Αδέσποτα Κορμιά

Μας μούσκεψες σταυρέ του μαρτυρίου

ο μαραγκός
σκάλισε επάνω σου
τις άπειρες αρρώστιες του αιώνος

ένας Ιωσήφ αλίπαστο των ιερών δαγκάνων
μια εταιρία που ελέγετο Ηδονή
μες στα λερναία πλήθη και τους όνυχες

ω μήτρα της Μαριώς
στέμμα των δεσποτάδων και των kinky

οι ράπερς σου
ξεπλένουν με κρασί τα κοκαλάκια της μαμμάς
η Σαλονίκη σου μασχάλη των queer
οι δεσποτάδες σου ουράνια τεκνά
τα σινεμά σου κάστρα της ανίας

ελάτε λείχουσες λεσβίες
άραχνες σεξεργάτριες αδέσποτα κορμιά
παναγιώτατοι γρανάζια εβραϊκά και βαζελίνες

ελάτε γαμησόφτερνοι φασίστες
κιμπάρηδες νυμφομανείς

ελάτε να γιορτάσουμε την παρακμή της πατρικής φιγούρας

Προσευχούλες Του Γυμνού Εαυτού

Όλοι αυτοί οι κακομαθημένοι κηφήνες περιφέρονται στον κήπο της γνώσης, μιλούν αγγλικά, γράφουν ποιήματα για την κύρωση του ήπατος, ύμνους στη σοσιαλδημοκρατία των ρετιρέ, καταναλώνουν πάθη, ακονίζουν επιθυμίες.

Ουρλιάζουν πως η γνώση είναι δύναμη, όπλο, μπαζούκας.

Όλο για αγάπη ομιλούν, για γάτες, σκυλάκια, παιδάκια, βλέπουν το παλαβό πορνό της επικαιρότητας, δεν προλαβαίνουν να εμβαθύνουν σε τίποτε, κι αυτή είναι η σοφία τους.

Δεν ζουν τη ζωή, απλώς την αλέθουν όπως αλέθουν τα λόγια των άλλων.

Τρέφονται απ’ την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων(έτσι τα βρήκαμε) κι όχι απ’ το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών(θα τα αλλάξουμε όλα).

Η ομορφιά είναι διακόσμηση και η τέχνη η εμπορική συγχώρεση των ψυχικών διαταραχών.

Ο άνθρωπος στην προστατευτική στραγγαλιστική πόλη, στη μαμά και τις στοματικές απολαύσεις, στον ελεγχόμενο προαυλισμό και την επιτήρηση.

Αυτό το ιερό κοινωνικό μαντρί, χτισμένο με το οπλισμένο σκυρόδεμα της γνώσης, μας κάνει χαριτωμένους στα μάτια της θύελλας.

Κι όσοι αποκλίνουμε του κανόνος απουσιάζουμε, ονειροπολούμε ακολουθώντας κενά ίχνη, με όλη την έμφυτη μανία να απομονώσουμε τη γνώση απ’ το δηλητήριό της.

Κανείς όμως δεν μπορεί να μας πει αν είμαστε γεννημένοι για το σπήλαιο ή για την απλωσιά.

Ακόμη κι ο πιο ακλόνητος αναχωρητής βασανίζεται απ’ τον πειρασμό να μη μπορεί να αποφασίσει.

Παραδομένοι λοιπόν ανάμεσα στην απόκρυψη και την απογύμνωση. Μεταξύ δύο εχθρικών ονείρων, ανάμεσα σε δύο γεννητικά όργανα, τη μήτρα και το φαλλό.

Μελαγχολικοί αυτοκράτορες που δεν έχουμε που να κρυφτούμε, ξύνουμε τις πληγές μας και βουτάμε μέσα σ’ αυτές.

Τις δυσλειτουργίες της σκέψης τις ονομάζουμε πάθη της ψυχής.

Εξομολογούμεθα δημοσίως και αρειμανίως.

Αναγνωρίζουμε μονάχα έναν θεό. Έναν από μηχανής θεό. Έναν ηλεκτρισμένο νάρκισσο ισόμορφο με τη συμπαντική απεραντοσύνη, τον εγωιστή εαυτό μας, τον μοναδικό συνοδοιπόρο μπροστά στις αντιφάσεις του ζωικού παγανισμού.

……………………………
Ζωγραφιά του Roland Topor

Παιχνιδότοπος Ή Αυτοπορτραίτο Μελλοθάνατου Ηδονιστή

Η τρέλα, τού να θες να ξαναγίνεις παιδί, επωάζεται μέσα στο αυγό της ερωτικής φαντασίας.

Βλέπω τους φοβερούς δικηγόρους στο ξετύλιγμα των μυστικών. Τους επαγγελματίες ερεθιστές της κοινής γνώμης που πουτανεύονται ανάλογα με το ανεμολόγιο των συμφερόντων τους.

Το παιχνίδι όμως είναι πάντα ερωτικό, επίμονο μπροστά στην εκφορά του αισθήματος μιας στιγμιαίας μέθης, λυτρωτικό αφού, το αίμα που βγάζουν οι πληγές μου πάνω στο παιχνίδι είναι το ξεχείλισμα της σπλαχνικής χαράς.

Της χαράς που θα γίνει κάβλα, απογειώνοντας τους κραδασμούς της ασυνέχειας, της διάθλασης του χώρου και του χρόνου τη στιγμή του ιερού σπασμού.

Το παιχνίδι είναι ήδη μια παράβαση, η αρχή δηλαδή μιας οργανωμένης αταξίας, η άρνηση των κανόνων που φτιάξανε άνθρωποι της προγραμματισμένης χαράς.

Οι πρώτες ύλες του παιχνιδόκοσμου αντλούνται από έναν εσωτερικό πόλεμο, ασύμμετρο και χειμαρρώδη.

Από έναν πόλεμο μεταξύ των κομματιών του εαυτού, απ΄το ξερίζωμα της φυσικής αλήθειας των ενστίκτων.

Το πρώτο σωματικό παιχνίδι είναι το χάιδεμα του δέρματος.

Το άγγιγμα της σάρκας απ’ την ίδια τη σάρκα, τα δάχτυλα που αγγίζουν ευαίσθητες περιοχές, την ατόφια γυμνή μας ύπαρξη που συστέλλεται μπροστά στην παγωμένη και κοφτερή ανάσα του κενού.

Οι στρατιώτες που τρέχουν μπροστά με το όπλο τους στον πόλεμο πηγαίνουν σ’ ένα παιχνίδι δίχως γυρισμό.

Από τα ξύλινα σπαθιά και τα πλαστικά περίστροφα, δηλαδή τη βασική εκπαίδευση στον συμφωνημένο κατατρεγμό, ξεγλιστρούν στο πεδίο της μάχης, διαμελισμένοι ανάπηροι και τρελοί.

Έθνος πατρίδα οικογένεια θεός εταιρία, γίνονται η νέα υπαρξιακή παιχνιδομηχανή, το ιδεαλιστικό λούνα παρκ του χλιαρού έρωτα των σωμάτων, η σφραγίδα του πολιτισμού πάνω στο ιερό αιματοκύλισμα.

Το πρώτο και τελευταίο ερωτικό παιχνίδι είναι το παιχνίδι του εαυτού με τον εαυτό. Τα παιδιά και οι γέροι μαλακίζονται, παίζουν με το σώμα τους, δια της τριβής και της ψαύσεως.

Τα αγοράκια χουφτώνουν με την παλάμη τους την ψωλή, τα κοριτσάκια τρίβουν με τα δάχτυλα την κλειτορίδα και τα χείλη του αιδοίου, ανακαλύπτοντας μια παραδείσια κατάσταση, μια μικρή ψυχική καταιγίδα που θα φέρει για λίγο τη λιακάδα και τη διαύγεια, το ξαλάφρωμα απ’ τη φοβερή ένταση της θανατοφοβίας που προκαλεί η επέλαση της γνωστικής αλαζονείας.

Το παιχνίδι της μαλακίας του ανήλικου κόσμου γίνεται το παιχνίδι του ερωτισμού στον ενήλικο κόσμο.

Καμιά τρύπα και καμιά σχισμή δεν διαθέτει ιερότητα. Το παιχνίδι είναι εκεί για να βεβηλώσει, να ναρκοθετήσει το φυσιολογικό, το κανονικό, το ηθικό.

Η τριβή δεν είναι ντροπή, ούτε αμαρτία.

Έφηβοι τρίβουμε την ψωλή μας, χαϊδεύουμε τα αρχιδάκια μας, παίζουμε με το μουνί μας, προπονούμε το σώμα στην ευχαρίστηση, στο μέγα υπαρξιακό παυσίπονο του έρωτα.

Η ερωτική μέθη δεν αναγνωρίζει κανονικότητες.

Το στόμα κι ο πρωκτός συμμετέχουν ισάξια στον ερωτικό κανιβαλισμό.

Η γλώσσα μπορεί να τρυπώσει παντού, ακόμα και στις πιο απροσπέλαστες ονειρώξεις.

Όταν Έκλασε η Μπάρμπι Ή Πως η Μπέλα ανακάλυψε το γαμήσι και το θεό

Ο Yorgos Lanthimos έκανε μια Μπάρμπι για τις κουλτουριάρες και τους κουλτουριάρηδες, έναν εξωφρενικό παραμυθόκοσμο ανάλογο του πλούτου της κινηματογραφικής παραγωγής, απλωμένο μεθυστικά μέσα στο διακοσμητικό όργιο μιας παρηκμασμένης αστικής φιληδονίας.

Εδώ το εμπόρευμα είναι ο φεμινιστικός απόηχος της πνιγμένης, της κονιορτοποιημένης γυναίκας, που την ξαναγεννά η αντρική παράνοια, αφού η επιστήμη γίνεται το επίσημο εργαλείο της πατριαρχίας, το υποπόδιο μιας διεστραμμένης ευγονικής που κατασκευάζει σούπερ ήρωες.

Ο σούπερμαν, ο σπάιντερμαν, ο κάπτεν αμέρικα είναι οι παρένθετοι γονείς της Ωραίας.

Μια κατασκευή εργαστηρίου, ένα κριτικό υπόμνημα στον επιστημονικό φονταμενταλισμό.

Είναι η ίδια λαιμαργία για περιέργεια που οδήγησε τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες στην Αμερική, η ίδια αλαζονεία που έφτιαξε την ατομική βόμβα, ο ίδιος τεχνολογικός πολιτισμός που αποκτά μια διεστραμμένη εξουσία, ανακυκλώνοντας θεολογικά ιδεολογήματα για να τα πουλήσει ως αξίες της new age.

Όταν η παρακμή φτάνει στο μεδούλι η μητρόπολη κάνει τέχνη τον οντολογικό σπαραγμό του καταπιεσμένου, αναπαριστώντας τις σύγχρονες κοινωνίες καθολικά ίδιες μ΄ένα τεράστιο μπουρδέλο, θλιβερό και ζοφερό, με όλο το σουρεαλιστικό άλγος της φαντασίας, με ολόκληρο τον εικονοκλαστικό απόηχο της μανίας για κατανάλωση και συσσώρευση, με την αισθητική του βιντεοκλίπ και της ευρυγώνιας ψευδαίσθησης.

Στον κόσμο της σεξεργασίας και της στέρησης μόνο το χόλυγουντ μπορεί να συντηρεί την ιδέα της χειραφέτησης, μπολιασμένη όμως πάντα με το ισχυρό δηλητήριο της πολιτικής ορθότητας.

Οι σκηνοθέτες του κλιματιζόμενου εφιάλτη ανακαλύπτουν πάντα το σεξ αφού αυτό λειτουργεί ως σανίδα σωτηρίας της αμηχανίας τους αλλά και της υπογραφής που βάλαν στο μεγάλο συμβόλαιο που πρέπει να τηρήσουν ώστε να μπορούν να βρουν και αύριο παραγωγικά εκατομμύρια για τις ταινίες τους.

Η Μπάρμπι για να έχει αξία πρέπει να κουμπώσει πάνω στο αρνητικό της. Να γίνει άγρια όμορφη, μωλωπισμένη απ’ το πείσμα της να αρέσει, διαστρεβλώνοντας όλα τα στερεότυπα μέσα σ’ ένα περιβάλλον άκρατης δυστοπίας, σχεδόν παραμορφωτικής, όλων των νόμων αλλά και όλων των πραγμάτων.

Αιφνίδια μια μανία κυριεύει το Ον. Μια ασθένεια ανάλογη με τη λύσσα των σκυλιών. Σάμπως κάποια λυσσασμένη σκύλα να είχε υποκαταστήσει την προσωπικότητά της με την ορμή του ενστίκτου.

Αυτός ο σκοτωμός της προσωπικότητας, ο θάνατός της, προς στιγμή δίνει τη θέση στη σκύλα, η οποία εκμεταλλεύεται τη σιωπή, την απουσία της νεκρής προσωπικότητας, αφού η επάνοδός της θα την πάγωνε, θέτοντας τέρμα στην ηδονή όπου είχε βυθιστεί.

Μολονότι η βία του θανάτου ανατρέπει εξ ολοκλήρου και τελεσίδικα το οικοδόμημα της ζωής, η σεξουαλική βία ανατρέπει τη δομή του οικοδομήματος.

Όντως η χριστιανική θεολογία που έχει αναλάβει την αστυνόμευση των ενστίκτων, εξομοιώνει με το θάνατο την ηθική κατάρρευση που ακολουθεί το σαρκικό αμάρτημα.

Η ρομαντική αντιθεολογία της γκότθικ κουλτούρας ανθίζει μέσα απ’ τη βαρβαρότητα της υπέρμετρης ατομοκρατίας και την παραφροσύνη της επιστήμης, αφού υπογραμμίζει το τέλος του κόσμου απ’ την παύση της ζεστασιάς.

Η ανάκληση του θανάτου, συμβολικά εικονογραφημένη απ’ τις συκωταριές και τις νεφραμιές που πάλλονται, μπορεί να εμπλακεί με τους ηδονικούς σπασμούς.

Χωρίς την προφάνεια της παράβασης, συμβαίνει να μη νοιώθουμε πια αυτό το συναίσθημα της ελευθερίας που απαιτεί η πληρότητα της σεξουαλικής ικανοποίησης.

Η αφροδίσια δραστηριότητα αποσπάται από τη ζωική απλότητα. Ουσιαστικά είναι μια παράβαση. Η παράβαση όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ανθρώπινο καθεστώς που οργανώνεται από τη δραστηριότητα της εργασίας.

Η ίδια η παράβαση που συντελείται στην κοινωνία του θεάματος είναι ουσιαστικά οργανωμένη.

Είναι το κεντρί του αιχμηρού επιθετικού μητροπολιτικού καπιταλισμού που μπορεί να δεχτεί τη φύση μόνο ως διακόσμηση. Που μπορεί την ίδια στιγμή που την καταστρέφει να της πλέκει το εγκώμιο, όπως την ίδια στιγμή βιασμού της γυναίκας και των παιδιών ανθίζει ο φεμινισμός και ο παιδοκεντρισμός ως νομικό δικαίωμα.

Ο πλούτος και η δύναμη έχουν ως δικλείδες ασφαλείας ισχυρά συστήματα ελέγχου των ανθρώπινων παρορμήσεων.

Στη σύγχρονη σεξοφοβική κοινωνία, με μοντέλο και πρότυπο τον αμερικάνικο προτεσταντισμό, όπου όλοι τείνουν να γίνουν πωλητές της Βίβλου ώστε να μπορούν να αγοράζουν καλοζωία, τα παιδιά όχι μόνο δεν αγαπιούνται αλλά επιτηρούνται με αστυνομικό τρόπο. Το σχολείο γίνεται ο τόπος παρκαρίσματος, η αποθήκη για την τοποθέτηση των μικρών κατά το χρόνο της αναγκαστικής εργασίας των γονέων.

Η μόνη παιδεραστία ηθικά αποδεκτή είναι αυτή της αγοράς. Τα παιδιά τρέφονται από μια πραγματική εμπορική παρενόχληση ώστε να γίνουν καταναλωτές.

Αυτή η παιδοφιλία θεωρείται ηθική δεδομένου ότι είναι κερδοφόρα.

Οι γυναίκες και τα παιδιά είναι οι σπουδαίοι πελάτες του μεγάλου καταναλωτικού μπουρδέλου αφού είναι μαζί και εμπορεύματα.

Όλα ερμηνεύονται απ’ την κακιά διεστραμμένη ανθρώπινη φύση, το κεφάλαιο και οι τάξεις δεν είναι παρά οι καρικατούρες της φύσης αυτής.

Η αναπαράσταση λοιπόν, γίνεται με όρους ψυχολογικούς, παράγοντας μιαν απολίτικη διάθλαση της αλήθειας, μπροστά σε καταναλωτές εικόνων που περιφέρουν το πτώμα της δικιάς τους σταυρωμένης ατομικότητας, αφού το πιο επιδραστικό όπιο δεν είναι παρά το χρήμα που λειτουργεί ως παραισθησιογόνο μπροστά στα νεκροταφεία του αυθορμητισμού και της φαντασίας, της ελευθερίας και του πάθους.

Το γαμήσι για τη βαριά βιομηχανία του κινηματογράφου είναι μια εργαλειοποιημένη διαδικασία.

Τα μεγάλα ταλέντα της διαφήμισης και του marketing, όπως ο Giorgos Lanthimos, ξέρουν τους όρους του παιχνιδιού μιας και το αξίωμα της επιτυχίας λέει πως το δημιούργημά σου έχει αξία μόνο όταν μπορείς να το πουλήσεις.

Το Βλέμμα Του Σαλιγκαριού

Ξεχνάμε γρήγορα τον κόπο με τον οποίο μεταδίδουμε στα παιδιά μας τις απέχθειες που μας συγκροτούν.

Δια της μιμητικής διδάσκουμε αλλά και δια της βίας, την αλλόκοτη πλάνη που είναι η αηδία, κληροδοτώντας το μίασμά της σε αναρίθμητες γενιές παιδιών.

Η φρίκη που μας καταλαμβάνει μπροστά στα πτώματα,-που τη βιώνουμε ως στιγμιαία σηψαιμία του χωροχρόνου- γειτονεύει με το συναίσθημα που έχουμε για τις υπογάστριες αφοδεύσεις μας.

Ανάλογη είναι η φρίκη που νοιώθουμε για τις όψεις του αισθησιασμού που χαρακτηρίζουμε αισχρές.

Η αισχρότητα γειτονεύει με τη σκατολογική μας αποστροφή.

Οι αφροδίσιες συμπεριφορές εκκρίνουν αποπατήματα, σκατουλάκια, ιδρώτες, αίματα, κάτουρα.

Συγκρινόμενος με τα ζωύφια, ο οργανισμός του θηλαστικού μας εαυτού είναι μια άβυσσος ανάλωσης παράλογων ποσοτήτων ενέργειας.

Μέσα στον καταχθόνιο κύκλο της σήψης και της αηδίας ψάχνουμε το ιερό, θεωρώντας γελοιωδώς, πως θα φρενάρουμε τον καταβροχθισμό μας.

Τα φυτοφάγα καταβροχθίζουν σωρούς από ζώσες φυτικές ουσίες, προτού καταβροχθιστούν με τη σειρά τους απ’ τα σαρκοφάγα.

Το μόνο που βασιλεύει είναι η άγρια αρπαγή, η ατελεύτητη επισώρευση ανεξάρτητων ουσιών που έχουν διαβρωθεί από το θάνατο.

Όσο πιο σπάταλη είναι η μεθόδευση που γεννά τη ζωή, τόσο πιο δαπανηρή είναι η παραγωγή νέων οργανισμών.

Η μέριμνα και η ανησυχία να παράγουμε το μέγιστο αποτέλεσμα με την πιο πενιχρή δαπάνη προσιδιάζει στον έμπορο, στον καπιταλιστή, στο διευθυντή της εταιρίας, στο μεμονωμένο άτομο που μεταπωλεί ελπίζοντας να καταβροχθίσει τελικά συσσωρευμένα αγαθά που θα μεταβολίσουν τη ματαιοδοξία και το υπαρξιακό αδιέξοδο.

Η ανθρώπινη ζωή ρέπει αγωνιωδώς προς τη σπατάλη, αγωνιωδώς μέχρι το σημείο όπου η αγωνία δεν είναι πλέον υποφερτή.

