Ο Έλβις ζει!

pigg

Κάθε τεχνίτης με μεγάλη φαντασία και σπουδαίες πλαστουργικές ικανότητες έχει αυτό το ελαφρώς παιγνιώδες και αστείο ύφος. Έχει μηχανισμό που κόβει Αγάπη από δακρύβρεχτες παρειές.

Το έθνος μας, το τόσο θλιμμένο και καημένο στην καρδιά αντιγράφει και ποθεί. Μικρότατον, αλλά κυβισμένο με μικροαστικά ένστικτα προσεύχεται και φιλοσοφεί.

Κι όταν το τέκνο του διεκδικεί την παρόρμησή του έρχεται η παιδεία και τη διακωμωδεί.

Παιδί μου, κρύψε τη στύση σου για να μην πάρει στραβό δρόμο και διεκπεραίωσε καθήκοντα συζυγικά και πάθη εντός της οικίας. Ζήσε λιτά. Με ζυμωτό ψωμάκι ελιές και φάβα.

Να καταναλώνεις αλλά με μέτρο. Να ζεις εσωτερική ζωή. Του πλησίον σου να μην εποφθαλμιάς τη γυναίκα και τον εύρωστον βίο.

Tο σύστημα που περνάει κρίσεις μεταδίδει εις τον γαιάνθρωπο τα πιο αντιφατικά μηνύματα. Βάζει καλλιτέχνες και διανοούμενους να οργώσουν τα πνευματικά χωραφάκια που στειρώθηκαν απ’ τα ακαδημαϊκά λιπάσματα και τους ηγέτες.

Μην αμφισβητείς το σύστημα αλλά τον εαυτό σου. Με λίγο τσαμπουκά και νηστεία θα πάρουμε την Πόλη. Θα διαπραγματευτούμε το βρεγμένο σανό. Τις αποικίες. Το έσπα. Το εράσμους. Θα μας βοηθήσει ο διάβολος, η Ρωσία, το Βατικανό. Ο πάπας θα πει μια καλή κουβέντα για μας στο γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Η παντοδύναμη μικροαστική τάξη που δεν ζει εις τα υψίπεδα του Γκολάν αλλά εις τα ντουβάρια της Αττικής -που ιεροκρυφίως πάσαραν οι αρχιερείς της αντιπαροχής στους χωριάτες- πανηγυρίζει τη συγκρότηση κυβέρνησης που θα διαχειριστεί το καπιταλιστικό κράτος.

Οι μικροαστοί παρηγορούνται έχοντας την ψευδαίσθηση πως απομακρύνθηκαν απ’ τον εφιάλτη. Χωρίς βέβαια να ομολογούν πως ο εφιάλτης ήταν κι αυτός δικό τους δημιούργημα.

Το όνειρο των μικροαστών είναι να γίνουν πιο μεγάλοι, να γίνουν αστοί. Αλλά καλοί αστοί. Μπουτάρηδες, λαϊκοί. Δημιουργικοί επιχειρηματίες. Να φτάσουν στα σαλόνια της αστικής τάξης όχι βέβαια με γραβάτα αλλά με μαγιό ζιβάγκο και τιράντες.

Κι εδώ βρίσκεται η υποκρισία του αριστερού μικροαστισμού. Επειδή φοράει διαφορετικά ρούχα απ’ τους δυνάστες του νομίζει πως δεν μοιάζει μ’ αυτούς.

Κι επειδή φοράω κίτρινο παντελόνι έχω κοτσίδα σκουλαρίκι τατού, έ, δεν είμαι υψηλόβαθμος τσανακογλείφτης του Κυρίου ημών Καπιταλιστή.

Η μικροαστική τάξη διαθέτει μια πονηριά και μια κακία πρωτίστως για τον ίδιο της τον εαυτό. Πότε θέλει τα τέκνα της ανταγωνιστικά να δαγκώνουν το ένα το λαρύγγι του αλλουνού και πότε τα θέλει κουταβάκια να ζουν με τα στοιχειώδη.

Πότε θέλει τη δεξιά του τρόμου για να βάζει ασάλιωτο κωλοδάχτυλο στην εργατική τάξη και πότε θέλει την αριστερά της υποκρισίας για να βάζει το κωλοδάχτυλο προσεχτικά με βαζελίνη και γλυκόλογα.

Ο μικροαστός ζει την κατάσταση τού συμβιβασμού ως φυσική κατάσταση. Άβουλος, μοιραίος, θεατής, σχολιαστής, κομπορρήμων.

Θέλει να νικήσει χωρίς να παλέψει. Κι αυτό είναι το δράμα του. Όταν ο καπιταλιστής τού ρίχνει κλωτσιές αυτός συνεργάζεται μαζί του. Μπαίνει στα χειμερινά ανάκτορα ως εγγυητής της ανακωχής του σφοδρού κοινωνικού πόλεμου.

Δύσκολα αντιλαμβάνεται πως είναι προορισμένος να πεταχτεί στα σκουπίδια. Δύσκολα αντιλαμβάνεται τους βομβαρδισμούς στους τρίτους κόσμους, τα γρασωμένα άρβυλα των παππούδων του, τη μισαλλόδοξη θρησκεία, την εθνομαλακία, το μεγαλοϊδεατισμό του.

Δύσκολα αντιλαμβάνεται πως και οι γείτονες είναι το ίδιο μαλάκες και εθνικιστές σαν κι αυτόν. Και το ίδιο θεοσεβούμενοι και χαζοχαρούμενοι μικροαστοί. Και πως ο καπιταλιστής δεν έχει πατρίδα αλλά μια τεράστια πούτσα έτοιμη για όλα.

