Η Ιερή Καρδιά μου δεν είναι παρά μια σβουνιά

-ψυχωφελές αφήγημα για την πολλαπλή σκλήρυνση-

Είτε όλα έχουν κάποιο νόημα, είτε τίποτε δεν έχει νόημα.

Το πνεύμα σχεδόν θολό και τρελαμένο τρέχει πάνω στην κλωστή του χρόνου, χωρίς εμπόδιο.

Το τοπίο και ο χώρος έχουν μιαν άλλη γεύση, την ώρα που γίνομαι ο υδροκέφαλος Πρίαπος, ο επιθετικός, ο ελεύθερος, ο άγριος. Ο ψυχογεωγράφος της μήτρας, το μικρό αγόρι που παρατηρεί το αλλόκοτο άνθος της στύσης του.

Άραγε ποια μαθητευόμενα τέρατα αναβλύζουν μέσα μου, καθώς, όλη η βιολογική δύναμη του σύμπαντος και της ιστορίας με κατακλύζει!

Ποια τέρατα καλύπτω μέσα στις πτυχές της βιολογικής μου ύλης, όντα που κάποτε υπήρξαν, όμως γκρεμίστηκαν στα βάραθρα ή πνίγηκαν μέσα σε λίμνες αίματος, σε τριχωτούς απρόβλεπτους βυθούς!

Νοιώθω το νευρικό μου σύστημα ένα θηρίο, ας έρθουν λέω, αυτά τα ζώα που έχω δει στα όνειρά μου να με κατασπαράξουν, θα το παίξω Προμηθέας, θεός, θα γίνω η λάμψη των ματιών ενός παραμονεύοντος γερακιού, θα βγάλω αυτή τη γλώσσα του σκύλου να γλείψει τη βαριά σιωπή των εκατό χιλιάδων ετών.

Μέσα στους αλαζονικούς μου καθρέφτες βλέπω έναν βασιλιά της αρχαιότητας. Αυτό που ήμουν κι αυτό που υπήρξα.

Ζωντανός και νεκρός μαζί.

Βρέθηκα στην Κνωσό και ήμουν ο Μίνως και ο Μινώταυρος. Ένοιωσα τη μυστική σημασία των μύθων, το αμοιβαίο τους πέρασμα και το ξεπέρασμά τους. Κι απ’ τον μέγα λαβύρινθο, ύστερα απ’ το αινιγματικό σκοτάδι αιώνων, ιδού εγώ ξεμπουκάροντας απ’ το Δούρειο Ίππο, ένας υπέροχος συνωμότης.

Ήμουν αθάνατος ή θνητός;

Ίσως, ούτε αθάνατος ούτε θνητός, αφού η χαίνουσα αχίλλεια πτέρνα μου με έκανε τώρα ξαφνικά έναν καταραμένο Οιδίποδα, τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Ένας ιερός εκφυλισμός της ουσίας, μια σκοτεινή πύλη που άνοιξε σαν στόμα, ένας νευρολογικός σπασμός, μια σκλήρυνση της βούλησης.

Τώρα είμαι ο ταύρος που περιμένει τον ταυρομάχο. Τα πλήθη όλο μίσος και αγάπη και πίκρα τρομαχτική, περιμένουν έναν γελοίο να με καρφώσει.

Έναν γελοίο που φοβάται τα κέρατά μου, αυτό το μαύρο χρώμα του θανάτου που προσπαθεί να το ζαλίσει με το κόκκινο πανί, το χρώμα το αίματος, το χρώμα της ζωής, αυτό το ξόρκι βαμμένο ποιος ξέρει από ποιες αιμορραγούσες παρθένες!

Ο ταυρομάχος φοβάται τα κέρατά μου. Για να δικαιολογήσει το φόνο με ζαλίζει, με νευριάζει, με περιγράφει σαν ένα τέρας, ένα φοβερό και τρομερό ανθρωπόζωο που δεν αφήνει κανέναν άλλον να επιζήσει.

Με μια κίνηση μπορεί να με συντρίψει, να με σφάξει με το ξίφος του, νοιώθοντας όμως τη θλίψη που νιώθω κι εγώ που θέλω να τον καρφώσω με τα κέρατά μου στην κοιλιά, αφού ταυτόχρονα σχεδόν ή μάλλον απολύτως την ίδια στιγμή αισθάνομαι να είμαι ταύρος και ταυρομάχος.

Όταν η μεσαία τάξη σκότωσε το Μουνάκι (της)

Η μεσαία τάξη υπέφερε και υποφέρει από σεξουαλικό υποσιτισμό.

Τα δεξιά καθεστώτα τη συμπονούν και παραδοσιακά προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο της με τον αφροδισιακό καταναλωτισμό.

Με το να της ανεβοκατεβάζουν το αφορολόγητο και τους συντελεστές, μπας και περισσέψουν φράγκα για το βουνό ή τη θάλασσα, ίσα-ίσα για αυτο-φωτογράφιση και αυτοβελτίωση μέσα στην διαγνωσμένη ήρεμη απελπισία της.

Η μεσαία τάξη δεν έχει δεσμούς ερωτικούς αλλά εκφυλιστικούς. Πούλησε την ελευθερία της για τα πλούτη, την άνεση, τις παροχές.

Ακούει μόνο το κράτος, τη διαφήμιση, τη βιομηχανία και την αστυνομία.

Οι φεμινίστριές της κατάντησαν μια ενοχλητική παρωδία γυναικών, ενόσω οι άντρες είναι μια καρικατούρα του ανθρώπου, και ο πόλεμός τους ένα γελοίο ψυχόδραμα μεταξύ σκλάβων.

Για τη σύγχρονη ηθική της μεσαίας τάξης ανήθικος είναι αυτός που δεν παράγει κέρδος. Αυτός που δεν παίρνει δάνεια, αυτός που δεν κινεί την οικονομία. Αυτός δηλαδή που διαθέτει μια σεξουαλικότητα ελεύθερη και ανυπόκριτη.

Στη σύγχρονη σεξοφοβική κοινωνία της μεσαίας τάξης, τα παιδιά δεν αγαπιούνται πια αλλά επιτηρούνται με αστυνομικό τρόπο.

Το σχολείο είναι ο χώρος παρκαρίσματος κατά το χρόνο της αναγκαστικής εργασίας των γονιών.

Τα παιδιά γίνονται απ’ ευθείας καταναλωτές, αφού μια συνεχής εμπορική παρενόχληση διαμορφώνει τις επιθυμίες τους. Αυτή η παιδοφιλία βεβαίως θεωρείτε ηθική, δεδομένου ότι έιναι κερδοφόρα.

Απ’ την άλλη, η πηγή που μας χαρίζει τη ζωή κατασυκοφαντείται.

Η πηγή που έδωσε στον καθένα από μας τη ζωή λογοκρίνεται. Το μουνάκι συνθλίβεται, αποτελώντας τη βάση για την πλειονότητα των εγκλημάτων και των αποκλινουσών ψυχοπαθολογιών τους, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.

Η μεσαία τάξη πρώτα πέταξε τα ερωτικά της όργανα στον καπιταλιστικό ντενεκέ και τώρα γκρινιάζει γιατί δεν έχει τίποτε, παρά μόνο εξαρτήσεις.

Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις αφού έχασε για πάντα αυτόν τον οικείο, Δαντικό παράδεισο, γεμάτο από έμπνευση και απόλαυση, που τον αποκαλούμε ρόδο, ασφόδελο, γατάκι, πολεμίστρα, σήραγγα της αγάπης, ιερό, κέρας της συμπαντικής διανοίας, μουνί, μουνάκι και πατρίδα όλων μας.

Από τους πρώην κομουνιστές έως τους πρώην φασίστες, όλοι τους έχουν γίνει φανατικοί φιλελεύθεροι και οικουμενικοί δημοκράτες, αφού κατάλαβαν πως εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον τους.

Οι πλούσιοι κι οι φτωχοί το γνωρίζουν, ψηφίζοντας όλο και λιγότερο, ενώ η μεσαία τάξη ψηφίζει κάτω από τον τρόμο να γίνει φτωχότερη.

Η φτώχεια είναι η παλαιότερη, η αποτελεσματικότερη και πιο δοκιμασμένη τρομοκρατία.

Ω Λύπη!, πως νοστιμίζεις το ανθρώπινο κρέας

Ετούτα τα πλάσματα, που κρατούν ζωντανά τα τριαντάφυλλα, τις κάψες, τις μαστίχες και τους ήλιους, αντέχουν σε κάθε εκφερόμενη κρίση.

Συνεχίζουν να κατατρώγουν το χυλό της δόξας και της βαρβαρότητας.

Ο άνθρωπος μόνον ένα σκουλήκι της λύπης ο ίδιος, ένα μικρό ερπετό της δυστυχίας, έχει ανάγκη την τραγωδία. Η περηφάνια μας απέναντι στην εύκολη ζωή των θεών. Το βίτσιο μας να σπουδάζουμε τη δυστυχία. Να οξύνουμε το πνεύμα όταν σκάει η καρδιά.

Ω Λυπιού! ινδιάνα και γύφτισσα, κάθε τραγωδία είναι μια πράξη εχθρική, ένα σχεδόν απροκάλυπτο ανοσιούργημα. Γίνεται μόνο στο θέατρο. Στους υπονόμους με τα θηρία, στους δαιδαλώδους κήπους των Βερσαλιών, στα μικρά δώματα και στα μεγάλα παραστρατήματα.

Οι παλαιοί είχαν ακόμη την τραγωδία για να μαθαίνουν να υποφέρουν.

Σε μιαν άκαμπτη, απωθητική παράσταση του Lear, μπορώ να δω τα πρόσωπα του δράματος ακάλυπτα στην ασχήμια και τη μοναξιά τους. Ακίνητα και σκληρά το ένα πλάι στο άλλο, να τρέχουν στην απέραντη ερημιά της σκηνής.

Ω Αγία Λύπη! όταν υποφέρω γίνομαι ανυπόφορος, βουλιάζω με νου και σώμα.

Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αστυνομικοί σκύλοι και Κρέοντες.

Όμως ο ήλιος την αυγή με ξεγεννά ξανά και πάντοτε. Απ’ το θολωμένο υπόλειμμα του πνεύματός μου ξεπροβάλει ένα απρόοπτο χαμόγελο, μια στιγμή ειλικρινούς αναλαμπής.

Κι ο ήλιος υπερβολικά άγρυπνος δίπλα σε άλλους ήλιους, σε σωρούς δίπλα από άλλα μαύρα αποκαΐδια, μας θέλει γυμνούς, υγρούς, αλαφροΐσκιωτους.

Μωρή κοντούλα λεμονιά, μπαρουτοκαπνισμένη!

Η λεμονιά του κήπου είναι γεμάτη καπνιά. Μια μυκητολογική μαυρίλα, ένα ξέσπασμα. Μελίγκρα και ψώρα. Ίσως ο εσπευσμένος αντίλογος και η χέρσα συνείδηση της φύσης.

Ίσως το κακό το ριζικό, ίσως η ελαφρά πεισματωμένη υποχώρηση των ερωτικών ζωνών, η σφαγή των ινδιάνων και τα μελιτώδη εκκρίματα των καπιταλιστών.

Η κερδοφορία εκδικείται Κύριε Επίκουρε του κήπου.

Ο χριστιανός βλέπει μαύρο το μέλλον της ανθρωπότητας. Άραχλο. Προσεύχεται για να τη βγάλει καθαρή μέχρι τον παράδεισο.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε μειονεκτικός, μια μηχανή, ένας τραγέλαφος.

Η βαρβαρότητα της ατομοκρατίας Κυρίες μου, που πίνετε απ΄τα χεράκια μου φυσικό χυμό πορτοκαλιού, στημένου με ευλάβεια, αφού πρώτα σαπούνισα τους καρπούς, ξέβγαλα τη μαυρίλα, στάθμισα τις άκαμπτες αντιφάσεις.

Ο διαφημιστής βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας ρόδινο. Ο σύγχρονος άνθρωπος προοδεύει. Τι κι αν μαυρίζουν και θλίβονται οι καρποί, έχουμε έξυπνη σκούπα, ρουφήχτρα των μολύνσεων και των εκζεμάτων, έχουμε αλοιφές για τον έρπητα, την λαγνεία, το σοδομισμό.

Όμως ποιος είμαι Κύριε Επίκουρε; Ο επίμονος κηπουρός ή ο ανώνυμος απαισιόδοξος; Ο ξερακιανός ή ο στρογγυλός; Ο υποχόνδριος ή ο άνθρωπος των απολαύσεων; Ο ασκητής ή ο επιπόλαιος;

Υπήρξα ζαβός και ένθερμος αναχρονιστής. Είχα και τη θλίψη μου.

Κύριοι Σκυλόσοφοι του Αιγαίου. Από παιδί παραστρατούσα στην ονειροπόληση μπας και καρφώσω το διάβολο της αδιαφορίας στην καρδιά.

Κύριοι Σκυλόσοφοι της ηδονής, πλατωνιστές και αριστοτελικοί, επισκεφτόμαστε συχνά το εργαστήριο του μοριακού μας βιολόγου, για να διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι όντως μπορεί να παραχθεί η χίμαιρα που ονειρευόσασταν τότε.

Υπάρχει λοιπόν αγαμική αναπαραγωγή. Τεχνική νοημοσύνη. Άλμα στο μέλλον.

Πρόκειται για το εγώ και το ετεροχρονισμένο δίδυμό του. 

Βλασφημίες για την Άνοιξη

Συννεφιασμένη πρωταπριλιά. Επέτειοι αναγεννήσεων που πραγματοποιούν τις απαραίτητες απογυμνώσεις στον άνθρωπο.

Η συνείδησή μας είναι σκέτη μεταμφίεση. Είμαστε επαρκώς απογοητευμένοι. Επαρκώς αχαΐρευτοι. Γνωστικοί και Στωικοί.

Ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουμε είναι πηγαίνοντας και προχωρώντας.

Αν δεν δημιουργούμε δεν μαθαίνουμε.

Όμως οι σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης που στηρίζονται στη μέθοδο του πνιγμού και του ξαφνικού θανάτου πυροδοτούν τις πιο εξωφρενικές ταχύτητες.

Το στοιχειώδες πάντα μας διαφεύγει. Πάντα κρύβεται και πάντα κρύπτει, μοιάζει με το κρεμμύδι του Peer Gynt -στο δραματικό ποίημα του Ibsen- που δεν έχει κανένα τελευταίο πυρήνα.

Αυτό όμως που μένει κρυφό για το ανθρώπινο μάτι, το υποατομικό βουητό των σωματιδίων, δεν έχει ακόμα ενεικονισθεί στη φαντασία, δεν το έχουμε επιθυμήσει ονειρικά. Δεν έχει περάσει μέσα από το ανθρωπομορφικό σιδηρουργείο.

Μετά το γένος των προφητών, που έχει εκλείψει, η Ευρώπη πετρώνει, γίνεται σιγά-σιγά μούμια μέσα στα σάβανα των συνόρων της, των εργοστασίων της, των δικαστηρίων της, των πανεπιστημίων της.

Ο λεγόμενος δυτικός ορθολογισμός μας έκανε να βλέπουμε τη μέλισσα, όλο και πιο πολύ από μια σκοπιά τεχνικής, επικοινωνίας, κυβερνητικής. Δεν διακρίνουμε πια ούτε νόημα, ούτε χάρη, παρά μόνο τα σκέτα λαμπρά συμβαίνοντα.

Η καρτεσιανή αναπαράσταση του ζώου -που είμαστε- ως μηχανής, επιστρέφει κατά βάθος στη συμβολική της κυβερνητικής.

Η αντίληψή μας καθορίζεται μονόπλευρα από τα μοντέλα που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε τεχνικά και χρησιμοποιούμε κατά προτεραιότητα μέχρι το επόμενο εξυπνότερο μοντέλο.

Οι φυσικές γλώσσες αρχίζουν και υποχωρούν. Αμέτρητες τεχνητές είναι έτοιμες. Εκατομμύρια μυρμήγκια της επιστήμης σπουδαγμένα με τον ιδρώτα των σκαπανέων, προσεγγίζουν όλο και πιο πολύ εκείνη τη γλώσσα που κάποτε θα μιλάει για μας.

Ο άνθρωπος θα μιλάει για τον εαυτό του σαν ένας άλλος, όμως ο Απρίλης θα είναι για πάντα ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.