Τα γερασμένα όντα είναι αυτά που θα ξεγεννήσουν τη νεότητα μέσα στη σωρευτική βακχεία των ζωτικών δυνάμεων.

Το αποκρουστικό σκατό είναι αυτό που πραγματικά μας θρέφει και μας δυναμώνει.

Ενάντια στις φλυαρίες των ηθικολόγων, μια πυρετώδης ένταση μέσα μας, απαιτεί από το θάνατο να επιτελέσει τις καταστροφές του με δικά μας έξοδα, μιας και η ίδια η φύση απαιτεί από τα όντα να μετάσχουν στη μανία καταστροφής που την εμψυχώνει.

Μέσα σ’ αυτό το όργιο της συνεχούς εκμηδένησης δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε το θάνατο απ’ τη σεξουαλικότητα.

Η σεξουαλικότητα και ο θάνατος είναι οι οξείες στιγμές μιας γιορτής, ενός οργίου που τελεί η φύση μέσω της ανεξάντλητης πολλαπλότητας των πλασμάτων της.

Οι εραστές αλληλολείχονται γλείφοντας τα ερωτικά τους όργανα, εκλαμβάνοντας το όργιο της φύσης σαν ένα αδιαίρετο σύμπλεγμα.

Το γλειφομούνι κλεισμένο στην κόγχη της ιερότητάς του, η γλώσσα που προσπαθεί να τρυπώσει στον πρωκτό, η ψωλή που γεμίζει το στόμα φτάνοντας να ηδονίζεται απ’ τους λαρυγγικούς σπασμούς της ανατομικής ιδιοτροπίας, το τρίψιμο των δαχτύλων πάνω στα μουνόχειλα, οι δονήσεις της μήτρας απ’ τον παροξυσμικό σπασμό της κάβλας, η διολίσθηση μέσα στον αιματόδετο αγωγό των περιττωμάτων, το πηγαινέλα της ζωής και του θανάτου για να μας χαρίσει μια μεγάλη ασύμμετρη χαρά, ένα στιγμιαίο λιγόστεμα του πόνου.

Πλήξη, Ανία Και Ατέλειωτη Ωδή Στη μαλακία

Μπορεί να είναι pop art

Η ζωή είναι ένα μεγάλο πάρτι που στο τέλος όλοι πεθαίνουν από βαρεμάρα.

Όλα τα καλλιτεχνικά μουρμουρητά,-αυτή η οχληρή παρηγοριά στον άρρωστο ανθρωπάκο, από μπάτσους, μπουρζουάδες, ψυχολόγους, προσκυνητές, μακριά απ’ τα ουσιώδη της ζωής, μακριά απ’ τη βιωμένη κάβλα και τη δύναμη των εξεγερμένων επιθυμιών-δεν είναι παρά η τελευταία ένδοξη πορδή του νεκρού.

Τα ρομπότ της λογοτεχνίας, οι σπεσιαλίστες αυνανιστές της στίξης, τα μαντρόσκυλα που γοητεύονται απ’ τη μπουρζουάδικη αναρχία και τα χρήματα, κουλουριάζονται γύρω απ’ τις κλιματιζόμενες κωλοτρυπίδες τους προστατεύοντας το σύστημα που τους πετά στα μούτρα το χρυσωμένο ξεροκόμματο.

Αυτό το κομφορμιστικό χάσιμο χρόνου, αυτή η σπουδή στην αστική πλήξη και ανία, αυτή η παγίδα των θαυμασμών και της ψεύτικης ευαρέσκειας, το θέαμα από σύννεφα χλωρίου και προβολείς αίματος, αυτό το παρδαλό ανηδονικό παραλήρημα του δικαιωματισμού μέσα στον πιό θανατολάγνο χριστιανοφασισμό δεν είναι παρά η διακόσμηση του νέου διανοητικού μεσαίωνα.

Κάθε τι λαϊκό πασαλείφτηκε απ’ το μπουρζουάδκο κιτς, κάθε τι επαναστατικό κλείστηκε στις παρηγορητικές θεραπείες των κυνσέπ εξαρχείων και του νεοφιλελεύθερου πασιφισμού.

Μια αέναη εικονοκλαστική διαμαρτυρία δυστυχισμένων καλλιτεχνών, τραυματισμένων από μαμαμπαμπάδες, βυθισμένων μέσα στην υπεραφθονία των εικόνων της συντέλειας, περιμένοντας την αναγνώριση απ’ τη Στέγη Γαμάτων και τεκνών, μέσα στη λυσιτελή και πλήρη ασημαντότητά τους.

Μόνο το όνομα στη μαρκίζα, να θυμίζει κάποτε την εποχή του κατατρεγμού, που ότι πέρασε πέρασε σωστά, υμνώντας τα μηχανοποιημένα απολιθώματα που δεν μίλησαν.

Βελούδινοι σπασμοί και ήχοι πλυντηρίων, απελπισμένοι νέοι που βάφουν το πουλί τους στα χρώματα της επανάστασης του κώλου, γαριδάκια που μυρίζουν μουνί και καταδικασμός της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Σημειώσεις για τη Μητέρα Γη του Andrey Surnov

Η Μητέρα Γη του Andrey Surnov, θυμίζει άμεσα τους Αϊτινούς του Gaugin, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακά ρεαλιστικό ψηφιακό μύθο, ερωτικό και αισθησιακό σε υποσυνείδητο επίπεδο.

Αφήνει τη μαγεία να ξεγλιστρήσει στην εικόνα, δίνοντας μια ειρωνική ερμηνεία της ερωτικής αίσθησης. Κάτι που δεν χρειάζεται ένα ρομαντικό σκηνικό για να εκφραστεί.

Σε πρώτο πλάνο ο μητρικός κόσμος που περικυκλώνει τα αντικείμενα. Το σώμα που συγγενεύει με το μεγαλειώδη καρπό, διαστρεβλώνοντας τα πρότυπα ομορφιάς, κάνοντας το ίδιο το γυναικείο κορμί Γη, δηλαδή κοιτίδα όλων των πλασμάτων που την κατοικούν.

Στους τοίχους τα πορτρέτα των σοφών ή των σωτήρων. Οι άντρες που κοιτάζουν αλλά δε βλέπουν, που εξουσιάζουν αλλά δεν έχουν, αφού η αναρχική φύση της μητέρας γης τους κρατά απολιθωμένους μέσα στο γίγνεσθαι ενός παρόντος που κλείνει με ζήλο το μάτι στην φθορά.

Το σώμα επισκιάζει τον κόσμο των πραγμάτων. Η κοιλιά και το στήθος δίπλα στον ανοιχτό καρπό μοιάζουν παράγωγα της ίδιας εξελικτικής δύναμης.

Δίπλα στα ζουμιά και τα σπόρια του καρπουζιού, που θαρρείς άνοιξε για να ταΐσει την ανθρώπινη ανάγκη και περιέργεια, πέρα απ΄το καλό και το κακό.

Η ομορφιά δεν είναι απολιθωμένη πάνω σε ένα πρότυπο αναλογιών υπαγορευμένο από τους κανόνες και τη μετρική των σοφών. Είναι απλώς αυτό που αφήνει η σμίλη του χρόνου, η επιθυμία του σώματος να είναι σώμα και τίποτε άλλο.

Αυτό το σώμα που οι ανθρωποδιορθωτές των θρησκειών έλεγαν πάντα πως υπάρχει απλώς για να χωνεύει και να αποβάλει μεταφέροντας το πνεύμα εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ εν τόπο αναψύξεως.

Εδώ δεν υπάρχει ένας καταπιεσμένος οργασμός, σαν αυτόν που επιβάλει η καθημερινότητα του πολιτισμού αφήνοντας την ηδονή να απλωθεί σαν την μορφίνη μέσα στις φλέβες.

Η κοιλιά και ο καρπός είναι η ουσία αλλά και η ένδοξη σπατάλη όλων των ουσιών. Η φύση είναι ακραία σπάταλη και πληθωρική.

Ο καλλιτέχνης αφήνει να μας περικυκλώσει από παντού ο μητρικός κόσμος απ΄τον οποίο δραπετεύσαμε τη στιγμή της γέννησής μας. Υπογραμμίζει στα μάτια μας τη διεστραμμένη ανάγκη να εκθέτει κανείς το σώμα του όπως είναι, να καυχιέται για την ασχήμια του, να επιδεικνύει ακόμα και τη δυστυχία του, να γυμνώνει το κρυμμένο μες στις πτυχώσεις εφήβαιο, υποχρεώνοντας τον κόσμο να το κοιτάξει.

Η Τελευταία Φροντίδα Ή Γιατί Τα Κορίτσια αγαπούν Το Γλειφομούνι Κι όχι Το Θάνατο

Όλες μας οι γιορτές, όλες μας οι δοξολογίες, είναι επέτειοι θανάτων και σφαγών.

Ο άνθρωπος πιστεύει ακόμα στον Παράδεισο της αυριανής μέρας, στους θεούς της εκδίκησης και της συγγνώμης.

Οι νεκροί φράζουν τις πολιτείες, τους δρόμους, τις πλατείες. Τους συναντά κανείς μαρμαρένιους, πέτρινους και χάλκινους. Οι πλατείες φέρνουν τους τίτλους τους, ή τους τίτλους των κατορθωμάτων τους.

Αρέσει στους ζωντανούς να θάβουν κοντά στις κούνιες των παιδιών τους, σωρούς από αποσυντεθειμένες σάρκες, ψοφίμια, κάθε λογής αρρώστιες.

Οι άνθρωποι που δεν σέβονται καθόλου το ζωντανό τους οργανισμό, που τον εξασθενούν, τον δηλητηριάζουν, τον βάζουν σε κίνδυνο, ξαφνικά παίρνουν έναν κωμικό σεβασμό για το λείψανό τους, τη στιγμή που έπρεπε να το ξεφορτωθούν μια ώρα αρχύτερα.

Η ευλάβεια στους νεκρούς είναι μια από τις πιο χοντρές και αδιατάρακτες πλάνες των ζωντανών. Είναι ένα υπόλειμμα των θρησκειών που υπόσχονται τον παράδεισο.

Άντρες θα σκάψουν τη γη, θα πελεκήσουν την πέτρα και το μάρμαρο, θα χύσουν μέσα στα σκληρά καλούπια το ζουμί της φωτιάς φτιάχνοντας σιδερένια κάγκελα, φτιάχνοντας σε όλους εμάς ένα σπίτι, για να θάψουν το ιερό συφιλιδικό μας πτώμα.

Γυναίκες θα υφάνουν τα σάβανα, θα φτιάξουν τα τεχνητά λουλούδια, τα στέφανα, θα σχηματίσουν τα μπουκέτα, για να στολίσουν το σπίτι που θα ξεκουραστεί το αποσυντεθειμένο πτώμα, αντί να βιαστούν να εξαφανίσουν τις εστίες αυτής της φθοράς.

Μιαν αγέλη ερασιτεχνών θεατρίνων θα σεργιανίσει αυτούς τους σάρκινους σωρούς μέσα σε νεκροφόρες, στους δρόμους και τα σοκάκια.

Οι άνθρωποι δέχονται την υποκρισία των νεκροφάγων, εκείνων που τρώνε τους νεκρούς, από το παπά που δίνει τον αγιασμό και το αντίδωρο, μέχρι τον έμπορο του αιώνιου οικοπέδου, από τον πωλητή των στεφάνων μέχρι το γλύπτη των νεκρικών αγγέλων.

Όμως, θάνατος δεν υπάρχει, αδέρφια. Μόνο η ζωή υπάρχει.

Ύστερα από εκείνο που λέμε θάνατο, τα φαινόμενα της μεταμόρφωσης εξακολουθούν.

Το οξυγόνο, το υδρογόνο, τα αέρια, τα μέταλλα, φεύγουν σε διάφορες μορφές, σμίγουν σε νέους συνδυασμούς και συντελούν στο σχηματισμό νέων ζωντανών οργανισμών.

Θάνατος δεν υπάρχει, παρά μόνο η κυκλοφορία των σωμάτων, η αλλαγή στην όψη της ύλης και της ενέργειας, η ακατάπαυστη ακολουθία της παγκόσμιας ζωής και δράσης.

Μόνο η γνώση είναι αυτή, που δεν αφήνει θέση στις κλαψιάρικες κερδοσκοπίες πάνω στη ψυχή, στον άλλο κόσμο, στο μηδέν, στη μετεμψύχωση, στα τσάκρα, στο μίζερο παιδεμό του θρήνου.

Όλες οι θρησκείες που κηρύττουν τη «μέλλουσα ζωή» και τον «καλύτερο κόσμο», έχουν σκοπό να κεντήσουν την καρτερική υποταγή σ’ εκείνους που τους γδύνουν και τους εκμεταλλεύονται.

Η ευλάβεια στους νεκρούς είναι βρισιά στην αληθινή λύπη.

Το να περιποιείται κανείς ένα μικροαστικό μαρμάρινο μαυσωλείο, να ντύνεται στα μαύρα, δεν φανερώνει την ειλικρίνεια του καημού του.

Ο καημός πρέπει να εξαλείφεται και τα πρόσωπα έχουν χρέος να αυτενεργούν μπροστά στο ανέκκλητο και το μοιραίο του θανάτου. Έχουν χρέος να πολεμούν τη συμφορά αντί να την εκθέτουν και να τη σεργιανούν σε γελοίες πομπές και ψεύτικες δεξιώσεις.

Κάθε μέρα κάθε ώρα κάθε στιγμή ο κεφαλαιοκρατικός μονοθεϊσμός σπέρνει το θάνατο με την κακή του οργάνωση, με την αθλιότητα που δημιουργεί, με την έλλειψη υγιεινής, με τις στερήσεις και την αμάθεια από τις οποίες υποφέρουν τα άτομα.

Οι άνθρωποι, είμαστε οι ίδιοι, οι αίτιοι και οι υπαίτιοι της κακομοιριάς μας.

Η ευλάβεια στους νεκρούς, επειδή βασίζεται πάνω στην αμάθεια, την ανοησία, την ευπιστία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, παρά μόνο με την υποκρισία και το φόβο μήπως πειράξουμε τις προλήψεις του γείτονα.

Η ευλάβεια των νεκρών φέρει θανατερά εμπόδια στην πρόοδο των ζωντανών.

Είναι η «προπατορική αμαρτία» το νεκρό βάρος, ο προμηθεϊκός βράχος που σέρνει η ανθρωπότητα.

Ενάντια στη φωνή της παγκόσμιας ζωής, που πάντα ξετυλίγεται, αντηχεί η φωνή του θανάτου, η φωνή των νεκρών, η σάλπιγγα της βασιλείας του θανάτου.

Ο Ιεχωβάς, που, από χιλιάδες χρόνια τώρα, τον φανέρωσε στο Σινά η πατριαρχική φαντασία ενός Μωυσή, υπαγορεύει ακόμα τους νόμους του.

Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, που πέθανε πριν από είκοσι αιώνες, κηρύσσει ακόμα την ηθική του.

Ο Βούδας, ο Κουμφούκιος, ο Λάο Τσε, διαλαλούν ακόμα τη σοφία τους. Και πόσοι άλλοι!

Ο θάνατος σήμερα δεν είναι μόνο το σπέρμα της σαπίλας που φέρνει η χημική αποσύνθεση του σώματος. Είναι κάτι περισσότερο.

Είναι η ακινησία που διαλέγουν οι ζωντανοί για να τον θαυμάσουν, να τον καθαγιάσουν, να τον θεοποιήσουν.

Είναι η οικογένεια, εκεί όπου μεταδίδονται τα ήθη και τα έθιμα, οι προγονικές πλάνες, ο φόβος, η συνήθεια, η ακινησία.

Είναι οι δρόμοι της θλίψης και της οργής, ο θανατόκοσμος της εργασίας, της πιο βαριάς θανατικής ποινής δια βίου.

Ο θάνατος είναι στο μάτι του φασίστα που κατοπτεύει τις επιθυμίες μας. Που πετσοκόβει τις κάβλες μας.

Χορεύοντας Ροκ εντ Ρολ μ’ έναν τσολιά

Μπορεί να είναι pop art 1 άτομο

ο αγγελάκας κάνει χρυσές δουλειές με την ονάσις στέγκι, κάθε αντισυμβατικός, δηλαδή κάθε ανήσυχος που άρχισε καριέρα στην αναρχία, θα περάσει σήμερα-αν θέλει να επιβιώσει καλλιτεχνικά-από το νιάρχος, να του κάνει τσεκ πόιντ ο στάθης καλύβας, θα περάσει απ’ το λάτσειο και απ’ το μπενάκειο να κάνει κονσομασιόν αλά γκρέκα

η μεγαλύτερη μπίζνα στην ελλάδα υπήρξε η λεγόμενη αναρχία αφού οι πιο επιδραστικοί αναρχικοί υπήρξαν οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες

όσοι είχαν δεξιό μπαμπά για να ξορκίσουν την επιβεβλημένη πατριαρχία πήγαν εξάρχεια και γίναν κλώσες της αυτοθέσμισης και του φαντασιακού πανζουρλισμού

το άτομό τους έγινε το κέντρο του σύμπαντος και το κέντρο του κέντρου όπου όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω απ΄το μέγα τίποτα

ο μπουκόβσκι έγινε ο ήρωας της χωριατοπούλας που έψαχνε μπαμπά αμερικάνο που γλείφει βρώμικα μουνιά πίνοντας γράσο με αλοκόλ

βοήθησε εκδότες εμπόρους μεταφραστές να πιάσουν φράγκα πουλώντας ακριβά τη μουχλιασμένη αντικουλτούρα της μεταπολεμικής αμερικής στους αμόρφωτους χάνους του ελληνικού ορθόδοξου σχολείου τού πατρίς θρησκεία οικογένεια κατανάλωση

η αντικουλτούρα έγινε μουσειακό έκθεμα για καταπιεσμένους μικροαστούς που θέλουν τη τζούρα τους πριν φάνε μαγειρίτσα στην πεθερά

ο πολιτισμός έγινε ο μεγάλος γκουβάς της εξουσίας για ματαιόδοξα τυπάκια

για κάθε αγγελάκα που μας σκοτίζει τ’ αρχίδια με τη σιδερωμένη του μανιέρα

για κάθε ρουφήχτρα που δίνει άφεση αμαρτιών σε όσους μας πίνουν χρόνια τώρα το αίμα αρμέγοντας δημόσιο χρήμα

πνίγοντας κάθε φωνή αλήθειας και αντίστασης

τα ιδρύματα πολιτισμού είναι σήμερα τα πλυντήρια του μαύρου χρήματος και της μαύρης ζωής

το καλό πρόσωπο των μαφιόζων και των γκάνγστερς που φιλανθρωπούν ασυστόλως

που ενδιαφέρονται για το μαστό μας και τον προστάτη μας

που κάνουν εκστρατείες για τις γυναικοκτονίες

αφού πρώτα έχουν καταγαμήσει τη γυναίκα αλλά και τον άνθρωπο σκοτώνοντας, πνίγοντας, δολοφονώντας, για να βγάλουν κι άλλα φράγκα

να επενδύσουν σε νέες φιλανθρωπίες και νέους ορίζοντες εξαχρείωσης

Περί Του Αγίου Κώλου-Εισαγωγή Στα Κολάζ Του Ηλία Πετρόπουλου-

Το παρελθόν δεν αγοράζεται. Διατηρεί την κυριαρχικότητά του. Στα κολάζ του Πετρόπουλου η λύπη και η αμαρτία απουσιάζουν. Τα κομμάτια μόνο της γιορτής, σαν θραύσματα τακτοποιημένα με αγνότητα.

Καμιά αχτίδα λογικής μέσα στον παράλογο κόσμο. Πάντα τα κορίτσια γυμνά στην ανοιχτωσιά της απόλαυσης.

Οι ντροπές γίνονται νοσηρές ψευδαισθήσεις.

Όσοι τόλμησαν να μας τρομάξουν μας αγαπούν.

Ως μέσα στο αναπόφευκτο βασίλειο των ηλιθίων πρέπει να συρθείς. Στην εκκλησία και το μπουρδέλο. Στον υπόκοσμο της μυστικής ηδονής. Ένας κόσμος πέρα απ’ τον κόσμο αλλά βαθειά μέσα σ’ αυτόν. Κομμάτια χαράς από σοβάδες της μνήμης.

