Ω Λύπη!, πως νοστιμίζεις το ανθρώπινο κρέας

Ετούτα τα πλάσματα, που κρατούν ζωντανά τα τριαντάφυλλα, τις κάψες, τις μαστίχες και τους ήλιους, αντέχουν σε κάθε εκφερόμενη κρίση.

Συνεχίζουν να κατατρώγουν το χυλό της δόξας και της βαρβαρότητας.

Ο άνθρωπος μόνον ένα σκουλήκι της λύπης ο ίδιος, ένα μικρό ερπετό της δυστυχίας, έχει ανάγκη την τραγωδία. Η περηφάνια μας απέναντι στην εύκολη ζωή των θεών. Το βίτσιο μας να σπουδάζουμε τη δυστυχία. Να οξύνουμε το πνεύμα όταν σκάει η καρδιά.

Ω Λυπιού! ινδιάνα και γύφτισσα, κάθε τραγωδία είναι μια πράξη εχθρική, ένα σχεδόν απροκάλυπτο ανοσιούργημα. Γίνεται μόνο στο θέατρο. Στους υπονόμους με τα θηρία, στους δαιδαλώδους κήπους των Βερσαλιών, στα μικρά δώματα και στα μεγάλα παραστρατήματα.

Οι παλαιοί είχαν ακόμη την τραγωδία για να μαθαίνουν να υποφέρουν.

Σε μιαν άκαμπτη, απωθητική παράσταση του Lear, μπορώ να δω τα πρόσωπα του δράματος ακάλυπτα στην ασχήμια και τη μοναξιά τους. Ακίνητα και σκληρά το ένα πλάι στο άλλο, να τρέχουν στην απέραντη ερημιά της σκηνής.

Ω Αγία Λύπη! όταν υποφέρω γίνομαι ανυπόφορος, βουλιάζω με νου και σώμα.

Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αστυνομικοί σκύλοι και Κρέοντες.

Όμως ο ήλιος την αυγή με ξεγεννά ξανά και πάντοτε. Απ’ το θολωμένο υπόλειμμα του πνεύματός μου ξεπροβάλει ένα απρόοπτο χαμόγελο, μια στιγμή ειλικρινούς αναλαμπής.

Κι ο ήλιος υπερβολικά άγρυπνος δίπλα σε άλλους ήλιους, σε σωρούς δίπλα από άλλα μαύρα αποκαΐδια, μας θέλει γυμνούς, υγρούς, αλαφροΐσκιωτους.

Μωρή κοντούλα λεμονιά, μπαρουτοκαπνισμένη!

Η λεμονιά του κήπου είναι γεμάτη καπνιά. Μια μυκητολογική μαυρίλα, ένα ξέσπασμα. Μελίγκρα και ψώρα. Ίσως ο εσπευσμένος αντίλογος και η χέρσα συνείδηση της φύσης.

Ίσως το κακό το ριζικό, ίσως η ελαφρά πεισματωμένη υποχώρηση των ερωτικών ζωνών, η σφαγή των ινδιάνων και τα μελιτώδη εκκρίματα των καπιταλιστών.

Η κερδοφορία εκδικείται Κύριε Επίκουρε του κήπου.

Ο χριστιανός βλέπει μαύρο το μέλλον της ανθρωπότητας. Άραχλο. Προσεύχεται για να τη βγάλει καθαρή μέχρι τον παράδεισο.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε μειονεκτικός, μια μηχανή, ένας τραγέλαφος.

Η βαρβαρότητα της ατομοκρατίας Κυρίες μου, που πίνετε απ΄τα χεράκια μου φυσικό χυμό πορτοκαλιού, στημένου με ευλάβεια, αφού πρώτα σαπούνισα τους καρπούς, ξέβγαλα τη μαυρίλα, στάθμισα τις άκαμπτες αντιφάσεις.

Ο διαφημιστής βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας ρόδινο. Ο σύγχρονος άνθρωπος προοδεύει. Τι κι αν μαυρίζουν και θλίβονται οι καρποί, έχουμε έξυπνη σκούπα, ρουφήχτρα των μολύνσεων και των εκζεμάτων, έχουμε αλοιφές για τον έρπητα, την λαγνεία, το σοδομισμό.

Όμως ποιος είμαι Κύριε Επίκουρε; Ο επίμονος κηπουρός ή ο ανώνυμος απαισιόδοξος; Ο ξερακιανός ή ο στρογγυλός; Ο υποχόνδριος ή ο άνθρωπος των απολαύσεων; Ο ασκητής ή ο επιπόλαιος;

Υπήρξα ζαβός και ένθερμος αναχρονιστής. Είχα και τη θλίψη μου.

Κύριοι Σκυλόσοφοι του Αιγαίου. Από παιδί παραστρατούσα στην ονειροπόληση μπας και καρφώσω το διάβολο της αδιαφορίας στην καρδιά.

Κύριοι Σκυλόσοφοι της ηδονής, πλατωνιστές και αριστοτελικοί, επισκεφτόμαστε συχνά το εργαστήριο του μοριακού μας βιολόγου, για να διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι όντως μπορεί να παραχθεί η χίμαιρα που ονειρευόσασταν τότε.

Υπάρχει λοιπόν αγαμική αναπαραγωγή. Τεχνική νοημοσύνη. Άλμα στο μέλλον.

Πρόκειται για το εγώ και το ετεροχρονισμένο δίδυμό του. 

Συσσίτιο στον Κολωνό

Για να υπάρχουν υιοί λυτρωτές, σημαίνει ότι υπάρχει και πατέρας που πρέπει να διασωθεί.

Γύρω γύρω εδώ, τριγυρνάνε κλέφτες και κλεφτρόνια, γλιστρώντας ανεπαίσθητα όταν ξυπνάει το τέρας, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής.

Πάνω στην πλατεία μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, αγγελιοφόροι των Ισπανών θαλασσοπόρων που είδαν το ξαπλωμένο λιοντάρι να βρυχάται, κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, προσμένοντας το συσσίτιο ή την ευλογία της παρουσίας του θεανθρώπου.

Κυρίες ταγμένες στον Κύριο και άλλες πιο δραστήριες, της κλαδικής, μοιράζουν σήμερα, φάβα με σαλάτα λάχανο-καρότο, ένα μικρό κομμάτι κέικ βανίλια συσκευασμένο, προϊόν μιας βαριάς γερμανικής αλυσίδας.

Όλοι μαζί μπορούνε. Οι πλούσιοι αγαπούν τους φτωχούς, αφού τους συντηρούν για να υπάρχουν, αφού ο πλούτος είναι ο ευλογών, ο αγιάζων και τρέφων τα σύμπαντα.

Όλα αυτά μοιάζουν περιέργως, με εκείνο το αρρωστημένο, παρανοϊκό, ιακωβιανό θεατρικό έργο που πήγα να δω την περασμένη βδομάδα. Με την αιμοσταγή βροχή του Κεφαλαίου, καθώς το τηλεοπτικό κοινό ευφραίνεται απελπισμένο, αισθησιακά εξαντλημένο, απροετοίμαστο-ολίγον τι οδυνηρά-για την άβυσσο του εμφυλίου που περιμένει.

Μια ποιήτρια δεν ήθελε κάποτε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι δίπλα σε μιαρούς σκύλους. Δίπλα στο Ισλάμ. Ας μείνουν στη χώρα τους να παλέψουν, λέει ένας χριστιανός καφετζής, ένας συμπαθής ραδιούργος που έχει κρυφές σχέσεις με δυσαρεστημένους Έλληνες πατριώτες, της πατριωτικής δεξιάς, όχι της μούφας.

Ο δήμος έχει φέρει και χημικές τουαλέτες για να μη χέζουν στα πάρκο πίσω απ’ τους θάμνους. Εκεί είναι ο χώρος για τα σκυλάκια που προαυλίζονται, για τα ραντεβού με τα βαποράκια, για το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία.

Εδώ κάτω απ΄την πίσσα και τα τσιμέντα, τα τυπογραφεία και τα μπουρδέλα του Κολωνού, το αρχαίο κλέος άγριο θαμμένο κάτω από σπέρμα και κλάμα, κάτω από μικρά πολύχρωμα παράθυρα, μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χωροχρόνου, σε σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, σε κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδρους του Λιβάνου, μελαμψά υγρά μάτια προορισμένα για νέους ιδιοκτήτες.

Μια γριά γυναίκα στέκεται μπροστά στο Ναό του Εσταυρωμένου. Με έδιωξαν από τον Οίκο του Θεού, φωνάζει δυνατά, γιατί δεν έβαλα την μάσκα! Αλλά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος που την είχε στο πηγούνι δεν ενοχλούσε. Και φυσικά αφού περίμεναν να ρίξω τα λεφτά στο παγκάρι, αλλά χωρίς να με αφήσουν να ανάψω το κεράκι!

Πριν πολλά χρόνια, πριν να έρθουν εδώ όλες οι φυλές του Ισραήλ, ένας διάκος δολοφόνησε τον καλό αρχιεπίσκοπο Μεγάρων και Γεράνειων Όρεων, βάζοντας δηλητήριο στα πόδια του σκηνώματος του Αγίου Ναρκίσσου, τα οποία πόδια, ο καλός ποιμήν, συνήθιζε να φιλά κάθε Κυριακή στη Λειτουργία.

Ιδιότητες του οπίου

Αποτέλεσμα εικόνας για κολαζ opium art

Αυτός ο γέρο-μπάτσος, καλοστεκούμενος και γερακίσιος, πίνει το κατασχεμένο όπιο, νιώθει ένα κύμα στον καβάλο, μια γλυκιά σιδερένια γεύση σαν αίμα, δαγκώνει ένα δαμάσκηνο κι ένα παξιμάδι από σκληρό αλεύρι. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σ’ ένα όνειρο πριν κοιμηθεί αλλά βλέπει πάλι αυτή τη δαμασκηνιά που της έφαγε το δαμάσκηνο, ψηλή με όμορφα κλαδιά και άσπρα λουλούδια. Αλλά χωρίς καρπούς. Ακούει το νιαούρισμα μιας γάτας. Βλέπει το φεγγίτη πάνω απ’ το κεφάλι του να ανοίγει αργά-αργά κι απ’ την τετράγωνη τρύπα να ξεμπουκάρει η κάννη μιας καραμπίνας που σημαδεύει κατευθείαν το μέτωπό του. Μα δεν προσπαθεί καν να κουνήσει το κεφάλι, αφού απ’ την τρύπα της κάννης γλιστρούν μεγάλα ζουμερά και δροσερά δαμάσκηνα που γεμίζουν το στόμα του με καρπούς.