Συσσίτιο στον Κολωνό

Για να υπάρχουν υιοί λυτρωτές, σημαίνει ότι υπάρχει και πατέρας που πρέπει να διασωθεί.

Γύρω γύρω εδώ, τριγυρνάνε κλέφτες και κλεφτρόνια, γλιστρώντας ανεπαίσθητα όταν ξυπνάει το τέρας, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής.

Πάνω στην πλατεία μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, αγγελιοφόροι των Ισπανών θαλασσοπόρων που είδαν το ξαπλωμένο λιοντάρι να βρυχάται, κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, προσμένοντας το συσσίτιο ή την ευλογία της παρουσίας του θεανθρώπου.

Κυρίες ταγμένες στον Κύριο και άλλες πιο δραστήριες, της κλαδικής, μοιράζουν σήμερα, φάβα με σαλάτα λάχανο-καρότο, ένα μικρό κομμάτι κέικ βανίλια συσκευασμένο, προϊόν μιας βαριάς γερμανικής αλυσίδας.

Όλοι μαζί μπορούνε. Οι πλούσιοι αγαπούν τους φτωχούς, αφού τους συντηρούν για να υπάρχουν, αφού ο πλούτος είναι ο ευλογών, ο αγιάζων και τρέφων τα σύμπαντα.

Όλα αυτά μοιάζουν περιέργως, με εκείνο το αρρωστημένο, παρανοϊκό, ιακωβιανό θεατρικό έργο που πήγα να δω την περασμένη βδομάδα. Με την αιμοσταγή βροχή του Κεφαλαίου, καθώς το τηλεοπτικό κοινό ευφραίνεται απελπισμένο, αισθησιακά εξαντλημένο, απροετοίμαστο-ολίγον τι οδυνηρά-για την άβυσσο του εμφυλίου που περιμένει.

Μια ποιήτρια δεν ήθελε κάποτε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι δίπλα σε μιαρούς σκύλους. Δίπλα στο Ισλάμ. Ας μείνουν στη χώρα τους να παλέψουν, λέει ένας χριστιανός καφετζής, ένας συμπαθής ραδιούργος που έχει κρυφές σχέσεις με δυσαρεστημένους Έλληνες πατριώτες, της πατριωτικής δεξιάς, όχι της μούφας.

Ο δήμος έχει φέρει και χημικές τουαλέτες για να μη χέζουν στα πάρκο πίσω απ’ τους θάμνους. Εκεί είναι ο χώρος για τα σκυλάκια που προαυλίζονται, για τα ραντεβού με τα βαποράκια, για το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία.

Εδώ κάτω απ΄την πίσσα και τα τσιμέντα, τα τυπογραφεία και τα μπουρδέλα του Κολωνού, το αρχαίο κλέος άγριο θαμμένο κάτω από σπέρμα και κλάμα, κάτω από μικρά πολύχρωμα παράθυρα, μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χωροχρόνου, σε σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, σε κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδρους του Λιβάνου, μελαμψά υγρά μάτια προορισμένα για νέους ιδιοκτήτες.

Μια γριά γυναίκα στέκεται μπροστά στο Ναό του Εσταυρωμένου. Με έδιωξαν από τον Οίκο του Θεού, φωνάζει δυνατά, γιατί δεν έβαλα την μάσκα! Αλλά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος που την είχε στο πηγούνι δεν ενοχλούσε. Και φυσικά αφού περίμεναν να ρίξω τα λεφτά στο παγκάρι, αλλά χωρίς να με αφήσουν να ανάψω το κεράκι!

Πριν πολλά χρόνια, πριν να έρθουν εδώ όλες οι φυλές του Ισραήλ, ένας διάκος δολοφόνησε τον καλό αρχιεπίσκοπο Μεγάρων και Γεράνειων Όρεων, βάζοντας δηλητήριο στα πόδια του σκηνώματος του Αγίου Ναρκίσσου, τα οποία πόδια, ο καλός ποιμήν, συνήθιζε να φιλά κάθε Κυριακή στη Λειτουργία.

Υπέρ Ψιθύρων Και Οργασμών

Κίτρινα όλα όσα έσπειρες Άνοιξη
κι αυτή η ουράνια γάμπα σου, τι κόλλυβο!
βουή
των ψειριασμένων σκύλων του Αχελώου

Τι λύσσα πάλι οι τρίχες σου!
ψυχαγωγούν στρατεύματα κοριών
έναν θεό πιο βρόμικο απ’ τη λάσπη

Τι θεία κόπρανα!
Τι ιερές ροχάλες!
Τι καταβροχθιστές μαστών!

ω! αγία αστική ζωή
αιμορροΐδα εσύ στον κώλο της πατρίδας
προστάτιδα των αυνανιστηρίων
όλο σπυριά αντί για σφυροδρέπανα

να
μέσα στα γιοταχί τους οι πορδομανείς
έρχονται κατά πάνω σου
και τούτη τη μετωπική με την απελπισία τους
τη λένε εκδρομή

Άνοιξη άνοιξε τα πόδια σου
έρχονται οι αστοί να σε γαμήσουν
να κόψουν τα λουλούδια σου για να τα κάνουν ποίημα
έρχονται
να σου λιανίσουν το μουνί οι ευτυχισμένοι δεξιοί

κοπέλες με μαστίτιδα έρχονται να σε φωτογραφίσουν
για να σε βγάλουν στο κλαρί
για να σε δείξουνε στο θάνατο
στους αδερφούς μας μπάτσους

ω άνοιξη!
μονάχα εσύ καβλώνεις τα κορίτσια

μάρτης του 23

είναι μάρτης του 23 και περιμένω να πεθάνω.

περιμένω το πρόστιμο παράνομης στάθμευσης στο ιστορικό κέντρο των αθηνών.

περιμένω το πρόστιμο του κτέο, την προσαύξηση του απλήρωτου έμφια, περιμένω τη σπιτονοικοκυρά της κόρης μου να μου στείλει μήνυμα για το καθυστερημένο ενοίκιο, περιμένω τη νέα μαγνητική, τη νέα εξέταση αντισωμάτων, περιμένω τη νέα θεραπεία με μονοκλωνικά.

είναι μάρτης του 23, άνοιξη, η φύση αγάλλεται, οι ουρανοί επίσης, οι συμπολίτες μου πενθούν, χλομιάζουν, ιδρώνουν, μένουν άφωνοι, θυμώνουν, αγωνίζονται.

είναι μάρτης του 23. όλοι περιμένουμε το θάνατο.

οι εταιρίες φροντίζουν ο θάνατος να είναι γλυκός, οι ψυχολόγοι τρέχουν στα νοσοκομεία να στηρίξουν αυτό που δεν στηρίζεται, οι ανθρώπινες ιστορίες, η κλάψα, η συγκίνηση, τα στόριζ των λαμαρινόφιλων αλληλέγγυων δεξιών, οι ουρές για αίμα των καλών συριζέων

ω! πουτάνα αλληλεγύη, ευτυχώς υπάρχεις κι εσύ εν μέσω δημοκρατίας, ευτυχώς ο λαός θα μιλήσει στις κάλπες, οσονούπω θα γυαλίσει την κολυμπήθρα του σιλωάμ, ευτυχώς

ο κύριος μίχος θα προμηθεύσει ξανά άγουρα κοριτσάκια τις στελεχάρες της παράταξης, η ελεύθερη αγορά θα γράψει πάλι το επικό ποίημα της για το θάνατο.

είναι μάρτης του 23. περιμένουμε το κλάμα του τελευταίου καταπλακωμένου βρέφους της αντιόχειας για να κλάψουμε πάλι γοερά, αληθινά, δεν έχει σημασία που 357.000.000 άλλα παιδιά έχουν θραύσματα από οβίδες στο σώμα τους

περιμένοντας

το μεγάλο σίγουρο θραύσμα.

περιμένουμε το θαύμα όπως πάντα, έναν εξαϋλωμένο αγνοούμενο να βγει απ’ τις λαμαρίνες σαν το λάζαρο, να χαρεί ο λαός, κερδίζοντας μαζί πέντε χιλιάδες ευρώ μετρητά κι ένα λευκό γιοταχί.

είναι μάρτης του 23. στα τυπογραφεία τυπώνονται τα καινούργια βιβλία μνησικακίας για τον λένιν και τη σοβιετία,

τα καινούργια βιβλία αυτοβελτίωσης της κακομοιριάς,

οι νέες ευκαιρίες που φέρνουν οι συμφορές….

Πατρινοκαρναβάλι/Σκόνη της Αφρικής/Όλα καλά

[απ’ τα ημερολόγια]

25-02-2023: Κάθε χρόνο ντύνονται γυναίκες οι άντρες και οι γυναίκες τους καμαρώνουν.

Οι ξανθιές περούκες βγαίνουν απ’ τα συρτάρια και τα μπαούλα των πατρινών.

Παραδοσιακά οι νεόπλουτοι δίνουν κάθε χρόνο το παρόν, οι σέλφιζ ξανασενιάρονται, ξανασολιάζονται τα ψηλά τακούνια, τα κραγιόν κόκκινα πηχτά αίματα, η παραχάραξη της μιας στιγμής λυτρώνει τη βαρετή ζωή, στις μεζονέτες καραμούζες και κομφετί, καταπλακωμένοι από σεισμούς και καταποντισμούς δίνουν το παρόν στον καρναβαλικό κομουνισμό διάφοροι ναυαγισμένοι, παπαντρε ι κοί, σώγαμπροι, φατσούλες, μούτοι, χουφτωματίες παραλίας Πατρών, η μαυροδάφνη ως ηδύποτο λυτρώνει από τους πόνους της ζωής, τους πόνους της γέννας, τους πόνους της ηδονής.

Κάποια γλυκά κορίτσια ξερνάνε στου εραστή τους το καπέλο, κάθε χρόνο την ίδια ώρα διασκεδάζουν ευτυχισμένα σαν τα σκυλιά του παβλόφ.

Η ευσπλαχνική μέθη φέρνει και το γρήγορο σεξ. Οι πατρινοί γυναικολόγοι οι χειρουργοί περιμένουν το μήνα των εκτρώσεων. Η ταρίφα φτηνή. Φτηνό πράμα.

Η διασκέδαση όμως είναι σοβαρή υπόθεση. Η μαφία του καρναβαλιού κρατά ζεστή την κλειτορίδα της βασίλισσας, της κυρίας βασίλισσας.

Παντού υπάρχει μια βασίλισσα και λίγο ισραήλ.

Οι άνεργοι κάπου κρύβονται. Οι φτωχοί εδωνούντο, τα παιδάκια ακούνε παραμυθάδες τράπερ να λένε για μαύρα μάτια και χασίσια γλυκομαστούρικα.

Ο Έρλαντ Γιόζεφσον ψιθύρισε κάποτε στο αυτί μας «Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Μας δίδαξαν για την ανατομία, για τις γεωργικές μεθόδους στην Αφρική. Ξέρουμε απ’ έξω μαθηματικούς τύπους. Αλλά δεν μας έμαθαν τίποτα για τις ψυχές μας. Είμαστε τρομακτικά ανίδεοι για το τι κάνει έναν άνθρωπο να συγκινείται»

26-02-2023: Σκόνη της Αφρικής. Τι θυμούνται άραγε τα έντομα και τα πουλιά στα μεγάλα ταξίδια; Ω! μα ναι. Συνεχίζουν την πορεία τους στα τυφλά και στα βουβά. Όπως βουβά συνεχίζουν να ζουν οι άνθρωποι του υπογείου, οι βράχοι, τα δέντρα και τα θηρία που ζουν μέσα στους καλούς ανθρώπους. Βέβαια μια τρομερή βροχή πυγολαμπίδων ονειρευόμαστε για το τέλος. Μα ποιο τέλος; ουδείς καταλαβαίνει το τέλος. Σαν ένα πουλί όμως, που σκύβει τρυφερά να σου βγάλει τα μάτια ο θάνατος. Με τον οποίο σταδιοδρομούν πολλοί ποιητές πεισιθάνατοι, αειθάνατοι, ετοιμοθάνατοι, αθάνατοι ακαδημαϊκοί.

27-02-2023: Όλα καλά. Η αφρικανική σκόνη μπαίνει στα μάτια και στις μύτες. Ουσίες μπαινοβγαίνουν στο σώμα μας. Μου έρχεται μια παρομοίωση αλλά η υγρασία τη νοτίζει.

-Επιστρέφουν οι εκδρομείς στην Αθήνα. Ανάποδος πάντα πηγαίνω προς δυσμάς. Στο άλλο ρεύμα ησυχία, υπνηλία, λαμαρίνες λευκές, κόκκινες, μαύρες, Οι νταλίκες απαγορεύονται, επίσης οι καρδιακοί παλμοί σπάνε τα κοντέρ. Τρέχουν όλοι. Αύριο δουλειά.

-Φτάνω στην Πάτρα. Οι πατρινές δεν είναι πουτάνες αλλά κακοποιημένα κορίτσια, πονηρές κυρίες, γριές που διαβάζουν ονειροκρίτες. Η σκόνη ένα ποίημα που επιμηκύνεται. Η Σαχάρα ζει, δεν είναι μαγαζί. Σκουπίδι και κατρουλιό. Ανθρωπίλα και σκατίλα, όλα τυλιγμένα γλυκά. Υπερωρίες θα κάνει ο Πελετίδης. Η πόλη θα γίνει όπως πριν βγάλει λεφτά. Καθαρότατη, απούτανη. Σαν παρθένα που της τράβηξες την τελευταία τριχομονάδα.

-Δοξολογώντας το κάτω μέρος του ανθρώπινου σώματος, το καρναβάλι δοξολογεί αξεδιάλυτα, λέει ο Μπαχτίν, και το κοινωνικό «κάτω», δηλαδή το σώμα του λαού. Στο φαγοπότι και το ξεφάντωμα, το σώμα απελευθερώνεται από την καθημερινή του καταπίεση – τη νηστεία, τη σεξουαλική αποχή, την αγόγγυστη υποταγή στον αφέντη. Στην εταιρία.

-Όποιος είναι τρελός είναι σοφός. Ιδού ο τρελός που φύτρωσε απ΄το χώμα. Βλέπω οράματα. Γυμνές και φαγητά. Σπεσιαλιτέ γκουρμέ και σεξ. Βλέπω τον Καραγκιόζη να τρώει τον περίδρομο την ώρα που τα παλικάρια σφάζονται στη μάχη· και μετά τη νίκη περηφανεύεται ότι κι αυτός πολέμησε γενναία, αφού «σκότωσε» τον Καπετάν Ψητό, τον Καπετάν Τυρή, τον Καπετάν Κουραμάνα και μύριους άλλους.

-Μια χάρτινη μάσκα, ένας καθαρός μασκαράς αναγγέλλει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου και τον τελικό θρίαμβο του Αγώνα.

Ο Αγώνας πάντα δικαιώνεται.

Ζήτω ο κ.κ Ρεβυθοφασουλοκολοκυθομελιτζανόπουλος.

Περί Του Ενδόξου Εθνικού Έρωτος

Με το κόστος του δικού σου κορμιού
εγνώρισα τον εθνικό έρωτα
τις φλεγμονές
που αφήνουν οι ωδές στο δαγκωμένο λαιμό


γλυκά πυροβολημένη απ’ το όπλο μου
φουρτουνιασμένη γη
άδολο μουνάκι
θα σε σκίσω όπως το χάρτη της πατρίδας
θα σε κάνω φυλαχτό της υπεροψίας μου
θα σε κάνω ζόφο αχνιστό
ξεχειλισμένο


εις το χείλος του Ισθμού
εις την κόψη των δακρύων της Παρθένου


ω! βοηθάτε Αγίες, ετούτο το λογοπαίγνιο


Αίγες κάποτε εσείς κι εγώ λύκος
απ’ τον καιρό της μεγίστης εκρήξεως
απ’ τον καιρό της σιωπής


υμνώ το λαδολέμονο και τη ντομάτα
υμνώ το γλειφομούνι και την πεολειχία
υμνώ το Τίποτα που ήμουν
και το Τίποτα που θα γίνω ξανά


Σκατά στον τάφο μου, κορίτσια

Σάρκα Και Αναστεναγμοί

Η εκσφενδόνιση της απρέπειας εκεί που αφήνει τα ζουμιά του ο βαμπιρικός βιοπορισμός

συνήθως

αποθεώνεται όπως σ΄αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο του εθνικού οικογενειακού βίου με τις

μνηστείες και τις συνακροάσεις όλων με όλους, ένα κράτος κηδεμών, μια

πατροπαράδοτη εθνική ηθική, δηλαδή η

φιλοπόλεμη φύση σε πλήρη ανάπαυση, προστατευμένη από την περιέργεια και τον ερωτισμό

μέσα

στους περισπούδαστους βούρκους των καλών τρόπων, των συγκινήσεων, των μολυβιών Faber 5H, μέσα στα νερά τόσων πορθμών, ισθμών και γυναικείων ρευμάτων.