Αβόλευτος στα Παρίσια ο Πετρόπουλος, χωρίς πίστη, αμολούσε κάθε τόσο το Σάτυρο, κόβοντας ένα κομμάτι σάρκας για να το κολλήσει στο σκοτάδι της αγωνίας.

Μόνο έχοντας χάσει κάθε φόβο μπορεί η συνείδηση να γίνει τόσο αλαζονική και ταυτόχρονα ατενής στο βλέμμα της από τρόμο. Και μόνον όποιος δεν έχει πια φόβο μπορεί να μιλάει τόσο πλουσιοπάροχα και σχεδόν δαιμονισμένα για το γαμήσι και τον θάνατο.

Οι μαγείες όλες είναι κατασκευές. Ο ήλιος μόνο. Η πηγή των παρθένων και των δακρύων. Το χαρτί, το ψαλίδι, η κόλλα.

Το βλέμμα όλων μας αιχμηρό, ψάχνει σωτηρία στο γυμνό κορίτσι.

Το φεγγάρι βλέπει. Ένα γυμνό αιδοίο πάνω στο περσικό χαλί. Περιμένει. Είναι η ωμότητα βαθύτατα συγγενική προς την ηδονή.

Τώρα που διαβάζουμε τα βιβλία της Αποκάλυψης σαν οδηγίες χρήσης για μαστορέματα. Τώρα που λεηλατούμε τις προφητείες και κατεβάζουμε με τη βία όσα στην πραγματικότητα ήταν για να μας ανυψώσουν.

Είμαστε παιδιά και το παιχνίδι μας είναι διαφωτισμός μέχρι τύφλωσης.

Πολεμάμε όπως παίζουμε. Παίζουμε όπως πολεμάμε. Καμιά προσδοκία για σωτηρία εδώ. Μόνο η διαρκής λιποταξία απ’ τη σοβαρότητα. Ο πυροβολισμός της πλήξης και της ανίας. Το θαύμα εκείνο της γέννησης. Το μόνο θαύμα. Η χαρά της ζωής. Η αχόρταγη κλειτορίδα που θέλει τόσο παράλογα να τριφτεί, να προσκυνηθεί και να λατρευτεί.

Ο κόσμος των ηθικολόγων αγαπά τη διακόσμηση. Την τέχνη που διακοσμεί τον κατευνασμό. Την τέχνη που αγοράζουν οι εφοπλιστές για να την ξεράσουν στα πεδία των μαχών. Εχθρικά χωρισμένες αλήθειες στον κοινό μας γκρεμό.

Εδώ ανοίγει η αυλαία και εμφανίζεται ένας κώλος. Ο Άγιος Κώλος.

Κυρίες και κύριοι, ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά μια μουνόψειρα που λατρεύει τον κώλο.

Το μουνί κι ο ήλιος

Ο ήλιος ανάμεσα στα σύννεφα. Σφηνωμένος. Θρονιασμένος. Γουργουρηστός.

Αποφεύγει να πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Πραγματικά, κατά βάθος έχει αποφασίσει. Θα ήθελε να τα αφήσει όλα όπως είναι. Μολονότι αυτό μάλλον δεν γίνεται.

Μερικοί χώνουν ποιήματα ανάμεσα στα δόντια του για να τα σκορπίσει εκεί προς το μεγάλο τίποτα.

Αμμόλοφοι και χορτάρια και το ιερό αλάτι, στα δάχτυλα, στα νύχια, στις τριχούλες του μουνιού που ξέρει από γεύσεις. Που ξέρει να ενθουσιάζεται. Που ξέρει να εμπιστεύεται, όπως κι ο ήλιος.

Το μουνί κι ο ήλιος, εμπιστεύονται τον καθένα. Ευπιστιομανείς. Συναντούν ένα κόσμο επιφυλακτικών. Συγκρατημένων. Διπλωματών και πολιτικών της εσωτερικής τους ζωής, καλλιτεχνών και εμπόρων της προσωπικής τους σφαίρας.

Το μουνί κι ο ήλιος βιώνουν το πανανθρώπινο δράμα. Ακόμα και στην πιο άγρια καταιγίδα ο ήλιος στέκεται λαμπερός και ακμαίος, περιμένοντας να περπατήσει πάνω στις λαμαρίνες όπως ο σάτυρος περπατά πάνω στα κοριτσίστικα γέλια.

Το μουνί γίνεται μουνάκι, αιώνια επιστροφή, κύκλος, κρίκος, βρόγχος, σπηλιά. Ήχος ανηλεής απ’ το γδούπο της γύμνιας πάνω στη γύμνια, πρησμένο, παλιρροϊκό. Μια λεξούλα που ανεβάζει θερμοκρασία.

Η λατρεία του μουνιού και του ήλιου, είναι το αντίβαρο για να αντέχω τις προσβολές, τον καρκίνο, τον Αη Γιώργη, τις μπόμπες.

Παιχνιδάκια του σύμπαντος όπως κι εμείς, με τη σαρκοβόρο λίμπιντο, με το στόμα και τον πρωκτό να ψάχνουν θεούς, όπως το τσακάλι και ή ύαινα, μεγαλοπρεπώς χαμογελώντας στο θάνατο, δαιμονικά, διαβολικά, μέχρι το τελευταίο σκόρπισμα της στάχτης.

Übermensch

Για να μυηθεί ένας ναζί στις ανώτερες βαθμίδες των SS, έπρεπε να βγάλει το μάτι μιας κατοικίδιας γάτας που την είχε ταΐσει και φροντίσει για ένα μήνα.

Στόχος αυτής της άσκησης ήταν να εξαλείψει κάθε ίχνος του δηλητηρίου που λέγεται οίκτος και να διαμορφώσει έναν ολοκληρωμένο Übermensch.

Στη σχολή των αστυνόμων-χωροφυλάκων-ματατζήδων-μπάτσων στο πρώτο ερωτικό μάθημα για τη βία πρέπει να ρίξεις μπουνιά στη μύτη του συναδέλφου σου, να του σπάσεις το κοκαλάκι, να του κατεβάσεις τα μούτρα χωρίς οίκτο αλλά με μπόλικη περιφρόνηση σαν να κλωτσάς ένα κομοδίνο κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του Ιησού και της Παναγίας.

Όλες οι πολεμικές πράξεις συγκλίνουν εκεί όπου η εβραϊκή μυθολογία συναντά τον γερμανικό κανιβαλισμό και ο Μένγγελε γαμάει μια αθώα γουρούνα, φέρνοντας στον κόσμο τον Μπένζαμιν Νετανιάχου.

Ανάσκελος ο κόσμος κοιτά ακόμα τα επιτεύγματα μιας μνησίκακης μυθολογίας σπουδαίων σοφών, που εφηύραν στιλπνές αιμόφιλες βελόνες, τρυπώντας τα βρέφη μέσα στο μουνί της μάνας, πουλώντας ακριβά αυτό που κλέβουν απ’ το βρακί του προλετάριου, στους απελπισμένους, ναυαγισμένους αστούς.

Ωδή Στο Γλειφομούνι

Κινούμαστε κυνηγητικά, αρπαχτικά, όπως απαιτεί το καταναλωτικό συμφέρον,

ο ερωτισμός μέσα στην ψευδαίσθηση, σχεδόν ηθικός, χριστιανικός, μα πάντα φτερωτός μες στην αναπηρία του,

απ’ τις ποδηλάτισσες του πρωτόγονου ποιητικού χυμού μέχρι τις γκαρσόνες του εσπρεσο-πανοπτικού αστικού χώρου, ξετυλίγεται η απόγνωση του κρυμμένου βίτσιου,

η στέρηση που συλλογίζεται εν κενώ και ρίχνει κάθε τόσο κλεφτές ματιές,

ανυπόμονη μπροστά στη μοιραία γύμνια μιας πραγματικότητας που δεν ορίζει,

φοβισμένη,

αφού δεν εμπιστεύεται κανέναν, κυρίως τους επαγγελματίες ψυχοδιορθωτές

τους πιο διαταραγμένους θνητούς, τους πιο αντιερωτικούς μαγαζάτορες που ούτε σε χορταίνουν ούτε σε αδυνατίζουν, απλώς με επιστημονική εμβρίθεια και μπόλικο φιλελεύθερο θράσος σε δηλητηριάζουν

αργά και βασανιστικά, θεσμικά και αποτρόπαια, την ώρα που όλες οι κοινωνικές πληγές κακοφορμίζουν και

η λύσσα των ασθενειών του χρήματος καθρεφτίζεται στο πρόσωπο, το ελαφρά αφηρημένο, το οσφραινόμενο πρόσωπο της αναμονής,

με το σταματημένο στόμα της οιδιπόδειας απόκλισης, που χρησιμοποιεί το τσιγάρο σαν να θέλει να γεμίσει τη βαριά παύση της στέρησης μόνο με πυκνούς καπνούς,

χωρίς να μπορεί να βγάλει τη γλώσσα αυτό το τεθλασμένο τσακμάκι της φαντασίας

να την κάνει όπλο

προσφέροντας ευχαρίστηση στο στερημένο μουνί, το κακοπαθημένο απ’ τους μπήχτες και τους αγαπούληδες, τους θεόπληκτους γυναικολόγους του πνεύματος που ορμούν με τις ιερές λαβίδες στη μήτρα

σαν απεσταλμένοι τσόγλανοι της ουράνιας βασιλείας

που ορίζει τη δουλοπρέπεια και το φόβο ως αναλλοίωτη συνθήκη της επιβίωσης

κάνοντας την κακογαμία οικογενειακή αρετή και την ξινίλα της παπαδίστικης απλυσιάς επίσημη υπερήφανη οσμή της κρατικής καταστολής των ορμονών μας

των καβλωμένων κοριτσιών και αγοριών που θέλουν μόνο το παιχνίδι

το κρυφτό και το κυνηγητό, το γαμησιουργό παιχνίδι της ζωής, που παίζει με τα δάχτυλα και τη γλώσσα,

όλους αυτούς τους αστείους αιώνες της ανθρωπότητας,

με τις αστείες σημαίες

τα αστεία κράτη

τους αστείους θεούς

τις άριες φυλές και τους εκλεκτούς λαούς που αλληλοσφάζονται αντί να αλληλογαμηθούν γλυκά μέσα σε τζαμιά και εκκλησίες, μέσα σε βιομηχανίες όπλων και κρατικά ψυχιατρεία, μέσα σε κοινοβούλια και μέσα σε ακαδημίες

φτάνοντας στη μόνη κορυφή του βασανισμένου όντος

στο μόνο ιερό βάλσαμο, του οργασμού

στην παλμική ταραχή του χυσίματος

στην οντολογική χαζομάρα του μυαλού, στην τέρψη που θέλει τον επίγειο κήπο της

Erotic Drawings του σοβιετικού ποιητή και σκηνοθέτη Sergei Eisenstein

Μεταφιληδονία Ή Κανόνες Υγιεινής και Αποστείρωσης

Η μοναξιά δίνει ραντεβού στα ερείπια, συνεπής, περιφέρει τη γαματοσύνη της στο αποδομημένο τσιμέντο,

χιλιάδες χρόνια πολιτισμού εδώ μέσα, απ’ την αποχέτευση στο σμάρτ φόουν, απ’ το βαμβακερό στο νάιλον, γυαλί και σίδερο, κορδέλες από ψάθινα καπέλα,

χώρες πελεκημένες με το ίδιο ακονισμένο τσεκούρι της προσαρμογής,

οι προφήτες με αμπέχονο και γραβάτα, μοιράζουν τη μεσοαστική μορφίνη στους δικαιούχους, αφού όλα θα καταλήξουν να πουληθούν

ακόμα και οι θρήνοι,

η προσφυγιά θα καθαρίζει γερμανικές τουαλέτες βρίσκοντας τη θέση της στην ιστορία,

η λέξη ταπείνωση θα συνδράμει στο φετιχισμό του εμπορεύματος, το ηθικό δυτικό πορνό θα γίνει λεύκωμα για τους πιστούς της αντικουλτούρας,

ξέγνοιαστα παλληκάρια με βελούδινα μάγουλα θα κάνουν τέχνη στο κορμί τους ζευγαρώνοντας το άστρο του Δαυίδ με τη σβάστικα, θα τρέχουν να αγοράσουν ουίσκι και χοιρινό κρέας, χλωρίνη και λουκούμια για τα ποντίκια,

πόλεις ερειπωμένες από μονοτονία και φόβο,

ορυκτά καύσιμα, επικοιστική αποικιοκρατία, κρατικοί γραφειοκράτες, πλανητικά διαγράμματα για την καλοσύνη, η γνώση είναι δύναμη,

ανάσα πριν ξεψυχήσεις στον ενοικιαζόμενο παράδεισο μες στη μπατσοκρατούμενη ομίχλη,

αυτές τις μέρες που όλοι γράφουν το τελευταίο τους ποίημα,

ωδές στο καρναβάλι της φρίκης, μπουρζουάδικα ποιήματα για λογοτεχνικές εταιρίες, κόμικς σε μισή τιμή για απελπισμένους συζύγους,

βλέποντας νεκρούς σε ζωντανή σύνδεση,

ευγνώμονες για την ιδιωτική κατοικία,

να τρως να ξερνάς να γαμιέσαι απ’ τον ίδιο σωλήνα, να έχεις τόση κοινωνική ασφάλιση ώστε να διαμαρτύρεσαι αντί να ενεργείς, να είσαι δικαιωματιστής, λίγο Ιερεμίας που κλαίει μαστιγώνει δογματίζει υπαγορεύει οργίζεται,

ο νόμος είναι στόμα που καταπίνει,

το κάτουρο που πίνουμε για να δυναμώσει το χρήμα, η εννοιολογική τέχνη με χορηγό το ζεστό αίμα,

μετααιδοίο, μεταλαγνεία, μετασπέρμα, μεταανθρωπισμός, μεταφιληδονία,

ο νταβατζής σου ανθρωπότητα σε δεξιώνεται,

σε φιλά, σε γαμά, τρυφερά σε ξεσχίσει,

ωχ, όμορφο αγαπημένο κοριτσάκι σού ψιθυρίζει σαν παστρικός κύριος, καθώς

τον ερεθίζει ετούτη η δαιμονική αθωότητα, ετούτη η ξινίλα της κουρελαρίας σου…….

Θείο, αν πω Ζήτω το ισραήλ θα δώσει δεκάευρο;


Ποζάρουν τα ιδανικά του κοσμάκη στην τιβί. Σκοτωμένα ζώα παντού. Ο κήπος μας ο ζωολογικός. Ένα όργιο. Η γεωπολιτική, κύριοι, τα πετρέλαια. Η ανοικοδόμηση. Η εκεχειρία. Μετά τη σφαγή θα έρθουν τα ποιήματα τα μακαρόνια τα ρύζια τα ιώδια.

Λύνουμε με προσευχές το όργιο, λέει ο ευθυτενείς παππούς, μόνο με την πτώση, μόνο με την έξωση έζησα εκείνη την περικύκλωση που μου άρπαξε κάθε ενδιαφέρον για μια υψηλότερη, έσχατη επαγγελία.

Δεν χρειαζόμαστε πια την Εδέμ. Η καρδιά μίλησε. Με σφαγή, με λόγο, με πηχτό αίμα πληρεξούσιο της αδυναμίας να νοιώθουμε, να αισθανόμαστε, να αγαπούμε το προσβλητικό και φρικαλέο γεγονός του θανάτου. Παράλογη θρησκεία, ανόσια πλάνη, ευτυχία και κατάρα μαζί, ένα άσμα της άγνοιας, μια φλεγμονή της εμπιστοσύνης στο τίποτα, η αδιάκοπη πτώση όπου ξεπήδησε ο φωτεινός σπινθήρας του σεξ.

Πονάμε αφού απέναντι στην ύλη έχουμε ένα αιχμηρό εγώ που ξεστομίζει κάθε τόσο τη λέξη εξουσία πάνω της.
Μια αλυσιδωτή αντίδραση, μια αλυσοδεμένη κυρία, με κάτι ζουμιά σκέτο δηλητήριο. Είναι η τσατσά του προσωπικού μου μπουρδέλου, το δόλωμα πάλι για την ευτυχία και τη δυστυχία.

Εδώ οι λοβοτομημένες ανησυχίες. Πάρτε κόσμε ανησυχία. Το στοκ των ψυχομένων ψυχολόγων ψυχοπομπών, να είστε ο εαυτός σας γαμώ το χριστό σας, τα παμε…

Κόουτς παντού.

Περιδιαβαίνω τα μαυσωλεία-κυνσέπ των σεξαρχείων, δεν βλέπω το όνειδος το Λεό παρά καλά παιδιά της σιδερωμένης αναρχίας, τα τσεκ μέσω πρεσβειών πρεσβυτέρων πρεσβυτέρες και τα ω! πρέσβη μας κακομαθαίνετε. Συλλογικά χαρούμενοι καταβροχθιστές. Δεν υπάρχουν άλλοι εκτός από εμάς, λένε οι θιασώτες των αθεϊστικών θρησκειών, οι ωραίοι ντίλερ με τα φαντασιακά παπιγιόν και τα νοήματα που γδέρνουν τη γλώσσα του εχθρού, σ’ αυτό το αλωμένο αισθητηριακό σύστημα.

Κυρία Ιουλία, τι κατάσταση είναι αυτή, μας έχει καταχέσει ο γάτος σας! Οι καταστασιακοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Φωτογραφίες πενάκια, μεσκαλίνη με κατσικίσιο γάλα, σκουλαρικάκι απέθαντο του λοβού, τυχαιότητες, διαθέσεις, κατανάλωση εσωτερικότητας, δημόσιες καταθέσεις, προθέσεις, επιθέσεις. Ποζάρουν με φούμο, λοιδορούν την πλέμπα, τα ψέκια, πίνουν ένα γαλάζιο γαλλικό τηλεγράφημα, από καλές οικογένειες όλοι. Κουρνιασμένοι σε σκαμνιά πειθαρχίας στους εφτά ουρανούς.

Ο Δον Φρικαλεόνε εξηγεί γιατί πρέπει να φάμε τα τέρατα. Να πνίξουμε τα ζώα. Τους άραβες. Γιατί πρέπει να γίνει και δεύτερη διώρυγα. Για τους δυτικούς χριστιανούς. Τους ευρωπαίους αστούς καθηγητές, τους συμμορφωτές, τους γατούληδες με τα ηλιακά σάλια, τους φλογερούς βατράχους, τους κυρίους κυρίους που ακούνε Τέλεμαν, που καπνίζουν ατμούς αφήνοντας έπεα πτερόεντα τρυφερά λογάκια στις κόμισες του φιλελεύθερου κέντρου.

Ο κύριος Γιοσαφάτ τα ξέρει όλα. Οι συνδικαλιστές δεν είχαν καλή παιδική ηλικία κι όλο ζητούν λέει ο σοφός Ματθαίος ο γαμάτος σεξοπορνολογοθεραπευτής. Ζευγαρώνει ξανά τα ζευγάρια στο γραφείο του. Συνεδρίες μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Μέχρι να συγκαεί η λίμπιντο. Εκατό ευρώ ταρίφα.

Κωλοσυνδικαλιστές μας γαμήσατε τη ζωή. Γι’ αυτό δε γαμεί ο κόσμος. Κλειστοί δρόμοι κλειστά λιμάνια απεργίες. Στεγνομουνίαση. Έχει δίκιο ο Ματθαιούλης του φαλλού.

Κι εσύ αγαπημένη υγρή Χελένα Πόποβα, καλή η γιόγκα αλλά κι ο πούτσος ε;

Ο κωτσόβολος αγόρασε τη δεή.

Ναζί έλουσαν με πετρέλαιο βαγόνι του ησάπ.

Θείο, αν πω Ζήτω το ισραήλ θα δώσει δεκάευρο;

Ελθέτω η βασιλεία σου, Χαμάς

Κακοφυής, κακόφυλος, σκατόψυχος
ο υπουργός της άμυνας
της δεσποινίδος Ισραήλ
ο κύριος Εθνικά Μπούτια
ο κύριος Δαυίδ ο κωλολάγνος

εκλιπαρεί τους άραβες για να τον ξεκωλιάσουν
Σφάξτε τα ζώα, ουρλιάζει στους φονιάδες του!

