γατάκι, πολεμίστρα, σήραγγα της αγάπης, ιερό, κέρας της συμπαντικής διανοίας, μουνί, μουνάκι και πατρίδα όλων μας.
Από τους πρώην κομουνιστές έως τους πρώην φασίστες, όλοι τους έχουν γίνει φανατικοί φιλελεύθεροι και οικουμενικοί δημοκράτες, αφού κατάλαβαν πως εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον τους.
Οι πλούσιοι κι οι φτωχοί το γνωρίζουν, ψηφίζοντας όλο και λιγότερο, ενώ η μεσαία τάξη ψηφίζει κάτω από τον τρόμο να γίνει φτωχότερη.
Η φτώχεια είναι η παλαιότερη, η αποτελεσματικότερη και πιο δοκιμασμένη τρομοκρατία.
Κείμενα
Ω Λύπη!, πως νοστιμίζεις το ανθρώπινο κρέας
Ετούτα τα πλάσματα, που κρατούν ζωντανά τα τριαντάφυλλα, τις κάψες, τις μαστίχες και τους ήλιους, αντέχουν σε κάθε εκφερόμενη κρίση.
Συνεχίζουν να κατατρώγουν το χυλό της δόξας και της βαρβαρότητας.
Ο άνθρωπος μόνον ένα σκουλήκι της λύπης ο ίδιος, ένα μικρό ερπετό της δυστυχίας, έχει ανάγκη την τραγωδία. Η περηφάνια μας απέναντι στην εύκολη ζωή των θεών. Το βίτσιο μας να σπουδάζουμε τη δυστυχία. Να οξύνουμε το πνεύμα όταν σκάει η καρδιά.
Ω Λυπιού! ινδιάνα και γύφτισσα, κάθε τραγωδία είναι μια πράξη εχθρική, ένα σχεδόν απροκάλυπτο ανοσιούργημα. Γίνεται μόνο στο θέατρο. Στους υπονόμους με τα θηρία, στους δαιδαλώδους κήπους των Βερσαλιών, στα μικρά δώματα και στα μεγάλα παραστρατήματα.
Οι παλαιοί είχαν ακόμη την τραγωδία για να μαθαίνουν να υποφέρουν.
Σε μιαν άκαμπτη, απωθητική παράσταση του Lear, μπορώ να δω τα πρόσωπα του δράματος ακάλυπτα στην ασχήμια και τη μοναξιά τους. Ακίνητα και σκληρά το ένα πλάι στο άλλο, να τρέχουν στην απέραντη ερημιά της σκηνής.
Ω Αγία Λύπη! όταν υποφέρω γίνομαι ανυπόφορος, βουλιάζω με νου και σώμα.
Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αστυνομικοί σκύλοι και Κρέοντες.
Όμως ο ήλιος την αυγή με ξεγεννά ξανά και πάντοτε. Απ’ το θολωμένο υπόλειμμα του πνεύματός μου ξεπροβάλει ένα απρόοπτο χαμόγελο, μια στιγμή ειλικρινούς αναλαμπής.
Κι ο ήλιος υπερβολικά άγρυπνος δίπλα σε άλλους ήλιους, σε σωρούς δίπλα από άλλα μαύρα αποκαΐδια, μας θέλει γυμνούς, υγρούς, αλαφροΐσκιωτους.
Μωρή κοντούλα λεμονιά, μπαρουτοκαπνισμένη!
Η λεμονιά του κήπου είναι γεμάτη καπνιά. Μια μυκητολογική μαυρίλα, ένα ξέσπασμα. Μελίγκρα και ψώρα. Ίσως ο εσπευσμένος αντίλογος και η χέρσα συνείδηση της φύσης.
Ίσως το κακό το ριζικό, ίσως η ελαφρά πεισματωμένη υποχώρηση των ερωτικών ζωνών, η σφαγή των ινδιάνων και τα μελιτώδη εκκρίματα των καπιταλιστών.
Η κερδοφορία εκδικείται Κύριε Επίκουρε του κήπου.
Ο χριστιανός βλέπει μαύρο το μέλλον της ανθρωπότητας. Άραχλο. Προσεύχεται για να τη βγάλει καθαρή μέχρι τον παράδεισο.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε μειονεκτικός, μια μηχανή, ένας τραγέλαφος.
Η βαρβαρότητα της ατομοκρατίας Κυρίες μου, που πίνετε απ΄τα χεράκια μου φυσικό χυμό πορτοκαλιού, στημένου με ευλάβεια, αφού πρώτα σαπούνισα τους καρπούς, ξέβγαλα τη μαυρίλα, στάθμισα τις άκαμπτες αντιφάσεις.
Ο διαφημιστής βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας ρόδινο. Ο σύγχρονος άνθρωπος προοδεύει. Τι κι αν μαυρίζουν και θλίβονται οι καρποί, έχουμε έξυπνη σκούπα, ρουφήχτρα των μολύνσεων και των εκζεμάτων, έχουμε αλοιφές για τον έρπητα, την λαγνεία, το σοδομισμό.
Όμως ποιος είμαι Κύριε Επίκουρε; Ο επίμονος κηπουρός ή ο ανώνυμος απαισιόδοξος; Ο ξερακιανός ή ο στρογγυλός; Ο υποχόνδριος ή ο άνθρωπος των απολαύσεων; Ο ασκητής ή ο επιπόλαιος;
Υπήρξα ζαβός και ένθερμος αναχρονιστής. Είχα και τη θλίψη μου.
Κύριοι Σκυλόσοφοι του Αιγαίου. Από παιδί παραστρατούσα στην ονειροπόληση μπας και καρφώσω το διάβολο της αδιαφορίας στην καρδιά.
Κύριοι Σκυλόσοφοι της ηδονής, πλατωνιστές και αριστοτελικοί, επισκεφτόμαστε συχνά το εργαστήριο του μοριακού μας βιολόγου, για να διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι όντως μπορεί να παραχθεί η χίμαιρα που ονειρευόσασταν τότε.
Υπάρχει λοιπόν αγαμική αναπαραγωγή. Τεχνική νοημοσύνη. Άλμα στο μέλλον.
Πρόκειται για το εγώ και το ετεροχρονισμένο δίδυμό του.
Βλασφημίες για την Άνοιξη
Συννεφιασμένη πρωταπριλιά. Επέτειοι αναγεννήσεων που πραγματοποιούν τις απαραίτητες απογυμνώσεις στον άνθρωπο.
Η συνείδησή μας είναι σκέτη μεταμφίεση. Είμαστε επαρκώς απογοητευμένοι. Επαρκώς αχαΐρευτοι. Γνωστικοί και Στωικοί.
Ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουμε είναι πηγαίνοντας και προχωρώντας.
Αν δεν δημιουργούμε δεν μαθαίνουμε.
Όμως οι σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης που στηρίζονται στη μέθοδο του πνιγμού και του ξαφνικού θανάτου πυροδοτούν τις πιο εξωφρενικές ταχύτητες.
Το στοιχειώδες πάντα μας διαφεύγει. Πάντα κρύβεται και πάντα κρύπτει, μοιάζει με το κρεμμύδι του Peer Gynt -στο δραματικό ποίημα του Ibsen- που δεν έχει κανένα τελευταίο πυρήνα.
Αυτό όμως που μένει κρυφό για το ανθρώπινο μάτι, το υποατομικό βουητό των σωματιδίων, δεν έχει ακόμα ενεικονισθεί στη φαντασία, δεν το έχουμε επιθυμήσει ονειρικά. Δεν έχει περάσει μέσα από το ανθρωπομορφικό σιδηρουργείο.
Μετά το γένος των προφητών, που έχει εκλείψει, η Ευρώπη πετρώνει, γίνεται σιγά-σιγά μούμια μέσα στα σάβανα των συνόρων της, των εργοστασίων της, των δικαστηρίων της, των πανεπιστημίων της.
Ο λεγόμενος δυτικός ορθολογισμός μας έκανε να βλέπουμε τη μέλισσα, όλο και πιο πολύ από μια σκοπιά τεχνικής, επικοινωνίας, κυβερνητικής. Δεν διακρίνουμε πια ούτε νόημα, ούτε χάρη, παρά μόνο τα σκέτα λαμπρά συμβαίνοντα.
Η καρτεσιανή αναπαράσταση του ζώου -που είμαστε- ως μηχανής, επιστρέφει κατά βάθος στη συμβολική της κυβερνητικής.
Η αντίληψή μας καθορίζεται μονόπλευρα από τα μοντέλα που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε τεχνικά και χρησιμοποιούμε κατά προτεραιότητα μέχρι το επόμενο εξυπνότερο μοντέλο.
Οι φυσικές γλώσσες αρχίζουν και υποχωρούν. Αμέτρητες τεχνητές είναι έτοιμες. Εκατομμύρια μυρμήγκια της επιστήμης σπουδαγμένα με τον ιδρώτα των σκαπανέων, προσεγγίζουν όλο και πιο πολύ εκείνη τη γλώσσα που κάποτε θα μιλάει για μας.
Ο άνθρωπος θα μιλάει για τον εαυτό του σαν ένας άλλος, όμως ο Απρίλης θα είναι για πάντα ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Συσσίτιο στον Κολωνό
Για να υπάρχουν υιοί λυτρωτές, σημαίνει ότι υπάρχει και πατέρας που πρέπει να διασωθεί.
Γύρω γύρω εδώ, τριγυρνάνε κλέφτες και κλεφτρόνια, γλιστρώντας ανεπαίσθητα όταν ξυπνάει το τέρας, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής.
Πάνω στην πλατεία μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, αγγελιοφόροι των Ισπανών θαλασσοπόρων που είδαν το ξαπλωμένο λιοντάρι να βρυχάται, κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, προσμένοντας το συσσίτιο ή την ευλογία της παρουσίας του θεανθρώπου.
Κυρίες ταγμένες στον Κύριο και άλλες πιο δραστήριες, της κλαδικής, μοιράζουν σήμερα, φάβα με σαλάτα λάχανο-καρότο, ένα μικρό κομμάτι κέικ βανίλια συσκευασμένο, προϊόν μιας βαριάς γερμανικής αλυσίδας.
Όλοι μαζί μπορούνε. Οι πλούσιοι αγαπούν τους φτωχούς, αφού τους συντηρούν για να υπάρχουν, αφού ο πλούτος είναι ο ευλογών, ο αγιάζων και τρέφων τα σύμπαντα.
Όλα αυτά μοιάζουν περιέργως, με εκείνο το αρρωστημένο, παρανοϊκό, ιακωβιανό θεατρικό έργο που πήγα να δω την περασμένη βδομάδα. Με την αιμοσταγή βροχή του Κεφαλαίου, καθώς το τηλεοπτικό κοινό ευφραίνεται απελπισμένο, αισθησιακά εξαντλημένο, απροετοίμαστο-ολίγον τι οδυνηρά-για την άβυσσο του εμφυλίου που περιμένει.
Μια ποιήτρια δεν ήθελε κάποτε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι δίπλα σε μιαρούς σκύλους. Δίπλα στο Ισλάμ. Ας μείνουν στη χώρα τους να παλέψουν, λέει ένας χριστιανός καφετζής, ένας συμπαθής ραδιούργος που έχει κρυφές σχέσεις με δυσαρεστημένους Έλληνες πατριώτες, της πατριωτικής δεξιάς, όχι της μούφας.
Ο δήμος έχει φέρει και χημικές τουαλέτες για να μη χέζουν στα πάρκο πίσω απ’ τους θάμνους. Εκεί είναι ο χώρος για τα σκυλάκια που προαυλίζονται, για τα ραντεβού με τα βαποράκια, για το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία.
Εδώ κάτω απ΄την πίσσα και τα τσιμέντα, τα τυπογραφεία και τα μπουρδέλα του Κολωνού, το αρχαίο κλέος άγριο θαμμένο κάτω από σπέρμα και κλάμα, κάτω από μικρά πολύχρωμα παράθυρα, μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χωροχρόνου, σε σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, σε κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδρους του Λιβάνου, μελαμψά υγρά μάτια προορισμένα για νέους ιδιοκτήτες.
Μια γριά γυναίκα στέκεται μπροστά στο Ναό του Εσταυρωμένου. Με έδιωξαν από τον Οίκο του Θεού, φωνάζει δυνατά, γιατί δεν έβαλα την μάσκα! Αλλά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος που την είχε στο πηγούνι δεν ενοχλούσε. Και φυσικά αφού περίμεναν να ρίξω τα λεφτά στο παγκάρι, αλλά χωρίς να με αφήσουν να ανάψω το κεράκι!
Πριν πολλά χρόνια, πριν να έρθουν εδώ όλες οι φυλές του Ισραήλ, ένας διάκος δολοφόνησε τον καλό αρχιεπίσκοπο Μεγάρων και Γεράνειων Όρεων, βάζοντας δηλητήριο στα πόδια του σκηνώματος του Αγίου Ναρκίσσου, τα οποία πόδια, ο καλός ποιμήν, συνήθιζε να φιλά κάθε Κυριακή στη Λειτουργία.
μάρτης του 23
είναι μάρτης του 23 και περιμένω να πεθάνω.
περιμένω το πρόστιμο παράνομης στάθμευσης στο ιστορικό κέντρο των αθηνών.
περιμένω το πρόστιμο του κτέο, την προσαύξηση του απλήρωτου έμφια, περιμένω τη σπιτονοικοκυρά της κόρης μου να μου στείλει μήνυμα για το καθυστερημένο ενοίκιο, περιμένω τη νέα μαγνητική, τη νέα εξέταση αντισωμάτων, περιμένω τη νέα θεραπεία με μονοκλωνικά.
είναι μάρτης του 23, άνοιξη, η φύση αγάλλεται, οι ουρανοί επίσης, οι συμπολίτες μου πενθούν, χλομιάζουν, ιδρώνουν, μένουν άφωνοι, θυμώνουν, αγωνίζονται.
είναι μάρτης του 23. όλοι περιμένουμε το θάνατο.
οι εταιρίες φροντίζουν ο θάνατος να είναι γλυκός, οι ψυχολόγοι τρέχουν στα νοσοκομεία να στηρίξουν αυτό που δεν στηρίζεται, οι ανθρώπινες ιστορίες, η κλάψα, η συγκίνηση, τα στόριζ των λαμαρινόφιλων αλληλέγγυων δεξιών, οι ουρές για αίμα των καλών συριζέων
ω! πουτάνα αλληλεγύη, ευτυχώς υπάρχεις κι εσύ εν μέσω δημοκρατίας, ευτυχώς ο λαός θα μιλήσει στις κάλπες, οσονούπω θα γυαλίσει την κολυμπήθρα του σιλωάμ, ευτυχώς
ο κύριος μίχος θα προμηθεύσει ξανά άγουρα κοριτσάκια τις στελεχάρες της παράταξης, η ελεύθερη αγορά θα γράψει πάλι το επικό ποίημα της για το θάνατο.
είναι μάρτης του 23. περιμένουμε το κλάμα του τελευταίου καταπλακωμένου βρέφους της αντιόχειας για να κλάψουμε πάλι γοερά, αληθινά, δεν έχει σημασία που 357.000.000 άλλα παιδιά έχουν θραύσματα από οβίδες στο σώμα τους
περιμένοντας
το μεγάλο σίγουρο θραύσμα.
περιμένουμε το θαύμα όπως πάντα, έναν εξαϋλωμένο αγνοούμενο να βγει απ’ τις λαμαρίνες σαν το λάζαρο, να χαρεί ο λαός, κερδίζοντας μαζί πέντε χιλιάδες ευρώ μετρητά κι ένα λευκό γιοταχί.
είναι μάρτης του 23. στα τυπογραφεία τυπώνονται τα καινούργια βιβλία μνησικακίας για τον λένιν και τη σοβιετία,
τα καινούργια βιβλία αυτοβελτίωσης της κακομοιριάς,
οι νέες ευκαιρίες που φέρνουν οι συμφορές….
Σάρκα Και Αναστεναγμοί
Η εκσφενδόνιση της απρέπειας εκεί που αφήνει τα ζουμιά του ο βαμπιρικός βιοπορισμός
συνήθως
αποθεώνεται όπως σ΄αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο του εθνικού οικογενειακού βίου με τις
μνηστείες και τις συνακροάσεις όλων με όλους, ένα κράτος κηδεμών, μια
πατροπαράδοτη εθνική ηθική, δηλαδή η
φιλοπόλεμη φύση σε πλήρη ανάπαυση, προστατευμένη από την περιέργεια και τον ερωτισμό
μέσα
στους περισπούδαστους βούρκους των καλών τρόπων, των συγκινήσεων, των μολυβιών Faber 5H, μέσα στα νερά τόσων πορθμών, ισθμών και γυναικείων ρευμάτων.
το παιχνίδι μαυρίζει και μαγαρίζεται, η αγάπη γίνεται αντι-λαγνεία,
ό
μως η μέσα χαρά αρθρώνει δημιουργική κριτική,
απέναντι στο δοσίλογο πνεύμα, οι ντελικάτοι ειδήμονες με ηδύτητα κολακεύουν τη νύφη
τη νυφούλα, που είναι άμαθη λουλουδοστεφής ασπούδαστη, θυγατέρα της αιτιοκρατίας που ενώνει τον βλαστό και τον κορμό, καρτερική μάνα, αδερφή του ελέους
αναγωγικό πουτανάκι της αστικής ψυχαγωγίας
φιλμικός χρόνος μεταξύ ερεθισμού και νοήματος, μεταξύ κυτταρικής μεμβράνης και αιωνιότητας μια
χώρα δίχως χώρο, νησιά ωραία από πάντα, γειτονιές του μητρικού παραδείσου μια
ένωση της μνηστής μας κοπέλας με το κορμί της πατρίδος, μια νέα ποιήτρια που θέλει να βγάλει λεφτά πουλώντας ποιήματα, πουλώντας των υγρών της τον τάραχο, των φίλων της την τσίχλα παίρνοντας απ΄το στόμα
εξουσιάζοντας την πορεία των χυμών της
την υδροδυναμική της εμμηνορρυσίας της, τους πόρους που κρατιούνται για ένα ολόκληρο φεγγάρι κλειστοί συντηρώντας το θυμοειδές του χαρακτήρος, εις
τα βάθη
των εγκάτων
των ερμητικών σπηλαίων όπου
στοίβες αυγά όλων των φύλων και των φυλών φυλλορροούν αφίλητα
καρτερικά υπομένοντας τις στρεβλώσεις, τη
φθορά που μας κινεί για να μας φθείρει έως αποθεώσεως, γελώντας απέναντι στις τεθλιμμένες κολοκύθες με τα τρύπια μάτια και τις τρύπιες καρδιές
στα άδυτα του κόλπου όπου πιάνεται το παιδί σαν ψαράκι, όπου τα Εισόδια του φαλλού θα αναδημιουργήσουν το στερέωμα κι η γυναίκα θ΄αφήσει πίσω της το θυμό του χαλασμένου αίματος τις μυρουδιές
τη μυρουδιά, τη μοναδική
τη χώνεψη απ΄τα όξινα διαλύματα των θαυμάτων
τα δείγματα γραφής της μαρτυρικής νέας που θέλει να βγάλει λεφτά απ΄τα ποιήματα, να αγοράσει κρέας, σερβιέτες, πατατάκια, αλισίβα για τον γαμήλιο
κουραμπιέ
Ο καπιταλισμός είναι ευλογία
Οι εργατουπόλεις της Τουρκίας και όλου του κόσμου, η χαρά των εργολάβων και των κερδών τους, οι πόλεις-κάτεργα όπως και η δική μας διαμαντόπετρα, κόρη πολιτικών μηχανικών και οραματιστών που κατέβασαν τη μισή Ελλάδα στη μεγάλη γούρνα σκαρφαλώνοντας στα νταμάρια μακριά απ’ το κακό χωριό και τα πέντε σπίτια, ανακατεύοντας εμφυλίους και διχασμούς, κακογαμίες και ηθικολογίες.
Εδώ λοιπόν όλοι, οι εργάτες και οι ψυχαγωγοί τους, στριμωγμένοι σε μια κάθετη κυψελοειδή μπετονένια μαλακία που ευλογήθηκε απ’ όλα τα πολιτικά δέρματα αφού θες την αγέλη στα πόδια σου, να της μιλάς να της λες τα πιο ωραία παραμύθια, τα πιο επιδραστικά σήριαλ, να κλαίτε μαζί για την παρακμή, τον αστικό μαρασμό, να έχει ευκολία το πρόταγμα και το κωλοστρίμωγμα στο αστικό βοσκοτόπι να δίνει χαρά..
Ποτέ δεν ήταν φόβος τα καιρικά φαινόμενα και οι σεισμοί για την ανθρωπότητα, όσο σήμερα, που ο εξελιγμένος καπιταλισμός και η οργανωμένη ανθρωποβοσκή δηλητηριάσαν το φυσικό τρόπο ζωής, διορίζοντας ένα σωρό στρατηγούς που μας κουνάνε το δάχτυλο, που μας βάζουν στη σειρά κάνοντας μας να γλείφουμε το γκλόπ του ματατζή που λίγο πριν το έχει βάλει στον κώλο του αδερφού μας.
Σ’ αυτές τις πατρίδες από βόθρους, σ’ αυτά τα ένδοξα αλωνάκια που εγίναν οι απόπατοι βιομηχάνων και εφοπλιστών, οι μάζες καταπλακώνονται απ’ το ίδιο τους το βάρος, ο ένας πολτοποιεί τον άλλο, ο ένας τραμπουκίζει τον άλλο, ο ένας λαός γαμάει τον άλλο και πότε-πότε αλληλέγγυα ο ένας σώζει τον άλλο. Έτσι προστάζει η Εταιρία, η προσαρμογή, το έτσι τα βρήκαμε, το ΝΑΤΟ, ο Αλάχ, ο Χριστός, το Ισραήλ, η παναγία.
Νέοι ορίζοντες κέρδους και εξαχρείωσης ανοίγονται μπροστά μας. Ο σεισμός είναι ευλογία…δουλειά να υπάρχει….
Φάκλαντ
-απόσπασμα-
Ανοίγω κουβέντα για το σαγκουίνι, για το πορφυρό χρώμα, για τις βιταμίνες και τα περιβόλια.
Ο βίος ένα διαρκές παρόν, άβολος, αφύσικος, άνευρος, έξω από ετούτο το βούρκο, ετούτη τη λίμνη που χαϊδεύει τις πιο αληθινές γύμνιες και με ξεστρατίζει στις παραχαράξεις. Στις γραφές με μολύβια, μελάνια, αίματα, υμνώντας την σκοτεινή έμπνευση και την ασυδοσία, τις αιφνίδιες συναντήσεις με τους θανάτους και τις γέννες, τις καταβυθίσεις στο μηδέν και στην τρύπα αυτή που γεννά το μαύρο μάτι της θεωρίας.
Θεωρητικοί γυμνολόγοι όλοι μας, κοτσύφια δίπλα στις καλαμιές της λίμνης, ερωτοαφροί, σαύρες και φίδια που κοιμούνται, σκαθάρια, ένας ελαφρύς ζωηρός ορίζοντας χαϊδεμένος απ’ το χρώμα που αλείφει ο ήλιος πάνω στις κουράδες και τα σπέρματα, στα πεταμένα μαντηλάκια που αφήσαν τα κορίτσια στη βραδινή τρεχάλα, στα γλειψίματα των σχισμών τους, στις πιο ιερές παράνομες κατακεφαλιές.
Εδώ, στα δρομάκια με τα κίτρινα άνθη που διαθέτουν σαρκώδη χείλη, εδώ στα απαλά μικρά αγκαθάκια που μπήγονται στη σάρκα είναι ξαπλωμένη και ολότελα γυμνή, με το δέρμα φουσκωμένο απ’ την έξαψη, με τα χείλη υγρά, δαγκώνει τη γλώσσα που σαν να θέλει να ξεφύγει απ’ το στόμα, νοιώθω την ανατομία μας να συνταυτίζεται, τα μυαλά μας να συντήκονται σαν δυο αυγά μάτια, ματαίως και δολερώς να σμίγουν και να διηθούνται το ένα μέσα στο άλλο ώσπου να γίνουν μια γλοιώδης κι αφηρημένη μάζα, πολτός βασιλικός κάτω απ’ τα κίτρα και τα νεράντζια.
Είμαι ο μνηστήρας της και είναι η μνηστή μου, χωρίς όνομα, αβάπτιστοι σαλεύουμε σε τούτη τη θερμή παλιγγενεσία, στο αντάμωμα υγρών και σάλιων.
Η μνηστή μου έχει αποβάλει αίμα, άλατα και στομαχικά υγρά. Είναι ανοιχτή σε ρέματα, ξεροπόταμα, μεγάλα ποτάμια και λίμνες. Είναι η πολιτική γεωγραφία της Ελλάδος, είναι το λήμμα Κόλπος το αιωνίως αχαρτογράφητο, απροσδιόριστο και μονόχνοτο.
Απέναντι, οι ελαιώνες παλαιών πολεοδόμων, βαρβάτοι μέσα στον ίλιγγο του αναγεννημένου ελληνισμού, της κάβλας και των αιφνίδιων ηλιακών εκκρίσεων, των ξαναμμένων οπτασιαστών της Αφροδίτης, των αντρών που θα χωθούν καβλωμένοι σε μια κόγχη για να τραβήξουν τα μαλλιά της ψωλής τους, να ματώσουν την πούτσα τους, να βγάλουν αυτό το κολλώδες συνονθύλευμα ύλης, αυτό τον πνιγμό της τρυφερότητας αλειμμένο πάνω στο παχύ στρώμα της καβαλίνας.
Η μνηστή μου κι εγώ ξεσχίζουμε τη σάρκα του πορτοκαλιού, ξεσχίζουμε τις σάρκες μας, τα βραβεία μας είναι οι κάμποσες γλώσσες που ψευδίζουν γύρω μας, οι νεροφίδες που κολυμπούν, ο χρόνος που μαραίνει τούτα τα σώματα, που πετρώνει τα σπλάχνα και σκληραίνει τα φρονήματα, τα έντερα, το διάφραγμα και κυρίως το συκώτι και την καρδιά.
Ζητώ πάντα καταφύγιο στον παιδικό σου αφαλό, το λακκάκι να γεμίζει αχνιστό σπόρο, να ξεχειλίζει το τοπίο ολόκληρο και με θόρυβο να κατρακυλά το δυνατό υγρό προς την περιοχή του Αχελώου, προς την Αχερουσία, προς την οξειδωμένη πολιτεία των ονείρων.
Η τελευταία φροντίδα
Τι προαιώνιες παγίδες του πνεύματος!-τι παλιμπαιδισμοί και τι ανακυκλισμοί!-αυτή η μαύρη μαγεία κάθε θεολογίας, ο ηδονιστικός τρίφτης της γλώσσας, αυτό το κομμάτι κρέας που διευθύνει όλους τους κομπασμούς, τα ζήτω και τις αισιοδοξίες, αλλά πιο πολύ γίνεται δαμαστής της σκέψης.
Όμως για να γεννηθεί και να προχωρήσει η σκέψη χρειάζεται πριν απ’ όλα να συντρίψει τους δράκοντες των ριζών της, να ξεριζωθεί απ’ τα τέρατα και τα σημεία που τη γέννησαν.
Χρειάζεται να ξεφύγει απ’ τη σαγήνη της δαιμονολογίας και να ξεγλιστρήσει σαν φίδι έξω απ’ τη μήτρα, έξω απ’ τους χώρους του δόγματος.
Η σκέψη, αυτό το συνδετικό υλικό της παραξενιάς και της τερατωδίας, οι φόβοι που μας κάνουν χτίστες μέσα στη χιονοθύελλα, όλοι ξαναμμένοι εκεί μπροστά στο φαουστικό εργαστήρι, όπου κόλαση και παράδεισος συνυπάρχουν ως εξίσωση θανάτου, σα να λέμε δηλαδή πως η ζωή ως επιθυμία και έρως καταντούν επιθυμία θανάτου.
Σα να λέμε δηλαδή πως από δόγμα ζωής αναστρέφεται η μήτρα σε δόγμα θανάτου και κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή καθίσταται πηγή άγχους.
Μέσα απ’ τους υπονόμους και τις μεθοδεύσεις της καθημερινής ζωής, μέσα απ’ τους οχετούς και τους δοκιμαστικούς σωλήνες έρχεται η ανακούφιση της εξόδου.
Να, ιδού εγώ κι εσύ, βρέφη που εκτοξευόμαστε στο κενό γεμίζοντας τους πνεύμονές μας απ’ το οξυγόνο της ατομικότητας.
Να τελικά οι σκέψεις, το παζλ της σύγχυσης και της ανησυχίας, το ένα και το μηδέν, το συν και το πλην, ο πολιτισμός που μας σώζει και ο πολιτισμός που μας εξοντώνει, να, τελικά, πεταμένοι έξω απ’ τη μήτρα που μας γέννησε αναζητούμε τη μήτρα όπου θα ασφαλίσουμε τις σκέψεις μας, τη σχισμή που η ποίηση θα την βαλσαμώσει για να μπορεί τόσο ανίερα να βαυκαλίζεται με την ιερότητά της.
Άντε κόσμε, μιλιούνια εσείς πεθαμένων και ζωντανών, καλοί κύριοι, αριστοκράτες αστοί προλετάριοι, εσείς που γράψατε το κινητό σας με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στα πλακάκια στα κτελ Κηφισού εκλιπαρώντας για μια πίπα, εσείς, που θα σας αρπάξει η σύφιλη και ο καρκίνος απ’ τα μπράτσα για να σας κάνει αγγέλους, εσείς αποτυχημένοι και βλάκες που δεν προοδεύσατε πιάνοντας την καλή, φέρτε να λιανίσουμε τις σκέψεις σας για να έχουν δουλειά οι ακαδημίες και τα ποτάδικα, για να εκδίδουν οι διανοητές τις ατιμίες τους, εσείς κορίτσια του γιουπόρν που δεν έχετε τίποτε άλλο για να βάλετε φωτιά στον κόσμο εκτός απ’ τη μήτρα σας κατουρήστε μας για να βγούμε απ’ το λήθαργο του καλού και του κακού, βάλτε κάθε παράβαση στο στόμα μας για να μην έχει πια η σκέψη εξουσία.
Φάκλαντ
-απόσπασμα-
Κι απ’ τον λαβύρινθο του ύπνου, ύστερα απ’ τα αινιγματικά σκοτάδια των αιώνων, βγαίνοντας απ’ το δούρειο ίππο, αυτό το άψυχο παλιάλογο που στο τέλος κερδίζει τους πολέμους, ένας υπέροχος συνωμότης, γυμνός μπροστά στη φωτιά, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, ιδού εγώ, πολυμήχανος, ερωτοπαθής, σίγουρα έχοντας την αχίλλεια πτέρνα μου να με συνεφέρει στη θνητότητα και τη θλίψη, κάνοντάς με ξαφνικά έναν καταρρακωμένο Οιδίποδα τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.
Και τότε είναι που εγκαταλείπεις τις μυθικές αναδύσεις και τρέχεις κατά πάνω στο ερωτικό μαχαίρι, στα όργια και τις τελετές, και βλέπεις την γυναίκα και τον άντρα σχεδόν τεράστιους, περιχυμένους ολόκληρους από χρυσάφι, χρυσωμένους, σκληρούς, με τη λάμψη της αδιαφορίας για το θάνατο έχοντας μια θέληση για δύναμη και εισβολή, ένστικτα του αρχαίου θηρίου μόλις κατεργασμένα και διηθημένα.
Ένας φαλλός γλιστρά μέσα στην τρυφερή σάρκα, εκεί στα βάθη της μήτρας, τέρας φάντασμα απαγορευμένος καρπός, διαπερνά επιτέλους τα στεγανά της ζώσας ύλης, τα φυλογενετικά μας δεσμά, στεντόρεια κραυγάζοντας, έντονα, τελειωτικά σχεδόν αφήνοντας το διψασμένο λαρύγγι σαν τρόπαιο κάτω απ’ τον ήλιο που λάμπει πάνω στη νωπή φουσκωμένη γη.
Κάτι που δεν είναι όνειρο αλλά ένα αδιάκριτο και αφόρητο γαργαλητό, η φύση που παγιδεύτηκε μέσα στις εκχυμώσεις μου, στο αίμα και το σάλιο μου, στο σπέρμα και το κάτουρό μου, αφήνοντας πίσω μονάχα μιαν αφόρητη αγαλλίαση, την αγαλλίαση του υπάρχειν.
Ξεσχιζόμαστε και χύνουμε σαν σκυλιά, ζώα γεμάτα καλοσύνη κι ευγένεια, μακριά απ’ το καλό, το κακό και το φόβο, πρωτόγονοι κάτω απ’ τη φρενίτιδα των άστρων και το παραλήρημα των γαλαξιών, λατρεύοντας τη θερμή βιολογική μας μάζα, το πετσί που ανεμίζει και καλύπτει όλη τη ζωή, τους όρχεις που πρήζονται και τις ρόγες που περιμένουν το εμπρηστικό σάλιο.
Γαμιόμαστε οδηγώντας τη διάνοια στο ύψος των γεννητικών οργάνων, αφήνοντας τον κόσμο των ιδεών στην αγαλματώδη ακινησία του, εμποδίζοντας το μεγάλο τερατώδες παράσιτο που ονομάζεται θεός να βγει στη μέση, να μας κάνει υστερικούς και μηδαμινούς μέσα στο απέραντο κοσμικό φρενοκομείο.
Είναι η ώρα του γαμησιού αυτή η ώρα που μπορούμε να συνεννοηθούμε με το σκουλήκι και το σκορπιό, με τη φυλακισμένη φύση μέσα μας, με το καταραμένο φίδι, προβάλλοντας πάνω του όλες τις αμαρτωλές μας σκέψεις και τις ύποπτες προθέσεις μας.
Είναι όμως κι αυτή η κατοπτρική αντινομία, αυτός ο μηρυκαστικός πολιτισμός των σκέψεων και του συμφέροντος που δεν μας αφήνει να συνηθίσουμε το φίδι μέσα μας, την προπατορική μας φύση, αφού αυτές οι δόλιες σκέψεις, οι διανοητικές ατιμίες και τα παζαρέματα είναι που μας ζαλίζουν και μας φέρνουν τρέλα , σα να είναι η πηγή της διάλυσης και της καταστροφής, η κλωτσιά που μας ρίχνει στη λατρεία των αριθμών, στη νεκρή φύση των αποστάσεων και των διαστάσεων, στη φρενιτιώδη μεταβολή του χρόνου σε ταχύτητα, χάνοντας το χρόνο που μας ανήκει, τρέχοντας να καλύψουμε απέραντες ηλίθιες αποστάσεις.
Όμως ο ύψιστος τροχονόμος ο γαμησιουργός, ο σκυλευτής των ρητόρων που μιλούν με την κοιλιά τους, πάλι θα μας αφήσει γυμνούς, ζυγισμένους με τις μύγες και τα σκουλήκια, με τις μύτες και τα στόματα, τα αυτιά και τις σχισμές, τα κοφτερά δόντια και τις παραβάσεις, ξεχασμένους στις γωνιές σαν αράχνες, πλέκοντας ξανά το χαμένο χρόνο, εις τους αιώνες των αιώνων.
Φεγγαρόφωτο στα χείλη
Τι είναι άραγε η γοητεία, αν όχι αδεξιότητα μαζί με πάθος, ίσως μια απλουστευμένη πολυλογία των αισθημάτων, να, όπως ετούτο εδώ το κορίτσι με τα πόδια σηκωμένα, όπως τα χέρια ενός στρατιώτη που παραδίνεται μπροστά σ’ ένα όπλο που τον σημαδεύει. Και θα πρέπει για να εκτιμήσεις τούτη την αβίαστη φυσική γοητεία να πάψεις ν’ ακούς τον απογοητευμένο που μιλά, τον καταθλιπτικό που ρητορεύει, τον απατεώνα που ελπίζει, το θαυματοποιό που δίνει παραστάσεις μπροστά στους πιθήκους του κρατώντας άσβεστο το παραλήρημα της διανοητικής τους ατιμίας.
Νιτσεϊκή κυσθολειξία
Αντ. Αντ…..Αναλογικό κολάζ σε χαρτί, 2022
Αν υποθέσουμε πως η φιλοσοφία είναι γυναίκα ή καλύτερα μια ύπαρξις θηλυκή, τότε αυτός που την ευχαρίστησε με τον πιο δυναμικό τρόπο είναι ο ανήρ ονόματι Νίτσε.
Ο εν λόγω εραστής δεν δίστασε-σε αντίθεση με τους προγενέστερους μνηστήρες-να της κάνει αποκλειστικά και μόνο γλειφομούνι.
Ο Νίτσε λοιπόν, γονάτισε μπροστά της σαν υπνωμένος υποτακτικός, χώνοντας τη γερμανική του γλώσσα βαθιά μες στο ταλαιπωρημένο της μουνί, δείχνοντας μια άνευ ορίων και όρων λατρεία, κάνοντάς τη να έχει επαναληπτικούς οργασμούς, ποιητικούς, λαίμαργους, αδυσώπητα ενοχλητικούς στ΄αυτιά όλων αυτών των κρετίνων που θέλουν μόνο να της τον βάλουν και να ξεροχύσουν κι έπειτα να κοιμηθούν σαν πουλάκια στις ακαδημίες και στις επιτηρούμενες εξοχές.
Στο γλειφομούνι δεν εξουσιάζει ο άντρας, αφού ο άντρας είναι αυτός που αφοσιώνεται στη γυναίκα.
Το γλειφομούνι θολώνει αυτή την εικόνα της δύναμης του αρσενικού στο οποίο τίποτε δεν αντιστέκεται και του οφείλονται τα πάντα, ωσάν να ήταν το μόνο υποκείμενο της σεξουαλικής σχέσης, το μόνο ον που είναι ικανό να νοιώσει πόνο και ηδονή.
Η φιλοσοφία όπως και η γυνή έχουν ένα ζωικό στοιχείο που δεν εκφράζεται μόνο σε μια σχέση κυριαρχίας του άντρα επί της γυναίκας-βλέπε διείσδυση- αλλά και στη χαλάρωση όταν ο άντρας αφήνεται, όταν ακριβώς δεν φαίνεται να επικρατεί.
Ο Νίτσε είδε τη φιλοσοφία ως όμοιά του, ως ένα άλλο υποκείμενο ίσο με αυτόν, στο οποίο όφειλε να δώσει προσοχή.
Η φιλοσοφία-αισίως-υπήρξε μια παρτενέρ που καταγαμήθηκε απ’ τον πατέρα, τον άντρα, τον κυρίαρχο, τον γεννημένο πολεμιστή, καθώς ο άντρας δεν μπόρεσε, προφανώς, να πέσει τόσο χαμηλά προσφέροντάς της την πολυπόθητη ηδονή δίνοντάς της οντολογική αξία με την ίδια του τη γλώσσα.
Σημείωμα για τον Ivo Pogorelich
…κερατά Pogorelich,
λίγο πολύ επιβάλεις ένα παράπονο, ένα βούλιαγμα στον ορίζοντα που δεν έχει να κάνει με τις διαπεραστικές συγχορδίες, τις φήμες, τον εαυτό μας που τρώει κλωτσιές, είναι κάτι που αιώνια μας ξεφεύγει, μια λεπτομέρεια, μια στιγμή πονηριάς, ο ήχος που τον παντρεύεις με τη διχογνωμία και το έλεος, εκείνα τα πάθη των αλαφροΐσκιωτων μπροστά στο φεγγάρι, ο λύκος που ούτε χαμογελά ούτε γκρινιάζει, ο αριθμός μηδέν ο δημιουργός του κόσμου των μονάδων, κοίτα τώρα εδώ αδερφέ, πως περιπαίζεις ως ελαφρόμυαλος όλες τις επάλξεις, όλες τις πατρίδες που τις κινεί το αίμα πριν φτάσουν στον κατάμαυρο ουρανό, κοίτα πως σφάζονται οι ματιές μας, κοίτα τούς εσταυρωμένους που περιμένουν να κάνουν το νούμερό τους και να κοιμηθούν, ω! βαφτισμένε σατανά, αφροδίσιε, μυγιάγγιχτε- ξέρεις εσύ πια θεοπάλαβη Μήδεια μας χάιδεψε αντί να μας σφάξει, ξέρεις πως να σπας με τα δάχτυλα τις πυξίδες κι όλου του γνωστού κόσμου ξέρεις πως να υμνήσεις τις αναπηρίες….
Δύναμη και Τιμωρία Ή Κάτσε καλά αλλιώς θα σε γαμήσω
Η ψυχανάλυση ήρθε να ξεδιαλύνει το μύθο περί της αγαθότητας και της αγνότητας των παιδιών, δίνοντας ξανά στο παιδικό παιχνίδι την τρομερή σημασία που του έδινε και ο Ηράκλειτος, όταν έλεγε ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει στα ζάρια την ίδια τη ζωή και το θάνατό μας.
Ο στόχος του παιδιού είναι να ανέβει στο βάθρο του δασκάλου αλλά και να πάρει τη θέση του καταπιεστικού ή φονικού πατέρα.
Κανένας δεν γίνεται κακούργος, εγκληματίας ή βιαστής μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ. Τα περιβάλλοντα έχουν κάνει ήδη τη δουλειά τους απ’ τα σπάργανα ακόμα, με όση ανταμοιβή χαράς ή λύπης επιτάσσει η αναρχία της τυχαιότητας.
Η διαλεκτική αφέντη-δούλου υποκαθιστά τη σχέση γονιού-παιδιού, εκδηλώνοντας σε κάθε έκφρασή της μια ιδιοκτησιακή λογική, που, σε βάθος χρόνου οδηγεί σε τερατογενέσεις χαρακτήρων, ανθρώπινα ναυάγια και δυστυχίες, αφού ο μελλοντικός ενήλικας είναι πια αιχμάλωτος του θυμού και της βίας.
Οι άρρωστες κοινωνίες, αυτές που συντρίψανε το ένστιχτο εις βάρος της ευχαρίστησης, αυτές που κατάργησαν τη φυσική ανθρώπινη γύμνια μαγαρίζοντάς τη με την ηθική της παρθενίας, αυτές που τοποθέτησαν την υποκρισία στο κέντρο της ανθρώπινης κατάστασης είναι οι κοινωνίες που σήμερα καταρρέουν με θόρυβο, αφήνοντας τα συντρίμμια τους να πέφτουν αποκλειστικά και μόνο στα κεφάλια των παιδιών.
Απ’ τη θεολογική κακοσμία μέχρι την εμπορική συναλλαγή και τον εφαρμοσμένο παιδοκαιντρισμό λόγο έχουν οι γιατροί, οι αστυνόμοι και οι δικαστές.
Λόγο έχουν οι θανατικές ποινές και τα λιντσαρίσματα, οι αρένες με τα πεταμένα κρέατα, ο φόβος και οι φοβίες, η υποκριτική αγάπη για το παιδί μα από πίσω η αδυσώπητη λατρεία της δύναμης και τους ανταγωνισμού που γεννά τους κοινωνικούς μεταστατικούς καρκίνους.
Λόγο έχουν οι ηθικολόγοι, οι εκφυλιστές της αλήθειας που κρύβουν όλη τη βρωμιά τους κάτω απ’ το χαλάκι της υποτιθέμενης κακότητας της ανθρώπινης φύσης, παίζοντας το ρόλο των εξημερωτών μας.
Ας σκεφτούμε λοιπόν γιατί κάθε φορά που θέλουμε να απειλήσουμε κάποιον του λέμε: κάτσε καλά αλλιώς θα σε γαμήσω.
Όλα για το βραβείο, το πιο ερεθιστικό αιδοίο
…οι ποιητές μας και οι ποιήτριές μας γράφουν σήμερα για το πουλί τους, αύριο για το πατρικό τους σπίτι, για τον καφέ, τα σώβρακα Μινέρβα, για τη μάνα, οι ποιητές μας ηχογραφούν, διαβάζουν, μονολογούν, και φαίνεται η λατρεία του κάθε Εαυτού για τον εαυτό του, ο μονογενής σπασμός μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, η μίμηση ως αποφορά της γεροντοφιλίας και του εικονικού ξεκωλιάσματος των παίδων, που η διάπλασίς τους έγινε με ευρώ ή δραχμές, με δολάρια ή εκπτωτικά κουπόνια, με παπά μανούλα και ψυχολόγο, παίδες εν φαντασιακή ανομία, εξάδερφοι της αφροξυλάνθης φαντασμένοι καβάφηδες επηρεασμένοι απ’ τη βαψομαλλίαση των γενναίων της γενιάς του εβδομήντα που γίναν σταρλετίστες στα επιχορηγούμενα απ’ τον Φόρντ λογοτεχνικά μαγκαζίνια, συννυφάδες κουμπάροι με ωραίες αυλές δίνοντας την τσίχλα μασημένη στην επόμενη γενιά κάνοντας τις πληρωμένες συλλογές νόμο της αγοράς, περιδιαβαίνοντας σαν γύφτικα σκεπάρνια στο μαγαζάκι του κάθε πικραμένου, διαβάζοντας πομπωδώς το ελάχιστο Τίποτα σε φίλους συγγενείς και ομοτέχνους ατέχνους, περιμένοντας έναν καλό λόγο απ’ το λόγιο της ενορίας, απ’ τον αντιδήμαρχο αυνανισμού της ματαιοδοξίας, απ’ την μαντάμ Κατεστημένου κριτικήν εις την Καθημερινήν περιμένοντας με όλη την απολίτικη σύγχυση έναν ανδριάντα εις την γενέτειρα, μια πλακέτα τιμητικήν, μια δωρεά αποτριχώσεως-εις την κοντή μα φιλόδοξη ψωλή-από τη στέγη Γαμάτων και Τεκνών, μια χορηγία επιμηκύνσεως από το Σταύρος Νιάρχος το πιο γαμάτο μαγαζί …..
Εδώ Ιράν ελληνορθόδοξων μουλάδων
βεβαίως άχαλος είναι ο αποκρουστικός, αυτός που δεν τρώγεται, ο αχώνευτος, ο φανατικός χριστιανός που πάσχει από αχαλοσύνη, δηλαδή από λαιμαργία, ο πατριώτης που κατηγορεί τους μουλάδες ενώ ο ίδιος είναι θλιβερή λέρα, πηγαίνει στο Όρος του το άγιο και αμόλυντο, το κουραδοσφυγμένο, τον Άθω, τη χερσόνησο που δεν δέχεται μουνιά και αίμα περιόδου, στο περιβόλι μιας γυναίκας που δεν δέχεται τις γυναίκες, εκεί όπου ευτυχώς δεν έχει πουτάνες αφροδίτες και αφροδίσια, αχαρνοελένες, καριόλες, ξεκωλιάρες, εκεί που πάνε τα αρσενικά για ησυχία, περισυλλογή, προσευχή εξομολόγηση, μακριά απ’ τις επιμολύνσεις τα βυζάκια τους κώλους τους αφαλούς, εκεί όπου ξαποσταίνουν οι πατριάρχες, ο πούτιν, ο κάρολος, οι βασιλιάδες και οι τσάροι
Φάκλαντ
-απόσπασμα-
…..πολιτικές λογοτεχνικές φιλολογικές συμφωνίες προσπάθησαν να δώσουν την συγκατάθεσή τους σε κινήματα και κατασκευές αλλά πάντα ερχόταν η σεξουαλικότητα γκρεμίζοντας τις καλές προθέσεις που καταλήγουν ναυάγια και γλαφυρά μυθιστορήματα γεμάτα ενοχές αφού ο πατέρας και το χρήμα ξεπηδούν σαν αθάνατοι φρύνοι απ’ τους κρεμαστούς βούρκους της Βαβυλώνας με ήρωες όλους αυτούς τους αρρενωπούς Αδάμ που θέλουν να γίνουν θεοί όπως ο θεός τρώγοντας το φρούτο της γνώσης τρώγοντας συμβολικά τον πατέρα για να γίνουν όπως κι εκείνος ακαταμάχητοι δηλαδή αθάνατοι για να εγγραφούν ως κανίβαλοι και πατροκτόνοι στη μεγάλη επετηρίδα των τεράτων που γεννούν τέρατα κάνοντας τα ειδύλλια των φόβων τους ποιήματα και εικόνες απέναντι στα ψυχρά διλήμματα της επιβίωσης ……
Προσωνύμια για την πίτσα Hut!
…..κάθε εκπάγλου καλλονής πενιχρότατη αλλαγή προς τη φτώχεια την αντεπανάσταση την κακομοιριά θέλει γερό στομάχι και καλή διάθεση για να χωνέψεις την αμερικάνικη κουραμάνα αφού ο επίγειος παράδεισος-που θα κατέλυε όλα τα εργατικά δίκαια και θα έκανε δίκαιο το νόμο του εργάτη-, εν μια νυκτί ανακατωσούρας, έγινε μεσαίωνας χαράς με άφθονο ευσπλαχνικό αλκοολισμό και τσαρικά κουφέτα διαθέσιμα σε τιμές γνωριμίας κοκακόλες μπιφτέκια ατομική ευθύνη και μια αργκό ειλικρίνειας αφού το πτώμα είχε ήδη βρομίσει και τα σοβιέτ είχαν μοιραστεί ως εδέσματα στα στελέχη να φαγωθούν και να γίνουν κεφάλαια ελεύθερη βούληση λήθη και θέαμα βλέποντας τις συνθήκες να ωριμάζουν όπως τα γινωμένα πεπόνια που δεν θα φαγωθούν αλλά θα σαπίσουν μέσα σε ψυχρούς πολέμους με κουνούπια και κοριούς με αυτοδιάθεση και ανταγωνισμό με έναν τρόμο εξίσου βαθύ με εκείνον που κρύβει η προτίμηση της μικροαστικής μνησικακίας προς την αδικία παρά προς την αταξία ζεσταίνοντας τα ερωτικά τους όργανα με το κουτί της πίτσας ξαπλωμένοι σε γερμανικούς καναπέδες ακούγοντας ναρκομανείς νομπελίστες να λένε πως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση ένα φταίξιμο του μυαλού ένα λογιστικό λάθος του Μαρξ μια νεύρωση του Λένιν μια πατέντα του Μολότοφ για να διασκεδάζουν την πλήξη τους τα κωλόπαιδα……
Υπέρ βωμών και εστιών Ή Ζήτω οι εθνικές σωβρακοφανέλες
Χρόνια τώρα δεν ακούμε τίποτε άλλο παρά για το ήθος και τη σεμνότητα των πρωταθλητών,
τι καλά παιδιά και τι απλοί άνθρωποι και τι αγωνιστές και τι πρότυπα και τι κυματιστές γαλανόλευκες και τι για την ελλάδα ρε γαμώτο,
νιώθεις τη λίμπιντο των αθλητών τη γλίστρα του κούφιου λόγου που γίνεται σημαντικός, τα σημαινόμενα στα φανελάκια και τα ταμπλό, το κάλος και τη δύναμη του πλέον δυναμικού διαφημιζόμενου εμπορεύματος που είναι ο νέος και η νέα ο περιχαρής και ο φιλόδοξος μέσα στη φουτουριστική αρένα μιας βάναυσης πορνογραφίας,
όλο πόζα μπροστά στην ταξική αναπηρία των μαζών, αποκαλύπτοντας τους κώδικες ενός καινούργιου παντρέματος αίσθησης και δυνατότητας,
μια χημεία λόγων πράξεων και ουσιών που πυρακτώνει το σώμα, που βγάζει στον ήλιο τις επουλωμένες πληγές απ’ το χειροκρότημα και το θαυμασμό, τη διάκριση, την υστεροφημία, τον ηρωισμό να αγωνίζεσαι τραυματισμένος δικαιώνοντας το εθνικό ντιενέι
τα λόγια της μάνας και τον εφήμερο ρομαντισμό των φτωχών συγγενών που περιμένουν να γκρεμίσουν τα τείχη ώστε να χωρέσουν οι νικητές,
οι άριστοι της νοσταλγίας των μεγαλείων, οι δυνατοί και οι υπεράνθρωποι που ξυπνούν ξημερώματα για να πετύχουν τον άθλο
που τρώνε ζυγισμένους ξηρούς καρπούς και πρωτεΐνες με μεθαδόνη και γκότζι μπέρι, που γαμούν με ωράριο και πρόγραμμα που είναι στρατιώτες πάνω απ’ τους στρατιώτες
πειθαρχημένοι σαν γινωμένοι καρποί, μεθοδικοί σαν ηλεκτρικά κυκλώματα, τραυματισμένοι και περήφανοι μέσα στη σύντομη γιορταστική κραιπάλη όπου οι άνθρωποι γίνονται χώρες και κράτη, διαφημιστικές πινακίδες, γραφικοί σάτυροι, περιζήτητα πέη και φλογερά αιδοία, διαμορφωτές
ηθών καλούπια για παπούτσια της νάικ φανέλες της αντίντας, ψαχνό για αθλητικές ιστορίες και δράματα, αναγνωρισμένοι απ’ τους τιμητές τους, αποθεωμένοι απ’ τους εκτιμητές τους, ευλογημένοι απ’ το θεό, μετρημένοι με το κάλλος της μεζούρας των Αρίων,
τους εκλεκτούς κάθε φυλής που μας σβήνουν την ακόρεστη δίψα της ηδονοβλεψίας, την βαθιά ανάγκη μας για πόλεμο και βιασμό, για δόξα και πλούτο,
αφόρητα γειτνιάζοντας με πνιγμένους πρόσφυγες, σκοτωμένα παιδιά, αυτοκτονημένους και βιασμένους, τυφλούς μουγκούς βλαμμένους ποδοπατημένους, ανθρώπους λιγότερο ανθρώπους λιγότερο ζωντανούς απ’ τους ζωντανούς και λίγο περισσότερο πεθαμένους απ’ τους πεθαμένους
ακούγοντας μακριά αλλά τόσο κοντά πια, τα κανόνια να συλλαβίζουν τον έσχατο λόγο του χρήματος,
τον έσχατο σπασμό της ανθρώπινης ελευθερίας.
[Matherfaker Ή Ωδή στο γαμοπίλαφο] Του Αντώνη Αντωνάκου
Όλοι κρύβουμε έναν πούστη μέσα μας, δηλαδή έναν επαναστάτη. Η φύση, ως το μεγάλο τελειωτικό σκοτωμό μας θέλει στις επάλξεις, να τροφοδοτούμε την ερωτική υψικάμινο με το ανόθευτο ένστιχτο που επιθυμεί συνειδητά, πριν πέσει η βαριά καταχνιά των γηρατειών, πριν γλιστρήσει η τελευταία μας πορδή στο άπειρο Τίποτε.
Οι πούστηδες χτύπησαν ανελέητα ένα βαρβάτο κοινωνικό θεσμό, τον αρνήθηκαν και τον εξευτέλισαν, τον μαγάρισαν και τον πέταξαν στα σκουπίδια.
Ο γάμος συμπληρωματικά με τη θρησκεία υπήρξε το όπλο μαζικής καταστροφής της πραγματικής ανθρώπινης ουσίας, αφού χρύσωσε τόσο τη σκλαβιά και τη συνήθεια, κάνοντας τη σεξουαλικότητα αποκλειστικά και μόνο δούλα συμφερόντων της εξουσίας.
Το σκάνδαλο Βερλέν-Ρεμπώ και η αδίστακτη ευαισθησία του Όσκαρ Ουάιλντ προσέδωσαν στην ομοφυλοφιλία στρατηγικές αξίες.
Ο ομοφυλόφιλος ταυτίστηκε με τον καλλιτέχνη αφού κι αυτός όπως ο καλλιτέχνης υπήρξαν οι μεγάλοι αρνητές εκείνων των προτύπων δημιουργικότητας και ωφελιμιστικής σχέσης που προσδιορίζουν τον μεσοαστικό, βιομηχανικό, μετα-πουριτανικό πολιτισμό.
Η ομοφυλοφιλία καλλιέργησε έναν ανελέητο εμπαιγμό απέναντι στη φιλισταΐκή κοινή λογική και τον αστικό ρεαλισμό που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη.
Καλλιέργησε την υπονόμευση μαγαρισμένων αξιών προσπαθώντας να είναι γνήσιος μέσα στο ναρκισσισμό του.
Κατέστρεφε αρετές που φύτεψε η μονογαμία και ο εγκλεισμός, το εγωιστικό συμφέρον μιας μικρής ομάδας που ονομάστηκε οικογένεια και απέκτησε στο πέρασμα των χρόνων λογιστική αξία μέσα στον ανταγωνιστικό οργασμό της καπιταλιστικής οικονομίας.
Είναι οι πούστηδες και οι λεσβίες αυτοί που φώναξαν, στο διάολο η ηθική!. Όμως σήμερα είναι αυτοί οι ίδιοι που ζητάνε να παντρευτούν με παπά και με κουμπάρο, να κάνουν παιδιά με υδραυλικό σωλήνα, να παίζουν το ανδρόγυνο χαϊδεύοντας τα μολυσμένα κρίνα της αστικής τερατωδίας.
Από επαναστατική πράξη άρνησης των ψόφιων αξιών, η ομοφυλοφιλία έγινε το κλύσμα της καταστολής και της προσαρμογής σε μια μεταμοντέρνα φαντασίωση που δημιούργησε η αγορά.
Η κοινωνία του θεάματος, αφού ισοπέδωσε, κάνοντας καρικατούρα την μεγάλη κοινωνική επανάσταση-συμβολικά τυπώνοντας σε κωλόχαρτο τον Τσε Γκεβάρα-ανέλαβε αισίως και ρόλο διαχειριστή των ηδονών μας.
Ηθικά, οι δυτικές αμερικανοτραφείς κοινωνίες έχουν ξεπεράσει το ξεκόλιασμα, αφού αυτό είναι το μόνο που έχουν κρατήσει απ’ τον ερωτισμό, πηγαίνοντας ολοταχώς στο γάμο, δηλαδή στην κοινωνική ασφάλεια.
Το έξυπνο σύστημα ενστερνίστηκε αυτό που δεν μπόρεσε να καταργήσει κανονικοποιώντας το ως φιλελεύθερη αξία.
Οι πλούσιες αδερφές, οι κοσμοπολίτες πούστηδες μπορούν και είναι πρωτοπόροι ακόμα και σ’ αυτό, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, με τις ευλογίες του Ελπιδοφόρου, του αρχιεπισκόπου Αμερικής δείχνοντας σε ανταγωνιστικά δόγματα πως το ορθόδοξο μαντρί ανανεώνεται και προχωρά αφού είναι πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τους προτεσταντικούς νεωτερισμούς.
Αντί λοιπόν να πεταχτεί στα σκουπίδια ο πιο αντιδραστικός κοινωνικός θεσμός δέχεται το φιλί της ζωής απ’ τους πλούσιους πούστηδες εφοπλιστές και τη συμμορία των πονηρών παπάδων. Στη γλαμουριά και τη μαλακία των στρέιτ ζευγαριών προστέθηκε ο ντροπιαστικός συμβιβασμός των πούστηδων με το κατεστημένο.
Τα υψηλόβαθμα στελέχη της εξουσίας πάντα έκρυβαν τον κώλο τους κάτω απ’ το σεντόνι της μικροαστικής ηθικής. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Η Μπαλάντα Της Αριστείας
Όσο καλή κι αν είναι η άμυνα, η τελευταία πράξη είναι πάντα αιματηρή. Το μπρούτζινο δεκαράκι του ευγενούς ανταγωνισμού θα κυλίσει στο βαθύ υπόνομο της καλής ζωής που φέρνουν τα κέρδη ενός πτυχίου.
Η κοινή γνώμη βλέπει το μαρκούτσι να πηγαινοέρχεται μπροστά στους υποψήφιους γητευτές που αύριο θα βολευτούν στις αξίες και τα αντίδωρα.
Θαυμάζει την ευφυΐα όταν φτάνει πρώτη στο τέρμα, όταν κόβει το νήμα ή λοιδορεί την παρακμή και τη σύγχυση με ωραία λόγια ανεμίζοντας σημαίες ξένων κρατών, εκθεσιολόγια ως βοηθήματα αυτοβελτίωσης και φροντιστές παράφορους με τη φροντίδα και το καθήκον.
Η βιομηχανία αριστείας αναλογεί στη μερίδα του λέοντος ενός κρατικού προϋπολογισμού που παίζει ζάρια με τη θεοκρατία και το στρατηγικό επενδυτή. Διευθύνει το ανακάτωμα των στελεχών που θα χτίσουν σπίτια, θα δικάσουν κακούργους, θα πατήσουν κουμπιά για τον Άρη και θα γιατρέψουν αρρώστιες που προκάλεσαν αρχαίες θεραπείες και γιατρειές.
Η νεοδουλεία της αριστείας κάνει την ανθισμένη γενιά να έχει γεροντολάγνες επιθυμίες, να δουλεύει τώρα σκληρά για να δαγκώσει αύριο το ακριβό σταφύλι και τη βιολογική ντομάτα. Να χτίσει το σπιτάκι της στο ύψωμα της πόλης και ευσεβώς να απολαμβάνει συμβολαιογραφικά όλες τις νόμιμες απολαύσεις.
Η καλλιέργεια των ψυχών ξεκινά με αδυσώπητο κόπο. Οραματιστές και τρυφερούληδες πνιγμένοι όμως στο γέρικο σχήμα τους. Διότι για να κατακτήσεις την αριστεία πρέπει να σκοτώσεις τη ζωή αποκτώντας μια δια βίου αναπηρία, να μπορείς να γοητεύεις του κοινούς και τους κάτω μόνο με επιδείξεις πνεύματος και όχι με στάσεις ζωής.
Το σχολείο ως μηχανή του κιμά θα βγάλει τα πιο ζουμερά μπιφτέκια για να χορτάσει την αγορά. Θα τσιμεντάρει κι άλλα βουνά θα στολίσει με χρυσόσκονη κι άλλα ντουβάρια φυλακής παίζοντας ρομαντικές μπαλάντες για το ένδοξο παρελθόν και το άχτιστο μέλλον, βλέποντας τον Ξέρξη να κλαίει γοερά την ώρα που οι στρατιές των Περσών περνούν τον Ελλήσποντο, σκεπτόμενος κι αυτός, πως, κανένας από τούτους εδώ τους δυνατούς και τους γενναίους δεν θα υπάρχει σ’ εκατό χρόνια από τώρα κι ίσως κανένας απ’ όλους αυτούς τους γενναίους και τρομερούς πολεμιστές δεν υπάρχει ούτε τώρα, αφού, όλη τους τη ζωή σπούδαζαν ανταγωνισμό, αφανισμό και πόλεμο.
Γράφω χωρίς θέμα, για το παλαβό το αίμα
Γράφω χωρίς θέμα, το θέμα έρχεται-έλκεται απ’ τις αντιφάσεις, το ποίημα ως κίνημα των μηδαμινών που εδονούντο από ετούτο κι από κείνο, απ’ το ασήμαντο που γίνεται κέντρο της δράσης, της τάσης μας να θέλουμε να νοιώθουμε ζωντανοί ακόμα και μέσα στην ακινησία, της ιδιοτροπίας μας να αρέσουμε και της συνήθειάς μας να δείχνουμε τη φέτα ζωής που μόλις κόψαμε απ΄το καρβέλι της πραγματικότητας.
Ανάλαφρα, με τα μάτια ενός ζώου ψάχνω τα χρώματα πάνω στα φυτά, αγνοώντας ηθελημένα κάθε γεωμετρική κανονικότητα και κάθε συμμετρία.
Η εποχή μας έχει δράκους και αβάσταχτους πόνους, ταχύτητα που δεν σε αφήνει να χαθείς σε ονειροπολήσεις, κοιτώντας απ’ το παράθυρο του τρένου που πάει ντουγρού κατά πάνω στο αποχυμομένο κάλλος, στο τέλος, εκεί, σε μια λέξη που λέγεται θάνατος, σε μια αταξία που η εντροπία της σχεδιάζει μινιατούρες ακατάληπτων και γοητευτικών ιδεών και εικόνων σεξουαλικής πυγμής.
Γράφω, κάνω πράξη τις απορίες μου, σθεναρά υπερασπίζομαι το απρόσωπο της τέχνης, την ξαφνική έλευση της χαράς του ελέους και του φόβου.
Γράφω, σπάω τις αλυσίδες μου, ερεθίζομαι απ’ τη μελαγχολική κενοδοξία των πραγμάτων, επαληθεύω ανεξόφλητους λογαριασμούς, κρατώ πρακτικά έρωτος και υγρής καύσιμης ύλης, το σπίρτο μου είμαι εγώ.
Βροχούλα
Αλλά, αυτή η βροχούλα, μπορεί να γίνει ένας ωραίος πίνακας. Δεν θα βλέπεις την ώρα και τα δεσμά της στιγμής, τον περιλάλητο χρόνο να τη συντρίβει. Θα βλέπεις μόνο την απομίμηση της ομορφιάς, τη σαύρα στην απέραντη πεδιάδα να τρέχει και να γλιστρά προς το στομάχι του γερακιού, ψάχνοντας πόρτα για την κόλαση.
Η βροχή πεινά για όλα, ενώ το χώμα χορταίνει με όλα, το χώμα βγάζει αυτή τη μυρουδιά του ζευγαρώματος, όλα τα σαρδόνια λογοπαίγνια της κυκλικής φάρσας του νερού.
Η βροχή είναι μια θεότητα μια παρουσία μέσα στα βαθειά ταραγμένα και ανήσυχα σύμπαντα της φαντασίας.
Η μορφή της μεθυστική και δυναμική κάτω απ’ τα κυματιστά πέπλα, ίσως στα ειλικρινή λόγια μιας θρησκείας των πόθων να είναι η Αγία των πάντων, η προσταγή όλων των συμβάντων, αυτή που έρχεται κάθε φορά στην αεροκρέμαστη φάτνη μας να μάς βρει, που μας φιλά και μας γλείφει στη ροδοκόκκινη κι αχνιστή εκείνη περιοχή, την αρωματισμένη-θαρρείς-απ’ τα νάματα της θείας ευσπλαχνίας.
Η βροχούλα ετούτη που την κοιτώ σαν χαζός κι ακούω τα μηνύματά της και νοιώθω τη γεύση της μαζί με χώμα απ’ τον ουρανό και λιπάσματα απ’ τις ερήμους, η γεύση η αληθινή του υμένα όλων των πλασμάτων, οι μυστικές δονήσεις όλων των άστρων που ξεπετάχτηκαν απ’ τις σκοτεινές οπές, τις αειθαλείς σαν μαύρα κρίνα, που το μυστικό τους καλύπτουν καλύπτοντας άλλα μυστικά κι άλλες μορφές κι άλλες εξουσίες.
Περί Πτήσεων Ή Καλλιτέχνες Σε Φυγή
Για την πτήση, χρειάζονται τόσο ο άνεμος της φύσης όσο και ο άνεμος της ψυχής. Η πτήση είναι ενεργή ερωτική επιθυμία και πορεία προς τον οργασμό και τη σεξουαλική ολοκλήρωση.
Ο ονειροπόλος έχει τη συνήθεια να αγοράζει πουλιά και να τα λευτερώνει απ’ το κλουβί τους.
Ξοδεύει τις οικονομίες του χαρίζοντας μια διπλή ελευθερία. Ελευθερία απ’ τη φυλακή της επίγειας ζωής αλλά επίσης απελευθέρωση από τη βαρύτητα και κατάκτηση του κόσμου της πτήσης.
Η πολλαπλή επιμονή στο θέμα της πτήσης τείνει να γίνει το υποκατάστατο μιας ελπίδας στα θεία, από την οποία ο ονειροπόλος μοιάζει να έχει παραιτηθεί.
Ο ονειροπόλος διαθέτει έναν άγρυπνο σκεπτικισμό που μοιάζει με τη γαλήνια αποστασιοποίηση των πρωτόγονων συγγενών μας που κατοικούσαν σε έναν κόσμο θαυμάτων και θρεπτικών ουσιών.
Να λοιπόν η ελεύθερη φύση και η αστείρευτη δύναμή της, η ευκολία να περνά από τον πόνο, όχι στο σύμπτωμα, αλλά στη δημιουργία. Κι αυτό είναι μια καλή αρχή για τον μιμητή της. Τον καλλιτέχνη, αυτόν τον πρωτόγονο ονειροπόλο που κρατά το μικρό μαύρο κουτί του γεμάτο με τα υπολείμματα του παρελθόντος, ανακαλύπτοντας πως η πτήση απαιτεί μια γενναιότητα ανυπακοής, σπάζοντας τις αλυσίδες της μνήμης.
Γιατί αυτό θέλει να καταφέρει πανηγυρικά. Να ικανοποιηθεί με τον εαυτό του. Γιατί όποιος δεν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του είναι συνεχώς έτοιμος για εκδίκηση κι εμείς οι άλλοι θα λογαριαζόμαστε για θύματά του.
Η επιθυμία για την πτήση, την αιώρηση δηλαδή πάνω απ’ τις νοστιμιές της ομορφιάς και του ερωτισμού, η θαυμαστή πανουργία της φαντασίας που θέλει να τα ξαναφτιάξει όλα απ’ την αρχή, κάνοντας για λίγο την ακόρεστη και μελαγχολική ψυχή να νοιώσει χορτάτη, αφήνοντας τους συκοφάντες της φύσης να βυζαίνουν τα μαστάρια του πρόστυχου θεού της πατριαρχίας και της εξουσιομανίας των όντων, του παπαεπιστήμονα που κάθε φυσική ανθρώπινη κλίση θα τη βαφτίσει αμαρτία ή αρρώστια.
Ας είναι ευλογημένα τα δαιμόνια
Έρχεται πάντα η κατάθλιψη να θρηνήσει την αλογάριαστη περιουσία της ηδονής. Τη συμμόρφωση των κορμιών στα προστάγματα της αυλής και των μυστηρίων της θανατοφορτωμένης μας ζωής.
Η αυλή των βασιλιάδων έγινε εκκλησία, ένα χάδι εξουσίας περίπλοκο, η αφέντρα των αστεριών που μας δείχνει με το δάχτυλο τον αμαρτωλό. Οι πιστοί με τον σεβασμό τους για καθετί που προέρχεται απ’ την αυλή γίνανε μιμητές της χροιάς της αυλής κι έτσι αυτή η προσποίηση κατέληξε να γίνει φύση.
Ο χριστιανισμός αντί να σβήσει το έγκλημα της λαιμαργίας έντυσε τη βαρβαρότητα με τον πιο ακραίο στόμφο φτιάχνοντας τον υπεράνθρωπο θαυματοποιό, τον φακίρη που αναστήθηκε για να περισώσει τη δική του ελευθερία απ’ τα δεσμά με τα οποία τον αλυσόδεσε η γέννησή του.
Σώσε τον εαυτό σου λοιπόν, σώσε το Εγώ σου, -λέει ο προφήτης- το μεγάλο αυτό αγκωνάρι που σου φράζει τη θέα προς τον παράδεισο. Όμως στ’ αλήθεια, η σωτηρία ετούτη είναι ένα ποδοβολητό προς το μηδέν, ένας Γολγοθάς προς την άγονη γραμμή της νηστείας και του μαζοχιστικού πόνου. Ένα ξερίζωμα της φύσης απ’ το σώμα που κακοποιείται και δέρνεται και υποφέρει για να κερδίσει το επουράνιο λόττο.
Όλες οι περιώνυμες αυλές που βάλανε στο κέντρο τους τη διανοητική ατιμία της μεταφυσικής έχουν γίνει καρικατούρες του παρελθόντος και του παρόντος, φιλολογικά δείπνα με λιβάνια και επιχρυσωμένες μίτρες, όργανα μιας τελετής ευνουχισμού της παγανιστικής φωτιάς μες στην ισόβια ήττα της υποταγής και του πένθους.
Έτσι θα πρέπει να τρως κι έτσι θα πρέπει να γαμάς. Μην φθονείς τον πλούσιο αδερφό σου, αγαπάτε αλλήλους αλλά ευλογημένα τα όπλα που θα τους αφανίσουν.
Πίστη ενός μύθου ή ενός δόγματος σημαίνει ψυχική νόσος, σημαίνει νευρολογική διαταραχή, ασθένεια που έναν ειλικρινή και ευαίσθητο άνθρωπο τον οδηγεί αποκλειστικά και μόνο στον εγκλεισμό.
Τα μοναστήρια είναι οι ψυχιατρικές κλινικές που θα πας μόνος σου, ο τόπος που αρνείται την υγεία της αναπαραγωγής και της σύγκρουσης καλλιεργώντας μια υστερική γαλήνη μπροστά στις εσχατιές του πόνου.
Παρηγοριά ψυχρή η θεία κοκαΐνη, το λάβαρο που ανεμίζει τις απαγορεύσεις, η χαρά που σου δίνει το Τίποτα μέσα στον υπαρξιακό σου σπαραγμό.
Η αυλή της εκκλησίας είναι η αυλή της εργασίας και η αυλή της οικογένειας, η πίστη στο θεό είναι η πίστη στο αφεντικό και η πίστη στον πατέρα. Αν δεν σκοτώσω στο συμβολικό επίπεδο το θεό το αφεντικό τον πατέρα, αν δηλαδή δεν εξεγερθώ εναντίον της πίστης, της πλαστής δηλαδή νομοτέλειας, της αφοσίωσης στο ανώτερο ον, τότε, είμαι καταδικασμένος απ’ το δικαστήριο της ζωής.
Θα με δικάσει το νερό και ο αέρας, η πέτρα και το χώμα, τα λουλούδια και τα σύννεφα τα ζώα τα ψάρια και τα πουλιά. Θα με καταδικάσει ο ήλιος σ’ έναν απελπισμένο πυρετό αφού η θρεπτική του ουσία θα μαγαρίζεται κακοχωνεμένη κάτω απ’ το σκληρό κέλυφος των αιδοίων που γίνονται πανοπλίες της γελοίας ψυχής.
Αυτό που κάνουν οι αισχροί νόμοι των θρησκειών δεν είναι παρά η τιμωρία των παιδιών για τις αμαρτίες των γονέων τους, η εγκαθίδρυση δηλαδή μιας κληρονομικής ενοχής διαρκείας που γίνεται τελικά συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής.
Ο Μωυσής σύμφωνα με την παράδοση σκότωσε τρεις χιλιάδες Εβραίους που χόρευαν γυμνοί γύρω από τον χρυσό μόσχο.
Η γυναίκα έγινε το μιαρό ον που δεν μπορεί να μπει στο ιερό, να επισκεφτεί τόπους μαρκαρισμένους απ’ την χριστιανή αρρενωπότητα αφού η γύμνια της αιμορροεί ακαταπαύστως και ετούτο-δηλαδή η φύσις-δεν είναι παρά ύβρις και ανταρσία της κίνησης και της συμπαντικής μηχανικής εναντίον της σταθερότητας και της ακινησίας. Εναντίον της εξουσίας που για να εξουσιάζει χρειάζεται μια σταθερή δομή, ένα αφήγημα προσαρμοσμένο στην μεταφυσική.
Οι τελετουργίες ήταν είναι και θα είναι το χασίς των πιστών, αυτό το ευγενικό ναρκωτικό που θα κοιμίσει τις σκέψεις και τα πάθη, αφήνοντας ελεύθερη μόνο τη μέθη, να διακονεί τις υποθέσεις της ζωής μέσα στις πιο ζοφερές αντιφάσεις.
Η αισχρότητα πως το άυλο πνεύμα είναι η μοναδική και οριστική πραγματικότητα, η αναλλοίωτη σταθερή αρχή μπροστά στη φθαρτή και βρώμικη ύλη.
Όμως καμία προσευχή δεν μπορεί να κάνει να σωπάσουν τα μυδράλια που κατασκεύασε, κανένας μαυροφορεμένος στρατηγός δεν μπορεί να αναστήσει τη νιότη και την κάβλα πουλώντας στα παραμάγαζά του ναφθαλίνη για τα ακόρεστα πάθη και τις φλεβώδεις επιθυμίες.
Κι ο Χριστός θα γίνει ξανά ο ήλιος που χιμάει φρενιάζοντας στα ακρωτηριασμένα δειλινά του πολιτισμού. Θα γίνει πάλι το θολωμένο και γύφτικο μάτι της αλητείας, ο ίλιγγος του ανθού και η γλώσσα που χώνεται στο θαύμα κάθε τρύπας.
Ιδού λοιπόν το αξημέρωτο μεθύσι των οργίων, χωρίς σταυρούς και βασανιστήρια, χωρίς αμαρτία και κάθαρση, χωρίς αρρώστιες απ’ τη στέρηση του γαμησιού, χωρίς ανταμοιβές κι αθανασίες.
Ευχέλαιο Για Τον πορνογράφο Ζαν Ζενέ
Οι πλασιέ δεν θα φορέσουν ποτέ τη στολή για να πολεμήσουν, θα πουλήσουν όμως όσο πόλεμο χρειάζεται ο τραπεζίτης για να διατηρεί το θεό όλων μας υγιή και ακμαίο. Ο κόσμος προχωρεί αξιοποιώντας κάθε μορφή καινούργιου τρόμου, τρέχει κατά πάνω στο μαχαίρι και τη φωτιά με βουλιμία, χωρίς στ’ αλήθεια να νοιώθει την ανάγκη να καταλάβει τι βρίσκεται κάτω απ’ το επίστρωμα της σάρκας του.
Ωστόσο υπάρχει πάντα ανάμεσά μας κάποιος μεγαλοφυής και ανήσυχος που προτιμά να αποφύγει τις αρρώστιες της συνήθειας και της ασφάλειας, που η μοναδική του έγνοια είναι η ποίηση και ο φαλλός. Μεγάλη βδομάδα των παθών και σκέφτομαι τον Ζενέ, τροπαιούχο, πέρα ακόμα κι απ’ τις νόμιμες εξαιρέσεις να ξεγυμνώνει τους εραστές του στην αγορά.
Σκέφτομαι αυτόν τον περισσότερο πορνογραφικό παρά ερωτικό συγγραφέα να μιλά φανερά και απροκάλυπτα για κώλους και πούτσες φτάνοντας στις πιο χυδαίες εκδοχές τον ερωτισμό, χωρίς αρχές και ποιητικές σάλτσες, φανερώνοντας μια σεξουαλικότητα που μπορεί να είναι πόλεμος και εκδίκηση και θάνατος και βία.
Τίποτε δεν αναπνέει χωρίς το αντίθετό του, καμιά αρετή δεν ανθίζει χωρίς το φόνο και καμιά χαρά δεν υπάρχει που να μην κρύβει μέσα της λύπη και σπαραγμό.
Να ιδού, η ροχάλα που πέφτει πάνω στην ψωλή του Νονό του φαλλοκράτη, λιπαίνοντάς την λίγο πριν την χώσει στον κώλο του ναύτη καβγατζή, στον Καβγατζή της Βρέστης.
Να ιδού, στις Επιτάφιες Σπονδές το γαμήσι του νεαρού γάλλου ονόματι Ριτόν που πρόδωσε το λαό του για υπηρετήσει τους γερμανούς και τον οποίο ξεκολιάζει μια ομάδα αξιωματικών των Ες-Ες που έχουν καταφύγει σε διαμέρισμα του Παρισιού, αποκαμωμένοι απ’ την προοπτική της ήττας που πλησιάζει.
Ο Ζενέ στρατεύτηκε δίπλα στους μαύρους πάνθηρες και τους παλαιστίνιους με μοναδικό επιχείρημα τη σεξουαλική ευρωστία. Ο Ζενέ ευλογεί ότι τον καβλώνει. Το έργο του είναι πορνογραφικό, αφού διαπνέεται ολόκληρο από τον πόθο και τη σεξουαλική διέγερση. Αφού οι παράδεισοι όλων των λαών είναι γεμάτοι απαγορεύσεις ο Ζενέ ιδρύει μια κόλαση όπου όλα επιτρέπονται.
Δεν κρύβει τίποτε. Ούτε τα ίχνη από σκατά πάνω στον σκληρό μυώδη πούτσο έπειτα από το σοδομισμό, ούτε τη βία της σεξουαλικής πράξης, ούτε τις εγγενείς με αυτή σχέσεις εξουσίας, ούτε τον ερωτισμό στα βρωμερά ουρητήρια, ούτε αυτή την οσμή που φωλιάζει ανάμεσα στα μπούτια των αγοριών, κάτι ανάμεσα σε κατουρίλα, σκατίλα και ιδρώτα, ούτε τα αφροδίσια ή τις μουνόψειρες.
Δίνεται ολοκληρωτικά στη σεξουαλική πράξη που περιγράφει, αφού η γραφή του αγγίζει τα όρια της αυνανιστικής εκτόνωσης επιδιώκοντας κάθε άλλο παρά να εξιδανικεύσει ή να φτιασιδώσει.
Στην μικρού μήκους ταινία του Ένα Ερωτικό Τραγούδι, μας δείχνει σε μια εποχή που απαγορεύεται κάθε κινηματογραφική σεξουαλική αναπαράσταση, μια τριαδική παρτούζα ανάμεσα σε έναν δεσμοφύλακα και δυο κρατούμενους, τρία κτήνη με όψη αγγέλων. Η ηδονοβλεψία συναγωνίζεται τον σεξουαλικό πόθο με όλη του τη βία και τη λεπτότητα, περνώντας όλο τον πορνογραφικό συμβολισμό μέσα από μια τρύπα ανοιγμένη-όπως ανάμεσα σε δυο κελιά-απ’ την οποία οι δυο εραστές μοιράζονται το κάπνισμα ενός τσιγάρου.
Ο Ζενέ αντιμετωπίζει την αντρική σεξουαλικότητα με ότι πιο σχιζοφρενικό τη χαρακτηρίζει, διχασμένη ανάμεσα στον ανδρισμό της και τη θηλυκότητά της ανάμεσα στη βία της και το φαλλοκρατικό της δεσποτισμό αλλά και την άκρα επιτήδευσή της, την αβρότητα και τη γενναιοδωρία της.
Το έργο του Ζενέ υπέστη την πιο διεστραμμένη λογοκρισία, υπενθυμίζοντάς μας τι εστί συμμόρφωση και αβρότητα στον ηθικό κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων.
Ο Ζαν Ζενέ μιλάει για πράγματα που γνωρίζει. Γράφει για ότι έχει βιώσει διότι τον συγκινεί αυτό που τον καβλώνει. Καμιά αυταπάτη όμως δεν τον παρασύρει σε μιαν άσκοπη μανιέρα-όσον αφορά τα φαντασιωτικά κίνητρα που χρησιμοποιεί η λίμπιντό του-, όπως το γράφει στον Καυγατζή της Βρέστης: αυτός που γαμάει τον άλλο είναι πιο πούστης από εκείνον που γαμιέται, αφού για να γαμήσεις πρέπει να καβλώσεις, άρα να ποθήσεις.
Ο Ζενέ ιδρύει μια νέα θεολογία, ένα δόγμα αιχμηρής στράτευσης σ’ αυτό που μπορούμε να βαφτίσουμε ως δίκαιο της φύσης.
Μπορεί να ρίξει ένα γερό χεσίδι πάνω στη σημαία της Γαλλίας ή να τραβήξει μια μαλακία μπροστά στην παναγία και το θείο βρέφος, υπογραμμίζοντας πως καμιά επιβολή δεν βρίσκεται πέρα και πάνω απ’ τις εκκρίσεις μας την ώρα που ο αλλοτριωμένος κόσμος το πρώτο πράγμα που θα σε ρωτήσει είναι Πόσα χρήματα βγάζεις.
Κι αν δεν βγάζεις χρήματα, αν το μόνο που διαθέτεις είναι η αγάπη για την ελευθερία, τότε είσαι εξόριστος απ’ όλες τις αξιολύπητες κοινωνίες που έχουν υψώσει οι υπεροπτικοί και μισαλλόδοξοι ιδιοκτήτες.
Μεγάλη βδομάδα και οι θύελλες νέμονται τα ανοιξιάτικα ζουμιά και οι πόλεμοι σωρεύουν τα υπέρογκα κέρδη τους για την αγορά καινούργιων στιλπνών εμβλημάτων ειρήνης και ελευθερίας.
Ένα απέραντο πεδίο υποκρισίας του πολιτισμού με θύματα τον άντρα και τη γυναίκα. Το μουνί και τον πούτσο. Οι επιτάφιοι που περιφέρουν την πεθαμένη ψωλή, ο κανιβαλισμός της σεξουαλικότητας απ’ τον αρπαχτικό λαίμαργο θεό, τα δηλητήρια κάθε κυριαρχίας πάνω στο κορμί του άλλου, ο βόθρος των συμβόλων που έπνιξαν το ελεύθερο πνεύμα σε υποχρεώνουν κάθε φορά να γυρνάς στο σφαγείο, να αγαπάς τη φυλακή σου, να γράφεις ύμνους στα δεσμά σου, να συμπεριφέρεσαι σαν ακούραστη ψύχραιμη παραδουλεύτρα πετώντας μέσα στα σύννεφα της προόδου, διεκπεραιώνοντας της παράστασή σου σαν καλογυμνασμένη φώκια.
Μεγάλη βδομάδα. Μεγάλη Τετάρτη. Πιάνω τον πούτσο μου, τον μόνο ευλογημένο Χριστό και κάνω ετούτο το ευχέλαιο για σένα Ζαν Ζενέ, πορνογράφε κάθε αντινομίας, ανατόμε κάθε αυτολύπησης, επίσκοπε των ουρητηρίων και των μπουρδέλων, λυτρωτή του ψυχορραγήματος των αφανών. Σπέρμα κι εσύ απ’ το σπέρμα των γελοίων αποτριχωμένων πιθήκων.
Περικοπές απ’ τα ημερολόγια του μαθητευόμενου τέρατος
Ως όντα ζωντανά και πάσχοντα οριζόμαστε απ’ τους Άλλους, απ’ το βλέμμα τους που φανερώνει την ασχήμια μας ή τις ντροπές μας, μπορούμε ωστόσο να διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι οι Άλλοι δεν μας βλέπουν αληθινά όπως είμαστε.
***
Την κόλασή μας τη συντηρούμε με τη βοήθεια των Άλλων. Και τι άλλο μπορεί να είναι η κόλαση εκτός απ’ τις σκέψεις που σκουληκιάζουν μέσα στο κεφάλι μας, εκτός απ’ τις λέξεις δηλαδή που λιμνάζουν ή σαπίζουν απρόφερτες κάνοντας το κρανίο να μοιάζει με χαλασμένη κονσέρβα, όσο, αυτές οι λέξεις πήζουν εκεί, μες στο μυαλό και μοιάζουν νεκρές από γεννησιμιού τους. Κι αντί να γίνουν βροντές αστραπές καταιγίδες γίνονται σκληρότητες κατά του εαυτού.
**
Οι λέξεις στριμωγμένες βαλτωμένες πολτοποιημένες δεν μπορούν να κρατηθούν μέσα στο μυαλό και γυρνούν και συστρέφονται σε όλο το κορμί γυρεύοντας άλλες διεξόδους. Πολλές φορές τις κατουρώ ή τις βγάζω στα κόπρανα σαν παράσιτα κι άλλες πάλι τις μυρίζω στο σπέρμα μου, στη μύξα ή το σάλιο μου.
**
Πως γεννιέται όμως η λέξη; Πως προετοιμάζεται ή πως εκμαιεύεται μέσα από τις απειράριθμες εγχαράξεις; Πως εμείς τα βρέφη συνδεόμαστε με τις δονήσεις των ζωικών μας προγόνων βγάζοντας ήχους ακατάληπτους και τρομερές κραυγές;
**
Μόνο αν πάμε ξανά στη φύση, πριν απ’ τη λέξη, μόνο αν αφεθούμε στις κυματοειδείς αναπνοές του βρέφους, στο κλάμα και τις πρώτες κραυγές, ακούγοντας εκεί, μέχρι και τον στεντόρειο λυπητερό βρυχηθμό των λεόντων, μπαίνοντας στο πετσί του ταύρου και της σαύρας, της μύγας και του φιδιού. Εκεί που μπορείς να μιλήσεις τη γλώσσα όλων των πλασμάτων. Εκεί που θα νιώσεις πως η αναπνοή είναι το πρώτο και το τελευταίο άνοιγμά μας στον κόσμο. Και είναι αυτό που μας κάνει το ίδιο ζώα με όλα τα ζώα.
**
Ακόμα και η άδηλη αναπνοή της αμοιβάδας ή των ψαριών, οι βρόγχοι και τα βράγχια, είναι το ζωτικό μας άνοιγμα στον κόσμο.
**
Είναι αλήθεια, πως, ο λόγος εκδηλώνεται σαν μια αναπνευστική εμπειρία, ξεκινώντας ουσιαστικά απ’ την ωκεάνια σιωπή του ιχθύος, ευθέως ανάλογη σιωπή με τις προγεννητικές μας εμπειρίες όταν βρισκόμαστε βυθισμένοι στην αμνιακή μας άγνοια εντός της μήτρας.
**
Ο πύργος κάθε ατομικότητας απαιτεί πρώτα απ’ όλα επιβεβαίωση των ορίων μας. Κάθε παρέκκλιση απ’ αυτά τα όρια μπορεί να είναι καταστροφική.
**
Οι άλλοι μας συστήνουν την κόλαση και οι λέξεις μας βοηθούν να την αντέξουμε. Κι αυτή η κόλαση που αντέχεται με τις λέξεις βγάζει αυτό το παραδεισένιο νέκταρ, αυτό το μοίρασμα των σωματικών υγρών, την κραυγή του γάτου και το κελάηδισμα του πουλιού, την κιβωτό της επιθυμίας, την αδιανόητη ηδονή που ένιωσαν οι μακρινοί μας πρόγονοι-βυθίζοντας ο ένας τον εαυτό του μέσα στον Άλλο-για να προστατευτούν απ’ την τρομερή παγωνιά της άγνοιας.
**
Οι λέξεις γεννήματα των κολάσεων που φέρνει ο τρόμος της αναπνοής και η ανάγκη της συνύπαρξης. Κι αυτές εκεί ακολουθώντας το σβήσιμο του μεγάλου ήλιου, τις τροχιές των άστρων και του μηδενός που όλο συμφιλιώνεται με το παν και το τίποτε, δαγκώνοντας την ουρά του όπως δαγκώνουν οι εραστές τις σκληρές ρόγες για να κλείσει ο κύκλος, να συμβεί η τέλεια ένωση για μια στιγμή, βγάζοντας τη γλώσσα στη φθονερή και πληκτική αιωνιότητα.
Ασύμμετροι έρωτες σε καιρό πολέμου
μνήμη Χρόνη Μπότσογλου
Ετούτο το κορίτσι που χαρίζει απλόχερα τον εαυτό της στο λαίμαργο βλέμμα των αρσενικών ακούει ένα αηδόνι, το δυνατό της σώμα δεν την αφήνει να βουλιάξει μήτε στη γη μήτε στον ουρανό. Η ονειροπόληση δεν την κατέχει αλλά την πλημυρίζει με κείνα τα υγρά της σιγουριάς και της νύχτας, μετά μανίας ανακατεύοντας φωνές αγαπημένες και προστυχιές αχαρτογράφητες. Οι φλέβες του λαιμού πορευόμενες προς τα ακατάγραπτα σύμπαντα δίνουν στον αόρατο ξένο εραστή τα κλειδιά μιας καρδιάς που παλεύει να ξεστρατίσει απ’ το βιβλίο ύλης των τραυμάτων, απ’ τη συνθήκη του χιμερικού μπαμπά, απ’ τη μούχλα των εγχειριδίων εξήγησης της ζωής. Θέλει να αγαπήσει ένα σώμα κι όχι ένα πρόσωπο. Θέλει να δει πως είναι η ζάλη που τη γέννησε, Να βρει την κάβλα τόσο αιφνίδια νοιώθοντας αυτό το παραστράτημα στη χαρά εν φαντασία και λόγω.
Αδούλωτη από βαριές σκέψεις και ταραχές, αντίδρομη της πατριαρχίας που τη συντηρεί, αγκαλιάζει το φαλλό για να τον βυθίσει στο κάλος του εαυτού της, στη σάρκα που είναι η αρχή και το τέλος, αμφίστομη, ζωώδης, βασανισμένη.
Ο χορός της μπροστά στα σκάγια των στρατηγών μια προεόρτια συνέργεια όσων θα ακολουθήσουν, όσων θα διαμειφθούν απ’ τη φτωχή ανημποριά των λέξεων που βγάζει ο στόμας όταν ανθεί.
Ο φόβος θα βγει απ’ τα ρουθούνια, οι κακοδικίες και οι θυμοί θα εξατμίζονται όσο τα χέρια και τα πόδια θα πλέκουν την πιο αδιανόητη πάλη, το σβήσιμο κάθε ντροπής ανάμεσα στους μετέωρους τοκετούς του έρωτα και του θανάτου.
Ετούτος ο εφελκυσμός προς τη συνουσία, το μάγγωμα των χειλιών στο ξένο στόμα, η δράση της εμπλοκής και της συμπίεσης, ο πόνος ως αυτοάνοσο της διείσδυσης, η τρέλα κάθε άσκοπης ώσης, η φαντασμαγορία της θέας της σχισμής, η έλξη προς εκείνο το κέντρο συνάντησης των αιδοίων είναι οι μόνες πατρίδες που δεν θα πυρποληθούν.
Τα κορίτσια λατρεύουν με τα μάτια, την καρδιά και το ήπαρ, πολλές φορές στην κοιλάδα αυτή των δακρύων τους τυλίγονται στον άξονά τους, έχουν ζαλάδα πονοκέφαλο περίοδο, μυρίζουν όπως τα κωνοφόρα σε καιρό πολέμου, χαρίζοντας αστόχαστα κάθε λύπη τους στον αναιδή θρίαμβο της ζωής.
Η άκακη φλυαρία τους ένα φωτεινό ποίημα μέσα στο σκοτεινό δάσος, η γλυκιά τους σαχλαμάρα ως σοφή επίδειξη της άσκοπης περιφοράς μας κάτω από άστρα που πρόκειται να καούν κι αυτά μες στις σπειροειδής τους παραφωνίες, αγιάτρευτα θνητά σαν κολλιτσίδες πάνω στη μαύρη αρχή του παντός. Στη νύχτα που είναι το μέλλον μας.
Τα κορίτσια πολεμούν τη συμβιβασμένη μας αξιοπρέπεια, λύνουν τους γόρδιους δεσμούς που θρέφουν τις αρρώστιες, προσφέρουν ανάλγητους ερεθισμούς στην πολεμική ηλιθιότητα της αντρικής κυριαρχίας, ηλιόλουστες πάντα μας παρασύρουν στις νίκες τους.
Αντιπροσωπογραφία του Νίκου Ή Τα Καρουζέλ των Εξαρχείων
Εγκλωβισμένοι στα ιστορικά κέντρα των Αθηνών, εκεί που ο Σαρωνικός κι ο Θερμαϊκός γίνονται μια δαχτυλήθρα νερό, και τα κορίτσια αγοράζουν ποντικοφάρμακα απ’ τους λογοτέχνες, γράφοντας τη δική τους ξινή ιστορία τους μύθους που εξέπεσαν.
Συνδρομητής ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός, ο ρομαντισμός οι αγγλογάλλοι, ο Ντεμπόρ, η Ντέμπορα, οι μπίτνικς σα λούτρινα φιλαράκια των νέων που τραγούδησαν το φευγιό απ’ το σπίτι μα βρέθηκαν αγκαλιά μ’ έναν καινούργιο μπαμπά.
Λυγμοί φωτογραφίες χειρόγραφα στο φως μιας νύχτας με Σελήνη, χαρτοπετσέτες του Καρούζου και φανέλες του Κατσαρού, λύπες του Γκόρπα και οχληρά διαβήματα.
Άλλοι γίναν εκδότες των εραστών τους, άλλοι αποκτήσαν δια βίου φήμη ποιητού κάνοντας παρέα με αγίους, περιμένοντας τις αυτοκτονικές τάσεις της ομορφιάς να σώσει τον κόσμο.
Άλλοι ανοίξανε περίπτερα, καβαλήσαν καλάμια, φιλοτέχνησαν το μύθο τους με όση καλλιτεχνική απελπισία κατάφεραν να κλέψουν απ’ τον αντιγραφέα τους.
Όσα παιδιά κατέβηκαν απ’ τις εύπορες συνοικίες στο κέντρο θέλοντας να γίνουν κάτι, παρέα με τους φαντασμένους επαρχιώτες των αυστριακών Άλπεων, έσμιξαν με τους παλαβούς στρατηγούς, τις φίρμες που δεν ξέπεσαν στο υπαλληλίκι αλλά στη γλυκιά τρελή αλητεία.
Εγγράψαν τα διπλά τους ονόματα δίπλα στο Ελύτης και δίπλα στο Καρούζος και δίπλα στη ζεστή μουσταλευριά, φτιάχνοντας απ’ το τίποτα μια αδικαιολόγητη σκληρότητα ένα περίβλημα αυτολύπησης και αντιδραστικού ρομαντισμού, νομίζοντας πως αν αμολήσουν τις καλοθρεμμένες τους μουνόψειρες στα μούτρα μας θα κερδίσουν βραβείο ρετιρέ ή μια θέση στη μακάβρια επετηρίδα.
Μια αναρχία τόσο μικροαστική και μίζερη, τόσο θλιβερά πομπώδης εργαλειοποιημένη σαν εξόγκωμα ή σαν κακό σπυρί, όλο ιδιαίτερα γούστα, πιστοποιημένα λογοτεχνικά φρονήματα και σκυλίσιες χαρούλες πριν τις άγονες συντριβές.
Πίσω απ’ τα ωραία εξώφυλλα των Εξαρχείων η οσία Ματαιοδοξία μνημειωμένη γριά της αποτυχίας μας να γκρεμίσουμε το παλιό, της ανάγκης μας να διατηρήσουμε τα κληρονομημένα κουσούρια των ινδαλμάτων μας.
Άλλος κυκλοφορεί με τη χαρτοπετσέτα του Καρούζου ανεμίζοντας μεθυσμένα κολλυβογράμματα, άλλος με μπιλιετάκια του Ελύτη, πιστοποιητικά αριστείας υπογεγραμμένα απ’ τις αυθεντίες, απ’ τις περιώνυμες αυλές και τις σφιχτοκούραδες κολάσεις.
Γέροι πια, δυστυχείς και διάσημοι, μακριά απ’ τις λίμνες και τα ποτάμια, μακριά απ’ τη ζωή και την πέτρα, γέροι στο θρόνο τους και στα Εξάρχειά τους, ανθολόγοι της μούχλας, ανθολόγοι του μοναδικού τους εαυτού, χωρίς γνώση και έλεος.
Άδεια κιβώτια γεμάτα πόζες, συνδρομητές νοσταλγίας με τάσεις κανιβαλικές, Οφθαλμός αντί οδόντος, νοσταλγία δωράκια και αλλαξοκολιές.
Εργαλεία Μέθης Ή Τα Καλά Κακά
Ετούτα όλα, που τα λέμε τέχνες και γράμματα, δεν είναι παρά μια πλήρης άγνοια των νόμων της φύσης, μιαν άγνοια που εφευρίσκει το παιχνίδι για να μας κάνει να ξεφύγουμε απ’ την αμηχανία μας αφού, το τέρας δεν είμαστε εμείς, αλλά οι πατέρες του τέρατος, οι δημιουργοί μιας κερδοφόρας πλάνης, το μέλι της αναίδειας αλειμμένο στα πονεμένα κορμάκια που περιμένουν να ριχτούν στον Άδη κάτω βαθειά μιας και η μόνη συνειδητή εμπεδωμένη γνώση του θανάτου είναι αυτή που μας κατατρέχει, αυτή που μας διαπαιδαγωγεί ατελείωτα και μας κάνει όσο ανόητους χρειάζεται πριν πέσουμε στην αγκαλιά του τάφου, του μόνου εραστή, εκεί όπου η γαλήνη υπάρχει αλλά δεν νιώθεται, κάνοντας τα σπλάχνα να βλασταίνουν ετοιμάζοντας μια νέα συντέλεια, ένα νέο δρακόντειο πέλμα ματαιόδοξων απογόνων που θα κάνουν τις τέχνες τους όπως κι εμείς, σαν μικρά παιδιά θαυμάζοντας το δημιούργημά τους, το καλλιτεχνικό τους σκατό, συνεπαρμένοι και μεγαλειωδώς άναυδοι.
Να είμαι κάτω απ΄τα δάχτυλά σου ονειρεύομαι

