Κολατσιό στην Ελασσόνα

mageir

Να τηγανίζεις κεφτέδες στο κουζινάκι.
Ως το ταβάνι γυμνή.
Ω! τι έξαψη, να τσιρίζει το λάδι.
Χαίρε! να λέει σε σένα τη δούλη των ατμών.
Χαίρε! να λέει ο κομισάριος της σάρκας.
Αυτός που περιμένει να σε καταπιεί ωσάν κεφτέ
αυτός ο Ιμπεράτωρ
αυτός ο Εγώ
αυτός της βουλιμίας ο μπολιάρης.
Παντού κυρτός κι αλίμενος.
Παντού υγρός.
Παντού στομάχι έτοιμο
να καταπιεί την πείνα μιας γυμνής
να καταπιεί το Σύμπαν.
Ω! ναι
Να τηγανίζεις κεφτέδες στο κουζινάκι.
Ως το ταβάνι γυμνή.
Να μαγειρεύεις το φαΐ με το γαμήσι
βαθιά στο βουβαμένο χωροχρόνο
ν’ αφήνεις τη μονάδα, εμέ,
να διεισδύω στο απειράριθμο μηδέν.
Να κολατσίζω τους κεφτέδες και τα στήθια σου
να γλείφω δάχτυλα που τρύπωσαν στο μέλι
πόδια πλοκάμια λυρισμό
να με χορτάσεις ποιήματα
να με χορτάσεις οίστρο
Αγία των κουζινικών
Αμνάδα εσύ των οργασμών
Μάρτυς μου η σχισμή και το λοφίο της
Μάρτυς μου η λέξη δαγκωνιά
Η λέξη Ελασσόνα

Ρομάντζο

SONY DSC

Είναι σπουδαίο πράγμα να μπορεί ο καλλιτέχνης να σου μεταδώσει τη θλίψη του ή τη χαρά του. Να σε βάλει μέσα στις φλέβες του για ν’ ακούσεις το μουρμουρητό ενός άλλου κόσμου. Να αποθέσει πάνω σου ένα σωματίδιο ανθρώπινης σάρκας, σα να αφήνει σπόρια και μικροοργανισμούς να γονιμοποιήσουν τη γη.

Είναι σπουδαίο πράγμα αυτός ο βάνδαλος αλχημιστής των νοημάτων να σε τραβήξει για λίγο μέσα στο φετιχιστικό του σύμπαν. Διότι ο καλλιτέχνης είναι πρωτίστως φετιχιστής. Υπογραμμίζει την ερωτοποίηση του σώματος χωρίς το σώμα, υποσκάπτοντας τις κατεστημένες αξίες της σεξουαλικότητας και της κανονικότητας.

Είναι ο εραστής που περιφέρεται φορώντας στο κεφάλι του την κιλότα της αγαπημένης του. Είναι αυτός που θα σε μυήσει, αυτός που θα σε εκπαιδεύσει. Αυτός που θα σε οδηγήσει στη ρίζα κάθε πράγματος μέσω μιας διαρκούς μαθητείας.

Είναι ο δάσκαλος που δεν έχεις δει ούτε έχεις αγγίξει αλλά έχεις πλαγιάσει μαζί του με τον πιο γόνιμο και ερωτοποιό τρόπο.

Ο καλλιτέχνης είναι μεγάλος από τη στιγμή που κάνει το θεατή του καλλιτέχνη, διαρρηγνύοντας τα ιμάτια των βεβαιοτήτων του, παρουσιάζοντας τα πράγματα ως είναι και ως έχουν μέσα στην εσχατιά της γυμνότητας που ένα χιλιοστό πιο πέρα γίνεται πράξη και επανάσταση και αλλαγή, ξεφεύγοντας απ’ τα δεσμά της κατεστημένης τέχνης.

Είναι η στιγμή που το πρόσωπο ξαναβρίσκει το σώμα του και λειτουργεί μαζί του ως φυσική ενότητα, ως Ένα. Είναι η στιγμή που η τέχνη και τα πράγματα κυλούν πλέον στο ίδιο φυσικό ρυάκι και η καλλιτεχνική πράξη έχει σαρκωθεί ονομάζοντας, ορίζοντας και κινώντας τα ζωντανά όντα.

Είναι η στιγμή που η τέχνη αξιοποιείται ως δυνατότητα απελευθέρωσης του σώματος από την κοινωνική τάξη και την τυραννία του λόγου. Απ’ τις σφαγές, τον εξανδραποδισμό και τη βαρβαρότητα.

Είναι η στιγμή χαρτογράφησης της ανδρόγυνης αγωνίας. Τα δυο όντα που για να ευτυχήσουν γίνονται ένα. Τα δυο όντα που γνωρίζονται με τον πλέον συνουσιακό τρόπο.

Με τον καλλιτέχνη πρώτα ερωτοτροπείς και ξεσχίζεσαι και κατόπιν αρχίζεις γνωριμία και συνύπαρξη. Εδώ η σχέση είναι ανάποδη. Δηλαδή ορθή και ζωοποιός. Εδώ δεν υπάρχει επιτήδευση και διαμεσολάβηση. Συντάγματα και κανόνες και ηθικές επιταγές.

Εδώ υπάρχει το Αιώνιο Θηλυκό, ο δημιουργός του κόσμου. Εδώ βλέπω κάθε πόρο της σαρκώδους μάζας των γλουτών της. Βλέπω τα νεύρα της και τα αγγεία της μέχρι το κόκκαλο. Εκείνο το απίθανο σημείο όπου ενώνονται τα μπούτια σαν γαλαξίες περιμένοντας τον αρσενικό κανίβαλο σπασμό. Εκείνο το ιερό χύσιμο. Εκείνο το ξαλάφρωμα της μιας και μοναδικής ζωής.

Εισάγω Στην Ποίηση Τη Λέξη Διάρροια

4410565_001_anton_solomoukha____E_O___E__E___A___________P

Στην Ελλαδίτσα μας οι φιλόλογοι στέκονται σαν τις μύγες πάνω στα σκατά του Σεφέρη. Μέσα στην ασφάλεια του νοήματος που έχει σκανάρει η Κακαδημία και ο κατεστημένος εκδοτικός συρφετός η λογοτεχνία μοιάζει με παλούκι στον κώλο της μαθητιώσας νεολαίας.

Με προσοχή χειρούργου, οι ανθολόγοι, φορώντας το φωτοστέφανο της κυρίαρχης ιδεολογίας, θα αφήσουν τα ανεξίτηλα στίγματα της χρηστής ηθικότητας που επιτάσσει η εξουσία. Ολίγη σχολική κουλτούρα και μετά βουρ στον σκυλάδικο πατσά. Στον αχταρμά του καθημερινού βίου που έχει ενσωματώσει όλα τα πορνογραφικά συμφραζόμενα του αστικού πολιτικού αμοραλισμού.

Χρειαζόμαστε τόσα ώστε να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας. Και μας φτάνουν οι νομπελίστες και οι αυλικοί τους και μερικά σακιά βαρετής μυθιστορίας του άστεως για να περάσουμε τις εξετάσεις. Μέχρι εδώ. Δεν ψάχνουμε για τίποτε άλλο και δεν πειραματιζόμαστε και δεν ανοίγουμε δρόμους.

Βολεμένοι και άβουλοι αντάμα, σνομπάρουμε το μέσα μας δαίμονα που δε βολεύεται με τσάι, και, κακής ποιότητας αλκοόλ, για να το παίξουμε καταραμένοι, προωθώντας τη σαβούρα μας, πουλώντας αλητεία και κατάθλιψη στη Μύκονο με τα λεφτά του μπαμπά.

Στη λογοτεχνία που γράφεται σήμερα και αναπνέει απ’ την κωλοτρυπίδα της ζωής κι όχι απ’ το γυάλινο ρουθούνι του εκδότη-νταβατζή δεν συνιστούν κριτήρια καθ’ εαυτά ούτε το ωραίο ούτε το άσχημο, ούτε το καλό ούτε το κακό. Δεν έχουν αξία παρά βιωμένα μέσα σ’ ένα «δι’ εαυτόν» στα πλαίσια μιας αέναης εσωτερίκευσης της αισθητικής.

Γι’ αυτό η λογοτεχνία αυτή ενοχλεί. Αρνείται την εκ των προτέρων ισχύ των απόλυτων, ελεγχόμενων κριτηρίων, υποσκάπτοντας τις σίγουρες αξίες που ορίζονται άπαξ δια παντός από τους θιασώτες μιας συγκεκριμένης ηθικής τάξης.

Μπορούν λοιπόν, οι νέες και οι νέοι να αναφωνήσουν πια, «Γαμώ τη λογοτεχνία σας», και μπορούν να το γράψουν στους τοίχους του σχολείου τους, όπως έκανε ο Ουκρανός καλλιτέχνης Άντον Σολομούκα δίνοντας σε μιαν έκθεσή του τον τίτλο «Γαμώ την τηλεόρασή σας», όπου τη θέση της μικρής οθόνης καταλάμβαναν οι γλουτοί της Ίρμα Μπολκόφ, αξιοποιώντας το διαβρωτικό και διεκδικητικό δυναμικό του «υπογείου» και του «κάτω» που υπενθύμιζε ο ποιητής Φερέιρα Γκουλάρ για να καταγγείλει την πείνα στο Νορντέστε της Βραζιλίας: «Εισάγω στην ποίηση/Τη λέξη διάρροια./Όποιος δεν μιλάει παρά για λουλούδια δεν τα λέει όλα».

Αθλοπαιδιές

atlo

Το ποίημα μου είναι προϊόν εγκατάλειψης. Ποτέ δεν τελειώνουμε τα ποιήματά μας, απλώς τα εγκαταλείπουμε. Κι αυτή τη μέγιστη συνουσιακή πράξη της γραφής την οφείλουμε στην καχυποψία μας για τον κόσμο. Ο κόσμος αμφιβάλει για μας κι εμείς γι’ αυτόν.

Το ποίημα σφετερίζεται το μέλλον. Γράφεται σαν διάλογος με κάποιον απόντα που καιροφυλακτεί για να τρυπώσει κι αυτός μέσα στο λεξιακό κυκεώνα. Γράφεται απορυθμίζοντας τον φόβο, καταγράφοντας αλλιώς τη στιγμή που πέρασε μέσα στη μνήμη των ανθρώπων.

Γράφεται με την ηλιόλουστη διάθεση της χαράς αλλά και του αιώνιου πένθους. Πάντα μέσα στην επισφάλεια που ο χρόνος φευγατίζει στα βάθη της λήθης.

Το ποιηματάκι μας διαθέτει τη ρέμπελη ασέβεια κάθε δημιουργικής αυταπάτης. Μοναχικό και δύσβατο, ποτισμένο με το πατρογονικό αίμα κάθε υπαρξιακής φάρσας που έστησε εμπρός μας η ιστορία.

Διαθέτουμε γονίδια που θρησκεύονται στα σεπτά δώματα της ηδονής. Της ηδονής που γίνεται και οδύνη απειράριθμη και απόκριμα της δημιουργικής μας φύσης εν κραταιά φωτοστασία.