Κυνήγια

rubens

Θα σου γράψω ένα δοκίμιο για το πένθος
αυτό το ψυχοπλάκωμα στο Δανέζικο σινεμά
με τα δάση και τις βροχές
με τα καυτερά φαγητά και το χιόνι
με το εισαγόμενο λάδι απ’ τη Μεσόγειο
και τους μέτριους ποιητές
που δεν γνώρισαν ποτέ κύκλωπες και γυμνές
στις παραλίες των Κυκλάδων
παρά μονάχα ηλεκτρίζουν τα πάθη τους και
κυνηγούν ελάφια έξω στα σκοτεινά νερά
και κάποιοι ντόπιοι δικοί μας τους αντιγράφουν
και βάζουν στα ποιήματα θύελλες
αγάπες ερημιές καθρέφτες μοναξιές
και δεν βάζουν στα ποιήματα μέσα
καύλες υγρά μουνοπέταλα
και με κάνουν να βαριέμαι τόσο που
αναγκάζομαι να γράψω ποιήματα
με καύλες υγρά μουνοπέταλα
για να έχω να διαβάζω κάτι και να μην πλήττω
και να καυλώνω αυτοστιγμεί
και να μην βάζω στο μυαλό μου
υπερβόρειες παλαβομάρες για αυτοχειρίες και τέτοια

Ωδή στους πάγκους των βιβλιοπωλείων

erotik

Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
είναι γεμάτοι με χάος ομορφιά και αμφιβολία
με οδηγούς επιβίωσης και οδηγούς μαγειρικής
Καταφθάνουν οι αναγνώστες
οι απόμαχοι
οι συνταξιούχοι
οι μισθωτοί
Μετράνε τα λεφτά τους
Παζαρεύουν διευκολύνσεις
Γυροφέρνουν τα εξώφυλλα και τα συνοφρυωμένα αυτιά
Χαίρονται σαν ματάκηδες τα σεξουαλικά γυρίσματα της γραμματοσειράς
Ξεφυλλίζουν με κάποια συστολή
Χαδιάρικα προσεχτικά
Ψάχνουν ένα σερσέγγι να τους κεντρίσει
Άλλοι σαν καθολικοί παπάδες θέλουν να ψωνίσουν ένα Έπος
Άλλοι θέλουν αποφθέγματα για το καφενείο
Κάποιες κυρίες που τις έχει φτύσει ο σύζυγος
ψάχνουν απεγνωσμένα εραστή
στα χοντρά μυθιστορήματα
Βγάζουν απ’ το πορτοφόλι το χαρτονόμισμα
όπως βγάζουν τα αγάλματα
απ’ την καλτσοδέτα το παρελθόν
Αγοράζουν λίγη τρυφερότητα
για να διαιωνίσουν το φονικό νοικοκυριό
Για να διαιωνίσουν τους εκδότες και τους συγγραφείς
Τις αποθήκες χάρτου
Βεβαίως το βιβλίο είναι ένας τρόπος να αμαρτήσεις χωρίς να κολλήσεις βλεννόρροια
Να πλησιάσεις αθόρυβα και να της σηκώσεις τη φούστα
Να χαζέψεις άσπρα καπούλια ν’ ανεβοκατεβαίνουν
Ακόμα και να θωπεύσεις
μια πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
χωρίς να μπλέξεις με το νόμο
Να μαστουρώσεις τζάμπα
Να κάνεις μια φοβερή αθάνατη παρτούζα
Να δοκιμάσεις αψέντι όπιο
Ν’ ανατινάξεις πρεσβείες
Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
υπήρξαν κάποτε γιορτινά τραπέζια
με ζυμωτό ψωμί ελιές και ξερά καυτερά κρεμμύδια
Κλίνες έρωτος και αποδημίας
Τράπεζες ιεράς μονής
όπου συνέφαγαν οι καλόγριες με το Μεσσία τους
Οι δον Κιχώτες με τη Δουλτσινέα τους
Πάγκοι βασανιστηρίων στα κολαστήρια της ασφάλειας
Τάβλες σε χασάπικα
και πατάρια σε σκοτεινά ζαχαροπλαστεία
Την εποχή της παρακμής οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
γεμίζουν εφιάλτες αλλάζουν χρήση
Γεμίζουν γέρικη σοφία και περιτετμημένους σωτήρες
Γεμίζουν εγκώμια για το γούστο του κοινού
Σαβουάρ βιβρ για κουνέλια
Κυνικούς
Όμως οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
γίνονται και οδοφράγματα
φράχτες σε κοτέτσια και φράχτες σε μαντριά
Γίνονται γέφυρες
για να φτάσουν τα ποιήματα στην άλλη όχθη
Γίνονται στέγες και σκεπές για τους Έρωτες
Γίνονται ασπίδες για τις παιδικές ψυχές
Γίνονται πάλι δέντρα και γίνονται πάλι κλαδιά
Γίνονται πάλι ξύλινα σπαθιά για να σφάξουν
Το φόβο το θάνατο την παγερή μοναξιά
Γίνονται μολύβια για να γράψουν αισχρά ραβασάκια
Γίνονται πεδία μάχης των λέξεων
Γίνονται ταμπλώ
για να ζωγραφίσουν οι μερακλήδες τις καρδερίνες τους
Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
που σε θέλουν λίγο να σκύψεις πάνω τους
Λίγο να σε κάνουν δικό τους
Λίγο να σε ζορίσουν ξεγελώντας την τρέλα σου
Λίγο να σε κάνουν θύμα και θύτη
Λίγο να σου θολώσουν τη θανατοφοβία σου
Ω οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων
αιχμάλωτοι σε μαγαζιά και σκλαβωμένοι σε υπόγεια
και οι πάγκοι κάτω από τέντα στην Κοτζιά
Έξω ήλιος φύση αέρας βροχή
Έξω η ζωή που καλπάζει
Έξω ένα φράκταλ αρπαχτικό κι ωραίο
Κι η ζώνη του Κάιπερ ακόμα πιο έξω