Οι βάτραχοι διψούν και τα κοράκια πεινούν, και είναι αυτή η φωνή του φόβου που με συγκινεί και με ανατριχιάζει.
Νιώθω το υποσυνείδητό μου να καταβροχθίζει τις θρεπτικές ουσίες των μυστικών του.
Νιώθω τον αξιέπαινο οίστρο της μνήμης μου που ξέρει πως η σιωπή κερδίζει πάντα το παιχνίδι.
Κάνει κρύο και το κρύο φέρνει τεμπελιά.
Κάθε ενδοσκόπηση μοιάζει φυματική, καταρρέουσα, μια φθίνουσα ακολουθία επιθυμιών έτοιμη να τυλιχτεί στις εύγευστες λιποθυμίες του πνεύματος. Να γίνει ο σκόρος που θα βλάψει τα όνειρα, οι αγέλες των μέσα ζώων που ετοιμάζονται να ποδοπατήσουν κάθε ελεύθερο συνειρμό.
Καμιά ψυχή και κανένα βάθος ανεξάντλητο, παρά μόνο μια άδεια στέρνα που αντιλαλεί το στεναγμό και την τραγωδία.
Γουστάρουμε να γράφουμε για το τέλος της ιστορίας ή έστω γι΄αυτό το παρατεταμένο και ανησυχητικό λυκόφως.
Γουστάρουμε την καταχνιά, την έξωσή μας απ΄τη μήτρα, ξαναπαίζοντας το ίδιο έργο, αφημένοι σε μια ψυχική παλινδρόμηση, παραστρατημένοι μέσα στις ανεξάντλητες φαντασιώσεις των ονείρων και των συνειρμών, εκεί όπου υπάρχουν οι περισσότερες πιθανότητες για τις πιο αρχέγονες καταδύσεις.
Αναζητούμε αυτό το άγνωστο που υπάρχει μετά τη μήτρα, αυτό το κενό που περιέχει τα πάντα, ακόμα και την ίδια αυτή μήτρα απ΄την οποία ξεγλιστρήσαμε με πάταγο.
Αυτό το ιερό μουνί μέσα στο οποίο θέλουμε να εισβάλουμε ξανά και ξανά, αφού μας καλεί για να μας ευχαριστήσει, να μας βγάλει για λίγο απ΄το άγχος της γέννησης, απ΄τις προαιώνιες παγίδες της σκέψης, απ΄τη μαύρη μαγεία κάθε θεολογίας και κάθε φιλοσοφικής τύψης.
Αλλά, πως θα ξεφύγουμε απ΄τη σαγήνη της δαιμονολογίας όταν ο χρόνος ποτίζει διαρκώς την ανησυχία μας μέσα σ΄ένα παράξενο και τερατώδες τοπίο που δεν παύει να τροφοδοτεί με χίλιους τρόπους την φαντασία μας;
Πως θα ξεφύγουμε απ΄αυτό το φαουστικό εργαστήρι όπου κόλαση και παράδεισος συνυπάρχουν ως εξίσωση θανάτου;
Ποιά φόρμουλα θα κάνει τον χρυσό παλαιότερων εποχών να λιώσει στα χέρια μας αφήνοντας αυτή την εύπλαστη πολύτιμη σοφία να γίνει οδοντόκρεμα ή εξαφανισμένες ακροπόλεις μέσα στην καταχνιά;
Ονειρεύομαι αποκλειστικά εσένα ιερό μουνί. Να είμαι κάτω απ΄ τα δάχτυλά σου ονειρεύομαι. Να παλινδρομώ μέσα σ΄αυτή την ηδονιστική αποσύνθεση του Είναι, ζητώντας ολοένα νέες μορφές ύπαρξης μέχρι την τελική καθήλωση στον τάφο σου.
Η πρώτη μου αναπνοή ήταν αναπνοή χαράς, μιαν έκσταση απ΄ τη στατικότητα της μήτρας. Ήταν μια καλή ανάσα. Και η ανάμνηση μιας καλής ανάσας μπορεί να κάνει τη δυστυχία να μοιάζει σαν αυταπάτη.
Περί Αγάπης Ή καταβροχθίζοντας το ανίερο μήλο