Γράφω και ανταμώνω με στερεά και υγρά, με αερικά και πετούμενα. Ίπταμαι ή τρώω τα μούτρα μου. Μεγαλουργώ και μεγαλοπιάνομαι μέσα στο μονοπάτι της μοναχικότητας.

Πότε αυτιστικός βρεφογέροντας εκτοξεύοντας πορδοσοφίες και πότε γυμνασμένος ουροβόρος όφις δαγκώνοντας την ουρά μου ή γλείφοντας το πέος μου σαν τον τρομερό και φοβερό Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο εξασκημένος απ’ την αδιάκοπη ποιητική γιόγκα και τον αποσυνάγωγο οίστρο των ορμών.

Δεν έχω ηθικούς σκοπούς γι’ αυτό ασκώ τη δημοσιογραφία των μηδαμινών. Τα ποιήματα μου στάζουν, τα ποιήματά μου μυρίζουν μουνί, τα ποιήματά μου πεινάνε, γι’ αυτό κατασπαράσσουν τους φτωχούληδες του θεού που τους μαγάρισε ο θαυματοποιός μύθος που έγινε μάγος, παπάς, γκουρού, ηγέτης, διαφωτιστής και βγάζει φράγκα.

Το ποίημά μου βγαίνει πολλές φορές λίγο πιο έξυπνο από μένα, γι’ αυτό προτιμώ τα χαζά ποιήματα και τα ποιήματα που μου υπαγορεύει ο παμφάγος αγριόχοιρος της στιγμής, αυτός που αδιαφορεί για τα σκάγια των αδιάκριτων βλεμμάτων και τα δηλητηριώδη σχόλια. Αυτός που διακονεί την υπεροψία της ορμής του. Την μέσα μύχια καύλα που απαιτεί την πιο βαθιά ακοή.

Εδώ σας μιλάει η σάρκα, καταβάλλοντας τα υψηλά λύτρα της ηδονής και της οδύνης. Από εδώ σας ομιλούν οι ελεύθεροι αγωνιζόμενοι μοναχικοί, οι βροτοί και κατατεθνηότες.

Το Μέγα Αφροδίσιον

megafro

Ζούμε την απόλαυση του ξεβρακώματος. Ξεβρακώνουμε κάθε ιδιωτική μας στιγμή. Έχοντας εσωτερικεύσει πλήρως τον πανοπτισμό που μετατρέπει την κακούργα κοινωνία σε μιαν απέραντη φυλακή. Απ’ το μαντρί έχεις μια ελπίδα να το σκάσεις, απ’ την φυλακή όμως καμιά.

Η ολοκληρωτική άλωση του ιδιωτικού χώρου βγάζει στο σφυρί κάθε στιγμή χαράς ή πόνου. Οι έφηβοι, που, παλαιόθεν ήτο τραγιά καυλωμένα, τώρα μοντάρουν το ναρκισσισμό των στιγμών τους για να τον ποστάρουν στο υπερπέραν. Για να σαλέψουν μέσα στη ζεστή ψηφιακή μασχάλη της φιλίας εξ αποστάσεως και του θυμού εξ αποστάσεως και της καύλας εξ αποστάσεως.

Ακόμα και την πιο μηδαμινή μυστική κόχη τους την έχει βγάλει απ’ τη σκιά ένα σκληρό φως. Απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των σχολείων θα μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της εργασίας, της καριέρας ή της ανεργίας. Θα αναγκαστούν να υπακούσουν σε νόμους για τους οποίους δε συναίνεσαν ποτέ, πληρώντας υπέρογκους φόρους για τη συντήρηση των φυλακών μέσα στις οποίες είναι κλεισμένοι.

Εδώ λαμβάνει χώρα η σύγκρουση ανάμεσα στην αυτό-περιγραφή ή την αυτό-αναπαράσταση του ξεβρακωμένου και της προσπάθειας του διαφημιστή να διαρρήξει τον εξωτερικό πέπλο αξιοπρέπειας του, ώστε να τον αποκαλύψει κοινωνικά, ηθικά, σεξουαλικά και να τον κατακτήσει πουλώντας του μια μαλακία ή έναν τρόπο ζωής.

Για να τον κάνει ένα δραστήριο κουράδα που θα ανταλλάσει ανενόχλητα ιδιωτικές στιγμές. Για να προσπορίσει κάθε επιθυμία εις τον αγοραίο φουτουρισμό της παρακμής.

Κομμένα κεφάλια, πνιγμένα παιδιά, βόμβες και πτώματα προελαύνουν εις τον εθισμένο λοβό. Θα σε σκοτώσω για να μη με σκοτώσεις, θα σε γαμήσω για να μη με γαμήσεις. Και το φάρμακο για την αποκατάσταση του ψυχισμού μου είναι το ξεβράκωμα.

Μέσα στις χαοτικές εικόνες βίας και βλακείας των ειδήσεων εγώ προτάσσω το ξυρισμένο μου κεφάλι, το τατουάζ στον αφαλό, την κωλοχαράδρα της συμμαθήτριας που απαθανάτισα εν κρυπτώ και παραβύστω. Εγώ προτάσσω το Εγώ. Ξεβρακώνομαι χωρίς να μου το ζητήσεις.

Αν κάποτε υπήρχε μια βαθειά διαβολικά θεϊκή ανάγκη για το κουτσομπολιό της γειτονιάς σήμερα η μόνη ανάγκη για το διαρκές ψηφιακό κουτσομπολιό είναι τα φλόκια. Τα χύσια. Το ξέσπασμα. Μπουκωμένοι και καταπιεσμένοι προσπαθούν να ξεσπάσουν υποβιβάζοντας την ύπαρξή τους στην εικόνα τους και το φύλλο τους στο γεννητικό τους όργανο, εκφράζοντας μια χασάπικη αντίληψη για την ανθρώπινη σάρκα.

Προωθώντας μιαν άχαρη μηχανική της επικοινωνίας των σωμάτων που βρίσκεται στον αντίποδα των ελεύθερων ηδονών, ευθυγραμμίζοντας τις ανάγκες τους με το σεξουαλικό ψεύδος της κοινωνίας της ακραίας βίας και της ακραίας εκμετάλλευσης.

Ας ξεβρακωθούμε λοιπόν όλοι μαζί στο μεγάλο ψηφιακό παχνί. Εξ αποστάσεως πάντα και εξ αντανακλάσεως. Δια να μην κολλήσουμε το Μέγα Αφροδίσιον.

Φίλτατοι έφηβοι και μη έφηβοι, αλιείς δόξης και αποδοχής και αλοξοκωλιάς, αγρευτές φίλων που δεν κοινώνησαν το ζουμάκι σας, αδέρφια ποιητές που σας ξέγραψε το συγκρότημα Λαμπράκη και το κανάλι της βουλής και η κακαδημία σας άφησε χωρίς βραβείο εις το απατηλόν μασκαρεμένο γήρας σας, σας πληροφορώ πως η απόσταση είναι η μεγαλύτερη καπότα. Δεν πρόκειται να κολλήσετε Τίποτε και Ποτέ.

Food For Thought

food-for-thought-oil-2022-x-3022

στην Καναδή Καλλιτέχνιδα Circe  

Ο έρωτας είναι μια λιχουδιά. Δίπλα στην κλίνη των περιπτύξεων υπάρχουν φρούτα, παγωτά και εκλεκτά γλυκίσματα. Τα χαϊδολογήματα συνοδεύονται με λικέρ και κρέμα βανίλιας. Κάθε πράγμα σε τούτο το μικρό μας κόσμο θέλει να σερβιριστεί, θέλει να το δρέψουμε και να το καταβροχθίσουμε στην ώρα του.

Οι εραστές σιγοψήνονται μέχρι να καταβροχθίσουν ο ένας τον άλλο. Μέχρι να δαγκώσει ο ένας τον άλλο. Μέχρι να ξελιγώσει ο ένας τον άλλο. Μια κοπέλα με όλη τη φρεσκάδα της και την ομορφιά πάλλεται και σπαρταρά σαν ομελέτα, έτοιμη να την καταβροχθίσουμε μόλις βγαίνει απ’ το τηγάνι της παρθενίας.

Το ερωτικό γλέντι είναι ένα σαρκικό φαγοπότι. Γαστρονομική ηδονή και ερωτική ηδονή ανταμώνουν υπό την αιγίδα του στόματος. Χείλη και γλώσσα φέρνουν στον ουρανίσκο το ζουμερό δέλεαρ προσκρούοντας στους θύλακες της απροσπέλαστης και ποθούμενης παρειάς. Οι ερωτευμένοι ζουν μέσα στα μέλια. Ζουν το μήνα του μέλιτος.

Κάποιοι προσπαθούν να ψήσουν το αντικείμενο του πόθου τους κι αρχίζουν το ψηστήρι. Τα βυζιά, ποιητική αδεία, είναι μήλα, αχλάδια, πεπόνια, πορτοκάλια. Οι όρχεις καρύδια, ο φαλλός μπανάνα, αγγούρι, μελιτζάνα. Μια γυναίκα έχει μάτια αμυγδαλωτά, σαρκώδη χείλη, μάγουλο βερίκοκο, χειλάκι πετροκέρασο. Ένας κήπος από ώριμους καρπούς για το λαίμαργο στόμα του εραστή.

Αγαπώ τον άλλο σημαίνει ότι τρέφομαι απ’ αυτόν, τον γεύομαι, ότι ξελιγώνομαι γι’ αυτόν. Το σεξ είναι ένα μεταφορικό σχήμα του γεύματος. Ο έρωτας είναι το φαγητό του μυαλού και της καρδιάς. Η έλλειψή του οδηγεί στην τρέλα και στην κακή παλαβομάρα. Ο στερημένος από φαΐ θα κλέψει και θα σκοτώσει για να φάει. Ο στερημένος από σεξ θα βιάσει έως θανάτου για να θρέψει τη στέρησή του που έγινε τέρας και θέλει αίμα.

Οι αχόρταγοι άνθρωποι θέλουν όλο το φαΐ και όλο το σεξ μόνο γι’ αυτούς. Έχουν φτιάξει στρατούς και αστυνομίες, κόμματα και εκκλησιές, μαντριά και σχολεία, για να μην τους πάρουν το σεξ και το φαΐ. Ολόκληρη η ανθρωπότητα δουλεύει για το καλό φαΐ και το ακόμα καλύτερο σεξ του καπιταλιστή.

Απ’ την ρομαντική ερωτογραφία μέχρι την οργανική γκουρμέ μηχανική της μαγειρικής υπάρχουν εργάτες που δε χαίρονται το δικό τους φαΐ και το δικό τους σεξ. Διότι μονίμως ετοιμάζουν το φαΐ και το σεξ των άλλων.

Συγγραφείς που πέθαναν φθισικοί σε υπόγεια τραγούδησαν μέσα στη δική τους σεξουαλική ένδεια τον ερωτικό οίστρο και τον λιμπιντικό πληθωρισμό του ιππότη και του βασιλιά. Η ευχαρίστηση των βασιλιάδων έγινε το αγαπημένο ανάγνωσμα των φτωχών. Χλιδάτοι και παθιασμένοι έρωτες και φαγιά. Φαγοπότια και ποτά για του ανδρείους της ηδονής. Αυτά που παίρνουν μάτι οι φτωχοί στις εικόνες και στις λογοτεχνίες ως σεξουαλικά συμπληρώματα διατροφής.

