Ω Λύπη!, πως νοστιμίζεις το ανθρώπινο κρέας

Ετούτα τα πλάσματα, που κρατούν ζωντανά τα τριαντάφυλλα, τις κάψες, τις μαστίχες και τους ήλιους, αντέχουν σε κάθε εκφερόμενη κρίση.

Συνεχίζουν να κατατρώγουν το χυλό της δόξας και της βαρβαρότητας.

Ο άνθρωπος μόνον ένα σκουλήκι της λύπης ο ίδιος, ένα μικρό ερπετό της δυστυχίας, έχει ανάγκη την τραγωδία. Η περηφάνια μας απέναντι στην εύκολη ζωή των θεών. Το βίτσιο μας να σπουδάζουμε τη δυστυχία. Να οξύνουμε το πνεύμα όταν σκάει η καρδιά.

Ω Λυπιού! ινδιάνα και γύφτισσα, κάθε τραγωδία είναι μια πράξη εχθρική, ένα σχεδόν απροκάλυπτο ανοσιούργημα. Γίνεται μόνο στο θέατρο. Στους υπονόμους με τα θηρία, στους δαιδαλώδους κήπους των Βερσαλιών, στα μικρά δώματα και στα μεγάλα παραστρατήματα.

Οι παλαιοί είχαν ακόμη την τραγωδία για να μαθαίνουν να υποφέρουν.

Σε μιαν άκαμπτη, απωθητική παράσταση του Lear, μπορώ να δω τα πρόσωπα του δράματος ακάλυπτα στην ασχήμια και τη μοναξιά τους. Ακίνητα και σκληρά το ένα πλάι στο άλλο, να τρέχουν στην απέραντη ερημιά της σκηνής.

Ω Αγία Λύπη! όταν υποφέρω γίνομαι ανυπόφορος, βουλιάζω με νου και σώμα.

Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αστυνομικοί σκύλοι και Κρέοντες.

Όμως ο ήλιος την αυγή με ξεγεννά ξανά και πάντοτε. Απ’ το θολωμένο υπόλειμμα του πνεύματός μου ξεπροβάλει ένα απρόοπτο χαμόγελο, μια στιγμή ειλικρινούς αναλαμπής.

Κι ο ήλιος υπερβολικά άγρυπνος δίπλα σε άλλους ήλιους, σε σωρούς δίπλα από άλλα μαύρα αποκαΐδια, μας θέλει γυμνούς, υγρούς, αλαφροΐσκιωτους.

Μωρή κοντούλα λεμονιά, μπαρουτοκαπνισμένη!

Η λεμονιά του κήπου είναι γεμάτη καπνιά. Μια μυκητολογική μαυρίλα, ένα ξέσπασμα. Μελίγκρα και ψώρα. Ίσως ο εσπευσμένος αντίλογος και η χέρσα συνείδηση της φύσης.

Ίσως το κακό το ριζικό, ίσως η ελαφρά πεισματωμένη υποχώρηση των ερωτικών ζωνών, η σφαγή των ινδιάνων και τα μελιτώδη εκκρίματα των καπιταλιστών.

Η κερδοφορία εκδικείται Κύριε Επίκουρε του κήπου.

Ο χριστιανός βλέπει μαύρο το μέλλον της ανθρωπότητας. Άραχλο. Προσεύχεται για να τη βγάλει καθαρή μέχρι τον παράδεισο.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε μειονεκτικός, μια μηχανή, ένας τραγέλαφος.

Η βαρβαρότητα της ατομοκρατίας Κυρίες μου, που πίνετε απ΄τα χεράκια μου φυσικό χυμό πορτοκαλιού, στημένου με ευλάβεια, αφού πρώτα σαπούνισα τους καρπούς, ξέβγαλα τη μαυρίλα, στάθμισα τις άκαμπτες αντιφάσεις.

Ο διαφημιστής βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας ρόδινο. Ο σύγχρονος άνθρωπος προοδεύει. Τι κι αν μαυρίζουν και θλίβονται οι καρποί, έχουμε έξυπνη σκούπα, ρουφήχτρα των μολύνσεων και των εκζεμάτων, έχουμε αλοιφές για τον έρπητα, την λαγνεία, το σοδομισμό.

Όμως ποιος είμαι Κύριε Επίκουρε; Ο επίμονος κηπουρός ή ο ανώνυμος απαισιόδοξος; Ο ξερακιανός ή ο στρογγυλός; Ο υποχόνδριος ή ο άνθρωπος των απολαύσεων; Ο ασκητής ή ο επιπόλαιος;

Υπήρξα ζαβός και ένθερμος αναχρονιστής. Είχα και τη θλίψη μου.

Κύριοι Σκυλόσοφοι του Αιγαίου. Από παιδί παραστρατούσα στην ονειροπόληση μπας και καρφώσω το διάβολο της αδιαφορίας στην καρδιά.

Κύριοι Σκυλόσοφοι της ηδονής, πλατωνιστές και αριστοτελικοί, επισκεφτόμαστε συχνά το εργαστήριο του μοριακού μας βιολόγου, για να διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι όντως μπορεί να παραχθεί η χίμαιρα που ονειρευόσασταν τότε.

Υπάρχει λοιπόν αγαμική αναπαραγωγή. Τεχνική νοημοσύνη. Άλμα στο μέλλον.

Πρόκειται για το εγώ και το ετεροχρονισμένο δίδυμό του. 

Συσσίτιο στον Κολωνό

Για να υπάρχουν υιοί λυτρωτές, σημαίνει ότι υπάρχει και πατέρας που πρέπει να διασωθεί.

Γύρω γύρω εδώ, τριγυρνάνε κλέφτες και κλεφτρόνια, γλιστρώντας ανεπαίσθητα όταν ξυπνάει το τέρας, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής.

Πάνω στην πλατεία μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, αγγελιοφόροι των Ισπανών θαλασσοπόρων που είδαν το ξαπλωμένο λιοντάρι να βρυχάται, κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, προσμένοντας το συσσίτιο ή την ευλογία της παρουσίας του θεανθρώπου.

Κυρίες ταγμένες στον Κύριο και άλλες πιο δραστήριες, της κλαδικής, μοιράζουν σήμερα, φάβα με σαλάτα λάχανο-καρότο, ένα μικρό κομμάτι κέικ βανίλια συσκευασμένο, προϊόν μιας βαριάς γερμανικής αλυσίδας.

Όλοι μαζί μπορούνε. Οι πλούσιοι αγαπούν τους φτωχούς, αφού τους συντηρούν για να υπάρχουν, αφού ο πλούτος είναι ο ευλογών, ο αγιάζων και τρέφων τα σύμπαντα.

Όλα αυτά μοιάζουν περιέργως, με εκείνο το αρρωστημένο, παρανοϊκό, ιακωβιανό θεατρικό έργο που πήγα να δω την περασμένη βδομάδα. Με την αιμοσταγή βροχή του Κεφαλαίου, καθώς το τηλεοπτικό κοινό ευφραίνεται απελπισμένο, αισθησιακά εξαντλημένο, απροετοίμαστο-ολίγον τι οδυνηρά-για την άβυσσο του εμφυλίου που περιμένει.

Μια ποιήτρια δεν ήθελε κάποτε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι δίπλα σε μιαρούς σκύλους. Δίπλα στο Ισλάμ. Ας μείνουν στη χώρα τους να παλέψουν, λέει ένας χριστιανός καφετζής, ένας συμπαθής ραδιούργος που έχει κρυφές σχέσεις με δυσαρεστημένους Έλληνες πατριώτες, της πατριωτικής δεξιάς, όχι της μούφας.

Ο δήμος έχει φέρει και χημικές τουαλέτες για να μη χέζουν στα πάρκο πίσω απ’ τους θάμνους. Εκεί είναι ο χώρος για τα σκυλάκια που προαυλίζονται, για τα ραντεβού με τα βαποράκια, για το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία.

Εδώ κάτω απ΄την πίσσα και τα τσιμέντα, τα τυπογραφεία και τα μπουρδέλα του Κολωνού, το αρχαίο κλέος άγριο θαμμένο κάτω από σπέρμα και κλάμα, κάτω από μικρά πολύχρωμα παράθυρα, μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χωροχρόνου, σε σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, σε κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδρους του Λιβάνου, μελαμψά υγρά μάτια προορισμένα για νέους ιδιοκτήτες.

Μια γριά γυναίκα στέκεται μπροστά στο Ναό του Εσταυρωμένου. Με έδιωξαν από τον Οίκο του Θεού, φωνάζει δυνατά, γιατί δεν έβαλα την μάσκα! Αλλά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος που την είχε στο πηγούνι δεν ενοχλούσε. Και φυσικά αφού περίμεναν να ρίξω τα λεφτά στο παγκάρι, αλλά χωρίς να με αφήσουν να ανάψω το κεράκι!

Πριν πολλά χρόνια, πριν να έρθουν εδώ όλες οι φυλές του Ισραήλ, ένας διάκος δολοφόνησε τον καλό αρχιεπίσκοπο Μεγάρων και Γεράνειων Όρεων, βάζοντας δηλητήριο στα πόδια του σκηνώματος του Αγίου Ναρκίσσου, τα οποία πόδια, ο καλός ποιμήν, συνήθιζε να φιλά κάθε Κυριακή στη Λειτουργία.

Ιστορίες του καύσωνος

Αυνανισμός: Μια... δημιουργική απασχόληση! (ΦΩΤΟ)

Τα χείλη μου έκαιγαν και συχνά δάγκωναν τη γλώσσα μου. Ο καύσων με είχε σταυρώσει σε μιαν απόλυτα παθητική και μουρμουρίζουσα στάση.

Όντας ετοιμοπόλεμος ονειροπόλος ετοίμαζα εφόδια, σχεδίαζα επιθέσεις και αποβάσεις.

Τα αιδοία ήταν ακόμα θεάρεστες εικόνες κρυμμένες στα άδυτα των περιπτέρων κι η ματιά μου κολλούσε εκεί στο μέλι, δήθεν αδιάφορη αλλά τόσο λαίμαργη και νευρική, που μ’ έκανε να φαίνομαι σαν κάποιος αιμοσταγής ασύδοτος που περιμένει το σκοτάδι για να συλήσει τον πάνσεπτο τάφο.

Στα φιλολογικά καφενεία των μεγαλύτερων ερπετών, μάθαινα για το κυρίως ψητό, το κυνήγι της γκόμενας και τις επαφές με τις μυξοπαρθένες αλλά και τον οραματισμό της χήρας και της παντρεμένης, που θ’ άνοιγαν ξαφνικά τις μυστικές πτυχές τους σε μας τους νεαρούς καυλιάρηδες.

Το αιδοίο, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, παρέμενε ο χιμαιρικός και απαγορευμένος χώρος.

Σχεδόν σαν να ήταν ιερή νομοτέλεια, η μαλακία και ο ανθός της, συντρόφευαν την καθημερινή ικανοποίηση δια της τριβής, πρωτίστως εν φαντασία σκεπτόμενοι γαμικές κινήσεις κατά τις οδηγίες του παρασημοφορημένου αρχιμαλάκα της γειτονιάς.

Έτσι λοιπόν εν μέσω καύσωνος και καμπίσιας υγρασίας άρχισε η επίσημη σεξουαλική μου ιστορία.

Ποτάμια από σκέψεις και εικόνες. Ερεθισμοί και παλαβομάρες. Έξω απ’ τα χαμηλά παράθυρα που μύριζαν κρεμμύδια και μπάμιες, μελιτζάνες και ομελέτες, με την άκρη του ματιού ένα κρυφό και έντονο αίσθημα φούντωνε, βλέποντας το γυμνό κορίτσι πάνω στο μεγάλο κρεβάτι να χαϊδεύει την κοιλιά και τις τριχούλες του.

Ένας βωμός σαν πρόσφορο οίστρου στο δρόμο προς την μαλακία.

Αφού η μαλακία υπήρξε φυσικό επακόλουθο του παιδικού ερωτισμού, η προσευχή των εφήβων από όλους τους καμπινέδες της οικούμενης, πάντα με το άγχος του μαλάκα μαζί, με τη ντροπή και το φόβο, αφού το γλοιώδες τούτο υγρό, το περίφημο ψωλόχυμα έβγαινε απ’ το μεδούλι  της σπονδυλικής στήλης ακολουθώντας την παλιά ιπποκρατική άποψη, φοβούμενος ότι θα πάθαινα φυματίωση, αδενοπάθεια ή σπασμούς, ότι θα καμπούριαζα και θα ξεκούτιανα μα ιδίως πως θα μου ερχόταν μανιακή τρέλα.

Δεν ήξερα κι εγώ όπως και οι άλλοι έφηβοι πως η μαλακία συχνότατα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος έως βαθυτάτου γήρατος, κι όπως μ’ αυτήν αρχίζει ο έρως, έτσι και τελειώνει.

Με τη χαρά της αφθαρσίας λοιπόν μεσ’ στα μάτια σαν μεθυσμένοι έφηβοι και ειλικρινώς παρθένοι φαντασιωνόμασταν με ανάμικτα συναισθήματα φρίκης και ηδονής τις συνοικίες που τη νύχτα μονάχα ζουν με όργια και κραιπάλες.

Βλέπαμε οράματα όπως τα ζουλάπια βλέπουν τις λάμψεις μακριά στον ορίζοντα και τις καταιγίδες. Σκεπτόμασταν κορίτσια ν’ ανοιγοκλείνουν τα σκέλια τους μπροστά στις πόρτες των σπιτιών σαν μαστουρωμένες σειρήνες που προσπαθούσαν να μα πιάσουν απ’ τ’ αρχίδια.

Το σεξ τότε το χώριζε απ’ τον έρωτα ένα σκληρό παραπέτασμα.

Το σεξ ήτο μπορντέλο, βλεννόρροια, σύφιλη, βρωμιά και όλες οι πληγές του Φαραώ. Ο έρως απεναντίας ανήκε στις ουρανομήκεις εξιδανικεύσεις. Ασπασμός αγγέλων προς τ’ άστρα.

Αυτή του την πνευματική υφή μας ανέλυε ο κύριος Κασβίκης ο θεολόγος μας που εκτελούσε ακουσίως χρέη σεξουαλικού παιδαγωγού ξεπεταγμένος κι αυτός απ’ την τρυφή των κατηχητικών.

Την τελευταία σχολική μέρα του Ιουνίου έβγαλε τα κορίτσια το τελευταίο πεντάλεπτο απ’ την τάξη και αιφνιδίως κρέμασε στον πίνακα ένα μεγάλο χαρτί πάνω στο οποίο ήταν κολλημένες δυο φωτογραφίες.

Η επικεφαλίδα έγραφε με κεφαλαία Αυνανισμός ενώ ο υπότιτλος έγραφε Προ και μετά την Μαλακίαν.

Στην πρώτη φωτογραφία ένας νέος ωραίος, σφριγηλός και περίλαμπρος, ενώ στη δεύτερη ο ίδιος νέος αδυνατισμένος και καμπουριασμένος, με τα περίφημα καυλόσπυρα και τα μαλλιά ανασηκωμένα κατά τρόπο ανατριχιαστικό.

Η αναπαράστασις του κακού κούμπωνε τώρα πάνω στις αυτοερωτικές μας ασκήσεις.