το παιχνίδι μαυρίζει και μαγαρίζεται, η αγάπη γίνεται αντι-λαγνεία,

ό

μως η μέσα χαρά αρθρώνει δημιουργική κριτική,

απέναντι στο δοσίλογο πνεύμα, οι ντελικάτοι ειδήμονες με ηδύτητα κολακεύουν τη νύφη

τη νυφούλα, που είναι άμαθη λουλουδοστεφής ασπούδαστη, θυγατέρα της αιτιοκρατίας που ενώνει τον βλαστό και τον κορμό, καρτερική μάνα, αδερφή του ελέους

αναγωγικό πουτανάκι της αστικής ψυχαγωγίας

φιλμικός χρόνος μεταξύ ερεθισμού και νοήματος, μεταξύ κυτταρικής μεμβράνης και αιωνιότητας μια

χώρα δίχως χώρο, νησιά ωραία από πάντα, γειτονιές του μητρικού παραδείσου μια

ένωση της μνηστής μας κοπέλας με το κορμί της πατρίδος, μια νέα ποιήτρια που θέλει να βγάλει λεφτά πουλώντας ποιήματα, πουλώντας των υγρών της τον τάραχο, των φίλων της την τσίχλα παίρνοντας απ΄το στόμα

εξουσιάζοντας την πορεία των χυμών της

την υδροδυναμική της εμμηνορρυσίας της, τους πόρους που κρατιούνται για ένα ολόκληρο φεγγάρι κλειστοί συντηρώντας το θυμοειδές του χαρακτήρος, εις

τα βάθη

των εγκάτων

των ερμητικών σπηλαίων όπου

στοίβες αυγά όλων των φύλων και των φυλών φυλλορροούν αφίλητα

καρτερικά υπομένοντας τις στρεβλώσεις, τη

φθορά που μας κινεί για να μας φθείρει έως αποθεώσεως, γελώντας απέναντι στις τεθλιμμένες κολοκύθες με τα τρύπια μάτια και τις τρύπιες καρδιές

στα άδυτα του κόλπου όπου πιάνεται το παιδί σαν ψαράκι, όπου τα Εισόδια του φαλλού θα αναδημιουργήσουν το στερέωμα κι η γυναίκα θ΄αφήσει πίσω της το θυμό του χαλασμένου αίματος τις μυρουδιές

τη μυρουδιά, τη μοναδική

τη χώνεψη απ΄τα όξινα διαλύματα των θαυμάτων

τα δείγματα γραφής της μαρτυρικής νέας που θέλει να βγάλει λεφτά απ΄τα ποιήματα, να αγοράσει κρέας, σερβιέτες, πατατάκια, αλισίβα για τον γαμήλιο

κουραμπιέ

Κοινωνικά Δεσμά Ή Περί Του Οίστρου Μιας Ψυχοκόρης

Ορθώς,

οι φιλικές παρεμβάσεις γίνονται φαλικές επεμβάσεις εντός της βραχύβιας ιστορίας του σώματος. του σώματος που ξεχνά πως είναι σώμα και γίνεται ο

αναμορφωτής του σώματος, ο τροφοδότης της εξασθένησης, αποθεώνοντας τη θεσμική λαγνεία, τη δεξιά σκέψη

τις εργολαβίες της ίδιας μας της βρώμας, της ζωικής κραυγής που χασμουριέται στο βραδινό αεράκι αφού

ζωγραφίζει αγγέλους που έχουν πατήσει με τα άρβυλα το γαλλικό σκατό το πνεύμα του διαφωτισμού, τη χρήση της σιλικόνης για ερωτικούς σκοπούς, τη χρήση της κοκαΐνης για αργοσάλεμα στον κόσμο του ψυχρού πλούτου,

στη λογική της μυρωδάτης πορδής που πρέπει να την πιείς και να τη φχαριστηθείς

στη λογική του χαδιού πριν ανοίξει το ρόδο, πριν γεμίσει κολίβρια τη μήτρα του κοριτσιού

για να χωρέσει θείες μεταλήψεις εσταυρωμένους πασαρέλες αντισυλληπτικά ιερείς με μαραμένα πέη που παραπαίουν, φωλιές,

φωλιές και

φόλες και στέρεες παρατάξεις, χούγια ευλογημένα του ιδρώτα και του σπέρματος, αναρτήσεις με σύνδρομα και συνδρομές αφού πάλι το τάμπαξ θα θριαμβεύσει

η αναμονή της γονιμοποίησης μπροστά στο μητροσκόπιο, τα χρυσά ωάρια που αφήνουν οι πόλεμοι, οι λεγεώνες από τεκνά που δουλεύουν στην εστίαση

όλα πάντα στην ώρα τους κυλώντας αφού ο χρόνος παραμένει αθεολόγητος

και μαθηματικός

χωρίς φλέβες και θνητή ύλη

δαγκωμένος αντιψυχαγωγικός και ελαφρώς άμυαλος απέναντι στους βασανιστές του, δείχνοντας τι θα πει οίστρος

και τι θα πει γυφτιά θεσμική και αφρώδης εκπάγλου ανυπακοής όλο χαμόγελα και μαλακίες και μικροκλοπές ζωνών έρωτος και βίας

δείχνοντας πόσο ειδωλολάτρης πρέπει να γίνεις μπροστά στις ταπεινές παπαρούνες και τα κρινάκια και τους μέλλοντες νεκρούς

ως ψώνιο φιλημένο από όσες γυμνόστηθες ατιμασμένες παρθένες άφησε πίσω του ο εγκέλαδος της καβλοσύνης πριν

σε καθίσει στο σκαμνί της γέννας

ξεβράκωτη ξυρισμένη πετώντας τους ανθρώπους στα νεκρά νερά

περιμένοντας τα ποιητικά ανακοινωθέντα ή

την περιέργεια να αναστατώσει τα χειλάκια τόσων κρυφών γυναικείων φύσεων

Ο καπιταλισμός είναι ευλογία

Οι εργατουπόλεις της Τουρκίας και όλου του κόσμου, η χαρά των εργολάβων και των κερδών τους, οι πόλεις-κάτεργα όπως και η δική μας διαμαντόπετρα, κόρη πολιτικών μηχανικών και οραματιστών που κατέβασαν τη μισή Ελλάδα στη μεγάλη γούρνα σκαρφαλώνοντας στα νταμάρια μακριά απ’ το κακό χωριό και τα πέντε σπίτια, ανακατεύοντας εμφυλίους και διχασμούς, κακογαμίες και ηθικολογίες.

Εδώ λοιπόν όλοι, οι εργάτες και οι ψυχαγωγοί τους, στριμωγμένοι σε μια κάθετη κυψελοειδή μπετονένια μαλακία που ευλογήθηκε απ’ όλα τα πολιτικά δέρματα αφού θες την αγέλη στα πόδια σου, να της μιλάς να της λες τα πιο ωραία παραμύθια, τα πιο επιδραστικά σήριαλ, να κλαίτε μαζί για την παρακμή, τον αστικό μαρασμό, να έχει ευκολία το πρόταγμα και το κωλοστρίμωγμα στο αστικό βοσκοτόπι να δίνει χαρά..

Ποτέ δεν ήταν φόβος τα καιρικά φαινόμενα και οι σεισμοί για την ανθρωπότητα, όσο σήμερα, που ο εξελιγμένος καπιταλισμός και η οργανωμένη ανθρωποβοσκή δηλητηριάσαν το φυσικό τρόπο ζωής, διορίζοντας ένα σωρό στρατηγούς που μας κουνάνε το δάχτυλο, που μας βάζουν στη σειρά κάνοντας μας να γλείφουμε το γκλόπ του ματατζή που λίγο πριν το έχει βάλει στον κώλο του αδερφού μας.

Σ’ αυτές τις πατρίδες από βόθρους, σ’ αυτά τα ένδοξα αλωνάκια που εγίναν οι απόπατοι βιομηχάνων και εφοπλιστών, οι μάζες καταπλακώνονται απ’ το ίδιο τους το βάρος, ο ένας πολτοποιεί τον άλλο, ο ένας τραμπουκίζει τον άλλο, ο ένας λαός γαμάει τον άλλο και πότε-πότε αλληλέγγυα ο ένας σώζει τον άλλο. Έτσι προστάζει η Εταιρία, η προσαρμογή, το έτσι τα βρήκαμε, το ΝΑΤΟ, ο Αλάχ, ο Χριστός, το Ισραήλ, η παναγία.

Νέοι ορίζοντες κέρδους και εξαχρείωσης ανοίγονται μπροστά μας. Ο σεισμός είναι ευλογία…δουλειά να υπάρχει….

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Ανοίγω κουβέντα για το σαγκουίνι, για το πορφυρό χρώμα, για τις βιταμίνες και τα περιβόλια.

Ο βίος ένα διαρκές παρόν, άβολος, αφύσικος, άνευρος, έξω από ετούτο το βούρκο, ετούτη τη λίμνη που χαϊδεύει τις πιο αληθινές γύμνιες και με ξεστρατίζει στις παραχαράξεις. Στις γραφές με μολύβια, μελάνια, αίματα, υμνώντας την σκοτεινή έμπνευση και την ασυδοσία, τις αιφνίδιες συναντήσεις με τους θανάτους και τις γέννες, τις καταβυθίσεις στο μηδέν και στην τρύπα αυτή που γεννά το μαύρο μάτι της θεωρίας.

Θεωρητικοί γυμνολόγοι όλοι μας, κοτσύφια δίπλα στις καλαμιές της λίμνης, ερωτοαφροί, σαύρες και φίδια που κοιμούνται, σκαθάρια, ένας ελαφρύς ζωηρός ορίζοντας χαϊδεμένος απ’ το χρώμα που αλείφει ο ήλιος πάνω στις κουράδες και τα σπέρματα, στα πεταμένα μαντηλάκια που αφήσαν τα κορίτσια στη βραδινή τρεχάλα, στα γλειψίματα των σχισμών τους, στις πιο ιερές παράνομες κατακεφαλιές.

Εδώ, στα δρομάκια με τα κίτρινα άνθη που διαθέτουν σαρκώδη χείλη, εδώ στα απαλά μικρά αγκαθάκια που μπήγονται στη σάρκα είναι ξαπλωμένη και ολότελα γυμνή, με το δέρμα φουσκωμένο απ’ την έξαψη, με τα χείλη υγρά, δαγκώνει τη γλώσσα που σαν να θέλει να ξεφύγει απ’ το στόμα, νοιώθω την ανατομία μας να συνταυτίζεται, τα μυαλά μας να συντήκονται σαν δυο αυγά μάτια, ματαίως και δολερώς να σμίγουν και να διηθούνται το ένα μέσα στο άλλο ώσπου να γίνουν μια γλοιώδης κι αφηρημένη μάζα, πολτός βασιλικός κάτω απ’ τα κίτρα και τα νεράντζια.

Είμαι ο μνηστήρας της και είναι η μνηστή μου, χωρίς όνομα, αβάπτιστοι σαλεύουμε σε τούτη τη θερμή παλιγγενεσία, στο αντάμωμα υγρών και σάλιων.

Η μνηστή μου έχει αποβάλει αίμα, άλατα και στομαχικά υγρά. Είναι ανοιχτή σε ρέματα, ξεροπόταμα, μεγάλα ποτάμια και λίμνες. Είναι η πολιτική γεωγραφία της Ελλάδος, είναι το λήμμα Κόλπος το αιωνίως αχαρτογράφητο, απροσδιόριστο και μονόχνοτο.

Απέναντι, οι ελαιώνες παλαιών πολεοδόμων, βαρβάτοι μέσα στον ίλιγγο του αναγεννημένου ελληνισμού, της κάβλας και των αιφνίδιων ηλιακών εκκρίσεων, των ξαναμμένων οπτασιαστών της Αφροδίτης, των αντρών που θα χωθούν καβλωμένοι σε μια κόγχη για να τραβήξουν τα μαλλιά της ψωλής τους, να ματώσουν την πούτσα τους, να βγάλουν αυτό το κολλώδες συνονθύλευμα ύλης, αυτό τον πνιγμό της τρυφερότητας αλειμμένο πάνω στο παχύ στρώμα της καβαλίνας.

Η μνηστή μου κι εγώ ξεσχίζουμε τη σάρκα του πορτοκαλιού, ξεσχίζουμε τις σάρκες μας, τα βραβεία μας είναι οι κάμποσες γλώσσες που ψευδίζουν γύρω μας, οι νεροφίδες που κολυμπούν, ο χρόνος που μαραίνει τούτα τα σώματα, που πετρώνει τα σπλάχνα και σκληραίνει τα φρονήματα, τα έντερα, το διάφραγμα και κυρίως το συκώτι και την καρδιά.

Ζητώ πάντα καταφύγιο στον παιδικό σου αφαλό, το λακκάκι να γεμίζει αχνιστό σπόρο, να ξεχειλίζει το τοπίο ολόκληρο και με θόρυβο να κατρακυλά το δυνατό υγρό προς την περιοχή του Αχελώου, προς την Αχερουσία, προς την οξειδωμένη πολιτεία των ονείρων.

Η τελευταία φροντίδα

Τι προαιώνιες παγίδες του πνεύματος!-τι παλιμπαιδισμοί και τι ανακυκλισμοί!-αυτή η μαύρη μαγεία κάθε θεολογίας, ο ηδονιστικός τρίφτης της γλώσσας, αυτό το κομμάτι κρέας που διευθύνει όλους τους κομπασμούς, τα ζήτω και τις αισιοδοξίες, αλλά πιο πολύ γίνεται δαμαστής της σκέψης.

Όμως για να γεννηθεί και να προχωρήσει η σκέψη χρειάζεται πριν απ’ όλα να συντρίψει τους δράκοντες των ριζών της, να ξεριζωθεί απ’ τα τέρατα και τα σημεία που τη γέννησαν.

Χρειάζεται να ξεφύγει απ’ τη σαγήνη της δαιμονολογίας και να ξεγλιστρήσει σαν φίδι έξω απ’ τη μήτρα, έξω απ’ τους χώρους του δόγματος.

Η σκέψη, αυτό το συνδετικό υλικό της παραξενιάς και της τερατωδίας, οι φόβοι που μας κάνουν χτίστες μέσα στη χιονοθύελλα, όλοι ξαναμμένοι εκεί μπροστά στο φαουστικό εργαστήρι, όπου κόλαση και παράδεισος συνυπάρχουν ως εξίσωση θανάτου, σα να λέμε δηλαδή πως η ζωή ως επιθυμία και έρως καταντούν επιθυμία θανάτου.

Σα να λέμε δηλαδή πως από δόγμα ζωής αναστρέφεται η μήτρα σε δόγμα θανάτου και κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή καθίσταται πηγή άγχους.

Μέσα απ’ τους υπονόμους και τις μεθοδεύσεις της καθημερινής ζωής, μέσα απ’ τους οχετούς και τους δοκιμαστικούς σωλήνες έρχεται η ανακούφιση της εξόδου.

Να, ιδού εγώ κι εσύ, βρέφη που εκτοξευόμαστε στο κενό γεμίζοντας τους πνεύμονές μας απ’ το οξυγόνο της ατομικότητας.

Να τελικά οι σκέψεις, το παζλ της σύγχυσης και της ανησυχίας, το ένα και το μηδέν, το συν και το πλην, ο πολιτισμός που μας σώζει και ο πολιτισμός που μας εξοντώνει, να, τελικά, πεταμένοι έξω απ’ τη μήτρα που μας γέννησε αναζητούμε τη μήτρα όπου θα ασφαλίσουμε τις σκέψεις μας, τη σχισμή που η ποίηση θα την βαλσαμώσει για να μπορεί τόσο ανίερα να βαυκαλίζεται με την ιερότητά της.