Ο τηλεοπτικός μαγειρικός πανζουρλισμός με τα εξωτικά φαγιά. Αυτά που δεν θα τα δοκιμάσουν ποτέ οι τηλεπότες υπήκοοι αλλά θα ερεθίσουν τα γαστρικά τους υγρά για να τρέξουν και να καταβροχθίσουν ένα χάμπουργκερ από αρουραίο.

Για να τρέξουν στο ψηφιακό πλανητικό πορνείο να ξελαμπικάρουν. Να μαλακιστούν, να χύσουν, να ξεδώσουν στα γρήγορα, να κρατήσουν δυνάμεις για τη δουλειά και την καριέρα. Να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό ετοιμάζοντας το σούπερ φαί και το σούπερ σεξ του κυρίου ημών καπιταλιστή.

Light My Fire

light

στη Χαρά Πελεκάνου και στον Τέο Ρόμβο

Λατρεύουμε τη φωτιά, αυτή που εξανεμίζει την πνοή της μέσα στο χωροχρονικό συνεχές του σύμπαντος κόσμου. Λατρεύουμε αυτό το στοιχείο του πάθους. Τη γλώσσα της αγάπης και του πόθου. Τους ερωτοχτυπημένους που φλέγονται. Τους ποιητές που βάζουν φωτιά στον εαυτό τους και οι άνθρωποι τους βλέπουν να καίγονται μες στα ποιήματά τους.

Οι αρχαίοι άνθρωποι κατάφεραν να κλέψουν τη φωτιά απ’ τους θεούς. Κατάφεραν δηλαδή να ξεφύγουν απ’ την κατάσταση της μακαρίου άγνοιας.

Μια πονηρή αλεπού έκλεψε τη φωτιά απ’ το χωριό των πυγολαμπίδων και τη σκόρπισε στη γη. Ένας κάστορας έκλεψε τη φωτιά απ’ τα πεύκα κι ένας κόρακας έκαψε τα φτερά του κρύβοντάς τη. Μα ο πιο διάσημος κλέφτης φωτιάς υπήρξε ο Προμηθέας τον οποίο ο Δίας αλυσόδεσε σ’ ένα βράχο στον Καύκασο, όπου καθημερινά ένας αετός του έτρωγε το συκώτι.

Η φωτιά έδωσε τη γλώσσα και την ομιλία στους ανθρώπους. Γύρω απ’ τη φωτιά, πίνοντας τα πρώτα φτηνά ποτά άρχισαν οι μυθολογίες και οι θρύλοι, το μοίρασμα της εμπειρίας, το τραγούδι και το καλό φαγητό. Γύρω απ’ τη φωτιά άρχιζε το τρελό γαμήσι και τα μεγαλειώδη ηρωικά έπη.

Η φωτιά έκλωθε τις ιστορίες και ζωντάνευε την ανθρώπινη περιέργεια. Εκεί γύρω απ’ τη φωτιά οι πρώτοι άνθρωποι του πλανήτη επιχείρησαν να εξηγήσουν τον ήλιο και τ’ αστέρια, τον άνεμο και τη βροχή και συνάμα ολόκληρο τον θαυμαστό και ακατάληπτο κόσμο.

Μα στη φωτιά καίνε τους επαναστάτες και τους επιστήμονες. Τους φιλοσόφους και τους συγγραφείς κάθε ερωτογραφίας. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο καίγεται επειδή υποστήριξε ότι το σύμπαν είναι αιώνιο και άπειρο. Ο Βανίνι καίγεται δεμένος σ’ έναν πάσαλο στην Τουλούζη αφού προηγουμένως του έχουν κόψει τη γλώσσα. Ο Κλώντ Λε Πετί έχει την ίδια τύχη επειδή ένα άσεμνο σονέτο του, που ο αέρας σήκωσε από το γραφείο του, βρέθηκε στο δρόμο.

Η πυρά περιμένει όποιον δεν βγάζει το καπέλο του στο πέρασμα μιας λιτανείας.

Η ανάγνωση του Επίκουρου θεωρείται διαστροφή και απιστία. Οι χριστιανοί και οι φασίστες καίνε βιβλία και ανθρώπους. Μέσα στη φωτιά που τα γέννησε εκεί όπου το άυλο και το ρευστό ζύμωσαν τις πιο επικίνδυνες ιδέες για την εξουσία και τον κλήρο.

Όμως ακόμα και η απειροελάχιστη στάχτη θεραπεύει τους μώλωπες των μονομάχων και το ξυλοκάρβουνο με το μέλι επουλώνει τις πληγές. Μέσα απ’ αυτές τις στάχτες του πολέμου και της ιεράς εξέτασης εμφανίζεται ξανά και ξανά ο υπερμεγέθης φαλλός των νέων ιδεών, γονιμοποιώντας την καυλωμένη νεότητα.

Η αριστοκρατία και η αστική τάξη βούλιαξαν στην κενοδοξία, τη φιλαυτία και την επίδειξη. Ο κόσμος θα διχαστεί ευτυχώς ξανά, για να αλλάξει, και πάλι πρωταγωνίστρια θα είναι η φωτιά. Η ηδονή γίνεται το όπλο των μηδαμινών και των καταφρονεμένων. Οι κολασμένοι της γης θέλουν να φάνε και να γαμήσουν σαν άνθρωποι. Αποκηρύσσουν τη δουλεία και σφάζουν τους πατρόνους της.

Ο νέος κόσμος, αυτό το μεγαλειώδες δημιούργημα της φωτιάς, θα διχαστεί σε λαμπρούς κατεργάρηδες και ενάρετα χούφταλα, τους οποίους αποπλανά όλους η μαντάμ Ακολασία, αυτή η αιωνίως άκαυστη φωτιά.

Κύκνειο Άσμα

francois

Υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μας που ξέρει καλά πως το παρόν είναι ο Παράδεισος, αλλά, υπάρχει κι ένα άλλο που μας απαγορεύει να περνάμε πολύ καιρό στον Παράδεισο του παρόντος. Ίσως γιατί παρελθόν και μέλλον συνωμοτούν και μας κατατρώνε. Κι ο κακός δαίμονας ακολουθεί με τα αδύναμα παπαγαλίστικα βογκητά του.

Πολεμάει την πρωτόγονη καταγωγή μου σαν τον ωροσκόπο που δένει πισθάγκωνα τα θύματά του μέσα στο ζωδιακό μπέρδεμα της έσχατης απορύθμισης των αισθήσεων. Πολεμάει τη ράτσα που θέλω να γίνω κι όχι τη ράτσα που καταγράφει ο ληξίαρχος στα μουχλιασμένα κιτάπια.

Μέσα στη φαντασμαγορική απανθρωπιά, εκεί που ο κόσμος ξεχείλισε πέρα απ’ τα ανθρώπινα σύνορά του σιγοβράζουν όλες οι αντιφάσεις.

Εδώ πολλοί πνίγονται μέσα στα καζάνια των μύθων και των θρύλων. Μέσα στη σκόνη του παρελθόντος και στις μούμιες των μεγαλείων που πέρασαν. Όμως εδώ πάλι υπάρχουν και οι ανδρόγυνες δυναμομηχανές που δημιουργούν νέες τοπογραφίες και αλλόκοτες ηπείρους. Νέους ξεσηκωμούς προς νέους ορίζοντες και νέες ανακαλύψεις.

Είναι οι καλόγεροι και οι καλόγριες της ουράνιας ερωτικής μηχανικής που σηκώνουν το ράσο τους ρίχνοντας ένα γενναίο χέσιμο στο παρελθόν. Στους θρήνους και στα μοιρολόγια, στις μνήμες και στα μουσεία, στους βρικόλακες που κρύβουν το παρόν, δηλαδή τον Παράδεισο.

Είναι όσοι αγαπούν τις ρέουσες εκκρίσεις και τους ρέοντες φαλλικούς λόγους. Είναι όσοι αγαπούν τα ιερά έμμηνα και το ατελεύτητο σπέρμα. Είναι όσοι αγαπούν την κίνηση και την αλλαγή. Την αισχρολογία και την έκσταση, το γάλα απ’ το βυζί και το μέλι της μήτρας, όλα τα έκλυτα και διαλυτά, όλα τα θνητά υγρά που λιπαίνουν τις χαρές του μεγάλου κύκλου που οδηγεί στο θάνατο και στην αποσύνθεση.

Όλο το ζωντανό παρόν της αιμομικτικής μας επιθυμίας που σμίγει με το Εδώ και το Τώρα. Χωρίς την πεισιθάνατη βιασύνη του καθήκοντος και χωρίς της φαύλες ιδιοτροπίες των ανθρωποβοσκών και των διορισμένων αγίων.

Ω ναι! αυτή είναι που μου θυμίζει συνεχώς, πως, σαρκική συνεύρεση σημαίνει πληθώρα βλέννας στην αποχέτευση. Πληθωρισμός χαράς και μέθης εν αχρηστία. Αυτή είναι που την ακούω να κατουράει τραβώντας ανελέητα το χαρτί τουαλέτας με όλη τη γαλήνια αγνότητα μπροστά στο φλύαρο νεράκι του μπιντέ.

Αυτή είναι η θηλυκή πεταλούδα που ξέρει ότι είμαστε όλοι λοξοί και διεστραμμένοι, αφού μονίμως κυνηγάμε την ομορφιά με την απόχη μας. Αυτή είναι η Ζωή με τις μεμβρανώδεις οπές της, που μας ξεφεύγει διαρκώς με τα άφθονα βογκητά της, αφήνοντάς μας έρμαια μέσα στον αυτισμό του ποιητικού μας οργασμού.

Η διακόρευσις των παίδων

diak

Αν η καρδιά σου δε ραγίσει νωρίς τότε θα πετρώσει πολύ σύντομα. Κι όλες οι γούρνες των πειρασμών και της ερωτογόνου βαθύτητας θα γεμίσουν λάσπες και ιδιότροπα άρθρα για τη στέρηση. Η στέρηση στερεί απ’ το ευσεβές συναίσθημα την ανάγκη για δημιουργία.

Κι όταν το καύκαλο δεν δημιουργεί οι αδένες γίνονται κουβάρια που τα μοσχοπουλάνε οι έμποροι των εθνών για να πλέξουν το πουλόβερ της λήθης. Το πιο ζεστό ένδυμα του καπιταλιστή. Την πανοπλία του που τη σφυρηλατούν καθημερνώς και δουλικώς αγαθοί γίγαντες και ευαίσθητοι μαχαιροβγάλτες.

Αν η κοινωνία δεν σου απαγορεύει να είσαι πλούσιος τότε σε καταδικάζει να είσαι φτωχός. Σε ποτίζει λίγη αγιότητα και μπόλικο πένθος. Με χειρουργικό ζήλο σου περνά στις φλέβες αυτό το συρίγγιο της αγωνίας για το αύριο ενώ σου έχει καταστρέψει νοικοκυρεμένα και παστρικά το σήμερα.