Ταλκ

Αποτέλεσμα εικόνας για pop art τσουναμι

Θυμάμαι την περιοχή Βαράσιον Κέρας κοντά στο Λόπε, τη χρονιά που ένα παλιρροϊκό κύμα έπνιξε κόσμο. Ένα χωριό που μάλλον τώρα δεν υπάρχει στο χάρτη. Έγραφα τότε για την τοπική εφημερίδα ρεπορτάζ καταστροφών ανά τον κόσμο κι εκεί είχα βρει έναν μικρό παράδεισο από φυσικές καταστροφές. Ίσως η λάβα, ένα ηφαίστειο θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να συμπληρώσει τη βιβλική εικόνα από ανθρώπινα μέλη και αντικείμενα που είχαν εκσφενδονιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάθε καταστροφή έχει μέσα της ένα μεγαλείο ανθρωπιάς αλλά κι ένα ένδοξο πεδίο γελοιότητας. Η Νάντια Ναζωραίως, μια γυναίκα κοντά στα σαράντα, σύζυγος του τοπικού κηδειάρχη έντυνε τον τελευταίο πεθαμένο της προηγούμενης μέρας με τα γαμπριάτικα του τάφου. Αδιάφορη μέσα σ’ ένα σκοτεινό κρύο δωμάτιο άπλωνε το ταλκ πάνω στο δέρμα του νεκρού. Καλλώπιζε αυτή την παγωμένη σάρκα που δεν φαινόταν να έχει πάνω της κάτι ζωντανό. Ήταν εφτά το απόγευμα όταν η Νάντια γύρισε τον πεθαμένο μπρούμυτα τραβώντας το σεντόνι με δύναμη. Άρχισε να ρίχνει ταλκ ανάμεσα στους γλουτούς. Ο πεθαμένος κώλος φαινόταν ασάλευτος και δια παντός νεκρός. Η Νάντια Ναζωραίως έριχνε την τελευταία δόση ταλκ στα οπίσθια του νεκρού όπως ρίχνει κανείς ζάχαρη άχνη πάνω απ’ τη βασιλόπιτα. Ξαφνικά ακούστηκε μια πνιχτή πορδή να βγαίνει απ’ τα έγκατα του νεκρού εκσφενδονίζοντας πάνω στα μούτρα της Νάντια Ναζωραίως όσο ταλκ υπήρχε γύρω απ’ την αμέριμνη νεκρή κωλοτρυπίδα. Η Νάντια έτρεξε αναστατωμένη στον καθρέφτη βλέποντας το πρόσωπό της πασαλειμμένο πούδρα, σκεπτόμενη πως τούτο είναι ένα σημάδι ή ένα μήνυμα απ’ τον κόσμο των νεκρών. Αφού ο πεθαμένος κατάφερε να την κλάσει στα μούτρα, σκέφτηκε πως όλα μπορούν να συμβούν. Στις εφτά και είκοσι τρία ακριβώς ένα εκκωφαντικός θόρυβος σκέπασε τα πάντα. Ένα τεράστιο κύμα έσκασε με δύναμη πάνω στο μικρό ψαροχώρι κοντά στο Λόπε. Το νερό έσπαγε τζάμια και σκεπές με δύναμη εκσφενδονίζοντας τους ανθρώπους στον ουρανό σαν βεγγαλικά.

Σκρόφα αιωνιότητα

◀Loui Jover▶

Σας ξέρω αντιφάσεις, κι έρχομαι σε σας με ατόφια αισιοδοξία. Ετούτοι οι κεραυνοί σας πάσχουν από άνοια. Ο ηλεκτρισμός τους λέει βρώμικα ανέκδοτα, φωτίζει τα πρόσωπα και τις κοιλιές μας. Τα πόστα των εραστών. Την παστάδα που φιλοξενεί το λήθαργο και τον εφιάλτη. Τα δόντια που αφήνουν τις λέξεις στο φοβερό τους παρελθόν. Τα δόντια που δαγκώνουν ένα μαντολάτο στο γαμήλιο γλέντι, κοιτώντας λευκά φουστάνια. Τα ρουθούνια που τραβάνε άγριες ρουφιξιές μυρίζοντας κολόνιες και κώλους που περνάνε δίπλα. Μυρίζοντας μουνιά και ναυτικά φυλλάδια. Πιο πολλά μαθαίνεις για κάποιον μιλώντας του παρά ακούγοντάς τον. Γι’ αυτό σου γράφω αναιδεστάτη σκύλα. Δεν σε χαϊδεύω. Δεν σε αγγίζω. Σκρόφα αιωνιότητα. Δεν έχω καμία όρεξη να σε κολλήσω αρρώστιες. Να σου περάσω τη θνητή μου χλαπάτσα.

Ναφθαλίνη

Σχετική εικόνα

απόσπασμα από το βιβλίο: Ναφθαλίνη και άλλα μικρά πεζά

    __

Το διψασμένο στόμα της γης ρουφούσε τη βροχή και τα κάτουρα των ζώων.

Ένα μοιραίο αντάμωμα λέξεων στο μισοσκόταδο, ένα πιθάρι από παρορμήσεις ραγισμένο σαν ηφαίστειο, έτοιμο να σπάσει και να ξεχειλίσει.

Έτοιμο να βρει πρόθυμες γλώσσες να ερωτοτροπήσει, να μαγκώσει τα ζυγωματικά και τα κόκκαλα στα μάγουλα, χωρίς καμιά κολακεία, χαϊδεύοντας τα μαλλιά που είναι στο χρώμα του ήλιου, ξαναβλέποντας το πορφυρό στόμα να γελά και την ομορφιά να στάζει το φαρμάκι της πάνω στο ασπράδι του ματιού.

Βλέπω τους μελαγχολικούς να πεθαίνουν από υπερβολική δόση χρόνου, να πίνουν γουλιές νερό απ’ το λαστιχένιο μαρκούτσι της βρύσης, με το στόμα ανάποδα και τα μάτια να κοιτούν το ταβάνι, αποβλακωμένα μες στη λεπτή μωρουδίστικη σάρκα τους.

Βλέπω τη λεκάνη της τουαλέτας, την τρύπα της ξεχειλωμένης εισαγγελέως να περιμένει τα λαχταριστά εδέσματα της παραιτημένης σάρκας.

Είμαι ο αρχηγός του κόμματος των αγριεμένων. Των τραγόμορφων και των κιτρινιάρηδων. Των βλαμμένων που λάμπουν μες στα σακατιλίκια τους. Των κάθε λογής μαγαρισμένων και γαμημένων.

Των πλασμάτων που έρπονται ως κολοβακτηρίδια του μεγάλου ηλιακού πρωκτού, περιμένοντας το ζεστό αυγουστιάτικο αέρα και την αμμωνία.

Γέροι που θυσιάζουν το γέρικο ξερακιανό τους κορμί κάτω απ’ τις ρόδες του τελευταίου γαμησιού.

Ζεστοί σαν σακατεμένα έντομα και παγωμένοι σαν τον καρκίνο.

Γυναίκες που έχουν κάτι ζουμιά σκέτο δηλητήριο. Μοναχικές. Έτοιμες να σκάσουν σαν βόμβες.

Κορίτσια και αγόρια σκαρφαλωμένα πάνω στις ψωλές των παιδόφιλων, των αρχιεπισκόπων, των υπουργών παιδείας, του αγιοβασίλη και του Ιησού.

Ατροφικές νοικοκυρές που έχουν χώσει τη μούρη τους στο πλυντήριο, σκαρφαλωμένες στη φαντασία τους, όπως οι αλανιάρες κότες πάνω στους τσίγκους που κοιτούν την αυγή.

Καλλιτέχνες που λατρεύουν μουνόψειρες και κωλοτρυπίδες, γελοίοι μες στο βουβό τους δράμα, μεταξύ ζώσας και νεκρής ύλης περιμένουν την αιωνιότητα, εξακοντίζοντας την παχύρευστη ρεύση τους στο βάθος χιλίων ροδαλών μουνιών, λείων σαν τα κοχύλια της ερωτικής προϊστορίας, νιώθοντας το ευφρόσυνο γδάρσιμο απ’ τις τρίχες της ήβης.

Να μια μικροκαμωμένη και στεγνή μελαχρινή, με μαύρα μάτια και μαλλιά κολλημένα στο κεφάλι, με μια αγορίστικη χωρίστρα στον κρόταφο.

Μια μικρή γύφτισα που περιμένει έναν κύριο στην άκρη του γκαράζ. Σε μια γωνία, όπου οι γιγάντιες βελανιδιές συναντιούνται με τα κυπαρίσσια των βάλτων.

Στη γωνιά της πίπας, όπου τα μάτια σχεδόν ξεφυτρώνουν απ’ το πρόσωπο και τα χείλη γεμάτα αφρούς περιμένουν το γαμψό νύχι τους αρπαχτικού.

Κι αυτοί οι κύριοι που ξαναβρίσκουν ξανά τις δυνάμεις τους, ξεκαβλωμένοι πια, πέφτουν με ορμή πάνω στην κοιλιά του γυμνού κοριτσιού, και γεύονται πρωτοφανείς απολαύσεις, χάρη σ’ αυτόν τον κατατρεγμό, σ’ αυτόν τον πανικό του ανθρώπου που σπαρταρά και τρέχει να χωθεί μες στη αισχρότητά του.

Theatrum diabolorum

Σχετική εικόνα

Ως διαβολικός και διαβολεμένος μπορώ να επιβεβαιώσω την επίσημη καταμέτρηση των διαβόλων.

Η πιο σπουδαία δαιμονολογική συλλογή που δημοσιεύτηκε στον προτεσταντικό κόσμο είναι το Theatrum diabolorum, το αντι-σωτήριον έτος 1569, ένας τσελεμεντές διαβολικής μαγειρικής εφτακοσίων σελίδων, στον οποίο αντιμετωπίζονται όλες οι όψεις της δαιμονολογίας.

Οι διάβολοι της βλαστήμιας, του χορού, της λαγνείας, του κυνηγιού, του ποτού, της τυραννίας, της τεμπελιάς, της υπερηφάνειας ή των τυχερών παιχνιδιών τρυπώνουν σαν παραδείσια πουλάκια μέσα στη μάσκα του κενού.

Ο παλαβιάρης διάβολος με τη διουρητική του λεμονάδα, οι μοναχικές κυρίες και τα αχτένιστα ζευγάρια με τα λυκοστόματά τους ρέουν και σαλεύουν ραντισμένοι με κόλλα και ασβέστη της δουλειάς.

Πνεύματα δίχως πνεύμα, που χοροπηδάνε σαν ακρωτηριασμένοι πίθηκοι γύρω απ’ τα ψηλά καμπαναριά και τα ιερά πελεκούδια κάτω απ’ τους γύψινους αθώους αγγελικούς φαλλούς.

Όποιος διαθέτει σπίρτα είναι πρόθυμος να ανάψει το φυτίλι στον κώλο του διαβόλου.

Ο διάβολος δεν πρόκειται να ηττηθεί ποτέ διότι επιστρέφει πάντα στα βίτσια της κοινωνίας που τον γέννησε.

Η νυχτερίδα, το φίδι, ο σκύλος, η χήνα, ο γάιδαρος, ο τράγος, το βόδι εικονογραφούνται και κατοπτρίζονται με σκυλόδοντα, αίμα που τρέχει στο στήθος και θειάφι που βγαίνει απ’ τον ανυπάκουο κώλο.

Αλεπούδες χωρίς ουρά, μολοσσοί με τρία πόδια, αρκούδες και γουρούνια με κέρατα, πουλιά με ράμφος κουκουβάγιας, στόμα λύκου σε κεφάλι γίγαντα.

Για πού το ‘βαλες φιλαράκο, σου λέει ο διάβολος, έχεις πάνω σου ένα σπίρτο; Έλα κατά δω να σου το τρίψω.

Εθνική πινακοθήκη

Σχετική εικόνα

Οι ποιητές είναι ηδονοβλεψίες στην κλειδαρότρυπα της στιγμής. Τα χαμένα κορμιά που νιώθουν πως η απλότητα των απλών πραγμάτων είναι οδυνηρή και οι χίμαιρες και τα τριξίματα των οδόντων ένα ζευγάρωμα έκθαμβων τεράτων μπροστά σε κάθε μεγαλείο που πυροδοτεί ο πόθος. Περνούν στο βελόνι τους, μία-μία, τις κλωστές του καλοκαιριού, για να ράψουν πάνω στις λέξεις όλες τις άσπιλες τελειότητες που μαγάρισε η Βίβλος με την ποιητική της συμμόρφωσης των όντων στον ένα και μοναδικό υπέρτατο νόμο της σφαγής και του παραληρήματος. Οι ποιητές χώνουν την ελαφρόμυαλη περιέργειά τους μέσα στο σκεύος ηδονής των καταστάσεων. Ορμάει τότε το αιματηρό λιοντάρι ως απτόητος άρχοντας πάνω στο ανθρώπινο παραμύθι. Ένα παραμύθι γραμμένο απ’ τις διαμάχες του παραδείσου και της κόλασης, του καλού και του κακού. Η άγρυπνη γλώσσα και το άπληστο μάτι τους συνωμοτούν εναντίον κάθε διανοητικής ατιμίας. Δεν προσπαθούν να ντουμπλάρουν τς τραγωδίες αλλά να τελειοποιήσουν αυτή την εφεύρεση του φάσματος της ομορφιάς, που κάποια στιγμή θα σβήσει κι αυτή, μέσα στην συμπαντική ευλάβεια του αέναου κύκλου της φωτιάς.