Ω! Ελθέτω η βασιλεία σου, Χαμάς

εσύ η αστραπή κι η ανθρακιά ονείρων
εσύ ανάσκελη χνουδάτη
που δεν υπήρξες κοριτσάκι
παρά η κόρη σκοτωμένων
η κόρη βιασμένων
η κόρη όλων των νεκρών

Χαμάς, τα κολπικά υγρά σου
ας μας πνίξουν

μπήξε όλα τα νύχια σου στο λαιμό της Αμερικής

Χαμάς αγέλη ζώων, παιδί σου κι εγώ
σφαγμένο κοκόρι
μάρτυρας

θα δέσω όλο το δυναμίτη πάνω μου
να τρυπήσω τον τοίχο των δακρύων τους

καταπάνω σου θα ρθω Ευρώπη πουτανόγρια
Φαγού Βαλκυρία
Χοντροκώλα Frau αστή

κύριος και δεσπότης θα γίνω του οίκου σου
στο Λούβρο σου θα ξαπλώσω
το σκοτεινό χάλυβα της ομορφιάς που κατάσφαξες

Ευρώπη ναυάγιο
μυστικά σμίγοντας αηδόνι και πυρ
που έχωσες την ψωλή του Γκέμπελς
στης μητέρας Τερέζας το στόμα

που εκτέλεσες όλους τους Γερμανούς κομουνιστές
αφήνοντας τους ναζί σου να κυβερνήσουν τον κόσμο

Ευρώπη θα σου σπάσω το κεφάλι
θα σου γαμήσω το μουνί

Ευρώπη
πρώτα θα αλείψω σκορδαλιά τον τσολιά σου
τον περήφανο Έλληνα
τον νεκρόφιλο
τον εθνικάρα
τον τζογαδόρο
τον αγαπητικό της Παναγίας
τον αναρχικούλη
τον αριστερούλη
τον εαυτούλη

Ευρώπη
πολύχρωμη κλανιόλα του ιμπεριαλισμού
πουτανάκι των σοφών της Σιών

ο κόσμος είναι μια δοκιμασία ή ένα παγωμένο άστρο
έτσι που κάθε καιρός
να είναι παρόν, παρελθόν και μέλλον
και μόνον η ψυχή μας να γνωρίζει τη διάρκεια

μες στις στοές της ερήμου
να κρατάει το σπόρο ζεστό

Χαμάς
τώρα που ο λιμασμένος χάροντας
βάνει τη μαύρη φορεσιά του
βγες νυφούλα άσπιλη εσύ

-γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων-

χέσε μέσα στο άγιο δισκοπότηρο

τους οργασμούς που σου στερήσαν να χαρείς
το σέβας κι η κρυφή αιμομιξία
τα ρούβλια τα δολάρια τα ευρώ

Χαμάς
ετούτοι οι σκοτωμένοι
ετούτοι οι νεκροί
ρουκέτες της αγρύπνιας μου

για πάντα

Το πιο αγαπημένο όνειρο

Το πιο αγαπημένο όνειρο
κάθε αγοριού του Ισραήλ
είναι να πάει στο στρατό
και να χρησιμοποιήσει
του πατέρα του το όπλο

χύνεις μπαρούτι πάνω στους άραβες
και τους ακολουθείς στη λωρίδα της λιποθυμίας
ώσπου αναφλέγεται
έως και ο τελευταίος τρομοκράτης

τα νηπιαγωγεία με τους ένοπλους μπόμπιρες
τα νοσοκομεία με τις λυσσασμένες νοσοκόμες
τα σχολεία με τους αφιονισμένους δασκάλους

Το πιο αγαπημένο όνειρο
κάθε αγοριού του Ισραήλ
είναι να πάει στο στρατό
και να χρησιμοποιήσει
του πατέρα του το όπλο

αφού κάποτε οι δον-ραβίνοι δώσανε εντολή
στο λαό τους να μην αντισταθεί
να πάει χαρούμενος τραγουδώντας
στα κρεματόρια της Γερμανίας
να αγιάσει τόσο που να μπορεί
εις τον αιώνα τον άπαντα να γαμεί και να δέρνει

να είναι ο βιασμένος που έμαθε την τέχνη του βιασμού
από πρώτο χέρι

να κάνει επιστημονικά θαύματα
σαν τον Γίόζεφ Μένγκελε
να συρράπτει καρδιές και μήτρες
στο ζωολογικό κήπο της Γάζας
να γίνει ο νέος δωρητής οργάνων του παγκόσμιου σφαγίου

να κάνει την Παλαιστίνη
θεματικό πάρκο της φαντασιακής θέσμισης
να κάνει κιμπούτς για τους χομπίστες της αναρχίας
να ξεπληρώσει όλα τα ρουσφέτια
στους μορφωμένους ρουφιάνους του

να γράψει ωδές στο πετρέλαιο
να βγάλει σέλφι με το δολάριο

Το πιο αγαπημένο όνειρο
κάθε αγοριού του Ισραήλ
είναι να πάει στο στρατό
και να χρησιμοποιήσει
του πατέρα του το όπλο

Εγώ, η Παλαιστίνη

Είμαι η δούλα που κλείδωσαν στο υπόγειο της ανατολής. Λυπημένη, φορτωμένη, καταβεβλημένη.

Κοιτάζω απ’ τα παράθυρα τα συντρίμμια και το χαμό. Δεν φωνάζω πια, ούτε κραυγάζω για βοήθεια. Δεν ακούει κανείς κι όσοι ακούνε είναι μακριά κι η φωνή φτάνει πάντα λειψή κι αδύναμη.

Είμαι αυτή η δούλα που συνεχίζει να ζει πέρα απ’ τον καιρό της, μέσα στην άχρονη σφαίρα της ταπείνωσης, νοιώθοντας τα πάντα και μη ανταποδίδοντας τίποτε.

Ένας άνθρωπος από καιρό αποσυρμένος από την κυκλοφορία. Επιβιώνω και υπάρχω μόνο στη μορφή του αξιολύπητου.

Άκου, μιλάει η σκιά. Είμαι μια βαριά σκιά. Η σκιά σέρνεται. Η σκιά πονάει.

Είμαι παραλυμένη. Καμιά ελπίδα δεν συμμερίζομαι.

Φυλάνε με όπλα τους εκκλησιαζόμενους, τους γαμπρούς, τη γιορτή κάτω απ’ τις κραυγές μου, το μεγάλο ηχητικό κύμα του ονόματός σου Ισραήλ.

Εβδομήντα χρόνια δεν είμαι γυναίκα. Δεν είμαι άνθρωπος.

Τα σημάδια της καλοσύνης, της ευσπλαχνίας, της αφοσίωσης ερμηνεύονται μέσα στο φόβο σαν ατιμίες. Σαν πρελούντια κάποιας φοβερής κατάληξης, σαν επιτηδεύματα της κακίας.

Εσείς οι καθαροί κι εμείς οι ακάθαρτοι. Τα ζώα που ξεσκατίζουν τα κιμπούτς, που στρώνουν πίσσα την έρημο για να τρέξουν εκεί τα τρελά ατίθασα λαίμαργα λεφτά.

Ναι Ισραηλίτη, εραστή του διώκτη σου, προχώρα μπροστά. Μπορείς να με απεχθάνεσαι. Κοίτα, σου φέρνω δώρα, σου φέρνω τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές, τις χειρότερες ταπεινώσεις μου, τις οδύνες, τις ορέξεις μου και τις κατάρες μου.

Ναι είμαι εξαϋλωμένη, νευρική, σκοτεινή, κούφια, κοιλιόμορφη, φλογοβολούσα, εκστατική, αχρεία, γυμνή, πληγωμένη, ατσάλινη, γόνιμη, αγονιμοποίητη.

Πρέπει να εξαφανιστεί η μήτρα μου. Η κοιλιά που γεννά όλους αυτούς τους θυμωμένους άντρες. Η κοιλιά που είναι γόνιμη.

Πρέπει να με ξεκοιλιάσετε με το σταυρό που κάνατε ξίφος, να βάλετε τους ραβίνους σας να με βιάσουν μέχρι θανάτου.

Πρέπει να μας κάψετε, να γίνουμε στάχτη, να ερεθιστείτε με τη χαρά του δικού μας ολοκαυτώματος.

Είμαι εδώ και περιμένω. Περιμένω να περάσει το Σάββατο, η αργία του θεού, για να βγείτε και να με σφάξετε.

Βλέπω τα παιδιά του ταγματασφαλίτη και του τσολιά να έχουν κρεμάσει τη σημαία σας στα μπαλκόνια. Μετά τον αγκυλωτό σταυρό το αγκυλωτό αστέρι.

Μυρίζω τα πτώματα.

Μυρίζω τον ιμπεριαλισμό και την κυριαρχία.

Μυρίζω τα βομβαρδισμένα κοτέτσια και χοιροστάσια.

Μυρίζω την τελική λύση.

Μυρίζω την πείνα και τις μύγες πάνω στην ανοιχτή πληγή.

Περιμένω τις καινούργιες οβίδες σας, τις καινούργιες γαλλικές σας χειροβομβίδες, τα καινούργια αμερικάνικα αέρια σαν αυτά που καθαρίσανε το Βιετνάμ. Όλα φτιαγμένα από τίμια εργατικά χέρια.

Ω! Ισραήλ που φτιάχτηκες κατ’ εικόνα του θεού

Υποφέρω σιωπηλά για σένα Ισραήλ
χωρίς όπλο
σε κοιτάζω στα μάτια
και βλέπω τους μεταμφιεσμένους λύκους

οι άνθρωποι
γίνονται άγγελοι μετά στους βομβαρδισμούς
πάνε στον άγιο θεό βουλιάζουν στις λάσπες

Ισραήλ της αιώνιας απελπισίας
που σε πέταξαν στα μαύρα σκυλιά οι Γερμανοί
κάνε πάρκινγκ τη λωρίδα της Γάζας
για να χαρούν οι εραστές σου

λιποθύμησε σαν παιδούλα μπροστά στους μαυραγορίτες σου

γλυκό πουτανάκι εσύ της αστερόεσσας
φιλώ τα ελεύθερά σου χέρια

υμνώ τον υποσιτισμό που έσπειρες γύρω απ’ τα τείχη σου
τις γλάστρες με τη συνθετική μαριχουάνα
που στέλνεις με κούριερ στους απογόνους των ναζί
για να γλυκάνεις τη μνησικακία με τη μαστούρα

Ισραήλ που διώχτηκες απ’ την ύπαρξη
για μια μυστηριώδη φλεγμονή
οι προφήτες σου
πούλησαν όλα τα μαστίγια του θεού στην ανθρωπότητα
λιάνισαν όλα τα αμαρτωλά κρέατα

Ισραήλ από χριστιανικό ψωλόχυμα
μόνο εσύ μπορείς να ζευγαρώσεις με το ισλάμ
να κάνεις τους μουλαδοραβίνους σου
χωροφύλακες του αραβικού οργασμού

να βάλεις στον κώλο του Αλλάχ μιαν οβίδα
να κάνεις την Παλαιστίνη
εκπτωτικό χωριό της Ανατολής

Ισραήλ
ένα ποίημα φθόνου
είναι πιο επιδραστικό από μια οντολογική ήττα

αχ! οι ωραίες Εβραίες σου
που βγάζουν σέλφι
στην απέραντη εθνική οδό της ερήμου
εκεί που κυλά ευδιάθετος ο θάνατος

από καταβολής θεού

Ο καιρός μας

Ο καιρός μας είναι από λήθαργο
ομορφονιός ολόχαρος βαρβάτος
ακόμα κυλάει λιθάρια με γδούπο
πάνω απ’ τα πρωινά του βάσανα
κλαίει κατουράει
χλομός
άμυαλος
χωρίς τα υπερήφανα πρωτόγονα κωλομέρια του
να τραμπαλίζουν
άμυαλα
σαν τις σημαίες των κρατών
να ρίχνουν τις πορδές τους μες των παπάδων τα στόματα
να ντύνονται πρέσβεις
να φορούν κροκοδείλια δάκρυα
πάνω απ’ τον αιώνιο τάφο

ο καιρός μας είναι βλαμμένος
μοσχαρίσιος κιμάς και φαγανά κορίτσια
περιμένει τον κβαντικό λιμό
όπως οι κίσσες
περιμένουν τον ήλιο και το σαπούνι

ο καιρός μας επενδύει σε αποστείρωση
σε παρένθετες μητέρες
σε δορυφόρους του έλον μασκ

ελπίζει σ’ έναν αιφνίδιο θάνατο στα mall
σ’ ένα ένδοξο μπέργκερ
αντίδωρο του διατροφικού ιμπεριαλισμού

ο καιρός μας ελπίζει
στην έξυπνη σκούπα και το νάτο
παραγγέλνει ποιήματα στη μηχανή
παραγγέλνει σεξ βογγητά
αφέντρες

ο καιρός μας όμως παραμένει παλιομοδίτης
όλο πόλεμο κι αγαπάτε αλλήλους
όλο κυρ-χριστό και παρθενία
όλο ωδές και φλεγμονές

ο καιρός μας θα περάσει κι αυτός
θα ‘ρθουν άλλοι καιροί
άλλοι αρχιτέκτονες
άλλοι καμπινέδες
άλλοι διευθυντές στα μουσεία πολέμου

Πόλη Των Χριστιανών Συγκαμένων Δημοτών

Ζούμε την ανεπάρκεια του παρόντος. Μασκαρεμένη, ερμαφρόδιτη, διττή, εκκλησιαστική, καπιταλιστική.

Οι εξουσιαστές αποφασίζουν να είναι και θεραπευτές των τραυμάτων μας. Χορηγοί των ορμονών μας. Πασπατευτές της εργατικής μας δύναμης, ρυθμιστές της σεξουαλικής ορμής.

Κατοικούμε σε πόλεις δολοφόνων, σε πόλεις μαγαρισμένων υπάρξεων.

Όμως εδώ και τώρα αποφασίζω πως δεν έχω πατρίδα, έθνος, θεοκρατικό καμπινέ, φίλαθλη ηθική, κουμπάρους με ασανσέρ στα προάστια του βορείου σέλαος, ψαχνό για να το δαγκώνουν οι αγάπες, κόλλυβα απ’ την κηδεία της τρυφεράδας των καταστηματαρχών, φυλλάδια του λιντλ στα κλουβιά με τα καναρίνια, δικαίωμα ψήφου, θηλυκή ψυχρότητα, ιδιωτεία, φιλοφεστιβαλισμό.

Υπάρχω αδόκιμος ξεροκέφαλος ανακουφισμένος μες στις πολλές αρρώστιες των πολλών.

Άλλοτε χτίζαν τα σφαγεία δίπλα σε ποτάμια και θάλασσες για να φεύγει το αίμα στο νερό. Να φεύγει ο πόνος να κυλά και να εξατμίζονται οι οσμές του. Στην πόλη μας τα σφαγεία είναι παντού. Η πόλη μας ένα υπερσφαγείο, ένα ταχυφαγείο, μια γαμησομηχανή για υποψήφιους συμβούλους εραστές χαλασμένων λαχανικών φεντεραλιστές οικολόγους συμφορόφιλους ανοικτούς πράσινους μπλε σαπισμένους.

Η πόλη μου είναι ο σκουπιδοτενεκές της ιστορίας.

Παπάδες τη γαμούν και αγγελάκια, ο Κώστας ο δασύτριχος αστός που ζει απ’ τα ενοίκια, καλλιτεχνίζον και μουνιχτενίζον, ο Λίας που δούλευε στην τράπεζα, πιο κίτρινος κι απ’ τον ίκτερο, πιο μαλάκας κι απ’ το θεό, ο κύριος Αφράτος Κώλος, ο κύριος διευθυντής εκπαίδευσης αποτριχωμένων παίδων, ο κύριος κύριος Δαμασκηνός προστάτης της ήπιας παιδεραστίας, ο κύριος Φωτοβολταϊκός Σταθμός, η κυρία Πενήντα Ευρώ Ψυχοθεραπεία.

Πόλη με τους εκλαμπτικούς σπασμούς, με τους νεκρούς σου αλβανούς και τους ντελιβεράδες, πόλη ηπατίτιδα δικηγόρων ψυχρών, πόλη σκύλα των εργολάβων.

Πόλη τραύλισμα του κάμπου, πόλη φρέσκο κρέας, οι ταριχευτές σου αδημονούν. Οι πολιτευτές σου καλούν τους ψηφοφόρους τους, τα αιθέρια γουρουνάκια, να παραλάβουν τα ρουσφέτια τους.

Μπαλάντα για ένα αριστερό βιντεοκλίπ

Μάθαμε γράμματα απ’ του Νίκου Σούλη τα κλιπ
είδαμε τα χρυσά δόντια της αλεπούς
μες στο αιδοίο της άννας βίσση

μουσάτοι και σκουληκιασμένοι
εν μια νυκτί ξεβλαχέψαμε
αντί για το γιατρό με τη νοσοκόμα
παίζαμε
τη ρούλα κορομηλά με το ραμαζότι

σπάγαμε πλάκα με τον πλεύρη και τα σαπούνια του
διαβάζαμε κλικ αντί για ταρατατά
αθηναιογράφους υμνογράφους
εισηγητές
του αποδομημένου μουσακά και της σεξεργασίας

οι αγρότες έφτυναν στοργικά το καβλί τους
πριν το χώσουν μες στο ρούσικο μουνί
μες στα βαθιά λαρύγγια της Ρουμανίας
που δώσανε πτυχία σοδομισμού
νωπά
συχωροχάρτια ανηδονίας

ο σεφέρης κι ο ελύτης γίναν πατρίκιος και δημουλά
οι εφοπλιστές άλλαζαν το δέρμα τους
οι πούστηδες θέλαν να κάνουν παιδί
οι θεούσες θέλαν να μείνουν παρθένες και μετά το γάμο

αρχαία γλαφυρά μνημόνια
άρχισαν να μνημονεύουν πάλι τη φτώχεια
βερνικωμένα κέρατα και αγκυλωτοί σταυροί
προστάτες των κοριών του ιησού
θεία κόπρανα και ιερές ροχάλες

ωραίος ένδοξος λαός γκομενολάγνος
πάνω απ’ τα βιντεάκια του τικ τοκ η παναγία
ο τάυλερ ο στέφανος η αγία εταιρία

αχ! πατερούλη ατσάλινε
που σου κοψε κλωτσά η ιστορία
μονάχα ο κάπτεν αμέρικα μπορεί
να σώσει την αριστερά απ’ τη μελαγχολία

Περιστατικό ερωτικού διαμελισμού Ή Να ζει κανείς ή να μη ζει!

Θεός μου η εξουσία να σε γδύνω απ’ τη ντροπή σου
χωρίς χάδια σφαγές αλλεργίες

έτσι όπως γεννήθηκε το εθνικόν μας κράτος
εκείνα τα γυμνόποδα χαντάκια της πατρίδας
οι γυναικολόγοι με τις δαγκάνες
που σε λεν
μουνί απονήρευτο
και κατρουλιάρα Πίνδο

αχ! μνήμη του φαλλού μου που σε λένε Λίτσα
που σε λεν αγίασμα της θανατολαγνείας
σκύλα των σκύλων της θλιμμένης Γερμανίας
είμαι ένας άνθρωπος γυμνός
από θεσμούς και ιστορία
-έθνος μου η πορδή κι η μαλακία-

ω! να ζει κανείς ή να μη ζει, μόνο για τη λαγνεία
με ρώτησε η γυμνή γυνή
τη νύχτα που βομβάρδιζε το ΝΑΤΟ τη Σερβία

Από τη μαύρη στη ροζ Δεξιά και τούμπαλιν

Απ΄τη μουρμούρα του λάιφ στάιλ ξεπετάγονται οι πιο λαχταριστές πολιτικές μπαλαρίνες. Οι πιο έντιμοι λεχρίτες.

Η κατανάλωση κυβερνά πια ολοκληρωτικά αυτόν τον μάταιο κόσμο. Καταναλώνουμε πολιτική όπως καταναλώνουμε πολιτισμό, όπως καταναλώνουμε διακοπές ή κοινωνική ασφάλιση. Κυρίως όμως αυτό που καταναλώνουμε σε τεράστιες ποσότητες είναι θέαμα.