Παραλειπόμενα προεκλογικής περιόδου

Roman-artwork-cover

Κάποια βρωμιά έχεις μέσα σου για να πιστεύεις σε κάτι ανώτερο. Για να δεχτείς το ανώτερο πρέπει να ισοπεδώσεις την ύπαρξή σου. Και για να ισοπεδώσεις την ύπαρξή σου πρέπει να έχεις ισοπεδώσει άλλες υπάρξεις που θεωρείς κατώτερες. Άρα κατά κάποιο τρόπο η πίστη σου είναι αποτέλεσμα φόνου. Έχεις σκοτώσει κάποιον επειδή και μόνο τον έχεις υποβιβάσει. Έχεις ξεκοιλιάσει κάποιον μόνο και μόνο επειδή τον θεωρείς κατώτερο. Το αίσθημα ανωτερότητας που έχεις πρέπει να το θρέψεις με θεό. Με πίστη. Με υποκρισία. Με ξέπλυμα. Για να μετριάσεις τις τύψεις και να τα βρεις με το δολοφόνο εαυτό σου πρέπει να ξεπέσεις στη σαγήνη του ανώτερου όντος. Βέβαια ο πονηρούλης σου εαυτός ξέρει πως κανένα ανώτερο όν δεν απαιτεί από σένα καραγκιοζλίκια και προσευχές. Και πως το ιδεώδες της παρθενίας και της αγνότητας που διαλαλείς είναι το ιδεώδες της δικής σου αχαλίνωτης τάσης να ξεπαρθενεύεις. Γιατί ακόμα και η διαστροφή πρέπει να ντυθεί με πετραχήλια. Για να μπορείς τελετουργικά να υπηρετείς τα χρηστά ήθη. Για να μπορείς εσύ που διαπράττεις έγκλημα πάθους να ομολογείς το έγκλημα αλλά όχι το πάθος. Γιατί το πάθος θέλει ένα καλλιτέχνη να το ομολογήσει και να το διακηρύξει κι όχι ένα χριστιανομαλάκα που κρυμμένος πίσω απ’ την ομολογία τού εγκλήματος διακωμωδεί το πάθος. Ω ναι, η εγκράτεια εκδικείται πάντοτε. Η εγκράτεια οδηγεί σε σαδιστικές παρορμήσεις. Τα νεορθόδοξα όντα και οι νεοχριστιανοί της γενιάς μου το γνωρίζουν αυτό. Και οι διαφημιστές που τους τροφοδοτούν μεταφυσική υστερία το έχουν σπουδάσει. Όλες οι διαφημίσεις έχουν μέσα θεολογία. Μεσσιανισμό. Απ’ την επιλογή καπότας έως την επιλογή αρχηγού κράτους. Γιατί τα πρόβατα θέλουν θεό. Θέλουν αρχηγό. Θέλουν να γαμάν με ασφάλεια.

Ντόπιο Στριπτίζ

i xor

Είναι το βασίλειο της λασπουριάς
εδώ και της αγαπημένης μου τέχνης.
Η στέρνα, οι μνήμες, το χαλάκι της
κουζίνας. Το στήθος της, ο σβέρκος της,
οι ρώγες. Όλα βορά στον επιτήδειο
ματάκια. Είναι τα χείλη στο βροχερό
σκοτάδι. Υγρασία, υγρά, χίλια κομμάτια
σκύλοι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Εδώ
το έθνος μας από μπίζνες και φιλόδοξους
χορευτές. Ο φόβος, η λύσσα, η διεφθαρμένη
τρέλα του καταναλωτή. Εδώ βιομήχανοι
ηλιοβασίλεμα, πράκτορες, καρδιές, μυαλά
εδώ το περιθώριο και τα σαλόνια, το
αχόρταγο μουνί το διαδίκτυο, οι μη
κυβερνητικές, εδώ μια πλάκα σαπούνι
στο νεροχύτη. Πακιστάν Σιέρα Λεόνε
Κουρδιστάν, ποιήματα που πυροβολούν
ποιήματα φονιάδες, παράνομοι αξύριστοι
μυστικιστές ρομαντικοί. Οχτώ ευρώ το
μεροκάματο στις φράουλες. Εφτά ευρώ
το ξεσκάτισμα γέρου. Πέντε ευρώ το
τσιμπούκι στον Κολωνό. Je suis animaux!
μουνόπανα, ουρλιάζει ο μαύρος
ντανταϊστικός μηδενισμός.

Προεκλογική παραβολή για επίδοξους μάγους

proekl

Ο λαός έρχεται να διορθώσει το σφάλμα τού μέντιουμ και με τη φιλόδοξη ψυχούλα του να κερδίσει λίγα ψίχουλα καλοζωίας και τα ναύλα για μια εκδρομή στη Μονή Βαρλαάμ. Εκεί που, ταξίδια, λεφτά, έρωτες, υγεία, ταπεινά προβλέπει ο μοναχός Παΐσιος ο Β΄ στη σκιά ενός μαυρισμένου κάκτου. Εκεί που σου μαντεύει το όνομα και το δείκτη κακομοιριάς.

Εκεί που ο λαός με την αχόρταγη αφέλεια καταναλώνει καραμελίτσες απ’ τα ευλογημένα χεράκια της εξουσίας. Με αντάλλαγμα λόγια αγάπης, τρίμματα αθανασίας και κομποσκοίνια, ο λαός δέχεται και παίρνει μέρος σ’ ένα κόλπο τεμαχισμού. Κόλπο κλασικό και παλαιό. Ο ταχυδακτυλουργός, ο μάγος, ο αρχηγός, ο γκουρού, τοποθετεί το λαό στο ορθογώνιο κουτί με τα τέσσερα πορτάκια.

Στη συνέχεια ο μάγος περνά ένα σπαθί μέσα απ’ τις ειδικές σχισμές κι ανοίγει γρήγορα καθένα απ’ τα πορτάκια δείχνοντας το σώμα τού λαού κομμένο φέτες. Οι Ευρωπαίοι χειροκροτούν, ενθουσιάζονται. Το κεφάλι τού λαού εμφανίζεται στο βάθος, τα πόδια στη μέση κι ο κορμός επάνω. Ο μάγος κάνει την επίδειξη γρήγορα, τμηματικά, υπολογίζοντας την απόσταση απ’ το κοινό, αποφεύγοντας τις αντανακλάσεις των φώτων.

Ο μάγος όμως, ο αρχηγός, ο ηγέτης, φιλοδοξεί να γίνει ο καλύτερος. Δουλεύει με επιμονή και φτιάχνει έναν ανώτερο θάλαμο. Ανοίγει τώρα τα τέσσερα πορτάκια ταυτόχρονα και δείχνει το λαό πραγματικά τεμαχισμένο στα τέσσερα. Χωρίς διπλά τοιχώματα, χωρίς μυστικές οδούς διαφυγής, χωρίς καθρέφτες.

Σε βαθμό που επιτρέπει στην τρόικα του κοινού να πλησιάσει και να ελέγξει. Να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το θαύμα του τεμαχισμού. Να αξιολογήσει την τεχνική και τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις. Η τρόικα ενθουσιάζεται. Οι Ευρωπαίοι χειροκροτούν. Τα λεφτά τους πιάνουν τόπο. Το θέαμα τούς ενθουσιάζει.