Γονιμοποίησις

Αποτέλεσμα εικόνας για sperm art pop

Ολοκαίνουργοι δαίμονες γεννιούνται για να γευτούν όλες αυτές τις μικρές αμαρτίες. Είναι πιο έμπειροι από μας καθώς οδηγούν τις λέξεις στον απαλό σαν βούτυρο ποιητικό κόλπο του κόσμου. Απαγγέλνουν τους ρόλους τους με νεανική έπαρση. Τετραγωνίζουν κύκλους και κορδώνονται. Κάποτε αγριεύουν, λιθοβολούν, λεηλατούν καταστήματα, φτιάχνουν μολότοφ για τη δυσεντερία της ασφάλτου. Άλλοτε πάλι δεν προδίδουν όσα συμβαίνουν στο κεφάλι τους. Κανένα καρεκλοπόδαρο δε σείεται. Ελεύθεροι για μια στιγμή απ’ την κακία, αφήνουν τους σαρκώδεις χαρακτήρες τους να ομιλήσουν εις τον οργασμόν. Να ομιλήσουν εις τα ροδαλά έκλυτα ρουθούνια.

Αραχνοφοβία

Σχετική εικόνα

Ο ερωτισμός είναι το σύνολο των ιδιοτήτων του. Αποτελεί έναν εξαγνισμό της αθλιότητας του κόσμου της φθοράς, του κακού και του θανάτου. Είναι ένα παρόν τελειούμενο, μιαν ανταμοιβή μέσα στην ανίατη πενία της ζωής. Βλέπω με τη γλώσσα και ομιλώ με τα μάτια. Ο ερωτισμός εξιλεώνεται μόνο με την οριστική του μετοικεσία στη χώρα της λαλιάς. Λαλώ, γαμώ, χορεύω. Μα πάντα λαλώ το ανάκουστο κι αποδοκιμασμένο ρετσιτατίβο της σάρκας που μορφάζει. Της μορφής που σαρκάζει, μακριά απ’ το πετρωμένο γάλα της πρώτης αφής. Πέρα απ’ το χλωμό βλέμμα της ευτυχισμένης στιγμής, που με κάνει να στέκομαι ακίνητος μέσα στη γλώσσα της διτής πανουργίας μου. Βλέπω τις αγαπημένες μου λέξεις να φτερουγίζουν μακριά, χτυπώντας σαν τυφλές νυχτερίδες πάνω στα τοιχώματα της ερωτικής σπηλιάς και βλέπω τον ποιητικό οίστρο του ενστίχτου να ξεψυχά πάνω απ’ την υφέρπουσα πνοή των ανέγγιχτων σημείων. Καταποντισμένο απ’ τις σιωπές του, το γλωσσίδι της πιο απίστευτης καμπάνας χτυπάει πλέον στα ρημαγμένα σωθικά των ανθρώπων που έχασαν το κέντρο τους. Εκεί που υπήρχε η σχισμή, ως αισθητική τάξη που περιέχει όλες τις τάξεις, τώρα υπάρχει η πολυπλόκαμη αράχνη, οι φωσφορίζουσες λυχνίες της φοβίας που τρεμοσβήνουν αδιάκοπα. Ο ανταγωνισμός που θέλει πάντα κερδισμένους και χαμένους. Μιαν αράχνη πάνω στην κλειτορίδα.

Μνήμα, μνήμη, μήτρα και μήτηρ

Σχετική εικόνα

Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω προφήτης, επειδή οι προφήτες ήταν φτωχοί αλλά διάσημοι. Σεργιάνιζα ραχάτης στις όχθες του Ιορδάνη, καπνίζοντας όπιο, φορώντας κίτρινες κελεμπίες και μαύρα σανδάλια για τις σκληρές πέτρες. Σνίφαρα κοκαΐνη κι εξερευνούσα απαγορευμένους βάλτους παρέα μ’ ένα πιστό ντόπιο τεκνό. Μάζευα τα γκαρσόνια και τους μπράβους λέγοντας ιστορίες για κορμιά που γλίστρησαν και χάθηκαν μακριά στον ουρανό. Άκουγα να ξεσπούν σε κλάματα, να στέκονται εκεί, με τα μάγουλά τους γεμάτα σάλια, σαν αγελάδες που καίγονται από αφθώδη πυρετό. Ανακάλυπτα το Λόγο του Θεού πάνω στα σκασμένα χείλη κι ένοιωθα τη μυρουδιά του μουχλιασμένου καλοκαιριού της ερήμου. Το σώμα μου γινόταν μια οντότητα διαφορετική από τα άλλα σχήματα που με περιτριγύριζαν. Τα πόδια μου και τα χέρια μου με πήγαιναν στον Άλλο, αλλά όλο και πιο κοντά στον ίδιο μου τον εαυτό. Μνήμα, μνήμη, μήτρα και μήτηρ. Και πρώτα απ’ όλα η μήτηρ μου, αυτή που ικανοποιούσε τις ανάγκες μου, με το στήθος της, την αγκαλιά της και την παρουσία της. Και τα υποκατάστατα της μητέρας μου, αυτά που διαισθανόμουν στην ατμόσφαιρα, ενώ εξελίσονταν οι ερωτογενείς μου ζώνες. Στοματική, πρωκτική, γεννητική, όλες αυτές οι νοστιμιές και οι μιζέριες του παιδικού ερωτισμού ώσπου ν’ αρχίσει η μεγάλη τραγωδία, όπου εγώ ο μικρός Οιδίπους πηγαίνω να συναντήσω τη μοίρα μου.

Κομπορρημοσύνες της απλής λογικής

Σχετική εικόνα

Τα κύτταρά μου ξέρουν την αριθμητική της καρδιάς. Πως είμαι ένα Εγώ. Σίγουρα μέσα στα πρωτόγονα σπήλαια ένας πιστός της σκοτεινής γοητείας του ερωτικού παιχνιδιού. Όλος ο πόνος του κόσμου ρίχνει το βάρος του στο σημείο της καρδιάς. Οι Εσκιμώοι απαντούσαν στους πάστορες που κατηγορούσαν τη σεξουαλική τους ελευθερία, ότι είχαν ζήσει μέχρι τότε ελεύθερα και χαρούμενα με τον τρόπο των πουλιών που τραγουδάνε. Οι Αφρικανοί περιφέρονταν γυμνοί με τη γύμνια τους μπροστά στους ιεραποστολικούς κάκτους της πίστης στον κρυφό και μυστικό απόμακρο θεό. Στα σπαραχτικά αφροδίσια μηνύματα της αγίας γραφής που έσκαγε ένα ένα τα σπυριά της μπροστά στον αφρικανικό ήλιο και τη χαίτη των νεκρών πλασμάτων που έλιωναν ρωμαλέα μέσα στην απλότητα και τη σήψη. Το γέλιο και ο θάνατος χρωματισμένα πάνω στις οδοντοστοιχίες. Αυτό που είναι ανάποδα στην αρχή της ηδονής είναι η ορμή του θανάτου. Η πίστη στο άψυχο. Πάντα από έλλειψη πραγματικής ζωής, η οχιά δίνει στο κενό τη μορφή του θανάτου. Η Έχιδνα δεν μπορεί να λύσει αυτό το αίνιγμα της σάρκας. Παραληρεί με τον δηλητηριώδη της οίστρο. Είναι η ορμή θανάτου πιο αρχαϊκή απ’την ορμή ζωής, φορώντας το δαιμονικό της φωτοστέφανο, τα σκήπτρα της βιαιότητας μιας συμπαντικής ηδονής που διαθλάται μέσα στο εν εξελίξει άπειρο.

Ο Σάντσο Πάντσα ρωτά

Αποτέλεσμα εικόνας για art erotica modern  kolaz

Κατηγορούν τα πουλιά για ελαφρότητα. Μα, μόνο ένα πουλί θα μπορούσε να είναι αρκετά αγνό, αρκετά εγωιστικό, αρκετά εγκληματικό. Το κορμί τραγουδά με τα δάχτυλά του. Μιαν αγκαλιά σχηματίζει αμερόληπτα το δεσποτισμό της πάνω στην παρδαλή μου φιγούρα. Και το σκυλίσιο μου κολάρο θα βγάλω όπως με μια σπανιόλικη κίνηση το παγόνι βγάζει τα φτερά του και τα καρφώνει στα βασίλεια της ποίησης. Που να τα ξέρουν αυτά οι θρησκευόμενοι μαλάκες και οι απατεώνες διαβητικοί! Ανάμεσα στα τόσα καλά της εξτρεμιστικής μου νεότητας το αποκορύφωμα της ποιητικής μου χοντροκοπιάς. Ένα κτήνος πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τις καταστάσεις που το ερεθίζουν. Το ένστιχτο είναι τυφλό, λειτουργεί χοντρικά. Οι μεγαλοφυείς έρωτες απαιτούν και μεγαλοφυείς εραστές. Αφήστε το πνεύμα ελεύθερο να απομυζήσει ότι του αρέσει. Να γίνει τέχνη αιμομικτική, από μιαν αγάπη του εαυτού για τον εαυτό. Ζαχαρωτά και τουλίπες και ανεμόμυλοι. Τώρα που αρχίζει να φαίνεται ο θανατόκοσμος κτηνοβασίες αλυσίδες βρισιές, ο Σάντσο Πάντσα ρωτά: Δον, τι ανεμόμυλος είναι αυτός που αλέθει εκεί κάτω; Τι αλέθει Δον, και ποιος προσέχει τη μυλόπετρα;

Ερωτόλακκος

Σχετική εικόνα

Ιδού λοιπόν πως ράβδισαν οι ιδέες τα ξουρισμένα μας κεφάλια. Ο ένας κουτσός και ηλίθιος σαν κρατικός υπάλληλος. Ο άλλος βελούδινος καπνιστής σε πταισματοδικείο. Ο ήλιος μικρός κι ο κόκκος σκόνης μεγάλος. Μήπως η Γαλλία και οι Γάλλοι; Μήπως το ψόφιο σινεμά, η αποκάλυψη με τους άρρωστους αγίους, η βίβλος και τα γουρουνάκια των Χριστουγέννων! Να ο ουρανός κι ένα άστρο απόμακρο. Χάρη σ’αυτόν παίρνουμε μιαν ιδέα της ταχύτητας των νεφών. Οι κόσμοι του σύμπαντος πιθανόν να είναι πολιτισμένοι ή νεκροί. Ο θάνατος διαχωρίζει οριστικά τα βαριά μας υγρά από τα ελαφρά μας υγρά. Ω πιστοί, παρ’ όλη την πίστη σας ο θεός σας αρρωσταίνει. Από δω η θάλασσα κι από κει ο ήλιος. Χιμήξτε άλογα και κουδουνάκια. Γυμνές εσείς καθίστε πάνω στο πρόσωπό μου. Πάνω στο πρόσωπο του θεού. Αμ! και που να ξερε ο ντουνιάς πως έχετε μια κρεατοελιά κάτω απ’ τον κώλο σας.