Ω η αγάπη, αυτή η θεά που μεταμορφώνεται σε διάβολο με κόκαλα και κρέας, και πολλές φορές χωρίζεται απ’ τον άνθρωπο σαν ένα πλάσμα ιδιόρρυθμο, σαν ένα αφηρημένο τέρας μέσα στη μεγάλη ζεστή κοιλιά του συμφέροντος και της επιβίωσης.
Πάντα είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους, το μπόλιασμα με τον έρωτα, την απώλεια και την τρέλα, η κούνια που νανουρίζει το Μωρό Θάνατο, αυτό το μωρό που εγκυμονούμε υποχρεωτικώς απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε.
Δεν είναι θανατοκάπηλη η αγάπη, αλλά οιστρηλατημένη από τον φόβο του θανάτου, δόλια και μεγαλόστομη τσαχπίνα, ποιήτρια ανυπακοής και βίας.
Η αγάπη είναι το μεγάλο σφαγείο, ψάχνει την ευτυχία στην απουσία, παραμένει το άπειρο υγρό δάσος για κείνα τα πουλιά που δραπετεύουν απ’ τους κυνηγούς τους.
Η αληθινή της νίκη να πολεμά συνέχεια τους θριάμβους, να κοιτάζεται σε ραγισμένους καθρέφτες βλέποντας την κοινή απεραντοσύνη μας χωρίς εξουσία, χωρίς την κόλαση του πόνου που γίνεται φαρμακερή σφήκα.
Η αγάπη αυτό το δαρμένο σκυλί, αυτό το καταφύγιο της θλίψης, η παιδική μας ζωή, εκεί που πηγαίνουμε ξανά και ξανά για να βρεθούμε αληθινά με τους άλλους. Για να χαϊδέψουμε και να χαϊδευτούμε, για να φωλιάσουμε σε μια μαμά, σε έναν επινοημένο χρόνο του παρόντος, σε μια κόγχη στοργής, αρσενικά και θηλυκά με τη διπλή μας πείνα, έτοιμα πλάσματα πια να ξεφορτωθούμε τις προσευχές και τα ρούχα, τα χαλινάρια, τις παρεξηγήσεις, τις ευχετήριες κάρτες, τις θεομηνίες που πρόβλεψαν το χαμό μας.
Σχόλιο για τη γένεση των λυγμών