Μέσα σ’ αυτό το υπερ-καρναβαλικό θέαμα πηγαινοέρχεται το πιο σπουδαίο σκιάχτρο του κεφαλαιοκράτη. Η ανεργία, μια δουλειά με πολύ μέλλον, που έχει φτιάξει το πιο σκληρό και αδιαπέραστο ανάχωμα απέναντι στην ανθρώπινη ανάγκη.

Ο αριστοφανικός Αλμπέρ Κοσερί, συγγραφέας του «Ζητιάνοι και Περήφανοι», ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς της Αιγύπτου, έγραψε την καυστική νουβέλα: Οι τεμπέληδες στην εύφορη κοιλάδα.

Τι ακούω;» βόγγηξε ο γερο-Χάφεζ. «Θες να δουλέψεις; Και γιατί σε παρακαλώ; Τι σου φταίει σε τούτο το σπίτι; Αχάριστε γιε! Τόσα χρόνια σε ντύνω και σε ταΐζω και να το ευχαριστώ σου! Θέλεις να μας κάνεις ρεζίλι στη γειτονιά;»

Η τεμπελιά, σ’ αυτήν την συναρπαστική αιγυπτιακή φαμίλια, δεν είναι ελάττωμα αλλά καλλιεργείται με χίλιες φροντίδες σαν ένα σπάνιο άνθος.

Γιατί η εργασία είναι ντροπή, κίνδυνος, φθορά του σώματος και της ψυχής, παγίδα μιας πολιτείας που σου στέλνει τον χωροφύλακα και σε γραπώνει σαν επαναστάτη, ή βάζει και σε πατάνε μέσα στους επικίνδυνους δρόμους της τα τέρατα της συγκοινωνίας.

Μόνη διέξοδος ο λήθαργος, μοναδικό έμβλημα το «Κοιμηθείτε γιατί χαθήκαμε».

Σήμερα όλοι οι επαγγελματίες ζυμωτές της κοινής μας βλακείας μας ψιθυρίζουν το κοιμηθείτε γιατί χαθήκαμε. Μας μιλάν για το νέο και το γαμάτο που έρχεται αλλά αυτό δεν είναι τίποτε άλλο απ’ το παλιό μασκαρεμένο και δόλιο, το παλιό άχρηστο και εγκληματικό, το παλιό σάπιο και μεταστατικό.

Τις μεταμορφώσεις του παλιού που πλασάρονται ως κάτι νέο και ρηξικέλευθο τις αναλαμβάνουν διαφημιστές σαν αυτούς που πουλάνε σοκολάτες σε διαβητικούς και γαριδάκια σε καρδιοπαθείς.

Όμως ετούτη εδώ η συνθήκη αποξένωσης του ανθρώπου απ’ την παραγωγή με νομοθετικά διατάγματα δεν είναι παρά η ακραία μετάλλαξη του είδους.

Το σύστημα πρόνοιας στην Ελλάδα από το 2000, αλλά και στην Ευρώπη αρκετά χρόνια πριν, μετατράπηκε σε υπηρεσία επιδομάτων.

Σήμερα οδεύουμε από την υπηρεσία επιδομάτων στην υπηρεσία πληροφοριών.

Εκατομμύρια ανέργων φτάνουν να ζουν υπό καθεστώς διαρκούς απειλής ακόμα και σε ότι αφορά εκείνη την περιοχή των κοινωνικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί με τη συμβολή τους.

Μέσα στις επαναληπτικές και επαναλαμβανόμενες Κρίσεις οι εργάτες μετατρέπονται από άνεργοι σε φτωχούς που χρίζουν βοηθείας.

Το δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ που κάνει εξαγωγή δημοκρατίας προχώρησε ένα άλμα μπροστά, φτιάχνοντας ένα σύστημα δημοτικής πρόνοιας. Σύστημα, που έιναι θέμα χρόνου η τεχνογνωσία του να φτάσει μέχρι τις δικές μας ραχούλες είτε από δεξιό είτε από αριστερό γκόμενο.

Το αποτέλεσμα του τραβολογήματος των ανέργων σε ένα σύστημα δημοτικής πρόνοιας υπήρξε η δημιουργία μιας στρατιάς ανθρώπων υποχρεωμένων να ζητιανεύουν ελεημοσύνη από κάποιον γραφειοκράτη ή από κάποιον άθλιο ντόπιο ρεμπεσκέ που κρίνει τις ανάγκες του άλλου στηριγμένος στη βάση υποκειμενικών εντυπώσεων.

Οι άνεργοι μπορούν να έχουν κοινωνική ασφάλιση μόνο εφόσον καταφέρουν να πείσουν τον αρμόδιο, σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέντευξη, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε μάζες ανθρώπων πρόσφορων σε κάθε είδους εκβιασμό.

Με νόμο πια, αν θες, μπορείς να δουλεύεις δεκάξι ώρες τη μέρα δηλαδή είκοσι και με νόμο πια, επειδή θα μπορείς να δουλεύεις είκοσι ώρες τη μέρα θα μπορείς και να εκβιάζεις, είτε αυτόν που εργάζεται μέχρι θανάτου είτε αυτόν που δεν πρόκειται να εργαστεί ξανά μέχρι θανάτου.

Η διαχείριση της ανεργίας και των επιδομάτων στην πλάτη των ανέργων, οι οποίοι πια δεν χαρακτηρίζονται άνεργοι αλλά φτωχοί, είναι ο καθοριστικός παράγοντας της συνειδητής δημιουργίας αυτού του συστήματος διαχείρισης της ανεργίας στην κατεύθυνση του προλεταριακού κατακερματισμού.

Καμία σημασία δεν έχει αν αυτό θα το καταφέρει η μαύρη ή η ροζ δεξιά. Χέρι-χέρι παν κι οι δυό. Κράταμε να σε κρατώ.

Αποσπάσματα απ’ τα Ημερολόγια Πόλεως

13-09-23: Ο Χ. μου λέει πως είμαστε καταδικασμένοι, τα γεροντοτεκνά αποφασίζουν τι κυβέρνηση θα μας φάει και τι διανόηση θα μας αλέσει. Και οι δήμοι είναι οι δήμιοι, οι καθαριστές. Μαυραγορίτες με χαμόγελο κολγκέιτ μοιράζουν καρτούλες μπιλιετάκια με τη φάτσα τους. Κυρίες αναφανδόν σιάζουν την ελπίδα που έχει πεθάνει στις πόλεις του κάμπου. Τοξικά χημικά μέσα στις πάστες, ψυχιατρικά κομβία δια τη θεραπεία της έλλειψης σεξ, φωτοβολταϊκά εξαργυρωμένα σε αρμάνι και τυρόπιτες.

Εμείς οι ποιητές παίζουμε με το ρυθμό σε βάρος της γραμματικής, όπως οι μπάτσοι που σφάζουν τη σύζυγο και μετά πηδάνε απ’ το παράθυρο.

Στα κόφι άιλαντ ουράνιο, πολώνιο, ραδόνιο, οι ατσίδες του καφέ, οι προπάτορες της απόλαυσης. Μια κυρία επιστρέφει απ’ την κηδεία της τρυφεράδας. Σπουδαγμένη, φιλόλογος, με ωραίο λευκό βρακί, λέει στον μουσάτο μπαρίστα τι επιστήμη ο καφές ανώτερη κι από το κάμα σούτρα! Γελάει αυτός.

Έξω απ’ το μαγαζί ζητιάνοι παραφυλάνε τα τιπς, της κυρίας φιλολόγου το φιλοδώρημα, τρώνε τσιπς, αέρα με χρώμα μητρικού γάλακτος και μυρουδιά ξαφνικού θανάτου. Μια ανήσυχη χήρα, ένα πεινασμένο ορφανό, μια ανήλικη λεχώνα κι ένας τρελός νεκροθάφτης, μια ταραγμένη δασκάλα κι ένας εσταυρωμένος μεσσίας.

Οι ταξιτζήδες πλήττουν στη γνωστή πιάτσα. Δεν ανάβουν τη μηχανή όταν φεύγει ο μπροστινός απ’ τη σειρά. Κατεβαίνουν και σπρώχνουν σχεδόν δυο τόνους κούρσα σαν τον προμηθέα δεσμώτη σαν τον Σίσυφο και τη Μαρία Μαγδαληνή,

Στην πόλη αναρχία και εποχιακοί εχθροί. Όλοι οι πόλεμοι από δω και στο εξής θα είναι αστικοί. Κανείς δεν ζει πια στο χωριό. Τα χωριά γίνονται λασπομνημεία, χωματερές, μεθύλιο, κυάνιο, Μέγα Τείχος του καπιταλισμού για μα μην κατέβουν οι λύκοι στην πόλη κι οι αρκούδες απ’ τα βουνά της Πίνδου.

14-09-23: Ο κύριος υποψήφιος βλαχοδήμαρχος, ο κύριος ριζάλευρα όσπρια φακές αγκαλιάζει περαστικούς, σηκώνει μωρά στον ήλιο, έχουμε και γαμώ τα ντι εν έι λέει στους αγκαλιασμένους.
Έχουμε λέει λίμνες, ποτάμια, βουνά, λίμπιντο μειωμένη απ’ την κατάθλιψη. Η λύση είναι μια και ο μπακλαβάς γωνία. Επιχειρείν και μόνο επιχειρείν και πάντα επιχειρείν μέχρι να σβήσει ο ήλιος.

Ταλαιπωρημένες παρθένες ταΐζουν γατάκια, σκυλάκια, αλιγάτορες, πεινασμένους μαγαζάτορες.

15-09-23: Αν δεν είχα και σένα τι θα ήμουν στη γη, τρυφερή ερμαφρόδιτη αλλόκοτη μορφή! Ω! είσαι μια ριζοβολημένη νεράιδα, ένα μιγαδικό όν. Σε θέλουν οι λοάτκι κοινότητες, οι συμβολαιογράφοι της Χαλκιδικής, οι περιπτεριούχοι και οι ταλαντευόμενοι, σε θέλουν όλοι όπως κι εγώ.

Σε κοιτάζω γκαρσόνα πίσω απ’ το τζάμι. Με μια νευρικότητα, όπως το τρεμούλιασμα στις βιντεοκασέτες.

Σε κοιτάζω και δεν είσαι γυμνή, παρά η αλογοπουκαμίσα μου.

16-09-23: Ετούτο το ζευγάρι εδώ δεν είπε ούτε εφτά λέξεις. Σκρολάρουν είδη κιγκαλερίας, αστεία βίντεο, αχέροντες, αεροδιαφημίσεις, θα μπει και το επίδομα λέει η γυνή που δε φοβείται τον άντρα, θα μπει και το σεξπάς λέει ο άντρας. Όμως δεν είναι η κυρία Χιούζ που γέννησε κι άρχισε να τρελαίνεται και φάνηκε πως μέσα στο φούρνο θα μπορούσε μόνο να ξεσκάσει από τον κύριο Χιούζ και τους κυρίους.

Ω Σύλβια αειθαλές περηφανόκορμο πρασινογάλαζο νωπό και ευγενικά ογκώδες ον, μόνο κάτι σκυλιά εζύγωσαν για να σε δουν από κοντά. Ετούτες οι βλαχοπούλες του Αγρινίου δεν σε ξέρουν. Ετούτοι οι ποετάστροι που παίζουνε προπό σε συμπονούν. Χαμένοι μες στο τζόγο που είναι η κορώνα των παιδεμών τους και η έσχατη νύφη τους.

Αυτοκτονημένη Συλβί, νέοι και γέροι παίζουν στοίχημα. Μπάσκετ, ποδόσφαιρο, κρίκετ. Αριθμοί πηγαινοέρχονται, προφήτες προφητεύουν την τύχη, αχ εσύ κόσμε ανυποχώρητε και μοχθηρέ, με τη βρώμικη οργή στα χέρια, με τα υπέροχα σπασουάρ και τις σφήνες, τις χάντρες για τον γενναίο πρωκτό, αιμόφυρτε πεινασμένε που δεν πρόλαβε η κυρία Βαρδινογιάννη να σου διαβάσει Κική Δημουλά με στεντόρεια δερματοπάθεια, πετρελαϊκό ρίγος, καρκινοειδή ελεημοσύνη, αφορολόγητο κλέος.

Γράμμα στον κυρ στέφανο απ’ το λονγκ άιλαντ

κυρ στέφανε
η Μακρόνησος φτιάχτηκε για να μην γίνουμε σοβιετία
για να μπορεί ο μπαμπάς κι η μαμά σου να βγάζουν λεφτά
πολλά λεφτά
πολλά λεφτά
για να μπορούν ελεύθερα να πάνε στην αμερική
να πάρουν δάνεια
ελικόπτερα
νησιά
βυθούς
πλανήτες

κυρ στέφανε
το μέλλον σού ανήκει
τα σφυροδρέπανα σού ανήκουν
τα ξερονήσια όλα δικά σου
μύκονος
ίμπιζα
η νήσος φαλκονέρα
η νήσος άι στράτης
μόνο εσύ μπορείς να βγάλεις απ’ τα λεφτά λεφτά
κι άλλα λεφτά απ’ τα λεφτά
κι ετούτος ο παρθενώνας της ελλάδος
ετούτο το λονγκ άιλαντ
ετούτος ο γιδότοπος
ένδοξο αλωνάκι και στρατόπεδο μαζί

κυρ στέφανε
πωλητή κρεάτων βιετνάμ και καμπότζης
συρίας και μέσης αφρικής
πωλητή της σύγχυσης

κυρ στέφανε
αναμορφωτή της λιβύης
σωτήρα του κόσμου από κάθε θεομηνία του πενταγώνου
γλυκοτσούτσουνε εφοπλιστή
θηριοδαμαστή του εγκέλαδου και του τυφώνα

αν δεν υπήρχε η μακρόνησος δεν θα υπήρχες κι εσύ
εδώ λοιπόν να στέλνεις
το ελεύθερο εμπόριο
την ελεύθερη αγορά
το ελεύθερο πνεύμα
να ανάβουν το κεράκι τους
που δεν γίναμε σοβιετία

ω κυρ στέφανε
έχεις ρευτεί με κόκα κόλα και με νιώθεις

Υγρός Σεπτέμβριος Ψαλμός

Τι μαύρο ζώο η ταραχή!
τι σπιούνος ο δασύτριχος Μεσσίας!
ραλίστας ο οργασμός και τα κουτάβια του
δυό μαυσωλεία λάμπας πετρελαίου
δυό φλεγμονές αθανασίας
υπέρ αγίας προστυχιάς
υπέρ αυνανισμών και κορασίδων

δαφνόφυλλα μες στις φακές παντοτινή αγάπη
μύγες
μουρμούρες
ψευδορκίες

αλγεβρικός εγώ και τιποτένιος
αγνός
σαν δυό χαζές ξανθές
-γυμνές και ξεσχισμένες-

μυρίζω τώρα πυρετούς παραλυσίας
εκείνο το πρησμένο σου ζωάκι
μην πάει αχάιδευτο
ωσάν
τα αδέσποτα της Κάτω Αχαγιάς
ωσάν
τα αιώνια χημικά
τα σπέρματα του πεινασμένου σκύλου
του φαλλού μου

Λίγα λόγια Για Το Βιβλίο του Σπύρου Τριανταφύλλου: Η Συντροφιά Της Μοναξιάς

Ο Σπύρος δεν είναι ηρωικός τύπος. Ίσως, είναι ένας υπεραθλητής, ένας δρομέας, μια αρχαία φωτογραφία.

Κάθε γραπτή του κατάθεση είναι ρευστή σαν το πρόσωπό μας στο νερό.

Παθιασμένος με τα πάθη του, αμήχανος μπροστά στις ντροπές του. Μπροστά στην πίεση του χώρου και των ανθρώπων που τον βαραίνουν, αρχίζει να εκφέρει το δικό του λόγο, στην αρχή στάζοντας από μέσα του ελαφρά όλους τους πικρούς καφέδες της περιπλάνησης και όλα τα ερεβώδη ποτά της ανησυχίας του, μέχρι να φτάσει στο ευσπλαχνικό ξεχείλισμα της γραφής.

Κάθεται εκεί στο σκαμπό του μπαρ με την εντύπωση ενός επαίτη, που η πανδαισία της ομορφιάς, εκτεθειμένη γύρω του, τόσο τον θαμπώνει και τον παραλύει, που δεν μπορεί να αρπάξει το παραμικρό από τα ψίχουλα που πέφτουν προς τη μεριά του.

Και τούτη η πείνα που για αυτόν γίνεται οντολογικό πρόβλημα είναι παραδόξως η καθημερινή του τροφή, η δυναμωτική του ουσία, το χαρισάμενο κλέος της ανταμοιβής.

Η οικειότητα της γραφής του πηγάζει από τη μακρινή έμπνευση της οδύνης που δείχνει την κοινή μας καταγωγή.

Ο Σπύρος έμαθε πως ο πόνος είναι αυτός που μας ενώνει αληθινά με τους άλλους. Η αγάπη συνήθως φτάνει καταϊδρωμένη σαν ιαματικό κατάπλασμα μαζί με τη φιλανθρωπία και τον οίκτο σκεπάζοντας τις κοινωνικές ασθένειες με τα λευκά καθαρά σεντόνια της υποκρισίας.

Εν αρχή είναι ο πόνος, αυτός ο πόνος που η φιλοσοφία και η θεολογία προσπάθησαν να καταπραΰνουν μα στην πραγματικότητα τον μεγέθυναν στήνοντάς του το πιο ένδοξο βάθρο.

Τώρα πια ο άνθρωπος είναι το πληγωμένο ελάφι που τριγυρνά στις πόλεις.

Πληγωμένος απ’ το κέρας του πολιτισμού και της παράδοσης, ανασηκώνει το βλέμμα του γύρω μα η αιμορραγία του νου και της καρδιάς μοιάζει ασταμάτητη.

Όταν τραβιέται το κέρας απ’ την κοιλιά του ανθρώπου, αυτός μένει να αιωρείται σ’ ένα πουθενά που δεν είναι γη κι ούτε ουρανός. Όμως όλα είναι ένας λαβύρινθος μόνον κι η εστία δεν υπάρχει, γιατί ο χρόνος κι ο τόπος είναι πληγές που δεν κλείνουν ποτέ.

Εδώ, ο Σπύρος, ξέρει πως για τέτοιες λαβωματιές δεν υπάρχει γιατρειά παρά μόνο από κείνον που τις έχει προκαλέσει.

Ξέρει πως η περιπλάνηση μέσα στην πόλη γίνεται η αναπόδραστη φυλλορροή του εαυτού. Ένα συνεχές γέμισμα και άδειασμα, ένα αδιάκοπο αίσθημα στέρησης αλλά και ένα αδιανόητα παράλογο αίσθημα στιγμιαίας ευδαιμονίας.

Ο Σπύρος μιλά σχεδόν ερωτικά και λατρευτικά για τον τζόγο αφού η συγκομιδή του μπορεί να του προσφέρει όλα αυτά που θα πρέπει να θυσιάσεις μια ολόκληρη ζωή για να τα κατακτήσεις.

Το συγκλονιστικό διήγημα με τον χουντικό του νονό, που στην πραγματικότητα τον εξαγοράζει με χρήματα, λέει πολλά για την ανθρώπινη κατάσταση, τους άκριτους καθημερινούς μας συμβιβασμούς μ’ ένα τέρας μικρό ή μεγάλο ή μ’ έναν καλοκάγαθο φασίστα.

Ο τζόγος γίνεται ο λειτουργικός σπινθήρας που κινητοποιεί την αδρεναλίνη, έχοντας ως πρόσχημα τη θεά τύχη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δαιμόνια μεταμόρφωση του ανοργάνωτου χάους.

Επιρρεπής σε όλες τις κοινωνικές αρρώστιες ο φασματικός αντιήρωας που ονομάζεται Σπύρος μονώνεται και συγκλίνει στην ηδύτητα της αναπάντεχης απόκρισης στην προσμονή.