Τελετουργικά σκοπεύει με τα βελούδινα υπερόπλα του τους θύλακες της φιμωμένης αγχίνοιας καταναλωτών και όχι ανθρώπων. Φιλάθλων και όχι εραστών.

Αν οι απαιτήσεις δεν είναι επιθετικές απέναντι στην αθανασία και την τρυφή του πλούτου, η γκρίνια, η διαμαρτυρία και η αγανάκτηση είναι κούφιες βρομερές πορδές.

Μέσα σ’ αυτή την ατελεύτητη ομοιομορφία των απόψεων και τον εγγαστρίμυθο διαλογισμό του ανταγωνισμού οι δούλοι απαιτούν νέα μνημόνια και λιγότερο Κράτος. Στενό παπούτσι ανήφορο και λοιπά εδέσματα της ανηφόρας.

Δεν τα βάζουμε με τον πλούτο, την κατεξοχήν έκφραση της αισχρότητας επί γης αλλά τα βάζουμε με το μαλάκα της διπλανής πόρτας, με τον φίλο, τον αδερφό και το ξάδερφο και τον ξένο βομβαρδισμένο και χαροκαμένο, τα βάζουμε με τη ζωή και τη λιγόπνοη καλοπέραση των φτωχών Άλλων, γιατί έτσι γουστάρει η εταιρία.

Έτσι θέλει το άριστον ανθρωποειδές που προώθησαν όλα τα καθαγιασμένα από ανθρωπισμό και αισθήματα λόμπι και όλα τα γραμματιζούμενα μορμολύκεια που μ’ ένα ξεροκόμματο μισθό παίρνουν αμπάριζα όλο το κολποπρωκτικό σύστημα της μητρός τους.

Ιδιωτία μασκαρεμένη αλληλεγγύη μέσα στον κοινοβουλευτικό στάβλο. Παπάδες μαστουρωμένοι με λιβάνια και μετρητά, μέσα στο λήθαργο της χρυσής αυτοκρατορικής μήτρας, δάσκαλοι δασκαλεμένοι να μη μιλάν, κρατούν τα πόδια της νέας γενιάς ανοιχτά για να έρθει ο γυναικολόγος βρικόλαξ, ο υιός της ιστορίας κάθε παρελθούσης αποστασίας και κάθε μασκαρεμένης χούντας, ο νεογαμιάς του νεοθατσερικού μεσαίωνα για να τελέσει την πιο ταπεινωτική επέμβαση.

Την πιο ατιμωτική έκτρωση. Κραδαίνοντας το αμβλύρυγχο δόρυ του καλού νοικοκύρη ετοιμάζεται να καρφώσει το έμβρυο στην κοιλιά. Να το λιώσει. Να του θρυμματίσει την καρδιά Να ψεκάσει με δηλητήριο κάθε απειροελάχιστο σπόρο ελευθερίας και αξιοπρέπειας.

Ελάτε νέες και νέοι, κοπιάστε στο νέο μεγάλο κεντροδεξιό μαντρί, ο υιός Βρικόλαξ ο πορθητής είναι έτοιμος από καιρό και περιμένει με το νεοφιλελεύθερο καβλί του.

Έρως Ανίκατε Μάχαν

erosanikate

Υπάρχει μια θυσία που χλευάζει υλικούς και ηθικούς σκοπούς. Ο άνθρωπος που γιορτάζει τη ζωή του θυσιάζει τελετουργικά ότι του έμαθαν στα σχολεία και στις εκκλησίες. Στα κόμματα και στις αγορές. Θυσιάζει την κούφια καλοζωία που του προσφέρει ο πολιτισμός και τις έτοιμες γνώσεις, τις καθαρισμένες και ξεφλουδισμένες από ηδονισμό και δυσνόητα φιλοσοφικά δηλητήρια.

Ο άνθρωπος για να επικοινωνήσει ουσιαστικά πρέπει να θυσιαστεί. Η επικοινωνία είναι η πιο ιερή θυσία. Ένα πλήρες και άθικτο ον, τουτέστιν ένα καλοθρεμμένο Εγώ που κραδαίνει το φάσγανο της πολεμοχαρούς του φύσης, δεν επικοινωνεί αλλά αγορεύει και άρχει μέσω του πανδαιμόνιου και σχιζοφρενικού εαυτού.

Η επικοινωνία είναι το όριο κάθε ανθρώπινης πράξης. Όντα που κρέμονται πάνω απ’ τα πηγάδια τους προσδοκώντας με το ροδάνι της σαρκικής επαφής να ξεδιψάσουν τα σπλάχνα τους. Να δροσίσουν το λαρύγγι τους με όλο τον ερωτικό οίστρο της μετέωρης γνωριμίας, να εκμηδενιστούν τόσο για να συναντήσουν τον άλλο.

Να αποσπάσουν απ’ το αλλότριο σώμα λυγμούς και υγρά με γεύση αιωνιότητας, ανακουφίζοντας την ύπουλη ορθοφροσύνη του πεπερασμένου βίου. Προσβλέποντας σε μια κάθαρση άκρως υλική, μακριά από λογής λογής καρκίνους και σαράκια.

Η χαρά και το γέλιο απαιτούν θυσίες. Πρέπει να βρεις το Θεό στην Ερωμένη σου. Σ’ αυτήν απευθύνεις το Ερώτημα της ζωής και του θανάτου, σ’ αυτήν γελάς όπως γελά το μωρό στη μάνα αντικατοπτρίζοντας τον ευλογημένο παγανισμό της χαράς. Του βίου που συναρτάται από στιγμές χαράς από οργασμούς. Εθισμούς εν χωρώ και εν χρόνω.

Βίος διττός ηλιόλουστος συντονίζοντας το αναιμικό Εγώ με το Όλον. Εγώ τώρα που γράφω εδώ και παίζω με σένα. Εσύ που με διαβάζεις και παίζεις με μένα. Οι μικροί θάνατοι χαράς που προσφέρει ο ένας στον άλλο παίζοντας με τα ένστικτα, ξέροντας πως το μεγάλο αναπόδραστο χαντάκι είναι μπροστά.

Εδώ ο ερωτισμός μας δεν είναι αναψυχή και ανώδυνη τέρψη αλλά θυσία και κατάλυση όλων των κατεστημένων μορφών υποταγής. Θυσιάζομαι και σου γράφω παραβιάζοντας τις απαγορεύσεις, έχοντας έτσι πλήρη πρόσβαση στη διακεκριμένη σφαίρα του ιερού. Δηλαδή στο κορμί σου.

Επισκέπτομαι το Σώμα σου όχι με την ιεροσυλία του τραμπούκου που κάνει εισβολή, αλλά με την αυθάδεια του ηδονιστή που θέλει να κοινωνήσει και να μεταλάβει την κοινή χαρά.

Πλάθω τον κόσμο με την αδέσμευτη ελευθερία που ξεδιπλώνουν οι ποιητικές συμβάσεις. Δεν είμαι ιερέας, μύστης, προφήτης, ιδρυτής θρησκείας ή κόμματος. Αναζητώ στη συνάντηση με τον Άλλο μια στάση ζωής που να μην εμπλέκεται με το δογματισμό κάποιου ιερατείου. Κι ας ξέρω πως προ του θανάτου θα μ’ εγκαταλείψουν όλοι αβοήθητο.

Αναλυτικός κατάλογος των κερατάδων

keratad

Ο Σάρλ Φουριέ απάντησε νωρίς στο ψευτοδίλημμα της Σορβόννης, πολιτισμός ή βαρβαρότητα. Για τον Φουριέ, ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα είναι συνώνυμες έννοιες. Διαπίστωσε αυτός ο πιστός άπιστος, ότι στην κοινωνία της εποχής του κυριαρχούσε η αισχρή υποκρισία που εξευτέλιζε και διέσυρε τα ανθρώπινα αισθήματα, χωρίς να τιμά όπως της αξίζει, την αναγκαιότητα μιας σεξουαλικής υγιεινής.

Κατά τη γνώμη του ο ερωτισμός αλλά και τα λεγόμενα αγνά αισθήματα δεν είναι ανταγωνιστικά αλλά συμπληρωματικά.

Υποστηρίζει μέσα στο ουτοπικό του Σύμπαν ότι οι ηδονές είναι κρατική υπόθεση και ειδικό μέλημα της κοινωνικής πολιτικής. Κατά κάποιο τρόπο το κράτος του Φουριέ διακηρύσσει πως η σεξουαλική απελευθέρωση του κάθε ατόμου είναι απαραίτητη προϋπόθεση μιας καλύτερης συλλογικής και ατομικής πρακτικής του Έρωτα με την πνευματική έννοια του όρου.

Εδώ δεν υπάρχει αντίθεση αλλά συνέργια των ενστίκτων με τα αισθήματα. Ο θεός του Φουριέ απεχθάνεται την κάλπικη μονογαμία και την μίζερη συζυγική πίστη που περιχαρακώνουν εγωιστικά τον πόθο ανάμεσα σε δυο άτομα προτιμώντας ένα γενναιόδωρο μηχανισμό που διανέμει και πληθαίνει τις ηδονές μεταξύ των μελών του κοινοβίου.

Ο Σαρλ Φουριέ είχε τη φήμη αγαθού ονειροπόλου, αλλά οι ονειροπολήσεις του δεν είχαν τη μαγαρισμένη από δόγματα αθωότητα των θρησκειών. Έτσι η ουσία των γραπτών του έφερε σε αμηχανία τους μαθητές του σε τέτοιο βαθμό ώστε να προτιμήσουν από ντροπή να λογοκρίνουν τα έργα του δασκάλου τους.

Ο Προυντόν τον χαρακτήρισε θεοσεβούμενο πορνοκράτη, εκφράζοντας το σαρκασμό του, βλέποντας το θεμελιακό ρόλο που απέδιδε ο Φουριέ στις πιο αχαλίνωτες σχέσεις για την ευημερία της ανθρωπότητας.

Ο Φουριέ εφιστά την προσοχή μας σχετικά με τις ολέθριες συνέπειες αυτού που αποκαλεί παρεμπόδιση των παθών. Αρκετά πριν το Φρόιντ λοιπόν μιλά για απώθηση της λίμπιντο. Οι θέσεις του τον καθιστούν ιδιόμορφα περιθωριακό αλλά και επικίνδυνο για τα βρικολακιασμένες κοινωνικές νόρμες.

Ακόμα και σήμερα τα γραπτά του μυρίζουν μπαρούτι και σπέρμα. Ο Φουριέ έβαλε ένα μεγαλοπρεπέστατο κωλοδάχτυλο στους μπατάλικους βλοσυρούς φασίστες που επιβάλουν στους ανθρώπους φωτοστέφανα αγνότητας για να τους φορέσουν έπειτα τις χρυσοποίκιλτες αλυσίδες.

Ο Φουριέ έγραψε τον αναλυτικό κατάλογο των Κερατάδων. Των Κερατάδων που έχουν την εξουσία πετώντας ανθρώπους στον Καιάδα με τον πιο άκαρδο κυνισμό.