Αυτό, το να παραιτηθείς απ’ τη γνώση για να τη νοιώσεις-αφού δεν έχεις νιάτα και η ποίηση είναι τα νιάτα σου-διαβαίνοντας το δύσκολο δρόμο, θυσιάζοντας καθ’ οδόν αυτό που δεν πρέπει να λησμονήσεις ποτέ μέσα στην πολυμαθή άγνοιά σου.
Ακούγοντας το δαίμονα της μνήμης και της καρδιάς να ψιθυρίζει τον βακχικό ύμνο σε όλα τα όντα που χάθηκαν μες στην ανωνυμία, μεταξύ πόλης και φύσης, μεταξύ πλήξης και φθοράς.
Ονομάζω ποίημα λοιπόν αυτό που εκπαιδεύει την καρδιά, αυτό που επινοεί τον έρωτα για να κρατήσει ζωντανή τη ζωή, το καμίνι που φλογίζει την αδέσμευτη αυθορμησία, την ελευθερία να πάσχεις ενεργητικά αναπαράγοντας το προσφιλές ίχνος, αυτό το ίχνος που μνημονεύει εορταστικά την αμνησία και τον πρωτογονισμό, τη ζωώδη βλακεία και το σφαγείο του έναστρου ουρανού, εκεί που η υπαρξιακή μας χαύνωση βλέπει αρμονία και αγγέλους, φυσικούς νόμους και δυνάμεις θριαμβικές.
Να η πατρίδα μας το χώμα. Να η γη που μας κοιτάζει με τα δόντια της. Να ο ποιητής, ο θεός των μάταιων περιπλανήσεων, ο ματαιόδοξος που περνά λούστρο το μικρό του ανάστημα, ο πυρομανής που καίει βιβλιοθήκες.
Να η ποιήτρια σάρκα που προτιμά το γαμήσι απ΄το θεοσεβή φόβο, που περιφέρει το μέγα ερώτημα προσπαθώντας να μας μάθει πως να ξυπνήσουμε τη φύση που κοιμάται ανάμεσα στα λόγια μας.
Εμείς τα πιθηκάκια