Άντε κόσμε, μιλιούνια εσείς πεθαμένων και ζωντανών, καλοί κύριοι, αριστοκράτες αστοί προλετάριοι, εσείς που γράψατε το κινητό σας με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στα πλακάκια στα κτελ Κηφισού εκλιπαρώντας για μια πίπα, εσείς, που θα σας αρπάξει η σύφιλη και ο καρκίνος απ’ τα μπράτσα για να σας κάνει αγγέλους, εσείς αποτυχημένοι και βλάκες που δεν προοδεύσατε πιάνοντας την καλή, φέρτε να λιανίσουμε τις σκέψεις σας για να έχουν δουλειά οι ακαδημίες και τα ποτάδικα, για να εκδίδουν οι διανοητές τις ατιμίες τους, εσείς κορίτσια του γιουπόρν που δεν έχετε τίποτε άλλο για να βάλετε φωτιά στον κόσμο εκτός απ’ τη μήτρα σας κατουρήστε μας για να βγούμε απ’ το λήθαργο του καλού και του κακού, βάλτε κάθε παράβαση στο στόμα μας για να μην έχει πια η σκέψη εξουσία.

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Κι απ’ τον λαβύρινθο του ύπνου, ύστερα απ’ τα αινιγματικά σκοτάδια των αιώνων, βγαίνοντας απ’ το δούρειο ίππο, αυτό το άψυχο παλιάλογο που στο τέλος κερδίζει τους πολέμους, ένας υπέροχος συνωμότης, γυμνός μπροστά στη φωτιά, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, ιδού εγώ, πολυμήχανος, ερωτοπαθής, σίγουρα έχοντας την αχίλλεια πτέρνα μου να με συνεφέρει στη θνητότητα και τη θλίψη, κάνοντάς με ξαφνικά έναν καταρρακωμένο Οιδίποδα τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Και τότε είναι που εγκαταλείπεις τις μυθικές αναδύσεις και τρέχεις κατά πάνω στο ερωτικό μαχαίρι, στα όργια και τις τελετές, και βλέπεις την γυναίκα και τον άντρα σχεδόν τεράστιους, περιχυμένους ολόκληρους από χρυσάφι, χρυσωμένους, σκληρούς, με τη λάμψη της αδιαφορίας για το θάνατο έχοντας μια θέληση για δύναμη και εισβολή, ένστικτα του αρχαίου θηρίου μόλις κατεργασμένα και διηθημένα.

Ένας φαλλός γλιστρά μέσα στην τρυφερή σάρκα, εκεί στα βάθη της μήτρας, τέρας φάντασμα απαγορευμένος καρπός, διαπερνά επιτέλους τα στεγανά της ζώσας ύλης, τα φυλογενετικά μας δεσμά, στεντόρεια κραυγάζοντας, έντονα, τελειωτικά σχεδόν αφήνοντας το διψασμένο λαρύγγι σαν τρόπαιο κάτω απ’ τον ήλιο που λάμπει πάνω στη νωπή φουσκωμένη γη.

Κάτι που δεν είναι όνειρο αλλά ένα αδιάκριτο και αφόρητο γαργαλητό, η φύση που παγιδεύτηκε μέσα στις εκχυμώσεις μου, στο αίμα και το σάλιο μου, στο σπέρμα και το κάτουρό μου, αφήνοντας πίσω μονάχα μιαν αφόρητη αγαλλίαση, την αγαλλίαση του υπάρχειν.

Ξεσχιζόμαστε και χύνουμε σαν σκυλιά, ζώα γεμάτα καλοσύνη κι ευγένεια, μακριά απ’ το καλό, το κακό και το φόβο, πρωτόγονοι κάτω απ’ τη φρενίτιδα των άστρων και το παραλήρημα των γαλαξιών, λατρεύοντας τη θερμή βιολογική μας μάζα, το πετσί που ανεμίζει και καλύπτει όλη τη ζωή, τους όρχεις που πρήζονται και τις ρόγες που περιμένουν το εμπρηστικό σάλιο.

Γαμιόμαστε οδηγώντας τη διάνοια στο ύψος των γεννητικών οργάνων, αφήνοντας τον κόσμο των ιδεών στην αγαλματώδη ακινησία του, εμποδίζοντας το μεγάλο τερατώδες παράσιτο που ονομάζεται θεός να βγει στη μέση, να μας κάνει υστερικούς και μηδαμινούς μέσα στο απέραντο κοσμικό φρενοκομείο.

Είναι η ώρα του γαμησιού αυτή η ώρα που μπορούμε να συνεννοηθούμε με το σκουλήκι και το σκορπιό, με τη φυλακισμένη φύση μέσα μας, με το καταραμένο φίδι, προβάλλοντας πάνω του όλες τις αμαρτωλές μας σκέψεις και τις ύποπτες προθέσεις μας.

Είναι όμως κι αυτή η κατοπτρική αντινομία, αυτός ο μηρυκαστικός πολιτισμός των σκέψεων και του συμφέροντος που δεν μας αφήνει να συνηθίσουμε το φίδι μέσα μας, την προπατορική μας φύση, αφού αυτές οι δόλιες σκέψεις, οι διανοητικές ατιμίες και τα παζαρέματα είναι που μας ζαλίζουν και μας φέρνουν τρέλα , σα να είναι η πηγή της διάλυσης και της καταστροφής, η κλωτσιά που μας ρίχνει στη λατρεία των αριθμών, στη νεκρή φύση των αποστάσεων και των διαστάσεων, στη φρενιτιώδη μεταβολή του χρόνου σε ταχύτητα, χάνοντας το χρόνο που μας ανήκει, τρέχοντας να καλύψουμε απέραντες ηλίθιες αποστάσεις.

Όμως ο ύψιστος τροχονόμος ο γαμησιουργός, ο σκυλευτής των ρητόρων που μιλούν με την κοιλιά τους, πάλι θα μας αφήσει γυμνούς, ζυγισμένους με τις μύγες και τα σκουλήκια, με τις μύτες και τα στόματα, τα αυτιά και τις σχισμές, τα κοφτερά δόντια και τις παραβάσεις, ξεχασμένους στις γωνιές σαν αράχνες, πλέκοντας ξανά το χαμένο χρόνο, εις τους αιώνες των αιώνων.

Περί κολάζ

Αντώνης Αντωνάκος – ΑΝΑΛΟΓΙΚό ΚΟΛάΖ ΣΕ ΧΑΡΤί, 2022

Ολόκληρη η παιδική ηλικία είναι αλυσοδεμένη στο στύλο του ερωτισμού. Το σύμπλεγμα, ως αρχετυπική συσχέτιση εννοιών και φαντασιώσεων, εστιάζει στην επαναστατική δύναμη της ηδονής. Απ’ την ελεύθερη και ηρωική εξερεύνηση των σωμάτων μας προχωρούμε στην απόλαυση του παράδοξου, του μη ορατού, του συγκεχυμένου. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της οφθαλμαπάτης βλέπεις την εικόνα που προσπαθεί να σαγηνεύσει τον εαυτό της, να κραυγάσει έναν στιγμιαίο μετεωρισμό, να δώσει μια λύση στην αγεφύρωτη διαφορά ιδιοσυγκρασίας μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, να ωθήσει το βλέμμα στο ρεαλισμό της ουσίας όσων αναδύονται απ’ τις καταστάσεις, απ’ το ιερό του τυχαίου έως το ανίερο του συνηθισμένου. Ετούτα δω λοιπόν τα λάφυρα της περιέργειας, ετούτες οι καταθέσεις της μοναξιάς και της ελευθερίας, ετούτες οι θεσπίσεις του ξεπερασμένου φόβου και της δημιουργικής τεμπελιάς αφήνουν ένα υπεριώδες φως που επιτρέπει στις διακυμάνσεις της ποίησης να ζωντανεύουν τα δικά μου θαμπά και ξεθωριασμένα φαντάσματα. Ακούγεται λοιπόν η ζητωκραυγή της αδυναμίας μου μπροστά σ’ αυτόν τον προκαταβολικό θάνατο του μέλλοντος, αναδύεται αυτό το σχεδόν πένθιμο άρωμα των συναντήσεων με τις αναμνήσεις και τις αποχαυνώσεις κάνοντας το ρήγμα των ψευδαισθήσεων ένα κομμάτι ομορφιάς, μια υπόθεση ορκισμένων ερασιτεχνών της ροής και της ακινησίας που πάλλεται.

Φεγγαρόφωτο στα χείλη

Τι είναι άραγε η γοητεία, αν όχι αδεξιότητα μαζί με πάθος, ίσως μια απλουστευμένη πολυλογία των αισθημάτων, να, όπως ετούτο εδώ το κορίτσι με τα πόδια σηκωμένα, όπως τα χέρια ενός στρατιώτη που παραδίνεται μπροστά σ’ ένα όπλο που τον σημαδεύει. Και θα πρέπει για να εκτιμήσεις τούτη την αβίαστη φυσική γοητεία να πάψεις ν’ ακούς τον απογοητευμένο που μιλά, τον καταθλιπτικό που ρητορεύει, τον απατεώνα που ελπίζει, το θαυματοποιό που δίνει παραστάσεις μπροστά στους πιθήκους του κρατώντας άσβεστο το παραλήρημα της διανοητικής τους ατιμίας.

Νιτσεϊκή κυσθολειξία


Αντ. Αντ…..Αναλογικό κολάζ σε χαρτί, 2022

Αν υποθέσουμε πως η φιλοσοφία είναι γυναίκα ή καλύτερα μια ύπαρξις θηλυκή, τότε αυτός που την ευχαρίστησε με τον πιο δυναμικό τρόπο είναι ο ανήρ ονόματι Νίτσε.

Ο εν λόγω εραστής δεν δίστασε-σε αντίθεση με τους προγενέστερους μνηστήρες-να της κάνει αποκλειστικά και μόνο γλειφομούνι.

Ο Νίτσε λοιπόν, γονάτισε μπροστά της σαν υπνωμένος υποτακτικός, χώνοντας τη γερμανική του γλώσσα βαθιά μες στο ταλαιπωρημένο της μουνί, δείχνοντας μια άνευ ορίων και όρων λατρεία, κάνοντάς τη να έχει επαναληπτικούς οργασμούς, ποιητικούς, λαίμαργους, αδυσώπητα ενοχλητικούς στ΄αυτιά όλων αυτών των κρετίνων που θέλουν μόνο να της τον βάλουν και να ξεροχύσουν κι έπειτα να κοιμηθούν σαν πουλάκια στις ακαδημίες και στις επιτηρούμενες εξοχές.

Στο γλειφομούνι δεν εξουσιάζει ο άντρας, αφού ο άντρας είναι αυτός που αφοσιώνεται στη γυναίκα.

Το γλειφομούνι θολώνει αυτή την εικόνα της δύναμης του αρσενικού στο οποίο τίποτε δεν αντιστέκεται και του οφείλονται τα πάντα, ωσάν να ήταν το μόνο υποκείμενο της σεξουαλικής σχέσης, το μόνο ον που είναι ικανό να νοιώσει πόνο και ηδονή.

Η φιλοσοφία όπως και η γυνή έχουν ένα ζωικό στοιχείο που δεν εκφράζεται μόνο σε μια σχέση κυριαρχίας του άντρα επί της γυναίκας-βλέπε διείσδυση- αλλά και στη χαλάρωση όταν ο άντρας αφήνεται, όταν ακριβώς δεν φαίνεται να επικρατεί.

Ο Νίτσε είδε τη φιλοσοφία ως όμοιά του, ως ένα άλλο υποκείμενο ίσο με αυτόν, στο οποίο όφειλε να δώσει προσοχή.

Η φιλοσοφία-αισίως-υπήρξε μια παρτενέρ που καταγαμήθηκε απ’ τον πατέρα, τον άντρα, τον κυρίαρχο, τον γεννημένο πολεμιστή, καθώς ο άντρας δεν μπόρεσε, προφανώς, να πέσει τόσο χαμηλά προσφέροντάς της την πολυπόθητη ηδονή δίνοντάς της οντολογική αξία με την ίδια του τη γλώσσα.

Σημείωμα για τον Ivo Pogorelich

…κερατά Pogorelich,
λίγο πολύ επιβάλεις ένα παράπονο, ένα βούλιαγμα στον ορίζοντα που δεν έχει να κάνει με τις διαπεραστικές συγχορδίες, τις φήμες, τον εαυτό μας που τρώει κλωτσιές, είναι κάτι που αιώνια μας ξεφεύγει, μια λεπτομέρεια, μια στιγμή πονηριάς, ο ήχος που τον παντρεύεις με τη διχογνωμία και το έλεος, εκείνα τα πάθη των αλαφροΐσκιωτων μπροστά στο φεγγάρι, ο λύκος που ούτε χαμογελά ούτε γκρινιάζει, ο αριθμός μηδέν ο δημιουργός του κόσμου των μονάδων, κοίτα τώρα εδώ αδερφέ, πως περιπαίζεις ως ελαφρόμυαλος όλες τις επάλξεις, όλες τις πατρίδες που τις κινεί το αίμα πριν φτάσουν στον κατάμαυρο ουρανό, κοίτα πως σφάζονται οι ματιές μας, κοίτα τούς εσταυρωμένους που περιμένουν να κάνουν το νούμερό τους και να κοιμηθούν, ω! βαφτισμένε σατανά, αφροδίσιε, μυγιάγγιχτε- ξέρεις εσύ πια θεοπάλαβη Μήδεια μας χάιδεψε αντί να μας σφάξει, ξέρεις πως να σπας με τα δάχτυλα τις πυξίδες κι όλου του γνωστού κόσμου ξέρεις πως να υμνήσεις τις αναπηρίες….

Κόρφος Οκτωβριανής Επαναστάσεως Και Άλλες Γυναικείες Φωλιές

Ετούτος δω ο κόρφος
μια καταβόθρα γλυκισμάτων

Γελούν οι ελέφαντες
οι προβοσκίδες βιβλικές
αμαρτωλές
λένε, σ’ ευχαριστώ Οκτώβρη για τη γλίστρα

ω! ιδρώτα, γεμιστήρα του καλάσνικοφ

τι στοκ βυζιών διαθέτει η οικουμένη!
τι μπανιερά για τις ναπάλμ!
τι ατελείωτους κουβάδες κολλαγόνου!

-ωστόσο ο ένας τρώει τον άλλο-

έρχεται η επανάστασις, ο Λένιν
κάθε ρωσίς εργάτρια ζητά επίδομα οργασμού
ζητά υπερωρίες πόθου εις το Μινσκ
ζητά το αιδοίο να κοσμεί τα σοβιέτ
ζητά απ’ το σφυροδρέπανο
να σφάξει το λαιμό της λαιμαργίας

έρχεται όμως με τη μπότα του ξανά ο βιαστής
όπως
μετά τον έρωτα ο γάμος
όπου μοιράζεται αφιλοκερδώς το σεξ
κι ο θάνατος κερνά κρόκο τα καναρίνια

Δύναμη και Τιμωρία Ή Κάτσε καλά αλλιώς θα σε γαμήσω

Η ψυχανάλυση ήρθε να ξεδιαλύνει το μύθο περί της αγαθότητας και της αγνότητας των παιδιών, δίνοντας ξανά στο παιδικό παιχνίδι την τρομερή σημασία που του έδινε και ο Ηράκλειτος, όταν έλεγε ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει στα ζάρια την ίδια τη ζωή και το θάνατό μας.

Ο στόχος του παιδιού είναι να ανέβει στο βάθρο του δασκάλου αλλά και να πάρει τη θέση του καταπιεστικού ή φονικού πατέρα.

Κανένας δεν γίνεται κακούργος, εγκληματίας ή βιαστής μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ. Τα περιβάλλοντα έχουν κάνει ήδη τη δουλειά τους απ’ τα σπάργανα ακόμα, με όση ανταμοιβή χαράς ή λύπης επιτάσσει η αναρχία της τυχαιότητας.

Η διαλεκτική αφέντη-δούλου υποκαθιστά τη σχέση γονιού-παιδιού, εκδηλώνοντας σε κάθε έκφρασή της μια ιδιοκτησιακή λογική, που, σε βάθος χρόνου οδηγεί σε τερατογενέσεις χαρακτήρων, ανθρώπινα ναυάγια και δυστυχίες, αφού ο μελλοντικός ενήλικας είναι πια αιχμάλωτος του θυμού και της βίας.