Διακοσμήσεις σε κοιμητήριο οργασμών

Σχετική εικόνα

Ο λαμπρός, ο πομπώδης φαλλός, ο κεραυνός που βροντά και φέρνει μπόρα, που χύνει το σπέρμα του πάνω στον αφαλό και στα λευκά σεντόνια, τα κατακλυσμένα από τη νύχτα και τα σύννεφα. Ο φαλλός που έρπεται ξέρει πως η ράθυμη, η βαριά χυσιά του, είναι σαν τη σύνεση μέσα στη θύελλα. Κι ο ήλιος που ξυπνά μέσα στο άγριο γαλάζιο φλύαρο μουνί της ποίησης είναι το συμπαντικό καβλί. Ο ήλιος που ψάχνει κάτι λαμπερό να φωτίσει. Να γίνει αλοιφή για τις τρυφερές φαντασίες, δόλωμα και σοκολάτα, που θα εισπνεύσει την πρωινή πάχνη μέσα στη φοβερή πλήξη της υπεροχής του.

Η μουσική των παρθένων

Αποτέλεσμα εικόνας για art kolaz demon erotica

Ισχνοί άντρες κουβαλούν στους ώμους τους τις βασίλισσες. Οι αδένες τους γεμάτοι αιρετικά όνειρα και τα φαλλικά τους κοντάρια στραμμένα σε ανεμόμυλους που γυρνούν αντικατοπτρίζοντας τις σκληρές σκιές τους στις άκρες των σκοτεινών αγρών. Τα σώματα πεθαίνουν, όμως η ομορφιά τους ζει. Η μουσική των παρθένων αγγίζει τις έκφυλες χορδές του εμπορικού πνεύματος που αποκαθήλωσε τον έρωτα. Όλα τα δάχτυλά τους πάνω στα πλήκτρα, έτοιμα να σφάξουν τον πιο λεβέντη κόκορα που λάλησε πριν τους οργασμούς.

Ο Μέγας Άρχοντας

Σχετική εικόνα

Αυτός ο εαυτός, η μεγεθυμένη σκιά του θεού, ο άρχοντας του σώματος, η σάρκα και τα οστά, ο μέγας άρχοντας, επιθυμεί ως άνθρωπος της φαντασίας, να γράφει ποίηση, με όλη τη δύναμη ενός τέρατος ισότιμου σε δύναμη με το τέρας για το οποίο γράφει. Επιθυμεί η φαντασία του να είναι απόλυτα επαρκής απέναντι στην πραγματικότητα. Επιθυμεί το ευλογημένο πάθος για τάξη. Να κατέβει η διαβολική διάνοια στο στόμα του ωκεανού, απάνθρωπη, σαν χοντρή ψωλή. Να βγεί το γυμνό κορμί, γυμνό στον ήλιο. Χωρίς οίκτο ή τρυφερότητα, αυτές οι ηλιαχτίδες που έρχονται από πρωτόγονα πρωινά, να φωτίσουν λίγο την έκλυτη φύση μας που θηλάζει όλα της τα βρέφη, λαιμαργία για ζωή.

Τελετές Μουνοσυκλέτας

Σχετική εικόνα

Είναι σαν όψη κεραυνού πάνω στη μαύρη σέλα. Τα κωλομέρια της από μελομακάρονα και κουραμπιέδες, σπαρμένα πάνω στο ουσιώδες κόκκινο της κίνησης της ηδονής. Η μοτοσυκλέτα του σεξ που πάει βολίδα τα κορίτσια με τις κοτσίδες στον οργασμό τους. Στην πιο μύχια συμφιλίωση με τα πουλιά και τα σύννεφα. Ξηλώνοντας μία-μία τις κλωστές της βάναυσης και φοβερής αμορφίας του θανάτου.

Ο Ευτυχής Λάκκος

Σχετική εικόνα

Ο θάνατος της ποίησης είναι μια συμφορά για τη φαντασία. Όσοι ζούμε σαν σκυλιά σε βαρέλια, όπως ο Διογένης, γλεντάμε το ναρκισσισμό μας και χαιρόμαστε γι’ αυτές τις τυφλωμένες φάτσες. Οι τραγικοί δεν μπορούν να κλείσουν τα μάτια εκστασιασμένοι σαν Δερβίσηδες για να ρουφήξουν τα ιερά λόγια της Οσίας Μούνας. Δεν μπορούν να βρεθούν στον ευτυχή λάκκο μαζί με αλεπούδες, φίδια, σκατζόχοιρους, ασβούς. Οι τραγικοί έρχονται λαχανιασμένοι στο τέλος της ζωής να ανάψουν το κερί τους στο ιερό γλειφομούνι. Ο Αισχύλλος που ξέρασε πολλά για το κράτος και τη βία χρησιμοποιούσε τις μουνότριχες της Μούσας του για οδοντικό νήμα λίγο πριν τον καταπιεί κι αυτόν ο ευτυχής λάκκος.

Να, κοίτα

Σχετική εικόνα

Του έδειξε το μουνί της για να τον κάνει να ζηλέψει, μιας και ο διάολος είναι αρσενικό δημιούργημα του θεού, χωρίς μουνί. Με τα δυο της δάχτυλα τέντωσε τα μουνόχειλα δείχνοντάς του πως πρόκειται για τη ζωή. Για την αναπαραγωγή της ζωής, για το έσαχτο παραλήρημα. Και τότε ο διάολος ζήλεψε όλα αυτά τα ανακατεμένα σώματα που χάνονται σε υπερβολές ηδονής, καθώς συστρέφονται και λιγοθυμάνε, φτάνοντας για μια στιγμή στο αντίθετο του θανάτου που θα τα θυσιάσει αργότερα στη σιωπή της φθοράς. Πεισμωμένος ο διάολος, είδε ανάμεσα στα σκέλια της μητρός όλων μας, την άπειρη αγκάλη ποντοπόρων οργασμών. Είδε πως ανοιγοκλείνει τον οφθαλμό του το έτερον ήμισυ του ερέβους. Μύρια χλευαστικά υγρά στα μούτρα του θανάτου. Πλην όμως θνητά.

Εν αρχή ειν’ ο Δίας

Σχετική εικόνα

Τι είπε ο αρχίδης στη συνέλευση των θεών; Μίλησε στην αρχή για τις σκοτεινές αντιδράσεις των θνητών στο θέμα του θανάτου και του ερωτισμού. Για μιαν όψη διαβολική όλων των από καταβολής κόσμου συνευρέσεων. Για τη Βιβλική πυρακτωμένη διάθεση του ανθρωπισμού που γεννά το σεξογαμησιακό γίγνεσθαι και το πολιτικό αλισβερίσι. Για την έπαρση της επιθυμίας των ποιητών που γουστάρουν το πολύτροπο σεξ κάνοντας λεσβιακές δηλώσεις μετανοίας στα εύφορα ταγγισμένα χείλη του αιδοίου. Στο τέλος, ως μικρομεσαίος και απόκοσμος, άρχισε τους οικτιρμούς και έδειξε στο λαό το ένα και μοναδικό του αρχίδι.

Ζακ

zak

Σε καιρό ειρήνης τα παιδιά παίζουν τους στρατιώτες. Σε καιρό πολέμου οι στρατιώτες σκοτώνουν τα παιδιά που σε καιρό ειρήνης παίζουν τους στρατιώτες. Και τα παιδιά εξαφανίζονται απ’ τον κόσμο και μένουν οι στρατιώτες ταΐζοντας τα κοράκια τα τσακάλια και τις ύαινες. Μέχρι να σκοτώσουν όλα τα παιδιά καρφώνοντάς τα στη γελοία τριχωτή πούτσα του νεκρόφιλου παιδεραστή θεούλη.

Υπόμνημα για τα καφενεία της ενδοχώρας Ή διέγερσις καβάλου και περιχώρων

kafen

Όταν μιαν όμορφη γυναίκα, μοιράζει σαν αντίδωρο την ομορφιά της, εισβάλλοντας Κυριακή πρωί σε καφενείο παλαιό της ενδοχώρας, υιοθετεί, με πολύ έξυπνο τρόπο, μια στάση χαρούμενη και παιχνιδιάρικη.

Κάτω από τόσα βλέμματα αφημένη, γύρω από μιαν ατμόσφαιρα παιδικής αθωότητας επιδεικνύει τα κατάρτια της και όλες τις πολύχρωμες σημαίες της.

Κι έτσι αυτοί οι λαβωμένοι σπίνοι γύρω της, αυτές οι μάζες αρσενικών από ατσάλι και θάνατο, μετατρέπονται σε συγκινητικό και ευγενές θέαμα.

Οι άντρες αυτοί, δείχνουν την παιδική τους καρδιά με μιαν αφέλεια που προδίδει την έπαρση της σημαίας, στο κοντάρι τους, που, αρχίζει να υψώνεται απ’ τον καβάλο, στοχεύοντας τα υγρά ερωτικά πολυβολεία.

Στα βάθη τού κάθε αρσενικού κύτους κρύβονται πυρομαχικά σε τεράστιες ποσότητες, έτοιμα ν’ ανατιναχτούν προκαλώντας την καταστροφή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Οι θαμώνες όμως το ξέρουν και νιώθουν ευχαριστημένοι απ’ το συμπτωματικό ξεφάντωμα.

Νιώθουν όλοι το στομάχι τους να ανακατεύεται, αλλά χαμογελούν συνεσταλμένα ανεμίζοντας τις πολύχρωμες σημαιούλες τους.

Τα λόγια, οι φράσεις, οι λέξεις αποτελούν όλη την απαραίτητη πρώτη ύλη για το μεταβολισμό της λαγνείας.

Ο Διευθυντής του Ταχυδρομείου

dief

Γράμματα γράφουν ακόμα οι ερωτευμένοι και οι φαρμακωμένοι, βουτώντας τη γλώσσα τους μες στο ξύδι, διότι αν δε το κάνουν, όλο το πρόσωπο θα γεμίσει σπυριά κι έπειτα κανείς δεν θα τους αναγνωρίζει και κανείς δεν θα τους αγαπά. Όμως ο διευθυντής του ταχυδρομείου είναι ένας βλάκας. Τίποτε δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά.

Καπιταλιστικός ρεαλισμός

Adam and Eve 1

Ένα βράδυ, ο Αδάμ, ξεφεύγοντας απ’ την επιτήρηση του μπαμπά του μετέφερε ο ίδιος το φίδι μες στο παντελόνι του, ψάχνοντας επί χρήμασι τον παράδεισο και την Εύα.

Περί γέλιου

gaza

Είπε ο ισραηλινός στρατιώτης στον παλαιστίνιο:
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
Είπε ο παλαιστίνιος στον ισραηλινό στρατιώτη:
Όποιος γελάει τελευταίος γελάει μόνος του

Ο Βασιλιάς και ο Γελωτοποιός

SAX001

Ναι, βασιλιά μου, είπε ο γελωτοποιός στο βασιλιά του όταν τον πρόσταξε να βγάλει το γελοίο του καπέλο. Εγώ, μπορώ να βγάζω το καπέλο χωρίς να μου κόβουν το κεφάλι. Εσύ όμως να προσέχεις με το στέμμα σου, γιατί είναι ένα καπέλο που αφαιρείται μαζί με το κεφάλι.