Ο τζόγος είναι αυτός που μπορεί να μας χαρίσει γρήγορα γυναίκες, ποτά, φαγητά, κάνοντάς τα όλα κατανάλωση, ακόμα κι αυτόν τον πρωτόγονο ρόχθο του ερωτισμού.

Σε μια κοινωνία που σε μαθαίνει να γαμάς με τα λεφτά σου, ο Σπύρος τρέχει στο καζίνο να παίξει όταν έχει λίγα λεφτά, για να μπορεί να αγοράσει ένα καλό ουίσκι ή μια συντροφιά που θα τον αγκαλιάσει και θα τον χορτάσει, χωρίς άλλα μακάβρια συμβόλαια και προικοσύμφωνα.

Ο Σπύρος μπορεί και μιλάει χύμα, δηλαδή αληθινά και ποιητικά γιατί δεν έχει να χάσει τίποτε, ούτε καν τις αλυσίδες του. Δεν έχει κοινωνική ασφάλεια και ιδιοκτησία. Όταν γυρνά απ’ το μπαρ ξέρει πως θα βρεθεί σε μιαν αποθήκη κρύα αφιλόξενη δυστοπική, την ώρα που οι μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες, φίλοι ή μη, θα βρεθούν στα παιδιά ή τη σύζυγο.

Συνεχίζει όμως να τραγουδά και να εξηγεί ως ξεπεσμένος νιτσεϊκός τη διαφορά ανάμεσα στο τραύμα, την πληγή και το θάνατο.

Το τραύμα γίνεται χαίνουσα πληγή θανατηφόρος και ο οίκος, το σπίτι, η ρίζα, γίνονται μια ολόκληρη πόλη. Το τραύμα έχει άλλωστε τη συνέργεια της πόλης. Οι άλλοι πάντα συνεργούν με το τραύμα. Ψίθυροι πολυφωνικοί των άλλων τυλίγουν τη μολυσμένη πληγή, πίνουμε νερό αλλά δεν ξεδιψάμε, τρώμε αλλά δεν χορταίνουμε.

Είμαστε αυτό το πληγωμένο ελάφι που έχει όμως δύο όψεις. Ελάφι εξολοθρευτής και ελάφι θήραμα. Εραστής και ερώμενος.

Μας συνδέει με τη ζωή ο πόθος να ξεκοιλιάσουμε τον οδηγό, τον εξουσιαστικό πατέρα, τον δικτάτορα θεό.

Μας συνδέει με τη ζωή το χιούμορ, αυτοί οι χυμοί της τρέλας, που ο Σπύρος τους ρουφά με νεύματα επιδοκιμασίας. Έκπτωτος σ’ αυτή τη θρησκόληπτη πολίχνη βάζει το Λάζαρο να τρώει το ιερό κάστανο που πρόσφερε ο άγιος Παΐσιος σ’ έναν ιερέα-τούμπανο από ιερή τεστοστερόνη-οδηγώντας τον στο νοσοκομείο Αγρινίου όπου πεθαίνει για δεύτερη φορά από τροφική δηλητηρίαση χωρίς ελπίδα πια για ανάσταση.

Όταν σήμερα η ίδια η επιστήμη αδυνατεί να αντιμετωπίσει το παράλογο και τη βλακεία, τη θρησκοληψία και το φασισμό, ο ευαίσθητος κατακρεουργείται, νοιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, όμως αυτός είναι πάλι που μαζεύει αυτές τις δυνάμεις σφίγγοντάς τες βαθειά μέσα του. Κι αυτή είναι η δύναμη των μηδαμινών. Η χλεύη και η ειρωνεία. Ευαίσθητες όμως και οι δυο, σαν χειρουργικά νυστέρια που προκαλούν μια μικρή πληγή για να επουλώσουν μια μεγαλύτερη.

Ο Σπύρος Τριανταφύλλου γράφει. Βαστά τα υπολείμματα της συνύπαρξης, την ανάμνηση μιας αγκαλιάς, το ταξίδι που δεν θα ξανακάνει, όλο εκείνο το ευγενές ερωτικό σκίρτημα μπροστά στο θηλυκό, μπροστά στο ολοκληρωτικό θαύμα της ανθισμένης ομορφιάς.

Γράφει περιφέροντας ακόμη και σκελετούς στα συμπόσιά του. Τσιτάτα σοφών, θραύσματα λόγου σαν ρητορικά χαλίκια, γιατροσόφια που δεν γιατρεύουν αλλά απαλύνουν την μεγάλη ένδοξη πτώση.

Ο Σπύρος είναι ο Μέγας Περιφερόμενος, ο χαρτογράφος μιας χαμένης πόλης που ζει στα ουζερί, τα μπαρ και τις καφετέριες, την κλεμμένη ζωή της.

Της πόλης που τρέχει στον ευσπλαχνικό αλκοολισμό για να ξύσει λίγο απ’ το δέρμα της τις συμβάσεις και τους συμβιβασμούς.

Της βρώμικης, της ερεθισμένης, της πουτάνας πόλης, της κολυμπήθρας όλων μας.

Της πόλης όπου μικρά φασιστοειδή σου κλείνουν με εύσχημο τρόπο το στόμα αφού δεν είσαι σαν κι αυτούς.

Της πόλης που αφού σε κολακεύει έπειτα σε δείχνει με το δάχτυλο, αφήνοντάς σε να μαραζώσεις στα σπλάχνα της.

Της πόλης που εμπνέεται ακόμη κι απ’ την πτώση των ποιητών απ’ τα μπαλκόνια, με τον μαγικό τρόπο που ο καλός ηθοποιός αφομοιώνει τα ψήγματα της ξένης μοίρας κάνοντάς τα θέαμα.

Η ελληνική επαρχία ως μήτρα παραγωγής ποιητικής καύσιμης ύλης δεν μελετήθηκε εμβριθώς, αφού οι γύπες της ξενόφερτης ταλαιπωρίας δεν έχουν πια καλή όραση.

Έχουμε μάθει κάθε αιμορροΐδα του μπουκοβσκικού έργου αλλά στα δικά μας παιδιά ρίχνουμε μια κλεφτή συμπονετική ματιά, καταδικάζοντάς τα στη γραφικότητα και το πρόχειρο κλέος.

Απ’ τον Καρυωτάκη έμμεινε μόνο η Πρέβεζα, πυροβολημένη στο κεφάλι, σώζοντας ίσως την τιμή των καταραμένων που δεν ζητούν την κρίση κανενός, ακολουθώντας όμως την βρώμικη ανάσα του κυνικού που σχεδόν κραυγάζει στο αυτί του ρεαλιστή, δεν θέλω να με αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Ο Σπύρος γνωρίζει από πρώτο χέρι πως το κακό που βιώνει δεν είναι παρά η αποδρομή του καλού, ακριβέστερα η στέρηση του καλού, μια απουσία εν τω γίγνεσθαι, ζώσα.

Γνωρίζει πως οι οχυρώσεις της ψυχής και της πόλης αλώνονται κομμάτι το κομμάτι, υποδόρια, σαν τις πιο ύπουλες αρρώστιες. Επιστρέφει λοιπόν, ξανά και ξανά στο σχολαστικό του βόρβορο, νοιώθοντας την ικανοποίηση μιας πρόσκαιρης παράβασης. Μιας σάρκινης όσμωσης σαν αυτής των μυστηριακών τελετών που καταργούν για λίγο τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Ονόματα από μπύρες και μαγαζιά. Ονόματα κοριτσιών και ονόματα φίλων, όλα ανακατεμένα στον μεγάλο κουβά της συνύπαρξης. Μαζί με τα λόγια των σοφών, το μέτρο δηλαδή της επίσημης ανθρώπινης βλακείας, εκεί διηθημένα όλα, στο μεγάλο πλυντήριο της ανάγνωσης και της ανάλωσης.

Ο Σπύρος είναι ακραιφνής ημερολογιογράφος, κυρίως λόγω άστατου βίου αλλά και ιδιοσυγρασίας.

Μέσα στον ορυμαγδό των ετερόκλητων συνειρμών μοιράζει το αντίδωρό του. Όλον αυτόν τον άυλο παιδεμό της ζωής, που η ευαισθησία και η ευφυΐα του υλοποιούν ακαριαία, φτιάχνοντας κείμενα ηθικής ενδοσκόπησης και εξομολογητικής παράστασης. Φτιάχνοντας το υλικό που λέγεται βιβλίο και περιέχει λέξεις. Το προϊόν μιας κάποιας εργατικής δύναμης, φτιαγμένο από γραφίστες και τυπογράφους, σαλταρισμένο μέσα σε θορυβώδεις εκτυπωτικές μηχανές.

Εκτός από συγγραφέας και γυρολόγος, ο Σπύρος είναι και κουβαλητής των δημιουργημάτων του.

Κουβαλά και πουλά το βιβλίο του με τον πιο ιερό τρόπο. Δεν έχει κάποιον νταβατζή ή υπάλληλο να τρέχει γι’ αυτόν, δεν έχει διαφημιστές και άλλα κάτεργα πειθούς τού καταναλωτή έξω από την ειλικρίνειά του, αφού ένα βιβλίο μπορεί να εξαργυρωθεί σε μια τυρόπιτα και δυο μπύρες, σε ένα κέρασμα αγαπημένου φίλου ή σε ένα μοναχικό ποτό.

Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο, τι αξίζουν άραγε όλες αυτές οι φωτεινές κεφαλές όταν αισθάνονται καταβεβλημένες, όλοι αυτοί οι προικισμένοι καταραμένοι που ναυάγησαν σύμφωνα με τις καταναλωτικές συνταγές επιτυχίας;

Όμως, για να δώσουμε απάντηση πρέπει να κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Να δούμε αν αυτό το πρόσωπο που κοιτάμε είναι πρόσωπο ή προσωπείο. Να νοιώσουμε αν μας παρασέρνει η χαρά της ζωής ή το σκοτάδι που κουβαλάμε. Να καταλάβουμε πραγματικά πως σφίγγοντας την άμμο στη χούφτα μας δεν την συνθλίβουμε ούτε την νικάμε.

Μες το Ασπράδι Των Ματιών Του Δολοφονημένου Αντώνη Καργιώτη

Τι εστί καταπέλτης και μάστιγα
χλωμός και υπνωτικός δερβέναγας
φρεσκοξυρισμένο μούσι Πειραιάς ξημερώματα!

Σκάβει ο τρελός σαν Λάζαρος
μ’ ένα φτυάρι
ο μαλάκας ο ξεροκέφαλος ο καθυστερημένος
-που κανένας ρεπόρτερ δεν αγαπά-
σκάβει τις πολλές αρρώστιες των πολλών
τις αξίες από δεύτερο χέρι
την αναρχία από σβάστικες και ιδρωμένους φαλλούς
σκάβει κι άλλο το θάνατο
εργατικές κατοικίες Λασιθίου
άταφη ένδοξη φτώχεια
επίδομα για πατάτες και πλάνες

ο Αντώνης
δεν ξέρει να παλεύει
δεν ξέρει να κυνηγά

Ο Αντώνης ένας αστερισμός σπασμένων αγγείων
ένα βλαμμένο από μαθηματικά
ένα βλαμμένο από Κυβερνητική
ένα βλαμμένο
από ρολόγια και δείκτες

ο Αντώνης
πριν πάει για ύπνο
κοιτάζει πάντα κάτω απ’ το κρεβάτι
και μέσα στη ντουλάπα
και σε χαράδρες
σαν αυτές πίσω απ’ το μπιντέ και το πλυντήριο
επειδή τα τέρατα
προτιμούν αυτά τα κρυφά μέρη
όμως
τα τέρατα βρίσκονται παντού
δίπλα στα δολάρια και το θεό
δίπλα στην οικογένεια και το κράτος
ταΐζουν τους ηλεκτροφόρους ορίζοντες
ταΐζουν τα ψάρια του ευαγγελίου
ταΐζουν σαπουνόπερες το βλαμμένο λαό

Ο Κώλος Της Μύγας

Τα λεξικά, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν τα μεγαλύτερα οντολογικά ντοκουμέντα.

Κάθε λέξη που φτάνει σε μας-βγαλμένη απ’ τους ομαδικούς τάφους της ανθρώπινης λαλιάς-είναι η πνοή των πρωτόγονων σκέψεων που καθρεφτίζουν την ανησυχία, το πάθος και τη φυγή.

Η ανησυχία ως εκπεφρασμένη θανατοφοβία χρειάζεται ένα ευγενές μέταλλο, μια ψυχική διάθεση, έναν κοινωνικό παρανομαστή.

Η ανησυχία τραβάει πίσω της τη λύσσα και την ωμότητα, το φόβο και την τρέλα, τον ευπλόκαμο εφιάλτη και την πολυάνθεμη αγωνία. Τη βαριά νόσο που ονομάζεται της ψυχής αρρώστια μα δεν είναι παρά σωματική ταλαιπωρία και μόνο.

Οι περισσότερο ανήσυχοι ναρκισσεύονται και αποφασίζουν να γίνουν καλλιτέχνες. Γράφουν, ζωγραφίζουν, κλάνουν μόνο και μόνο για να τους προσέξουν.

Παιδιά που στερήθηκαν την αγάπη της μάνας, το χάδι πάνω στο δέρμα που είναι το πρώτο σεξ, το πρώτο φάρμακο κατά της ανησυχίας, τυφλωμένα τώρα απ’ το μεγάλο στρεβλωμένο κάτοπτρο της σεξουαλικότητας, μετέωρα και σχεδόν τυφλά μπροστά στα δράματα των άλλων, γίνονται μηχανικοί του εαυτού τους, αρχιτέκτονες του πόνου τους, βραβευτές οι ίδιοι των επιτευγμάτων τους.

Η ψυχοπαθολογία της ατομικότητας μέσα στον θεόρατο καπιταλιστικό καμπινέ χτίζει μόνο καριέρες και δυστυχίες. Έριδες γύρω απ’ την αποπεράτωση της απληστίας, πόνο θρεμμένο μέσα στις φωνές που σε διαλαλούν για να σε πουλήσουν.

Η ανησυχία όταν δεν έχεις σοβαρούς δασκάλους να σου τη διδάξουν γίνεται φονική ματαιοδοξία. Γίνεται ψώνιο και εμμονή. Ψευτοανωτερότητα και κομπασμός.

Οι ανήσυχοι που κατανάλωσαν λάθος φάρμακα και φαρμακώθηκαν ακόμα περισσότερο θέλουν να μας κυβερνήσουν, να μας βραβεύσουν, να μας γαμήσουν, να μας νουθετήσουν και ίσως να μας παντρευτούν.

Τα πληγωμένα παιδιά γίνονται οι μεγαλύτεροι φασίστες εάν δεν βρούνε βάλσαμα ερωτικά, συνδέσεις με τη φύση τους και την πραγματικότητα.

Γίνονται οι μικροί αστείοι φυρερίσκοι που κάνουν κουμάντο δήθεν στα πράγματα, έχοντας κάνει τη σύφιλη του ελέγχου και της εξουσίας τρόπο ζωής.

Ιδιαίτερα στο λογοτεχνικό σινάφι και στους λεγόμενους καλλιτεχνικούς χώρους, όπου η ανησυχία μασκαρεύεται σε αριστεία, δόξα και επιτυχία, η φτήνια και η αρπαχτή είναι οι βλεννώδεις θεότητες του κάθε δηλητηριασμένου νάρκισσου που γίνεται εν τέλει εκφυλιστής της ίδιας της κοινότητας.

Η βραβευμένη ανησυχία και η βραβευμένη ευαισθησία μυρίζουν σίγουρα ανθρώπινο κρέας.

Οι εξουσίες, μικρές ή μεγάλες, τοπικές ή παγκόσμιες, εκτρέφουν τον μικρό αδιόρατο κώλο της μύγας.

Κάθε μικρό αθώο τσόλι νοιώθει ασφάλεια κάτω απ’ τις ζεστές της φτερούγες. Η εξουσία και ξέρει και μπορεί.

Και ξέρει φυσικά πως χωρίς όλους αυτούς τους χοντρούς μυγίσιους κωλαρίσκους δεν θα ήταν εξουσία.

Είναι εξουσία γιατί έχει πολεμήσει το διαφορετικό. Είναι εξουσία γιατί έχει διαστρεβλώσει την αλήθεια κι έχει συμφέρον να σου μιλάει για αγάπη όταν σου καίγεται το σπίτι. Όταν σου σκοτώνει το παιδί. Όταν σε εξοντώνει στην εργασία.

Αυτός ο όμορφος κόσμος ο αγγελικά πλασμένος ο ηθικός μέχρι το μεδούλι, σου διαβάζει ποιήματα ξενέρωτα για την αγάπη, σου δίνει βραβεία εσένα του φτωχού και άσημου, σου δίνει συχνότητες και σελίδες για να βγάλεις κι εσύ την κλαψιάρικη αγάπη σου, το κλανιάρικο γατάκι που κρύβεις μέσα σου, το δόλιο πλασματάκι των ανταγωνισμών.

Όσο το αστικό αφήγημα θέλει την τέχνη ως ψυχαναλύτρια, οι μύγες θα κάνουν κώλους ασύλληπτα χοντρούς και χεζοβόλους, σκατοποιώντας όλο το αποδομημένο πνευματικό παστίτσιο που ταΐστηκαν.

Η τέχνη ως θεραπεία απ’ τις κοινωνικές αρρώστιες μοιάζει περισσότερο με φάρσα μέσα στο βλαχομπαρόκ ιδεαλισμό του θεάματος.

Οι πολιτιστικές μπαράγκες των ιδρυμάτων-των εφοπλιστικών βεβαίως βεβαίως-σε αγαστή συνεργασία με δημαρχίες, νομαρχίες, εκκλησίες ξεβλαχεύουν το βλαμμένο λαό.

Διαβάστε ποιήματα για την αγάπη, για το έκζεμα της ευαίσθητης ψυχής. Γράψτε για τους πνιγμένους μετανάστες χωρίς να πολεμάτε αυτόν που τους πνίγει γιατί ξέρετε καλά πως ο πνίχτης τους είναι ο πλούσιος κύριος που σας πληρώνει το νοίκι του μαγαζιού.

Ο μεγάλος περήφανος χορηγός-νταβατζής που έφτιαξε εσάς τους μικρούς νταβατζήδες με τα ωραία εξώφυλλα και τα πλουμιστά γραφεία, τις βιτρίνες και τις πόζες, αλλά κυρίως τις ευσπλαχνικές μουνοπαγίδες, τις τόσο απαραίτητες για τη διατήρηση της ναρκισσιστικής βιοποικιλότητας.

Βραβευτείτε και πληθύνεστε. Μα μην ξεχνάτε πως η μεγαλύτερη πείνα, η πιο φονική, είναι η προσδοκία της ευωχίας.

Περί του Αγίου Σκύλου

Σκυλιά του Χρόνου είμαστε
του πιο αλαφροΐσκιωτου θεού
του μόνου αληθινού απατεώνα

Ο Χρόνος τα σκυλιά του
τα τραβά απ’ το λουρί
μα κάποια έχουν δόντια κοφτερά
και δραπετεύουν
αδέσποτα γυρνούν και τρελαμένα
αντί για ωράριο και ήσυχη ζωή
γαμήσι αλητεία και πορδή

Καυτά ημερολόγια

22.06.23: Υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά περιοδικά στη χώρα μας. Κλασικά εικονογραφημένα, χρήσιμα, οργανικά, ανακυκλώσιμα, οι διοικητές τους είναι διοικητές στρατοπέδου, αγαπούν τα βραβεία και τα αφιερώματα, τις βουτιές και τις πρωτοπορίες, τα άοκνα γκομενάκια, η πολιτική λένε είναι μια μαλακία.

Ετούτοι κάνουν υψηλή πολιτική, λένε όσα πρέπει κι όσα είναι πρέπον. Διαφημίζουν πατάκη, καστανιώτη, φιλελέ καπιταλισμό, μελιτζανάκια που άρεσαν στο σικιελιανό, τη δόξα αγαπούν χωρίς δράμα, τα νεοσσά που θέλουν να βγάλουν βιβλίο.

Είναι όμως και τα παιδιά του τεφλόν. Το μόνο περιοδικόν που διαβάζεται. Το μόνο που είναι λογοτεχνικόν χωρίς να ουρλιάζει πως λογοτεχνίζει και λοιπά και λοιπά.