Ευλογίες

eylogies

Η εκκλησία διαθέτει έναν τσελεμεντέ διαστροφών προς χρήση του κατώτατου κλήρου και των εξομολογητών. Η εξομολόγηση είναι η πορνογραφία της εκκλησίας. Ο εξομολόγος εκτελεί χρέη πορνογράφου δια της μαιευτικής μεθόδου. Ο πιστός τα ξερνά όλα. Τα βγάζει από πάνω του για να μπορεί έπειτα καθαρότατος και αμόλυντος να τα επαναλάβει.

Ο κοινός παρανομαστής όλων των εξομολογήσεων είναι το ξαλάφρωμα. Ο εξομολογητής είναι ο ευσπλαχνικός απόπατος της ανθρώπινης ψυχής. Η εκκλησία κατάφερε να τρυπώσει στη σεξουαλική ζωή της καθολικής και ορθόδοξης χριστιανικής Δύσης, επιχειρώντας να μάθει όλα τα μυστικά της καθημερινής ιδιωτικής ζωής, προβάλλοντας αριστοτεχνικά την ιδέα του σαρκικού αμαρτήματος και το φόβο της αιώνιας καταδίκης.

Η ενοχοποίηση της ηδονής υπήρξε το πιο σπουδαίο όπλο της εξουσίας. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι που αντικατέστησαν τους εξομολόγους παπάδες στηρίχθηκαν στην τεράστια κληρονομία των συγγραμμάτων της εκκλησίας.

Ανδρόγυνα, που θέλουν να σώσουν το συζυγικό σκήνος από τη σκωληκόβρωτη μοίρα του, συνωστίζονται στο σαλονάκι του ψυχολόγου. Γονείς με παιδιά, που, τις ιδιαίτερες ικανότητές τους το συστημικό κατεστημένο της νέο-παιδαγωγικής ονόμασε μαθησιακές δυσκολίες.

Ομαδικές εξομολογήσεις όχι πλέον υπό τον πέλεκα της τιμωρίας αλλά υπό την σκέπη της συμβουλής και της καθοδήγησης το κόστος της οποίας είναι τσουχτερό.

Τον πορνογράφο εξομολογητή ιερέα αντικατέστησε ο σπουδαγμένος ψυχολόγος ασκώντας μιαν άκρως λογιστική διαχείριση του πόθου. Σε μια ακραία κοινωνική πραγματικότητα εκπόρνευσης της ίδιας της εργατικής δύναμης ο ψυχολόγος προσφέρει μια συναισθηματική ασπιρίνη για τον καρκίνο απ’ την κακοζωία, τουτέστιν την κακογαμία και τον στρατωνισμό της γνώσης, της εργασίας και της χαράς.

Ο άνθρωπος από ελεύθερο αναρχικό ον που γαμούσε από ευχαρίστηση και μόνο, κατάντησε μια μηχανή εκσπερμάτωσης όπου προγραμματικά με χάπια και ζήλο ιησουίτη κάνει το καθήκον του.

Βαλσαμωμένες ανάγκες αρματωμένες με την ψυχοσωτήρια λαχτάρα που προβάλει ο διαφημιστής. Άνθρωποι που εγκαταλείπουν λάθρα την κοινωνία δηλαδή τον εαυτό τους για να τρυπώσουν στο υπερφίαλο Εγώ. Άνθρωποι που ανά πάσα στιγμή επικοινωνούν με όλους αλλά χωρίς τους Άλλους. Χωρίς την παρουσία του Άλλου.

Απλωμένοι και δικτυωμένοι μέσα στο φετιχισμό της συνεχούς εξομολόγησης, προσπαθώντας να απαλύνουν το φιδοδαγκωμένο βίο. Σας δείχνω πως τρώω, πως κοιμάμαι, πως ξύνομαι. Σας επισυνάπτω κάθε στιγμή του βίου μου. Σας δείχνω το Εγώ μου. Θέλω να πουληθώ και θέλω να με αγοράστε. Θέλω να σας αρέσω. Θέλω μόνο να αρέσω σε πιο πολλούς.

Περί Αυνανισμού και Χειραντλήσεως

abnan

στον Κυριάκο

Στη Βίβλο ο ίδιος ο Θεός καταδικάζει τον αυνανισμό. Βεβαίως ο αυνανισμός έχει κάποιες ομοιότητες με την αυτοϊκανοποίηση δηλαδή με την απώλεια σπέρματος. Η ιστορία όμως του δημοφιλούς Αυνάν είναι κάθε άλλο παρά μια ιστορία μαλακίας.

Ο Αυνάν, παιδί του Ιούδα είχε την υποχρέωση μετά το θάνατο του μεγάλου του αδερφού να αποκαταστήσει και να γονιμοποιήσει την κουνιάδα του. Πρόκειται για τον νόμο της ανδραδελφογαμίας, λίαν δεδομένο στη λεκάνη της Μεσογείου. Αφού καλαφατίσει την κουνιάδα και τη γονιμοποιήσει ο καρπός της σχέσης θεωρείται παιδί του αποθανόντος αδερφού.

Ο Αυνάν γνωρίζοντας το νόμο και προσπαθώντας να τη σκαπουλάρει, αφού δεν έχει διάθεση να κάνει παιδί που δεν του ανήκει, αποσύρεται τη στιγμή της κορύφωσης, κατά τα σημερινά λεγόμενα δηλαδή πράττει διακοπή συνουσίας. Γεγονός που δυσαρέστησε το θεό ο οποίος φιλεύσπλαχνος τον τιμώρησε με θάνατο.

Γνωρίζοντας αυτή τη δραματική αφήγηση και το τι έχει τραβήξει η οικογένεια του Ιούδα από την οικογένεια του θεού μπορεί κάποιος να καταλάβει την τεράστια διαφορά ανάμεσα στον αυνανισμό και στη μαλακία.

Η δίωξη της μαλακίας άρχισε περί τα τέλη του 18ου αιώνα με πρωτοστάτες τους θρησκόληπτους γιατρούς, οι οποίοι κατέστειλαν τον πόθο, κατέπνιξαν την ηδονή και σκότωσαν τον έρωτα. Η καταστολή υπήρξε ανελέητη αφού ο βραχίονας του θεού όπλιζε τότε τους πρόθυμους παιδαγωγούς να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους.

Οι μέθοδοι θεραπείας του μοναχικού αυτού αμαρτήματος υπήρξαν θρυλικές. Ηρεμιστική, ψυκτικά, αντισπασμωδικά, βδέλλες στα γεννητικά όργανα, φάσκιωμα σφιχτό, κρίκος με αντι-στυτικά καρφιά στο πέος, ηλεκτροθεραπεία, χειρουργική επέμβαση, ευνουχισμός, κλειτοριδεκτομή, καυτηριασμός με πυρωμένο σίδερο, τομή γεννητικών νεύρων.

Όσο όμως πολεμούσαν τη μαλακία αυτή ανακτούσε καθημερινά νέες δυνάμεις. Οι σαδιστές κληρικοί, δάσκαλοι και γονείς πήραν κάποια στιγμή χαμπάρι πως η μαλακία δεν κόβεται και πως ακόμα και ο ίδιος ο θεός δεν την καταδικάζει αφού άλλο ο αυνανισμός και άλλο η μαλακία.

Ο Ντιντερό μίλησε γι’ αυτό το γλυκό και ευχάριστο πράγμα και βεβαίως οι συνειδήσεις των ανθρώπων παλεύουν ακόμα να απαλλαγούν από το αίσθημα ενοχής, αφού η μαλακία είναι φυσική, υγιής, χρήσιμη, ευεργετική, τονωτική.

Οι επαναστάσεις εναντίον της εξουσίας αποκατέστησαν τη μαλακία και της έδωσαν ξανά τους τίτλους ευγενείας της και το χαμένο της γόητρο. Βεβαίως στις θεοκρατικές κοινωνίες της Δύσης η μαλακία είναι βρισιά και παρότι ολόκληρος ο πληθυσμός μαλακίζεται, με πρωτοστάτες τους κληρικούς, ο μαλάκας θεωρείται κατάπτυστο ον. Και μάλιστα πολλοί ξεστομίζουν την αφελή κουβέντα: Μα καλά μας περνάνε για μαλάκες; Φυσικά καλοί μου άνθρωποι, αφού είμαστε μαλάκες εκ γενετής και ουχί εκ πεποιθήσεως.

boz

Δόντια Χρυσά

dontia

Οι τσιγγάνοι πιστεύουν πως έχει κανείς την υποχρέωση να λέει την αλήθεια μόνο στη γλώσσα του. Στη γλώσσα του εχθρού, το ψέμα είναι υπεραρκετό. Στον δικό μας εχθρικό πολιτισμό το ψέμα είναι αναγκαία συνθήκη επιβίωσης. Λέμε ψέματα στον εχθρό μας για να γλιστρήσουμε και να του ξεφύγουμε.

Ένας κακοποιός λέει ψέματα στην γλώσσα της αστυνομίας, δηλαδή στον εχθρό του για να πέσει στα μαλακά. Ένας μαθητής λέει ψέματα στη γλώσσα του δασκάλου του για να μην τιμωρηθεί.

Ο εχθρός μας είναι πάντα πιο δυνατός από μας. Ο εχθρός μας κρατάει όπλα, βέργες, τουφέκια. Λέμε ψέματα στον δυνατό εχθρό μας. Εμείς είμαστε οι αδύναμοι και γι’ αυτό οι ψεύτες. Ο δυνατός εχθρός μας όμως δεν έχει ανάγκη τα ψέματα. Λέει μόνο αλήθειες. Και η μεγαλύτερη απαίτησή του είναι πως θέλει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Και γι’ αυτό μας αλυσοδένει με μνημόνια και συνθήκες και συμβόλαια και υπογραφές.

Ο δυνατός δεν υπεκφεύγει, σου λέει στα ίσα πως πιστεύει στην εκμετάλλευση και στον ανταγωνισμό. Δηλαδή στην ελεύθερη αγορά και στη λύσσα. Ο δυνατός εχθρός μου μού λέει κάθε μέρα πόσο πρέπει να δουλεύω για να φάω και πόσο πρέπει να σκέφτομαι και τι πρέπει να σκέφτομαι για να είμαι ασφαλής και ασφαλισμένος. Αυτός μού επιβάλει ανάγκες και ωράρια. Εγώ δεν έχω επιλογή. Πρέπει να φέρω εις πέρας την οχτάωρη μισθωτή σκλαβιά μου για να του προσφέρω υπεραξία.

Η λούφα τιμωρείται. Η ανάγκη μου για τεμπελιά και για ξύσιμο με οδηγεί στην απόλυση και στην ένδεια. Στην πείνα και τη φτώχια. Οι ανυπάκουοι πληθυσμοί πρέπει να εξοντωθούν κι αυτό ο εχθρός μου το διαλαλεί καθημερινώς από παντού.