Ο θάνατος στην Αμερική

electricair.png

Σκεφτόταν ένα δέντρο ή ένα σπίτι, ίσως, έναν αργοπορημένο ήλιο. Μια πόρτα απ’ όπου οι αναμνήσεις, σπασμωδικές και θολές, σαν ανάερα έντομα γύρω από δυνατά φώτα ξετρύπωναν. Σαν Μοίρες με πονηρά χαμόγελα. Ο δεσμοφύλακας ήταν εκεί περιμένοντας τις τελευταίες σκέψεις του μελλοθάνατου να του θολώσουν το μάτι. Η μητέρα του και οι δύο θείες πρόβαλαν στη σκηνή. Πίσω απ’ το τζάμι σούφρωσαν τα μαδημένα τους φρύδια. Τα μπράτσα τους πλεγμένα αγκαζέ. Τα ωχρά τους χείλη σάλευαν. Μέσα απ’ τη μελαγχολία της αγάπης ξέφυγε ένα μειδίαμα. Η ασπρομαλλούσα μητέρα κοιτά το γιό της δεμένο στην καρέκλα. Αυτός σ’ ένα συννεφάκι καπνού βυθισμένος. Να σκέφτεται πως, κάθε είδος ανθρώπου το βρίσκει εντάξει, αρκεί να είναι γνήσιος άνθρωπος, κι ας είναι πάντα αυτός ο ασυνήθιστα κακός άνθρωπος, ο ασυνήθιστα καλός ή ο ασυνήθιστα αδιάφορος, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα πρότυπο για τον άνθρωπο.

Άγγελμα Υγρών και Πανσελήνου

aggelma

Οι ιδέες περνούν ψηλά στο κεφάλι μας. Παραδινόμαστε σ’ αυτές όπως παραδινόμαστε στον πόλεμο.

Το βλέμμα μας ξεγυμνώνεται και ψάχνουμε τότε έναν ηλίθιο τρόπο να περιγράψουμε την αυτοκρατορική αποφασιστικότητα του σύμπαντος.

Να περιγράψουμε τα γουρουνάκια μες στο σκατό τους, τη δυσωδία της ελευθερίας που κατέκτησε ο πόθος του άντρα και το σπέρμα του άντρα και το σάλιο και η γλώσσα του άντρα.

Το να ακολουθήσουμε κατά γράμμα τις λέξεις και τις οδηγίες, τη γνώση που δεν έρχεται απ’ τη σάρκα και το χορτασμένο έρωτα, σημαίνει πως έχουμε κυριευτεί από ισχυρογνωμοσύνη.

Σημαίνει πως αποκτούμε αυτή την παπαδίστικη αποκοτιά, φτάνοντας στη μοιραία στιγμή, όπου το πέπλο της χίμαιρας σκίζεται για ν’ αφήσει στο διεφθαρμένο άνθρωπο τον σκληρό κατάλογο των σφαλμάτων του και των αμαρτιών του.

Αποβλακωμένοι απ’ την ανάγκη και τη σύσσωμη άνθισή της μέσα μας, ροκανίζουμε τα μυαλά μας ή τα αφήνουμε να τα ροκανίσουν οι ατσίδες που ξέρουν καλύτερα από μας πως να κόψουν τον πορφυρό υγρό κρίνο και το γόνιμο γάλα της γυναίκας.

Μα η φύση μας δημιούργησε με ζωντανές επιθυμίες κι όχι με φαντασιακά τεχνάσματα. Δηλαδή η φύση είναι αυτάρκης και, γι’ αυτό δεν χρειάζεται εξουσιαστή. Κι εμείς ως γέννημά της ξέρουμε πως οτιδήποτε βρίσκεται πάνω απ’ τα όρια του πνεύματός μας είναι χιμαιρικό και άχρηστο.

Ξέρουμε πως πρέπει να νιώσουμε και να καταλάβουμε και να βυθιστούμε μέσα στη σάρκα και τη μανιακή της διάθεση για το νέο ερωτοδυόμενο σκάνδαλο.

Όπως η πυρίτιδα που εκρήγνυται όταν της βάλουν φωτιά ένα μουνάκι γίνεται χρυσό λαμπρό ηλιακό, εκηβόλο από ζέστη και φως, σπαρταρά τόσο σοφά που η προστυχιά του ξορκίζει τη μελλούμενη βεβαιότητα της αχρηστίας του.

Ζήτω λοιπόν, η προστυχιά, που είναι φυσική σοφία και πίστη στον ήλιο γιατί τον βλέπεις και τον εννοείς ως το ενωτικό κέντρο όλης της εύφλεκτης ύλης.

Γιατί είναι η ευγένεια του θερμού μυρωδικού ιδρώτα των σωμάτων αφού ο ιδρώτας του έρωτα δεν ζέχνει δουλεία και εκμετάλλευση, ξέχειλος και έσχατος μέχρι ο άντρας και η γυναίκα να χαθούν δια παντός μες στον πρωτοφανή άγνωστο ανεξερεύνητο και ανεξάντλητο οργασμό.

Ορισμός

polem1

Ο πόλεμος είναι μια σπουδαία περιπέτεια που παραμορφώνει το ανθρώπινο είδος και οι φαντάροι ανοίγουν τα κεφάλια τους μέσα στη νύχτα. Βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν με σπέρμα τα κλειστά στόματα των ανθρώπων. Ένα πρόβατο είναι η έναρξη της αιωνιότητας. Η αιωνιότητα είναι η έναρξη της νύχτας. Τόσο ο πόλεμος είναι ατέλειωτος.

Ήταν χθες, ήταν αύριο

eklici

Ταξιδεύω πάνω σ’ ένα πλοίο για τη νήσο της Ηδονής. Τη νήσο Νυχτέρι των χαροκαμένων και τη νήσο Σπλάχνα μιας Σούλας κομμώτριας πεταμένα σε κάδο. Κι εσείς φαρμακόγλωσσοι, να ξέρετε, μόλις που ανασαίνω. Μόλις που ψιθυρίζω στα κορίτσια λαδερά φαγητά και λαδερά λόγια. Ταξιδεύω πάνω σ’ ένα πλοίο. Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία. Στους πολιτισμούς δίχως πλοία στερεύουν τα όνειρα. Η κατασκοπεία αντικαθιστά την περιπέτεια και ο καταναλωτισμός αντικαθιστά την ηδονοβλεψία. Η αστυνομία αντικαθιστά τους πειρατές και ο στρατός τους ιχνηλάτες. Βρίσκομαι στο χωριό Χελιδώνα, εδώ που προσάραξε το πλοίο μου την εποχή του κατακλυσμού. Ακροκέραμα στη βαθιά κρήνη λιωμένα απ’ τα άλατα των βουνών. Σπαθιά γυαλισμένα με λάδι κρεμασμένα στην ψησταριά του χωριού. Γυαλισμένα κορμιά. Εις έσχατον όριο. Διψασμένα για αίμα. Λάμες. Ζόφος των νικητών. Συνουσία. Αγάπη. Μέτρον άριστον. Καραβάνια τρελών πιερότων με αφράτα σαρίκια μες στο πένθος της σκόνης ενός χαμού δίχως τέλος. Μαύρη σελήνη ξανά και τοπία θολά με διαβάτες. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τρόπαιο Φλωρινιώτη ζωγράφου. Αγαπούμε δια τού βλέμματος τις ολόγυμνες που δεν έχουν ονόματα. Οι χλοερές μασχάλες μάς συγκινούν. Κι η σωτηρία παραμένει πάντα μια σκοτεινή πόρτα, αφού η ελπίδα κατέστη το δέλεαρ της αδράνειας.

 

Μεγάλη Παρασκευή Ή Μουνί με ακάνθινο στεφάνι

moniaknthod

Μη διστάζεις να αντιμετωπίσεις τα υγρά σου σαν μια αγέλη ζώα.

Ζούνε εντός σου σε άγρια κατάσταση.

Αλληλοσπαράσσονται, αυτοακρωτηριάζονται, πολλαπλασιάζονται στην τύχη.

Ποίμαινε το κοπάδι των υγρών σου.

Γίνε ποιμένας σ’ ένα κοπάδι ζώα που ζούσαν άσκοπα ως τώρα, σε αταξία.

Χάρη στα μάγια σου κάντα να υποταχθούν στην ερωτική γνώση.

Χάρη στα μάγια σου κάντα να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχουν, υπάρχουν σαν καθρέφτες τού εαυτού σου.

Κάθε ερωτική μπουκιά έχει τη γεύση των προγόνων μας.

Μουνί ονειροπόλο, αναρτημένο απ’ τα τσίνορα του ήλιου, με τα υγρά σου χείλη και τα τονωτικά σου χαμόγελα, γονιμοποίησε με το σπέρμα μου τη μήτρα του πυραχτωμένου σου μυαλού.

Ξεγέννα ένα βρέφος με τη μυρουδιά της ελευθερίας που είναι από αίμα και τη μυρουδιά της δικαιοσύνης που είναι από φρέσκο χώμα.

Ξεγέννα ένα βρέφος που θα είναι ο γιός και η κόρη μου, ευτυχισμένο μες στην απανθρωπιά των παιδιών.

Ξεγέννα ένα βρέφος απληροφόρητο από θάνατο και φρίκη, ωστόσο ζωντανό.

Ένα βρέφος που θα λαχταράει να ξαναγίνει άστρο και ασφόδελος.

Ηλίθιο χαμομήλι που κοιτάζει τον ήλιο καθώς ξεμπουκάρει μες απ’ τα κρανία όσων σακάτεψε η γλυκιά οιμωγή της φθοράς.

Γεμιστά με πλαστικό πιρούνι

gemista

Είμαι θυμωμένος. Έδωσα κλωτσιά σε μια κολοκύθα. Και σε μια γλάστρα που είχα κερδίσει σ’ ένα χορό του δρόμου. Άντε κι εσύ καριόλα είπα καθώς την κλωτσούσα.

Κωλοπράγματα άψυχα, δεν ξέρετε τι είναι να αγαπάς δίχως χορτασμό. Δεν είναι απελευθέρωση. Είναι σκλαβιά.

Γλέντησα και πήδηξα στη ζωή μου πάνω κάτω σαν μαϊμού. Κανένα όφελος μόνο το ξερό μου κεφάλι έσπασα.

Ντύθηκα από έρωτα γυναίκα για να τρυπώσω σ’ ένα γυναικωνίτη. Ξέχασα το θεό και τους ανθρώπους μπροστά στα γυμνά μπούτια. Πεθύμησα να τα φάω και να τα ξεπαρθενέψω.

Στον ύπνο μου ο διάολος έφερνε κεράσματα. Κοψίδια ορεχτικά του γάμου. Και κάποιες νεράιδες από σοκολάτα. Σχισμές όμορφες λογίων λογιών νόστιμες.

Τώρα βουρκώνω αφού μου κόστισε ακριβά η ομορφιά. Αλλά κατάφερα να τη φέρω μέχρι τα ρουθούνια και να την τρίψω με τα δάχτυλα πάνω στην άνθησή της.

Τώρα κάτι μαραμένες κυρίες μου φέρνουν φαγητό. Ωραία η λύπηση και την έχω συνηθίσει. Έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία ο χορός. Αντί για απελπισία μου φέρνει χαρά.

Δεν θέλω να μ’ αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Τρώω τα γεμιστά με πλαστικό πιρούνι όπως τότε που ήμασταν δυο κι είχαμε μια καρδιά.

Δεν το εγκρίνουν οι άνθρωποι να κοιμάσαι κάτω από γέφυρες. Να πιάνει ψείρες το πουλί σου και ο κώλος σου ξεραμένα σκατά. Να τον παίζεις για να κοιμηθείς αφήνοντας σαν τ’ αποπλύματα λεπρών τα χύσια σου πάνω στις τρίχες. Και τις λίγδες απ’ τα ποδάρια μες στα χαρτόκουτα.

Οι ώριμες κυρίες που μου φέρνουν φαγητό δεν ζητάνε τίποτε από μένα.

Δε με φωνάζουν και δε με λένε τομάρι ψειριασμένο.

Και με ρωτούν όταν με βλέπουν λυσσάρικο και θυμωμένο να σπάω το νοικοκυριό μου που είναι όλο μισό μέτρο γύρω απ’ το στρώμα. Με ρωτούν τι γνώμη έχετε περί αμαρτίας; Α εγώ είμαι υπέρ κορίτσια τους λέω σαν μουλάρι που βγάζει αφρούς.