Ο μάγος τότε θριαμβευτικά ανοίγει για να βγει ο λαός περπατώντας χαμογελαστά. Όμως ο λαός δεν μπορεί. Εξακολουθεί να είναι διαμελισμένος. Με το σώμα του χωρισμένο σε τέσσερα εξαρθρωμένα κομμάτια, χαμογελά νευρικά στους Ευρωπαίους.

Ο μάγος ξεροκαταπίνει. Απευθύνει ένα τεράστιο χαμόγελο στο ευρωπαϊκό κοινό. Ευχαριστεί για τα εκκωφαντικά χειροκροτήματα. Υποκλίνεται ιπποτικά και φεύγει τρέμοντας απ’ τη σκηνή. Περνούν μέρες, εβδομάδες, μήνες, προσπαθεί να εξηγήσει την αποτυχία του αλλά δεν τα καταφέρνει. Ανοίγει τα πορτάκια και κοιτάζει τα μάτια του λαού, ο οποίος παραμένει τεμαχισμένος με σημάδια καλπάζουσας παράνοιας.

Καλπικός οργασμός

normal_pmom11

Η δημοκρατία μας συγγενεύει με το άφραχτο στόμα της σχισμής. Εδώ η σχισμή δε βυθομετριέται με γυμνό μάτι.

Καταφτάνουν απ’ την ερωτική φωλιά τους οι εύθραυστοι ψηφοφόροι. Τα νεογέννητα από εμβρυουλκό δημοσκόπου. Για λογαριασμό της εταιρίας που ανάμεσα στη φρίκη και την ομορφιά διαλέγει με προσήλωση φράγκα.

Εκεί που η εξίσωση στοιχίζει τη δεξιά με το φόβο και την αριστερά με την υποκρισία. Αφού με τη μυρουδιά του χασάπη θα πλαγιάσουν οι μαζούλες της έχτρας και του κέρδους. Και στο βασίλειο των πολιτικών παραβολών θα κρύψουν οι χειριστές τού πλήθους τα νομίσματα. Το συναίσθημα και τη μνήμη που επωάζει τα πισώπλατα μαχαιρώματα.

Το συμπαθέστατο γιγάντιο καπετάνιο που ξεμπάρκαρε και παλινωδεί στα ουζερί του Αγρινίου λέγοντας πως απ’ το μουνί της μάνας του εβγήκε Δεξιός και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.

Η κάλπη χωρά μόνο των δυο διαστάσεων κατάλογο ονομάτων, ανθρώπων που θέλουν να γίνουν βεζίρηδες και βεζιροπούλες. Να εκπροσωπήσουν το λαό στις διαπραγματεύσεις με το φαραώ.

Η κάλπη ξέρει και δεν αφήνει να γραδώσει στη σχισμή ο σατανικός κουμμουνισμός της ζωής.

Η κοιλιά της κάλπης γίνεται μήτρα του θηρίου. Αγροτική επαρχία και μπερδεμένη ομήγυρης στο ίδιο τσουβάλι.

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας, χωρά τις μικρές του ιστορίες στην κάλπη. Κάλπικα θαύματα. Καλαμάκι για το φραπέ. Παροχές. Εκεί που γράφονται σουρεαλιστικά ποιήματα για σόμπες και θερμάστρες και καλοριφέρ που δε λειτουργούν πια.

Και οι καβαλάρηδες έχουν αποκοιμηθεί με αναμμένα μαγκάλια. Και λέω πως κάποιο είδος ανθρώπινο μου καταστρέφει την έμπνευση. Την ανθρωπιά που την εξηγείς σαν ανέκδοτο στα παιδιά σου. Κι ύστερα τους λες βέβαια αυτά δεν ισχύουν στη ζωή. Και τους κόβεις το βήχα και το οιδιπόδειο και τα μαθαίνεις στον καλπικό οργασμό.

Στο ανοξείδωτο χαμόγελο.

Στο πως πρέπει να κερδίσεις τη ζωή σου με ψέματα και ξύλινα σπαθιά. Δεξιότητες οδηγημένες στον ολοκληρωτισμό της οικόσιτης ευτυχίας.

Η κάλπη είναι προξενήτρα του παράδοξου. Ο κατασκευαστής παραδείσων ξέρει. Βάζει λεβέντες να μνημονεύσουν τη σοφία του λαού. Τους προσφιλείς τροφοδότες κάθε Μεσσία.