Ο κύριος θεολόγος απεδείχθει πως ήξερε τι κάναμε όλοι στον καμπινέ. Ήξερε πως το καλοκαίρι θα προχωρούσε νωθρά για τις διαθέσεις της ηλικίας μας, γλυφό, περίεργο και ερωτικά κακοφορμισμένο.

Ο γάιδαρος σηκώνει το κεφάλι του στον ουρανό

Αποτέλεσμα εικόνας για erotica art donkey

Να οι καψερές. Αφήσανε τις κοφτερές πέτρες. Για κοίτα. Βελόνι, αδράχτι, σαΐτα για τα μάγια. Γητεύοντας με βότανα και κούκλες. Ξυπόλυτες κι αναμαλλιασμένες αρχίζουν να σκάβουν το χώμα με τα νύχια και να ξεσχίζουν με άγριες δαγκωματιές μια μαύρη προβατίνα. Το αίμα. Το αίμα χυνόταν στο χαντάκι. Μια κούκλα από κερί έστεκε σαν σκλάβος που τον προόριζαν για βασανιστήρια. Έχωσε το δεξί χέρι μέσα στην πληγή, βαθειά ως τα σπλάχνα, τράβηξε την καρδιά όπως τραβούν απ’ τους μεγάλους τάφους το στόμα του νεκρού και το ξεδιάντροπο γέλιο του. Οι τρίχες μου χοντραίνουν σαν τις τρίχες ενός ζώου μες στις ομίχλες απ’ τις χαμηλόφωνες χίμαιρες και το δέρμα σκληραίνεται σαν πετσί. Απ’ άκρη σε άκρη της σπονδυλικής στήλης πετιέται μιαν ουρά. Το κεφάλι μου γίνεται πελώριο, τα ρουθούνια μου ανοίγουν. Τα χείλη μου. Γίνονται μεγάλα γεννητικά μόρια. Πελώρια. Τα γεννητικά όργανα γίνονται μοχθηρά, ενεδρεύοντας την ηδονή και τον πόνο. Η κοιλιά δαγκωμένη απ’ το δηλητήριο. Τα χνώτα τώρα είναι τα χνώτα ενός γαϊδάρου. Ενός γαϊδάρου σε στύση. Ενός πατριάρχη. Μιας γαϊδάρας κι ενός γαϊδάρου παιδί. Ενός ζηλιάρη ήλιου που άρπαξε τη θέση μου και φαγώθηκε απ’ της αυγής το μαδημένο ψάρι. Ποιος θα με μάθει να γκαρίζω; Να συμπονώ τις γαϊδούρες! Να γίνω κλέφτης της τρυφερότητας και ληστής της ανθρώπινης λατρείας! Να φωνάξω εν χορώ στις γαρνιρισμένες με σάλιο μασχάλες όλο τον χείμαρρο των βλασφημιών και των ύβρεων. Να αρχίζω να κλοτσάω τον αέρα. Χάχανα, ανοιχτό στόμα, γυρισμένη γλώσσα. Γλώσσα. Γλώσσα. Αρχόντισσα όλων των σκανδάλων και Αγαθή του Κακού. Διαχειρίστρια εκλεκτών αμαρτημάτων. Μεγάλων ακολασιών. Φεγγαριών από μπετόν και λαρυγγιών από στάχτη. Ματιασμένων εωσφόρων που αφήνουν σαλαμάνδρες στις κούφιες κοιλιές των κοριτσιών. Τούφες τρίχες πάνω στις οβίδες κολλημένες με το γελοίο αίμα της υστερίας. Φανέλες και βίτσια της παλιάς χήνας. Ερπετά μες στη χοντρή απάθεια της εφηβείας. Στη ράχη μου η ράχη ενός γαιδάρου. Ένας περιπαθής γάιδαρος. Ένας ξεμοναχιασμένος βράχος. Μια γλυκιά ευωδιά από γάλα. Ένας λεπροκόμος στείρων ερώτων. Ένας γάιδαρος που όλο και πιο σπάνια ακούει τις κυνηγητικές σάλπιγγες να ηχούν. Μέσα στο οργισμένο φρενοκομείο, μέσα στο τερατώδες καμίνι ζευγαρώνουν τα δισκοπότηρα και οι ετοιμοθάνατες σκύλες. Πιστές. Άταφες. Αγάμητες. Παρθένες. Λιμασμένες. Απαρηγόρητες. Γκαστρωμένες με ένα σωρό χαλίκια και όργια. Ορφανές. Βαλσαμωμένες σαν οικογενειακά ζώα. Με πάνε εκεί στη σεμνή τους κρήνη. Στην πηγή τους από κυρτωμένο δόλο. Στον έσχατο νερόλακκο που δεν τον μπουσούλησε ο θεός τους. Ο θεός τους, η κοφτερή λαμαρίνα. Το ανώμαλο αγοράκι με τα γαλατένια δόντια. Ο χοίρος, τα σαλιγκάρια και η μύγα. Τώρα με τα γαϊδουρίσια μου πόδια καρφώνω πιο γερά τα καρφιά σου, θεούλη. Σπρώχνω πιο βαθειά τ’ αγκάθια σου. Κάνω το αίμα της οδύνης να κυλήσει μέχρι τις ξεραμένες σου πληγές.

Γεμιστά με πλαστικό πιρούνι

gemista

Είμαι θυμωμένος. Έδωσα κλωτσιά σε μια κολοκύθα. Και σε μια γλάστρα που είχα κερδίσει σ’ ένα χορό του δρόμου. Άντε κι εσύ καριόλα είπα καθώς την κλωτσούσα.

Κωλοπράγματα άψυχα, δεν ξέρετε τι είναι να αγαπάς δίχως χορτασμό. Δεν είναι απελευθέρωση. Είναι σκλαβιά.

Γλέντησα και πήδηξα στη ζωή μου πάνω κάτω σαν μαϊμού. Κανένα όφελος μόνο το ξερό μου κεφάλι έσπασα.

Ντύθηκα από έρωτα γυναίκα για να τρυπώσω σ’ ένα γυναικωνίτη. Ξέχασα το θεό και τους ανθρώπους μπροστά στα γυμνά μπούτια. Πεθύμησα να τα φάω και να τα ξεπαρθενέψω.

Στον ύπνο μου ο διάολος έφερνε κεράσματα. Κοψίδια ορεχτικά του γάμου. Και κάποιες νεράιδες από σοκολάτα. Σχισμές όμορφες λογίων λογιών νόστιμες.

Τώρα βουρκώνω αφού μου κόστισε ακριβά η ομορφιά. Αλλά κατάφερα να τη φέρω μέχρι τα ρουθούνια και να την τρίψω με τα δάχτυλα πάνω στην άνθησή της.

Τώρα κάτι μαραμένες κυρίες μου φέρνουν φαγητό. Ωραία η λύπηση και την έχω συνηθίσει. Έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία ο χορός. Αντί για απελπισία μου φέρνει χαρά.

Δεν θέλω να μ’ αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Τρώω τα γεμιστά με πλαστικό πιρούνι όπως τότε που ήμασταν δυο κι είχαμε μια καρδιά.

Δεν το εγκρίνουν οι άνθρωποι να κοιμάσαι κάτω από γέφυρες. Να πιάνει ψείρες το πουλί σου και ο κώλος σου ξεραμένα σκατά. Να τον παίζεις για να κοιμηθείς αφήνοντας σαν τ’ αποπλύματα λεπρών τα χύσια σου πάνω στις τρίχες. Και τις λίγδες απ’ τα ποδάρια μες στα χαρτόκουτα.

Οι ώριμες κυρίες που μου φέρνουν φαγητό δεν ζητάνε τίποτε από μένα.

Δε με φωνάζουν και δε με λένε τομάρι ψειριασμένο.

Και με ρωτούν όταν με βλέπουν λυσσάρικο και θυμωμένο να σπάω το νοικοκυριό μου που είναι όλο μισό μέτρο γύρω απ’ το στρώμα. Με ρωτούν τι γνώμη έχετε περί αμαρτίας; Α εγώ είμαι υπέρ κορίτσια τους λέω σαν μουλάρι που βγάζει αφρούς.

 

Αναμνήσεις ενός εξομολόγου

anamnisis

Εργαζόμουν ως εξομολόγος σ’ ένα χωριό στην επαρχία.

Τα κόκαλα και οι πέτρες τού τοπίου ήτο γυμνά και συφοριασμένα.

Οι χειμώνες έφταναν απ’ τη θάλασσα με το στόμα γεμάτο κρέας και οι νύχτες ήταν αχόρταστες και κακοφορμισμένες, όλο δαιμόνια και μισοκοιμισμένα καβούρια.

Τα καλοκαίρια όμως ήταν γεμάτα λυγμούς και κορμιά εκφυλισμένα απ’ τον πυρετό των ονειρώξεων και της τρέλας.

Ο καύσων της Μεσογείου τρυπά τις κοιλιές και σουβλίζει, σκοτώνει, γελά. Η λίγδα και το λίπος που φέρνει ο αέρας μοιάζουν αλειμμένα πάνω στις σάρκες, στίλβοντας κάθε βραδυφλεγή πόρο καθώς ίπτανται αυτές γυμνές στ’ απολιθωμένα όνειρά τους.

Πίθηκοι που αμαρτάνουν, φτωχοί και άμυαλοι, μέχρι ο μπόγιας να τους σπάσει το λαιμό.

Κάθε παραθαλάσσιο χωριό το θέρος μεταμορφώνεται σε παλλάδιον τού κήπου των ηδονών, με τη μυστηριώδη σημασία που αφήνουν οι ξερολιθιές με τα ξερόχορτα και τα αγκάθια στ’ αυλάκια τού κύκλου αυτού που οδηγεί στην αποχαύνωση και την αμαρτία.

Μες στο εξομολογητήριο στεκόμουν καθιστός με το κεφάλι σκυφτό και το μέτωπο ιδρωμένο, περιμένοντας να εκφωνήσω τον συμβατικό επικήδειο της συχώρεσης σε όντα φτιαγμένα από λάσπη και χρυσάφι, από τέλμα και αδιανόητες συμφορές.

Μα εκείνη τη μέρα έφτασε στο πένθιμο κουβούκλιό μου το πιο άσπιλο πλάσμα, ολόκληρο θηλυκό και παρθένο, με τη διαστροφή και τη βλασφημία σκορπισμένες μέσα στην αθωότητα που αναδίδει ζεστασιά και μαγεία.

Η ομορφιά ολόκληρη που τη νιώθεις να σκιρτά δίπλα σου εκεί ανάμεσα στο ξύλινο παραπέτασμα που χωρίζει την αγιότητα με τα γαμψά νύχια της τιμωρίας απ’ το χνούδι που ξεπροβάλει στις γενετήσιες σχισμές ανάμεσα απ’ την καρδιά και τα χείλη.

Ακουγόταν σχεδόν το βλέμμα της και τα μάτια της απρόσμενα μαύρα και γλυκά θαρρείς σα να θέλαν να δραπετεύσουν απ’ το καγκελόφραχτο παραθυράκι.

Πάντα η πρώτη στιγμή είναι σιωπή και μοναξιά μα ο εξομολόγος είναι ο οραματιστής που πρέπει να ξεκλειδώσει τα σεντούκια με τις θύελλες και τα πιθάρια με τους διαβόλους.

Η παιδούλα δίπλα μου φαινόταν συνεσταλμένη και ακόρεστη σαν άγγελος που κοίταξε κατάματα το θάνατο.

Ίσως γύρω η τόση σιωπή να με έκανε να ακούω ως και το αίμα στις φλέβες, τις κνήμες και τους μηρούς.

Άκουγα ήχους απ’ το κορμί της κι ένοιωθα τα νύχια της να θέλουν να χορέψουν μ’ ένα αρσενικό τέρας καμωμένο από ατσάλι και σπέρμα.

Άκουγα σιγά σιγά να χαϊδεύει τα μπούτια της και να κουνάει τα πόδια της. Τέντωνε δεξιά αριστερά τα γόνατα όλο και περισσότερο αφήνοντας αυτό τον ήχο που βγάζουν τα κόκαλα όταν χτυπούν στο κούφιο ξύλο.

Τα δάχτυλα σα να προχωρούσαν για να φτάσουν στα χρυσαφένια κρόσσια και την αρμονική τελειότητα τού υμένα που περιμένει κάποιο βράδυ για να ξηλωθεί και να ξεσχιστεί, αρχίζοντας το χορό του αίματος και του υπεροπτικού σφρίγους της νεότητας.

Ήμουν σιωπηλός σχεδόν με τη μισή ανάσα τού πλήθους που περιμένει στην αρένα τον ταύρο να σκίσει με τα κέρατα το παντελόνι τού ταυρομάχου.

Πλησίασα το μάτι εκεί στη μικρή τρύπα που μπορείς να δεις τα κομμάτια τού άλλου σπαρμένα εδώ κι εκεί στο ημίφως και είδα το κορίτσι να αυνανίζεται με το πρόσωπό της κολλημένο στο διχτυωτό πλάι μου και τα μέλη της όλα τεντωμένα και τα μπούτια της ανοιγμένα και τα δάχτυλα χωμένα βαθιά μέσα στο τρίχωμα να ψάχνουν.

Φαινόταν σα να μπορούσα να την αγγίξω κι έβλεπα πως λίγο λίγο ξεγύμνωνε τον κώλο της ψιθυρίζοντας με υγρή φωνή.

-Πάτερ μου, θέλω να σας πω τη μεγαλύτερη αμαρτία μου, αυτή που δε σας ψιθύρισα ακόμα.

Ακολούθησαν δευτερόλεπτα σιωπής, με το καρδιοχτύπι να σχοινοβατεί πάνω στο συρματόσχοινο της κοινής μας αμηχανίας.

Το κορίτσι σα να πρόσταξε σε μένα τον ηδονοβλεψία εξομολόγο ψυχών, λόγια που απαιτούν αγιοσύνη και βαραίνουν πάνω στα σαγόνια και τις χαρακιές της γης που κρατά στη ζωή το σάρκινο λουρί μας δεμένο στο ερωτικό σκίρτημα και στον καυτό άνεμο.

-Η μεγαλύτερη αμαρτία μου Πάτερ, είναι πως αυτή τη στιγμή που σας μιλώ τραβάω μαλακία, έχω τα δάχτυλά μου στο μέλι αυτό που γεύονται οι γλώσσες των αντρών και των γυναικών, στο μουνί μου που δε θέλει σπόρους και βροχή μα δυνατά αλέτρια, δάχτυλα να οργώσουν όλα τα κύτταρα και τις αφρισμένες μου χαίτες, να τεντώσουν και να ξεχαρβαλώσουν το κορμί μου που θέλει να γίνει απέραντο και να απλωθεί μες στο βδελυρό τρούλο της αγκαλιά του θεού.

Πέρασαν τότε, ακόμα μερικές στιγμές με ψιθύρους και βογκητά και σαλεύοντας σα μια δαιμονισμένη που την εξάρθρωσαν ηδονές που αναβλύζουν και φιλονικούνε στην αιωνιότητα, σχεδόν με δυνατή και καθαρή φωνή όλο θέληση και υπεροψία μού είπε.

-Πάτερ, αν δε με πιστεύετε ελάτε να σας δείξω.