 

Κόκκινο ανάμεσα

podia

Τόσες ορφανές ηρωίδες της ηδονής γύρω, ξέρουν καλά, πως, αν υπάρχει ένα θαύμα αυτό το γνωρίζουν μόνο οι λουώμενες καλλονές. Αυτές που άνθισαν δίπλα στα τριαντάφυλλα και τους σκώρους.

Κατσίκες στο Άγιον Όρος που θα τις αρμέξουν οι καλόγεροι με τα αποτρόπαια δάχτυλα, τα σμιλεμένα από προσευχές και κρυφή μαλακία.

Κατορθώματα της ονείρωξης κυκλωμένα με κιμωλία, ροή της παιδικής αφέλειας, ρεύσις χαράς πάνω στην επιδερμίδα-την απροσδιόριστα μοχθηρή με τη χρυσόσκονη του ηδονοβλεψία τριμμένη πάνω στα κόκκαλα-.

Ερπετική. Σχεδόν γαλάζια.

Φλέβες του λαιμού φουσκωμένες γύρω απ’ το μήλο του Αδάμ και το μουνί της Εύας θυμωμένο, πρησμένο απ’ την αφθονία και τη στέρηση.

Αυτό το κόκκινο που σφηνώνεται και σκοτεινιάζει μες στη σφαγή κι αυτό το ρόδινο που γελάει σαρδόνια μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές τρίχες και το κυανό που μπαλώνει πάνω στις εξεγερμένες καρδιές τον αντικατοπτρισμό των παραδείσων.

Αναμνήσεις ενός εξομολόγου

anamnisis

Εργαζόμουν ως εξομολόγος σ’ ένα χωριό στην επαρχία.

Τα κόκαλα και οι πέτρες τού τοπίου ήτο γυμνά και συφοριασμένα.

Οι χειμώνες έφταναν απ’ τη θάλασσα με το στόμα γεμάτο κρέας και οι νύχτες ήταν αχόρταστες και κακοφορμισμένες, όλο δαιμόνια και μισοκοιμισμένα καβούρια.

Τα καλοκαίρια όμως ήταν γεμάτα λυγμούς και κορμιά εκφυλισμένα απ’ τον πυρετό των ονειρώξεων και της τρέλας.

Ο καύσων της Μεσογείου τρυπά τις κοιλιές και σουβλίζει, σκοτώνει, γελά. Η λίγδα και το λίπος που φέρνει ο αέρας μοιάζουν αλειμμένα πάνω στις σάρκες, στίλβοντας κάθε βραδυφλεγή πόρο καθώς ίπτανται αυτές γυμνές στ’ απολιθωμένα όνειρά τους.

Πίθηκοι που αμαρτάνουν, φτωχοί και άμυαλοι, μέχρι ο μπόγιας να τους σπάσει το λαιμό.

Κάθε παραθαλάσσιο χωριό το θέρος μεταμορφώνεται σε παλλάδιον τού κήπου των ηδονών, με τη μυστηριώδη σημασία που αφήνουν οι ξερολιθιές με τα ξερόχορτα και τα αγκάθια στ’ αυλάκια τού κύκλου αυτού που οδηγεί στην αποχαύνωση και την αμαρτία.

Μες στο εξομολογητήριο στεκόμουν καθιστός με το κεφάλι σκυφτό και το μέτωπο ιδρωμένο, περιμένοντας να εκφωνήσω τον συμβατικό επικήδειο της συχώρεσης σε όντα φτιαγμένα από λάσπη και χρυσάφι, από τέλμα και αδιανόητες συμφορές.

Μα εκείνη τη μέρα έφτασε στο πένθιμο κουβούκλιό μου το πιο άσπιλο πλάσμα, ολόκληρο θηλυκό και παρθένο, με τη διαστροφή και τη βλασφημία σκορπισμένες μέσα στην αθωότητα που αναδίδει ζεστασιά και μαγεία.

Η ομορφιά ολόκληρη που τη νιώθεις να σκιρτά δίπλα σου εκεί ανάμεσα στο ξύλινο παραπέτασμα που χωρίζει την αγιότητα με τα γαμψά νύχια της τιμωρίας απ’ το χνούδι που ξεπροβάλει στις γενετήσιες σχισμές ανάμεσα απ’ την καρδιά και τα χείλη.

Ακουγόταν σχεδόν το βλέμμα της και τα μάτια της απρόσμενα μαύρα και γλυκά θαρρείς σα να θέλαν να δραπετεύσουν απ’ το καγκελόφραχτο παραθυράκι.

Πάντα η πρώτη στιγμή είναι σιωπή και μοναξιά μα ο εξομολόγος είναι ο οραματιστής που πρέπει να ξεκλειδώσει τα σεντούκια με τις θύελλες και τα πιθάρια με τους διαβόλους.

Η παιδούλα δίπλα μου φαινόταν συνεσταλμένη και ακόρεστη σαν άγγελος που κοίταξε κατάματα το θάνατο.

Ίσως γύρω η τόση σιωπή να με έκανε να ακούω ως και το αίμα στις φλέβες, τις κνήμες και τους μηρούς.

Άκουγα ήχους απ’ το κορμί της κι ένοιωθα τα νύχια της να θέλουν να χορέψουν μ’ ένα αρσενικό τέρας καμωμένο από ατσάλι και σπέρμα.

Άκουγα σιγά σιγά να χαϊδεύει τα μπούτια της και να κουνάει τα πόδια της. Τέντωνε δεξιά αριστερά τα γόνατα όλο και περισσότερο αφήνοντας αυτό τον ήχο που βγάζουν τα κόκαλα όταν χτυπούν στο κούφιο ξύλο.

Τα δάχτυλα σα να προχωρούσαν για να φτάσουν στα χρυσαφένια κρόσσια και την αρμονική τελειότητα τού υμένα που περιμένει κάποιο βράδυ για να ξηλωθεί και να ξεσχιστεί, αρχίζοντας το χορό του αίματος και του υπεροπτικού σφρίγους της νεότητας.

Ήμουν σιωπηλός σχεδόν με τη μισή ανάσα τού πλήθους που περιμένει στην αρένα τον ταύρο να σκίσει με τα κέρατα το παντελόνι τού ταυρομάχου.

Πλησίασα το μάτι εκεί στη μικρή τρύπα που μπορείς να δεις τα κομμάτια τού άλλου σπαρμένα εδώ κι εκεί στο ημίφως και είδα το κορίτσι να αυνανίζεται με το πρόσωπό της κολλημένο στο διχτυωτό πλάι μου και τα μέλη της όλα τεντωμένα και τα μπούτια της ανοιγμένα και τα δάχτυλα χωμένα βαθιά μέσα στο τρίχωμα να ψάχνουν.

Φαινόταν σα να μπορούσα να την αγγίξω κι έβλεπα πως λίγο λίγο ξεγύμνωνε τον κώλο της ψιθυρίζοντας με υγρή φωνή.

-Πάτερ μου, θέλω να σας πω τη μεγαλύτερη αμαρτία μου, αυτή που δε σας ψιθύρισα ακόμα.

Ακολούθησαν δευτερόλεπτα σιωπής, με το καρδιοχτύπι να σχοινοβατεί πάνω στο συρματόσχοινο της κοινής μας αμηχανίας.

Το κορίτσι σα να πρόσταξε σε μένα τον ηδονοβλεψία εξομολόγο ψυχών, λόγια που απαιτούν αγιοσύνη και βαραίνουν πάνω στα σαγόνια και τις χαρακιές της γης που κρατά στη ζωή το σάρκινο λουρί μας δεμένο στο ερωτικό σκίρτημα και στον καυτό άνεμο.

-Η μεγαλύτερη αμαρτία μου Πάτερ, είναι πως αυτή τη στιγμή που σας μιλώ τραβάω μαλακία, έχω τα δάχτυλά μου στο μέλι αυτό που γεύονται οι γλώσσες των αντρών και των γυναικών, στο μουνί μου που δε θέλει σπόρους και βροχή μα δυνατά αλέτρια, δάχτυλα να οργώσουν όλα τα κύτταρα και τις αφρισμένες μου χαίτες, να τεντώσουν και να ξεχαρβαλώσουν το κορμί μου που θέλει να γίνει απέραντο και να απλωθεί μες στο βδελυρό τρούλο της αγκαλιά του θεού.

Πέρασαν τότε, ακόμα μερικές στιγμές με ψιθύρους και βογκητά και σαλεύοντας σα μια δαιμονισμένη που την εξάρθρωσαν ηδονές που αναβλύζουν και φιλονικούνε στην αιωνιότητα, σχεδόν με δυνατή και καθαρή φωνή όλο θέληση και υπεροψία μού είπε.

-Πάτερ, αν δε με πιστεύετε ελάτε να σας δείξω.

Κι αμέσως σηκώθηκε πλατσουρίζοντας μέσα στους γλυκούς χυμούς της ανθρώπινης ζωής, τραβώντας το μαύρο παραπέτασμα που μας χώριζε, ανοίγοντας τα σκέλια της μπροστά σε μένα τον Ιούδα, ενώ με χέρι σταθερό και γρήγορο μαλακιζόταν ακόμα συνεχίζοντας να κρεμάει στα τσιγκέλια των τρούλων οργασμούς σαν σφαγμένους πετεινούς, με το αίμα τους να στάζει πάνω στην αναισχυντία της στέρησης τόσων πιστών που φαρμακώνονται για να κοιμίσουν τη φύση μέσα τους.

Holy Diver

holy

Ένοιωθα σα να με κυνηγούσαν οι όχλοι του Ιησού στον παράδεισο για να μου καρφώσουν στα πλευρά τα φτερά της αγνότητας. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα έτρεχα να κρυφτώ πάνω στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων του παραδείσου. Έριξα γύρω μια ματιά και τη στιγμή εκείνη είδα μια κοπέλα γυμνή να φεύγει τρέχοντας προς μια συστάδα τσουκνίδες. Κατέβηκα απ’ το δέντρο σαν βαθμούχος ευγενής, μα ήμουν ο βασιλέας και ο δαίμονας όλης της πλάσης κι ο εραστής ετούτης εδώ της κοπέλας που έτριβε τις τσουκνίδες στο μουνί της βγάζοντας δάκρυα πόνου αλλά όχι χαράς. Ποιητής ουρανού και γης. Ένα τέρας. Ένα πλάσμα διφορούμενο. Ένας θεός που κανείς δεν προσευχήθηκε σ’ αυτόν παρά μονάχα θηλυκές υπάρξεις με κάθε λογής θρασύτητα με τη γλώσσα και τα χείλη και το στόμα αφήνοντας πάνω μου σάλια, αφηνιασμένες ουρλιάζοντας-Δόξα τω θεώ-Δόξα τω θεώ. Με την καύλα να κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και στην ερημιά του θανάτου σε τούτον εδώ τον παράδεισο που φουσκώνουν τ’ αρχίδια μου κι ανεμίζουν οι όμορφες χρυσές κεντημένες πούλιες κι οι κορδέλες κάτω απ’ τα κοριτσίστικα γόνατα ανάσκελες καθώς τις βρίσκει ο σπερματόσπορος απ’ τους μηρούς στο υπογάστριο κι ο ήλιος απ’ άκρη σ’ άκρη σαν θεριό ανήμερο, ο μέγας εξεταστής ο κόκορας που ψιθυρίζει όπως ο μπέης της Αλγερίας στα κορίτσια ερωτόλογα και αινίγματα για την ολάνοιχτη εξοχή της σάρκας και τους αλλόφρονες εφιάλτες. Τη στέρηση που σε φτάνει στο έγκλημα και στον τάφο. Ωστόσο δια παντός θα ακτινοβολείτε κορίτσια ζέστα απ’ τα έγκατα και να ξέρετε πως έχει μια κρεατοελιά ο θάνατος στα κωλομέρια. Σφάξτε τον λοιπόν, την ώρα που σας γαμεί μες στη λάσπη της νύχτας κι ελάτε άσπιλες με τις οσμές σας στο δρόμο μου. Στο δρόμο του θεού. Εκδηλώσεις υποταγής δεν θέλω.