Στην καλύτερη περίπτωση, προχωρούμε δοκιμαστικά.
Η ποίηση, ο ερωτισμός, το κοινόβιο, οι σεξουαλικές απευθύνσεις, οι ανθισμένοι κήποι, οι χορταριασμένοι τάφοι, τα λαμπερά νεκρά άστρα μάς συγκινούν και μας εξελίσσουν, μας οδηγούν στους αδιαπέραστους τρεμουλιαστούς βάλτους, στη σιωπή όπου η κόλαση οι παράδεισοι και τα καθαρτήρια δεν είναι παρά αιμομιξίες της φαντασίας και της συνείδησης.
Είναι η στιγμή που ο καθένας αρχίζει να παίζει το δικό του κομμάτι, η στιγμή που διώχνουμε μακριά τους δύσοσμους νεκρούς, που στήνουμε στον τοίχο τους διευθυντές ορχήστρας και την τυραννία της παρτιτούρας.
Και ετούτη η χαρά της δοκιμής, να βάζεις δηλαδή σε τροχιά ένα δικό σου δορυφόρο, αφήνοντας την τέχνη να ανθίσει στους δρόμους και να χαθεί με την επόμενη βροχή, μόνο και μόνο για να ανανεωθεί σαν μια διαρκής αναπαράσταση της Εδέμ.
Αρκετό καιρό τώρα τα βιβλία, οι πίνακες, οι μουσικές, οι ταινίες, σκέφτονται, βλέπουν, αφουγκράζονται, ζουν δηλαδή για λογαριασμό μας, επιβάλλοντας μιαν εξουσία από δεύτερο χέρι ανάμεσα σε μας και την αθωότητα της άμεσης ύπαρξης.
Μουσεία, ακαδημίες, αλυσίδες πολιτισμού, δεν είναι παρά νεκροτομία της επιβεβλημένης δόξας, μιας δόξας που μας φυλακίζει μέσα στη μικρότητά μας, κάνοντας μας ταπεινούς και απίθανα μικροσκοπικούς, σχεδόν νάνους φυλακισμένους σε ένα άσυλο εγωκεντρισμού, όπου η ψευτοζωή γίνεται ο χρυσός κανόνας και η εκφυλισμένη ανθρώπινη ανάγκη το εύφλεκτο καύσιμο της τραγωδίας.
Αυτί και Γλώσσα