Κι αμέσως σηκώθηκε πλατσουρίζοντας μέσα στους γλυκούς χυμούς της ανθρώπινης ζωής, τραβώντας το μαύρο παραπέτασμα που μας χώριζε, ανοίγοντας τα σκέλια της μπροστά σε μένα τον Ιούδα, ενώ με χέρι σταθερό και γρήγορο μαλακιζόταν ακόμα συνεχίζοντας να κρεμάει στα τσιγκέλια των τρούλων οργασμούς σαν σφαγμένους πετεινούς, με το αίμα τους να στάζει πάνω στην αναισχυντία της στέρησης τόσων πιστών που φαρμακώνονται για να κοιμίσουν τη φύση μέσα τους.

Βίπερ

two_prostitutes_by_cellar_fcp

Οι δυο κοπέλες ήτο όμορφες και αγουροξυπνημένες.

Με μια μυρωδάτη λάμψη και με ακατάστατα μαλλιά, έμοιαζαν με πρόσωπα γκραβούρας του δεκάτου ογδόου αιώνος κι έμοιαζαν έτσι με τη γύμνια τους φρέσκια σαν να περιμένουν τον επόπτη παγοδρόμων ή σαν να περιμένουν έναν εραστή μεταξοσκώληκα στις γάμπες τους.

Ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση ένας άντρας ολόγυμνος μπήκε απ’ το παράθυρο κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω απ’ την κουρτίνα.

Οι δυο κοπέλες ήτο όμορφες και αγουροξυπνημένες. Άκουγαν τα Αχ! και τα Ωχ! του άντρα να πέφτουν στο πάτωμα και να σπάνε, άκουγαν από μέσα του λέξεις και ακατάσχετη σπερματορροία.

Άκουγαν το σαλεμένο μυαλό και το αίμα της ψωλής του, τα «σώστε με, σώστε με».

Σαν σκύλες τότε άρχισαν να του γαυγίζουν. Τράβηξαν την κουρτίνα κι άρχισαν τα κρυφομιλήματα και τα ξόρκια. Δούναι και λαβείν. Οι ασέλγειες με τη γλώσσα.

Νυφούλες αυτές, μάχιμες κι αθάνατες, που και που γονάτιζαν σαν να προσεύχονταν, και έσμιγαν και οι τρεις, ο εισβολέας μέσα τους σκόρπιζε σπερματόσπορο και τρυφερά λογάκια.

Έξω η πλάσις ήτο μιαρή, οι παπάδες πριόνιζαν δέντρα και τσουτσουνάκια, οι δάσκαλοι θυροκολλούσαν κούφιους οργασμούς στις πόρτες των εφήβων, η πατρίς αναιμική κατουρούσε γάλα, φίδια μαζεύονταν, μέρες της κρίσης.

Και το στοίχημα ήταν ποιος θα χάσει τον ήλιο.

Ο Σφαλιάρας και ο Πετσοκοκεφτές

sfaliar

1η δημοσίευση στο γερμανικό περιοδικά DADA

Εδώ αρχίζουν τα έργα της Ιεχωβάδικης λογικής. Αυτή η φουσκονεριά, αυτή η ναυτία. Αυτοί οι ιμάντες από θέαμα και υγρασία και μοναξιά. Δυο άντρες στο άντρο τους, μοιράζουν φυλλάδια με λόγια του Χριστού.

Ο Χριστός είπε πως η αγάπη είναι το εσώρουχο της ψυχής. Μα η ψυχή μου είναι θηλυκιά κοπέλα χριστούλι μου και το σουτιέν της και το βρακί της είναι αγάπη. Είναι το άρωμά μου σα να λέμε και το κλειδί της ύπαρξής μου. Είναι αυτό που με κορώνει και με διαπερνά.

Καμιά λογοτεχνία και καμιά λογική. Οι κομψοί φραμπαλάδες απλωμένοι εκεί στα σχισμικά έγκατα και τα βυζιά και τις ρόγες. Πηδάλια εκσπερμάτωσης και βυρσοδεψία. Κιλότες σχεδιασμένες απ’ τις διάνοιες της ανελέητης Ορθοδοξίας των συμπαντικών υγρών.

Ανελέητα πένθη του Γιαχβέ κεντημένα με τις κλωστούλες της ανάσας μου. Ένστολοι φρύνοι εμείς οι κατά βούλησιν γαμιάδες. Εμείς που απ’ τ’ αυγό μας όταν βγαίνουμε μυρίζουμε κρίνους και πούτσους και μουνάκια.

Ω! ψυχή μου εσύ, ένας αχερώνας γεμάτος καλοξεραμένο άχερο και χόρτο, και μες στη μέση μια μεγάλη φωτιά από ξύλα που πετά σπίθες και φλόγες σ’ όλο τον αχερώνα.

Με καίει, με πυρπολεί, με ποθεί. Η παρουσία της με σάρκα και οστά φωτίζει τα εκθέματα. Κομπινεζόν, κολάν, κάλτσες, σλιπ και φανελάκια. Αντικείμενα ορφανά χωρίς αυτήν. Χωρίς την ψυχούλα και την ψίχα της.

Ο Σφαλιάρας και ο Πετσοκοκεφτές μοιράζουν φυλλάδια στο Μοναστηράκι. Το ιερό καθήκον τους είναι να με κάνουν να πιστέψω. Μα ο Χριστός είπε, δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ, ή σώστε με αμέσως ή σταυρώστε με.

Και τότε ξεσπάει μια θύελλα ντανταϊστική στην αρχαία αγορά. Τουρίστριες αμερικάνες, γυναίκες μαλλιαρές. Η πτώσις της τιμής των εσώρουχων αμέσως προκαλεί το διπλασιασμό των οργασμών. Ντύστε καριόλες τις ψυχές σας. Βρακάκια και βρακιά λογιών-λογιών.

Ω! ψυχούλα μου βρακώσου, για να’ ρθει ο εραστής σου ο Ιησούς. Εδώ πωλούνται κιλότες για σκίσιμο, ερωτικές κασέτες με παρτούζες και πιπίλες. Εδώ ο Γιαχβέ μιλά με τσιτάτα και ρητά. Λίγο πριν μπει ο κοσμάκης να ψωνίσει με τα μάτια έρωντα και λουλουδιασμένη Ιτιά. Λίγο πριν περάσουν ανάμεσα απ’ τον Σφαλιάρα και τον Πετσοκοκεφτέ. Και εις την πλατεία Αβυσινίας δουν από δεύτερο χέρι χάντρες και φυλαχτά.

Εκεί που ο Γιαχβέ θα με κάνει αρχηγό του κράτους των ψυχών. Μόδιστρο κάθε ψυχούλας. Εκεί που θα με ονομάσει πρόεδρο του Σώματος πυροσβεστών της καυλωμένης οικουμένης, εκεί που θα με κάνει Λυκειάρχη και Λύκο, εκεί που θα με διορίσει επόπτη του Νεκροτομείου Οργασμών.

Εκεί που θα μ’ αφήσει να βλέπω τις ψυχούλες να στριφογυρίζουν σ’ έναν φαύλο κύκλο. Και θα τους κάνω κήρυγμα εγώ. Εγώ ο μετεμψυχωτής κάθε διάνοιας. Εγώ, που θα τους λέω: Ψυχούλες, μες στο κλουβί έχει τροφή. Λίγη, ωστόσο έχει τροφή. Έξω όμως απ’ αυτό έχει απέραντη μονάχα ελευθερία.

Κύκνειο Άσμα

kyknos

Τι εστί χίπικη μονοκοντυλιά και τι εστί παρνασσισμός της κοινής λογικής το ξέρει καλά ο γέρος μέσα μας που διαψεύδει ελπίδες και οράματα επί οχταώρου και κατεβαίνει φορτσάτος σκάβοντας σάρκα.

Τι εστί εραστής των καλών τεχνών μαγκωμένος από σύννεφα και ιδιότροπους λυρισμούς και τι εστί πάνθηρ ροζ σε μπεζ σκηνικό αφροδίσιας καθαρότητας το ξέρει καλά ο μοιρολάτρης εαυτός που με όλους τους παραδοξολογικούς εμπαιγμούς των λετριστών χώνει την προβοκατόρικη μουσούδα του παντού.

Διατρέχοντας τόμους φυσικής ιστορίας, ο επιφανής γιατρός Τριμπουλά Μπονομέ έμαθε πως ο κύκνος τραγουδά ωραία πριν πεθάνει. Σαν τέλειος εραστής της μουσικής ονειρευόταν να χορτάσει μουσική.

Πλησίαζε εκεί στην άκρη του βάλτου για να εμψυχώσει τους καλλιτέχνες. Γινόταν ένα όρνιο που με τα σιδερένια του δάχτυλα βυθιζόταν στους αγνούς λευκότατους λαιμούς.

Τους θρυμμάτιζε νιώθοντας στα δάχτυλά του την ψυχή των κύκνων να σαλεύει μ’ ένα τραγούδι αθάνατης ελπίδας, απελευθέρωσης κι αγάπης, προς τους άγνωστους ουρανούς.

Κι ο γιατρός Μπονομέ ανέπνεε το τραγούδι, οι αρμονικοί κραδασμοί έσκαβαν την καρδιά του, χίλιοι οργασμοί ως την αιωνιότητα που αναλογούσε στον απολαυστικό νυχτερινό του θανατόκοσμο.

Οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες, οι κατάλευκοι κύκνοι, έσβηναν προσφέροντάς του τον πιο τρυφερό επιθανάτιο σπασμό. Την μουσική που προκαλούσε το αιμοβόρο πάθος.

Κάθε ειλικρινής και γνήσιος φιλότεχνος ξέρει τον τρόπο που θα δολοφονήσει τον καλλιτέχνη, ξέρει πως το κύκνειο άσμα του είναι αποτέλεσμα της βαμπιρικής του φύσης.

Πλούσιοι μαικήνες, αντεροβγάλτες των καλλιτεχνών με τα χρυσά τους νομίσματα ακολουθούν το γιατρό Μπονομέ στο βάλτο με τους αθώους καλλιτέχνες.

Εκεί όπου λίγο λίγο η αγωνία του θανάσιμου κινδύνου ζευγαρώνει με τα παθητικά αποκυήματα της φαντασίας.

Εκεί όπου ο πλούτος και η δύναμη στραγγαλίζουν το λευκό κύκνο για να ακούσουν το επιθανάτιο αριστούργημα.

Και τώρα στα εκτροφεία καλλιτεχνών και στα εκτροφεία λευκών κύκνων, στων τεχνών και των γραμμάτων τους λευκούς λαιμούς που άφησαν πίσω τους ηχογραφημένο τον επιθανάτιο ρόγχο τους, το αριστούργημα που σφράγισε ο φόνος.

Κάτοπτρο νεοσύλλεκτου γραφέως

eys

Είμαι ο ιδρυτής αυτού του εξωανθρώπινου κόσμου. Υπήρξα αμπαρωμένος χρόνια στην κοιλιά της πραγματικότητας, μα τώρα αδερφέ, πήρα το μαχαίρι και έσκισα αυτό το τοξικό στομάχι.

Και κατάλαβα και ένιωσα τι εστί παράδεισος. Τι εστί βακχεία.

Απατημένοι, εσείς, απ’ το μαγνητισμό της ύλης και των συνευρέσεων, η εκσπερμάτωσή μου είναι αδίστακτη, αδιάντροπη, αδυσώπητη.

Χαχανίζετε κλαψιάρικα. Με το μακρύ γυαλιστερό μάτι από διαλυτικά οράματα. Κλάνετε αλλά δε ευχαριστιέστε το κλάσιμο. Χαχανίζετε κλαψιάρικα. Πάλι ξανά. Τρώτε αυτό τον υπέροχο πουρέ από φασόλια και κόκκινες πιπεριές. Αλλά δεν τρώτε. Αυτοδιαλύεστε στο αιώνιο νεκροκρέβατο της επιβίωσης. Λιανίζετε και λιανίζεστε. Προσεύχεστε και καταριέστε.

Αδερφέ από κλάψα και ναφθαλίνη είμαι ο ιδρυτής αυτού του εξωανθρώπινου κόσμου. Είμαι στον παράδεισο που είναι περικυκλωμένος από μυστήρια. Είμαι όλος ένα καβλί. Αντιβιοποριστής, αδερφέ, ζηλωτικά και αυθάδικα, όλο χαζούλικα λογάκια. Όλο εξωανθρώπινη άχρηστη ποίηση.

Όλο αριστουργήματα της πούτσας. Όλο μπρούμυτα. Με τα σαθρά πνευμονάκια να μυρίζουν τις γρήγορες κατουριές. Τα χείλη του μουνιού που τανιέται εντατικά, σκούρο και γενετήσιο, αυτό το θρεφτάρι που πλατειάζει αφρισμένη λαχτάρα, έτσι φασκιωμένο από θαμπές ζηλόφθονες κουβέντες.

Ω μουνί περικλεισμένο μέσα σε οικόσιτες ακτινοβολίες, θα τραβήξω δια μιας όλες τις κουρτίνες για να φωταγωγήσεις τον κόσμο.

Είσαι ο κάτοχος του εξωανθρώπινου σύμπαντος που ιδρύω καθημερινώς και αδιαλείπτως. Εγώ ο νεοσύλλεκτος γραφέας ο γραφιάς ο γραφομανής ο γραφομουνής ο γραφομούνης.

Φτιάχνω πάλι το θαύμα. Φτιάχνω πάλι το ποίημα που γαμεί και σεμνύνεται. Αυτό τον ξεπλυμένο σβώλο ανθρώπινης λαλιάς μέσα στην αιώνια βροχερή νύχτα.

Αδερφή ψυχή, λεσβία. Είμαι ένα θαύμα. Στον πυθμένα του μουνιού μου ένα στρώμα χημικά άλατα, απλωμένα σε χαριτόβρυτους κρυστάλλινους σχηματισμούς.

Είμαι ισάξιος του Dante και του Shakespeare, νιώθω αυτό που ο γερασμένος Victor Hugo ένιωσε στα εβδομήντα του, αυτό που ο Ναπολέων ένοιωσε στα 1811, εκείνο που ο Tannhauser ονειρευόταν στο Venusberg.

Τηλεγράφημα

tile

Ο συνάδελφος στο γραφείο ήταν παλαβός. Θεοπάλαβος. Έγινε παλαβός. Έλεγε παλαβά πράγματα με παλαβό τρόπο. Κάθε πρωί ακούγαμε τις παλαβομάρες του και νιώθαμε πόσο παλαβός είναι. Πόσο παλαβός γίνεται μέρα με τη μέρα. Αποφασίσαμε να ενημερώσουμε τη διεύθυνση για τον παλαβό συνάδελφο που έλεγε παλαβά πράγμα. Αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες ο παλαβός συνάδελφος οδηγήθηκε στο τρελοκομείο. Επιστρέψαμε σιγά σιγά στους κανονικούς ρυθμούς. Ο παλαβός συνάδελφος δεν μπορούσε πια να μας παλαβώνει με τις παλαβομάρες του. Ύστερα από μερικές μέρες έφτασε στο γραφείο ένα τηλεγράφημα απ’ το φρενοκομείο. Το τηλεγράφημα έγραφε: Από Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Στοπ υπάλληλο της ανθρώπινης ψυχής Στοπ αγαπητοί συνάδελφοι να ξέρετε πως δεν μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι έχετε σώας τας φρένας κλείνοντας το συνάδελφό σας στο φρενοκομείο Στοπ

Τα πάντα

ta panta

Σκέφτομαι πως άλλαξε η σάρκα μου όταν με ρώτησες αν ήθελα να σε δω γυμνή. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα τη νύχτα, καθίσαμε ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους που βρισκόταν εκεί, και, μου ψιθύρισες στο αυτί πως όταν βρισκόμασταν μόνοι μας θα μου έδειχνες τα πάντα. Το σκέφτομαι τώρα που είμαι μόνος, τώρα που πάω για ύπνο, όπου θα δείξω εγώ σε μένα αντί για σένα, μέσα στον ύπνο μου, τα πάντα που θα μου έδειχνες εσύ στον ξύπνο μου.

