MANH

mani-pirg-foto-01.jpg

Σου δόθηκαν οι δυνατοί
άνεμοι
για να σε κάψουν
η άχνα
του ζεστού καιρού
έγλειψε
τα καψαλισμένα σου βράχια.
Δεν έχω θαύμα
να σου δώσω
η δίκαιη πράξη είναι το θαύμα.
Μάνη
θα τουφεκίσω εγώ τους
δολοφόνους σου.

mani-pirg-foto-03.jpg

 

Γλείφοντας έρχετ’ η όρεξη

gross5.jpg

Βγήκαν καινούργια φυντάνια στην πιάτσα κάτι νεούρια ποιητούδια

ψωμωμένα με διδακτορικά και μαστούρικη στιχοποιία αγλοσαξωνικ

 με στοιχεία αρτ νου βο με κάτι λινατσάτα εξώφυλλα διαβολικά

 βαρεμένα σαμουά και προζάκ και τσιουάουα και

βεριτάμπλ μανιφατούρα εκδοτική που έχουν στ’ αυτιά χτυπημένα

βιογραφικά από Παρίσια μέχρι Λόντρες και μελέτες 

Συλβί Πλάθαινα μέχρι Βιργινία Λύκου και κανα Έλληνα φουκαρά πεθαμένο για πάντα, ενδελεχώς μελετημένο έως πόρου έως μύστακος έως να του βγει ξανά η ψυχή.

Είναι κάτι μωρά ποιητάκια που τα βυζαίνει η κυρά Πόπη με μελάνι

κι η Ασχημίνα Χωρισάνδρα με τον περδικό της

που για ξώφυλλα έχουν τον Αντρίκο με το μούσι του λαξεμένο

και το βλέμμα να ξυραφίζει παιδούλες.

Εκδότησες  που δέχονται τους ποιητές απ’ αφαλό και πάνω

απ’ τη μέση και πάνω αναφαταλιά με κομμένους τους όρχιδες.

Διαβάζουν σε φραποκαφεβιβλιοπωλεία σε ψητοπωλεία σε μπουτίκ

σε βαγόνια του ΗΣΑΠ σε σπίτια κουλτουριάρικα

κυριών βορείων και λοιπών προαστίων

σε μηχανουργεία γκέι μπάρ παιδικές χαρές κτλ.

Βαρούν καμπάνες για δαύτους κριτικοπούλες καλοθρεμμένες

 με χορηγούλες και λοιπά αφορολόγητα

κι έχουν μια κοντυλιά να, σα σφοντύλι μεσαιωνικό

κι έχουν και κάτι νυχτιάτικες βίζιτες μπαρότσαρκες

με τεκίλες κι άλλα μέξικαν φούντ και λιαστές ντομάτες απ΄ τα νησά 

και κανά πίπαρο στα όρθια για να ορτσάρει το οργανέτο

και το καθεξής ού.

Αποκάμνουν πότε πότε απ’ τα διαβάσματα στις στοές του βιβλικού άστεως

και σβαρνιούνται στας επαρχίας

προς τέρψιν χουντικών μοντερνιστών διδασκάλων

φιλολόγων εφοριακών που γράφουν,

αστυνομικών που δε βασανίζουν αλβανόπαιδες

μα ποιητίζουν ασυστόλως και αδιαλείπτως στας υπηρεσίας τους

ζωσμένοι περίστροφα και σπανακόπιτες και κουραμπιέδες με άχνη.

Τόσος σύντομος ο καιρός της χαράς.

Μα ο χρόνος είναι άμμος και σκοτοδίνη

μας σκεπάζει με κείνη τη γεύση υγρασίας από κάτουρο τεθνεώτων αιώνων

και τα ποιητάκια κρεμιούνται σα χαϊμαλιά σε καλαμίδες και συρματάκια

σε ανθολογίες βαρεμένων

στο μέγα τίποτα στο μέγα μηδέν

που σκάει σα σπυρί κι ώρα καλή στις στάχτες που θα γένουν.

Τα πάντα είναι παρακμή

το’ γραψε κι ο Πούλιος ο ελευθέριος και ραγισμένος εσαεί.

Τα πάντα είναι βασιλόπιτα πρωτοχρονιά κι άντε κανα κοψίδι.

180px-franz_von_bayros_ex-libris_of_sweet_snail.jpg

 

[ το παρόν κείμενο να διαβαστεί ως μπροσούρα ερωτομανή που έχει ξεσκολίσει στα χνουδωτά κι αλαβάστρινα εξάμετρα του Ομήρου του γνωστού Έλληνος ποιητού και λογοκλέφτη,  λογοκλεπταποδόχου και ακουσίως αρχιβασανιστή των Ελληνοπαίδων που γνωστότατο της πάσης σιχαίνονται τις τέχνες και τα γράμματα μα λατρεύουν την ποδοσφαίραν και την χουφτοτριψίαν κοινοτάτη εις την νεοελληνιστήν ως μαλακία]

 

Ο διάβολος στο ντούζ

nude_arizona_1979.jpg

Σ’ έπαιρνα μάτι ο διάβολος στο ντούζ
το σώμα σου φολιδωτό οχτώ
και να βακχεύεται  
χάλκινος αφαλός τουρκόσπορος
κατά Αχερουσία
το μέγα δάχτυλο
τραβούσε την περόνη
πιο κάτω άφηνα την τελευταία μου πνοή.

Κατάδικοι παίζουν χαρτιά την αυγή

basin_2.jpg

 

οι λέξεις μου ανάμεσα σε δυο μηρούς
στο σκοτεινό λαβύρινθο σπαράζουνε τ’ αηδόνια
κι η λογική των ζωντανών μια έμμονη ιδέα
ουρλιάζει η νιότη κοφτερή λεπίδα
σαν αγιασμός νερού πάνω σε τρεχαντήρια
κοκόρια φυτεμένα στα θεμέλια
τάματα στο θηλυκό λαιμό απ’ τ’ άραχλα τ’ αστέρια
Αύγουστο που φτερουγά στο στήθος το αίμα
οι γάμπες αμυδρά θυμούνται κάποιον
να τις κατατρυπά και να τις λιώνει.
Ω! αιδοία λαιμοδέτες αστεριών
κάθε φορά που ο φαλλός θραύει την ειμαρμένη
μισοσβησμένος ήλιος χίλια χρόνια
πριν να λαλήσουν τα πουλιά
πριν σκύψουν τα κορίτσια να νυφτούν
πάνω απ’ τους νεροχύτες
τα στήθη πριν καθρεφτιστούνε στους γκρεμούς
τα λερωμένα χείλη απ’ τον ύπνο
κι οι γυμνές πατούσες πάνω εκεί
 στην πυρωμένη  άμμο
αγριολούλουδα δεμένα μ’ ένα σπάγκο
το τραίνο που περνά σφυρίζοντας τη νύχτα
στ’ άδεια στομάχια των τρελών
στ’ άδεια κορμιά των σκύλων
άγρια μεσάνυχτα που σπάν οι παρθενιές
κι ο στεναγμός που φτερουγά στο στήθος
καμπάνες που βαρούν ανώφελα τη νύχτα
δαιμονικά μ’ άγριες χτυπιές
ξυπνώντας
τη φιλενάδα που ελέγετο σάρξ
που ελέγετο σώμα και αίμα Κυρίου.