Ο Άγιος Αθάνατος

Καθείς με το φαρμάκι του
κι η νύχτα με τους οργασμούς
όπως παρθένα κόρη γλείφοντας
το κόκαλο του σκοταδιού
καρφώνοντας το πυρωμένο δάχτυλο 
στο χνουδωτό μηδέν
που αφέθηκε στο λαίμαργο σκυλόψαρο
με άψογα ουρλιαχτά
που αφέθηκε ο ακάλυπτος μηρός
να σπαρταρά ξοπίσω ανατριχιάζοντας
όσες πιστές του αρχάγγελου φαλλού
εδίψασαν για σπέρμα
όσες πιστές
εδίψασαν για λαίμαργη μοιχεία με το δάχτυλο
κι όλο αλυχτούνε οι φλέβες τσιριξιές
για ν’ αλφαδιάσουνε το ζωηρό υμένα
που εκλιπαρεί εσπερινό ο λυσσασμένος
που εκλιπαρεί να τυφλωθεί ως Κύκλωψ
από κάποιον Οδυσσέα γυρολόγο
από κάποιον πολυμήχανο νυμφομανή
ν’ ανατινάξει την αλαφιασμένη ηχώ
ο Άγιος Ισχυρός
ο Άγιος Αθάνατος
ο εν της ηδονής
ο πανταχού ελεήσας