Δόλωμα για νυφίτσες

doloma

Ο Δον Κιχώτης έχωσε το κεφάλι στη μασχάλη κι άρχισε να τρίβει τα ρουθούνια του.

Ανέμελος στην ησυχία της νύχτας, σχεδόν υπνωτισμένος και ελεύθερος σαν μεθυσμένος νεκροθάφτης, ξαπλωμένος στην ταφόπλακα δίπλα στην υγρασία και τη μούχλα, κοντά στους ποντικούς που ροκανίζουν τα κιβούρια, μύριζε πάνω του το άρωμα της Δουλσινέας.

Ερεθισμένος απ’ την αψιά μυρουδιά που έμοιαζε με άρωμα αγριόχηνας γαρνιρισμένης με ελιές και κρεμμύδια.

Μύριζε την μεθυστική μασχάλη της.

Μύριζε τον ιδρώτα όλων των γυναικών και όλων των ανθρώπων απ’ την παιδική ηλικία ως τα γεράματα, ακολουθώντας την διαδρομή που τον οδηγούσε απ’ την ξινίλα του χυμένου γάλακτος στο δέρμα του βρέφους στη λιγότερο στυφή και πιο γλυκανάλατη ξινίλα των γηρατειών.

Μονάχα ο Σάντσο Πάντσα θα μπορούσε να τον ξυπνήσει απ’ το λήθαργο.

Μα ο Σάντσο Πάντσα ήταν ήδη νεκρός και μόνος κάτω απ’ την κρύα γη, κρατώντας σφιχτά το σπάγκο με το κεφάλι του πετεινού.

Παραλία Λούρου ή Ανάμνησις Καύσωνος

anamnisi

Ο ήλιος μύριζε προβατίλα. Ο πρωινός ήλιος. Ο πρώτος ήλιος που κάνει τον πόθο να αδρανεί.

Τα βλέμματα γύρω που ξεπετιούνται σαν ναρκωμένες οχιές απ’ τον υπνόσακο και τα ενδότερα.

Είναι η ώρα που έχεις δύσκολη διάθεση ερπετοειδή. Κολλώδες και παγωμένο σώμα. Μα ο ήλιος και η θάλασσα είναι εκεί, με όλες τις μυρουδιές τους.

Οι χίλιοι σατανάδες αγουροξυπνημένοι με τα σκέλια ανοιχτά και οι πρώτες σιγανές κουβέντες σαν να κυλούν απ’ τα κρινάκια που μπλέχτηκαν βραδιάτικα γύρω απ’ τα κορδόνια των παπουτσιών.

Κορίτσια με διάθεση εικοστού αιώνος φορούν τα κυνηγετικά τους καπέλα και τρυπώνουν πίσω απ’ τις καλαμιές για να κατουρήσουν.

Εμείς τα αδιάφορα αρσενικά σέρνουμε το κορμί μας σαν υνί μέσα στην άμμο περιμένοντας να δούμε από τύχη λίγη έστω τη ρεματιά του παραδείσου.

Σκέλια θηλυκά, σαρκώδη, που ξεσπούν ανάμεσά τους τα σπλάχνα κάτουρο αχνιστό.

Μακριά απ’ όλες τις αγριότητες του σύμπαντος, τις συγκρούσεις κομητών κατά μέτωπο, εμείς τρυπωμένοι εδώ σαν πτωματοφάγα σκουλήκια, ανάμεσα από αγριόχορτα και λαχανίδες, πλαστικά μπουκαλάκια με νερό και κονσέρβες με φασόλια και ντολμαδάκια.

Εμείς παιδιά απλωμένα στο ταψί της άμμου, όντα ακίνδυνα σαν φρεσκογεννημένα κουτάβια, με τις πατούσες μας να έχουν πιάσει μαύρη πέτσα, ξυπόλητοι και ηλιοκαμένοι, αφημένοι εκεί που η στεριά γίνεται αλάτι και ιώδιο.

Και οι άνθρωποι επιπλέουν και βυθίζονται γυμνοί και μόνοι. Απροστάτευτοι, χωρίς εξουσία, παραδομένοι στα ρεύματα, στον κόσμο των ψαριών, στα μάτια και τις γλώσσες που παραμονεύουν στο βυθό.

Και έξω απ’ τη θάλασσα, γύρω, κατσίκια και αλμυρίκια και πάλι μυρουδιές απ’ το αρχαίο παρελθόν και τα καταποντισμένα προάστια.

Και πάλι εμείς με τα γεννητικά μας όργανα απλωμένα στις πετσέτες. Να μας κλώθει ο ήλιος έξω απ’ το θάνατο και το σεξ.

Να μας μαγαρίζει με χαρά και ιδρώτα, αυτό το παράδοξο άστρο που μαγείρεψε ο άπειρος χρόνος στο συμπαντικό καζάνι.

Να κεντάει πάνω στη γύμνια μας επιθυμίες, σε κάθε πόρο του κορμιού μας να βυθίζει τα δάχτυλά του και να μας καρφώνει με τις ακτίνες του.

Εμείς αγόρια και κορίτσια έκθετα στην ηρωική ηλιθιότητα της εφηβείας, με το μέσα γυρισμένο έξω, σπαρμένο εκεί δίπλα στα μπάζα και τις τσουκνίδες, στις πεταμένες καπότες, στα φτερά και τα πούπουλα των γλάρων.

Λίγο μακριά απ’ τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία.

Αποχαυνωμένοι μες στο σκληρό και ρεαλιστικό αριστούργημα της αμμουδιάς. Μακάριοι με τις στύσεις μας και τα τσιμπήματα από κουνούπια.

Αρσενικά και θηλυκά ένα κουβαράκι που κύλησε ολοσχερώς στον καλοκαιριάτικο οίστρο.

Σάρκες κοιλιές γλουτοί αιδοία και πρόσωπα. Σαν τα ψάρια που πιάναμε κι έπειτα τα πετούσαμε στη θάλασσα και μόλις άγγιζαν το νερό οι άσπρες κοιλιές τους γύριζαν προς τα πάνω και κυλούσαν νεκρά επιπλέοντας πάνω στο ζεστό νερό.

Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας κόκκος άμμου

kokkos

Η νύχτα με τύλιγε.

Οι λόφοι που έφραζαν απ’ όλες τις μεριές τον ορίζοντα αρμένιζαν στο φεγγαρόφωτο.

Είχα ξεμείνει στην ερημιά με το ποδήλατο. Στο απαλόφραχτο σκοτάδι. Στα ερωτικά προξενιά των τρωκτικών, εκεί που γίνεσαι λυρικός και πλεονέχτης και ψάχνεις με το αυτί αχόρταγος, ήχους και φωνές.

Τον ήρεμο μανδύα της νύχτας διαπερνούσαν οι φωνές χιλιάδων γρύλων.

Τραγουδούσαν κρυμμένοι μέσα στο σανό και στα άχυρα απ’ το θερισμένο στάρι.

Από καιρό σε καιρό οι φωνές τους διέκοπταν το τραγούδι απ’ τα νυχτοπούλια και τους κοασμούς των βατράχων που βρίσκονταν στο ποτάμι και τα ρυάκια. Αυτά που κελάρυζαν ανάμεσα απ’ τ’ άγουρα καλαμπόκια.

Μαζί με τις φωνές της νύχτας ερχόταν η θεσπέσια μυρουδιά απ’ το φρεσκοκομμένο σανό και το τριφύλλι.

Τρόπον τινά είχα μεθύσει απ’ τη μυρουδιά του σανού. Ήθελα να μείνω εκεί κάτω απ’ την ιτιά, όλη νύχτα. Αντιμέτωπος με το σύμπαν, ένας κόκκος άμμου.

Ένας κόκκος άμμου που δε λογαριάζει ποτέ σωστά το μέγεθός του.

Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στο αυλάκι στην άκρη του δρόμου. Κατέβηκε βιαστικά ένα τύπος και ήρθε σχεδόν μπροστά μου χωρίς να με βλέπει. Τον έβγαλε έξω κι άρχισε να με κατουράει.

Ακουγόταν μονάχα η μηχανή στο ρελαντί και τέλος η πορδή του ως προωθητικό αέριο της τελευταίας σταγόνας του ποτίσματος.

Ο τύπος μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε ξαλαφρωμένος. Εγώ έμεινα εκεί άναυδος και κατουρημένος πατόκορφα.

Δεν μπορούσα ακόμα και να ψιθυρίσω κάτι. Έκοψα τότε ένα μικρό κλαράκι ιτιάς, το έβαλα στο στόμα μου κι άρχισα να το μασουλάω.

Ερωσφόρος

erosforos

Κάθε απόγευμα οδηγούμουν σχεδόν υπνωτισμένος στο μικρό και μοναδικό βιβλιοπωλείο του Γυθείου Λακωνίας.

Ο βιβλιοπώλης ήτο φίλος μου και άνθρωπος με μεγάλη καρδιά.

Στο πίσω μέρος του μαγαζιού υπήρχε ένα δωμάτιο μ’ ένα μικρό κουζινάκι. Ένας καναπές, ένα ντουλάπι, ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες, ένα πετρογκάζ και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με κορνίζα στον τοίχο. Η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου μ’ ένα λευκό νυχτικό ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φωτογραφημένη απ’ τον Αντρέα Εμπειρίκο.

Ένα μικροσκοπικό μπάνιο στο βάθος και πέτρες απ’ τη θάλασσα στο τσιμέντο, μ’ ένα παραθυράκι που έβλεπε στο κεντρικό δρόμο.

Κάθε απόγευμα καθόμουν σ’ ένα σκαμνί με τον πηχτό τούρκικο καφέ δίπλα μου να μοσχοβολά. Διάβαζα και άκουγα μακρινούς ήχους.

Ήταν η χρονιά των Ρώσων κλασικών.

Καθόμουν σαν κουρούνα πάνω απ’ τον Ντοστογιέφσκι και ξεφύλλιζα τις σελίδες του σαν καινούργιους παρθενικούς υμένες.

Θεούς και δαίμονες σαν φυσαρμόνικες στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Έρωτες και θανατικά, ένας μελισσόκηπος αγωνίας με τα πάθη σαν λιωμένο σίδερο στα καλούπια της γλώσσας.

Εγώ ένας ανειδίκευτος εργάτης νεκροταφείου, σκάβοντας τάφους το πρωί και το απόγευμα διαβάζοντας, τρυπωμένος χαρτοπόντικας στου διαβόλου την κάλτσα.

Γιατί τα βιβλιοπωλεία είναι τα πιο διαβολικά μέρη. Και οι βιβλιοπώλες αρχιδιάβολοι και σατανικοί.

Ένα απόγευμα που βρισκόμουν εκεί μόνος και στεναχωρημένος, έξω απ’ τη ζωή του δρόμου και τη δράση, μαγκωμένος απ’ τα βιβλία, ο φίλος μου με πλησίασε αφήνοντας το χέρι του να πέσει στον ώμο μου.

«Θες να πηδήξεις;» μου είπε με σταθερή και ευγενική φωνή. «Όχι» του είπα. Γυρίζει με την ίδια σταθερή και ευγενική φωνή λέγοντάς μου «κάνεις λάθος».

Χωρίς να πει τίποτε άλλο βγαίνει απ’ την μπροστινή πόρτα του βιβλιοπωλείου και σταματά ένα ζευγάρι, αγνώστων σε μένα, για λίγα λεπτά.

Δεν μπορούσα να τον ακούσω, έδειχνε όμως προς τη μεριά μου στο βιβλιοπωλείο.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της και το ίδιο έκανε έπειτα και ο άντρας. Μπήκαν και τρεις στο βιβλιοπωλείο.

Ένιωσα αμήχανος κι έτσι αποφάσισα να πάω να χωθώ στην τουαλέτα. Μπορούσα και τους άκουγα καθώς είχαν φτάσει στο δωμάτιο, σχεδόν χωρίς να μιλάνε.

Όταν βγήκα απ’ το μπάνιο η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη, γυμνή στον καναπέ και ο άντρας καθισμένος σε μια καρέκλα έχοντας ένα βιβλίο στα πόδια του.

«Μη σε νοιάζει γι’ αυτόν» μου είπε το κορίτσι χαϊδεύοντας απαλά με την παλάμη το μουνί της. «Δεν τον πληγώνουν όλα αυτά γιατί με αγαπά και θέλει να είμαι ευτυχισμένη. Είναι ευτυχισμένος όταν είμαι κι εγώ ευτυχισμένη. Οι άνθρωποι που αγαπούν ξέρουν», μου είπε.

Το κορίτσι ήταν πανέμορφο και το σώμα της έμοιαζε με βουνίσιο ποτάμι. Μια δροσερή πηγή από νεύρα και μύες που κυλούσε πάνω από βράχινα κόκαλα και κρυμμένα νεύρα. «Έλα πουλάκι μου» είπε, «σ’ αγαπώ».

Γεωμετρικός Τόπος

geomtop

Ο δάσκαλος μού μιλάει. Ο δάσκαλος ξύνει τη μύτη του. Είμαι αφηρημένος. Ο δάσκαλος μου απευθύνει το λόγο. Χαμογελάει σαρκαστικά. Είναι ο δεσμοφύλακας υπηρεσίας. Βαριέμαι όπως βαριέται και ο δάσκαλος. Βαριέμαι όπως βαριούνται κι αυτά τα θλιβερά μαθητούδια δίπλα μου. Νυσταγμένοι και φοβισμένοι καλπάζουμε ο καθένας για το δικό του πρωινό Σύμπαν.

Ο δάσκαλος κάνει το χρέος του. Τον θαυμάζω και τον μισώ. Έξω βλέπω τον ήλιο σε παροξυσμό. Θέλω να βγω στον ήλιο μα δεν επιτρέπεται. Σχεδόν με παίρνει ο ύπνος και σχεδόν ο δάσκαλος ουρλιάζει μες στ’ αυτιά μου. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.

Νιώθω το χέρι του να μ’ ακουμπάει στον ώμο. Γυρίζω και τον κοιτώ στραβά. Ο δάσκαλος στέκεται εκεί, δίπλα μου, μ’ εκείνη την αταραξία της εξουσίας. Εγώ μάλλον του φαίνομαι κατσούφικος και μακρινός, σα να ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ύστερα από ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.

Ο δάσκαλος ρωτά ξανά και ξανά. Θέλει να μάθει από μένα. Θέλει να μου αποσπάσει μια λέξη. Μιαν ομολογία. Μα όλα όσο διδάχτηκα τα έχω ξεχάσει. Ο δάσκαλος ουρλιάζει δυνατά. Οι συμμαθητές μου ουρλιάζουν σιωπηλά. Με κοιτούν σα να με λυπούνται. Στον αέρα σβησμένοι ήχοι μακρινής πόλης κι έξω ο ήλιος.