Τζάμπα δωρεάν, ανεπιχορήγητο. Λέει τίμια το τεφλόν πως

η κριτική αποσιωπά και απαξιώνει την ποίηση από τα κάτω, εγκωμιάζει ένα σύστημα και μια τέχνη που αναπαράγει συνειδητά τη μικροαστική ιδεολογία και, ως επί το πλείστον, τις ηθικές και αισθητικές αξίες της αστικής τάξης.

Επιτήρηση, πειθάρχηση, καταστολή.

Ψώνια έχουν κατακλύσει τη ζωή μας. Τη ροκανίζουν με τα εγώ τους, το λεφτό τους, το ευρό τους, το δολάριό τους. Ψώνια στο δηπεθέ αγριονίου απαγγέλουν ρινίσματα σιδήρου, φριχτούς οργασμούς, πομφόλυγες, πορδολαγνικές εσχατολογίες, γλυκιά κακομοιριά, αλύτρωτο φεμινισμό.

Όμως ζήτω τα ψυχρά dna, η φλογερή επαρχία της πλήξης, οι αγρότες που γίναν βιομήχανοι παραγωγής ρεύματος, οι ψυχολόγοι που δεν έχουν τι να κάνουν τα μάν ε ι.

Ω! ψυχή ψυχούλα τι κραταιά βιομηχανία που είσαι, επενδύοντας σε ισχυρότερες αναθυμιάσεις, εντονότερα προαισθήματα συντέλειας.

ω! να μια μικρή πόλη φτιαγμένη από όνειρα πετρελαίου και ξινισμένη αρρενωπότητα.

Πόλις ουζολαγνική, χριστιανοφουστανελοθρεμένη, ναυάγια αντρών που τρέχουν στο καυσοκαλύβι της μεγίστης λαύρας και της ελαχίστης κάβλας.

23.06.23: Οι συριζαίοι σήμερις αναρτούν αναγνωστάκη. Τα κατάλοιπα μιας αναλωμένης γενναιότητας.

Το κοινό έχει κουραστεί και θέλει να πάει για ύπνο. Ο Αλέξης κουβαλάει τις ξινισμένες μαρμελάδες στο κόκκινο κτήριο της κουμουντούρου. Στην πλατεία που μοιάζει με ξεκοιλιασμένο χρηματοκιβώτιο, δίπλα στην κίνα και το πακιστάν της αττικής, στις αποθήκες πλαστικού σοδομισμού, στον άγρυπνο κολωνό της αιωνόβιας ηρωίνης, στα σπασμένα τυπογραφία, στις σπασμένες παρθενιές από προεδρικά διατάγματα, στις ιερόδουλες φωλιές από αρραβώνες, κρεατοελιές και αιθέριες χριστοπαναγίες.

Υπάρχω μεταξύ δύο σημείων.

Ανάμεσα στα μπούτια γυναικών.

Ανάμεσα σε δύο ηπείρους.

Ανάμεσα σε δυό ναυαγισμένους κόσμους.

24.06.23: Η ομάδα βάγγνερ ως αυτοάνοσο της ρώσικης αρκούδας. Ο πόλεμος των ιδιωτικών στρατών μέχρι να φτάσουν στο μουνί της μανούλας μου.

Τα στρατά του έβρου τη δεκαετία 90 γαμούσαν ουκρανές. Κοπέλες που τελειώναν το λύκειο, εποχικές εργαζόμενες άνευ ενσήμου. Φανταράκια στοργικά παιδιά της μαμάς που θέλαν να βάλουν την ψωλή τους σε ζεστό φρέσκο κρέας. Στο πρωτοκκλήσι και το κουφόβουνο παράγκες με ελενίτ και λαμαρίνα. Παλιές ιδεολογίες και διάρροιες, διακινητές υγρών, απόνερα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλεπούδες με πατημένα κρανία στην άσφαλτο.

Η ομάδα βάγγνερ με τους μαστούς βαρείς απ’ το γάλα,

με τα ρούβλια που θα γίνουν δολάρια, τα ορθόδοξα νεογνά, τους ολιγάρχες που πίνουν τα έμμηνα του πολέμου για να κατακτήσουν την καρδιά της αμερικής, τους υπουργούς τους διάστικτους από παράσημα, τους κουρεμένους με την ψιλή επαναστάτες, τους μακρυμάλληδες φοιτητές με τα πενήντα χιλιάδες δολάρια στη τσέπη για τις καλές σπουδές, που τώρα ξερνούν τη σαμπάνια τους ανάμεσα στα σπασμένα πιάτα και τις βιασμένες γυναίκες.

Αλλά και πάλι ζήτω το έθνος, ουρανέ του χωροφύλακα, αλωνάκι ένδοξο του νησιώτικου καμπινέ και της τηγανητής πατάτας. Ας ζήσουν τα καλοκουρεμένα σου πρόβατα, καμιά ψήφος δεν πάει χαμένη, λέει η φωνή αυτή της τηλεόρασης

Τα πρόβατα είναι γενναίοι άνθρωποι

…………………………

artwork: Αντώνης Αντωνάκος… Αναλογικό Κολάζ σε χαρτί, 2022

Σημειώσεις και Ημερολόγια

19.06.23: Υπήρξα πάντα μόνον μικρός ημερολογιογράφος.

Ίσως τα απόνερα της συνείδησης που συγχωνεύει το εφήμερο με το διαρκές, με γοητεύουν τόσο όσο, αντί για τις κλάψες, αντί για το χάιδεμα στις παρελθούσες ήττες, φανερώνοντας έναν μάστορα χωρίς έργο, έναν καβλιάρη. Εcrivain manque, genie manque.

Α! τον κακόμοιρο νεκρό στην ακρογιαλιά, τους νεκρούς της ταχυδρομικής σάλπιγγας, τους άταφους, τους υψηλά ιστάμενους νεκροθάφτες, τους καταβροχθιστές, τα ελληνάκια, τους σημαιοφόρους που ονειρεύονται γαλανόλευκα μουνόπανα, τους πωλητές τάπερ που εγίναν αρχηγοί κόμματος, αρχηγοί κράτους, αρχηγοί βαλκάνιων νταβατζήδων εφοπλιστών.

Ντρέπομαι τον αιώνα μου που είναι τόσο ψυχαγωγικός, τόσο σκατόψυχος, τόσο γερανόμορφος και τόσο βαβελικός.

20.06.23: Όλοι πληρώνουν αδρά για να καταλήξουν στο βυθό της θάλασσας.

Νέες διαστάσεις λαμβάνει το θρίλερ με το τουριστικό υποβρύχιο που έχει εξαφανιστεί από την Κυριακή στα ανοικτά των νοτιοανατολικών ακτών του Καναδά με πέντε επιβαίνοντες οι οποίοι θα επισκέπτονταν το ναυάγιο του Τιτανικού καθώς όπως έγινε γνωστό εκτός από τους τρεις ήδη γνωστούς επιβαίνοντες σε αυτό, στο σκάφος βρίσκονταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στο Πακιστάν, ο 48χρονος Σαχζάντα Νταούντ και ο 19χρονος γιος του Σουλεϊμάν.

Τα ναυάγια κρύβουν θησαυρούς.

40 μίλια έξω απ’ την Πύλο 747 άτομα εκ των οποίων τα 560 Πακιστανοί υπήκοοι, σκλάβοι Ευρωπαίων διακινητών.

Το φορτίο παρακολουθείται από τη φρόντεξ και το ελληνικό λιμενικό,

στο πλοίο επικρατούσε «στρατιωτικός νόμος», τους φέρονταν σκληρά, ενώ οι διασωθέντες λένε ότι ένας εκ των διακινητών κυκλοφορούσε με ένα ξύλο και χτυπούσε τους μετανάστες όταν αυτοί αντιδρούσαν για τις απάνθρωπες συνθήκες. Όπως είπαν, ακόμη και για λίγο νερό, έπρεπε να πληρώσουν έξτρα.

Ο μεγιστάνας Πακιστανός μαζί με το γιό του κατέβηκαν στην άβυσσο του Τιτανικού, μάλλον δεν γνώριζαν για το άλλο ναυάγιο, το φρέσκο με τους 560 συμπατριώτες τους που δεν ήταν μεγιστάνες αλλά σκλάβοι του μαχαραγιά, κρέας για τα ελληνόφωνα ψάρια, εργαλείο συναλλαγής μεταξύ μικροαστών που θέλουν να πάρουν την εξουσία.

Δεξιοί όλοι, προγραμματισμένοι να αποδίδουν δικαιοσύνη, να σταθμίζουν τα συμφέροντα, να βγάζουν σέλφι με νεκρά παιδάκια, να λένε την βιασμένη σεξεργάτρια, πολωνικό πουτανάκι, κνησμό της αντρικής στέρησης, σπαλομπριζόλα της πατριαρχίας.

Δεξιοί όλοι, πατόκορφα υποκρινόμενοι τους καλούς.

21.06.23: Ο Κουτσούμπας κάνει ατσούμπαλες καρδούλες. Κοροϊδεύει την Αγία Βυζαρού, την μεγάλη του γένους καντηλανάφτισσα, τη μούσα ποιητών του εβδομήντα που πρόδωσαν τον παιγνιολάγνο βαρουφάκη για να πλεύσουν εις τα βαθειά ντεκολτέ, να μυρίσουν μακεδονία, αγάπη και φραπελιά.

Ποδόσφαιρο, σήριαλ, εκκλησία, κόμμα, αυτοβελτίωση, ασφάλεια, ούριος άνεμος για επενδύσεις.

Οι συριζαίοι νεκροζώντανοι πετάνε πέτρες στους κουκουέ. Δες μανούλα που κατάντησε το κίνημα. Γιατί πολέμησες στις καταβόθρες καθαρίστρια, σκουπιδατζού.

Οι συριζαίοι λένε λένιν τρότσκι μάρξ αλλά στάλιν τζιζ. Τζίζους κράις. Έχουν μαγαζιά, οικογένειες, αριστερό άλλοθι, φοβούνται τον ατσάλινο μύστακα του Βησσαριόνοβιτς του βυσσοδομιστή, φοβούνται τα γκέι πράιντ στην Κολιμά.

Αρχίζουν οι καύσωνες. Οι βραχείες λίστες του αναγκνόστι, του μπουκ πρες, της άθενς βόιζ, ο μπλέ ήλιος, η καυτή πατάτα, ο γυμνός κώλος, ο φιλελέ βρυξελιώτης απ’ το κορδελιό,

οι διανοούμενοι που συνέρχονται απ’ τις έγνοιες των ναυαγίων

Η μικρή μας πόλη και τα μεγάλα ναυάγια

Στη μικρή μας πόλη τα ναυάγια έχουν ήδη συντελεστεί.

Το αλκοόλ και ο χριστιανισμός, αυτά τα δυο σκληρά και νόμιμα ναρκωτικά, θεματοφύλακες της φυλετικής καθαρότητας και ισχυρά οιστρογόνα των οικογενειακών αξιών είναι εδώ.

Οι καθηγητές ζητούν τη θεία φώτιση απ’ το θεσμικό εκπρόσωπο της κρατικής εκκλησίας μαζί με την ευλογία της αστυνομίας, νοιώθοντας ασφάλεια μες στον ευσπλαχνικό σκοταδισμό που τούς προσφέρεται.

Το έγκλημα που συμβαίνει γύρω τους δεν τους αφορά.

Είναι καλοί άνθρωποι, δίκαιοι, ηθικοί, κοιτούν τη δουλειά τους, εκκλησιάζονται, συνουσιάζονται νομίμως εντός γάμου, αγαθοεργούν.

Και ξέρουν πως η ασφάλεια της μακαριότητάς τους έχει παράπλευρες απώλειες, νεκρούς χιλιάδες στους τροχούς, βυθισμένα δουλεμπορικά, σκλάβους που δεν τα κατάφεραν να φτάσουν στη γερμανία στην ολλανδία στο βέλγιο ως ξεσκατιστές των συνταξιούχων ευρωπαίων.

Στη μικρή μας πόλη οι καθηγητές προσεύχονται κι έπειτα γίνονται σταφίδα απ’ τη μπύρα και το ούζο, για να ξεχάσουν το μεγάλο έγκλημα, για να εκπαιδεύσουν τα προβατάκια στη νέα παγκόσμια προοπτική της νεοτερικής σφαγής των αλλόθρησκων και των περιττών.

Στη μικρή μας πόλη οι δάσκαλοι έτσι τα βρήκαν κι έτσι θα τα αφήσουν.

Ξέρουν πως το πένθος είναι ατέρμονο, πρώτα πρώτα για το δικό τους μεγάλο άκλαφτο ναυάγιο.

Ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

Η Ιερή Καρδιά μου δεν είναι παρά μια σβουνιά

-ψυχωφελές αφήγημα για την πολλαπλή σκλήρυνση-

Είτε όλα έχουν κάποιο νόημα, είτε τίποτε δεν έχει νόημα.

Το πνεύμα σχεδόν θολό και τρελαμένο τρέχει πάνω στην κλωστή του χρόνου, χωρίς εμπόδιο.

Το τοπίο και ο χώρος έχουν μιαν άλλη γεύση, την ώρα που γίνομαι ο υδροκέφαλος Πρίαπος, ο επιθετικός, ο ελεύθερος, ο άγριος. Ο ψυχογεωγράφος της μήτρας, το μικρό αγόρι που παρατηρεί το αλλόκοτο άνθος της στύσης του.

Άραγε ποια μαθητευόμενα τέρατα αναβλύζουν μέσα μου, καθώς, όλη η βιολογική δύναμη του σύμπαντος και της ιστορίας με κατακλύζει!

Ποια τέρατα καλύπτω μέσα στις πτυχές της βιολογικής μου ύλης, όντα που κάποτε υπήρξαν, όμως γκρεμίστηκαν στα βάραθρα ή πνίγηκαν μέσα σε λίμνες αίματος, σε τριχωτούς απρόβλεπτους βυθούς!

Νοιώθω το νευρικό μου σύστημα ένα θηρίο, ας έρθουν λέω, αυτά τα ζώα που έχω δει στα όνειρά μου να με κατασπαράξουν, θα το παίξω Προμηθέας, θεός, θα γίνω η λάμψη των ματιών ενός παραμονεύοντος γερακιού, θα βγάλω αυτή τη γλώσσα του σκύλου να γλείψει τη βαριά σιωπή των εκατό χιλιάδων ετών.

Μέσα στους αλαζονικούς μου καθρέφτες βλέπω έναν βασιλιά της αρχαιότητας. Αυτό που ήμουν κι αυτό που υπήρξα.

Ζωντανός και νεκρός μαζί.

Βρέθηκα στην Κνωσό και ήμουν ο Μίνως και ο Μινώταυρος. Ένοιωσα τη μυστική σημασία των μύθων, το αμοιβαίο τους πέρασμα και το ξεπέρασμά τους. Κι απ’ τον μέγα λαβύρινθο, ύστερα απ’ το αινιγματικό σκοτάδι αιώνων, ιδού εγώ ξεμπουκάροντας απ’ το Δούρειο Ίππο, ένας υπέροχος συνωμότης.

Ήμουν αθάνατος ή θνητός;

Ίσως, ούτε αθάνατος ούτε θνητός, αφού η χαίνουσα αχίλλεια πτέρνα μου με έκανε τώρα ξαφνικά έναν καταραμένο Οιδίποδα, τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Ένας ιερός εκφυλισμός της ουσίας, μια σκοτεινή πύλη που άνοιξε σαν στόμα, ένας νευρολογικός σπασμός, μια σκλήρυνση της βούλησης.

Τώρα είμαι ο ταύρος που περιμένει τον ταυρομάχο. Τα πλήθη όλο μίσος και αγάπη και πίκρα τρομαχτική, περιμένουν έναν γελοίο να με καρφώσει.

Έναν γελοίο που φοβάται τα κέρατά μου, αυτό το μαύρο χρώμα του θανάτου που προσπαθεί να το ζαλίσει με το κόκκινο πανί, το χρώμα το αίματος, το χρώμα της ζωής, αυτό το ξόρκι βαμμένο ποιος ξέρει από ποιες αιμορραγούσες παρθένες!

Ο ταυρομάχος φοβάται τα κέρατά μου. Για να δικαιολογήσει το φόνο με ζαλίζει, με νευριάζει, με περιγράφει σαν ένα τέρας, ένα φοβερό και τρομερό ανθρωπόζωο που δεν αφήνει κανέναν άλλον να επιζήσει.

Με μια κίνηση μπορεί να με συντρίψει, να με σφάξει με το ξίφος του, νοιώθοντας όμως τη θλίψη που νιώθω κι εγώ που θέλω να τον καρφώσω με τα κέρατά μου στην κοιλιά, αφού ταυτόχρονα σχεδόν ή μάλλον απολύτως την ίδια στιγμή αισθάνομαι να είμαι ταύρος και ταυρομάχος.

Όταν η μεσαία τάξη σκότωσε το Μουνάκι (της)

Η μεσαία τάξη υπέφερε και υποφέρει από σεξουαλικό υποσιτισμό.

Τα δεξιά καθεστώτα τη συμπονούν και παραδοσιακά προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο της με τον αφροδισιακό καταναλωτισμό.

Με το να της ανεβοκατεβάζουν το αφορολόγητο και τους συντελεστές, μπας και περισσέψουν φράγκα για το βουνό ή τη θάλασσα, ίσα-ίσα για αυτο-φωτογράφιση και αυτοβελτίωση μέσα στην διαγνωσμένη ήρεμη απελπισία της.

Η μεσαία τάξη δεν έχει δεσμούς ερωτικούς αλλά εκφυλιστικούς. Πούλησε την ελευθερία της για τα πλούτη, την άνεση, τις παροχές.

Ακούει μόνο το κράτος, τη διαφήμιση, τη βιομηχανία και την αστυνομία.

Οι φεμινίστριές της κατάντησαν μια ενοχλητική παρωδία γυναικών, ενόσω οι άντρες είναι μια καρικατούρα του ανθρώπου, και ο πόλεμός τους ένα γελοίο ψυχόδραμα μεταξύ σκλάβων.

Για τη σύγχρονη ηθική της μεσαίας τάξης ανήθικος είναι αυτός που δεν παράγει κέρδος. Αυτός που δεν παίρνει δάνεια, αυτός που δεν κινεί την οικονομία. Αυτός δηλαδή που διαθέτει μια σεξουαλικότητα ελεύθερη και ανυπόκριτη.

Στη σύγχρονη σεξοφοβική κοινωνία της μεσαίας τάξης, τα παιδιά δεν αγαπιούνται πια αλλά επιτηρούνται με αστυνομικό τρόπο.

Το σχολείο είναι ο χώρος παρκαρίσματος κατά το χρόνο της αναγκαστικής εργασίας των γονιών.

Τα παιδιά γίνονται απ’ ευθείας καταναλωτές, αφού μια συνεχής εμπορική παρενόχληση διαμορφώνει τις επιθυμίες τους. Αυτή η παιδοφιλία βεβαίως θεωρείτε ηθική, δεδομένου ότι έιναι κερδοφόρα.

Απ’ την άλλη, η πηγή που μας χαρίζει τη ζωή κατασυκοφαντείται.

Η πηγή που έδωσε στον καθένα από μας τη ζωή λογοκρίνεται. Το μουνάκι συνθλίβεται, αποτελώντας τη βάση για την πλειονότητα των εγκλημάτων και των αποκλινουσών ψυχοπαθολογιών τους, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση.

Η μεσαία τάξη πρώτα πέταξε τα ερωτικά της όργανα στον καπιταλιστικό ντενεκέ και τώρα γκρινιάζει γιατί δεν έχει τίποτε, παρά μόνο εξαρτήσεις.

Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις αφού έχασε για πάντα αυτόν τον οικείο, Δαντικό παράδεισο, γεμάτο από έμπνευση και απόλαυση, που τον αποκαλούμε ρόδο, ασφόδελο, γατάκι, πολεμίστρα, σήραγγα της αγάπης, ιερό, κέρας της συμπαντικής διανοίας, μουνί, μουνάκι και πατρίδα όλων μας.

Από τους πρώην κομουνιστές έως τους πρώην φασίστες, όλοι τους έχουν γίνει φανατικοί φιλελεύθεροι και οικουμενικοί δημοκράτες, αφού κατάλαβαν πως εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον τους.

