Στη χώρα της βίας οι θεοί είναι μισθοφόροι.
Φωτογραφία
Λόγια για την Εκλεκτική Κληρονομιά
Χαιρετισμός στη Δήμητρα Λαζαρίδου
(λίγα λόγια για την Εκλεκτική Κληρονομιά)
Κλειστοί τόποι. Μια δυναμοσειρά εικόνων δωματίου που διαβάζονται μέσα σ’ ένα φιλμικό περιβάλλον αναφορών σε καλλιτέχνες.
Προοπτική σκηνοθετημένη πάνω στις λεπτομέρειες, πάνω στη σάρκα της υφής των πραγμάτων, εκεί που αναδύεται μιαν άψογη αυστηρότητα, κλασικοί όγκοι κι ένα ωμό, αλλά ανθρώπινο κάλλος.
Οικίες ορισμένες απ’ το ακυβέρνητο ανακάτωμα του βλέμματος.
Διαμερίσματα εντρυφήσεων σε ονειροπολήσεις, άδειες ντουλάπες, ανοιχτές, έτοιμες να υποδεχτούν το νέο ξετύλιγμα της ιστορίας. Χώροι που η φυσιογνωμία τους καθρεφτίζει το είδωλο της ζωής που τους γέννησε.
Φως, σκοτάδι και πάλι φως χωνεμένο σε όλο το φάσμα της γνωστικής προέλασης που μας υποβάλει η αναπαράσταση.
Ένα βασίλειο θαλπωρής και συνουσίας που το πλησιάζεις με ζωτική ορμή για να το κατανοήσεις.
Σφραγίδες και χαρτιά απλωμένα πάνω σ’ ένα επιτραπέζιο πεδίο μάχης, ένα τόπος που δεν ανήκει σε κανέναν, εδώ όπου οι πάντες συναντιούνται για να κηρύξουν ανακωχή.
Η Δήμητρα Λαζαρίδου βάζει λίγο απ’ το χτυποκάρδι της μες στην ακινησία.
Ατενίζει κτερίσματα του παρελθόντος μες στο εικονοστάσι των αναμνήσεων. Το μικρό οικόσιτο μουσείο που λειτουργεί ως αναφορά δακρύων και φθοράς.
Όλο το φάσμα της ερωτικής μυθολογίας και του νοικοκυριού που ορίζουν τα λευκά στέφανα μέσα στους γκρίζους όγκους του μοναχικού βίου.
Δείχνει, πως, αυτό που έχει κάποια διάρκεια είναι η ιδέα της ενδιάμεσης ζωής.
Ένας ορίζοντας αναμονής πραγμάτων που δεν τα καταπίνει η εσχατολογία και ο δογματισμός.
Ζεύγη που καθρεφτίζονται στο χώρο, αφήνοντας στους τοίχους τα αμυδρά αποτυπώματα της κοινής τους ζωής. Πότε κρατώντας ένα δίσκο ακτίνας ως τεκμήριο ανταμώσεων και ενατενίσεων μελωδικών οραμάτων και πότε ένα τσαλακωμένο χαρτί ως αφήγημα ψυχής και σώματος παραδομένο στο φως της ελευθερίας που σου προσφέρει η κάθε στιγμή.
Η Λαζαρίδου επισκέπτεται καλλιτέχνες αγαπημένους, που λειτουργούν ως γεννήτριες συνειρμών, ξεφεύγοντας απ’ τη στυγνή δικτατορία της εικόνας, για να γλιστρήσει στο λαγαρό μόρφωμα της εικαστικής πνοής.
Να εγγράψει ξανά με το δικό της μέτρο τον ανθρώπινο ορίζοντα πάνω στη φαντασμαγορία της λειτουργικής απάτης των πραγμάτων.
Μέσα στις υπέροχα φωταγωγημένες νεκρές φύσεις της, τόσο απόκοσμες αλλά και τόσο οικείες, που περιμένουν τους νέους ενοίκους να τις στολίσουν και να τις αρματώσουν με ζωή. Με πάθη και ξεροκόμματα ψωμιού. Να γεμίσουν τον κενό χώρο με σιωπηλά ρολόγια, μετρώντας τις φλούδες του άμετρου και αμέτρητου χρόνου.
Με τη συνεχή αίσθηση της συνουσίας, της ιλιγγιώδους φυγής, του εφιάλτη και του ονείρου, που καπνίζουν αμφότεροι το αθόρυβο πούρο τους.
Η Λαζαρίδου τοποθετεί ένα γυναικείο πρόσωπο στο παράθυρο της ποιητικής τού φυσικού φωτός. Δίνοντας το στίγμα της ομφαλοσκοπεί την αίσθηση της προσδοκίας. Κοιτάζουμε και δεν κοιτάζουμε. Βλέπουμε και δεν βλέπουμε. Δεν ζούμε σ’ ένα σύμπαν αλλά σε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια που συνενωμένα δεν είναι μεγαλύτερα απ’ το κεφάλι μιας καρφίτσας.
Έχουμε για κατοικία μας τα κουφάρια των ενστίχτων και των αναμνήσεων. Περιστρεφόμαστε μέσα στο γλυκόπικρο κενό που ορίζει τις αποστάσεις και τα εφήμερα μεγέθη.
Οι άνθρωποι πιστεύουν πως το κενό σημαίνει ανυπαρξία. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Το κενό είναι μια άτακτη πληρότητα, ένας κόσμος πυκνοκατοικημένος από φαντάσματα, όπου η ψυχή περιπλανιέται ψαχουλεύοντας.
Η όμορφη κόρη έχει βγάλει τα γυαλιά της μπροστά στον καθρέφτη. Δεν κοιτά το είδωλό της και δεν φλυαρεί το βλέμμα της με το ναρκισσισμό της ομορφιάς και της νεότητας.
Μονάχα πιάνεται σε μιαν απόχη όπου ο αισθησιασμός της εσωτερικής ανησυχίας κυβερνά.
Δεν πουδράρετε, δεν χτενίζετε, δεν βάζει τα σκαρπίνια του χορού, δεν ξεγλιστρά ως νύμφη απ’ τα εσώρουχά της για την ερωτική κλίνη, αλλά αποχτά τον ανθρώπινο ρυθμό του βάρους και της ύπαρξης της σάρκας.
Μέσα στο άδειο επίσης και το κενό που ορίζεται απ’ το σώμα της και μόνο. Μες στο απίθανα πειραγμένο φως του δωματίου που δίνει ψυχή στα πράγματα.
Το ταξίδι εδώ είναι απ’ την αρχή ταξίδι γυρισμού.
Μια λυρική ενδοσκόπηση που η Λαζαρίδου την κρατά στο κάδρο της με ποιητικό τρόπο, αφήνοντας πάντα να διεισδύουν λωρίδες φωτός απ’ τον έξω κόσμο, προβάλλοντας στους τοίχους και στο ανθρώπινο βλέμμα τη γεωμετρική αστάθεια των σκιών.
Την Εκλεκτική Κληρονομιά ανθρώπων και πραγμάτων, χώρου και χρόνου, φύσης νεκρής και ζωντανής ανθρώπινης σάρκας, ύλης και πνεύματος, ανάγκης και ιδιοτροπίας.
Πάντα αφήνοντας το δραματικό στοιχείο να τρυπώσει σαν πολεμιστής σε γυναικωνίτη και να κάνει ελκυστικό και συναρπαστικό το φωτογραφικό της σύμπαν.