Η ποίηση του Sergei Parajanov- δύσκολη μες στο σπαραγμό ή τη ναυτία της εποχής- γεμάτη εικόνες και δοκιμασίες, με μια κίνηση αβίαστης χαράς και χάρης, τόσο άγρια δαιμονικής κι ωστόσο τέτοιας παραίτησης, που δεν μπορεί κανείς να πει αν χαροπαλεύει ή αν γελάει.
——–
Οι νύφες του είναι το ρίξιμο ενός ζαριού, βάζουν στο παιχνίδι το ερώμενο ον. Ο θεός εξ ορισμού δεν είναι στο παιχνίδι, γι΄αυτό και όλα είναι θεϊκά, γεννημένα απ΄το σκοτάδι και το έρεβος, παραληρήματα μιας άπειρης βαρύτητας βγαλμένης απ΄τα βάθη της γης και τη βδελυρότητα του αίματος.
——-
Η ψυχή του πάγου και της φωτιάς μαζί, αυτός που τελικά είναι πουλί και φωλιάζει πάνω απ΄τις αβύσσους.
——-
Η ομορφιά στην πιο ακραία της συνύπαρξη με την πράξη. Αυτή η μέθη της διαστροφής, το ξεγλίστρημα στη φυγή, στην έλλειψη ανδρισμού, στην ερωτοτροπία των ενστίκτων.
———
Ιδρυτής μιας θρησκείας αφού επέζησε του σπαραγμού, ποιητής μιας αλόγιστης ελπίδας αφού επέζησε της λαγνείας, αρχιτέκτονας της δημιουργίας και της καταστροφής συχνά μπροστά σε ένα αλόγιστο επέκεινα.
——-
Μια αγνή γύμνια που αφυπνίζει με την περίπτυξη των κορμιών, των χεριών, των υγρών χειλιών, απαλή ζωική ιερή.
——-
Αγωνία σημαίνει αμφισβητώ την τύχη, ως εκ τούτου αφήνω την τύχη ελεύθερη στο μακρόσυρτο γογγυσμό της, δεν βλασφημώ και δεν θυμώνω παρότι ξέρω πως ο θεός είναι μια πουτάνα.