Ο δάσκαλος προχωρά προς την έδρα. Ανεβαίνει στο βάθρο του εκεί όπου βουτάνε όλοι και χάνονται. Μέσα στα σύννεφα από ασβέστη και μαύρο ουρανό. Γραμμές από κιμωλία λευκές κι ένας θεός που φτιάχνει με τα δάχτυλα τον κόσμο. Ένας βαριεστημένος θεός. Ένας θεατρίνος. Ένας παντογνώστης με αλευρωμένα δάχτυλα που βγάζει απ’ το καπέλο του κύκλους και τετράγωνα και αριθμούς.

Homo Sapiens όλοι, κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Με τη σπουδαία φήμη του καθυστερημένου που υφαίνω υπογείως και κοπιαστικά. Μέρα με την ημέρα κοιτάζοντας τον ήλιο και τα δέντρα. Κοιτάζοντας τους περαστικούς που γλίτωσαν απ’ τα δόντια του δασκάλου. Κοιτάζοντας τη μάγισσα που, οπλισμένη με τη σκούπα της, έξω στην ελευθερία, μας καθαρίζει τις βρομιές.

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο πάντα, μα το βλέμμα του δασκάλου με καταδιώκει. Τι εστί γεωμετρικός τόπος. Ξανά και ξανά, βασανιστικά. Δεν απαντώ. Πεινάω. Νυστάζω. Θέλω να φύγω, να βγω έξω. Η κλίκα των συμμαθητών μου γελάει το ίδιο σαρκαστικά με το δάσκαλο, πιο σκληρή και πιο περιφρονητική απ’ αυτόν. Αγριεμένοι και νευριασμένοι μουρμουρίζουν πικρόχολα μες απ’ τα δόντια τους.

Με το ένα μάτι μου ονειρεύομαι. Βουτώ ολόκληρος μες στο μελάνι και γράφω ανούσια πράγματα. Η φαντασία μου μόνο. Ξέφρενη και τρελή. Τεθλασμένη. Τι εστί γεωμετρικός τόπος; Εγώ, φωνάζω. Εγώ είμαι ο γεωμετρικός τόπος. Εγώ! Ο δάσκαλος τώρα με κοιτά συνοφρυωμένος. Αποφασίζει να με αφήσει στην τεμπελιά μου, την πλήξη μου και τα βουλιμικά μου όνειρα.

Αστικό δίκαιο

diki

   Βλέπω τις καρέκλες. Σκληρές και άκαμπτες. Εδώ μέσα όλα είναι καρφωμένα στο πάτωμα. Στέρεα. Ξύλο απ’ τα δάση του Βορρά και άσπρο μάρμαρο απ’ τον ήλιο του Νότου. Ψηλά μέσα στη μαύρη τήβεννο ο δικαστής. Στα δεξιά ο δικηγόρος. Στα αριστερά ο εισαγγελέας. Μερικά σκαλιά πιο κάτω το εδώλιο. Άδειο και κρύο. Ένα ημικύκλιο από ξύλινα κάγκελα. Και μια κόγχη για το ευαγγέλιο.
Μια νέα δίκη πρόκειται ν’ αρχίσει. Ο δικαστής απευθύνεται στον κλητήρα και προστάζει: Να περάσει ο καταδικασμένος.

Συζυγική ευδία

baby

Ήμουν πολύ κουρασμένος. Σχεδόν αδύναμος. Τράβηξα την πιτζάμα ψηλά και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Μόλις και μετά βίας σύρθηκα ως το κρεβάτι. Ξάπλωσα κι έσβησα το φως. Έμεινα για λίγο στο σκοτάδι με τις σκέψεις μου. Δίπλα μου κοιμόταν η γυναίκα μου με την κόρη μου μες την κοιλιά της. Ένα υπέροχο βουναλάκι από σάρκα που προσπαθούσα να προστατέψω με αδέξιο τρόπο. Προσπάθησα να προσευχηθώ, στην αρχή αργά, σχηματίζοντας τις λέξεις συλλαβιστά στα χείλη μου κι έπειτα προφέροντας δυνατά τα λόγια και προσευχόμενος με θέρμη. Παρακάλεσα για βοήθεια. Συνήθως μετά το μεθύσι προσεύχομαι. Παρακαλάω για βοήθεια. Τα πάντα περιστρέφονται με το χειρότερο τρόπο. Σα να σκορπίζω τα κομμάτια μου εδώ κι εκεί. Προσεύχομαι για την κόρη μου φοβούμενος ίσως, πως κάτι μπορεί να καταλάβει μέσα απ’ τον αμνιακό της σάκο. Κυρίως προσεύχομαι για να βγω απ’ αυτή τη δύσκολη θέση και να ξημερώσει πιο γρήγορα, να τελειώσει επιτέλους το μαρτύριο της περιστροφής. Ύστερα από λίγο σηκώθηκα στην άκρη του κρεβατιού κι άναψα τσιγάρο. Πέρασα λίγη ώρα ακόμα αναμασώντας τα πράγματα. Έσβησα το τσιγάρο και μπήκα ξανά κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Γύρισα πλευρό κι έμεινα εκεί. Έπειτα γύρισα απ’ τ’ άλλο πλευρό. Στριφογύρισα και τελικά έμεινα ανάσκελα να κοιτάζω το σκοτεινό ταβάνι, ακούγοντας τη γυναίκα μου στον ύπνο της να ψιθυρίζει κάτι για τον καπνό.

Γιαούρτι με μέλι

γιαουρτι

Είναι σα να της τράβηξε τη φούστα και να την άφησε γυμνή. Τα χέρια του, τα μακριά δάχτυλα, οι τριχωτές αρθρώσεις του είναι που πέρασαν από πάνω της, από μέσα της, την προηγούμενη νύχτα. Αφήνει τις διαστροφές του να ξεπηδήσουν, να κάνουν την εμφάνισή τους για να φανούν ακόμα πιο δελεαστικές. Αφήνει κραυγές πόνου και ηδονής στις λευκές σελίδες με τα τυπογραφικά στοιχεία και κάποιοι αναγνώστες υποψιάζονται πως ο κύριος αυτός, αγαπάει την ανθρωπότητα και την αγαπάει τόσο πολύ σα να ’ναι η ίδια της η μάνα που την κουβαλά εννιά μήνες μεσ’ τα σπλάχνα της. Το γέλιο, η αμαρτία, η περηφάνια, η τρέλα, όλα θα παρελάσουνε απ’ το γραφείο του. Όλα αυτά τα ασήμαντα φυσικά φαινόμενα που κρύβουν μέσα τους κάποιο μυστήριο. Αυτός ο κύριος προσπαθεί να μιμηθεί τον τυραγνισμένο μορφασμό των ανθρώπων. Γράφει πως η μέρα είναι ένα κοριτσάκι που κλείνει στις λεπτές τουλίπες του ένα δαίμονα. Πατήστε όσα σκουλήκια θέλετε, φωνάζει. Από σκουλήκια θα πάτε. Ο άνθρωπος αυτός περπατάει με το κεφάλι και σκέφτεται με τα πόδια. Ζει με την αδιάκοπη τάση να τα γυρίζει όλα στο γελοίο. Γιατί η καταγραφή είναι η πιο σφοδρή γελοιότητα. Κάποιες φορές πετιέται στον ύπνο του από ανεξήγητες αντιφάσεις. Κάθεται στο πάτωμα της κουζίνας τρώγοντας γιαούρτι με μέλι υπό το φως του ψυγείου.

Αυτόματος τηλεφωνητής

ayto

Το αμάρτημα των πρωτοπλάστων έχει παραγραφεί. Μετά το τέλος του σήματος αφήστε το μήνυμά σας.

***

Κλείσε το θάνατο στο κλουβί και καν’ τον ηδονοβλεψία των μηρών σου, της είπε ο πωλητής ελπίδων.

***

Ήμουν έτοιμος να φύγω για τη δουλειά. Ξεκίνησα να πάω προς την πόρτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν το αφεντικό. Μου ανακοίνωσε πως απολύομαι, αφήνοντάς με μόνο μαζί σου στον παράδεισο.

***

Ο κύριος Γ.Κ παραφυλάει τις αδυναμίες των άλλων. Αυτή είναι η δουλειά του.

***

Ήταν ζεστές κοπέλες. Διέθεταν για θερμομόνωση τα συσσωρευμένα επιφωνήματα των αντρών.

***

Ένας φίλος μου που επισκέφτηκε κάποτε το Άγιον όρος κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας άρχισε να ανυψώνεται στον αέρα μπροστά στα έκπληκτα μάτια προσκυνητών και καλογέρων, ώσπου θυμήθηκε πως είναι άθεος και επέστρεψε στο έδαφος.

***

Ανακάλυψα πως ο πατέρας μου στην προηγούμενη ζωή του ήταν ο γιός ενός Βασιλιά. Εγώ ήμουν ο βοσκός που τον βρήκε στον Κιθαιρώνα και τον μετέφερε στην Κόρινθο.

***

Όλοι μας έχουμε μια έφεση για συνωμοσία, υπογράμμισε ο πρόεδρος στο διάγγελμά του προς το λαό.

***

Δυο παιδιά φιλιούνται μπρός την πόρτα μας. Μόλις που αργοσαλεύουν το κεφάλι τους ακούγοντας τη νύχτα. Κάποτε ήμασταν εμείς.

***

Όταν γδύνεται είναι σαν όλος ο μαγικός ρεαλισμός του κόσμου να παθαίνει συμφόρηση. Είναι σαν ο ωμός ρεαλισμός να ξεσπαθώνει. Σα να καθαρίζει λιγάκι η σεξουαλική ατμόσφαιρα του πλανήτη.

***

Της υποσχέθηκα πως θα ξανάρθω. Αποχαιρετιστήκαμε δίνοντας τα χέρια. Έσφιγγα το χέρι με σάρκα και οστά της φανταστικής μου ερωμένης.

***

Ξέχασα αν γράφω για να θυμάμαι ή αν γράφω για να ξεχνώ. θυμήθηκα όμως πως αν δε γράψω δεν πρόκειται να θυμηθώ ποτέ αυτό που ξέχασα να γράψω.

***

Ο στρατηγός πούλησε όλα τα παράσημά του για να ξεχάσει τον πόλεμο. Το αίμα πάνω στο χιόνι. Τα δόντια της παγίδας του εχθρού. Τη μέρα, που ενώ ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει αυτός ήταν ακόμα ζωντανός. Μα ο στρατηγός δε μπορεί να ξεχάσει τον πόλεμο όσο είναι ζωντανός.

Πίσω απ’ τις γρίλιες

πισω

Εδώ υπάρχει ένας τεράστιος καυτός ήλιος. Κάνει αφόρητη ζέστη κι η άσφαλτος είναι αφράτη σα σφουγγάρι. Απλωμένη πάνω στις πέτρες του δρόμου. Τη νιώθεις να κολάει στις σόλες των παπουτσιών. Ο κόσμος ιδρώνει και ψάχνει δροσιά κάτω απ’ τα δέντρα και κάτω απ’ τις τέντες. Ένα ζευγάρι κουβεντιάζει πίσω απ’ τις γρίλιες. Μιλάει στην αρχή αυτός.
-Άκουσες τη βόμβα σήμερα το βράδυ;
-Ναι, ακούστηκε παντού.
-Εγώ κοιμόμουν, όμως διάβασα την είδηση στην εφημερίδα.
-Έχουν τη φωτογραφία μιας σκοτωμένης γυναίκας. Λένε πως είναι αυτή που την τοποθέτησε.
-Ποιοι το λένε;
-Οι εφημερίδες.
-Και τι, πιστεύεις εσύ τις εφημερίδες;

Γέλια

gelia

Τι θα’ θελες για φαγητό; του είπε αυτή. Δε με νοιάζει ότι θες, της είπε αυτός. Μάλλον δε σου αρέσουν οι φακές βραδιάτικα του είπε αυτή. Μ’ αρέσουν, της είπε αυτός, με λαδόξιδο αλλά λίγο αλάτι, λίγο γιατί τσιμπάει στη γλώσσα. Θα κάνει ωραία νύχτα σκέφτηκε φωναχτά αυτή. Ναι, δεν θα’ χει πολλή ζέστη απόψε της είπε αυτός, αλλά καλύτερα να μην ανοίξουμε τα παράθυρα, θα γεμίσει ο τόπος σκνίπες και κουνούπια. Πάτησε μηχανικά το κουμπί της τηλεόρασης, αυτή. Ο πατριάρχης θα επισκεφτεί τον πάπα, της είπε αυτός. Τι μου λες! Σήμερα, δεν υπάρχει ούτε ιερό ούτε όσιο, του είπε αυτή και ξέσπασαν σε δαιμονικά γέλια.

Ψεύτικες βλεφαρίδες

131

Και να που στρίβεις στη γωνία και τη βλέπεις μπροστά σου. Την πρώτη σου αγάπη. Εκείνο το θαυμάσιο κορμί. Εκείνο το γλυκό πρόσωπο. Εκείνο το σταρένιο χρώμα στο δέρμα του λαιμού. Εκείνα τα μάτια που σε διαπερνούν, εκείνες τις φοβερές γάμπες που σε σκλαβώνουν. Αλλά, στρίβοντας στη γωνία δε βλέπεις παρά όλα αυτά που χάθηκαν για πάντα. Μονάχα ο κίτρινος ήλιος που τρεμοπαίζει κι η αφόρητη ζέστη κι όλα όσα χάθηκαν μέσα σ’ ένα πιθάρι από λίπος, ρυτίδες, σακούλες στα μάτια, λεκέδες, κιρσούς, βαφές μαλλιών, μακιγιάζ και ψεύτικες βλεφαρίδες. Κυρίως ψεύτικες βλεφαρίδες.