Οι άρρωστες κοινωνίες, αυτές που συντρίψανε το ένστιχτο εις βάρος της ευχαρίστησης, αυτές που κατάργησαν τη φυσική ανθρώπινη γύμνια μαγαρίζοντάς τη με την ηθική της παρθενίας, αυτές που τοποθέτησαν την υποκρισία στο κέντρο της ανθρώπινης κατάστασης είναι οι κοινωνίες που σήμερα καταρρέουν με θόρυβο, αφήνοντας τα συντρίμμια τους να πέφτουν αποκλειστικά και μόνο στα κεφάλια των παιδιών.

Απ’ τη θεολογική κακοσμία μέχρι την εμπορική συναλλαγή και τον εφαρμοσμένο παιδοκαιντρισμό λόγο έχουν οι γιατροί, οι αστυνόμοι και οι δικαστές.

Λόγο έχουν οι θανατικές ποινές και τα λιντσαρίσματα, οι αρένες με τα πεταμένα κρέατα, ο φόβος και οι φοβίες, η υποκριτική αγάπη για το παιδί μα από πίσω η αδυσώπητη λατρεία της δύναμης και τους ανταγωνισμού που γεννά τους κοινωνικούς μεταστατικούς καρκίνους.

Λόγο έχουν οι ηθικολόγοι, οι εκφυλιστές της αλήθειας που κρύβουν όλη τη βρωμιά τους κάτω απ’ το χαλάκι της υποτιθέμενης κακότητας της ανθρώπινης φύσης, παίζοντας το ρόλο των εξημερωτών μας.

Ας σκεφτούμε λοιπόν γιατί κάθε φορά που θέλουμε να απειλήσουμε κάποιον του λέμε: κάτσε καλά αλλιώς θα σε γαμήσω.

Κολάζ απ’ την Καταγωγή Των Ειδών

Τίποτα δεν μπορεί να προκύψει απ’ το τίποτα. Η φορτισμένη μηδαμινότητα της τέχνης τοποθετεί την πραγματικότητα στο κέντρο και την καλλιεργεί. Υπάρχει μια ευδιάκριτη αίσθηση, στο πλαίσιο της οποίας γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε ταυτόχρονα. Αυτή η πλούσια αβεβαιότητα αποτελεί και το στόχο της τέχνης. Είναι ετούτη η τακτική και αδιαπραγμάτευτη δυσκολία, που μας αναγκάζει να επεκταθούμε προς πιο εκλεπτυσμένες διατάξεις της αντίληψης εξωθώντας σε μια νέα ζωή την αδρανή ενέργεια των πραγμάτων.

Όλα για το βραβείο, το πιο ερεθιστικό αιδοίο

…οι ποιητές μας και οι ποιήτριές μας γράφουν σήμερα για το πουλί τους, αύριο για το πατρικό τους σπίτι, για τον καφέ, τα σώβρακα Μινέρβα, για τη μάνα, οι ποιητές μας ηχογραφούν, διαβάζουν, μονολογούν, και φαίνεται η λατρεία του κάθε Εαυτού για τον εαυτό του, ο μονογενής σπασμός μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, η μίμηση ως αποφορά της γεροντοφιλίας και του εικονικού ξεκωλιάσματος των παίδων, που η διάπλασίς τους έγινε με ευρώ ή δραχμές, με δολάρια ή εκπτωτικά κουπόνια, με παπά μανούλα και ψυχολόγο, παίδες εν φαντασιακή ανομία, εξάδερφοι της αφροξυλάνθης φαντασμένοι καβάφηδες επηρεασμένοι απ’ τη βαψομαλλίαση των γενναίων της γενιάς του εβδομήντα που γίναν σταρλετίστες στα επιχορηγούμενα απ’ τον Φόρντ λογοτεχνικά μαγκαζίνια, συννυφάδες κουμπάροι με ωραίες αυλές δίνοντας την τσίχλα μασημένη στην επόμενη γενιά κάνοντας τις πληρωμένες συλλογές νόμο της αγοράς, περιδιαβαίνοντας σαν γύφτικα σκεπάρνια στο μαγαζάκι του κάθε πικραμένου, διαβάζοντας πομπωδώς το ελάχιστο Τίποτα σε φίλους συγγενείς και ομοτέχνους ατέχνους, περιμένοντας έναν καλό λόγο απ’ το λόγιο της ενορίας, απ’ τον αντιδήμαρχο αυνανισμού της ματαιοδοξίας, απ’ την μαντάμ Κατεστημένου κριτικήν εις την Καθημερινήν περιμένοντας με όλη την απολίτικη σύγχυση έναν ανδριάντα εις την γενέτειρα, μια πλακέτα τιμητικήν, μια δωρεά αποτριχώσεως-εις την κοντή μα φιλόδοξη ψωλή-από τη στέγη Γαμάτων και Τεκνών, μια χορηγία επιμηκύνσεως από το Σταύρος Νιάρχος το πιο γαμάτο μαγαζί …..

Πορτρέτο ρήτορος και κάτω άκρων

Η λεγόμενη ηθική έχει δύναμη διότι διαθέτει μέσα εκφοβισμού ανώτερα του Καλού και του Κακού, ρήτορες συγγενείς κάποιας Σφίγγας, ακαδημαϊκούς γέρους, συνταξιούχους καθηγητάδες με το δάχτυλο στη σκανδάλη, πυροβολώντας το πλήθος για να κάνουν χώρο στην ηθική αυτοκρατορία τους, δηλαδή κατά βάθος στην πίστη της αντινομίας των αξιών τουτέστιν στην αυτοκατάργηση της ηθικής, μασώντας φύλλα δάφνης πίνοντας πεγιότ ακούγοντας Τέλεμαν ψάχνοντας χορηγούς για τα ένδοξα Παρίσια και τους ευσπλαχνικούς στρουκτουραλισμούς αφού ο περήφανος σεξουαλικός πίθηκος πίνει μπύρα και βλέπει γκολ ψηφίζοντας πάντα την αριστοτελική μεσότητα, την προσαρμογή, την γοητευτική απελπισία των κλειστών χώρων και των νεκρών χρόνων.

Εδώ Ιράν ελληνορθόδοξων μουλάδων

βεβαίως άχαλος είναι ο αποκρουστικός, αυτός που δεν τρώγεται, ο αχώνευτος, ο φανατικός χριστιανός που πάσχει από αχαλοσύνη, δηλαδή από λαιμαργία, ο πατριώτης που κατηγορεί τους μουλάδες ενώ ο ίδιος είναι θλιβερή λέρα, πηγαίνει στο Όρος του το άγιο και αμόλυντο, το κουραδοσφυγμένο, τον Άθω, τη χερσόνησο που δεν δέχεται μουνιά και αίμα περιόδου, στο περιβόλι μιας γυναίκας που δεν δέχεται τις γυναίκες, εκεί όπου ευτυχώς δεν έχει πουτάνες αφροδίτες και αφροδίσια, αχαρνοελένες, καριόλες, ξεκωλιάρες, εκεί που πάνε τα αρσενικά για ησυχία, περισυλλογή, προσευχή εξομολόγηση, μακριά απ’ τις επιμολύνσεις τα βυζάκια τους κώλους τους αφαλούς, εκεί όπου ξαποσταίνουν οι πατριάρχες, ο πούτιν, ο κάρολος, οι βασιλιάδες και οι τσάροι

Εγώ η Αγία Λύσσα Ή Ευχέλαιον με κυριακάτικο μεζέ

τι πιτυρίδα τι πυρίτιδα!
κι οι δυό λεξούλες κάνουν σεξ
ωχρή καρδιά χορευταρού
πριν γίνει ο θάνατος νερό
πριν δηλωθώ αγνοούμενος
από ασφυξία εσωρούχων κοριτσιού
από λινό βρακί μιανής
από αγχόνη μισοφέγγαρης ψωλής

ω! έχω πνεύμα
και ρόγες θηλυκού
άξιος ο μισθός μου
το αίμα της μητρός μου

δηλώνω εις τον έφορο ιατρό
τριγλυκερίδια ουρικό μυελοπάθειες
πάθη φριχτά πολυάσχολα

και όνειρα
δε βλέπω πια
αφού η οργή με καταπλάκωσε
αφού είναι στρυφνός
της έμπνευσης ο ουρανός
δύστροπος σαν αιδοίο Μοναχής
και φαντασμένος
αφού στην πρώην μου ζωή ήμουν
η Αγία Μουνόψειρα
η Αγία Φωτεινή
η Αγία κολυμπήθρα της Παρθένου
η πρόεδρος όλων των πνιγμών

η Αγία Λύσσα

Η προσευχή του Ματατζή

διαθέτω
των μπάτσων υψηλές αρετές
κλωτσίδι
στους λαχανιασμένους λαιμούς
τατουάζ σταυρούλι
από χρυσόμαλλο δέρας
παναγίτσα στο μπράτσο
Κολοκοτρώνη στο μηρό
τον πρωκτό της πατρίδος λατρεύω
δως μου φώτιση θέ μου
να ουρώ τα κουμμούνια
να κλωτσώ τις λεσβίες
να αγαπώ το Χριστό

Υπέρ του γέροντος Υάκινθου του Ζαβολαίμη

Στου Ζαβολαίμη τον καιρό, εις τα παλιά τα χρόνια
ζούσαν βαρβάτοι πούστηδες που τρώγαν μακαρόνια
ερχόταν βάρβαροι πολλοί για να γαμήσουν κώλο
που είχαν πούτσες φοβερές, καταγωγή απ’ το Βόλο


Εχύνανε μισή οκά στο κάθε τους γαμήσι
κι ο Υάκινθος το έπαιζε σμυρνιά σαν τη Μιμή Ντενίση
οϊμέ αλί και τρισαλί φώναζε στο γαμιά του
αφού η πούτσα έφτανε μέχρι τη νεφραμιά του


ξήλωνε το μεταξωτό βρακί μέχρι τον αφαλό του
και η ψωλή βυθίζονταν στον ιερό πρωκτό του
φαίνεται τού λεγε ο Αμπτούλ πως αγαπάς τα σύκα
έλα να σου φυτέψω τη συκιά στου κώλου σου την τρύπα


όταν γερνάει ο άνθρωπος ο κώλος του φαρδαίνει
και να τονε γαμήσουνε δεν το καταλαβαίνει
κι ο Υάκινθος αγίασε με την ψωλή στο χέρι
αφού βαθειά μπαινόβγαινε το άγιο γουδοχέρι


κι ο ηγούμενος που ερχότανε να πάρει το μπαξίσι
τον πήδαγε το φουκαρά μέχρι να ξεροχύσει
γι’ αυτό κι αυτός αγίασε απ’ τα πολλά παλούκια
κι απ’ το λευκό του το βρακί στάζαν όλα τα λούκια


τώρα το σώβρακο αυτό το προσκυνούν γριούλες
σκύβοντας να μυρίσουνε τις άγιες πορδούλες
και τους λεκέδες που άφησε κάθε γυμνός καβλιάρης
στου Ζαβολαίμη το βρακί που ήτο ξεκωλιάρης

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

…..πολιτικές λογοτεχνικές φιλολογικές συμφωνίες προσπάθησαν να δώσουν την συγκατάθεσή τους σε κινήματα και κατασκευές αλλά πάντα ερχόταν η σεξουαλικότητα γκρεμίζοντας τις καλές προθέσεις που καταλήγουν ναυάγια και γλαφυρά μυθιστορήματα γεμάτα ενοχές αφού ο πατέρας και το χρήμα ξεπηδούν σαν αθάνατοι φρύνοι απ’ τους κρεμαστούς βούρκους της Βαβυλώνας με ήρωες όλους αυτούς τους αρρενωπούς Αδάμ που θέλουν να γίνουν θεοί όπως ο θεός τρώγοντας το φρούτο της γνώσης τρώγοντας συμβολικά τον πατέρα για να γίνουν όπως κι εκείνος ακαταμάχητοι δηλαδή αθάνατοι για να εγγραφούν ως κανίβαλοι και πατροκτόνοι στη μεγάλη επετηρίδα των τεράτων που γεννούν τέρατα κάνοντας τα ειδύλλια των φόβων τους ποιήματα και εικόνες απέναντι στα ψυχρά διλήμματα της επιβίωσης ……

Ωδή στα φεστιβάλ ποίησης και τις λογοτεχνικές αγρυπνίες

τι σιελόρροια!
τι γύφτικοι σπασμοί!
τι φεστιβάλ ετοιμοθάνατων γερόντων
ποιητών
και τι Πατρίκιοι βραβευμένοι!


να, ο κυρ Κουράδας το κάτουρο αγαπά
όπως ο κυρ Χριστός τις ψείρες


οι κύριοι που βρίσκονται σε ηλικία ψεύδους
πίνουν εσπρέσους με αφρόγαλα
τους γυναικείους κόλπους αγαπούν
μα δεν τους έχουν


κλαίουσα και ριγούσα η στεντόρεια φωνή τους
όλο μπαλκάνιες ωδές πελώριες νύστες
δημόσιες σχέσεις προφητείες αγκαλιές
στον έπαινο των σοφιστών εξασκημένοι
σαν φίδια αλλάζουνε το δέρμα τους καθώς
τους εύχεται ο Τίτος με πατρική στοργή
πατρίκιοι να γίνουνε κι αυτοί


Ας είν’ ελαφρύς ο δεκαπεντασύλλαβος που σας σκεπάζει
πληβείοι παραλογοτέχνες αδερφοί
ενάρετοι μεθύστακες και μπάτσοι

Προσευχή, πέρα στους πέρα κάμπους

Σε κατοπτεύουν οι γαμπροί της μεσημβρίας
οι άμβωνες της στύσης
οι αγρότες που καπνίζουν με μανία
ω! δούλη του θεού παραμυθία
σπαρμένη χίλια αστέρια και σκοτάδι
ο έρωτας ο θάνατος
κι ο λήθαργος
ο πιο αρχαίος βλαστός μας
ο πιο βαρβάτος κουρδιστής των κλειτορίδων
το ένα μάτι του γυμνή Αμερικάνα
το άλλο πρώην σοβιέτ
ω! αδελφούλα των αγγέλων
ετούτα δω τα κρέατα θέλουν μονάχα σεξ

7 σκέψεις για το Σαγιάτ-Νόβα

Η ποίηση του Sergei Parajanov- δύσκολη μες στο σπαραγμό ή τη ναυτία της εποχής- γεμάτη εικόνες και δοκιμασίες, με μια κίνηση αβίαστης χαράς και χάρης, τόσο άγρια δαιμονικής κι ωστόσο τέτοιας παραίτησης, που δεν μπορεί κανείς να πει αν χαροπαλεύει ή αν γελάει.

——–

Οι νύφες του είναι το ρίξιμο ενός ζαριού, βάζουν στο παιχνίδι το ερώμενο ον. Ο θεός εξ ορισμού δεν είναι στο παιχνίδι, γι΄αυτό και όλα είναι θεϊκά, γεννημένα απ΄το σκοτάδι και το έρεβος, παραληρήματα μιας άπειρης βαρύτητας βγαλμένης απ΄τα βάθη της γης και τη βδελυρότητα του αίματος.

——-

Η ψυχή του πάγου και της φωτιάς μαζί, αυτός που τελικά είναι πουλί και φωλιάζει πάνω απ΄τις αβύσσους.

——-

Η ομορφιά στην πιο ακραία της συνύπαρξη με την πράξη. Αυτή η μέθη της διαστροφής, το ξεγλίστρημα στη φυγή, στην έλλειψη ανδρισμού, στην ερωτοτροπία των ενστίκτων.

———

Ιδρυτής μιας θρησκείας αφού επέζησε του σπαραγμού, ποιητής μιας αλόγιστης ελπίδας αφού επέζησε της λαγνείας, αρχιτέκτονας της δημιουργίας και της καταστροφής συχνά μπροστά σε ένα αλόγιστο επέκεινα.

——-

Μια αγνή γύμνια που αφυπνίζει με την περίπτυξη των κορμιών, των χεριών, των υγρών χειλιών, απαλή ζωική ιερή.

——-

Αγωνία σημαίνει αμφισβητώ την τύχη, ως εκ τούτου αφήνω την τύχη ελεύθερη στο μακρόσυρτο γογγυσμό της, δεν βλασφημώ και δεν θυμώνω παρότι ξέρω πως ο θεός είναι μια πουτάνα.

Προσωνύμια για την πίτσα Hut!