Η ιστορία μιας πλάνης είναι η πραγματική μας ιστορία.
Οι πλάνες μας, δηλαδή οι ιστορίες μας είναι φανερό πως μας ανακουφίζουν όσο τις διηγούμαστε, έστω κι αν δεν βγαίνει τίποτε απ’ αυτό, το γεγονός και μόνο πως μας ακούνε με συμπάθεια και κατανόηση μας φτάνει.
Αν ζεις την πλάνη σου με φυσικό τρόπο ακούγοντας πουλιά και μυρίζοντας ηδονές μπροστά σε καθετί αμφίβολο και φοβερό είσαι διονυσιακός, αντιπεσιμιστής, τραγικός καλλιτέχνης.
Θες να μεταδώσεις την αισθησιακή φαντασμαγορία μιας άλλης ζωής, μιας επιστροφής στο χορό της τύχης και της αναρχίας αβάπτιστος από εξουσίες, πλάθοντας μύθους δηλαδή αλλοιώνοντας τη στυφή γεύση των άγουρων χυμών με την προϋπόθεση οτι δεν κυριαρχεί μέσα σου ένα ένστιχτο συκοφαντίας, υποτίμησης, ενοχοποίησης της ζωής.
Εκδικούμαστε λοιπόν τη ζωή που δεν είναι ζωή, παίζοντας με τη ζωτική μας πλάνη, φτιάχνοντας νέες μορφές μπροστά στο γκρίζο πρωινό, μπροστά στα χασμουρητά της λογικής το ξυράφι της φαντασίας.
Πως αγάπησα την Ιλιάδα

Η ευφυΐα της φύσης κάνει το σπάσιμο της φόρμας λαμπερό καρναβάλι, λιβιδικό καθρεφτάκι επιθυμιών άμυνας και αντίστασης, ευαγγέλιο σαρκασμού οσμών, συνειρμών κυριευμένων απ’ τον ίλιγγο μιας απίθανης αλαζονικής συμμετρίας, αέναα θηλυκής, αφού μπορεί να σπάει τα δεσμά του αναπαραγωγικού βιασμού-τέμνοντας το άγρυπνο σπλάχνο με τα σαλιωμένα δάχτυλα της χαρούμενης επιστροφής στο διονυσιακό παλμό της άσκοπης φύσης
Μουνί καπέλο

Ο Μητσοτάκης ήξερε απ’ την αρχή τι τον περίμενε. Τι μηχανή του στήσαν οι φίλοι μας οι Ολλανδοί, οι οποίοι ως πρώην μεταμελημένοι αποικιοκράτες έχουν ευαισθησίαι δια τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μάθαμε τι βρακί φοράει η κυρία Ολλανδέζα με το κόκκινο καπέλο, πόσο δύσκολη κλιμακτήριο περνάει και πως τρελαίνεται για τζατζίκι με σοκολάτα.
Είδαμε επίσης το ακραία νεοφιλελεύθερο κέντρο να συσπειρώνεται πίσω απ’ το πρωθυπουργικό κοστούμ, όλα τα άθενς μπόιζ και τα ριβιούζ οφ μπούκς να ξεπληρώνουν στα μητσοτάκια τις γάστρες και τα τεπαγιάκια της ζίμενς που εδαψίλεψαν ως δωράκια για τις διευκολύνσεις.
Λίγοι όμως απ’ τις γραφικές διαμάχες για το νευρόσπαστο μένος του κούλ Κούλη μπορούν να καταλάβουν γιατί εκνευρίστηκε ο ποιμήν.
Διαχρονικά λοιπόν ας πούμε πως απ’ τη δεκαετία του ενενήντα οι επαναπροωθήσεις -τουλάχιστον στον Έβρο-ήταν καθημερινή ρουτίνα εκ μέρους της πολιτείας, διότι αυτή διέταζε τους άβουλους στρατηγούς να ξαναστέλνουν πίσω τα γυναικόπαιδα και τους αιτούντες ασύλου.
Το ενενηνταεφτά έφαγα σαράντα μέρες φυλακή και άγρια κατσάδα μαζί με απειλές για στρατοδικείο διότι έβαλα μέσα στο φυλάκιο δίπλα στη σόμπα έναν μισοπεθαμένο Κούρδο-που πέρασε κολυμπώντας- το ποτάμι, δίνοντάς του κουβέρτες και φαγητό.
Είναι η πρώτη φορά που τόσο έντονα και τόσο κραυγαλέα μέσα στο πρωθυπουργικό μπουρδελάκι ακούγεται η λέξη ψεύτης.
Βέβαια δύσκολα θα ακουστούν λέξεις όπως πατριδοκάπηλος ή έμπορος όπλων
Γράμματα και αριθμοί Ή Τα βέλη των μοχθηρών αρχαγγέλων

Δέκα αριθμοί, εικοσιτέσσερα γράμματα, ένα τρίγωνο, ένα τετράγωνο κι ένας κύκλος παλεύουν να λύσουν το μεγάλο αίνιγμα του κόσμου.
Οι θρησκείες θα πεθαίνουν και θα παρακμάζουν μαζί με τους πολιτισμούς που τις γέννησαν, θα εκφυλιστούν σε σχηματικές τελετές και σε κοροϊδία λόγων δίχως νόημα.
Όμως τα Σύμβολα, οι λέξεις και οι αριθμοί, που γίνανε τα σφοδρά της εργαλεία, θα ζουν αιώνια, αφού η ομορφιά και η κομψότητά τους αντανακλά την αρχετυπική συνθήκη της θέλησης για ζωή, δηλαδή τη θέλησης για αθανασία.
Εμείς οι τρομαγμένοι πρίγκιπες ερχόμαστε πάντα αργοπορημένοι, βγάζοντας ήχους αμφιβολίας, δυσθυμίας και κόπωσης, φτάνοντας πολλές φορές να διαδίδουμε πως το να ζεις δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια μακρόχρονη αρρώστια.
Όμως οι αριθμοί, τα γράμματα και τα σχήματα στήνουν κάθε φορά τον πόλεμο εναντίον της παρακμής.
Γίνονται οι χτίστες και οι γκρεμιστές μαζί. Γίνονται οι νόμοι της διαλεκτικής που διαφθείρουν κάθε πλάνη, με όση ποιητική ασέλγεια επιτρέπουν στην τόλμη μας οι γκαστρωμένοι καιροί.
Μακριά απ’ την περιοχή της ηθικής και της θρησκείας, δηλαδή μακριά από κάθε κυριαρχικό σύστημα της συνείδησης οι λέξεις και οι αριθμοί αφήνουν στο κορμί του κοριτσιού τον έρωτα κι όχι την αμαρτία.
Μόνο οι λέξεις και οι αριθμοί μπορούν να ξεμπερδέψουν την αιτία απ’ το αποτέλεσμα, γελοιοποιώντας τα τεχνάσματα των θεολόγων και των υπασπιστών τους.
Μόνο οι λέξεις και οι αριθμοί μπορούν να κάνουν τη μεγάλη ανταρσία κι από φανταράκια της εξουσίας να γίνουν πυροδότες της επιθυμίας για ζωή, καρφώνοντας στην καρδιά το θρησκευόμενο δύσπιστο κτήνος που μας κληροδότησε ο αρχέγονος φόβος, η λάμψη του μαχαιριού και η πρώτη αστραπή.
Μόνο οι λέξεις και οι αριθμοί, ως διαλεκτικά συμφραζόμενα του αιωνίου και αδιάσπαστου χάους μπορούν να μας λύσουν τα χέρια απ’ τα δεσμά του Σκοπού.
Γιατί Σκοπός δεν υπάρχει, αφού όλοι είμαστε αναγκαίοι, κομμάτια του πεπρωμένου, όλοι ανήκουμε στο Όλον, είμαστε μέσα στο Όλον και δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να συγκρίνει, να καταδικάσει το Είναι μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έκρινε, θα μετρούσε, θα σύγκρινε, θα καταδίκαζε το Όλον.
Καμιά πρώτη αιτία και καμιά εξουσία. Η απάντηση όλων των αινιγμάτων είναι ο άνθρωπος, απέναντι σε κάθε προσταγή της ηθικής και της θρησκείας.
Απέναντι στην πλάνη της ψευδούς αιτιότητας, ένα λουλούδι σκορπά το άρωμά του, τόσο άσκοπα όσο οι έρωτες σκορπούν τα ανθρώπινα πλήθη στο συμπαντικό καρναβάλι της γέννησης και του θανάτου. Εκεί που το τραγικό και το γελοίο τα συντροφεύει η λογική στην αποκαθήλωση τους.
Εκεί όπου τα βέλη των μοχθηρών αρχαγγέλων σκοτώνουν την πνευματικότητα του γορίλα και της εξελιγμένης μαϊμούς, ανάμεσα σε λαίμαργους ανθρώπους, ανάμεσα σε τέρατα που κυνηγούν την επιτυχία και τη δόξα, ανάμεσα σε εφευρέτες μπιχλιμπιδιών και εραστές αστυνομικών σκύλων.
Ο ναζιστής και ο φασίστας καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται

Ο ένας κύριος κυκλοφορεί με τσεκούρι λέγοντας πως πρέπει να κρατήσουμε τις αυλές του Άουσβιτς καθαρές, ο άλλος κύριος καίει τούρκικες σημαίες και φωνάζει φασιστικά συνθήματα.
Ο ένας γίνεται υπουργός εσωτερικών και ο άλλος υπουργός υγείας.
Οι δυο κύριοι είναι οι ναζιστικοί θύλακες της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αν δει κάποιος τις υποθέσεις των δικηγορικών τους γραφείων θα καταλάβει πολλά.
Η σπέκουλα των δυνάμεων καταστολής με τις φασιστικές οργανώσεις προστατεύεται θεσμικά.
Η μπατσοδιανόηση ξέρει πολύ καλά πως τα πρώτα δοντάκια που θα βγάλει η τανάλια σε μια λαϊκή μαζική εξέγερση, αύριο μεθαύριο παραμεθαύριο, θα είναι των αξιωματούχων και των πραιτοριανών.
Η φλώρικη δεξιά του Μητσοτάκη αγκαζέ με το ακραίο νεοφιλελεύθερο κέντρο έχει ανάγκη τους σκληρούς μπράβους ώστε το μαγαζί να λειτουργεί απρόσκοπτα και αποτελεσματικά.
Οι ηλίθιοι φασίστες της πλέμπας δεν μπορούν να καταλάβουν-απ’ τα ισχυρά δηλητήρια που έχουν καταναλώσει-πόσο αναλώσιμοι είναι.
Η μισή κυβέρνηση άλλωστε είναι φιλοναζιστική. Η άλλη μισή κλείνει δουλειές με αμερικανογάλλους εμπόρους όπλων.
Η αντιπολίτευση περιμένει το σήμα του Βαρδή και του Βαγγέλα για να κάνει ντου στα χειμερινά ανάκτορα, δίνοντας καμιά δουλειά και στους δικούς της,-που παίζουν την μπαλάντα του τρίτου δρόμου-, περιμένοντας τον καπιταλισμό με το ανθρώπινο πρόσωπο να κάνει το θαύμα του.
Η αγορά αδιανόητων όπλων εν μέσω σαρωτικής πανδημίας θέλει πατρίδα θρησκεία οικογένεια να δουλεύει στο φουλ.
Χωρίς εθνικισμό και πατριδοκαπηλία οι έμποροι όπλων δεν σπάνε αυγά.
Τα παιδιά του λαού ήταν και θα είναι για την εξουσία φανταράκια που γαμούν χανουμάκια.
Όταν ένα διαχρονικό έγκλημα εις βάρος των δυο λαών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ονομάζεται αμυντική συμφωνία, δίνοντας το μεγαλύτερο κεφάλαιο του παραγόμενου πλούτου για μαχητικά αεροπλάνα που θα δολοφονήσουν αμάχους αν χρειαστεί, κάνοντας ήρωες δέκα μαλακισμένα που παίζουν βίντεογκέιμ με το τζόιστικ που τους χρυσοπλήρωσε ο χεσμένος κοσμάκης.
Η χούντα εκτός απ’ την αμερικανοκίνητη ζωτική πνοή-σχέδια Μάρσαλ και δε συμμαζεύεται-που νομιμοποίησε στον σβέρκο μας τον αμερικάνικο παράγοντα, ήρθε στην πραγματικότητα να πάρει τη ρεβάνς. Να εξοντώσει κάθε επαναστατικό στοιχείο που μιλούσε για ριζική αλλαγή του συστήματος.
Οι αγωνιστές πέθαιναν στα ξερονήσια και τις φυλακές και οι δεξιοί κάναν το σταυρό τους μην έρθει ο κομουνισμός.
Οι παπάδες αποδείχτηκαν πιο καπάτσοι αφού συνεργάζονταν με όλους.
Το Άγιο Όρος είχε ανοίξει τις αγκάλες του στο Χίτλερ με εμετικές επιστολές αγάπης προς τον φύρερ. Τον σωτήρα της ανθρωπότητας όπως τον αποκαλούσαν, αφού, θα καθάριζε τον πλανήτη απ’ τους κομμουνιστές και τους Εβραίους.
Το θεάρεστο ετούτο έργο το συνεχίζουν με σπουδή τα παιδιά και τα εγγόνια του ταγματασφαλίτη, αφού, οι φασίστες πλασάρονται ως ιδεολόγοι και η σαρωτική-μέχρις εξοντώσεως του διαφορετικού-βία που ευαγγελίζονται, πλασάρεται ως ιδέα και όχι ως εγκληματική πρακτική.
Το ξέπλυμα του φασισμού και του ναζισμού, για να μπορούν να λειτουργούν ανενόχλητα και ανεμπόδιστα ετούτα τα σκιάχτρα, το έχει εργολαβία η λεγόμενη συστημική δημοσιογραφία.
Δεν υπάρχει συστημικός δημοσιογράφος που δεν έχει χαϊδέψει τ’ αρχίδια του Κασιδιάρη και του Μιχαλολιάκου.
Απ’ τον ευτυχισμένο γεροντόπουστα Πρετεντέρη, γνωστή κοκότα της ομαδούλας Λαμπράκη, που κάθε Κυριακή στην ελεύθερη τηλεόραση-έτσι τη λέγαν τότε-είχε τη μισή ΕΠΕΝ στο πάνελ, έτσι για να ακουστεί και η άποψη των άλλων βρε αδερφέ, μέχρι τον Θεοδωράκη και το μνησίκακο πρόταγκον που ήταν τρέντι το κωλοχάιδεμα και η πλακίτσα με το γκρικ-φύρερ Μιχαλολιάκο λίγο πριν τις εκλογές.
Οι ναζί και οι φασίστες δεν πέταξαν ούτε ένα ευρώ για διαφήμιση. Η διαφήμιση ήταν τζάμπα. Προσφορά της επιχείρησης.
Οι καπιταλιστές σιχαίνονται τους φασίστες αλλά όταν τους χρειάζονται τους πληρώνουν καλά.

Φωτορομάντζο Σαρκαστικών Οδών
Η νεογέννητη λίμπιντο ξεπερνά όλες τις πιθανές καταστροφές. Όλοι όσοι αγαπούμε τους δρόμους και τη σατανική τους ομορφιά γεννάμε ευτελείς συνειρμούς, ημερολόγια, σημειώσεις κι άλλα ασυνήθιστα θαρραλέα ντοκουμέντα. Η θύελλα του δρόμου έχει ήδη εγκαθιδρύσει τους σπόρους της μέσα στο μυαλό μας. Ο δρόμος μας γλιτώνει απ’ τις υστερίες των κλειστών χώρων. Κι όπως μεγαλώνοντας αποκτάμε την υγιή και μετριοπαθή επίγνωση ότι ο γενετήσιος μηχανισμός συγγενεύει με τον οχετό, έτσι κι εδώ, στα απατηλά ρείθρα των δρόμων αποκτάμε τη βεβαιότητα πως η ζωή συγγενεύει με τον πόνο.
Όταν βγεις στο δρόμο διαπιστώνεις πως ο χείμαρρος των παράλογων εικόνων είναι τεράστιος. Πίσω απ’ τις λάσπες και τις εικόνες οι λέξεις. Πίσω απ’ τις λέξεις μια αριθμομηχανή γεγονότων, πραγμάτων και καταστάσεων. Ένας κλόουν, μια γάτα, ένα τροχόσπιτο. Η θέση και η άρνησή της, μαζί, σε πρώτο πλάνο. Ένα βάθρο γεμάτο φως και σκοτάδια, έτοιμο να σε καταπιεί και να το καταπιείς.
Ετούτα τα θέματα του δρόμου είναι θέματα διατριβής για ψωροφαντασμένους. Η αλήθεια τού δρόμου είναι ένας αλεξανδρινός στίχος, ένας ρυθμός που σηματοδοτεί την πρόσβαση στις νοστιμιές και τα πλοκάμια του βλέμματος.
***
Εδώ, οι άλλοι γύρω μου είναι παιδιά. Τώρα χαϊδολογούν τα τραύματά τους, αφήνουν το εφηβικό τους κάτουρο πίσω απ’ τους θάμνους ή στον τούρκικο καμπινέ ή στους άλλους τρομερούς βωμούς που θα συλήσουν οι διευθυντές λυκείου και οι δεσποτάδες.
Αυτός ο δρόμος δεν θα με κουράσει. Σίγουρα θα με αφήσει ευτυχισμένο, εξεγερμένο και συνεπαρμένο.
**
Ιδού η γοητεία του δρόμου. Μόνο ο τρελός, ο εραστής και ο ποιητής μπορούν να τον διασχίσουν.
**
Στο δρόμο είμαστε πάντα εξόριστοι δίπλα στους εξόριστους. Καθόμαστε δίπλα στα ποτάμια της Βαβυλώνας και θρηνούμε.
**
Τόσες παράξενες μυστικές επιθυμίες, κληρονομημένες ίσως απ’ τους προγόνους μου-όπως οι φτωχογειτονιές, οι στρατώνες και οι αντρικές λέσχες- ξυπνούν μέσα μου παιδικά όνειρα που παραπέμπουν στη νοσταλγία μιας χαμένης πατρίδας, τραγικής και ενθουσιαστικής, την οποία διαμόρφωσαν οι παράξενες ιερότητες της σεξουαλικότητας και της συνείδησης του θανάτου.
**
Αυτός ο δρόμος είναι πολύ γνωστός, έχω ξανάρθει εδώ. Αυτός ο δρόμος είναι τα γεννητικά όργανα και το σώμα της μητέρας μου. Είναι ένας τόπος χωρίς αμαρτία, χωρίς τύψεις. Μιλά τη γλώσσα των λουλουδιών, των οσμών και των γεύσεων.
Λέσχη Ανωνύμων Σκακιστών και άλλα βλέμματα