Στα δάχτυλά της

sta daxtyla

Βρέθηκα σ’ ένα χολ όπου το πράσινο χρώμα των τοίχων έδινε την εντύπωση ενυδρείου. Όλα εκεί μέσα ήταν σταματημένα, συγκρατημένα μέσα στον απογευματινό λήθαργο. Τη σκληρή αντηλιά έκοβαν κουρτίνες που τις συγκρατούσαν πιάστρες στολισμένες με φούντες. Ένας αχνιστός αέρας ερχόταν από κοντινούς ή απόμακρους χυμούς της πόλης. Ζεστός, ώριμος και λίγο σάπιος. Τα απογεύματα του καλοκαιριού κρύβουν μια μαγεία που είναι αφόρητο να υποφέρεις μόνος. Μυρουδιές από κλειστές ντουλάπες, μηχανές, υφάσματα και κορμιά ανθρώπων. Κραυγές ανάστατες, αναπνοές ή ψίθυροι. Προχώρησα στο δωμάτιο και τη βρήκα ολόγυμνη στο κρεβάτι, σαν να είχε βγει από κάποιο λουτρό, υγρή παρουσία. Ιδρώτας και άρωμα μαζί. Τα μόνα φάρμακα στην πλήξη. Της άρεσε ο αιφνιδιασμός. Να χουφτώνω τα βυζιά της ή να εξερευνώ κάποια εσοχή της κι εκείνη ανέμελη να απλώνει τα χέρια ή να τεντώνει το λαιμό. Μ’ άφηνε να γλιστρώ αιφνιδίως ανάμεσα στα σκέλια της και μ’  άρπαζε με τα δόντια της δαγκώνοντάς με. Άλλοτε μ’ άφηνε να της φιλώ τα πόδια στις πατούσες ή να την καθίζω διχαλωτά επάνω στους μηρούς, πιπιλίζοντας τρυφερά τις ρόγες της σαν βρέφος. Άλλοτε πάλι έμενε ξαπλωμένη ολόγυμνη στο κρεβάτι με τα μάτια της κλειστά. Έβαζε το χέρι της ανάμεσα στα σκέλη και με τα δάχτυλά της έπαιζε τις χορδές της φοβερής άρπας. Πότε πότε με ζητούσε ξανά και μοιάζαμε έτσι, σαν μια μικρή ορχήστρα δωματίου. Το δέρμα της εξαίσιο και σχεδόν λιποθυμικό μ’  αυτή την έλξη και την αίσθηση που δίνει στα δάχτυλα των ανδρών την επιθυμία στραγγαλισμού ή άλλες παρόμοιες λαχτάρες. Ναι, η σύντομη συνουσία μας δεν ήταν παρά μια μικρή καλοκαιρινή συνωμοσία. Ενίοτε συλλογίζομαι πως μόνο ο έρωτας θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Κι ο θεός αν υπήρχε θα ήταν υποδουλωμένος πλήρως σ’  αυτόν. Ανίκανος για θαύματα και παραδείσους. Αλλά πως θα γίνει αυτό; Από πού και πώς; Δεν ξέρω. Αν ήξερα θα ήμουν ήδη ένας θαυματοποιός, ενώ δεν είμαι παρά ένας σκευωρός γι’ αυτούς που σκέφτονται στα σκοτεινά. Ένας ταχυδακτυλουργός γι’ αυτούς που τους αρέσουν τα παιχνίδια.    

Καρδιά απο πέτρα

kardia

Ο πυρωμένος ήλιος τού είχε κατακάψει το δέρμα σε ολόκληρη την πλάτη. Δεν είχε απλώς καεί, είχε τσουρουφλιστεί, είχε πρηστεί κι είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι. Επιπλέον το έγκαυμα έφτανε ως την κοιλιά και τα πλευρά, πράγμα που τον ενοχλούσε σε βαθμό απερίγραπτο, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, κάνοντάς τον να κοχλάζει σαν κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. «Πως στενοχωριέμαι γι’ αυτόν!». Είπε στον άντρα της μια κυρία που καθόταν ακριβώς πίσω του σε μια ξαπλώστρα. Μα ο άντρας της σώπαινε βυθισμένος στη συνηθισμένη του απάθεια χωρίς να δίνει καμιά απολύτως σημασία στην ηλίαση του ανθρώπου που βρισκόταν κάτι λιγότερο από δυο μέτρα, ακριβώς μπροστά του. Κάθε φορά που η γυναίκα του αναστέναζε ή εξέφραζε τα ειλικρινή της αισθήματα, το πρόσωπό του σκοτείνιαζε και γρύλιζε κάτω απ’ τα μαύρα  μουστάκια του. «Αχ, κοίτα να δεις που δεν μπορώ να βρω αυτή την κρέμα για τα εγκαύματα. Θα του αλείφαμε την πλάτη και θα γινόταν καλά στη στιγμή» μονολογούσε η γυναίκα όση ώρα έψαχνε την τσάντα της.«Σταμάτα επιτέλους» της φώναξε ο άντρας της πιο σκυθρωπός από ποτέ. Και τότε αυτή τινάχτηκε σαν τίγρη και με ύφος απειλητικό του είπε, «εσύ έχεις μια πέτρα αντί για καρδιά και μ’ αυτή την πέτρα κάνεις λιώμα την καρδιά μου» σφίγγοντας τις γροθιές της και χτυπώντας την άμμο ανάμεσα στα ωραία της πόδια.   

Νυχτερινό λεωφορείο

Είχε φοβερό κρύο. Τσουχτερό. Η παγωνιά συνέθλιβε τα πάντα σαν την πατούσα ενός ελέφαντα. Το λεωφορείο κυλούσε σχεδόν βασανιστικά στον παγωμένο δρόμο. Εκατό πουλιά άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω από ένα στύλο ηλεκτρισμού κι έπειτα εκατό νυχτερίδες, κι ύστερα νύχτωσε για τα καλά και δε φαινόταν πια τίποτε. Είπαμε τα τυπικά κι αυτή σχεδόν έγειρε κάποια στιγμή στον ώμο μου να κοιμηθεί. Τότε φαντάστηκα πως μου έδωσε ένα φιλί κι ένοιωσα τη γλώσσα της μέσα στο στόμα μου κι άρχισα να νοιώθω την υγράδα στην άκρη της πούτσας μου όπως όταν αγγίζεις τη μουσούδα ενός σκύλου. Όταν φτάσαμε και σταματήσαμε στο σταθμό είχε τόσο πολύ νυχτώσει κι ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι που θα μπορούσε να βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε μέρος. Όλα όσα κάναμε κι όσα είπαμε κι όσα φανταστήκαμε εξανεμίστηκαν σα να μην υπήρχαν και σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ.

Ζωντανή σύνδεση

 

    Βρισκόμασταν στο ίδιο στούντιο και περιμέναμε τη ζωντανή σύνδεση. Προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τα φώτα και τις κάμερες. Ένας ψηλός αμίλητος άρχισε να μας κάνει το μακιγιάζ. Αυτή έμοιαζε φοβισμένη αλλά σίγουρη γι’ αυτό που έκανε. Όση ώρα περιμέναμε έπιασα μαζί της φιλίες. Μου είπε πως ο πατέρας της έβγαλε μια καραμπίνα στη δουλειά κι άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Δεν κατάφερε όμως να πετύχει κανένα. Από τότε όμως ήταν κλεισμένος στο τρελάδικο. Εγώ της είπα πως ήρθα για τον αδερφό μου. Πυροβόλησε και σκότωσε πέντε κυνηγούς που μπήκαν να κυνηγήσουν στο χωράφι μας στον κάμπο του Αγρινίου. Τους πήγε μια κι έξω.

   Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα. Ο αρχισυντάκτης πλησίασε και της είπε πως θα μιλήσει πέντε λεπτά ενώ εγώ περίπου τριάντα. Μα γιατί; διαμαρτυρήθηκε αυτή, αρκετά απογοητευμένη. Δεν ξέρω, της είπε τότε ο αρχισυντάκτης, ίσως επειδή ο πατέρας σου δεν είναι τόσο καλός στο σημάδι όσο ο αδερφός της. Κι έδειξε με τα μάτια του εμένα.

Η τραγωδία της Γκουέρνικα

Δυο συγχωριανοί πίνουν τον καφέ τους στο καφενείο «Η συνάντησις» στο χωριό Φούσια του Γράμμου. Κάθονται σε χωριστά τραπέζια και συζητούν για τον καιρό. Μόλις απόσωσε την κουβέντα του ο ένας, ο άλλος έπιασε την εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά: «Το πολεμικόν μέτωπον της Ισπανίας. Η τραγωδία της Γκουέρνικα». «Καταπατώντας διά δευτέραν φοράν τας αποφάσεις της Επιτροπής μη Επεμβάσεως, σμήνος γερμανικών αεροπλάνων εβομβάρδιζαν επί έξη συνεχείς ώρας την ανοχύρωτην πόλιν της Γκουέρνικα. Τ’ αεροπλάνα κατήλθαν εις ύψος σαράντα μέτρων πολυβολούντα τον άμαχον πληθυσμόν όστις έτρεχεν έντρομος εντός της πυρπολουμένης πόλεως. Από τας δέκα χιλιάδας των κατοίκων εσώθησαν μόλις εξακόσιοι, των υπολοίπων απολεσθέντων εις τας φλόγας ή από τας σφαίρας των αεροπόρων οίτινες επολυβόλουν εκ μικρού ύψους……». Σταμάτησε τότε να διαβάζει κι απλώθηκε για λίγο σιωπή. Όλοι τους είχαν πάει στον πόλεμο αλλά κανείς δεν ήξερε από αεροπλάνα. «Πως διάολο μωρέ», αναρωτήθηκε ο ίδιος «μπορείς και πυροβολείς με το μυδράλιο απ’ τ’ αεροπλάνο;». «Να κάτι τέτοιο μας χρειαζότανε κι εδώ» γύρισε ο άλλος και του είπε σχεδόν εχθρικά και το σκοτεινό του πρόσωπο έγινε μαβή.

Στο δρόμο

Σηκώθηκα ένα πρωί κι άρχισα να γράφω όσα έλεγε ο κόσμος στο δρόμο. Πέρασα τη μέρα μου κόβοντας βόλτες. Πάνω κάτω, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σε λεωφορεία, μπαίνοντας σε μαγαζιά και σε στοές, σε φαγάδικα και σε κουρεία. Αργά γύρισα σπίτι κι άρχισα να καθαρογράφω πράγματα όπως: Ίσως κάποτε, κι εμένα μ’ ενδιαφέρει, τον περιμένω ακόμα, δεν έχω δύναμη, δε νομίζω να βρω δύναμη, δεν έχω λεφτά, δεν έχω κουράγιο, φύγε, έλα, κερδίσαμε, χάσαμε, θα μας πιάσουν, δε θα με πιστέψει, είναι ωραίος σαν θεός, βρήκα καινούργια δουλειά, σκύλοι στα υπόγεια και γάτοι στα σκαλιά, μας περιμένουν, μια ντουζίνα αγάπες, θα βρέξει, μετά βίας τον αγαπώ, κάτι μου λέει πως θα θρηνήσουμε θύματα, ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, ποτέ δεν είχα δει σκιουράκια στο πάρκο, δε φορώ εσώρουχα, πήρα καινούργια παπούτσια, πεθαίνω, που τις βρήκες αυτές τις μπότες; θα σκότωνες ένα παιδί; Σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ πια. Θα σκότωνες ένα αφηνιασμένο άλογο; αυτή η ζωή είναι σα να’ χεις καβαλήσει ένα αφηνιασμένο άλογο.

Πολεμική σκηνή

Όταν τελειώσαμε, αυτή, κουλουριάστηκε τρυφερά δίπλα μου και μού είπε: δεν σου φαίνεται κάπως απάνθρωπο εμείς εδώ πάνω να πηδιόμαστε κι ο κόσμος κάτω στους δρόμους να σφάζεται και να σκοτώνεται και να ξεψυχά! Ναι της λέω είναι κάπως απάνθρωπο αλλά έτσι είναι η ζωή. Απόλυτα κυριαρχημένη κι απίστευτα ωραία γύρισε και μου ψιθύρισε: στ’ αλήθεια θέλω πάλι να γαμηθώ. Τακτοποίησα τότε καλύτερα το πριονισμένο πυροβόλο και το τριανταοχτάρι στο κομοδίνο και της είπα: ναι, ας τον αφήσουμε λιγάκι έξω τον κόσμο να σφάζεται και να σκοτώνεται και να ξεψυχά να δούμε τι θα γίνει με το γαμήσι.

20 πολύ μικρά πεζά

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Οι ερωμένες μου έχουν γίνει φαντάσματα και ιστορίες μέσα σε βιβλία και ποιήματα. Συναντιόμαστε, συνήθως, στον ύπνο μου. Πίνουμε καφέ, συζητούμε για τα παλιά κι επιδιδόμαστε σε ανάρμοστες πράξεις.

ΕΦΟΔΟΣ

Έγραφε με τόσο πάθος που ξεχάστηκε νηστικός και διψασμένος για μέρες. Οι γείτονες ανησύχησαν. Έσπασαν την πόρτα του. Μα αυτός είχε ήδη δραπετεύσει στα γραπτά του.

ΖΕΥΓΑΡΙ

Αυτή ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το δωμάτιο σκοτεινό. Μια λουρίδα φως διαγράφεται στο πάτωμα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Μια βρύση ανοίγει κάπου στο διαμέρισμα κι αρχίζουν να σφυρίζουν οι σωλήνες που είναι σα να την έχουν περικυκλώσει. Αυτός ανοίγει την πόρτα. Κρατά ένα ποτήρι νερό. Τι κάνεις στα σκοτεινά; τη ρωτά, την ώρα που το χέρι του ψαχουλεύει στον τοίχο το διακόπτη για ν’ ανάψει το φως.

ΠΛΑΣΙΕ

Ξέρει ποια πόρτα να χτυπήσει, με ποιών τα νερά να πάει. Ξέρει να δακρύζει την κατάλληλη στιγμή. Ξέρει πώς να ερωτοτροπήσει με τη μάνα και τη κόρη συνάμα. Θαρρείς πως είναι ένας άγιος. Κι είναι πράγματι ένας άγιος με τη σύγχρονη έννοια. Ένας μολυσμένος άγιος που μιλάει με μιαν ανάσα για την αγάπη, την ισότητα, την αδελφοσύνη, τις εγκυκλοπαίδειες, τη βίβλο, τα εσώρουχα και πάει λέγοντας.

ΛΗΔΑ ΚΑΙ ΚΥΚΝΟΣ

Συμβαίνει να είναι νέγρα, ψωμωμένη κι όμορφη σαν πάνθηρας. Αυτός γέρος σχεδόν που πρέπει να διεγερθεί για τα καλά. Της κάνει δώρο έναν πολύχρωμο παπαγάλο μέσα σ’ ένα στενό κλουβί. Λέει πάντα πως αυτό είναι το κόλπο με τη Λήδα και τον κύκνο και πως το πετάρισμα των φτερών την καυλώνει τρομερά.

ΕΜΗΝΟΠΑΥΣΗ

Τίποτε δεν προμηνούσε πως, τουλάχιστον σύμφωνα με το ημερολόγιο, πλησίαζε η άνοιξη.

ΝΥΧΤΑ

Μένω ξάγρυπνος συχνά ως αργά τη νύχτα. Ακούω το παθιασμένο αλύχτημα ενός σκύλου, πέρα μακριά. Την απόγνωση στο ασταμάτητο γάβγισμα. Τη σκυλίσια του δυστυχία έξω απ’ τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Χωρίς να ξέρει το τι ή το γιατί, χωρίς να ξέρει πως άρχισε ή γιατί θα έπρεπε κάποτε να σταματήσει.

ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Συναντηθήκαμε στο μετρό. Χωρίς να πούμε κουβέντα, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Αυτή ένοιωσε με το στήθος της το χτυποκάρδι μου κι εγώ μύρισα τη βαναυσότητα των πρώην αξιοσέβαστων οργασμών της.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Με ρώτησε για τα γούστα μου και πως θα ’θελα να πεθάνω. Της απάντησα πως θέλω να πεθάνω από κάποιο αφροδίσιο στο καρναβάλι του Ρίο στη Βραζιλία και πως τα γούστα μου είναι απλά. Φαγητό, ποτό, γυναίκες και βιβλία. Και προσωπική μπανιέρα. Α ναι, κυρίως αυτό!