Ο εχθρός μου μιλάει στη γλώσσα μου λέγοντας την αλήθεια. Ο εχθρός μου κάνει τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου. Επινοώ ψέματα για να επιβιώσω και να περάσω καλά. Το ψέμα είναι ιερό όταν αγαπάει τη ζωή και τις χαρές της. Όμως το ψέμα μεταξύ φίλων είναι κακή πουστιά. Και οι τσιγγάνοι δεν συγχωρούν κακές πουστιές μεταξύ τους.

Γι’ αυτό οι πλάνητες και τα ρεμάλια αυτού του κόσμου έχουν μεταξύ τους μιαν απίστευτη αλληλεγγύη βασισμένη στην κοινή ζωή. Γι’ αυτό οι τσιγγάνοι είναι τρισευτυχισμένοι. Διότι ο μόνος ηθικός τους σκοπός είναι πρώτα η επιβίωση και μετά η χαρά της ζωής.

Στ’ αρχίδια τους το πλάνο της εταιρίας και οι σπουδές των παιδιών. Στα παπάρια τους η ιδιοκτησία και οι καλοί τρόποι. Αυτοί ξέρουν χωρίς να έχουν διαβάσει τα τσιτάτα του Μαρξ, πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Και πως η μόνη ιδιοκτησία τους είναι το κορμί τους. Και πως έχει κανείς την υποχρέωση να λέει την αλήθεια μόνο στη γλώσσα του. Στη γλώσσα του εχθρού, το ψέμα είναι υπεραρκετό.

Ιδεοληπτικές νεοπλασίες

ideol

Μέσα στο ποίημα δεν υπάρχουν ιδέες, μα όταν αυτές βιαίως εμφιλοχωρούν είναι τόσο εχθρικές μεταξύ τους που μέχρι το τέλος του ποιήματος η μια θα σκοτώσει την άλλη κι αυτή που θα καταφέρει να βγει ζωντανή θα βρεθεί κάποια στιγμή δολοφονημένη σε κάποιο χαντάκι απ’ τον πατήρ της.

Οι ποιητές που δεν διαθέτουν εργαλεία μετρήσεως για την ισορροπία των ιδεών και των συνειρμών μέσα στο παραλήρημα θα γίνουν κριτικοί ή λογοτέχνες β διαλογής της εταιρίας λογοτεχνών. Θα χρησιμοποιούν άνω τελείες και υπογεγραμμένες επιτρεπτές ασέλγειες κάτω απ’ τον σφριγηλό κώλο του ωμέγα, δείχνοντας ότι έχουν πάει πανεπιστήμιο ή ότι έχουν μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή.

Μέσα στο ποίημα υπάρχει ο πανταχού παρόν σεξουαλικός πίθηκος, αυτός ο πρόγονος κάθε ανάγκης για εκμυστηρεύσεις. Αυτός ο ευφυής μάστορας της προπατορικής Αρετής κι όχι της προπατορικής Αμαρτίας. Αυτός που με όλη του τη Δαρβινική αυθάδεια κομπορρημονεί και πλασάρει τον οίστρο του εις φιλήδονες παρειές για να συνευρεθεί και να ξεθεωθεί και να πέσει να κοιμηθεί ευχαριστημένος και χορτασμένος.

Όσοι ποιητές ανακαλύπτουν τον πρόγονο σεξουαλικό τους πίθηκο νωρίς γράφουν ποιήματα που διαβάζονται και ποιήματα που αναστατώνουν. Εάν δεν προκαλείς αναστάτωση να ανησυχείς. Εάν δεν προκαλείς αντιδράσεις να στενοχωριέσαι και να κλαίς και να οδύρεσαι και να ψάχνεσαι. Εάν το όποιο γραπτούλι σου δεν είναι το αντίπαλον δέος της ιστορίας, που, ως επί το πλείστων είναι η ιστορία των εγκλημάτων και των παραλογισμών και των συμφορών της ανθρωπότητας τότε ασχολήσου με τη μπάλα.

Και να ξέρεις πως η ποίηση είναι λαϊκή τέχνη. Φτηνή. Όχι φτηνιάρικη. Θέλει μόνο χαρτί και μολύβι ή οθόνη και πληκτρολόγιο. Κι όχι εκδότες και Νόμπελ και ένα τσούρμο αφηνιασμένους αγριόχοιρους της πόζας.

Και να λες Ζήτω για την υπέρλαμπρη Γιουγκοσλάβα οσία Μαρίνα Αμπράμοβιτς η οποία χάραξε με ξυράφι την κοιλιά της γράφοντας το ποίημα της. Διανθίζοντας τα πανανθρώπινα κανιβαλικά επιτεύγματα με το ματωμένο άστρο της θηλυκής κοιλιάς. Με τη μήτρα που γεννά αιωνίως το καλό και το κακό, μέσα στην άρρητη ανοιχτοσύνη που γονιμοποίησαν οι θύελλες της προϊστορίας.

Γράψτε το ποίημα σας τώρα δυτικοί γορίλες, γνωσιοθεωρητικοί και γνωσιοκεντρικοί, να το διαβάσουν τα εναργή σαρκοβόρα, που κρύβουν το φαλλό τους κάτω απ’ το χαλάκι του νοικοκυριού, χοροστατούντος του αρχιεπισκόπου πολιτικής ορθότητας και του συμβούλου ωφελίμων αναγνωσμάτων και του κολποφύλακα δημοδιδάσκαλου του Κράτους.

Ραγκουτσάρια και ψωλές

org

Γιορτάζω και ξεφαντώνω. Κάθε εορταστικό ξεφάντωμα είναι ένα εν δυνάμει όργιο. Αυτή η περισσή εκ φύσεως οργιαστική πλευρά του εαυτού μας κι αυτή η ενέργεια που απαραίτητα πρέπει να δαπανηθεί. Στη βάση κάθε συλλογικότητας υπάρχει ένας σαρκικός ιστός ως αποτέλεσμα της διαρκούς αναρχικής αύξησης της όρεξης των αισθήσεων, των πόθων και των φαντασιώσεων.

Πρέπει να κάψουμε το ενεργειακό πλεόνασμα. Κι εκεί είναι η μαγκιά, καίγοντας το πλεόνασμα να μην καούμε. Να μην μας μείνουν κουσούρια και αναπηρίες. Μη μας πλακώσει ο μαύρος ουρανός και ο δηλητηριώδης ίλιγγος. Πρέπει στο όργιο οι αισθήσεις να αγρυπνούν και να μην πασαλείβονται με ευσπλαχνική μέθη και ασύστολο ξεκώλιασμα.

Δυστυχώς τα όργια του σήμερα βρίσκονται μακριά απ’ το πνεύμα των διονυσιακών, ινδουιστικών και ταντρικών οργίων. Περνώντας απ’ τον αρχαίο χαρωπό και ζωτικό πληθυντικό στον σημερινό ξενέρωτο και καταθλιπτικό ενικό η έννοια του οργίου έχει καταρρακωθεί και παρεξηγηθεί έως παρεξηγήσεως.

Από την ανοδική τείνουσα προς μια απελευθερωτική υπέρβαση η έννοια του οργίου έχει διολισθήσει προς τη διαφθορά. Ο εφοπλιστής κάνει όργια με κόκα και ρωσίδες συνοδεία πολιτικών και δημοσιογράφων πραιτόρων. Η κοσμική ζωή και ο πλούτος απαιτεί το όργιο που υπαγορεύει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Η υπεραξία θέλει την παρτούζα της κι ο δημιουργικός επιχειρηματίας το πληρωμένο μουνί.

Εδώ η φθορά γίνεται κατακλυσμός και έρεβος. Οι κατώτερες τάξεις μέσα στο όργιο της βιοπάλης και στα κρεματόρια της ανάπτυξης του κεφαλαίου σφιχτοδεμένοι στη μονογαμία τους από τη μια κι απ’ την άλλη οι κύριοι καπιταλιστές στα χρυσοποίκιλτα κότερα να παίζουν μακριά γαϊδούρα σαν καυλωμένοι δεσποτάδες.

Όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες κήρυξαν μιαν αντίληψη περί πνευματικότητας θεμελιωμένη στην καταστολή κάθε φιληδονίας, ενοχοποιώντας τη σάρκα, την πρώτη ύλη του προπατορικού αμαρτήματος. Ο προφήτης Ηλίας και ο Μωυσής έσφαξαν τους ιερείς του Βαάλ και εξόντωσαν τους λάτρεις του Χρυσού Μόσχου.

Σήμερα ο τακτοποιημένος αστός θα ξεπέσει στο όργιο για να απαλύνει τις στερήσεις του. Και βεβαίως ο λαός έχει επινοήσει τις μασκαρεμένες γιορτές για να γιορτάζει το Βάκχο. Δηλαδή την ψυχή του και την ψίχα του. Τις γιορτές των γαιδάρων και τις γιορτές των τρελών, περιφέροντας αντί για επιτάφιο μια τεράστια ψωλή.

Εκδιωγμένοι από τις πολιτισμικές πρακτικές της υποκρισίας και της ψευτοκουλτούρας οι Σάτυροι, οι Βάκχες και άλλα αφροδισιακά πλάσματα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας δεν σταμάτησαν ποτέ να επισκέπτονται τη φαντασία της χριστιανικής Δύσης. Να γίνονται κακοί λογισμοί και δαίμονες, χορευτές μέσα στον αιώνιο κύκλο του οργίου και μέσα στο ανθισμένο σύμπαν του οργασμού.

Γλέντια

Art-Ft

Η αγάπη φυτρώνει πάνω στις πληγές κι εξανεμίζει τότε στις πέντε άκρες του σύμπαντος αυτό το πανίσχυρο «φύσημα» που καιροφυλαχτεί σαν κακός αέρας μέσα σε κάθε ζωή.

Χωρίς πληγές και χωρίς βαρβάρους είμαστε πάντα λειψοί. Είμαστε λίγοι. Τόσο λίγοι που δεν υπάρχουμε. Οι πληγές και οι βαρβαρότητες είναι έργα ανθρώπων. Δηλαδή δικά μας. Πληγώσαμε κάποτε και υπήρξαμε βάρβαροι για λίγο ή για πολύ. Με ένταση και σθένος ή ξέπνοα και γραφειοκρατικά για τις ανάγκες της υπηρεσίας.

Είμαστε όντα της βίας αλλά και όντα της αγάπης. Ζούμε απ’ τις συγκρούσεις και μας ζουν οι συγκρούσεις. Ερχόμαστε μέσα στα αίματα και φεύγουμε καθαροί και αμόλυντοι. Άδειοι. Είμαστε τα μαμόθρεφτα αρχιδοπιάσματα του μπαμπά μας. Είμαστε το φως που καταλάμπει πάνω απ’ τους νεκρούς προγόνους αρμαθιάζοντας μνήμες αγαπημένων που πέρασαν κι έλιωσαν στην παγερή αιωνιότητα.

Αγαπημένοι νεκροί που θα πλυθούν τα κόκαλά τους με κρασί και θα φυλαχτούν στο κυβισμένο οστεοφυλάκιο του Κράτους. Στο χώρο με τους σταυρούς και τα κυπαρίσσια. Εκεί που η αγάπη είναι άδολη και οι πληγές θερισμένες απ’ την κόσα της φθοράς.