…..κάθε εκπάγλου καλλονής πενιχρότατη αλλαγή προς τη φτώχεια την αντεπανάσταση την κακομοιριά θέλει γερό στομάχι και καλή διάθεση για να χωνέψεις την αμερικάνικη κουραμάνα αφού ο επίγειος παράδεισος-που θα κατέλυε όλα τα εργατικά δίκαια και θα έκανε δίκαιο το νόμο του εργάτη-, εν μια νυκτί ανακατωσούρας, έγινε μεσαίωνας χαράς με άφθονο ευσπλαχνικό αλκοολισμό και τσαρικά κουφέτα διαθέσιμα σε τιμές γνωριμίας κοκακόλες μπιφτέκια ατομική ευθύνη και μια αργκό ειλικρίνειας αφού το πτώμα είχε ήδη βρομίσει και τα σοβιέτ είχαν μοιραστεί ως εδέσματα στα στελέχη να φαγωθούν και να γίνουν κεφάλαια ελεύθερη βούληση λήθη και θέαμα βλέποντας τις συνθήκες να ωριμάζουν όπως τα γινωμένα πεπόνια που δεν θα φαγωθούν αλλά θα σαπίσουν μέσα σε ψυχρούς πολέμους με κουνούπια και κοριούς με αυτοδιάθεση και ανταγωνισμό με έναν τρόμο εξίσου βαθύ με εκείνον που κρύβει η προτίμηση της μικροαστικής μνησικακίας προς την αδικία παρά προς την αταξία ζεσταίνοντας τα ερωτικά τους όργανα με το κουτί της πίτσας ξαπλωμένοι σε γερμανικούς καναπέδες ακούγοντας ναρκομανείς νομπελίστες να λένε πως όλα ήταν μια ψευδαίσθηση ένα φταίξιμο του μυαλού ένα λογιστικό λάθος του Μαρξ μια νεύρωση του Λένιν μια πατέντα του Μολότοφ για να διασκεδάζουν την πλήξη τους τα κωλόπαιδα……

Υπέρ βωμών και εστιών Ή Ζήτω οι εθνικές σωβρακοφανέλες

Χρόνια τώρα δεν ακούμε τίποτε άλλο παρά για το ήθος και τη σεμνότητα των πρωταθλητών,

τι καλά παιδιά και τι απλοί άνθρωποι και τι αγωνιστές και τι πρότυπα και τι κυματιστές γαλανόλευκες και τι για την ελλάδα ρε γαμώτο,

νιώθεις τη λίμπιντο των αθλητών τη γλίστρα του κούφιου λόγου που γίνεται σημαντικός, τα σημαινόμενα στα φανελάκια και τα ταμπλό, το κάλος και τη δύναμη του πλέον δυναμικού διαφημιζόμενου εμπορεύματος που είναι ο νέος και η νέα ο περιχαρής και ο φιλόδοξος μέσα στη φουτουριστική αρένα μιας βάναυσης πορνογραφίας,

όλο πόζα μπροστά στην ταξική αναπηρία των μαζών, αποκαλύπτοντας τους κώδικες ενός καινούργιου παντρέματος αίσθησης και δυνατότητας,

μια χημεία λόγων πράξεων και ουσιών που πυρακτώνει το σώμα, που βγάζει στον ήλιο τις επουλωμένες πληγές απ’ το χειροκρότημα και το θαυμασμό, τη διάκριση, την υστεροφημία, τον ηρωισμό να αγωνίζεσαι τραυματισμένος δικαιώνοντας το εθνικό ντιενέι

τα λόγια της μάνας και τον εφήμερο ρομαντισμό των φτωχών συγγενών που περιμένουν να γκρεμίσουν τα τείχη ώστε να χωρέσουν οι νικητές,

οι άριστοι της νοσταλγίας των μεγαλείων, οι δυνατοί και οι υπεράνθρωποι που ξυπνούν ξημερώματα για να πετύχουν τον άθλο

που τρώνε ζυγισμένους ξηρούς καρπούς και πρωτεΐνες με μεθαδόνη και γκότζι μπέρι, που γαμούν με ωράριο και πρόγραμμα που είναι στρατιώτες πάνω απ’ τους στρατιώτες

πειθαρχημένοι σαν γινωμένοι καρποί, μεθοδικοί σαν ηλεκτρικά κυκλώματα, τραυματισμένοι και περήφανοι μέσα στη σύντομη γιορταστική κραιπάλη όπου οι άνθρωποι γίνονται χώρες και κράτη, διαφημιστικές πινακίδες, γραφικοί σάτυροι, περιζήτητα πέη και φλογερά αιδοία, διαμορφωτές

ηθών καλούπια για παπούτσια της νάικ φανέλες της αντίντας, ψαχνό για αθλητικές ιστορίες και δράματα, αναγνωρισμένοι απ’ τους τιμητές τους, αποθεωμένοι απ’ τους εκτιμητές τους, ευλογημένοι απ’ το θεό, μετρημένοι με το κάλλος της μεζούρας των Αρίων,

τους εκλεκτούς κάθε φυλής που μας σβήνουν την ακόρεστη δίψα της ηδονοβλεψίας, την βαθιά ανάγκη μας για πόλεμο και βιασμό, για δόξα και πλούτο,

αφόρητα γειτνιάζοντας με πνιγμένους πρόσφυγες, σκοτωμένα παιδιά, αυτοκτονημένους και βιασμένους, τυφλούς μουγκούς βλαμμένους ποδοπατημένους, ανθρώπους λιγότερο ανθρώπους λιγότερο ζωντανούς απ’ τους ζωντανούς και λίγο περισσότερο πεθαμένους απ’ τους πεθαμένους

ακούγοντας μακριά αλλά τόσο κοντά πια, τα κανόνια να συλλαβίζουν τον έσχατο λόγο του χρήματος,

τον έσχατο σπασμό της ανθρώπινης ελευθερίας.

[Matherfaker Ή Ωδή στο γαμοπίλαφο] Του Αντώνη Αντωνάκου

Όλοι κρύβουμε έναν πούστη μέσα μας, δηλαδή έναν επαναστάτη. Η φύση, ως το μεγάλο τελειωτικό σκοτωμό μας θέλει στις επάλξεις, να τροφοδοτούμε την ερωτική υψικάμινο με το ανόθευτο ένστιχτο που επιθυμεί συνειδητά,  πριν πέσει η βαριά καταχνιά των γηρατειών, πριν γλιστρήσει η τελευταία μας πορδή στο άπειρο Τίποτε.

Οι πούστηδες χτύπησαν ανελέητα ένα βαρβάτο κοινωνικό θεσμό, τον αρνήθηκαν και τον εξευτέλισαν, τον μαγάρισαν και τον πέταξαν στα σκουπίδια.

Ο γάμος συμπληρωματικά με τη θρησκεία υπήρξε το όπλο μαζικής καταστροφής της πραγματικής ανθρώπινης ουσίας, αφού χρύσωσε τόσο τη σκλαβιά και τη συνήθεια, κάνοντας τη σεξουαλικότητα αποκλειστικά και μόνο δούλα συμφερόντων της εξουσίας.

Το σκάνδαλο Βερλέν-Ρεμπώ και η αδίστακτη ευαισθησία του Όσκαρ Ουάιλντ προσέδωσαν στην ομοφυλοφιλία στρατηγικές αξίες.

Ο ομοφυλόφιλος ταυτίστηκε με τον καλλιτέχνη αφού κι αυτός όπως ο καλλιτέχνης υπήρξαν οι μεγάλοι αρνητές εκείνων των προτύπων δημιουργικότητας και ωφελιμιστικής σχέσης που προσδιορίζουν τον μεσοαστικό, βιομηχανικό, μετα-πουριτανικό πολιτισμό.

Η ομοφυλοφιλία καλλιέργησε έναν ανελέητο εμπαιγμό απέναντι στη φιλισταΐκή κοινή λογική και τον αστικό ρεαλισμό που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη.

Καλλιέργησε την υπονόμευση μαγαρισμένων αξιών προσπαθώντας να είναι γνήσιος μέσα στο ναρκισσισμό του.

Κατέστρεφε αρετές που φύτεψε η μονογαμία και ο εγκλεισμός, το εγωιστικό συμφέρον μιας μικρής ομάδας που ονομάστηκε οικογένεια και απέκτησε στο πέρασμα των χρόνων λογιστική αξία μέσα στον ανταγωνιστικό οργασμό της καπιταλιστικής οικονομίας.

Είναι οι πούστηδες και οι λεσβίες αυτοί που φώναξαν, στο διάολο η ηθική!. Όμως σήμερα είναι αυτοί οι ίδιοι που ζητάνε να παντρευτούν με παπά και με κουμπάρο, να κάνουν παιδιά με υδραυλικό σωλήνα, να παίζουν το ανδρόγυνο χαϊδεύοντας τα μολυσμένα κρίνα της αστικής τερατωδίας.

Από επαναστατική πράξη άρνησης των ψόφιων αξιών, η ομοφυλοφιλία έγινε το κλύσμα της καταστολής και της προσαρμογής σε μια μεταμοντέρνα φαντασίωση που δημιούργησε η αγορά.

Η κοινωνία του θεάματος, αφού ισοπέδωσε, κάνοντας καρικατούρα την μεγάλη κοινωνική επανάσταση-συμβολικά τυπώνοντας σε κωλόχαρτο τον Τσε Γκεβάρα-ανέλαβε αισίως και ρόλο διαχειριστή των ηδονών μας.

Ηθικά, οι δυτικές αμερικανοτραφείς κοινωνίες έχουν ξεπεράσει το ξεκόλιασμα, αφού αυτό είναι το μόνο που έχουν κρατήσει απ’ τον ερωτισμό, πηγαίνοντας ολοταχώς στο γάμο, δηλαδή στην κοινωνική ασφάλεια.

Το έξυπνο σύστημα ενστερνίστηκε αυτό που δεν μπόρεσε να καταργήσει κανονικοποιώντας το ως φιλελεύθερη αξία.

Οι πλούσιες αδερφές, οι κοσμοπολίτες πούστηδες μπορούν και είναι πρωτοπόροι ακόμα και σ’ αυτό, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, με τις ευλογίες του Ελπιδοφόρου, του αρχιεπισκόπου Αμερικής δείχνοντας σε ανταγωνιστικά δόγματα πως το ορθόδοξο μαντρί ανανεώνεται και προχωρά αφού είναι πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ τους προτεσταντικούς νεωτερισμούς. 

Αντί λοιπόν να πεταχτεί στα σκουπίδια ο πιο αντιδραστικός κοινωνικός θεσμός δέχεται το φιλί της ζωής απ’ τους πλούσιους πούστηδες εφοπλιστές και τη συμμορία των πονηρών παπάδων. Στη γλαμουριά και τη μαλακία των στρέιτ ζευγαριών προστέθηκε ο ντροπιαστικός συμβιβασμός των πούστηδων με το κατεστημένο.

Τα υψηλόβαθμα στελέχη της εξουσίας πάντα έκρυβαν τον κώλο τους κάτω απ’ το σεντόνι της μικροαστικής ηθικής. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.  

Η Μπαλάντα Της Αριστείας

Όσο καλή κι αν είναι η άμυνα, η τελευταία πράξη είναι πάντα αιματηρή. Το μπρούτζινο δεκαράκι του ευγενούς ανταγωνισμού θα κυλίσει στο βαθύ υπόνομο της καλής ζωής που φέρνουν τα κέρδη ενός πτυχίου.

Η κοινή γνώμη βλέπει το μαρκούτσι να πηγαινοέρχεται μπροστά στους υποψήφιους γητευτές που αύριο θα βολευτούν στις αξίες και τα αντίδωρα.

Θαυμάζει την ευφυΐα όταν φτάνει πρώτη στο τέρμα, όταν κόβει το νήμα ή λοιδορεί την παρακμή και τη σύγχυση με ωραία λόγια ανεμίζοντας σημαίες ξένων κρατών, εκθεσιολόγια ως βοηθήματα αυτοβελτίωσης και φροντιστές παράφορους με τη φροντίδα και το καθήκον.

Η βιομηχανία αριστείας αναλογεί στη μερίδα του λέοντος ενός κρατικού προϋπολογισμού που παίζει ζάρια με τη θεοκρατία και το στρατηγικό επενδυτή. Διευθύνει το ανακάτωμα των στελεχών που θα χτίσουν σπίτια, θα δικάσουν κακούργους, θα πατήσουν κουμπιά για τον Άρη και θα γιατρέψουν αρρώστιες που προκάλεσαν αρχαίες θεραπείες και γιατρειές.

Η νεοδουλεία της αριστείας κάνει την ανθισμένη γενιά να έχει γεροντολάγνες επιθυμίες, να δουλεύει τώρα σκληρά για να δαγκώσει αύριο το ακριβό σταφύλι και τη βιολογική ντομάτα. Να χτίσει το σπιτάκι της στο ύψωμα της πόλης και ευσεβώς να απολαμβάνει συμβολαιογραφικά όλες τις νόμιμες απολαύσεις.

Η καλλιέργεια των ψυχών ξεκινά με αδυσώπητο κόπο. Οραματιστές και τρυφερούληδες πνιγμένοι όμως στο γέρικο σχήμα τους. Διότι για να κατακτήσεις την αριστεία πρέπει να σκοτώσεις τη ζωή αποκτώντας μια δια βίου αναπηρία, να μπορείς να γοητεύεις του κοινούς και τους κάτω μόνο με επιδείξεις πνεύματος και όχι με στάσεις ζωής.

Το σχολείο ως μηχανή του κιμά θα βγάλει τα πιο ζουμερά μπιφτέκια για να χορτάσει την αγορά. Θα τσιμεντάρει κι άλλα βουνά θα στολίσει με χρυσόσκονη κι άλλα ντουβάρια φυλακής παίζοντας ρομαντικές μπαλάντες για το ένδοξο παρελθόν και το άχτιστο μέλλον, βλέποντας τον Ξέρξη να κλαίει γοερά την ώρα που οι στρατιές των Περσών περνούν τον Ελλήσποντο, σκεπτόμενος κι αυτός, πως, κανένας από τούτους εδώ τους δυνατούς και τους γενναίους δεν θα υπάρχει σ’ εκατό χρόνια από τώρα κι ίσως κανένας απ’ όλους αυτούς τους γενναίους και τρομερούς πολεμιστές δεν υπάρχει ούτε τώρα, αφού, όλη τους τη ζωή σπούδαζαν ανταγωνισμό, αφανισμό και πόλεμο.