ΔΥΟ ΦΟΥΣΚΑΛΙΑΣΜΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ

Μονίμως κουρασμένοι. Τρώγονται μεταξύ τους σαν δυο φουσκαλιασμένα δάχτυλα. Κάνουν έρωτα αδιάφορα κι αποκοιμιούνται, για να ξυπνήσουν αργότερα ζευγαρωμένοι, με το πέος του ακόμα σκληρό και άκαμπτο μέσα της.

ΑΣΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΕΥΔΑΙΜΩΝ

Αργά το βράδυ έπιασε βροχή. Ο αέρας έφερνε με δύναμη τις σταγόνες στο παράθυρο. Πότε-πότε θαρρείς και πετούσε κάποιος χούφτες με χαλίκια. Όταν ξύπνησα μέσα στη νύχτα έριχνε ακόμα κατακλυσμό. Η μανία της νεροποντής μού δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας. Κοίταξα το γάτο μου, που φαινόταν να πιστεύει στον εαυτό του όσο κι εγώ. Ασφαλής και ευδαίμων. Τελείως άφοβος στο μεταξύ, κουλουριασμένος πάνω στις στρωμένες εφημερίδες στο πάτωμα του μπάνιου, περιμένοντας να μαγειρέψω κάτι νόστιμο για τους δυο μας στο καμινέτο του γκαζιού.

ΓΡΑΦΕΙΑ

Περνώ τη μισή μου ζωή σε γραφεία δίχως παράθυρα. Συσκευές τελευταίας τεχνολογίας ρυθμίζουν την υγρασία και τη θερμοκρασία με απόλυτη ακρίβεια. Ένας χλωμός φωτισμός από νέον με κάνει να φαντάζομαι πως βρίσκομαι αρκετά μέτρα κάτω απ’ τη γη. Τα πατώματα είναι καλυμμένα με χαλί απ’ άκρη σ’ άκρη έτσι ώστε αν κάποιος υψώσει τη φωνή του αυτή να πνιγεί προτού ακουστεί. Όμως εδώ ποτέ κανείς δεν υψώνει τη φωνή του!

HYDE PARK

Είναι Κυριακή πρωί. Ο ήλιος εμφανίζεται σποραδικά. Οι Λονδρέζοι ορμούν στο μεγάλο τους πάρκο, ξεσκεπάζοντας γόνατα και μηρούς, μπράτσα και ώμους, με μια γαλακτερή ασπρίλα, σα να ’χουν βγάλει πρόσφατα τους επιδέσμους.

ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Το μακρύ λευκό της νυχτικό την δείχνει πιο αδύνατη από κάθε άλλη φορά. Τα χέρια της είναι γυμνά και κοκκαλιάρικα κάτω απ’ τους αγκώνες. Οι γαλάζιες φλέβες ξεχωρίζουν πάνω στο άσπρο δέρμα. Το μέτωπο ζαρώνει και φαίνεται έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Η Βουλγάρα αποκλειστική σχεδόν μεθυσμένη και σχεδόν παρανοϊκή με παροτρύνει να σηκωθώ πιάνοντάς με απ’ τον ώμο. Της γυρίζω την πλάτη χωρίς να την κοιτάξω. Αφήνω το συμπυκνωμένο χυμό και τα μπισκότα πάνω στο κομοδίνο και προχωρώ αργά προς την έξοδο στο βάθος. Εκείνη, αναρωτιέται αν θα γυρίσω να τη δω. Όταν φτάνω στην πόρτα της ρίχνω ένα φευγαλέο βλέμμα. Επιστρέφω στο χολ και διασχίζω το διάδρομο. Κατεβαίνω την περιστρεφόμενη σκάλα, βγαίνω απ’ την είσοδο του σπιτιού, στρίβω στη γωνία κι από κει τραβώ προς την παραλία όπου είχα παρκάρει το αμάξι μεσ’ τη λιακάδα.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Είναι ξύπνιος πολλές ώρες. Ξενυχτά. Γράφει. Το πρωί πηγαίνει στη δουλειά. Ανταλλάσει μονάχα τις απαραίτητες κουβέντες. Έχει μάτια κατακόκκινα πρησμένα. Αποφεύγει τα βλέμματα. Πολλές φορές τους μιλά ψυχρά, αλλά, κατά τη γνώμη του, με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ ότι αυτοί. Περιμένει τη νύχτα για να γράψει πονεμένα γραπτά. Να στραγγίξει το σώμα του το νυχτέρι. Ν’ αφήσει έργο πίσω του γι’ αυτούς. Αυτός ο βαθύτατα ανθρωπιστής. Που ίσως αγαπάει τον ανθρωπισμό περισσότερο απ’ τους ανθρώπους.

ΛΟΓΙΑ

Είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο της είπε, μέσα σ’ ένα απ’ αυτά τα χαμηλά ομοιόμορφα σπίτια από μπετόν όπου οι συζυγικές αντιζηλίες φαίνονται πιο καθαρά.

ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ

Κάθε αβεβαιότητα τροχίζεται εκεί πάνω. Σε τούτη τη σταθερή ακτινοβολία. Σε τούτο το άγρυπνο και επικριτικό μάτι του Ιησού.

ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟ

Ένας φιλήσυχος κουλτουριάρης τρώει τα αρνίσια του παϊδάκια σε ρεστοράν της Εμμανουήλ Μπενάκη. Έχει ανοιχτό μπροστά του ένα βιβλίο και ταυτοχρόνως διαβάζει απορροφημένος. Το πιρούνι του σκοντάφτει σε κάτι μαλακό ανάμεσα στο λίπος και το κρέας. Καθώς το σκαλίζει με το μαχαίρι πετάγεται μια χοντρή άσπρη κατσαρίδα. Αρχίζει να κάνει εμετό κι απ’ το στομάχι του ξεχύνεται ένα ατέλειωτο ποτάμι από τερατώδεις κατσαρίδες. Όλες ζωηρόχρωμες και ορισμένες με κατσαρές φουντωτές ουρές και μουστάκια.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Σηκώνομαι κάθε πρωί απ’ το κρεβάτι και σκέφτομαι τις ώρες που θα ξοδέψω στο σχολείο, περιμένοντας το διάλειμμα ή το μεσημεριανό φαγητό. Σκέφτομαι τους καθηγητές μου, όλα αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα που μου κλέβουν το χρόνο. Όλα αυτά τα ακατανόητα πράγματα φροντισμένα προκαταβολικά πριν από χρόνια.

4 ΕΚΑΤΟΣΤΑ

Το σπίτι κουνιέται σαν ξεχαρβαλωμένο δόντι σε σάπια ούλα. Ένα δυνατός θόρυβος ακούγεται από μια ρωγμή στα ντουβάρια. Το κρεβάτι μου έχει πάρει κλίση προς τον απέναντι τοίχο. Πετάγομαι απ’ τον ύπνο στο σκοτάδι ιδρωμένος και βλέπω πως, μάλλον το κτήριο γέρνει, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς. Ένας αιώνας ίσως συμβάλει μερικά εκατοστά. Ίσως τέσσερα εκατοστά το χρόνο. Όσο πλησιάζει η Ευρώπη την Αφρική.

Πρώτη δημοσίευση http://toparathyro.wordpress.com/2012/01/

Άρλεκιν

Αυτή φυλακισμένη σε κουζινάκι της ενδοχώρας. Αυτός ράθυμος ηδονιστής. Συναντιούνται τόσο αργά όσο η φωτιά με το νερό. Αυτός τη χαϊδεύει στα γόνατα. Αυτή παίρνει το χέρι του στο χέρι της. Αυτή οκνηρή μα ηδονική. Οι λέξεις σα να τις έχει κυλήσει στον ουρανίσκο πριν τις εγκαταλείψει στο κενό. Αυτός την αγκαλιάζει. Η σάρκα της αφράτη και ζεστή. Αυτός είναι ότι αυτή ποθεί κι ονειρεύεται. Αυτός τη ρίχνει στο κρεβάτι. Σκύβει πάνω της. Αυτός γλιστρά το δάχτυλό του μέσα της. Την τραβά πάνω του και βυθίζεται μέχρι τέρμα. Αυτή τού γλείφει το λαιμό, τις μασχάλες και τ’ αυτιά. Αυτή βγάζει βαθύ αναστεναγμό κι αφήνεται πάνω του. Αυτός τη γυρίζει ανάσκελα και της σηκώνει τις γάμπες πάνω απ’ τον ώμο. Αυτή πονάει και ουρλιάζει και χτυπιέται. Αυτός δεν μπορεί να κρατηθεί. Τραβιέται κι αφήνει ελεύθερο το χείμαρρό του στον αφαλό της. Αυτή ξαπλωμένη ανάσκελα. Τα μάτια της γυαλίζουν. Οι γάμπες της μισάνοιχτες κι η σάρκα της ανατριχιάζει ελαφρά. Αυτός ξεψυχισμένος δίπλα της. Αυτός ένας ράθυμος ηδονιστής. Αυτή φυλακισμένη σε κουζινάκι της ενδοχώρας. Με τα μανίκια ανασηκωμένα μαγειρεύει για το σύζυγο και τα παιδιά. Το κορμί της σιγοβράζει κάτω απ’ το μαύρο μακό, μακριά απ’ όλες τις προκλήσεις. Απ’ το καλό και το κακό.

Η δυναμική του Κολοκοτρώνη

     Βγήκαμε τρέχοντας απ’ το φλεγόμενο σπίτι. Τα βάτα γύρω είχαν αρπάξει για τα καλά. Μέσα στη νύχτα, το θέαμα, έμοιαζε από ψηλά σαν μια τοπική έκλειψη ηλίου.

     Παρακολουθούσαμε όλοι προσεχτικά τη φωτιά που φαινόταν να μας μαγνητίζει. Άξαφνα το έδαφος άρχισε να τρέμει και να γίνεται ένας μικρός σεισμός. Μια ρωγμή, σαν ένα βιαστικό σχέδιο αστραπής στο χαρτί, άρχισε να διαγράφεται στο χώμα.

     «Μα τι διάολο», φώναξε κάποιος. «Εδώ είναι ο τάφος του Κολοκοτρώνη».

     Η γη άνοιξε στα δυο κι ο Κολοκοτρώνης ξεπετάχτηκε σα γιγάντιος τυφλοπόντικας όλο χώματα.

     «Που-που-βρίσκομαι», ψέλλισε ο γέρος του Μοριά με τη βαθιά γέρικη φωνή του.

     Προσπαθούσε να τινάξει τα χώματα απ’ τα μπράτσα και τους ώμους. Φαινόταν σαστισμένος και ζαβλακωμένος απ’ τη νύστα. Με δυσκολία μπόρεσε ν’ ανοίξει τα μάτια του μετά τον υπεραιωνόβιο ύπνο του.

     «Μόλις αναστήθηκες εκ νεκρών» του είπα και γύρισε τότε κι αυτός να κοιτάξει το πατρικό μας σπίτι που ισοπεδωνόταν απ’ τη φωτιά.

Ο καλόγερος και ο γενετιστής

     

        Ένας άθεος παρακολούθησε τη συζήτηση μεταξύ ενός καλόγερου κι ενός γενετιστή. Ο καλόγερος και ο γενετιστής είχαν αναπτύξει μια σχετικά ειλικρινή σχέση. Ο γενετιστής ζήτησε τη συμβουλή του καλόγερου για ένα καθαρά προσωπικό ζήτημα.

     «Γέροντα με κάλεσαν στην Ελβετία να πάρω μέρος σ’ ένα πείραμα για την απόδειξη της ύπαρξης ή της μη ύπαρξης του θεού και σκέφτομαι αν θα πρέπει να πάω», είπε ο γενετιστής στον καλόγερο.

    «Φυσικά και θα πρέπει να πας», αντέτεινε ο καλόγερος.

    «Μα Γέροντα υπάρχει πιθανότητα να αποδείξω πως δεν υπάρχει θεός», είπε ο γενετιστής.

    «Ο θεός φίλε μου δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Ο θεός είναι η αλήθεια. Αν αποδείξεις πως δεν υπάρχει θα έχεις φτάσει στην αλήθεια. Αν αποδείξεις ότι υπάρχει τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν», απάντησε ο καλόγερος.

      Ο άθεος που βρισκόταν συχνά στη δεινή θέση να αντικρούει τα παράλογα επιχειρήματα ενός θρησκόληπτου ή ενός φανατικού πιστού σκέφτηκε πως η σοφία τού καλόγερου δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε αληθέστερη της δικής του αλλά απ’ ότι φαίνεται διαθέτει έναν πιο εντυπωσιακό τρόπο να τη μεταδίδει.

Ημερολόγιο ενός ηδονιστή της υπαίθρου

Ο αγρός είχε αυτό το υπέροχο πράσινο χρώμα της άνοιξης. Ο παπάς καθόταν απέναντί μου σταυροπόδι στα χορτάρια. Ξέρετε πάτερ, του είπα, σκέφτομαι να δημοσιεύσω το πρώτο κεφάλαιο απ’ το Ημερολόγιο ενός ηδονιστή της υπαίθρου. Ω ναι, μου είπε, είναι μια έξοχη ιδέα αλλά δεν ξέρω αν θα σ’ αφήσουν να το δημοσιεύσεις. Δεν είσαι και πολύ αγαπητός σ’ αυτή τη χώρα. Δεν έγραψες τίποτε για τους στρατιώτες που πολεμούν στο μέτωπο, ούτε καν μια τρυφερή κουβέντα για τον αρχηγό του κράτους. Ο πάτερ αργά και τελετουργικά σηκώθηκε από χάμου σκουπίζοντας τα οπίσθιά του απ’ τη γύρη και τα λευκά ανθάκια. Και τώρα θα με συγχωρέσεις, μου είπε, αλλά πρέπει να φύγω, με περιμένει το ποίμνιο. Σηκώθηκα και τον χαιρέτησα εγκάρδια. Εις το επανιδείν του είπα και συγνώμη αν σας έκανα να χάσετε το χρόνο σας, την επόμενη φορά θα έρθω για να εξομολογηθώ. Δεν χρειάζεται, μου απάντησε ο πάτερ, φρόντισε πρώτα να κάνεις κάποια αμαρτία κι ύστερα έλα, μη με κάνεις να χάνω χρόνο δίχως λόγο.

Ο μη εργαζόμενος μηδέ εστιέτω

Ναι, τα πηγαίνω καλά. Μια ολόκληρη εβδομάδα γλείφω. Γλείφω τον κώλο του αφεντικού. Τον γλείφω μετά του προσήκοντος σεβασμού. Την Κυριακή εκκλησιάζομαι. Την Κυριακή επισκέπτομαι το μεγαλοδύναμο με την κυρά μου. Ο μεγαλοδύναμος είναι εδώ τις Κυριακές για να μ’ ακούει. Κατεβαίνει απ’ το βάθρο του. Μια φορά την εβδομάδα ακούει τα βάσανά μου. Του εξομολογούμαι πως μια ολόκληρη εβδομάδα γλείφω τον κώλο του αφεντικού μου. Κάθε μέρα εκτός Κυριακής. Κάθε μέρα της εβδομάδος που ο μεγαλοδύναμος αποσύρεται στα ουράνια ερέβη εγώ γλείφω τον κώλο του αφεντικού μου. Ζω μια ζωή γεμάτη καρτερία. Κάθομαι στη μικρή μου κόχη με την κυρά μου, χωρίς φιλοδοξίες και χωρίς περηφάνια. Ταπεινός και ελεήμων.