έργο της Μαργαρίτας Βασιλάκου
Δοκίμασα απαγορευμένους καρπούς, στρυχνίνη που με κερνούσαν απρόοπτα κορίτσια, κοινωνικά δράματα και μακρινοί αντίλαλοι.
Δοκίμασα τη σκακιστική άμυνα που δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από μια σφοδρή επίθεση. Κι αντί για τη λέξη έρωτας θα μπορούσε να υπάρχει η λέξη πλεκτάνη. Αφού η θεμελιώδης του έρωτα αρχή είναι ο τρόμος. Ο αστυνόμος που διορίζουμε εμείς για να συλλαμβάνει κάθε τόσο τις σκέψεις που θέλουν να γίνουν ύλη και σπαραγμός και χυσίδι.
Ο τρόμος δεν είναι καν ερώτημα ή απορία, αρχή η θεμέλιο, πόνος ή τύχη. Μια δόνηση είναι που δεν διαφέρει από τον τρόμο ενός πουλιού ενός σκορπιού ή μιας κότας. Δόνηση της σκέψης, αγωνία ή άγχος, καρποί της ρίζας που αναρριπίζει ο φόβος του θανάτου.
Ο τρόμος είναι σταματημένος χρόνος, η θανατόπληκτη στιγμή, που πηγάζει από τις μαύρες τρύπες, μέσα στους άπειρους κτηνώδης γαλαξίες, σ’ αυτά τα γιγάντια συμπλέγματα που δεν τα ενώνει τίποτε, καμιά αιτία μα η καγχαστική σύμπτωση.
Ακόμα χειρότερα η έλλειψη τρόμου θα μπορούσε να σημάνει μια χειρότερη καταστροφή. Αφού, αυτή η καρφίτσα του εντομολόγου μας τρυπά την καρδιά για να μας αφοπλίσει απ’ την κίνηση, απ’ το περιττό, αφήνοντάς μας έκπαγλα όμορφους ακίνητους σταθερούς σαν αγάλματα στο μουσείο της σαγήνης.
Ο τρόμος μάς κάνει και μοιάζουμε, μας κάνει και ζευγαρώνουμε. Νοιώθουμε περίφημα όταν ξυπνάμε στο κοινό κρεβάτι μας, όταν ο ένας ξυπνά δίπλα στην παρουσία του άλλου σε μια αδιάκοπη επαναλαμβανόμενη γέννα που συμβαίνει κάθε πρωί και μας κάνει να αισθανόμαστε τόσο οικεία, να έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία, περίπου δίδυμοι, να κάνουμε έρωτα σαν δυο παιδιά γλυκύτατα κι αιμομικτικά.
Ο λίγος τρόμος είναι έρωτας ο πολύς είναι πόλεμος. Οι αναλογίες υφαίνονται απ’ τη φύση μας που δεν εκτιμούμε και που όλο τη θάβουμε σαν να την προκαλούμε να βρικολακιάσει αφού σε κάθε θανατολάγνο πείσμα μας αυτή ξετρυπώνει μιαν άνοιξη ή έναν οργασμό.
Η αγάπη και ο έρωτας σαν μπλεγμένες ορολογίες, σαν ρίζες που στριμώχτηκαν μέσα στην ανυπόμονη καρδιά που για να ζήσει θέλει τροφή από όργιο, που θέλει ακόμα και τον περίλυπο όχλο των ζωντανών νεκρών να παίζει κρυφτό με τη σταύρωσή του.
Κανένα μυστήριο αφού, μόνο δια της υπερβολής μπορείς να κερδίσεις, όταν βγεις απ’ το παιχνίδι των συμβόλων, ανακαλύπτοντας τον πανικόβλητο εαυτό, το ποντίκι που κατανάλωσε όλο το ποντικοφάρμακο.
Να τι θέλω να πω ακριβώς. Ο έρωτας στην πραγματικότητα είναι μια πόλη μεταμφιεσμένων τεράτων που την κατοικούν όσοι δεν αντέχουν να κοιτάζονται στον καθρέφτη, να επενδύουν εικόνες στο ναρκισσισμό που στειρώνει, ποιος άλλος εκτός από ετούτα τα τέρατα αγαπούν τον κώλο και το μουνί σας κυρίες μου;
Κι εσείς αντράκια με τους σκληρούς πούτσους τι ποιητικά εικονοστάσια ξεχαρβαλώνετε τόσο επίμονα! Αχ ο πούτσος, το τρίτο πόδι και το πιο χοντρό δάχτυλο. Το στυλό που αδιάκοπα γράφει και μόλις τελειώσει συνεχίζει πάλι και δεν μπορεί ετούτη τη γραφή να τη δελεάσει-για να ακυρώσει έστω και μισή γραμμή-ούτε η ευσέβεια ούτε η γνώση όλη, μα ούτε κι όλα μας τα δάκρυα μπορούν να σβήσουν έστω και μια λέξη απ’ αυτά που έχουν γραφτεί.
Ο έρωτας, ο τρόμος, η αγάπη, το ανακάτωμα ακόμα και το αυγουστιάτικο καμίνι, υπονομευμένο κι αυτό απ’ τις απεριόριστες υποδιαιρέσεις του χρόνου.
Όλα τα πολλά που γίνονται ένα, μιαν αδιαίρετη μάζα βιβλική, ερωτογενής, ένας κόσμος που τελειώνει κι ένας κόσμος που αρχίζει.
Μια μεγάλη έκρηξη νέα που κυοφορείται, ένας υποχθόνιος πανζουρλισμός που δεν τον παίρνουμε χαμπάρι, μεσ’ στο μεθύσι της νωθρής λαχτάρας μας για αθανασία.
Ο έρωτας, η αγάπη, ο τρόμος, μας κρατούν αιχμάλωτους και σχεδόν θλιμμένους, μα αναπάντεχα ζωντανούς, προσφέροντας από μόνοι μας σουβενίρ τα παράσημά μας στους ερασιτέχνες συνανθρώπους μας.
Ποιήματα, αγκαλιές, ιερές αγελάδες και χωραφίσιους ψύλλους. Αφού, η ποίηση, δεν είναι ένας ήχος η ένας ενιαίος ρυθμός, αλλά ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος όπου μοιραία πρέπει να νικήσουμε τον εαυτό μας.
Καύσωνες χωρίς air condition

Ήταν νύχτα και ήταν μέρα. Ήμασταν οι τελευταίοι αλχημιστές. Δεν είχαμε ούτε τιμή ούτε λεφτά. Δίναμε τις μάχες διαβάζοντας φωναχτά το ποίημα και βάζαμε στη φαντασία φωτιά ξυπνώντας την ένταση και την παράνοια, τις ιδέες που ξέθαβε ο δούρειος ίππος της περιέργειας, αφήνοντας, όλες τις λεπτές αποφάσεις στην τύχη.
Οργισμένες γενιές σκόρπιες κι ασυνάρτητες μέσα στις μεταφυσικές βεντέτες του αμερικάνικου ονείρου, που έβαζε το φασισμό κρυφά απ’ το φωταγωγό, γιατί απ’ την πόρτα ίσα-ίσα που χωρούσε το χοντρό παιδί της Αμερικής, μπουκωμένο χάμπουργκερ και βιντεογκέιμ.
Οι μπαμπάδες του πωλητές αυτοκινήτων, τάπερ, βαρβιτουρικών, πρώην χίπηδες, μάγοι, εξορκιστές, πρώην κουλτουριάρηδες, πρώην επαναστάτες εκφυλισμένοι τώρα, καρκινώματα πρώτου μεγέθους, απορροφημένοι απ’ το κατεστημένο όπως η μελάνι απ’ το στυπόχαρτο.
Ανελέητη φαλλοκρατία με σημαία το δολάριο, ταξικές μηχανές ευνουχισμού του ορίζοντα, με την ελπίδα σαν παράξενο έκκριμα που αφήνουν οι μεταμφιεσμένοι χοίροι λίγο πριν ευνουχιστούν απ’ τη διοίκηση επιχειρήσεων και τη χαρούμενη επιστήμη του πλαστικού.
Κι άλλοι, αθώοι μέσα στη μπετονιέρα, αλεσμένοι με δολοφονίες προέδρων, Βιετνάμ, αντικομουνισμό και ψυχεδελικά ταξίδια.
Κι ένας σατανικός ρομαντισμός μαζί, ρετάλι της αγοράς που έκοβε το μουνί με το ψαλίδι για να το κολλήσει χαλκομανία στα καθρεφτάκια των ιθαγενών που πίστευαν στην πολλή δουλειά και την αδίστακτη προκοπή.
Το είδωλο του ιππότη των περασμένων εποχών που μαγάρισε ο Θερβάντες στέλνοντας τον Δον Κιχώτη να πολεμήσει την απελπισία τώρα γινόταν το προσωπείο του πολεμάρχη, του πολιτικού, του δήμιου, του παπά και του δικαστή.
Καρικατούρες της θεσμισμένης αλλοτρίωσης, θαμπωμένες απ’ το χνώτο της καστοριαδικής αυταπάτης και της ελευθεριακής φλυαρίας που το μόνο που τραγουδούσε ήταν ο αφοπλισμός και η ήττα του προλεταριάτου.
Άντρες που θέλαν να μοιάσουν στον πατέρα που γαμούσε κι έδερνε και κοιμόνταν δίπλα στο Νίτσε περιμένοντας το θάνατο του θεού απ’ τα πάνω.
Άντρες εθισμένοι στον ψυχολογικό πριαπισμό του πολεμιστή, ο καθένας μόνος του κι όλοι εναντίον όλων, αντίπαλοι με τη γυναίκα, αφού, μπορούσαν να την έχουν επί πληρωμή, καταλήγοντας σε θλιβερές παρτούζες και πολύμορφους βιασμούς κατακτώντας την καλύτερη μέθοδο αλληλοεξόντωσης των δύο φύλλων.
Η γυναίκα ήταν μια κόνιδα, μια ανεγκέφαλη κατσίκα, που γινόταν κι αυτή άντρας σιγά-σιγά για να επιβιώσει. Οι κώλοι, τα βυζιά, οι καμπύλες μεσ’ στην αποσβολωτική υπερβολή της ακατάσχετης προσφοράς, έγιναν ο έρωτας που προσφέρεται ως διαμελισμός.
Θυμάμαι τις σακούλες με την τεμαχισμένη Ζωή Φραντζή, την αντρική τιμή που σχετίζεται με το φόνο και λέει πως όσο κι αν σ’ αγάπησα καλή μου πιο πολύ την τιμή αγάπησα. Την ηδονή περί του να πηγαίνεις στον πόλεμο με το φίδι της ζήλειας στον κόρφο ταϊσμένο πλαστή ηθική και οδυνηρές απαγορεύσεις.
Μια μάζα από εικόνες εξωφρενικές, ένας θυμός για τις κάβλες που φύτρωναν κάνοντας τις στύσεις βασανιστικές, αφού ήτο αυτές οι δαντέλες κάθε περίλαμπρης αμαρτίας που με τραβούσε σε μια σπηλιά, όπου όλες οι φαντασιώσεις προβάλλονταν σαν σκιές.
Ο Αυγουστιάτικος ήλιος , ο ίδιος ήλιος που μας πετούσε τις καραμέλες του όταν ήμασταν άγουρα αντράκια, αθώα σαν υπνωτισμένα κουνούπια που ψάχνουν το αίμα, που οσμίζονται τον ερωτικό λήθαργο και την περίοδο. Αποβλακωμένα αρσενικά μες στο φύλο μας, αφού ξέραμε πως η Αθηνά γεννήθηκε απ’ το κεφάλι του Δία κι ο Χριστός απ’ το μουνί μιας παρθένας. Όλα γύρω διακόσμηση του μεσημεριανού γεύματος με θέα τη φωσφορίζουσα πηγή εικόνων και δακρύων.
Γυναικοκτονίες, παιδοκτονίες, κλειτοριδεκτομή, πνιγμοί, σφαγμοί, καταποντισμοί. Κι έπειτα ακούς να χτυπά στ’ αυτιά σου το ξυπνητήρι του ηθικολόγου πριν ο ένας φάει τον άλλον, πριν πεθάνει από ντροπή με μια πούτσα στο στόμα η Ιουλία Αλεξανδράτου, αλειμμένη σαν βούτυρο πάνω στα κότερα των μπαμπάδων της, σ’ αυτό το κατάσπαρτο με αιχμηρά διαμάντια φιστ φάκινγκ που λέγεται ζωή.
Ιστορίες του καύσωνος

Τα χείλη μου έκαιγαν και συχνά δάγκωναν τη γλώσσα μου. Ο καύσων με είχε σταυρώσει σε μιαν απόλυτα παθητική και μουρμουρίζουσα στάση.
Όντας ετοιμοπόλεμος ονειροπόλος ετοίμαζα εφόδια, σχεδίαζα επιθέσεις και αποβάσεις.
Τα αιδοία ήταν ακόμα θεάρεστες εικόνες κρυμμένες στα άδυτα των περιπτέρων κι η ματιά μου κολλούσε εκεί στο μέλι, δήθεν αδιάφορη αλλά τόσο λαίμαργη και νευρική, που μ’ έκανε να φαίνομαι σαν κάποιος αιμοσταγής ασύδοτος που περιμένει το σκοτάδι για να συλήσει τον πάνσεπτο τάφο.
Στα φιλολογικά καφενεία των μεγαλύτερων ερπετών, μάθαινα για το κυρίως ψητό, το κυνήγι της γκόμενας και τις επαφές με τις μυξοπαρθένες αλλά και τον οραματισμό της χήρας και της παντρεμένης, που θ’ άνοιγαν ξαφνικά τις μυστικές πτυχές τους σε μας τους νεαρούς καυλιάρηδες.
Το αιδοίο, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, παρέμενε ο χιμαιρικός και απαγορευμένος χώρος.
Σχεδόν σαν να ήταν ιερή νομοτέλεια, η μαλακία και ο ανθός της, συντρόφευαν την καθημερινή ικανοποίηση δια της τριβής, πρωτίστως εν φαντασία σκεπτόμενοι γαμικές κινήσεις κατά τις οδηγίες του παρασημοφορημένου αρχιμαλάκα της γειτονιάς.
Έτσι λοιπόν εν μέσω καύσωνος και καμπίσιας υγρασίας άρχισε η επίσημη σεξουαλική μου ιστορία.
Ποτάμια από σκέψεις και εικόνες. Ερεθισμοί και παλαβομάρες. Έξω απ’ τα χαμηλά παράθυρα που μύριζαν κρεμμύδια και μπάμιες, μελιτζάνες και ομελέτες, με την άκρη του ματιού ένα κρυφό και έντονο αίσθημα φούντωνε, βλέποντας το γυμνό κορίτσι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι να χαϊδεύει την κοιλιά και τις τριχούλες του.
Ένας βωμός σαν πρόσφορο οίστρου στο δρόμο προς την μαλακία.
Αφού η μαλακία υπήρξε φυσικό επακόλουθο του παιδικού ερωτισμού, η προσευχή των εφήβων από όλους τους καμπινέδες της οικούμενης, πάντα με το άγχος του μαλάκα μαζί, με τη ντροπή και το φόβο, αφού το γλοιώδες τούτο υγρό, το περίφημο ψωλόχυμα έβγαινε απ’ το μεδούλι της σπονδυλικής στήλης ακολουθώντας την παλιά ιπποκρατική άποψη, φοβούμενος ότι θα πάθαινα φυματίωση, αδενοπάθεια ή σπασμούς, ότι θα καμπούριαζα και θα ξεκούτιανα μα ιδίως πως θα μου ερχόταν μανιακή τρέλα.
Δεν ήξερα κι εγώ όπως και οι άλλοι έφηβοι πως η μαλακία συχνότατα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος έως βαθυτάτου γήρατος, κι όπως μ’ αυτήν αρχίζει ο έρως, έτσι και τελειώνει.
Με τη χαρά της αφθαρσίας λοιπόν μεσ’ στα μάτια σαν μεθυσμένοι έφηβοι και ειλικρινώς παρθένοι φαντασιωνόμασταν με ανάμικτα συναισθήματα φρίκης και ηδονής τις συνοικίες που τη νύχτα μονάχα ζουν με όργια και κραιπάλες.
Βλέπαμε οράματα όπως τα ζουλάπια βλέπουν τις λάμψεις μακριά στον ορίζοντα και τις καταιγίδες. Σκεπτόμασταν κορίτσια ν’ ανοιγοκλείνουν τα σκέλια τους μπροστά στις πόρτες των σπιτιών σαν μαστουρωμένες σειρήνες που προσπαθούσαν να μα πιάσουν απ’ τ’ αρχίδια.
Το σεξ τότε το χώριζε απ’ τον έρωτα ένα σκληρό παραπέτασμα.
Το σεξ ήτο μπορντέλο, βλεννόρροια, σύφιλη, βρωμιά και όλες οι πληγές του Φαραώ. Ο έρως απεναντίας ανήκε στις ουρανομήκεις εξιδανικεύσεις. Ασπασμός αγγέλων προς τ’ άστρα.
Αυτή του την πνευματική υφή μας ανέλυε ο κύριος Κασβίκης ο θεολόγος μας που εκτελούσε ακουσίως χρέη σεξουαλικού παιδαγωγού ξεπεταγμένος κι αυτός απ’ την τρυφή των κατηχητικών.
Την τελευταία σχολική μέρα του Ιουνίου έβγαλε τα κορίτσια το τελευταίο πεντάλεπτο απ’ την τάξη και αιφνιδίως κρέμασε στον πίνακα ένα μεγάλο χαρτί πάνω στο οποίο ήταν κολλημένες δυο φωτογραφίες.
Η επικεφαλίδα έγραφε με κεφαλαία Αυνανισμός ενώ ο υπότιτλος έγραφε Προ και μετά την Μαλακίαν.
Στην πρώτη φωτογραφία ένας νέος ωραίος, σφριγηλός και περίλαμπρος, ενώ στη δεύτερη ο ίδιος νέος αδυνατισμένος και καμπουριασμένος, με τα περίφημα καυλόσπυρα και τα μαλλιά ανασηκωμένα κατά τρόπο ανατριχιαστικό.
Η αναπαράστασις του κακού κούμπωνε τώρα πάνω στις αυτοερωτικές μας ασκήσεις.
Ο κύριος θεολόγος απεδείχθει πως ήξερε τι κάναμε όλοι στον καμπινέ. Ήξερε πως το καλοκαίρι θα προχωρούσε νωθρά για τις διαθέσεις της ηλικίας μας, γλυφό, περίεργο και ερωτικά κακοφορμισμένο.
Ο σφουγγοκωλάριος, κύριος Στέλιος Ράμφος

Αιώνια ζωή ή αιώνια ζωτικότητα; Το να διαλέξεις ανάμεσα στον ουρανό και σε μια γελοία πίστη, το να παραιτηθείς απ’ την αιωνιότητα ή το να αφοσιωθείς στο θεό είναι η παντοτινή τραγωδία όπου πρέπει να πάρεις κάποια θέση.
Ο παραλογισμός και το μεγαλείο συμπίπτουν, αφού η υποταγή στο καθημερινό γίνεται μια ηθική. Και η μεταφυσική, μπερδεμένη πια με τη φαντασία, ορίζει όλες τις όψεις, το μειλίχιο και φιλλαλόδοξο τρόμο, τον εφιάλτη και την αγωνία, την ξεφτισμένη άκρη των ανέμων της αγάπης.
Μόνο η μεταφυσική μπορεί να βάλει στη θέση του πάθους την αμαρτία, μετατρέποντας κατά σειρά τον αμαρτωλό σε μεγάλο αθάνατο εγκληματία.
Μόνο η μεταφυσική μπορεί να βάλει τον εργάτη να δουλεύει για τον καπιταλιστή.
Αυτή η εκλεπτυσμένη ρουφιάνα χρειάζεται υπαλλήλους, μα κυρίως πίστη. Η καλλιέργεια της ανάγκης για πίστη είναι η εξοικείωση με μια ψυχρή και δηκτική κακία που γιγαντώνεται , αφού, για να υπάρχει πρέπει να πολεμά την άλλη πίστη όπως κι εκείνη με τη σειρά της πολεμά αυτή την πίστη.
Η νεοορθόδοξη μαλακία ήρθε ασφαλώς να περισώσει τα τελευταία ξεφτίδια της λεγόμενης πίστης.
Ο διορισμένος και πολλά υποσχόμενος σημαιοφόρος της, ο φιλόσοφος και δημοφιλής σφουγγοκωλάριος Στέλιος Ράμφος, αμολιέται κάθε τόσο σαν σκυλάκι του καναπέ για να πείσει τους συγκαμένους αστούς να δουν την πίστη με άλλα μάτια.
Ένας ανατολίτικος προτεσταντισμός που μιλά για μιαν αόριστη αγάπη και μια εσωτερική πίστη που στο τέλος γίνεται εργαλείο θυσίας και αυτομαστιγώματος.
Απ’ τον τσελεμεντέ του βιβλικού λόγου ο πονηρός κύριος Ράμφος κρατά τα φρονήματα που χρησιμοποιεί ως υποπόδια η εξουσία για να οργανώσει το μαντρί.
Ο Ράμφος είναι πάντα έτοιμος ως ντενεκές να κάνει θόρυβο αρκεί να του το ζητήσουν. Είναι έτοιμος πάντα, μαζί με τις φιλοδοξίες του, να χαϊδέψει πατρικά το κατεστημένο, την κυβέρνηση, την αγορά, την αστυνομία.
Ο Ράμφος μιλά πάντα για τις χαμένες αρετές. Η αρετή της υπακοής, της ευσέβειας, της δικαιοσύνης.
Κάθε άνθρωπος λοιπόν για τον Ράμφο αποφασίζει να είναι καλός ή κακός. Είναι μια απόφαση αν θα είσαι ενάρετος ή όχι. Και για να πάρεις αυτή την απόφαση θα πρέπει να πιστέψεις. Μόνο αν πιστέψεις θα βρεις το νόημα. Η πίστη θα σε οδηγήσει στην αρετή.
Όμως η αρετή για τον Ράμφο είναι αδελφούλα του ιδιωτικού συμφέροντος, του ύψιστου ιδιωτικού σκοπού.
Αρετή διαθέτουν λοιπόν μόνο οι εφοπλιστές και οι πετυχημένοι, αφού η πίστη τους είναι αυτή που δημιουργεί τον πλούτο, αφού η πίστη είναι η προϋπόθεση να μετατρέψεις τα αναρίθμητα ιδιωτικά πάθη σε ζωτικό σκοπό.
Αρετή όμως διαθέτουν μόνο οι άνθρωποι της διαφθοράς. Διότι εξ ορισμού οι άνθρωποι της εξουσίας είναι διεφθαρμένοι. Και η διαφθορά είναι απλώς μιαν άσχημη λέξη για το φθινόπωρο ενός λαού.
Η πίστη για τον Ράμφο είναι σώσιμο του εαυτού, ενός εαυτού που βλέπει τη δωροδοκία και την προδοσία να φτάνουν στο απόγειό τους, επειδή η αγάπη για το Εγώ είναι τώρα πολύ ισχυρότερη απ’ την αγάπη για την κοινωνία.
Ο μισανθρωπισμός της νεορθοδοξίας καλλιεργήθηκε απ’ το σύμφωνο συνεργασίας που υπέγραφαν τα συμβαλλόμενα μέλη.
Οι λεγόμενοι οργανικοί διανοούμενοι και το σπουδαγμένο παπαδαριό.
Οι Σαββόπουλος Ράμφος Δοξιάδης και Σια, πήραν καλά λεφτά για τη δουλειά που έκαναν.
Έφτιαξαν σπίτια, αποκατέστησαν εγγόνια, πήραν παράσημα και χώρο στη λάιφο και την άθενς βόιζ. Σιγούρεψαν το λήμμα τους στη βικιπίδια εν ζωή και κοίμισαν ζεστά στην κούνια του το λαό ώστε να ονειρεύεται μόνο το υπερφίαλα γερασμένο εθνοτόπι, νοιώθοντας αυτή την ανάταση κι αυτή την περηφάνια που δεν σε αφήνει να ρίξεις ούτε μια μπουνιά σε τούτες τις υποκρισίες του εσταυρωμένου Εγώ.
Το ίδρυμα Θεοχαράκη να είν΄καλά. Και τα άλλα ιδρύματα, φυσικά.
Ας ανάψουμε λοιπόν ένα κεράκι και στους παλιούς. Τον Ωνάση, το Νιάρχο, τον Μπενάκη, τον Αβέρωφ, τον Παπαστράτο και πάει λέγοντας.
Μόνο εσείς Στέλιο Ράμφο, τα λέτε χύμα, αποδεικνύοντας πόσο σκατόψυχος είναι ο λαός και πόσο μεγαλόψυχοι οι ευεργέτες του.
Ιδού οι σουρεαλιστές, μηδέν προσποίηση μηδέν παρηγοριά