Ω γλυκιά μου Ιερουσαλήμ!

Democratic Nominee for President of the United States former Secretary of State Hillary Clinton

Βαρβάτοι μεσαιωνικοί Σπανιόλοι, ερασιτέχνες ταυρομάχοι οι περισσότεροι όταν τυχαίνει, το έχουν συνήθειο να παραγγέλνουν στον πορτιέρη της αρένας τα φρεσκοκομμένα και ψημένα στη σχάρα αρχίδια ενός απ’ τους πρώτους ταύρους που σκοτώνονται. Δίνουνε διαταγή να τους τα φέρνουν εκεί που κάθονται, δηλαδή στην πρώτη σειρά της αρένας, και τα τρώνε αμέσως κοιτάζοντας τους υπόλοιπους ταύρους να σκοτώνονται. Κι όταν πέρνουν δύναμη απ’ τα γλυκάδια του σκοτωμένου ζώου τραβιούνται στα παστρικά τους χοιροστάσια στις χρυσόφτερες νυφικές παστάδες από βούρκο και κατρουλιά, κάτω απ’ τις κοιλιές των γουρουνιών που γρυλίζουν τρίβοντας τις ρόγες τους στις πέτρες, κι έτσι αρπάζοντας την πρώτη τρισχαριτωμένη πεταλουδίτσα την στήνουν μπροστά στο παράθυρο που βλέπει στις κτήσεις, με τον λαϊκό της κώλο μες στη χρυσή λάσπη γαμώντας τη πολλές φορές ενώ πέφτει μια ψιλή βροχή κι ο θεός τραβάει μαλακία.

In extremis

dago

Υπάρχουν δυο ειδών ποιητές. Οι ποιητές που ακονίζουν τα νύχια τους στις λέξεις και οι ποιητές που λιμάρουν τα νύχια τους με λέξεις, για να δείχνουν στη μικρή αγορά που τους αναλογεί τα όμορφα δάχτυλά τους που καταλήγουν σε στρογγυλεμένα ακίνδυνα νύχια. Αν δεν ακονίσεις τα νύχια σου πάνω στα ποιήματα που γράφεις δεν θα γίνεις ποτέ αυτός ο μάγος που μαυλίζει τους τελευταίους μεγάλους έρωτες, ξαγρυπνώντας πάντα, καθαρίζοντας τα περίστροφα της έμπνευσης, ξεριζώνοντας τα γλοιώδη φλέματα απ’ τα στόματα όσων πουλάνε τα οπίσθιά τους σε αρχοντογαϊδάρους για ένα βραβείο κρατικό, για ένα κλύσμα εκδοτικό, για ένα πουκάμισο γεμάτο ναφθαλίνη και αυταπάτες.

Πορτρέτο τού καλλιτέχνη με περίστροφο

streetart-o4

Ο καλλιτέχνης, την ώρα που αγγίζει το θάνατο με το σεξουαλικό του ραβδί φτάνει την τελειότητα και την τόλμη, εκμηδενίζοντας την αγένεια του κοινού που κλείνει τα μάτια μπροστά στο κτήνος. Ο καλλιτέχνης καλεί σε δείπνο το κτήνος για να το φάει στο τέλος. Όμως κανείς δεν μπορεί να φάει μόνος του ένα κτήνος. Οι θεατές και οι αναγνώστες είναι αυτοί που θα πρέπει να μασήσουν πρώτοι το κρέας του. Διότι αν δε φαγωθεί το κτήνος απ’ τον καλλιτέχνη και το κοινό του θα φαγωθεί ο καλλιτέχνης και το κοινό του απ’ το κτήνος. Και τότε ο καλλιτέχνης θα γίνει ένα κτήνος που θα βγάζει λεφτά, τριγυρνώντας χεσμένος στο τάλιρο, με όλο το βρώμικο χρήμα που μπορεί να διαφθείρει και την πιο αγγελική ψυχή. Να κόβει μονέδα. Τρελά διεφθαρμένα λεφτά. Να τα μαζεύει σε μια γωνιά της θλιβερής του τρώγλης και να μην τ’ αγγίζει παρά μονάχα για να σκουπίζει τον κώλο του.

Εγκώμιο του βιογραφισμού

eklonm

Ένας ψευδοπροφήτης είμαι των αγρών και λιμασμένος σκύλος. Ένα φλεγόμενο φάντασμα. Το φεγγαράκι του Οκτωβρίου αγαπώ, υπέροχο στο όρος Πουθενά των ερωτικών αδένων και των Άνδεων το ξεπαρθενεμένο υπογάστριο. Λιανισμένος απ’ τα χέρια σκληρών γονιών επιστρέφω στους βωμούς που δε στέγνωσαν απ’ το αίμα, τα χέρια τους που πνίγουν όνειρα, οι γλώσσες τους που βγάζουν αγκάθια και εχθρούς, σφαγμένα μοσχαράκια και μισθοφόρους να περιδιαβαίνουν στις πόλεις, άτεγκτοι, μελαγχολικοί, φορώντας το πρόσωπό μας στο βάθος του εφιάλτη, παραμονεύοντας με τα μαύρα σπαθιά και την άπειρη απληστία να κόψουν σύκα και ομφάλιους λώρους, γλυκομίλητα κορίτσια και φαλλούς του Διονύσου, γύφτικα σκεπάρνια και αίμα απ’ το μουνί της νύφης, δονητές για τα μουσεία του Βερολίνου, στύσεις και καταιγίδες φιλιών, βασίλεια παιδικότητας μες στη γουργουριστή κοιλιά του Jumbo από χάλυβα και κινέζικο οργασμό. Εκεί στην κοιλάδα των ονείρων και τη φαραωνική λάμψη των παλαιών ένδοξων ημερών με τα διαμελισμένα κουτάβια και τις πτοημένες κραυγές και τις ατελείωτες αδηφάγες αράδες διαταγμάτων, με τα σκατά της διάνοιας φυτρωμένα στα πεδία των μαχών και στα άσυλα, λουλουδάκια της βίας αδιάφορα στ’ αμυδρά παραγγέλματα του αυγινού φωτός.

Οδόντων και Μαστών

mastos

Ολόκληρο το βάρος του κόσμου πέφτει πάνω στους μαστούς. Λίγο μετά την κρίση τρέλας των σωμάτων οι μαστοί γίνονται σκληροί και αποτρόπαιοι, κουβαλώντας όλες τις παράδοξες ιδέες στα χείλη του θεού.

Όσοι γευτήκαμε το μαστό κι όσοι γευόμαστε το μαστό είμαστε θεοί.

Το δεινό και το αβρό κορυφώνονται στην ίδια ιερή στιγμή. Με μια διαφορετικής ποιότητας απεραντοσύνη κι ένα θυμό δημιουργικό που χρησμοδοτεί ως τα όρια της ερωτικής απόλαυσης.

Μέχρι η αφωνία της καρδιάς να γίνει έξαρση των αποχρώσεων που γκρεμίζονται στο υπεριώδες φως των μακρινών οριζόντων.

Όμως ο γεμάτος μαστός με γαλαξιακή ουσία απορροφιέται από τις κοσμικές έγνοιες και ξαναγυρίζει νυσταγμένος στην αργή πτώση του, θρέφοντας όμως πάντα το πολυπρόσωπο αδημιούργητο Είναι μας.

Στο χείλος του μαστού στέκεται η σταγόνα της αλήθειας, μετέωρη στην αποτρόπαιη ηρεμία της συνήθειας που ο μαγνητικός της θάνατος είναι πιο δυνατός απ’ όλα τα πεπρωμένα.

Αγαπώ τους μαστούς, αυτά τα τεθλασμένα βυζάκια κι αυτά τα θαυμάσια στήθια που τραμπαλίζονται μες στη βαρυτική υπεροψία ενός χωροχρόνου που μας θέλει δεμένους σφιχτά, σεξουαλικούς μέχρι το μεδούλι και δυνατούς τόσο μέχρι να περάσουμε το ζεστό μας πτώμα στην αντίπερα όχθη.

Συναντιέμαι με τους μαστούς όπως συναντιούνται οι πειρατές και οι ξιφομάχοι σ’ ένα πεδίο τιμής όπου η ατιμία έχει τον πρώτο λόγο και η γλώσσα, οι ρόγες, οι σχισμές περιτριγυρίζονται απ’ τα φαντάσματα της νίκης και της ήττας.

Κερατομαχίες ευγενών όντων

beardeers

Μέσα στο άναρθρο ζώο παρεπιδημεί μιαν ατροφική εκδοχή της ανθρώπινης ευαισθησίας.

Ότι γρυλίζει κι ότι βρυχάται θέλει να μιλήσει. Κι αυτή η αινιγματική απαίτηση των πλασμάτων για λόγο και συνουσία είναι η φυσική ροπή της ίδιας της ύπαρξής μας που χρειάζεται κοινωνία για να υπάρξει.

Όλα εμείς τα ζώα, έναρθρα και άναρθρα, πάσχουμε από μνήμες ηδονής, γι’ αυτό και οι λειψές αισθήσεις μας παρασύρονται απ’ τη συγκίνηση, το φόβο δηλαδή μπροστά στο θάνατο και την απώλεια, αφήνοντας το Εγώ να προχωράει μπροστά κουβαλώντας τα ματωμένα σκήπτρα του.

Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε τραγικά μόνοι. Κανένας απ’ τους έρωτές μας δεν μας ακολουθεί στον τάφο. Μονάχα ένα πιστό σκυλί τρίβεται πάνω στη μοναξιά όσων από μας παίρνουμε την εκδίκησή μας με το να υποτάσσουμε ερωτικά αυτό τον μελαγχολικό κόσμο που μας είναι ενάντιος.

H dada καταγωγή μου

ernst-maks_-fatagaga-1920

Σήμερα έμαθα από πού κατάγομαι. Και δε χρειάζομαι ωροσκόπο, γενεαλογίες και τέτοια.

Τίποτε δεν ξέρω και τίποτε δεν πρόκειται να μάθω για όσα είναι γραμμένα στο αίμα μου και όσα είναι χαραγμένα στα πυρωμένα άστρα που κηδεμονεύουν το κεφάλι μου.

Βλέπω όσα δεν μπορούν να δουν τα μάτια μου.

Τα τρελαμένα τέρατα που ξεσκίζουν και ξεκοιλιάζουν, το δίκαιο και το σωστό που ξεπετάγεται απ’ τα σπλάχνα με το πηχτό αίμα της τρέλας να χορεύει με τους κεραυνούς στα χέρια.

Τα κίβδηλα και τα ανθρώπινα που μετατρέπουν αυτή τη λασπώδη ζύμη της ζωής σε υποχθόνια πάθη της σάρκας.

Το σάλιο του ιεροκήρυκα και την τέχνη των εντέρων, αφήνοντας πίσω απ’ την αβρότητα των καλών τρόπων να ελλοχεύει το φάντασμα της γελοιοποίησης των πάντων.

Είμαι τόσο ανθρώπινος όσο και απάνθρωπος όταν ψάχνω να βρω στα κουφάρια τον Λόγο και τη Λέξη, γονατίζοντας εκεί μπροστά στα χείλη της παράβασης, στου αιώνιου θηλυκού δηλαδή την ιερά σχισμή, για να ακούσω απ’ τους ερωτικούς ιστούς του κορμιού της όλα αυτά που παράγουν την σύγχυση και την έκστασή μου.