Νυχτερινή έξοδος

Μόλις επέστρεψαν απ’ τη νυχτερινή τους έξοδο. Σχεδόν ξημερώματα. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους κείτονταν μια φιγούρα. Μιαν ανθρώπινη φιγούρα σκεπασμένη με βρεγμένες εφημερίδες. Μια βρόμικη και μαλλιαρή μορφή που ’χε καλυμμένο το πρόσωπο μ’ ένα ξεφτισμένο καπέλο. Έμοιαζε με κλόουν που κάνει το νούμερο του πεθαμένου στο τσίρκο. Διάολε! μουρμούρισε ο άντρας και πλησίασε με κάποια προφύλαξη. Έσπρωξε με το πόδι του τη μορφή και ψιθύρισε: πεθαμένος είναι. Η γυναίκα έσκυψε και τράβηξε το καπέλο απ’ το πρόσωπο του νεκρού. Είχε μιαν έκφραση ευχαρίστησης κι ένα ηδονικό μειδίαμα χαράς κάτω απ’ τα γένια και τη βρώμα. Ο άντρας έβαλε ξανά το καπέλο στο πρόσωπο του νεκρού και τηλεφώνησε στην αστυνομία, λέγοντας πως, ένας αλήτης είχε βρεθεί νεκρός μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Ο άντρας με τη γυναίκα του έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα του καλού πολίτη, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας για να μην καταλήξει το πτώμα στον κοινό τάφο των αστέγων του δημοτικού κοιμητηρίου, μιας κι είχε βρεθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Μάλιστα αποφάσισαν πως θα κάνουν μιαν ευπρόσωπη κηδεία πρώτης τάξης καλώντας συγγενής, φίλους και γνωστούς, που για έναν αλήτη δίχως όνομα ήταν μια πολυτέλεια, την οποία όσο ζούσε δε μπορούσε να τη διανοηθεί.

Aναμμένο κάρβουνο

Κάποιοι είναι νωθροί. Έχουν μονίμως μια ψυχρή όψη. Κάποιοι άλλοι φαίνονται παράφοροι και προικισμένοι απ’ τη φύση. Ερωτικοί σφόδρα, έτοιμοι να παρασυρθούν απ’ το συναίσθημα και την επιθυμία. Αρκετοί παραφρονούν και κυριεύονται από ιερή μανία. Ξεπετάγονται οι Σίβυλλες και οι Βάκιδες, οι ένθεοι και τα φυσικά νοσήματα. Γνωρίζω έναν ζωγράφο που μεγαλουργεί πάνω στην κρίση της τρέλας του. Γνωρίζω πρόσωπα δύσθυμα, γεμάτα φοβίες κι άλλα με υπέρμετρη τόλμη. Γνωρίζω κάποιους έτοιμους ν’ αυτοκτονήσουν μετά το μεθύσι. Μελαγχολικούς, που το ποτό τους φέρνει αθυμία. Άλλους που επιθυμούν να πίνουν μέχρι να μεθύσουν επειδή το πολύ πιοτό θα τους δώσει ελπίδα. Ένας γνωστός ποιητής στον περίγυρο της επαρχιακής μας πόλης κάποιο βράδυ είχε μιαν υποτροπή. Προχώρησε το καθημερινό του μεθύσι ένα βήμα παραπέρα. Έπινε κατευθείαν απ’ το μπουκάλι, λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, νιώθοντας τη χλωρίδα των εντέρων του να σαπίζει και το συκώτι του να γίνεται κομμάτια. Κατέβαζε το κρασί επαναλαμβάνοντας πως φταίει η υγρασία για τη μελαγχολία του και πως όλα θ’ αλλάξουν όταν σταματήσει η βροχή. Και το πίστευε πραγματικά, βέβαιος πως θα ξυπνούσε ζωντανός την επόμενη μέρα το πρωί. Απήγγειλε μάλιστα τα πεισιθάνατα ποιήματά του δίπλα σ’ ένα θεόρατο κλουβί που βρισκόταν πάνω στη μπάρα. Έχοντας για κοινό τους αξιοσέβαστους αλκοολικούς της πόλης κι έναν λευκό παπαγάλο που ακόνιζε το ράμφος του πάνω στο πλαστικό κλαδί. Όταν επέστρεψε σχεδόν μπουσουλώντας τα ξημερώματα στο σπίτι του, έπεσε στο πάτωμα του μπάνιου την ώρα που προσπαθούσε να κατουρήσει. Το κεφάλι του πρήστηκε κι έμοιαζε σαν μια κατακόκκινη μπάλα. Τον βρήκε η μάνα του μισοπεθαμένο και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Λίγες μέρες αργότερα ξεψύχησε. Οι γιατροί είπαν πως η περίπτωση έμοιαζε με αυτοκτονία και πως μερικοί αυτοκτονούν μετά το μεθύσι, διότι η θερμότητα που δημιουργεί το κρασί είναι επείσακτη και, μόλις σβήσει, επέρχεται το κακό. Όπως σβήνουν κάποια ψυχρά υλικά που έχουν θερμανθεί τεχνητά, παράδειγμα το αναμμένο κάρβουνο όταν του ρίξεις νερό.

Μελλοθάνατος

Μια κότα με μεγάλα κίτρινα πόδια διέσχισε το κελί του. Ο παπάς εξακολουθούσε να μιλάει για το θάνατο ώσπου πρόσεξε την αφηρημένη έκφραση του μελλοθάνατου. Τα δόντια του ήταν βρώμικα και η ανάσα του ακουγόταν σαν φυσερό. Ο παπάς ίσιωσε το κορμί του και ψέλλισε κάτι σαν προσευχή. Έτριψε στα χέρια του ένα κλωναράκι βασιλικό που είχε πανιάσει. Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία; τον ρώτησε. Ο μελλοθάνατος ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στα γόνατα και σφήνωσε το πρόσωπο ανάμεσα στα δύο του χέρια. Την κότα, του είπε, να μου φροντίσεις την κότα.

 

ΜΙΚΡΑ ΠΕΖA: http://adespotoskylos.wordpress.com

Aγκαλιά

Έπιασε μπόρα. Ο ψίθυρος της βροχής μας αποκοίμιζε λίγο λίγο. Ένοιωσα μιαν ελαφριά ενόχληση στα έντερα και γύρισα πλευρό. Την είδα τυλιγμένη στην κουβέρτα, σκεπασμένη σχεδόν μέχρι το κεφάλι, κι άκουσα την αναπνοή της καθώς θαλασσοπορούσε μέσ’ τον ύπνο. Για αρκετή ώρα άκουγα τη βροχή να δυναμώνει. Νόμιζες πως το σπίτι βυθιζόταν προοδευτικά στον κατακλυσμό. Κάπου άρχισε να στάζει. Άναψα τη λάμπα για να εντοπίσω το σημείο. Βρήκα έναν τενεκέ και τον τοποθέτησα από κάτω. Γύρισα στο κρεβάτι μου και σκεπάστηκα, ακούγοντας το μεταλλικό θόρυβο του νερού στον άδειο τενεκέ. Μέσα στον ύπνο της με μια μωρουδίστικη σχεδόν ανάσα, η γυναίκα μου, είπε, πως το καλοκαίρι πρέπει να πιάσουμε τα νερά. Ήταν μια δύσκολη βραδιά, μια δύσκολη βδομάδα, μια δύσκολη εποχή, κι εμείς ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να επιζήσουμε άλλον έναν χειμώνα.

Νυχτέρι

Όταν ήμασταν φοιτητές, συχνά, επιστρέφοντας αργά το βράδυ στο σπίτι, συνήθως ξεθεωμένοι απ’ τον ποδαρόδρομο, πιάναμε συζήτηση που κρατούσε ως το πρωί για την κατάσταση των πραγμάτων. Μάλλον με κακής ποιότητας αλκοόλ που προκαλούσε πονοκέφαλο και σκοτεινές εκλάμψεις. Εφευρίσκοντας φλογερές λέξεις και ιδέες κρεμασμένες σαν ώριμους καρπούς στο δέντρο της καυλωμένης μας νεότητας. Μιας νεότητας που η θύελλα του ξενυχτιού ερχόταν να τινάξει δια παντός και αμετάκλητα. Συζητούσαμε, έχοντας κατά νου, τον ασφαλή λιμένα του κρεβατιού κι ένα ζεστό γάλα με το πρώτο φως της αυγής. Με κείνον τον ενθουσιασμό, που μονάχα όσοι δεν κουβαλάνε κανένα εν δράσει παρελθόν στη ζωή, μπορούν να εκδηλώσουν. Έναν ενθουσιασμό ίσα-ίσα για να εκμηδενίσει το ζοφερό νυχτέρι.

Πρόστυχο πένθος

Θυμάμαι κάποτε, πέρασα μια περίοδο μετρώντας παλαιούς έρωτες, που με στοίχειωσαν. Πάντα στο ενδιάμεσο δυο ερωτικών σχέσεων αναπολείς. Δεν είχα ιδέα τί επρόκειτο να συμβεί με την καρδιά μου ή αν επρόκειτο να συμβεί κάτι ξανά. Εργαζόμουν με μανία, σκυφτός στη λάμπα, σκαλίζοντας στάχτες για να μου φύγει το άχτι. Έτσι μετρούσα στοιχειωμένους έρωτες. Ένοιωθα σχεδόν χωμένος στο χώμα για αιώνες. Περιμένοντας κάποιον αρχαιοκάπηλο έρωτα να με ξεθάψει. Σκεπτόμενος βυζιά να πάλλονται σαν χορδές μεσ’ απ’ τα δάχτυλα εμού, του οργανοπαίχτη. Μετρούσα τους άπειρους ασύλληπτους έρωτές μου και σκεφτόμουν πώς ανέβαινα τις σκάλες κάθε κορμιού και, πώς άνοιγα σιγά-σιγά την εξώπορτα και ξεπόρτιζα.

Κλειδαρότρυπα

Έχω την αίσθηση ότι κατασκοπεύω τούτο τον κόσμο απ’ την κλειδαρότρυπα. Ότι τον συλλαμβάνω σε στιγμές απόλυτης αμεριμνησίας. Όταν σκαλίζει αφηρημένα τη μύτη του ή ξύνει με μανία τον κώλο του. Σε αντίθεση με συναδέρφους που τον εξιδανικεύουν και τον κάνουν να μοιάζει ηδύς και παρθενικός και αγνός σαν παστίλια για το βήχα. Δικαίως η κριτική με χαρακτηρίζει παράφρονα, μοχθηρό, βίαιο, κακόβουλο, μικρόψυχο, λαμπρό και πολλά υποσχόμενο.

Ένα σπίρτο μέσα στη νύχτα

Μια φορά έπεσα πάνω της στην οδό Σταδίου και κάναμε πως δεν ειδωθήκαμε. Οι ρομαντικοί επικαλούνται ένα ρόδο, ένα φιλί, ένα πουλί που είναι όλα τα πουλιά μαζί κι έναν ήλιο που είναι όλα τα άστρα κι οι ήλιοι μαζί. Ένα σπίρτο μέσα στη νύχτα, ένα ποτήρι κρασί, έναν κήπο ή τη σεξουαλική πράξη. Απ’ όλες αυτές τις μεταφορές καμιά δεν μ’ εξυπηρετεί να αποδώσω εκείνη τη μακριά εύθυμη νύχτα, που μας άφησε ξέπνοους κι ευτυχισμένους στα σύνορα της αυγής. Όλ’ αυτά τα χρόνια, χωρίς πολλές ελπίδες αναζητώ τη γεύση εκείνης της νύχτας. Μερικές φορές νομίζω πως τη βρίσκω στη μουσική, στον έρωτα και στις αναξιόπιστες αναμνήσεις.

Σπουδή σε μια φωτογραφία του Masao Yamamoto

Έκανε ένα βήμα προς το γκρεμό. Στον ώμο του είχε ένα περήφανο μαύρο κοράκι. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε μια συνηθισμένη φωτογραφία. Με ένα περήφανο μαύρο κοράκι στον ώμο. Έκανε ένα βήμα προς το γκρεμό. Λοιπόν, όπως πάντα ένα κοράκι βρίσκεται στον ώμο ενός ανθρώπου που κάνει ένα βήμα προς το γκρεμό. Το κοράκι στέκεται περήφανο στον ώμο. Ακίνητο. Ο άνθρωπος παίρνει την απόφαση και μόλις κάνει το τελευταίο του βήμα πέφτει στο γκρεμό και το περήφανο κοράκι πετά στον ουρανό. Η φωτογραφία όμως, για πάντα, θα δείχνει έναν άνθρωπο μ’ ένα μαύρο κοράκι στον ώμο. Ποτέ, ένα περήφανο μαύρο κοράκι που πρόκειται να πετάξει στον ουρανό κι έναν άνθρωπο που έκανε ένα βήμα προς το γκρεμό, μιά για παντα.

Η σοφία των παιδιών

Από τότε που κατάλαβα το ακριβές νόημα της λέξης έρωτας, νιώθω μια ξινίλα όταν την ακούω ή ακόμη κι όταν τη βλέπω γραμμένη στα βιβλία ή τις εφημερίδες. Ο έρωτας είναι η ρομαντική έκφραση της πολεμοχαρούς συνουσίας. Ο άνευ όρων και ορίων σαρκικός κανιβαλισμός. Με λίγο ή με πολύ πάθος. Κατά μόνας κατά ζεύγη ή κατά γκρουπάκια.
Τι κάνουν πατέρα αυτοί οι δύο άνθρωποι στην τηλεόραση;
Έρωτα παιδί μου, έρωτα!
Τι έρωτα ρε πατέρα, αυτοί γαμιούνται, ξεκωλιάζονται. Είναι δυνατόν αυτό το πράγμα να λέγεται έρωτας; πόλεμος ναι, έρωτας όμως! Είναι δυνατόν αυτός ο τύπος που της δαγκώνει τα βυζιά και της ρουφάει το λαιμό σα βρικόλακας διψασμένος για αίμα να κάνει έρωτα; Κι αυτό το παλούκι στο μέγεθος χειρολαβής ποδηλάτου που τη διαπερνά εκατοντάδες φορές και μάλιστα ορμητικά βίαια σα να θέλει να τη σχίσει στα δύο είναι έρωτας;
Ο πατέρας έξυσε το μούσι του σοφού που βρισκόταν κολλημένο στο πηγούνι του και είπε στο φιλομαθές τέκνο του: Ναι! ναι παιδί μου ίσως να έχεις δίκιο.

Θαυμαστικά

Το βλέμμα της έχει θολώσει. Βάζει στις προτάσεις θαυμαστικά. Ένα τσούρμο γραμμούλες πάνω απ’ τις τελείες. Σέρνει μερακλίδικα το μολύβι πάνω στο χαρτί. Τονίζει λίγο νευρικά τις οξείες. Στέκεται συνήθως δίπλα στο παράθυρο. Σκυμμένη πάνω στο γραπτό της. Με την προσήλωση νηπίου στο μαστό της έμπνευσης. Εγωισμός αναμεμιγμένος με οκνηρία. Ένα τρομαγμένο ζώο που απλώς υπάρχει. Γράφει για την τραγωδία του να πιστεύεις στην ανθρώπινη τελειότητα αλλά και την τραγωδία του να μην πιστεύεις σ’ αυτή.