Όλες μας οι γιορτές, όλες μας οι δοξολογίες, είναι επέτειοι θανάτων και σφαγών.
Ο άνθρωπος πιστεύει ακόμα στον Παράδεισο της αυριανής μέρας, στους θεούς της εκδίκησης και της συγγνώμης.
Οι νεκροί φράζουν τις πολιτείες, τους δρόμους, τις πλατείες. Τους συναντά κανείς μαρμαρένιους, πέτρινους και χάλκινους. Οι πλατείες φέρνουν τους τίτλους τους, ή τους τίτλους των κατορθωμάτων τους.
Αρέσει στους ζωντανούς να θάβουν κοντά στις κούνιες των παιδιών τους, σωρούς από αποσυντεθειμένες σάρκες, ψοφίμια, κάθε λογής αρρώστιες.
Οι άνθρωποι που δεν σέβονται καθόλου το ζωντανό τους οργανισμό, που τον εξασθενούν, τον δηλητηριάζουν, τον βάζουν σε κίνδυνο, ξαφνικά παίρνουν έναν κωμικό σεβασμό για το λείψανό τους, τη στιγμή που έπρεπε να το ξεφορτωθούν μια ώρα αρχύτερα.
Η ευλάβεια στους νεκρούς είναι μια από τις πιο χοντρές και αδιατάρακτες πλάνες των ζωντανών. Είναι ένα υπόλειμμα των θρησκειών που υπόσχονται τον παράδεισο.
Άντρες θα σκάψουν τη γη, θα πελεκήσουν την πέτρα και το μάρμαρο, θα χύσουν μέσα στα σκληρά καλούπια το ζουμί της φωτιάς φτιάχνοντας σιδερένια κάγκελα, φτιάχνοντας σε όλους εμάς ένα σπίτι, για να θάψουν το ιερό συφιλιδικό μας πτώμα.
Γυναίκες θα υφάνουν τα σάβανα, θα φτιάξουν τα τεχνητά λουλούδια, τα στέφανα, θα σχηματίσουν τα μπουκέτα, για να στολίσουν το σπίτι που θα ξεκουραστεί το αποσυντεθειμένο πτώμα, αντί να βιαστούν να εξαφανίσουν τις εστίες αυτής της φθοράς.
Μιαν αγέλη ερασιτεχνών θεατρίνων θα σεργιανίσει αυτούς τους σάρκινους σωρούς μέσα σε νεκροφόρες, στους δρόμους και τα σοκάκια.
Οι άνθρωποι δέχονται την υποκρισία των νεκροφάγων, εκείνων που τρώνε τους νεκρούς, από το παπά που δίνει τον αγιασμό και το αντίδωρο, μέχρι τον έμπορο του αιώνιου οικοπέδου, από τον πωλητή των στεφάνων μέχρι το γλύπτη των νεκρικών αγγέλων.
Όμως, θάνατος δεν υπάρχει, αδέρφια. Μόνο η ζωή υπάρχει.
Ύστερα από εκείνο που λέμε θάνατο, τα φαινόμενα της μεταμόρφωσης εξακολουθούν.
Το οξυγόνο, το υδρογόνο, τα αέρια, τα μέταλλα, φεύγουν σε διάφορες μορφές, σμίγουν σε νέους συνδυασμούς και συντελούν στο σχηματισμό νέων ζωντανών οργανισμών.
Θάνατος δεν υπάρχει, παρά μόνο η κυκλοφορία των σωμάτων, η αλλαγή στην όψη της ύλης και της ενέργειας, η ακατάπαυστη ακολουθία της παγκόσμιας ζωής και δράσης.
Μόνο η γνώση είναι αυτή, που δεν αφήνει θέση στις κλαψιάρικες κερδοσκοπίες πάνω στη ψυχή, στον άλλο κόσμο, στο μηδέν, στη μετεμψύχωση, στα τσάκρα, στο μίζερο παιδεμό του θρήνου.
Όλες οι θρησκείες που κηρύττουν τη «μέλλουσα ζωή» και τον «καλύτερο κόσμο», έχουν σκοπό να κεντήσουν την καρτερική υποταγή σ’ εκείνους που τους γδύνουν και τους εκμεταλλεύονται.
Η ευλάβεια στους νεκρούς είναι βρισιά στην αληθινή λύπη.
Το να περιποιείται κανείς ένα μικροαστικό μαρμάρινο μαυσωλείο, να ντύνεται στα μαύρα, δεν φανερώνει την ειλικρίνεια του καημού του.
Ο καημός πρέπει να εξαλείφεται και τα πρόσωπα έχουν χρέος να αυτενεργούν μπροστά στο ανέκκλητο και το μοιραίο του θανάτου. Έχουν χρέος να πολεμούν τη συμφορά αντί να την εκθέτουν και να τη σεργιανούν σε γελοίες πομπές και ψεύτικες δεξιώσεις.
Κάθε μέρα κάθε ώρα κάθε στιγμή ο κεφαλαιοκρατικός μονοθεϊσμός σπέρνει το θάνατο με την κακή του οργάνωση, με την αθλιότητα που δημιουργεί, με την έλλειψη υγιεινής, με τις στερήσεις και την αμάθεια από τις οποίες υποφέρουν τα άτομα.
Οι άνθρωποι, είμαστε οι ίδιοι, οι αίτιοι και οι υπαίτιοι της κακομοιριάς μας.
Η ευλάβεια στους νεκρούς, επειδή βασίζεται πάνω στην αμάθεια, την ανοησία, την ευπιστία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, παρά μόνο με την υποκρισία και το φόβο μήπως πειράξουμε τις προλήψεις του γείτονα.
Η ευλάβεια των νεκρών φέρει θανατερά εμπόδια στην πρόοδο των ζωντανών.
Είναι η «προπατορική αμαρτία» το νεκρό βάρος, ο προμηθεϊκός βράχος που σέρνει η ανθρωπότητα.
Ενάντια στη φωνή της παγκόσμιας ζωής, που πάντα ξετυλίγεται, αντηχεί η φωνή του θανάτου, η φωνή των νεκρών, η σάλπιγγα της βασιλείας του θανάτου.
Ο Ιεχωβάς, που, από χιλιάδες χρόνια τώρα, τον φανέρωσε στο Σινά η πατριαρχική φαντασία ενός Μωυσή, υπαγορεύει ακόμα τους νόμους του.
Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, που πέθανε πριν από είκοσι αιώνες, κηρύσσει ακόμα την ηθική του.
Ο Βούδας, ο Κουμφούκιος, ο Λάο Τσε, διαλαλούν ακόμα τη σοφία τους. Και πόσοι άλλοι!
Ο θάνατος σήμερα δεν είναι μόνο το σπέρμα της σαπίλας που φέρνει η χημική αποσύνθεση του σώματος. Είναι κάτι περισσότερο.
Είναι η ακινησία που διαλέγουν οι ζωντανοί για να τον θαυμάσουν, να τον καθαγιάσουν, να τον θεοποιήσουν.
Είναι η οικογένεια, εκεί όπου μεταδίδονται τα ήθη και τα έθιμα, οι προγονικές πλάνες, ο φόβος, η συνήθεια, η ακινησία.
Είναι οι δρόμοι της θλίψης και της οργής, ο θανατόκοσμος της εργασίας, της πιο βαριάς θανατικής ποινής δια βίου.
Ο θάνατος είναι στο μάτι του φασίστα που κατοπτεύει τις επιθυμίες μας. Που πετσοκόβει τις κάβλες μας.