Κατενάτσιο

ok

Κάποιος παλαιός αγαπημένος μου άνθρωπος θεωρούσε πως είναι μάταιο αλλά και βλακώδες να συζητάς με θρήσκους και θρησκευόμενους για τη θρησκεία. Πρώτον διότι είναι παράλογο να συζητάς με έναν φανατικό που δεν πρόκειται να αλλάξει και δεύτερον γιατί μεταμορφώνει κι εσένα σε παπά και ιεροκήρυκα του αθεϊσμού. Κι αν καταντήσεις παπάς έστω του αθεϊσμού έχεις ήδη ξεπέσει σ’ αυτό που θεωρείς ξεπεσμένο. Όταν βάζεις τη λογική να αντιμετωπίσει το παράλογο μ’ έναν τυφλό πεισματάρικο εκνευρισμό καταλήγεις να ναρκοθετείς τις θέσεις σου. Η ανάγκη του ανθρώπου να επινοήσει μια ζωή μετά το τέλος της ζωής και να φαντάζεται έναν ουρανό απαλλαγμένο από την επίγεια αθλιότητα έχει βαθύτατα κοινωνικοπολιτικά αίτια. Η κριτική των θρησκειών είναι καταδικασμένη αν ξεπέσει στην παπαδοφαγία όπως ξέπεσε ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού και ο μασονικός αντικληρικαλισμός. Το να θες να μετατρέψεις τους πιστούς σε άθεους με εντολή του μουφτή ή με προεδρικό διάταγμα είναι σα να προσπαθείς να πιάσεις κεραυνό με τα χέρια. Το σίγουρο είναι πως θα καείς όπως κάηκαν ολόκληρες επαναστάσεις και γύρισαν εν μια νυκτί στον τσάρο και στον μπαγαπόντη πατριάρχη Αλέξιο. Το να θες να ξεμπερδέψεις με τους θεούς είναι μια καλή πρόθεση αλλά δεν φτάνει αν δεν ξεμπερδέψεις με την ανάγκη που γεννά τους θεούς. Αν δεν αφαιρέσεις απ’ τους ανθρώπους τις αυταπάτες τους και τις απατηλές παρηγοριές τους δεν μπορείς να τους στερήσεις το όπιο. Έτσι λοιπόν η κριτική του ουρανού πρέπει να μετατραπεί σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου και η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής. Ο αφηρημένος αθεϊσμός είναι γεμάτος ψευδαισθήσεις αφού παραμένει μια μεταφυσική κριτική της θρησκείας. Και ίσως μια ακραία θρησκευτική κριτική της θρησκείας, η οποία μένει στο μη πρακτικό πεδίο των ιδεών. Κι έτσι αυτός ο αστικός αθεϊσμός είναι ένα είδος αρνητικής αναγνώρισης της ύπαρξης του θεού. Με αποκορύφωμα ο φιλοσοφικός αθεϊσμός να καταντά ιδεολόγημα της πεφωτισμένης αστικής τάξης, που νιώθει την ανάγκη να απαλλάξει την οικονομία από την τροχοπέδη της θρησκείας αφήνοντας άθικτη την κοινωνική τάξη πραγμάτων, βρίσκοντας την πιο καθαρή έκφρασή της στο θετικισμό και στη λατρεία της προόδου. Έτσι λοιπόν ο άθεος φονταμενταλιστής γίνεται ιπποκόμος στα μοναστήρια των αγορών, βοηθώντας τις καλόγριες τού κέρδους να σηκώσουν τα φουστάνια τους μπροστά στους πιστούς καταναλωτές καλωσορίζοντάς τους στην κόλαση.

Κυνήγια

kin

Γράμμα στους κυνηγούς της εκλογικής μου περιφέρειας

 

Φίλε κυνηγέ σου προτείνω αντί να κάνεις πόλεμο και να γυαλίζεις όπλα να καθίσεις σπίτι σου και να γαμήσεις. Κι αν σου είναι δύσκολο το γαμήσι μπορείς να τον παίξεις. Δόξα το γιου πόρν η τεχνολογία μπορεί να σου δώσει ιδέες και θάρρος. Αυτή την αισχρή μαλακία που έχεις ονομάσει σπορ, κάνοντας τη σφαγή καρναβάλι και διασκέδαση, νομίζω πως πρέπει να την κόψεις. Δεν είμαι οικολόγος και δεν ξέρω τι σημαίνει να είσαι οικολόγος. Ξέρω βεβαίως διάφορους μαλάκες που βάζουν πέτρες στο καζανάκι και δουλεύουν στο φουλ τα κλιματιστικά στη Σόλωνος γράφοντας οικολογικά άρθρα για την πράσινη ανάπτυξη και την πράσινη σκατούλα τους. Ξέρω επίσης κι αυτούς που σας ανέχονται και δεν νιώθουν αηδία με την τόση αγριότητά σας. Αλλά είπαμε, είναι ο ασύνειδος ρομαντισμός των μικροαστών που τους κάνει να μην αηδιάζουν με τίποτε. Ούτε βεβαίως μ’ αυτούς που τους έχουν για θήραμα και τους μακελεύουν όπως εσείς μακελεύεται παπιά, φάσες, κιρκινέζια, σιταρίθρες, γερμάνια, κρινέλια, σπαθομύτες, βατοπούλια, τσιλιβίδια, ψαροφάγους, τουρλίδες, ξυλόκοτες, χήνες, συκοπούλες, μπάλιζες, σπίνους, μιγούδια, τρυγόνες, σπέτζους, τρουποφράχτες, θεοπούλια, κοτσύφια, λιάρους, ατσάραντους, κατσουλιέρες, τσόνια, καλημάνες, πέρδικες. Εσείς που γράφεται στ’ αρχίδια σας έναν ολόκληρο κόσμο που ζει και αναπνέει στις ρεματιές, στα βουνά και στα λαγκάδια. Εσείς που με τις ευλογίες του κράτους βγάζετε άδεια δολοφόνου σκορπώντας τον όλεθρο, σπέρνοντας φυσίγγια και σκουπιδαριό, αφού νομίζεται πως η φύση είναι ο μεγάλος καμπινές σας. Εσείς καταπιεσμένα πλασματάκια με τις κοιλιές και τα πατσοκοίλια, που το παίζετε αθλητές και δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ λαχταρούμε εμείς αυτό που εσείς δολοφονείτε. Αυτό που εσείς σκοτώνετε όχι από πείνα αλλά από χόμπι. Γιατί ο φόνος για σας είναι χόμπι και διασκέδαση. Γιατί η διαστροφή σας προστατεύεται από νόμους. Έγραφα κάποτε πως η δυστυχία είναι των πουλιών που δεν μπορούν να πυροβολήσουν. Και το πιστεύω πως τα πουλιά πρέπει να πάρουν κάποτε τα όπλα και να σας γαμήσουν την παναγία. Να σας ζεματήσουν την πέτσα στο νεροχύτη. Να σας καταβροχθίσουν με ρυζάκι, πατατούλες και καλό κρασί. Ω φίλε κυνηγέ, ελπίζω πάντα σ’ ένα θαύμα και σου αφιερώνω ένα παλαιό μου ποίημα.