Μαθήματα Δημιουργικής Ταφής

NA_Marvellous-Tales-of-Black-Ink_005_1994

Ένα παιδί απ’ την Κομποθέκλα, που αργότερα πρόκοψε και έγινε Κύριος Κυρίου, με κάπα κεφαλαίο, διδάσκει σήμερις μαθήματα δημιουργικής ταφής και ερωτικής ψευδολογίας.

Απαγορεύει τη χρήση λέξεων κακών σαν αυτές που χρησιμοποιούν οι πατριάρχαι εις τα ιδιαίτεράν τους όταν με νεαρούς καλογέρους εξοκείλουν εις τις μιαρές των επιθυμίες.

Προπαγανδίζει την πληθωρική χρήση της λέξεως Λαγνεία, αντί της φράσεως, Χύνω αβέρτα μάνα μου!, μιλώντας για πράγματα κάθε άλλο παρά λάγνα, όπως το να φιλήσεις στο στόμα κάποιον που έχει χαλασμένα δόντια ή να μασουλήσεις ένα έμβρυο σαν να ήταν φρέσκια σαρδέλα.

Λάτρης της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, ένα σύμπλεγμα ασφαλίτη θείου και ελευθεριακού κηδεμόνα, πιστός ιδεολογικός κύων του Κορνούτιο Καστροσυκιάδη και λογοτεχνικός αγκιτάτωρ όλων των ανήσυχων δεσποινίδων που έχουν ως βασικό τους μέλημα να εξυφαίνουν ολημερίς και ολοβραδίς-συγγράφοντας-νέα συμπλέγματα προς χρήση θρησκευόμενων νεαρών κορασίδων.

Οι πρόσκοποι, οι οργανώσεις της αγέρωχης νεολαίας που κάνει όνειρα για βελούδινες παντόφλες οικογένεια και εξοχικά, οι σύλλογοι γονέων στα σχολεία, οι Αμερικανοί προαγωγοί του κινηματογράφου, οι φύλακες δημοσίων κήπων, η αστυνομία, οι αρχιλοχίες και άλλοι πολλοί είναι οι πελάτες του.

Φυσικά τα μαθήματα δημιουργικής ταφής επαραδίδοντο με το αζημίωτο. Πατώντας πάνω στη ματαιοδοξία των σπουδαστών που θέλουν να σκαρφαλώσουν εις τις παριές του Παρνασσού εντός εξαμήνου.

Άλλοι λιώνουν σε χυτήρια τα χρυσά δόντια των προγόνων τους κι άλλοι τρέχουν στο Ριχάρδο για να ανταλλάξουν τα τιμαλφή τους με τα ευλογημένα σεντς.

Ο ποιητής Βυζάντιος Αμαναρχίδης περιμένει τα νέα ψώνια στο εργαστήριο δημιουργικής ταφής.

Αιωνίως η μνήμη σας αριστουργήματα που δεν θα γραφτείτε ποτέ!

Το γυμνό σώμα ολομόναχο

george-grosz-book-cover

Το γυμνό σώμα ολομόναχο. Τίποτε δεν το ταράζει γιατί δεν κατέχει τίποτε. Αποτελείται μονάχα από μια καλή και μιαν ανάποδη όψη. Όπως ένα νόμισμα με δυο σχέδια, από ένα στην κάθε πλευρά του, που δεν μπορούν να χωρίσουν ούτε να κοιτάξουν το ένα το άλλο.

Το στόμα των νυμφών

stomaton

Μας κρατά στη ζωή η πίστη στα ερείπια των εμπειριών μας. Φανταζόμαστε το ποίημα σαν το αίθριο μάτι ενός Κύκλωπα, που μετρά συνεχώς την απόσταση ως τον εαυτό του. Η ευτυχία μας διατηρεί την αταραξία της αφού φέρει εικοσιπέντε αιώνων ποιητικό χάρισμα. Ακούω την πάντα μουχλιασμένη και ρυθμική προσευχή όσων έχασαν τον εαυτό τους, αφήνοντας απρόσμενα αλύτρωτη τη μια και μοναδική τους ζωή. Οι ερωτήσεις περί νοήματος κοστίζουν. Οι κοσμοθεωρίες δεν εμπιστεύονται η μια την άλλη. Οι νύμφες που έρχονται στο κρεβάτι μου μένουν για πάντα σιωπηλές. Μάλλον οι λέξεις μου τις τρόμαξαν. Κι εγώ που έχω τις λέξεις για ψωμί και αγαπώ να σπαταλώ τις ώρες μου μαζί τους, πιστεύω από αφέλεια πως κάποιες απ’ αυτές που βγαίνουν διαρκώς από το στόμα μου θα πέσουν στο δικό τους και θα φυτρώσουν μια για πάντα εκεί.

Rest in Peace

rest

Μόνο ένα πράγμα είναι τόσο ενθουσιαστικό σ’ αυτόν τον απαράμιλλα μάταιο κόσμο. Η επαφή με τις δυνατότητες του μυαλού.

Το αίσθημα της απέραντα σπλαχνικής ύπαρξής μας που διαπερνά τη συγκίνηση της γνώσης και φτάνει στη δράση. Εκεί που η ζωή και η συνείδηση ταυτίζονται απόλυτα κι λύκος κι η αρκούδα συμμετέχουν στο γίγνεσθαι όπως συμμετέχω κι εγώ.

Η σάρκα σας, Κυρίες μου, περιμένει πάντα σε μια υγρή ακτή από γέλιο και πόνο. Τον άρτο τον επιούσιο περιμένει και το σπασμό.

Θα με συντρέξετε εσείς ν’ απανθρακώσω τις λέξεις. Να βρω το νόημα που έχασα όπως η θλιμμένη κατσαρίδα βρίσει ένα αμύγδαλο και το μασουλά.

Είναι ο ουρανός που πρέπει να τον μάθουμε ψηλαφώντας με τα δάχτυλα την άοκνη απεραντοσύνη του και τ’ αποφάγια της χθεσινής νύχτας. Τους μετέωρους αστέρες που τυλίγω με το μαντηλάκι του θανάτου.

Ιδιότροπες πένες στο συμπαντικό μελανοδοχείο και λίγη σοκολάτα με κονιάκ για τη θλίψη που φτάνει στο μεδούλι.

Και διαβάζω με τα χείλη εσένα, θύελλα ζωντανό ζώο, ξέσπασμα της πιο χαζούλας ξανθιάς Αφροδίτης που κάνεις τη σκληρή μελλοντική γραφή μου αφρό πάνω στο στιλπνό δέρμα του κόσμου που ψάχνει το αληθινό του πρόσωπο.

Τα πάντα είναι στοιβαγμένα μέσα σε μια στιγμή. Όχι ένα άνυδρο πεδίο υγείας και ανέσεων, αλλά ένας γαλαξίας με γενναιόδωρα μεγαλιθικά μαστάρια που ταΐζει τις τρυφερές μας ψωλές για να σχηματίσουμε τον κόσμο μες στο μενεξεδένιο φως των άστρων, αναδίδοντας μιαν άγρια φιλήδονη φλόγα.

Ένα λυρισμό από αίμα και πύον.

Αγάπη για να συνάξεις τα κομμάτια των βασανισμένων, σφάζοντας μια για πάντα αυτό το ψευδόμενο μένος της αριστείας.

Κυρίες του καλού κόσμου και του παστρικού χαμού, στα πιο μύχια σωθικά σας εναπόθεσα την κακοφορμισμένη αισχρή φρίκη. Νόμους, κυβερνήσει, κώδικες, αρχές, τοτέμ, ταμπού, ορθοδοξίες.

Εγώ ξέρω σε πιο καθαρτήριο θα σας ξαναβρώ!

Ο σκύλος που κατουράει το γρασίδι του γκολφ

skilos

Υπάρχει ένας σκύλος ο οποίος τυχαίνει να διαθέτει τη μαγική ιδιαιτερότητα να αντλεί από κάθε πηγή, ακόμα κι απ’ τη δίψα του.

Κι είναι αλήθεια πως αυτός ο σκύλος έχει μια προτίμηση προς το παράλογο και το ακραίο. Το περίεργο, το ασυνήθιστο, το απαγορευμένο.

Είναι αισθησιακός και νοητικός. Σχεδόν αλυσοδεμένος στη βουλησιαρχία των παθών του, αλλά οι αλυσίδες του είναι τα σύρματα της πλήξης όσων τον εκδίωξαν απ’ την κατοικίδια μοναξιά στην αδέσποτη χαρά της τυχαίας συναναστροφής.

Γαυγίζει όταν οσφραίνεται γύρω του τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, αναμιγνύοντας με όση αναισχυντία διακρίνει ένα τετράποδο του δρόμου, τον Έρωτα με τον Θάνατο.

Ψηλαφεί και χαϊδεύει και χαϊδεύεται. Δεν έχει σκύλα δική του, ιδιοκτησία, συγγενείς και έρωτα ενταγμένο στους κώδικες της αναπαραγωγής. Αν συναντήσει στο δρόμο του ένα αδέσποτο μουνί θα το μυρίσει έως παροξυσμού με όλη τη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό και τη λαγνεία. Στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στη διαστροφή.

Τρώει όταν έχει όρεξη και κοιμάται όταν νυστάζει. Τρώει όταν βρίσκει να φάει και κοιμάται όταν χορταίνει απ’ τις φιλοζωίες και τις κλοπές.

Ο σκύλος αυτός κατάφερε να βρει την τρύπα στο φράχτη του πλούτου.

Τις νύχτες τρυπώνει εκεί ψάχνοντας στα σκουπίδια τους κόκαλα με πολύ κρέας και μεζέδες απείραχτους.

Απ’ τους ζεστούς λασπωμένους λάκκους πίνει νερό κι ευχαριστιέται το τρίψιμο και το κατούρημα στο γρασίδι του γκολφ.

Βίπερ

two_prostitutes_by_cellar_fcp

Οι δυο κοπέλες ήτο όμορφες και αγουροξυπνημένες.

Με μια μυρωδάτη λάμψη και με ακατάστατα μαλλιά, έμοιαζαν με πρόσωπα γκραβούρας του δεκάτου ογδόου αιώνος κι έμοιαζαν έτσι με τη γύμνια τους φρέσκια σαν να περιμένουν τον επόπτη παγοδρόμων ή σαν να περιμένουν έναν εραστή μεταξοσκώληκα στις γάμπες τους.

Ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση ένας άντρας ολόγυμνος μπήκε απ’ το παράθυρο κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω απ’ την κουρτίνα.

Οι δυο κοπέλες ήτο όμορφες και αγουροξυπνημένες. Άκουγαν τα Αχ! και τα Ωχ! του άντρα να πέφτουν στο πάτωμα και να σπάνε, άκουγαν από μέσα του λέξεις και ακατάσχετη σπερματορροία.

Άκουγαν το σαλεμένο μυαλό και το αίμα της ψωλής του, τα «σώστε με, σώστε με».

Σαν σκύλες τότε άρχισαν να του γαυγίζουν. Τράβηξαν την κουρτίνα κι άρχισαν τα κρυφομιλήματα και τα ξόρκια. Δούναι και λαβείν. Οι ασέλγειες με τη γλώσσα.

Νυφούλες αυτές, μάχιμες κι αθάνατες, που και που γονάτιζαν σαν να προσεύχονταν, και έσμιγαν και οι τρεις, ο εισβολέας μέσα τους σκόρπιζε σπερματόσπορο και τρυφερά λογάκια.

Έξω η πλάσις ήτο μιαρή, οι παπάδες πριόνιζαν δέντρα και τσουτσουνάκια, οι δάσκαλοι θυροκολλούσαν κούφιους οργασμούς στις πόρτες των εφήβων, η πατρίς αναιμική κατουρούσε γάλα, φίδια μαζεύονταν, μέρες της κρίσης.

Και το στοίχημα ήταν ποιος θα χάσει τον ήλιο.