Χαίρομαι που θα πεθάνω, τόσο που θέλω να ζήσω. Χαίρομαι που θα με φάνε τα σκουλήκια, τόσο που θέλω να ζήσω. Καυλώνω όταν σκέφτομαι πως σε εκατό χρόνια από τώρα δεν θα υπάρχει τίποτε από μένα, τόσο που θέλω να ζήσω. Και θέλω να αγαπώ περισσότερο, πάντα σεσημασμένος και ύποπτος, γιατί η αγάπη δίχως κανόνες και όρια, εκκλησίες και έθνη, είναι ύποπτη και επικίνδυνη.

Και θέλω να ξύνω λίγο λίγο απ’ το πετσί μου τη βάρβαρη Φύση μου. Δε θέλω να πολεμήσω αν με καλέσουν να πολεμήσω και δε θέλω να βιάσω αν με κεράσουν οι φίλοι μου βιασμό. Τίποτε δεν θέλω να αφήσω όπως το βρήκα. Θέλω να διαπράξω τη μεγαλύτερη ασέβεια. Να αγαπήσω δίχως όρους και ψιλά γράμματα. Δίχως αποκλειστικότητες και συμβόλαια.

Γιατί η αγάπη είναι η ασέβεια των μηδαμινών απέναντι στη βαρβαρότητα των ισχυρών. Όλοι αυτοί οι αντιήρωες που ασεβούν αγαπώντας ουσιαστικά και παθιασμένα μέσα στο νοσηρό βόθρο της δυτικής κυριαρχίας χαρακτηρίζονται από αγνότητα κινήτρων και περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο εκτυφλωτικής και κυνικής αθωότητας.

Είναι προικισμένοι με την αρχέγονη σοφία των παιδιών και των ζώων. Είναι οι τρελοί του χωριού της παγκοσμιοποιημένης μαλακίας και του σκουπιδαριού. Είναι οι αποσυνάγωγοι αυτού του κόσμου που κάποια στιγμή θα χέσουν στα σαλόνια της πρώτης θέσης και θα σκουπίσουν τον κώλο τους με τις δοξασμένες σημαίες των κρατών. Εδώ αρχίζουν τα έργα της Αγάπης. Τα όργια. Ο οργασμός. Εδώ αρχίζουν τα γλέντια μαγαρισμένε κόσμε.

Love Poems

love poems

Όλες οι γλώσσες είναι μια γλώσσα. Κι ας μην ξέρω όλες τις γλώσσες του κόσμου μπορώ να επικοινωνήσω και να καταλάβω. Μπορώ να νιώσω και μπορώ να θυμώσω. Μπορώ να καυλώσω στα γερμανικά, στα γαλλικά ή στα δανέζικα. Δεν μπορώ να γράψω όμως σε άλλη γλώσσα. Δεν μπορώ να γράψω ένα ποίημα στα ισπανικά ή ένα σονέτο στα τούρκικα.

Το μυαλό σκέφτεται πάντα σε μια γλώσσα όταν θέλει να σωματοποιήσει το Λόγο και να κάνει Τέχνη, δηλαδή μια μουτζούρα στην επικοινωνία και στην πολιτική ορθότητα των καλών τρόπων της κυρίαρχης ιδεολογίας, που είναι μόνο κέρδος και ζουμί απ’ την κότα και ζουμί απ’ τον εργάτη και ζουμί απ’ τον πρόσφυγα και ζουμί απ’ την κακοποιημένη γυναίκα που τη γαμεί ο αρχοντοχωριάτης αστός με τα λεφτά του.

Τα παιδάκια που μαθαίνουν γλώσσες για να κάνουν σπουδές στα οικονομικά και στο ξεπάστρεμα πληθυσμών δεν μπορούν να γράψουν ένα ποίημα της προκοπής. Θα μυρίζει το ποίημα τους μούχλα και εταιρία και αποσμητικό χώρου και σάλια για βραβείο.

Πολλοί καλοί ποιητές προσπάθησαν να γράψουν στα αγγλικά γιατί γνώριζαν καλά αγγλικά μα δεν τα κατάφεραν. Σκάλωσαν και στο ρυθμό και στην ένταση και στις λέξεις που δεν υπήρχαν στις πρώτες μνήμες της παιδικής τους ηλικίας και στον κόρφο της μάνας τους. Η γραφή της ποίησης είναι παρέκκλιση και κατάπτωση του Λόγου. Η γραφή της ποίησης είναι αμάρτημα και αμαρτάνουμε πάντα στη μητρική μας γλώσσα. Γράφουμε πάνω στην άμμο με τη βακτηρία της μαμάς. Με τη βέργα που μας έδειξε τον κόσμο και τη βέργα που μας μάτωσε τα κωλομέρια.

Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς αυτοί δηλαδή που δεν καταλαβαίνουν Χριστό και τα ξερνάνε όλα, γράφουν στη μητρική τους γλώσσα. Αυτό που το Λακανικό αξίωμα λέει πως το υποσυνείδητο είναι καμωμένο σαν μια γλώσσα. Κι η γλώσσα είναι πρωτίστως ιδέες και μνήμες και όχι λέξεις στη σειρά. Στρατιωτάκια για τον πόλεμο ρητορικών αγώνων και πολιτικής σαγήνης.

Οι σαγηνευτές ομιλούν. Μπορούν να μάθουν πολλές γλώσσες και να σαγηνεύσουν πολλούς που το έχουν ανάγκη. Οι ποιητές όμως αγαπούν και η αγάπη είναι η πιο ιερή τέχνη. Θέλει τους μαστόρους της. Θέλει το καρδιοχτύπι της μανούλας και τις σατανικές λεπτομέρειες της περασμένης ζωής. Του περιβάλλοντος των ανθρώπων και των ζώων. Θέλει την εξοχή και την πόλη που μεγάλωσες. Θέλει τις πληγές και τα λουλούδια που μύρισες.

Η ποίηση είναι παγκόσμια γιατί πρωτίστως είναι τοπική. Δεν γράφεται για να καταναλωθεί αλλά γράφεται για να γίνει ζωή και βίωμα. Κι ίσως ο πιο σπουδαίος λόγος που αντέχουν τόσες γλώσσες μέσα σ’ αυτό το πολυφωνικό ανθρώπινο συνεχές είναι η Ποίηση. Κι αν πάψει η Ποίηση είναι σίγουρο πως θα υπάρξει μόνο μια γλώσσα. Κανονιστική και ποιμενική μέσα στο παγκοσμιοποιημένο μαντρί. Εργαλειακή φτηνή εύκολη στεγνή. Δίχως τα υγρά της ανθρώπινης περιπέτειας.

Ακαταπαύστως

tarand

Δεν υπάρχει φύση νεκρή και νεκρές φύσεις. Η φύση είναι πάντα ζωντανή, ολοζώντανη. Ο άνθρωπος δεν είναι φύση. Είναι κομματάκι φύσης. Απειροελάχιστο τεμάχιο μασκαρεμένο φύση. Όλοι οι μύθοι περί νεκρής φύσης είναι κατασκευάσματα της συντεχνίας των θεολόγων.

Κανένα ξεφτέρι των κατηχητικών δεν μπορεί να καταλάβει και δεν μπορεί να νιώσει αυτό που υποψιθυρίζει η νύχτα με όλα της τα άστρα. Με όλους τους άπειρους ήλιους της και τα απολέμητα σκοτάδια της.

Ο άνθρωπος πεθαίνει και ο άνθρωπος κάποτε θα πεθάνει δια παντός. Η φύση όμως δεν πεθαίνει ποτέ. Ο Χρόνος δεν σταματά ποτέ. Ο Χρόνος θα υπάρχει και μετά τα ρολόγια. Αλλά ο άνθρωπος, αυτό το συνονθύλευμα αστρικής ύλης δεν λέει να το καταλάβει.

Ο άνθρωπος σκέφτεται το θάνατο. Είμαι άνθρωπος. Σκέφτομαι το θάνατο άρα υπάρχω. Είμαι ον τραγικό διότι η φύση μου έδωσε την αίσθηση του χρόνου και της φθοράς. Μετράω τη φθορά μου, την πολεμάω αλλά η φθορά είναι πιο δυνατή, γιατί η φθορά μου είναι το δυνάμωμα της φύσης και η φύση είναι αιώνια δηλαδή παντοδύναμη.

Η φύση δεν περνάει κρίση ταυτότητας ούτε μπορεί να της φορέσει ζουρλομανδύα ο παπάς και χειροπέδες ο χωροφύλακας. Νομίζω δηλαδή παραμυθιάζομαι, πως, πολεμάω τη φθορά λύνοντας τα αινίγματα της φύσης, δημιουργώντας απ’ τις πέτρες τσιμέντο κι απ’ την άμμο πυρέξ. Φτιάχνοντας πυραύλους, αυτοκίνητα και ποιήματα. Φτιάχνοντας στρατούς και πορνοταινίες. Σνιφάροντας κόκα και ρουφώντας αλκοόλ.

Εγώ ο άνθρωπος για να βγάλω απ’ το μυαλό μου το θάνατο χτίζω πολιτισμό, ναούς και νεκροταφεία. Σκοτώνω καίω μισώ. Αγαπάω και ξανά αγαπάω. Κάθομαι στ’ αυγά μου ή τα κάνω επάνω μου. Φοβάμαι διαρκώς. Ο φόβος είναι η Αχίλλειος πτέρνα μου.

Όταν ο Αχιλλέας θυμίζει στη μάνα του ότι τον γέννησε μινυνθάδιο και παραπονιέται σα γαλιάντρα, αυτό δε δηλώνει μετάνοια για το δώρο της ζωής αλλά απελπισία μαύρη και άραχλη για το τέλος. Το οριστικό τέλος.

Σκέπτομαι το φόβο άρα υπάρχω και ζω και καβλώνω. Γιατί η ζωή είναι η μόνη καύλα που απομένει στο θνητό. Σ’ εμένα το θνητό που βγάζω ξύγκι απ’ τις λέξεις γιατί δε μπορώ να νικήσω τα θάνατο. Γιατί βλέπω να πεθαίνουν και να λιώνουν γύρω μου αλλά η Φύση να μην παίρνει χαμπάρι.

Η Φύση δεν πονά για το χαμό μας. Η φύση βρίσκεται διαρκώς σε μιαν άφθαρτη πληρότητα. Αγνοεί τι σημαίνει πάροδος και διαδοχή. Πόνος και νομικές υποθέσεις. Χηρεία ή αυτοχειρία. Η φύση είναι αγράμματη και αμόρφωτη, μακριά από νόστο ή ελπίδα, διάγει βίο αιώνιας ισχύος. Και ζει απ’ τη φθορά των κομματιών της. Από σάρκες και μαύρες τρύπες και λευκούς νάνους και ερυθρούς γίγαντες.