Οι σουρεαλιστές εμβολίασαν τη μοντέρνα τέχνη με τα σκοτεινά τους νοήματα. Χαρίσανε στα μάτια μας την αχειροποίητη μαγεία, άνοιξαν δηλαδή μια τρύπα στο κρανίο μας για να μπορεί η φαντασία να ξεμπουκάρει δίχως ενοχές.
Έκαναν πολλές φορές το θάνατο τελετάρχη του τάγματος χωρίς όμως να του δίνουν ρόλο στρατηγού. Ο έρως ήτο ο στρατηγός και το στρατήγημα. Γι’ αυτόν έγινε το ανακάτωμα της τράπουλας, για να κερδίσει η μέθη μια ντουφεκιά στο παγκόσμιο βασίλειο των θνητών. Για να κερδίσει η μάνα του διαβόλου ένα μονοπάτι που οδηγεί σε όλα τα μονοπάτια.
Η αλήθεια δεν είναι μια και μοναδική, αλλά ακούγεται το χτυποκάρδι της να χτυπά πάντα δίπλα σε κάποιο συμφέρον.
Η αλήθεια για τους σουρεαλιστές είναι η λαίμαργη ζωή και η απέραντη δροσιά. Τα πλάσματα που ξεγεννά το υποσυνείδητο. Το τυχαίο που μετατρέπει τις μικροσκοπικές σκέψεις σε αυθεντικά πεδία μάχης. Η λατρεία της ερωτικής διάθεσης και του ονείρου.
Αντίθετα με τον επιστήμονα ο οποίος ελέγχει απόλυτα κάθε στοιχείο της έρευνάς του ώστε να μπορεί να την επαναλάβει, οι σουρεαλιστές ρίχνονταν στα δικά τους πειράματα ξέροντας ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να τα επαναλάβουν με τον ίδιο ακριβό τρόπο.
Με τις απροσδιόριστες φόρμες τους οι σουρεαλιστές καλούσαν το θεατή να μπει νοερά στην εικόνα όπως μπαίνουμε “σωματικά” στον καθρέφτη, ολοκληρώνοντας τον πίνακα στο μάτι του νου.
Άντρες και γυναίκες λοιπόν, ανάμεσα στη γοητεία των ήχων που βγάζουν οι λέξεις από μόνες τους κι ανάμεσα στη γοητεία των υπαινιγμών, αδιάφοροι για τη δυσανάγνωστη αιτία, γράφουν ζωγραφίσουν και χορεύουν θυμίζοντας τους μεθυσμένους κότσυφες που μπλέκονται στα πόδια των γυμνών κοριτσιών που παίρνουν το λουτρό τους σε μια μικρή παραδεισένια κόγχη του παγκόσμιου σφαγείου.

Της πατρίδος μου η σημαία Ή Η σοβαρή Χρυσή Αυγή είναι εδώ

Ο όσιος προτζέκτορας υπήρξε προστάτης των φωτορεαλιστών. Η τεχνολογία υποβοήθησε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και μάζεψε λεφτά για το αφεντικό, που ήθελε νοηματική ακρίβεια για τη διακόσμηση των καθιστικών.
Κάθε εθνική επέτειος για να δείχνει νέα και δροσερή μακιγιάρεται με όση τεχνολογία της επιτρέπει να κρύψει τη μούχλα της.
Οι σημαίες και τα πρόσωπα των ηρώων της επανάστασης έγιναν το καθημερινό ψωμοτύρι του βλέμματός μας, αφού κάθε σελίδα και κάθε οθόνη έγινε όχημα μιας ανταγωνιστικής προπαγάνδας.
Ο φωτοαντιγραφικός ρεαλισμός εκβιάζει συναίσθημα και λογική, αφού, με όρους καλλιτεχνικής ευπρέπειας πάντα αναπαριστά αυτό που ήδη έχει μιμηθεί.
Ιδεολογικά ζητούμενα δεν υπάρχουν μιας και ο μεγαλοϊδεατισμός του εμπορικού κυκλώματος επιτάσσει την ανάγκη της εκτόνωσης απ’ την ανάγκη του προβληματισμού.
Η επέτειος είναι το μεγάλο εμπορικό κόλπο. Μια ευκαιρία για νέα γύρα του χρήματος με προστάτη τα ιδρύματα πολιτισμού και τις στέγες γραμμάτων και τεχνών.
Η ελληνική σημαία είχε και έχει την τιμητική της. Η τοποθέτηση της σε τελάρα και παραθύρια, σε τοίχους και στοκαρισμένες τάβλες απογείωσε τον εθνικιστικό μιθριδατισμό των καλλιτεχνών.
Ο λευκός σταυρός πότε παχύς γεμάτος πάστα και γρέζια και πότε λεπτεπίλεπτος φανερώνει τις λιβιδικές αναφορές και τα συμπλέγματα της παιδείας που κανοναρχείτε απ’ το βαθύ εθνικισμό της ελληνοχριστιανικής μπότας.
Οι καλλιτέχνες γίνονται οι τεχνίτες που μεταχειρίζονται αποκλειστικά και μόνο άριστα τα υλικά, αφού η διανοητική τους ακεραιότητα έχει εκχωρηθεί στην πατριδοκάπηλη προπαγάνδα. Καμιά κριτική μονάχα συναίσθημα. Κεράκια, λουλουδάκια, άνθη και μουστάκια τσιγκελωτά.
Εδώ η τέχνη κραυγάζει την αδυναμία πραγμάτωσής της, την αλλήθωρη στάση της απέναντι σε μιαν απάνθρωπη καθημερινότητα και σ’ έναν εμφιλιοπολεμικό βίο.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες υπήρξαν και μεγάλοι διανοητές. Το κυρίαρχο στοίχημα δεν είναι η αληθοφάνεια του συμβόλου αλλά η κριτική της πράξης.
Πόσο δύσκολο είναι άραγε να καταλάβουμε πως διακόσια χρόνια τώρα συμβαίνουν ιστορικά γεγονότα που αλλάζουν το κοίταγμά μας στα τότε πεπραγμένα; Πόσο δύσκολο είναι να θέσουμε ερωτήματα; Να τα φωτίσουμε πάνω σε έναν καμβά διαλεκτικής σχέσης με το μέλλον αφήνοντας τη συναισθηματική γλίτσα του στυλ: δεν θα υπήρχαμε δίχως αυτούς, δηλαδή του ήρωες.
Η άρχουσα τάξη ξέρει πως το σκατό του καλλιτέχνη θα καταλήξει στον τοίχο του σαλονιού της. Είτε ως σημαία σε κόντρα πλακέ θαλάσσης είτε ως ηρωική μουτσούνα φέρουσα περιπαθώς γυαλιστερό μύστακα.
Η τέχνη, η πατρίδα, ο άνθρωπος ως και το ευαίσθητο μάτι ακόμα, έγιναν εμπορεύματα.
Το κακό όμως δεν είναι αυτό. Το κακό είναι πως οι καλλιτέχνες καμώνονται πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κι αυτό τους κάνει αποκλειστικά και μόνο διακοσμητές, που βαθμολογεί το κοινό τη διακοσμητική τους αξία.
Η τάξη των τσιφλικάδων και των τοποτηρητών των Οθωμανών γιορτάζει την επανάσταση του εικοσιένα. Αύριο θα γιορτάσει το κιλελέρ και την αντίσταση.
Οι διακοσμητές και οι μπογιατζήδες είναι αυτοί που θα φρεσκάρουν την πρόσοψη της ερειπωμένης μας χώρας της εξαρτημένης απ’ τον αμερικάνικο παράγοντα και τον ανθρωποφάγο ιμπεριαλισμό.
Πόσο βρικολακιασμένες είναι άραγε ετούτες οι εκθέσεις, με την πλούσια καραγκούνα ως εθνική τελετάρχη, να ευλογεί και να ραίνει με δημόσιο χρήμα τα καρναβάλια μιας αδίστακτης τάξης.
Μετά τις σημαίες, τα κεράκια και τα μουστάκια σηκώστε τις φουστανέλες σας πατριώτες. Μπαίνουμε στην κόλαση.
Σαπούνι και νερό αντί για χημικό

Άλλο οι νόμοι άλλο οι κανόνες. Οι νόμοι είναι επιβολή οι κανόνες ανάγκη. Και επειδή η ανάγκη είναι ισχυρή, οι κανόνες είναι αυτοί που θα επιβάλουν την κατάργηση των νόμων. Την κατάλυση του κράτους και του άρχειν.
Τα φανάρια ρύθμισης της κυκλοφορίας είναι ένας κανόνας. Μια σύμβαση, μια συμφωνία την οποία αν δεν τηρήσουμε θα σκοτωθούμε και θα σκοτώσουμε, άρα θα σκοτωθούμε δυο φορές.
Κανένας δεν περνάει με κόκκινο για να μην πληρώσει πρόστιμο, αλλά γιατί κινδυνεύει. Ο κίνδυνος μας βάζει σε σειρά μας μετράει καμιά φορά με τα δάχτυλα τα παίδια κάνοντάς μας συνεργάτες για να τον ημερώσουμε.
Ένας κανόνας μας βοηθάει να επιβιώσουμε και να μη φτάσουμε στο κομφούζιο της αντιδραστικής βίας. Της φασιστικής μπότας που για να σε κάνει καλά πρέπει πρώτα να σε σκοτώσει.
Οι αστικές δικτατορίες επιβάλλονται και εξουσιάζουν μέσω των νόμων. Ο νόμος είναι το οξυγόνο τους. Άπειροι νόμοι περισσότερο ως σκιάχτρα μιας ανθρώπινης ανάγκης για χρήση των ενστίκτων έξω απ’ τη χαρτογραφημένη δυναμική των νόμων αυτών που δημιουργούν ηθική και ηθικολόγους.
Οι ηθικολόγοι, που είναι οι μεγαλύτεροι φασίστες, ηθικολογούν πάντα στο όνομα του νόμου αφήνοντας τον ίδιο τους τον εαυτό ως θλιβερό κριτή να συναρμολογήσει όλες τις κοινωνικές αρρώστιες που το εμπόριο ελπίδας ονομάζει ψυχολογικές.
Ο ηθικολόγος παραβιάζει τους κανόνες αλλά επικαλείται τους νόμους. Πιστεύει στον κτηνώδη ανταγωνισμό χωρίς κανόνες αλλά με νόμους. Γνωρίζοντας βεβαίως, πως, αυτός που κατασκευάζει τους νόμους αυτός μπορεί και να τους καταργεί.
Ο νόμος είναι δημιούργημα της ιστορικής στιγμής, κομμάτι της ταξικής διαιτησίας, ο κανόνας είναι συνεργασία και η τήρησή του θεμέλιο εμπιστοσύνης.
Μόνο στις συνελεύσεις και τα κοινόβια που δεν πουλάνε βιτρίνα λειτουργούν οι κανόνες.
Λίγοι πήραν χαμπάρι πως το Σάμερχιλ το σχολείο που ίδρυσε στην Αγγλία ο Νηλ είχε κανόνες αλλά όχι νόμους άρα και τιμωρίες.
Η αυξανόμενη δυσαρέσκειά του μπορεί να εντοπιστεί στις προσωπικές του σημειώσεις. Σε αυτές, περιέγραφε τον εαυτό του ως «τόσο Νιτσεϊκό ώστε να αισθάνεται υποχρεωμένος να διαμαρτύρεται ενάντια στο να διδάσκονται τα παιδιά να είναι ταπεινά και υποτακτικά.»και έγραφε ότι «προσπαθούσε να σχηματίσει μυαλά που θα αμφισβητούσαν, θα κατέστρεφαν και θα ξανάχτιζαν».
Και γι’ αυτό πολεμήθηκε λυσσαλέα απ’ το συντηρητικό αγγλικό κατεστημένο, αφού αναδείκνυε επιθυμίες προστατευμένες από κανόνες και όχι ανταγωνισμούς επιβεβλημένους απ’ τους νόμους που ράβονται μαζί με τα φουστάνια της βασίλισσας.
Οι μεγάλες κοινότητες που συμβιώνουν ελεύθερα στη φύση έχουν κανόνες.
Οι παστωμένοι στις μεγάλες πόλεις τρέχουν πίσω απ’ τους νόμους. Το τηλέφωνο του δικηγόρου είναι το φυλακτό στη φανέλα του θλιβερού αστού, που κάθε φορά που παραβιάζει έναν κανόνα ανάβει ένα χρυσό κεράκι στο ναό του νομικού μπολιτιζμού.
Ευσεβείς και βολεμένοι Ή όταν ο παπάς ευλογεί τις ετοιμόγεννες γουρούνες

Κάποιοι, λένε πως οι άνθρωποι είναι άσχημοι και κακοί. Συνήθως οι χριστιανοί κηδεύουν διακριτικά την ανθρώπινη φύση πνίγοντάς τη μέσα στην αυτολύπηση της προσευχής.
Φτιάχνουν έναν κόσμο άσχημο και κακό, γιατί πιστεύουν πως ο κόσμος είναι άσχημος και κακός αφού έτσι δίδαξε ο προφήτης, αυτός ο νεκρόφιλος σολίστας που νοσταλγεί μιαν άλλη ζωή.
Η λέξη πνεύμα όπως και η λέξη ψυχή μοιάζουν με βουρδουλιές πάνω στα χαζοπρόβατα, αφού με ποινική ακρίβεια ο ουράνιος εντολέας οδηγεί τους αμνούς του στην ιερή άγνοια.
Όπως όμως ηθικολογεί ο παπάς ηθικολογεί κι ο βολεμένος. Τι είναι άραγε το Σώμα μπροστά στην ψυχή; Αναρωτιέται ο πάτερ. Αυτό που παραγεμίζουμε απ’ τη μια τρύπα με τροφή βγάζοντάς τη από πίσω; Χυλός, αίμα και κόπρανα.
Τι είναι άραγε η ανάγκη των άλλων; αναρωτιέται ο βολεμένος. Όταν τα ρυθμίζει όλα το συμφέρον ο άνθρωπος καταντά μικρογραφία ανθρώπου, γελοιογραφία του εαυτού του.
Αρχίζει να υπερασπίζεται την αστική αρλούμπα που λίγο τον κολακεύει, λίγο τον προωθεί, λίγο τον αφήνει να αρέσει στον εαυτό του. Είσαι σπουδαίος μαλάκα μου, του λέει. Είσαι επιστήμων, καλλιτέχνης, έμπορος, εργολάβος, μηχανικός. Ο καθείς στο είδος του και με τις μικρές του φιλοδοξίες. Με τη δική του παρακμή αλλά κυρίως με τα δικά του λεφτά και τη δική του περιουσία.
Έτσι ο βολεμένος γίνεται εξουσιαστικός μαϊμουδίζοντας την εξουσία. Γίνεται κυνικός, αφού καταντά ένα ταξικό γομάρι. Όμως, στην ουσία του, δεν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του, κι όποιος δεν είναι ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό του, είναι συνεχώς έτοιμος για εκδίκηση κι εμείς οι άλλοι είμαστε τα θύματά του. Γιατί η θέα του άσχημου σε κάνει κακό.
Όσοι τα κατάφεραν ή όσοι νόμισαν πως τα κατάφεραν, εξεγείρονται εναντίον του αδύναμου, βρίσκοντας έναν τρόπο να εκφράσουν την ανωτερότητά τους, βάζοντας ανάμεσα στον εαυτό τους και στον άλλο την προσωπική τους μίζερη απεραντοσύνη.
Poems and Crimes, Ελληνικός οίνος και εκλεκτή γαστρονομία στο νέο μενού των εκδόσεων Γαβριηλίδης

Υπάρχουν άνθρωποι που τους λείπει η ψεύτικη παρηγοριά μιας καλής κουβέντας. Μιας κριτικής ή ενός ύμνου για τις πομπές τους.
Γράφουν ευαίσθητα ποιήματα ή στίχους ατημέλητους κάποιου μεσοπολέμου που πέρασε. Γράφουν αθώα και άσαρκα, περιμένοντας κάποια εταιρία λογοτεχνών να βραβεύσει την φρίκη της ανηφόρας προς τον πνευματικό Παρνασσό.
Περιμένοντας την ηθική μιας βολεμένης κουλτουριάρικης συμμορίας που λύνει και δένει στις εφημερίδες και τα περιοδικά να γρασάρει τα λογοτεχνικά άρβυλα του νεόκοπου ποιητού.
Όλοι ξέρουν στην πιάτσα του βιβλίου πως υπάρχει βαρύτατο τιμολόγιο για τους μη έχοντες τάλαντο αλλά αφειδώς διαθέτοντες τάλαντα.
Υπάρχουν άνθρωποι που πούλησαν χωράφια και διαμερίσματα, που έκαναν το σκατό τους παξιμάδι ή περίμεναν το εφάπαξ για να βγάλουν βιβλίο.
Ο Γαβριηλίδης υπήρξε πρωτοπόρος στην επί χρήμασι έκδοση κυρίως άπειρων ποιητικών συλλογών που πήγαν άκλαφτες σε αποθήκες και μαντριά.
Ο Γαβριηλίδης είχε όραμα, αγαπούσε το βιβλίο και τις καλές μεταφράσεις, το καλό κρασί και την πατζαροσαλάτα, τα ωραία κορίτσια και τα καλογραμμένα εγκλήματα. Πράγματα βεβαίως τα οποία θέλαν λεφτά, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε χρόνια τώρα ως καύσιμο του επιχειρηματικού του οράματος τα ψώνια.
Ξαφνικά ανακαλύψαμε πέφτοντας απ’ τα σύννεφα πως ο καλός καπιταλισμός καίει βιβλία. Πως οι ευαγείς τράπεζες πολτοποιούν τον ήδη αδιάθετο λογοτεχνικό πολτό.
Στην μικρή μας όμορφη χώρα πρώτα ψάχνουμε νταβατζή για να μας εκδώσει και μετά ανεβαίνουμε στο Λυκαβηττό, αγναντεύοντας τη χαβούζα της πραγματικότητας.
Το κόλπο είχε και έχει ως εξής. Από τρία έως έξι χιλιάδες ευρά για μια συλλογή- σήμερις αναφανδόν έχουν καταπέσει οι τιμούλες βεβαίως- παρουσίαση στο χώρο μας με ποτό καφέ ή μασάζ, 50 αντίτυπα δικά σου και τα υπόλοιπα εννιακόσια πενήντα περιμένουν στις αποθήκες το τηλέφωνο ενός βιβλιοπώλη που του εζητήθη το εν λόγω αριστούργημα.
Το αποτέλεσμα, να πουλιούνται άλλα 50 βιβλία και τα άλλα 900 να τα τρώει η μαρμάγκα.
Οι εκδότες όμως μεγάλοι ή μικροί, μικρομέγαλοι ή αγιάτρευτα πονηροί, έχουν σπουδάσει τη ματαιοδοξία στο πεζοδρόμιο. Οι περισσότεροι ξέρουν αλλά δεν το ομολογούν πως τα βιβλία που εκδίδουν είναι προϊόντα και τίποτε άλλο.
Ξέρουν πως με τα λεφτούλια τού πονεμένου συγγραφέως έρχονται γύρα φόροι και εφορίες, τυπογράφοι και γραμματείς, διακινητές και διαφημιστές.
Ο Μεταξάς έκαιγε τα βιβλία γιατί τα θεωρούσε επικίνδυνα-ο κουμμουνισμός ήταν τότε επικίνδυνος, αφού δεν είχε έδρες στη βουλή-, ενώ οι τράπεζες γιατί δεν έχουν που να τα βάλουν όταν έρθει η ιερή ώρα της κατασχέσεως.
Κανένας δεν χαρίζει τίποτε. Κι όταν τα πολτοποιεί βγάζει περισσότερα απ’ το να τα χαρίσει.
Μέσα σε δυο χρόνια τα συμβόλαια ρητώς αναφέρουν την πολτοποίηση για τα αδιάθετα. Είναι όρος των εκδοτών για να έχουν έκπτωση φόρου. Ας μη διαρρηγνύουμε τις κιλότες μας για το προφανές.
Αυτοεκδοθείτε λοιπόν, φτηνά και παστρικά. Δεν χρειάζεται με το ψώνιο σας να λαδώνετε ένα ολόκληρο εμπορικό κύκλωμα που η ιδρυτική του διακήρυξη αναφέρει ρητώς πως σας έχει για τα αρχίδια του.