Η ΑΔΟΞΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ

πυροβολούν πουλιά με τα ντουφέκια τους
και με τις καραμπίνες τους
ανδρείοι μέσα στα χακί καπνίζοντας τσιγάρο
χαϊδεύοντας σα να’ ναι κλειτορίδα τη σκανδάλη
στα καλαμπόκια μέσα εκεί χωμένοι και στ’ αυλάκια
να περιμένουν τα κοτσύφια και τις πέρδικες
να ‘ρθούν να ξεδιψάσουν
με τα σιδερικά τους σκνίπα στο μπαρούτι
και τα τσιγκέλια έτοιμα στις ζώνες να καρφώσουν
τα σκοτωμένα τα πουλιά τα τρόπαια
του νόμιμου φονιά

πυροβολούν πουλιά με τα ντουφέκια τους
και με τις καραμπίνες τους
γιατί είναι μικροτσούτσουνοι
και θέλουνε να κάνουν τον καμπόσο.
Γιατί στ’ αλήθεια θέλουνε να σκίσουν τη γυναίκα τους
τη σκύλα που τους τυραννά
γιατί στ’ αλήθεια θέλουν
να γαμήσουν και να δείρουνε
να δείξουνε πως έχουνε λεφτά
κάνοντας σπόρ τη μπαμπεσιά
και την πουστιά που κρύβουνε
στα σπλάχνα τους βαθιά.
Nα δείξουνε στη μάνα τους
πως είναι αντράκια κι άξια παιδιά
πως μισθοφόροι άριστοι είναι
του κράτους του αρχιφονιά
που είν’ τσιφλίκι του ο αέρας
η θάλασσα τα δάση τα βουνά
δίνοντας άδεια στον κάθε κερατά
τη ματαιοδοξία του ν’ αδειάζει
με τα φυσίγγια του
σκοτώνοντας πουλιά.

Ζε σουί σαϊλοί

charlmaho1_0

Σκέφτομαι να τριφτώ στην άμμο και να σηκωθώ ξαναμμένος σαν πρωινό ρόδο. Κι απ’ το μονοπάτι που οδηγεί στην καρδιά να οδηγηθώ στο Παρίσι του πολιτισμένου χριστιανικού όχλου. Εκεί που ξεσπλάχνισαν το Μωάμεθ οι φωνούλες της αγάπης. Εκεί που έπεσαν απ’ τα σύννεφα οι κορδωμένοι εγωισμοί. Εκεί που η ψύχρα της Δύσης στάζει πλακατζίδικο φαρμάκι στα κωλομέρια του μουσουλμάνου. Εκεί που η κοινή γνώμη μοιάζει με όργανο που κουρδίζεται από υποκρισία.

Κι εγώ ο ανόητος μοιάζω σαν κάποιο ζώο σε οργασμό, πεταμένο στους σκουπιδότοπους της Ευρώπης. Εκεί που τρυπώνω σα μοσχαράκι κολλημένο στο μαστάρι, περιμένοντας την αγελάδα του διαφωτισμού να με ταΐσει το γάλα του πολιτισμού που άρμεξε τις αποικίες. Εκεί που ανάμεσα σε σουβλισμένες καρδιές μαγείρεψε μες την κουζίνα της τα δάκρυα κάποιου ξένου. Με όση σαμπάνια χρειάστηκε για να γραδάρει τη ματαιοδοξία μια φυλής που κάνει πικ νικ στους βρυώδεις τόπους.

Ωραίων αστών που κρύφτηκαν στην κουφάλα της άποψης του νικητή για τους νικημένους. Γέρων πρώην επαναστατών που θάφτηκαν μες το σωρό της μουχλιασμένης τύρφης παλαιών ηρωισμών εξαγοράζοντας τα ανδραγαθήματα της νεότητας με βουλευτική ασυλία. Πάντα ανασκαλεύοντας τη λάσπη του πολιτικού βυθού με δηλώσεις και συναίσθημα. Αφήνοντας τους επιτήδειους ηδονοβλεψίες της δεξιάς καλοζωίας και της βαθειάς κανιβαλικής προόδου να αλωνίζουν.

Εκεί που η σάτιρα έγινε χαβαλές και επίθεση στον αδύναμο κι όχι ψείρα στο μουνί της εξουσίας. Εκεί που η τέχνη μεγαλούργησε πάνω σε πελεκημένα κόκκαλα. Εκεί που η ευαισθησία του καπιταλιστή έβαζε ολόκληρη την ψωλή της στον κώλο των λαών. Εκεί που τα νομίσματα, τα βαρίδια και οι ζυγαριές της μοιρασιάς δεν αφήναν περιθώρια για διαδηλώσεις.

Όταν οι σφαγείς των λαών πιάνονται αγκαζέ στις λεωφόρους της ατέλειωτης λεηλασίας βαπτίζοντας ομοψυχία την πράξη που επωάζει το χυμένο αίμα τότε όλα τα κουτάβια ακολουθούν τη βαρβαρότητα που βελάζει σαν αρνάκι.

Η βία σιωπηλή σαν φίδι στη χλοερή της κάθοδο στις καρδιές των ανθρώπων.

Βεβαρημένη ευαισθησία με την τόση ελαφρότητα μέσα της.

Οι κακοί μουσουλμάνοι και οι καλοί ελεύθεροι σκεπτόμενοι καυλιάρηδες πολίτες. Οι πιστοί και οι άπιστοι. Το εξιλαστήριο δίπολο των υφάνσεων κάθε πλεκτάνης. Ο άλλος κόσμος, ο Άδης, κουκουλωμένος και πετσοκομμένος από βόμβες, σεξοτουρισμό και οίκτο. Μα κυρίως μωλωπισμένους πιστούς. Σαλεμένους.

Γεύμα με τον Αρχιεπίσκοπο

kalog

Ο Μεγαλειότατος μας προσκαλεί σε γεύμα εις την μονή Αγκαθοπών. Ένα υπέροχο γαλήνιο γυναικείο μοναστήρι όπου ακούς το σφυγμό του θεού να χτυπάει πιο δυνατά. Βρισκόμαστε στην μεγάλη αίθουσα φαγητού, καλόγριες από όλη την επικράτεια. Το κοινόβιό μας απολαμβάνει ένα δελεαστικό μενού που περιέχει αχινοσαλάτα, καρπάτσιο λαβράκι, τραγανό μπαρμπούνι πάνω σε μους καπνιστής μελιτζάνας, αλλά και χριστόψαρο σε μους σελινόριζας. Και για επιδόρπιο σερβίρεται παρφέ μασκαρπόνε πάνω σε μπισκότο λεμόνι και κρέμα με φρούτα του πάθους. Στα μισά του επιδορπίου ο αρχιεπίσκοπος σηκώνεται και μας απευθύνει ένα συγκινητικό λόγο. Με αγάπη μας μιλά για τα παιδιά της Αφρικής και τους μετανάστες που πνίγονται στο Αιγαίο. Μας λέει πως πρέπει να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί. Να σχεδιάσουμε μια πιο τολμηρή εκστρατεία ελεημοσύνης για να βοηθήσουμε του συνανθρώπους μας που πεινάνε. Κάτι που θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την παρουσία μας σ’ αυτή τη χώρα. Ο αρχιεπίσκοπος υπογραμμίζει το μεγαλείο της δικής μας συνεισφοράς αναμένοντας προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Κάθεται έπειτα και τελειώνει το παρφέ μασκαρπόνε πάνω σε μπισκότο λεμόνι και κρέμα με φρούτα του πάθους, αγναντεύοντας με ιερή συγκατάβαση όλες εμάς, τις μεγαλόσχημες ερωμένες του Ιησού, που γευματίζουμε σιωπηλές, ενδεδυμένες το ασίγαστο αιμοβόρο σκότος της παρθενίας.