Πρωινός εκκλησιασμός

proinek

έρχομαι πρωί και σου φορώ τα κόκκινα αθλητικά παπούτσια
καπελάκι φορεμένο ανάποδα
σε κοιτώ και σε χαίρομαι
μου μιλάς και μου λες
λέξεις που αρχίζουν από Ε και Δ
Έρωτας Δέρμα Δάχτυλα Ελάφι
όμορφο σκουρόχρωμο ροδάκινο
διαμάντι από θησαυρό που βρήκα και τώρα είν’ δικός μου
που ξόδεψα για σένα μια ζωή να σε μυρίζω
να ψάχνω επίθετα
σηκώνοντας τη μουσκεμένη φούστα
κοιτάζοντας το θόλο τ’ ουρανού
ο πιο βυζαντινός εγώ
ο πιο εσπερινός
πρώτο στασίδι η γύμνια μου
αλητήρια
έτοιμη για μεταλαβιά
ο αναβάτης ο φαλλός ο φρενιασμένος
ρίγος ολόκληρος
ν’ αναρουφάει τη λαλιά του εις τα έγκατα
να περιμένει να εισβάλει στον αγύριστο χαμό
κάπου βαθιά εκεί στο μέσα σου
στα κέλευθα υγρά
ξέροντας πως υπάρχει ένα μυαλό ξυράφι εκεί
έτοιμο για σφαγή
για μιαν ολοαίματη στυγνή Ορθοδοξία
όλο σπασμούς και εν υψίστοις
και μπρούμυτη και παρά θιν’ αλός
όλο της Κίρκης τα γουρούνια
να ξεμπουκάρουνε νυμφομανή δια παντός
τρέχοντας για αντίδωρο στη ζοφερή κανίστρα

Γράμμα στα κορίτσια

gramma

στον Σταύρο Τσιώλη 

Είναι 12 τα μεσάνυχτα, κορίτσια. Ξέρετε που βρίσκεται η κλειτορίδα σας; Ξέρετε πως εσείς και μόνον εσείς διαθέτετε το μόνο όργανο στο ανθρώπινο σώμα που η αποκλειστική του λειτουργία είναι η ηδονή; Ξέρετε ή δεν ξέρετε; Πιστεύετε τα κατηχητικά και τους γιατρούς ή τη Φύση; Ψάχνετε γαμπρό και νοικοκύρη για αναπαραγωγή και συντροφιά στα αστικά βοσκοτόπια ή ψάχνεται εραστές; Ψάχνεται τον πρίγκιπα ή ψάχνεται τον ιπποκόμο των οργασμών σας;

Κορίτσια που περάσατε από δω οι καθηγητές μου έλεγαν πάντα πως αν βγάλω το σχολείο θα είναι θαύμα! Ήμουν ένας αμελής και θρασύς μαθητής. Στα βιβλία μου σχεδίαζα γυναίκες με φτερά και πουλιά αιχμάλωτα που ροκάνιζαν αργά τα χάλκινα κάγκελα του κλουβιού τους. Κι εγώ ροκάνιζα αργά τα κάγκελα του κλουβιού μου.

Κορόιδευα το δάσκαλο των θρησκευτικών που τον θεωρούσα τον πιο μαλάκα δυστυχισμένο άνθρωπο του κόσμου. Του έλεγα πως είμαι εγώ ο θεός και πως τα ξέρω όλα και πως μπορώ να κάνω τους ανθρώπους να μιλάνε απ’ τον κώλο τους και τα πουλιά να βλαστημάνε.

Κορίτσια που περάσατε από εδώ, σας λέω πως εγώ υπήρχα από πάντα μες στο απέραντο κενό. Μόνος και μικροσκοπικός σαν τη μύγα μες στο γάλα. Σαν την καλαμιά στον κάμπο.

Κορίτσια που περάσατε από δω εγώ έφτιαξα τη θάλασσα για να κάνω μπάνιο, τον ήλιο για να μαυρίζω και το σούρουπο για να μελαγχολώ. Εγώ έφτιαξα τα δάση και τα βουνά, τις αρκούδες και τους λύκους, τις αλεπούδες και τα κουνάβια. Το φεγγάρι για να ρεμβάζω και τη νύχτα για να ονειρεύομαι.

Όμως κορίτσια όλα αυτά χωρίς εσάς είναι θάμνοι και τσουκνίδες κι εφιάλτες. Είναι νιφάδες στα ερείπια και θλίψη. Κορίτσια που περάσατε από δω κι άγνωστες ωραίες γυναίκες στα μεταμεσονύχτια όνειρά μας, εσείς υπήρξατε το πιο σπουδαίο μου δημιούργημα.

Εσάς έπλαθα πόρο με πόρο στο βαρετό σχολείο της παιδικής μου ηλικίας. Εσάς λατρεύω τώρα εδώ, που περνάτε μέσα απ’ την παλίρροια της μοναχικής μου μέρας. Μάγισσες που γιατρεύετε τα κορμάκια με τη μαγική λέξη «σ’ αγαπώ». Εσάς πλάθω ακόμα με την ηδονική αυθάδεια του δημιουργού και τον άδολο λυρισμό του τελευταίου κατοίκου της γης.

Κορίτσια που περάσατε από δω, Αγίες στο μεγάλο εικονοστάσι των ποιητών που υπήρξαν όλοι καυλωμένοι θεοί, που σας τραγούδησαν και σας γράψαν επιστολές και σας άφησαν σημειώματα αυτοχειρίας στους καθρέφτες.

Κορίτσια αγαπήστε το Σώμα σας, δείξτε στοργή στην κλειτορίδα σας. Εσείς είστε το κέντρο του κόσμου που έχει χάσει το κέντρο του. Που έχει χάσει εσάς. Τα ζουμιά του.

Βιβλιοφιλίες

bibl

Ο λόγος είναι αυτός που μπορεί να μας οδηγήσει σαν πυξίδα πιο κοντά στις επιθυμίες μας. Ο λόγος είναι η αργή και βασανιστική μεταμόρφωση της μοίρας σε πεπρωμένο. Είναι μιαν επανάσταση σχεδόν βιολογική, έξω απ’ την αστική εγωτική κοινωνία και τη δραματικότητά της.

Ο φυλακισμένος έχει το λόγο μέχρι να του κόψουν τη γλώσσα. Ο ερωτευμένος έχει το λόγο μέχρι να χώσει τη γλώσσα του στο μουνί της αγαπημένης του. Η καυλωμένη γυναίκα έχει το λόγο που φτάνει στον σπαραγμό και στον εύχαρι πόνο. Ο επαναστάτης έχει για όπλο το λόγο αντλώντας απ’ τις πληγές και τις καμπούρες του κόσμου το δυναμίτη που θα βάλει στα θεμέλια της συνήθειας και της υποταγής.

Ο άνθρωπος είναι ένα μοναδικό μυθολογικό ζώο. Κάθε άνθρωπος όμως γίνεται άνθρωπος αποκτώντας καρδιά, φύλο και φαντασία, χάρη στο θρόισμα του λόγου, στο καλειδοσκόπιο των εικόνων του λόγου που τον περιβάλουν από μικρό παιδί στην κούνια και τον συνοδεύουν μέχρι το υγρό παραπέτασμα.

Ο λόγος είναι μυθικός. Κι εδώ είναι η μαγεία του. Να στήνει μύθους. Ένα οικοδόμημα με πολλά πατώματα όπου παιδιά και γέροντες, άντρες και γυναίκες, σκαρφαλώνουν για να συναντήσουν τον Άλλον. Ο λόγος είναι αυτός που μέσω του μύθου θα ενώσει δυο εραστές θα χτίσει φιλίες και θα γονιμοποιήσει καταστροφές.

Ο λόγος είναι πέρα απ’ το καλό και το κακό. Το όμορφο και το άσχημο. Τους πονηρούς λογοτέχνες και τους φθονερούς σαγηνευτές. Ο λόγος είναι ο αρχαίος μυστικός μοχλός που κατεβάζει την ξύλινη πόρτα γεφυρώνοντας την τάφρο και το χάσμα, ανοίγοντας συγχρόνως την πύλη του κάστρου και του κόσμου.

Εν αρχή δεν είναι ο λόγος, αλλά η ανάγκη για κοινή ζωή. Κοινή ζωή δια του λόγου. Κοινότητα ένωσης και αγάπης. Κοινότητα καύλας και ηδονής. Γράφω ποιήματα και γράφω λίβελους. Περιγράφω πειράματα στο εργαστήριο και ερωτικές σκηνές στο κρεβάτι. Πολεμάω με τ’ ακροδάχτυλα απ’ το γραφείο μου ή γράφω με το στυλό στο χαρτί, αυτά τα πανάρχαια φονικά όπλα.

Γράφω για να μπουσουλήσω στον κόσμο. Για να χωθώ κάτω από τραπέζια και να κρυφακούσω την ώρα του φαγητού. Για να χωθώ κάτω από κρεβάτια και να κρυφακούσω την ώρα του οργασμού. Για να μυρίσω τον ιδρώτα του πλησίον και να σαρκώσω το μέγα θαύμα της ζωής. Σαν την κοπέλα που εξερευνά με το καθρεφτάκι το αιδοίο της. Στρώσεις μέσα σε στρώσεις που ανοίγουν σε άλλες στρώσεις. Ένα μυστηριώδες συμβάν του οποίου οι πτυχές αρχίζουν να ξεδιπλώνονται. Πανάρχαιο και σαγηνευτικό, σαν ανθόκηπος. Λόγος, λόγια, λογάκια, λαλιά.

Άσμα του Ουρανού

hester scheurwater bl&wh (36)

χαρισμένο εις Hester Scheurwater

Χαϊδευτικά με λεν πουτίγκα
και μου χαϊδεύουν το πουτί.
Με λεν ιερόδουλη Κιμώλου
με λεν Μαρία Μαγδαληνή.

Σπάω στις πέτρες μύγδαλα
προσεύχομαι γυμνή. Ξέρω
πως βγάζουν το ψωμί τους
οι διαβόλοι. Ξέρω οι Φράγκοι

πως, με γδύνουν με τα μάτια
πως με γαμούν γλυκά οι
Οθωμανοί. Πως γράφουνε οι
Έλληνες ποιήματα για μένα.

Ωδές. Λάφυρες λέξεις πως
γαυγίζουν τ’ αγριόσκυλα
στα σκέλια μου. Πολιορκίες
παρθενιές και χωροφύλακες.

Πάντα υπερφίαλη και πάντα
Αθηναία. Μια λύκαινα της Αττικής
από αφρό και ξύγκι. Εταίρα
πουτανάκι των σοφών. Δασιά

μελαχρινή, όλο φυσίγγια
οργασμούς. Υγρότατη πάντα
αχνιστή, καθώς οσμίζομαι
μυαλά και όρχεις Αθηναίων.

Καθώς οσμίζομαι μυδράλιο
φαλλό. Λύσσα ιερομόναχη
μπρούμυτα ανεμίζοντας το
όμικρον. Τον ανοιγμένο μου

αχινό, μπρούμυτα περιμένοντας
τη λέξη Μυρμιδόνες. Μια στρατιά
αρσενικών για να μπουκάρουνε
στο σχήμα μου. Εκεί που ορθάνοιχτη

αιμοβόρα, περιμένω το ουρλιαχτό
της ηδονής. Το αλφάδι του θανάτου.