Ο Μπουκόβσκι και η ταμειακή μηχανή

αναλογικό κολάζ σε χαρτί/Αντώνης Αντωνάκος

Η αγορά τραβάει τον ανήφορο, οι λήσταρχοι
των ποιητικών ορέων αγοράζουν ξένους ποιητές
-μεταφράσεις σκατένιες όπως του γούγγλι-
από καλά παιδιά, με φρόνημα αλεπούς

απέθαντους μπουκόβσκηδες με της μανούλας τη θηλιά
στον ερπετό φαλλό τον πονεμένο

να κοιμηθώ θέλω, βρικόλακα μπαμπά, πάνω στα ούρα των αμερικάνων
να φιλήσω έναν κώλο όπως ο Χένρυ

να πιώ όσο μ’ αφήνει η γυναικούλα μου να πιώ
να νοιώσω καταραμένος μέσα στο άτσαλο λιβάδι της ψυχής μου

Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη

μπύρες και πάλι μπύρες και κρασιά

αντί πατρίδα εκδόσεις ζάναξ ζάχαρο

-πιστοποιητικά καταραμένων εκδίδουν μόνο στα Σεξάρχεια παιδιά μου-

ω! θείο Μουνί ξέρεις καλά εσύ πεθαίνει όποιος δεν ξέρει πως να ζει
κι αν σ’ απειλήσει η χαρά φυλάξου

Υγρά περιστατικά Ρομαντισμού και Θανάτου

Μακριά απ’ το βασίλειο του πειθήνιου οργασμού
Τρώνε μικρές μπουκιές τα σαρκοβόρα λουλούδια
Η Αμερική γυμνή στο βάθος του γκαράζ
Ο Ιησούς παζαρεύει μεσκαλίνη
Ανάβουν τα βυζάκια σου στο πρώτο άγγιγμα
Εγκώμια λιγνά σαν οχιές
Πουλάνε τις κλάψες τους
οι ποιητές του άστεως και της βαρεμάρας
μα δεν τις αγοράζει κανείς
Καθώς ο ήλιος μια νέα ρουτίνα
λίγο πριν ξυπνήσει μέσα μου ο κεραυνός
λίγο πριν ξεφλουδίσω την καρδιά απ’ αυτή την άγρια πέτσα
τα γερατειά το θάνατο και το ζεστό κακάο

Χάος

Η ζωή κι ο θάνατός μου πιστό σου αντίγραφο
Χάος εσύ, μυριάδων ασωμάτων
όλο εκρήξεις στείρας ευτυχίας και σκοτωμών


οι αρχαιολόγοι της ηδονής με είπαν άπληστο ζώο
χαμάλη νοημάτων μαμάκια σκατόψυχο


με είπαν παιδί σου
αχ!
και πως ορίζει την αγιότητα ο πόθος δεν έμαθα ποτέ
κι αυτά που μάτωσα για να τα μάθω
στην ησυχία της νεκρής καρδιάς μου θα χαθούν
δίπλα σε στομάχια που δίνουν μάχες
σε κωλοτρυπίδες δίπλα που αναφλέγονται
σε εκζέματα που τους γλυκομιλούν οι σκεβρωμένες γιατρίνες


όλοι για σένα γράφουνε
Χάος που σαπίζεις μεσ’ την ιλιγγιώδη ακινησία


όμως
μονάχα
ο έρως, σε γιγαντώνει
-των σπλάχνων σου ο πομπώδης αφρός-


να, λίγο-λίγο σε ξεφτουριάζουν τα ποιηματάκια μας
όπως τα δάχτυλα της μαμάς τη σφαγμένη κότα
στο νεροχύτη


Χάος που μας χόρτασες
μυστήρια και πηγαιμούς στην Ιθάκη
εσύ δεν είσαι θάνατος
μονάχα ρύζι άβραστο μες στο βρακί της νύφης


Χάος
και να σε φάμε θα μας φας

Γράφω χωρίς θέμα, για το παλαβό το αίμα

Γράφω χωρίς θέμα, το θέμα έρχεται-έλκεται απ’ τις αντιφάσεις, το ποίημα ως κίνημα των μηδαμινών που εδονούντο από ετούτο κι από κείνο, απ’ το ασήμαντο που γίνεται κέντρο της δράσης, της τάσης μας να θέλουμε να νοιώθουμε ζωντανοί ακόμα και μέσα στην ακινησία, της ιδιοτροπίας μας να αρέσουμε και της συνήθειάς μας να δείχνουμε τη φέτα ζωής που μόλις κόψαμε απ΄το καρβέλι της πραγματικότητας.

Ανάλαφρα, με τα μάτια ενός ζώου ψάχνω τα χρώματα πάνω στα φυτά, αγνοώντας ηθελημένα κάθε γεωμετρική κανονικότητα και κάθε συμμετρία.

Η εποχή μας έχει δράκους και αβάσταχτους πόνους, ταχύτητα που δεν σε αφήνει να χαθείς σε ονειροπολήσεις, κοιτώντας απ’ το παράθυρο του τρένου που πάει ντουγρού κατά πάνω στο αποχυμομένο κάλλος, στο τέλος, εκεί, σε μια λέξη που λέγεται θάνατος, σε μια αταξία που η εντροπία της σχεδιάζει μινιατούρες ακατάληπτων και γοητευτικών ιδεών και εικόνων σεξουαλικής πυγμής.

Γράφω, κάνω πράξη τις απορίες μου, σθεναρά υπερασπίζομαι το απρόσωπο της τέχνης, την ξαφνική έλευση της χαράς του ελέους και του φόβου.

Γράφω, σπάω τις αλυσίδες μου, ερεθίζομαι απ’ τη μελαγχολική κενοδοξία των πραγμάτων, επαληθεύω ανεξόφλητους λογαριασμούς, κρατώ πρακτικά έρωτος και υγρής καύσιμης ύλης, το σπίρτο μου είμαι εγώ.

Ποίημα εθνικόν και πατριωτικόν προς τέρψιν των ελληνόψυχων αδερφών

Ένας κατεστραμμένος φαντάρος, ένα μαλακισμένο ελληνάκι είμαι
Ω παιδιά σκατόψυχα του λαού κουρδισμένα αρχιδάκια
ντροπαλά νυμφίδια σε πανηγυρική μοναξιά,

χύσια χύσια χύσια εις το ναύσταθμο της Σαλαμίνος,
πασαλειμμένος ο στρατόκαβλος έλλην μαμά και πατρίδα
πούτσα και μπιμπερό

εγώ που θα έγραφα το ωραιότερο βιβλίο για το
δημόσιο ιδρώτα σας κορίτσια για το τρικυμισμένο σεξ το σώμα
που επιθυμεί αδιάκοπα να υποφέρει και να πονά γράφω τώρα
ρεπορτάζ για την εφημερίδα του Πρωκτού

ο τελευταίος μου λίβελος για τη θλίψη έγινε
βάιραλ στα καφενεία του Κολωνού εκεί
που κάνουν ουρές οι πεθαμένοι για ένα φρέντο
εκεί που άλειψαν
όλες τις γαλλικές κρέμες στο βυζαντινισμό τους
οι ανδρογυναίκες
κι η θλίψη τους για τα ερείπια ο μοναδικός
άπαιχτος γκόμενος που δεν θα αποχωριστούν ποτέ

ω πνεύμα αρχαίο ένδοξο πλυμένο στο αίμα του αμνού
που γέννησες αγίους τράγους με καισαρική το
δέσποτα με τη χρυσή την πούτσα

τις μοιχείες τις ακαδημίες το δοσίλογο φίλο
το θεό δήμιο τον κερατά και τον μαστρωπό

αφιερωμένα όλα σε αγόρια πολεμιστές ιερά μοντέλα του βόγκ
ξεσχισμένα πουστράκια από σκηνοθέτες που αγίασαν στο ξεκώλιασμα
υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος

φάτε τους όλους τώρα
γαμήστε την Ανατολή και την τουρκιά με στόμφο
στη βροντερή ανέμελη λιακάδα της βλεννόρροιας που μας συντηρεί,

δακρύστε κάτω απ’ τη γαλανόλευκη κακία
κάτω απ’ το επίδομα θέρμανσης και το επίδομα λεύκανσης πρωκτού
υμνήστε τους βρικόλακες που σας μάθαν
παπαγαλία και εθνικισμό απ’ τα κάτω

ανακράξτε ζήτω ζήτω
ζήτω τα σκεύη ηδονής κι

είναι άραγε βιασμός η σεξεργασία
αμόλυντο μουνί της μάνας και της αδερφής μου!

ή προτιμάτε θάνατο σεφερικό με δόντια χρυσά και έμπλαστρα
νομπέλ βραχείες λίστες οργασμών ματαιοδοξίες μεταξύ κυρίων

Ω οι πυγολαμπίδες
μας φωτίζουν αγάπη μου
τα ζουμάκια μας ρουφάμε γλείφουμε
τα πιο σαρκώδη ζωάκια είμεθα
άτριχα σχεδόν παλαβά εμείς
εράσμιοι αποικιοκράτες μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης
μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής
-ω μια κωλομουνιάρα γίδα ο πλανήτης!-
βλοσυροί αφού γλιτώσαμε τους Καιάδες
μειλίχιοι σαν σχολικοί σύμβουλοι
-με τα παιδαριστικά τους όνειρα
κρυμμένα κάτω απ’ τα πλατωνικά χαλάκια-

όμως να, οι μπασκίνες έρχονται με το βήμα της χήνας
θέλουν να μας βάλουν στον κώλο σιδερένιες βέργες
μας ρίχνουν ξύλο σαν το μπαμπά μας αγαπούν τόσο
που θέλουν να γίνουμε σαν κι αυτούς
ρομπότ καθήκον γαμώ το χριστό σου
λυμένα ζωνάρια για καβγά

όμως η ποίησις είναι
ανάπτυξις στίλβοντος κιρσού μιανής μανούλας καθαρίστριας
η ποίησις, μουνόπανα, δεν είναι αυτή που γράφεται
αλλά αυτή που τρώγεται και χέζεται
αδιαλείπτως
εκ του σύμπαντος των οπών

Βροχούλα

Αλλά, αυτή η βροχούλα, μπορεί να γίνει ένας ωραίος πίνακας. Δεν θα βλέπεις την ώρα και τα δεσμά της στιγμής, τον περιλάλητο χρόνο να τη συντρίβει. Θα βλέπεις μόνο την απομίμηση της ομορφιάς, τη σαύρα στην απέραντη πεδιάδα να τρέχει και να γλιστρά προς το στομάχι του γερακιού, ψάχνοντας πόρτα για την κόλαση.

Η βροχή πεινά για όλα, ενώ το χώμα χορταίνει με όλα, το χώμα βγάζει αυτή τη μυρουδιά του ζευγαρώματος, όλα τα σαρδόνια λογοπαίγνια της κυκλικής φάρσας του νερού.

Η βροχή είναι μια θεότητα μια παρουσία μέσα στα βαθειά ταραγμένα και ανήσυχα σύμπαντα της φαντασίας.

Η μορφή της μεθυστική και δυναμική κάτω απ’ τα κυματιστά πέπλα, ίσως στα ειλικρινή λόγια μιας θρησκείας των πόθων να είναι η Αγία των πάντων, η προσταγή όλων των συμβάντων, αυτή που έρχεται κάθε φορά στην αεροκρέμαστη φάτνη μας να μάς βρει, που μας φιλά και μας γλείφει στη ροδοκόκκινη κι αχνιστή εκείνη περιοχή, την αρωματισμένη-θαρρείς-απ’ τα νάματα της θείας ευσπλαχνίας.

Η βροχούλα ετούτη που την κοιτώ σαν χαζός κι ακούω τα μηνύματά της και νοιώθω τη γεύση της μαζί με χώμα απ’ τον ουρανό και λιπάσματα απ’ τις ερήμους, η γεύση η αληθινή του υμένα όλων των πλασμάτων, οι μυστικές δονήσεις όλων των άστρων που ξεπετάχτηκαν απ’ τις σκοτεινές οπές, τις αειθαλείς σαν μαύρα κρίνα, που το μυστικό τους καλύπτουν καλύπτοντας άλλα μυστικά κι άλλες μορφές κι άλλες εξουσίες.

artwork: Marina Abramovic

Συμβουλές στο μαθητή μου το λύκο

ψάξε την καταγωγή σου στα μακρινά άστρα
στη Μονή του Υμένος
στο μέγα Σχίσμα
στο φαράγγι των μελισσών
στον άφθονο Σατανά
ψάξε την ουσία της ύπαρξης
στ’ αχαμνά
πενήντα οχτώ εκατομμυρίων γουρουνιών
που σφάζονται κάθε χρόνο στη Γερμανία
ψάξε για δουλειά
για έμπνευση
ψάξε για φίλους για εραστές
ψάξε κάτω απ’ τις πέτρες
να βρεις την τυχερή οχιά
το τυχερό δηλητήριο
ψάξε να βρεις τον τράγο
να του γράψεις μιαν ωδή
ψάξε τους Σιληνούς και τους Σάτυρους
ψάξε εκεί που δε φυτρώνει τίποτε
παρά μόνο
απολιθωμένη βροχή και σελήνες

artwork: Apollonia Saintclair

Μάρθα

Νόστιμο πτώμα
της ευρωπαϊκής μας κουλτούρας
Το ίδρυμα του Νιάρχου
κάθε τόσο
σε βγάζει απ’ τη λειψανοθήκη σου
Η ζωή είναι κώλος
Είμαστε ότι βιδώνουμε
Η Μάρθα ταμίας στου Σκλαβενίτη
μετρά φραγκοδίφραγκα και ταξικές ήττες
ρύζια μακαρόνια
χύμα άγρυπνες νύχτες
αλλαγμένες ζωές
θα ήθελε μόνο πούτσο και τρυφερά λόγια
σε τούτο τον εμφύλιο που σιγοβράζει

Προσευχούλες

Άλλο το να σε μάθει κάποιος να μιλάς κι άλλο να σου διδάξει τη γλώσσα. Υπάρχει για παράδειγμα η γλώσσα της προσευχής, που τη διδάσκει ο ιερέας, μια γλώσσα που απευθύνεται σ’ έναν ξένο, σ’ έναν άγνωστο, στο θεό, μια γλώσσα που αντιμετωπίζει τους πιστούς σαν παιδιά που δεν ξέρουν το νόημα των συναισθημάτων τους. Μια γλώσσα που τη χαρακτηρίζει η διαμεσολάβηση και η προφητική επιτακτικότητα, η ασυμφιλίωτη με τους φυσικούς νόμους. Μια γλώσσα με σημεία και σύμβολα, που αναφέρονται σ’ έναν δεδομένο κώδικα. Μια εύπλαστη μεταφυσική που προσδοκά τον οδυρμό της αγέλης μέσω της γοητείας μιας οραματικής υπέρβασης. Ο ιερέας πουλάει ελπίδα και παράδεισο αφού περάσει το μυαλό του πιστού μέσα απ’ τις αμαρτίες και τις τιμωρίες τη νηστεία και τις δοκιμασίες. Ο ιερέας είναι ο πατέρας ο βοσκός ο υπουργός ο πρόεδρος ο γαμιάς όλων μας. Είναι ο δάσκαλος που μας διδάσκει μια γλώσσα χωρίς να μας μαθαίνει να τη μιλάμε. Είναι ο μαέστρος της ανησυχίας μας, ο μετρ των αντιφάσεων που ξεδιπλώνει την αυθάδεια της κακότητάς του ανάλογα με τις περιστάσεις. Ένα φρικαλέο γεροντάκι που αγίασε ως Παΐσιος με τη γοητευτική αγραμματοσύνη του, σε αποχαιρετούσε κάποτε, εκεί, στο όρος το άγιον, λέγοντάς σου Σκότωσε έναν πούστη για χάρη του Χριστού.   

Περί Πτήσεων Ή Καλλιτέχνες Σε Φυγή

Για την πτήση, χρειάζονται τόσο ο άνεμος της φύσης όσο και ο άνεμος της ψυχής. Η πτήση είναι ενεργή ερωτική επιθυμία και πορεία προς τον οργασμό και τη σεξουαλική ολοκλήρωση.

Ο ονειροπόλος έχει τη συνήθεια να αγοράζει πουλιά και να τα λευτερώνει απ’ το κλουβί τους.

Ξοδεύει τις οικονομίες του χαρίζοντας μια διπλή ελευθερία. Ελευθερία απ’ τη φυλακή της επίγειας ζωής αλλά επίσης απελευθέρωση από τη βαρύτητα και κατάκτηση του κόσμου της πτήσης.

Η πολλαπλή επιμονή στο θέμα της πτήσης τείνει να γίνει το υποκατάστατο μιας ελπίδας στα θεία, από την οποία ο ονειροπόλος μοιάζει να έχει παραιτηθεί.

Ο ονειροπόλος διαθέτει έναν άγρυπνο σκεπτικισμό που μοιάζει με τη γαλήνια αποστασιοποίηση των πρωτόγονων συγγενών μας που κατοικούσαν σε έναν κόσμο θαυμάτων και θρεπτικών ουσιών.

Να λοιπόν η ελεύθερη φύση και η αστείρευτη δύναμή της, η ευκολία να περνά από τον πόνο, όχι στο σύμπτωμα, αλλά στη δημιουργία. Κι αυτό είναι μια καλή αρχή για τον μιμητή της. Τον καλλιτέχνη, αυτόν τον πρωτόγονο ονειροπόλο που κρατά το μικρό μαύρο κουτί του γεμάτο με τα υπολείμματα του παρελθόντος, ανακαλύπτοντας πως η πτήση απαιτεί μια γενναιότητα ανυπακοής, σπάζοντας τις αλυσίδες της μνήμης.

Γιατί αυτό θέλει να καταφέρει πανηγυρικά. Να ικανοποιηθεί με τον εαυτό του. Γιατί όποιος δεν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του είναι συνεχώς έτοιμος για εκδίκηση κι εμείς οι άλλοι θα λογαριαζόμαστε για θύματά του.

Η επιθυμία για την πτήση, την αιώρηση δηλαδή πάνω απ’ τις νοστιμιές της ομορφιάς και του ερωτισμού, η θαυμαστή πανουργία της φαντασίας που θέλει να τα ξαναφτιάξει όλα απ’ την αρχή, κάνοντας για λίγο την ακόρεστη και μελαγχολική ψυχή να νοιώσει χορτάτη, αφήνοντας τους συκοφάντες της φύσης να βυζαίνουν τα μαστάρια του πρόστυχου θεού της πατριαρχίας και της εξουσιομανίας των όντων, του παπαεπιστήμονα που κάθε φυσική ανθρώπινη κλίση θα τη βαφτίσει αμαρτία ή αρρώστια.