Καραμούζες

GypsyCaravan

Ένας τυφλός ονόματι Κόλμαν γύρισε τον κόσμο απ’ άκρη σε άκρη με το λευκό του μπαστούνι να προπορεύεται. Έβλεπε με τα πόδια, όπως ο συγγραφέας βλέπει με τα δάχτυλα. Όπως οι γύφτοι μουσικοί βλέπουν με τα πνευμόνια. Έψαχνε με την αφή ενός ξένου σώματος, το κενό, ανάμεσα στα αγκάθια και τις πέτρες. Την αλήθεια που εισχωρούσε κάθε τόσο στο καταργημένο οπτικό του πεδίο και μπορούσε με μια αξιοσημείωτη ικανότητα αφαίρεσης να περιγράψει το θαυμαστό της αφαλό. Ο Κόλμαν δεν είχε ανάγκη το καθρεφτάκι για να ξυριστεί. Κι ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη την εικόνα για να εκφραστεί. Ψάχνει την τέμνουσα που θρυμματίζει τον κύκλο της ζωής και την εφαπτομένη που οριοθετεί το μυστήριο της ύπαρξης. Τη γλώσσα της αγάπης που παρηγορεί την ματαιοδοξία του. Την αξία χρήσης του γραπτού λόγου που φοβίζει ή μαγεύει. Τις αισθήσεις που καταλήγουν στο στομάχι. Στο παχύ έντερο που έχει προσχεδιάσει την απόρριψη της επιθυμίας. Την ανάμνηση που έχει εξατμιστεί όπως η τσίκνα της ψησταριάς. Ο τυφλός Κόλμαν δεν απάντησε ποτέ στην ερώτηση «για ποιόν περπατάς», όπως ο συγγραφέας δεν απαντά ποτέ στην ερώτηση «γιατί γράφεις», αφήνοντας να φανεί η σοφιστεία που βασίζεται σε μιαν άκρως αμφίβολη υπόθεση. Ο συγγραφέας παλεύει με φθόνο την όραση που του κρύβει αυτό που μπορεί να δει ο τυφλός. Τον απορροφά η δια βίου σπουδή σ’ αυτή την οικειοθελώς προγραμματισμένη αναπηρία. Ακολουθεί το τυφλό σύστημα φτερουγίζοντας πάνω απ’ τα πλήκτρα που αντιστοιχούν ένα προς ένα σε κάθε καίριο πλήγμα της απελπισίας του. Της λύσσας του να γράφει επικήδειους στιγμών που δεν έζησε και δεν είδε αλλά αφουγκράστηκε με κάθε πόρο του κορμιού του. Η γραφή ακόμα και η πιο προσωπική απευθύνεται σε όλους. Η γραφή είναι ο αγωγός εξαερισμού κάθε εκλεπτυσμένης διαστροφής. Κάθε ομολογίας που διεκδικεί ζωτικό χώρο. Εδώ η ήττα είναι η υποχρεωτική στείρωση για να αποκτήσεις φωνή. Για να σε πάρουν στα σοβαρά οι νικηφόροι αναγνώστες που ψωνίζουν λογοτεχνική σαγήνη με τα πενιχρά περισσεύματα καλοζωίας που διαθέτουν. Εδώ οι λέξεις είναι η ανταπόκριση στις τρυφερές απαιτήσεις της ερωτικής οδύνης. Είναι η λίαν σοβαρή υπόθεση τού να μυήσεις την ερωμένη σου στον πρωκτικό έρωτα χωρίς εξηγήσεις. Με έναν άκρως φυσικό τρόπο. Εκεί όπου αναζητώντας στο σκοτάδι μια θαλερή ψυχούλα θα βρεις ένα θεσπέσιο κώλο, μια σχισμή που οδηγεί τον έρωτα στο απώτατο σωματικό σύμπαν, μια τρύπα που θα σε κάνει να εκτιμήσεις βαθιά τον πλούτο και το μυστήριο του σκότους.