Ας είναι ευλογημένα τα δαιμόνια

Έρχεται πάντα η κατάθλιψη να θρηνήσει την αλογάριαστη περιουσία της ηδονής. Τη συμμόρφωση των κορμιών στα προστάγματα της αυλής και των μυστηρίων της θανατοφορτωμένης μας ζωής.

Η αυλή των βασιλιάδων έγινε εκκλησία, ένα χάδι εξουσίας περίπλοκο, η αφέντρα των αστεριών που μας δείχνει με το δάχτυλο τον αμαρτωλό. Οι πιστοί με τον σεβασμό τους για καθετί που προέρχεται απ’ την αυλή γίνανε μιμητές της χροιάς της αυλής κι έτσι αυτή η προσποίηση κατέληξε να γίνει φύση.

Ο χριστιανισμός αντί να σβήσει το έγκλημα της λαιμαργίας έντυσε τη βαρβαρότητα με τον πιο ακραίο στόμφο φτιάχνοντας τον υπεράνθρωπο θαυματοποιό, τον φακίρη που αναστήθηκε για να περισώσει τη δική του ελευθερία απ’ τα δεσμά με τα οποία τον αλυσόδεσε η γέννησή του.

Σώσε τον εαυτό σου λοιπόν, σώσε το Εγώ σου, -λέει ο προφήτης- το μεγάλο αυτό αγκωνάρι που σου φράζει τη θέα προς τον παράδεισο. Όμως στ’ αλήθεια, η σωτηρία ετούτη είναι ένα ποδοβολητό προς το μηδέν, ένας Γολγοθάς προς την άγονη γραμμή της νηστείας και του μαζοχιστικού πόνου. Ένα ξερίζωμα της φύσης απ’ το σώμα που κακοποιείται και δέρνεται και υποφέρει για να κερδίσει το επουράνιο λόττο.  

Όλες οι περιώνυμες αυλές που βάλανε στο κέντρο τους τη διανοητική ατιμία της μεταφυσικής έχουν γίνει καρικατούρες του παρελθόντος και του παρόντος, φιλολογικά δείπνα με λιβάνια και επιχρυσωμένες μίτρες, όργανα μιας τελετής ευνουχισμού της παγανιστικής φωτιάς μες στην ισόβια ήττα της υποταγής και του πένθους.

Έτσι θα πρέπει να τρως κι έτσι θα πρέπει να γαμάς. Μην φθονείς τον πλούσιο αδερφό σου, αγαπάτε αλλήλους αλλά ευλογημένα τα όπλα που θα τους αφανίσουν.

Πίστη ενός μύθου ή ενός δόγματος σημαίνει ψυχική νόσος, σημαίνει νευρολογική διαταραχή, ασθένεια που έναν ειλικρινή και ευαίσθητο άνθρωπο τον οδηγεί αποκλειστικά και μόνο στον εγκλεισμό.

Τα μοναστήρια είναι οι ψυχιατρικές κλινικές που θα πας μόνος σου, ο τόπος που αρνείται την υγεία της αναπαραγωγής και της σύγκρουσης καλλιεργώντας μια υστερική γαλήνη μπροστά στις εσχατιές του πόνου.

Παρηγοριά ψυχρή η θεία κοκαΐνη, το λάβαρο που ανεμίζει τις απαγορεύσεις, η χαρά που σου δίνει το Τίποτα μέσα στον υπαρξιακό σου σπαραγμό.

Η αυλή της εκκλησίας είναι η αυλή της εργασίας και η αυλή της οικογένειας, η πίστη στο θεό είναι η πίστη στο αφεντικό και η πίστη στον πατέρα. Αν δεν σκοτώσω στο συμβολικό επίπεδο το θεό το αφεντικό τον πατέρα, αν δηλαδή δεν εξεγερθώ εναντίον της πίστης, της πλαστής δηλαδή νομοτέλειας, της αφοσίωσης στο ανώτερο ον, τότε, είμαι καταδικασμένος απ’ το δικαστήριο της ζωής.

Θα με δικάσει το νερό και ο αέρας, η πέτρα και το χώμα, τα λουλούδια και τα σύννεφα τα ζώα τα ψάρια και τα πουλιά. Θα με καταδικάσει ο ήλιος σ’ έναν απελπισμένο πυρετό αφού η θρεπτική του ουσία θα μαγαρίζεται κακοχωνεμένη κάτω απ’ το σκληρό κέλυφος των αιδοίων που γίνονται πανοπλίες της γελοίας ψυχής.

Αυτό που κάνουν οι αισχροί νόμοι των θρησκειών δεν είναι παρά η τιμωρία των παιδιών για τις αμαρτίες των γονέων τους, η εγκαθίδρυση δηλαδή μιας κληρονομικής ενοχής διαρκείας που γίνεται τελικά συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής.

Ο Μωυσής σύμφωνα με την παράδοση σκότωσε τρεις χιλιάδες Εβραίους που χόρευαν γυμνοί γύρω από τον χρυσό μόσχο.

Η γυναίκα έγινε το μιαρό ον που δεν μπορεί να μπει στο ιερό, να επισκεφτεί τόπους μαρκαρισμένους απ’ την χριστιανή αρρενωπότητα αφού η γύμνια της αιμορροεί ακαταπαύστως και ετούτο-δηλαδή η φύσις-δεν είναι παρά ύβρις και ανταρσία της κίνησης και της συμπαντικής μηχανικής εναντίον της σταθερότητας και της ακινησίας. Εναντίον της εξουσίας που για να εξουσιάζει χρειάζεται μια σταθερή δομή, ένα αφήγημα προσαρμοσμένο στην μεταφυσική.

Οι τελετουργίες ήταν είναι και θα είναι το χασίς των πιστών, αυτό το ευγενικό ναρκωτικό που θα κοιμίσει τις σκέψεις και τα πάθη, αφήνοντας ελεύθερη μόνο τη μέθη, να διακονεί τις υποθέσεις της ζωής μέσα στις πιο ζοφερές αντιφάσεις.

Η αισχρότητα πως το άυλο πνεύμα είναι η μοναδική και οριστική πραγματικότητα, η αναλλοίωτη σταθερή αρχή μπροστά στη φθαρτή και βρώμικη ύλη.

Όμως καμία προσευχή δεν μπορεί να κάνει να σωπάσουν τα μυδράλια που κατασκεύασε, κανένας μαυροφορεμένος στρατηγός δεν μπορεί να αναστήσει τη νιότη και την κάβλα πουλώντας στα παραμάγαζά του ναφθαλίνη για τα ακόρεστα πάθη και τις φλεβώδεις επιθυμίες.

Κι ο Χριστός θα γίνει ξανά ο ήλιος που χιμάει φρενιάζοντας στα ακρωτηριασμένα δειλινά του πολιτισμού. Θα γίνει πάλι το θολωμένο και γύφτικο μάτι της αλητείας, ο ίλιγγος του ανθού και η γλώσσα που χώνεται στο θαύμα κάθε τρύπας.

Ιδού λοιπόν το αξημέρωτο μεθύσι των οργίων, χωρίς σταυρούς και βασανιστήρια, χωρίς αμαρτία και κάθαρση, χωρίς αρρώστιες απ’ τη στέρηση του γαμησιού, χωρίς ανταμοιβές κι αθανασίες.   

Ευχέλαιο Για Τον πορνογράφο Ζαν Ζενέ

Οι πλασιέ δεν θα φορέσουν ποτέ τη στολή για να πολεμήσουν, θα πουλήσουν όμως όσο πόλεμο χρειάζεται ο τραπεζίτης για να διατηρεί το θεό όλων μας υγιή και ακμαίο. Ο κόσμος προχωρεί αξιοποιώντας κάθε μορφή καινούργιου τρόμου, τρέχει κατά πάνω στο μαχαίρι και τη φωτιά με βουλιμία, χωρίς στ’ αλήθεια να νοιώθει την ανάγκη να καταλάβει τι βρίσκεται κάτω απ’ το επίστρωμα της σάρκας του.

Ωστόσο υπάρχει πάντα ανάμεσά μας κάποιος μεγαλοφυής και ανήσυχος που προτιμά να αποφύγει τις αρρώστιες της συνήθειας και της ασφάλειας, που η μοναδική του έγνοια είναι η ποίηση και ο φαλλός. Μεγάλη βδομάδα των παθών και σκέφτομαι τον Ζενέ, τροπαιούχο, πέρα ακόμα κι απ’ τις νόμιμες εξαιρέσεις να ξεγυμνώνει τους εραστές του στην αγορά.

Σκέφτομαι αυτόν τον περισσότερο πορνογραφικό παρά ερωτικό συγγραφέα να μιλά φανερά και απροκάλυπτα για κώλους και πούτσες φτάνοντας στις πιο χυδαίες εκδοχές τον ερωτισμό, χωρίς αρχές και ποιητικές σάλτσες, φανερώνοντας μια σεξουαλικότητα που μπορεί να είναι πόλεμος και εκδίκηση και θάνατος και βία.

Τίποτε δεν αναπνέει χωρίς το αντίθετό του, καμιά αρετή δεν ανθίζει χωρίς το φόνο και καμιά χαρά δεν υπάρχει που να μην κρύβει μέσα της λύπη και σπαραγμό.

Να ιδού, η ροχάλα που πέφτει πάνω στην ψωλή του Νονό του φαλλοκράτη, λιπαίνοντάς την λίγο πριν την χώσει στον κώλο του ναύτη καβγατζή, στον Καβγατζή της Βρέστης.

Να ιδού, στις Επιτάφιες Σπονδές το γαμήσι του νεαρού γάλλου ονόματι Ριτόν που πρόδωσε το λαό του για υπηρετήσει τους γερμανούς και τον οποίο ξεκολιάζει μια ομάδα αξιωματικών των Ες-Ες που έχουν καταφύγει σε διαμέρισμα του Παρισιού, αποκαμωμένοι απ’ την προοπτική της ήττας που πλησιάζει.

Ο Ζενέ στρατεύτηκε δίπλα στους μαύρους πάνθηρες και τους παλαιστίνιους με μοναδικό επιχείρημα τη σεξουαλική ευρωστία. Ο Ζενέ ευλογεί ότι τον καβλώνει. Το έργο του είναι πορνογραφικό, αφού διαπνέεται ολόκληρο από τον πόθο και τη σεξουαλική διέγερση. Αφού οι παράδεισοι όλων των λαών είναι γεμάτοι απαγορεύσεις ο Ζενέ ιδρύει μια κόλαση όπου όλα επιτρέπονται.

Δεν κρύβει τίποτε. Ούτε τα ίχνη από σκατά πάνω στον σκληρό μυώδη πούτσο έπειτα από το σοδομισμό, ούτε τη βία της σεξουαλικής πράξης, ούτε τις εγγενείς με αυτή σχέσεις εξουσίας, ούτε τον ερωτισμό στα βρωμερά ουρητήρια, ούτε αυτή την οσμή που φωλιάζει ανάμεσα στα μπούτια των αγοριών, κάτι ανάμεσα σε κατουρίλα, σκατίλα και ιδρώτα, ούτε τα αφροδίσια ή τις μουνόψειρες.

Δίνεται ολοκληρωτικά στη σεξουαλική πράξη που περιγράφει, αφού η γραφή του αγγίζει τα όρια της αυνανιστικής εκτόνωσης επιδιώκοντας κάθε άλλο παρά να εξιδανικεύσει ή να φτιασιδώσει.

Στην μικρού μήκους ταινία του Ένα Ερωτικό Τραγούδι, μας δείχνει σε μια εποχή που απαγορεύεται κάθε κινηματογραφική σεξουαλική αναπαράσταση, μια τριαδική παρτούζα ανάμεσα σε έναν δεσμοφύλακα και δυο κρατούμενους, τρία κτήνη με όψη αγγέλων. Η ηδονοβλεψία συναγωνίζεται τον σεξουαλικό πόθο με όλη του τη βία και τη λεπτότητα, περνώντας όλο τον πορνογραφικό συμβολισμό μέσα από μια τρύπα ανοιγμένη-όπως ανάμεσα σε δυο κελιά-απ’ την οποία οι δυο εραστές μοιράζονται το κάπνισμα ενός τσιγάρου.

Ο Ζενέ αντιμετωπίζει την αντρική σεξουαλικότητα με ότι πιο σχιζοφρενικό τη χαρακτηρίζει, διχασμένη ανάμεσα στον ανδρισμό της και τη θηλυκότητά της ανάμεσα στη βία της και το φαλλοκρατικό της δεσποτισμό αλλά και την άκρα επιτήδευσή της, την αβρότητα και τη γενναιοδωρία της.

Το έργο του Ζενέ υπέστη την πιο διεστραμμένη λογοκρισία, υπενθυμίζοντάς μας τι εστί συμμόρφωση και αβρότητα στον ηθικό κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων.

Ο Ζαν Ζενέ μιλάει για πράγματα που γνωρίζει. Γράφει για ότι έχει βιώσει διότι τον συγκινεί αυτό που τον καβλώνει. Καμιά αυταπάτη όμως δεν τον παρασύρει σε μιαν άσκοπη μανιέρα-όσον αφορά τα φαντασιωτικά κίνητρα που χρησιμοποιεί η λίμπιντό του-, όπως το γράφει στον Καυγατζή της Βρέστης: αυτός που γαμάει τον άλλο είναι πιο πούστης από εκείνον που γαμιέται, αφού για να γαμήσεις πρέπει να καβλώσεις, άρα να ποθήσεις.

Ο Ζενέ ιδρύει μια νέα θεολογία, ένα δόγμα αιχμηρής στράτευσης σ’ αυτό που μπορούμε να βαφτίσουμε ως δίκαιο της φύσης.

Μπορεί να ρίξει ένα γερό χεσίδι πάνω στη σημαία της Γαλλίας ή να τραβήξει μια μαλακία μπροστά στην παναγία και το θείο βρέφος, υπογραμμίζοντας πως καμιά επιβολή δεν βρίσκεται πέρα και πάνω απ’ τις εκκρίσεις μας την ώρα που ο αλλοτριωμένος κόσμος το πρώτο πράγμα που θα σε ρωτήσει είναι Πόσα χρήματα βγάζεις.

Κι αν δεν βγάζεις χρήματα, αν το μόνο που διαθέτεις είναι η αγάπη για την ελευθερία, τότε είσαι εξόριστος απ’ όλες τις αξιολύπητες κοινωνίες που έχουν υψώσει οι υπεροπτικοί και μισαλλόδοξοι ιδιοκτήτες.

Μεγάλη βδομάδα και οι θύελλες νέμονται τα ανοιξιάτικα ζουμιά και οι πόλεμοι σωρεύουν τα υπέρογκα κέρδη τους για την αγορά καινούργιων στιλπνών εμβλημάτων ειρήνης και ελευθερίας.

Ένα απέραντο πεδίο υποκρισίας του πολιτισμού με θύματα τον άντρα και τη γυναίκα. Το μουνί και τον πούτσο. Οι επιτάφιοι που περιφέρουν την πεθαμένη ψωλή, ο κανιβαλισμός της σεξουαλικότητας απ’ τον αρπαχτικό λαίμαργο θεό, τα δηλητήρια κάθε κυριαρχίας πάνω στο κορμί του άλλου, ο βόθρος των συμβόλων που έπνιξαν το ελεύθερο πνεύμα σε υποχρεώνουν κάθε φορά να γυρνάς στο σφαγείο, να αγαπάς τη φυλακή σου, να γράφεις ύμνους στα δεσμά σου, να συμπεριφέρεσαι σαν ακούραστη ψύχραιμη παραδουλεύτρα πετώντας μέσα στα σύννεφα της προόδου, διεκπεραιώνοντας της παράστασή σου σαν καλογυμνασμένη φώκια.

Μεγάλη βδομάδα. Μεγάλη Τετάρτη. Πιάνω τον πούτσο μου, τον μόνο ευλογημένο Χριστό και κάνω ετούτο το ευχέλαιο για σένα Ζαν Ζενέ, πορνογράφε κάθε αντινομίας, ανατόμε κάθε αυτολύπησης, επίσκοπε των ουρητηρίων και των μπουρδέλων, λυτρωτή του ψυχορραγήματος των αφανών. Σπέρμα κι εσύ απ’ το σπέρμα των γελοίων αποτριχωμένων πιθήκων.