Διαβολικόν ιντερμέδιον

Wasnatch_Front-To-Back

Ο διάβολος έχει μόνον εξακόσια εξήντα έξι δόντια ενώ ο θεός δύο χιλιάδες δέκα πέντε. Ο θεός κάθε χρόνο αποκτά ένα δόντι ενώ ο διάολος έχει σταθερή οδοντοστοιχία. Μέσα στο σπίτι του στην κουφάλα ενός δέντρου ο διάολος βρίζει και κλαίει. Γράφει προκηρύξεις μαθαίνει τα όπλα. Αναρωτιέται ποιος τον γέννησε και γιατί. Γράφει μιαν εμπνευσμένη επιστολή και την αφήνει πάνω απ’ το κεφάλι του θεού. Πάνω απ’ το εχθρικό στρατόπεδο. Πάνω στο σβέρκο του Πατριάρχη. Αρκετοί πιστοί συγκινούνται και ψάχνουν να τον βρουν. Αλλάζουν πίστη και περνάνε στις γραμμές του. Γίνονται διαβολικοί και κάνουν διαβολικά πράγματα. Φοράνε στα κεφάλια τους μαύρες κιλότες. Γράφουν διαβολικά ποιήματα και διαβολικούς ύμνους. Ο διάολος μεταμορφώνεται σε νύφη, σε αλεπού, σε θεό δίχως φρύδια. Μαζεύει αγριόχορτα και φρέσκους κεραυνούς. Κρεμμύδια, μανιτάρια, αγριόχορτα. Ο διάβολος ταΐζει τα διαβολάκια του. Μαγειρεύει με αγάπη καρδούλες στα κάρβουνα. Προσφέρει γυμνές κοπέλες στα γυμνά αγόρια. Ζαχαρώνει θεούσες αμαζόνες του θεού με γλυκόλογα. Ζαχαρώνει γέρους στα γηροκομία κάνοντας τη μοναξιά τους λιγότερο πικρή. Ζαχαρώνει ψάλτες, υπουργούς, χωροφύλακες. Ζαχαρώνει λαρύγγια βιομηχάνων και πρωκτούς εφοπλιστών, με όλη τη στυγερή διαύγεια της διαβολοσύνης του. Ζαχαρώνει τις καμαριέρες στο ξενοδοχείο Plaza, τους Ιρλανδούς ποιητές που τον αποθέωσαν άκρως διαβολικά, τα παιδιά των συνεργείων που πιάστηκαν στην απόχη ομοφυλόφιλων καλλιτεχνών. Ζαχαρώνει τους δημοτικούς άρχοντες και τις ξυπόλητες μπαλαρίνες. Ζαχαρώνει τους τηλεθεατές της μεγάλης στρατιάς. Τους διοργανωτές αγώνων σεξ. Αγώνων δρόμου. Αγώνων αγωνίας. Αγώνων μαγειρικής. Αγώνων αυτοκινήτου. Αγώνων πόνου. Αγώνων πείνας. Αγώνων νεκρών και ζωντανών. Ο διάβολος φροντίζει τα εξακόσια εξήντα έξι δόντια του με πάθος. Και ξέρει ο σοφός λαός πως ότι υπόσχεται ο θεός το εξασφαλίζει ο διάολος με τα δόντια του.

Μεγαλυνάριο Θεοφανίων

0

Σήμερον επέφανεν ο Άγιος Φαλλός
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
εν Αιδοίου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει
τα παραπτώματα.

Ω Αιδοίον, ατρύγητο εσύ. Στη διακονιά ταμένο.
Που θες να αναληφθείς
όχι στους εφτά ουρανούς
αλλά στους χίλιους οργασμούς.

Ω Αιδοίον δέομαι.
Χώρεσέ με, άλεσέ με.
Πολύτροπο εσύ, που σε φθονούν και σε στειρώνουν.
Είμαι ακατάσχετος εγώ.
Όχι ήρωας μπήχτης γενναίος.
Όχι Ρωμιός αλλά σκύλος.

Ω Αιδοίον νύχτα υγρή σαν λεπίδα.
Κουρνιάζουν οι μικροαστοί στα ουζερί.
Ζέχνουν τα χνώτα τους μπύρα κρασί και ήττα.
Κι όλο για σένα ομιλούν.
Μεσίτες δημογέροντες ασφαλιστές.
Έλληνες υπήκοοι και διχασμένοι ποιητές.

Ω Αιδοίον δίκαιο αντίτιμο.
Τόσων θανάτων.
Τόσων κορμιών που πέσαμε στην Τροία.

Τοις εν σκότει αμαρτημάτων πορευομένοις

xeili

Στόμα της ερωμένης που έχεις σφάξει χιλιάδες
στέκι κάθε ξενύχτισσας κουκουβάγιας γλώσσας
αγαπητικιά εσύ
που σε καταβρόχθισε ο Βούδας των οργασμών
εσύ που εδίδαξες ελληνικά των συνειρμών
σάλιο υγρά εν τω γίγνεσθαι
ω τι ωραία χείλη! και τι ρωγμές
τι κρύπτες
τι άλατα ασβεστίου
αχ μωρό μου, που το σώμα σου είναι ένας αγωγός
μέχρι ξελιγωμού θα σου γράφω
θα σου κάνω χατίρια
χαρμάνια με καυτερές πιπεριές
εγώ ο δούλος σου
εγώ η παλλόμενη καρδιά
solo cantabile εν σκότει
μέσα σου εκεί

Καρτ ποστάλ για τη Mona Lisa

kartp

Χανούμισσά μου εσύ και ντοκτορέσα μου
όλα θαυμάσια και όλα μαγικά. Σε τρώω
με το βλέμμα, ζωντανή. Με τρως και συ.
Αλληλολείχονται τα μέσα μας. Το συκώτι
η καρδιά τα κάτω άκρα. Κι όλα τα μη
γεννητικά μας όργανα. Ο έρως είναι
ιδιοτροπία. Έρπητες μύκητες και φάουλ
φαρμακερά. Ζήλιες αντιζηλίες και
μουνόψειρες. Είμαστε εκ γενετής
κορμάκια γυμνά και παρθένα. Κοιτάζουμε
λοξά τα μελλούμενα. Τον τελευταίο πόρο
της σαρκώδους μάζας των βυζιών σου κοιτώ.
Εγώ ο δοσίλογος της ψυχούλας σου.
Ο συνεργάτης των οργασμών. Θα σε
εκτελέσω ο πολύτροπος. Με έκτακτο
παράρτημα στύσεως πρωινής. Με ευδία.
Ω εγώ, που Θα σε πάω ως αντίπερα εκεί
στους αναγνώστες μου. Ως τα πτωματοφάγα
τα σκουληκάκια των γραφών.

Παιχνίδια

peix

Τόση σπουδή για την ερωτική λύσσα.
Πρόζα, υπερσεξουαλισμός, κορίτσια
που τρων χαλβά και κοκκινίζουν.
Διαβάζω για ορθωμένες κλειτορίδες
ρηξιγενείς περιοχές και σκέφτομαι
βιτάμ και μέλια ανάμεσα στα μπούτια
τους. Πως θα σηκώσω το βάρος
της ερωτικής ποίησης χωρίς να γίνω
φαύλος, μεγαλόστομος. Πως θα
τη βγάλω καθαρή το νέο έτος, εγώ
ο ερεθισμένος, ο φτωχούλης τους θεού.
Στοχάζομαι το σαρκίον της στο πρωινό
φως. Μα η λαιμαργία είναι πάθος σχεδόν
θεωρητικό. Κατεβαίνω απ’ την καλύβα
μου με τα πόδια στους Εγκρεμνούς.
Ανάμεσα σε ακανθώδεις θάμνους
αλλάζουν δέρμα οι όμορφες. Κρεμάνε
το μαγιό τους στο κλαδί. Αχνίζουν.
Επιθυμούν άρα υπάρχουν.