Οι πλούσιοι κι οι φτωχοί το γνωρίζουν, ψηφίζοντας όλο και λιγότερο, ενώ η μεσαία τάξη ψηφίζει κάτω από τον τρόμο να γίνει φτωχότερη.

Η φτώχεια είναι η παλαιότερη, η αποτελεσματικότερη και πιο δοκιμασμένη τρομοκρατία.

Ω Λύπη!, πως νοστιμίζεις το ανθρώπινο κρέας

Ετούτα τα πλάσματα, που κρατούν ζωντανά τα τριαντάφυλλα, τις κάψες, τις μαστίχες και τους ήλιους, αντέχουν σε κάθε εκφερόμενη κρίση.

Συνεχίζουν να κατατρώγουν το χυλό της δόξας και της βαρβαρότητας.

Ο άνθρωπος μόνον ένα σκουλήκι της λύπης ο ίδιος, ένα μικρό ερπετό της δυστυχίας, έχει ανάγκη την τραγωδία. Η περηφάνια μας απέναντι στην εύκολη ζωή των θεών. Το βίτσιο μας να σπουδάζουμε τη δυστυχία. Να οξύνουμε το πνεύμα όταν σκάει η καρδιά.

Ω Λυπιού! ινδιάνα και γύφτισσα, κάθε τραγωδία είναι μια πράξη εχθρική, ένα σχεδόν απροκάλυπτο ανοσιούργημα. Γίνεται μόνο στο θέατρο. Στους υπονόμους με τα θηρία, στους δαιδαλώδους κήπους των Βερσαλιών, στα μικρά δώματα και στα μεγάλα παραστρατήματα.

Οι παλαιοί είχαν ακόμη την τραγωδία για να μαθαίνουν να υποφέρουν.

Σε μιαν άκαμπτη, απωθητική παράσταση του Lear, μπορώ να δω τα πρόσωπα του δράματος ακάλυπτα στην ασχήμια και τη μοναξιά τους. Ακίνητα και σκληρά το ένα πλάι στο άλλο, να τρέχουν στην απέραντη ερημιά της σκηνής.

Ω Αγία Λύπη! όταν υποφέρω γίνομαι ανυπόφορος, βουλιάζω με νου και σώμα.

Δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αστυνομικοί σκύλοι και Κρέοντες.

Όμως ο ήλιος την αυγή με ξεγεννά ξανά και πάντοτε. Απ’ το θολωμένο υπόλειμμα του πνεύματός μου ξεπροβάλει ένα απρόοπτο χαμόγελο, μια στιγμή ειλικρινούς αναλαμπής.

Κι ο ήλιος υπερβολικά άγρυπνος δίπλα σε άλλους ήλιους, σε σωρούς δίπλα από άλλα μαύρα αποκαΐδια, μας θέλει γυμνούς, υγρούς, αλαφροΐσκιωτους.

Μωρή κοντούλα λεμονιά, μπαρουτοκαπνισμένη!

Η λεμονιά του κήπου είναι γεμάτη καπνιά. Μια μυκητολογική μαυρίλα, ένα ξέσπασμα. Μελίγκρα και ψώρα. Ίσως ο εσπευσμένος αντίλογος και η χέρσα συνείδηση της φύσης.

Ίσως το κακό το ριζικό, ίσως η ελαφρά πεισματωμένη υποχώρηση των ερωτικών ζωνών, η σφαγή των ινδιάνων και τα μελιτώδη εκκρίματα των καπιταλιστών.

Η κερδοφορία εκδικείται Κύριε Επίκουρε του κήπου.

Ο χριστιανός βλέπει μαύρο το μέλλον της ανθρωπότητας. Άραχλο. Προσεύχεται για να τη βγάλει καθαρή μέχρι τον παράδεισο.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε μειονεκτικός, μια μηχανή, ένας τραγέλαφος.

Η βαρβαρότητα της ατομοκρατίας Κυρίες μου, που πίνετε απ΄τα χεράκια μου φυσικό χυμό πορτοκαλιού, στημένου με ευλάβεια, αφού πρώτα σαπούνισα τους καρπούς, ξέβγαλα τη μαυρίλα, στάθμισα τις άκαμπτες αντιφάσεις.

Ο διαφημιστής βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητας ρόδινο. Ο σύγχρονος άνθρωπος προοδεύει. Τι κι αν μαυρίζουν και θλίβονται οι καρποί, έχουμε έξυπνη σκούπα, ρουφήχτρα των μολύνσεων και των εκζεμάτων, έχουμε αλοιφές για τον έρπητα, την λαγνεία, το σοδομισμό.

Όμως ποιος είμαι Κύριε Επίκουρε; Ο επίμονος κηπουρός ή ο ανώνυμος απαισιόδοξος; Ο ξερακιανός ή ο στρογγυλός; Ο υποχόνδριος ή ο άνθρωπος των απολαύσεων; Ο ασκητής ή ο επιπόλαιος;

Υπήρξα ζαβός και ένθερμος αναχρονιστής. Είχα και τη θλίψη μου.

Κύριοι Σκυλόσοφοι του Αιγαίου. Από παιδί παραστρατούσα στην ονειροπόληση μπας και καρφώσω το διάβολο της αδιαφορίας στην καρδιά.

Κύριοι Σκυλόσοφοι της ηδονής, πλατωνιστές και αριστοτελικοί, επισκεφτόμαστε συχνά το εργαστήριο του μοριακού μας βιολόγου, για να διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι όντως μπορεί να παραχθεί η χίμαιρα που ονειρευόσασταν τότε.

Υπάρχει λοιπόν αγαμική αναπαραγωγή. Τεχνική νοημοσύνη. Άλμα στο μέλλον.

Πρόκειται για το εγώ και το ετεροχρονισμένο δίδυμό του. 

Βλασφημίες για την Άνοιξη

Συννεφιασμένη πρωταπριλιά. Επέτειοι αναγεννήσεων που πραγματοποιούν τις απαραίτητες απογυμνώσεις στον άνθρωπο.

Η συνείδησή μας είναι σκέτη μεταμφίεση. Είμαστε επαρκώς απογοητευμένοι. Επαρκώς αχαΐρευτοι. Γνωστικοί και Στωικοί.

Ο μόνος τρόπος να μεγαλώσουμε είναι πηγαίνοντας και προχωρώντας.

Αν δεν δημιουργούμε δεν μαθαίνουμε.

Όμως οι σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης που στηρίζονται στη μέθοδο του πνιγμού και του ξαφνικού θανάτου πυροδοτούν τις πιο εξωφρενικές ταχύτητες.

Το στοιχειώδες πάντα μας διαφεύγει. Πάντα κρύβεται και πάντα κρύπτει, μοιάζει με το κρεμμύδι του Peer Gynt -στο δραματικό ποίημα του Ibsen- που δεν έχει κανένα τελευταίο πυρήνα.

Αυτό όμως που μένει κρυφό για το ανθρώπινο μάτι, το υποατομικό βουητό των σωματιδίων, δεν έχει ακόμα ενεικονισθεί στη φαντασία, δεν το έχουμε επιθυμήσει ονειρικά. Δεν έχει περάσει μέσα από το ανθρωπομορφικό σιδηρουργείο.

Μετά το γένος των προφητών, που έχει εκλείψει, η Ευρώπη πετρώνει, γίνεται σιγά-σιγά μούμια μέσα στα σάβανα των συνόρων της, των εργοστασίων της, των δικαστηρίων της, των πανεπιστημίων της.

Ο λεγόμενος δυτικός ορθολογισμός μας έκανε να βλέπουμε τη μέλισσα, όλο και πιο πολύ από μια σκοπιά τεχνικής, επικοινωνίας, κυβερνητικής. Δεν διακρίνουμε πια ούτε νόημα, ούτε χάρη, παρά μόνο τα σκέτα λαμπρά συμβαίνοντα.

Η καρτεσιανή αναπαράσταση του ζώου -που είμαστε- ως μηχανής, επιστρέφει κατά βάθος στη συμβολική της κυβερνητικής.

Η αντίληψή μας καθορίζεται μονόπλευρα από τα μοντέλα που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε τεχνικά και χρησιμοποιούμε κατά προτεραιότητα μέχρι το επόμενο εξυπνότερο μοντέλο.

Οι φυσικές γλώσσες αρχίζουν και υποχωρούν. Αμέτρητες τεχνητές είναι έτοιμες. Εκατομμύρια μυρμήγκια της επιστήμης σπουδαγμένα με τον ιδρώτα των σκαπανέων, προσεγγίζουν όλο και πιο πολύ εκείνη τη γλώσσα που κάποτε θα μιλάει για μας.

Ο άνθρωπος θα μιλάει για τον εαυτό του σαν ένας άλλος, όμως ο Απρίλης θα είναι για πάντα ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.

Συσσίτιο στον Κολωνό

Για να υπάρχουν υιοί λυτρωτές, σημαίνει ότι υπάρχει και πατέρας που πρέπει να διασωθεί.

Γύρω γύρω εδώ, τριγυρνάνε κλέφτες και κλεφτρόνια, γλιστρώντας ανεπαίσθητα όταν ξυπνάει το τέρας, στην αγκαλιά μιας αλλοδαπής.

Πάνω στην πλατεία μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, αγγελιοφόροι των Ισπανών θαλασσοπόρων που είδαν το ξαπλωμένο λιοντάρι να βρυχάται, κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, προσμένοντας το συσσίτιο ή την ευλογία της παρουσίας του θεανθρώπου.

Κυρίες ταγμένες στον Κύριο και άλλες πιο δραστήριες, της κλαδικής, μοιράζουν σήμερα, φάβα με σαλάτα λάχανο-καρότο, ένα μικρό κομμάτι κέικ βανίλια συσκευασμένο, προϊόν μιας βαριάς γερμανικής αλυσίδας.

Όλοι μαζί μπορούνε. Οι πλούσιοι αγαπούν τους φτωχούς, αφού τους συντηρούν για να υπάρχουν, αφού ο πλούτος είναι ο ευλογών, ο αγιάζων και τρέφων τα σύμπαντα.

Όλα αυτά μοιάζουν περιέργως, με εκείνο το αρρωστημένο, παρανοϊκό, ιακωβιανό θεατρικό έργο που πήγα να δω την περασμένη βδομάδα. Με την αιμοσταγή βροχή του Κεφαλαίου, καθώς το τηλεοπτικό κοινό ευφραίνεται απελπισμένο, αισθησιακά εξαντλημένο, απροετοίμαστο-ολίγον τι οδυνηρά-για την άβυσσο του εμφυλίου που περιμένει.

Μια ποιήτρια δεν ήθελε κάποτε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι δίπλα σε μιαρούς σκύλους. Δίπλα στο Ισλάμ. Ας μείνουν στη χώρα τους να παλέψουν, λέει ένας χριστιανός καφετζής, ένας συμπαθής ραδιούργος που έχει κρυφές σχέσεις με δυσαρεστημένους Έλληνες πατριώτες, της πατριωτικής δεξιάς, όχι της μούφας.

Ο δήμος έχει φέρει και χημικές τουαλέτες για να μη χέζουν στα πάρκο πίσω απ’ τους θάμνους. Εκεί είναι ο χώρος για τα σκυλάκια που προαυλίζονται, για τα ραντεβού με τα βαποράκια, για το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία.

Εδώ κάτω απ΄την πίσσα και τα τσιμέντα, τα τυπογραφεία και τα μπουρδέλα του Κολωνού, το αρχαίο κλέος άγριο θαμμένο κάτω από σπέρμα και κλάμα, κάτω από μικρά πολύχρωμα παράθυρα, μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χωροχρόνου, σε σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, σε κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδρους του Λιβάνου, μελαμψά υγρά μάτια προορισμένα για νέους ιδιοκτήτες.

Μια γριά γυναίκα στέκεται μπροστά στο Ναό του Εσταυρωμένου. Με έδιωξαν από τον Οίκο του Θεού, φωνάζει δυνατά, γιατί δεν έβαλα την μάσκα! Αλλά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος που την είχε στο πηγούνι δεν ενοχλούσε. Και φυσικά αφού περίμεναν να ρίξω τα λεφτά στο παγκάρι, αλλά χωρίς να με αφήσουν να ανάψω το κεράκι!

Πριν πολλά χρόνια, πριν να έρθουν εδώ όλες οι φυλές του Ισραήλ, ένας διάκος δολοφόνησε τον καλό αρχιεπίσκοπο Μεγάρων και Γεράνειων Όρεων, βάζοντας δηλητήριο στα πόδια του σκηνώματος του Αγίου Ναρκίσσου, τα οποία πόδια, ο καλός ποιμήν, συνήθιζε να φιλά κάθε Κυριακή στη Λειτουργία.

Υπέρ Ψιθύρων Και Οργασμών

Κίτρινα όλα όσα έσπειρες Άνοιξη
κι αυτή η ουράνια γάμπα σου, τι κόλλυβο!
βουή
των ψειριασμένων σκύλων του Αχελώου

Τι λύσσα πάλι οι τρίχες σου!
ψυχαγωγούν στρατεύματα κοριών
έναν θεό πιο βρόμικο απ’ τη λάσπη

Τι θεία κόπρανα!
Τι ιερές ροχάλες!
Τι καταβροχθιστές μαστών!

ω! αγία αστική ζωή
αιμορροΐδα εσύ στον κώλο της πατρίδας
προστάτιδα των αυνανιστηρίων
όλο σπυριά αντί για σφυροδρέπανα

να
μέσα στα γιοταχί τους οι πορδομανείς
έρχονται κατά πάνω σου
και τούτη τη μετωπική με την απελπισία τους
τη λένε εκδρομή

Άνοιξη άνοιξε τα πόδια σου
έρχονται οι αστοί να σε γαμήσουν
να κόψουν τα λουλούδια σου για να τα κάνουν ποίημα
έρχονται
να σου λιανίσουν το μουνί οι ευτυχισμένοι δεξιοί

κοπέλες με μαστίτιδα έρχονται να σε φωτογραφίσουν
για να σε βγάλουν στο κλαρί
για να σε δείξουνε στο θάνατο
στους αδερφούς μας μπάτσους

ω άνοιξη!
μονάχα εσύ καβλώνεις τα κορίτσια

μάρτης του 23

είναι μάρτης του 23 και περιμένω να πεθάνω.

περιμένω το πρόστιμο παράνομης στάθμευσης στο ιστορικό κέντρο των αθηνών.

περιμένω το πρόστιμο του κτέο, την προσαύξηση του απλήρωτου έμφια, περιμένω τη σπιτονοικοκυρά της κόρης μου να μου στείλει μήνυμα για το καθυστερημένο ενοίκιο, περιμένω τη νέα μαγνητική, τη νέα εξέταση αντισωμάτων, περιμένω τη νέα θεραπεία με μονοκλωνικά.

είναι μάρτης του 23, άνοιξη, η φύση αγάλλεται, οι ουρανοί επίσης, οι συμπολίτες μου πενθούν, χλομιάζουν, ιδρώνουν, μένουν άφωνοι, θυμώνουν, αγωνίζονται.

είναι μάρτης του 23. όλοι περιμένουμε το θάνατο.

οι εταιρίες φροντίζουν ο θάνατος να είναι γλυκός, οι ψυχολόγοι τρέχουν στα νοσοκομεία να στηρίξουν αυτό που δεν στηρίζεται, οι ανθρώπινες ιστορίες, η κλάψα, η συγκίνηση, τα στόριζ των λαμαρινόφιλων αλληλέγγυων δεξιών, οι ουρές για αίμα των καλών συριζέων

ω! πουτάνα αλληλεγύη, ευτυχώς υπάρχεις κι εσύ εν μέσω δημοκρατίας, ευτυχώς ο λαός θα μιλήσει στις κάλπες, οσονούπω θα γυαλίσει την κολυμπήθρα του σιλωάμ, ευτυχώς

ο κύριος μίχος θα προμηθεύσει ξανά άγουρα κοριτσάκια τις στελεχάρες της παράταξης, η ελεύθερη αγορά θα γράψει πάλι το επικό ποίημα της για το θάνατο.

είναι μάρτης του 23. περιμένουμε το κλάμα του τελευταίου καταπλακωμένου βρέφους της αντιόχειας για να κλάψουμε πάλι γοερά, αληθινά, δεν έχει σημασία που 357.000.000 άλλα παιδιά έχουν θραύσματα από οβίδες στο σώμα τους

περιμένοντας

το μεγάλο σίγουρο θραύσμα.

περιμένουμε το θαύμα όπως πάντα, έναν εξαϋλωμένο αγνοούμενο να βγει απ’ τις λαμαρίνες σαν το λάζαρο, να χαρεί ο λαός, κερδίζοντας μαζί πέντε χιλιάδες ευρώ μετρητά κι ένα λευκό γιοταχί.

είναι μάρτης του 23. στα τυπογραφεία τυπώνονται τα καινούργια βιβλία μνησικακίας για τον λένιν και τη σοβιετία,

τα καινούργια βιβλία αυτοβελτίωσης της κακομοιριάς,

οι νέες ευκαιρίες που φέρνουν οι συμφορές….

Πατρινοκαρναβάλι/Σκόνη της Αφρικής/Όλα καλά

[απ’ τα ημερολόγια]

25-02-2023: Κάθε χρόνο ντύνονται γυναίκες οι άντρες και οι γυναίκες τους καμαρώνουν.

Οι ξανθιές περούκες βγαίνουν απ’ τα συρτάρια και τα μπαούλα των πατρινών.

Παραδοσιακά οι νεόπλουτοι δίνουν κάθε χρόνο το παρόν, οι σέλφιζ ξανασενιάρονται, ξανασολιάζονται τα ψηλά τακούνια, τα κραγιόν κόκκινα πηχτά αίματα, η παραχάραξη της μιας στιγμής λυτρώνει τη βαρετή ζωή, στις μεζονέτες καραμούζες και κομφετί, καταπλακωμένοι από σεισμούς και καταποντισμούς δίνουν το παρόν στον καρναβαλικό κομουνισμό διάφοροι ναυαγισμένοι, παπαντρε ι κοί, σώγαμπροι, φατσούλες, μούτοι, χουφτωματίες παραλίας Πατρών, η μαυροδάφνη ως ηδύποτο λυτρώνει από τους πόνους της ζωής, τους πόνους της γέννας, τους πόνους της ηδονής.

Κάποια γλυκά κορίτσια ξερνάνε στου εραστή τους το καπέλο, κάθε χρόνο την ίδια ώρα διασκεδάζουν ευτυχισμένα σαν τα σκυλιά του παβλόφ.

Η ευσπλαχνική μέθη φέρνει και το γρήγορο σεξ. Οι πατρινοί γυναικολόγοι οι χειρουργοί περιμένουν το μήνα των εκτρώσεων. Η ταρίφα φτηνή. Φτηνό πράμα.

Η διασκέδαση όμως είναι σοβαρή υπόθεση. Η μαφία του καρναβαλιού κρατά ζεστή την κλειτορίδα της βασίλισσας, της κυρίας βασίλισσας.

Παντού υπάρχει μια βασίλισσα και λίγο ισραήλ.

Οι άνεργοι κάπου κρύβονται. Οι φτωχοί εδωνούντο, τα παιδάκια ακούνε παραμυθάδες τράπερ να λένε για μαύρα μάτια και χασίσια γλυκομαστούρικα.

Ο Έρλαντ Γιόζεφσον ψιθύρισε κάποτε στο αυτί μας «Είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι. Μας δίδαξαν για την ανατομία, για τις γεωργικές μεθόδους στην Αφρική. Ξέρουμε απ’ έξω μαθηματικούς τύπους. Αλλά δεν μας έμαθαν τίποτα για τις ψυχές μας. Είμαστε τρομακτικά ανίδεοι για το τι κάνει έναν άνθρωπο να συγκινείται»

26-02-2023: Σκόνη της Αφρικής. Τι θυμούνται άραγε τα έντομα και τα πουλιά στα μεγάλα ταξίδια; Ω! μα ναι. Συνεχίζουν την πορεία τους στα τυφλά και στα βουβά. Όπως βουβά συνεχίζουν να ζουν οι άνθρωποι του υπογείου, οι βράχοι, τα δέντρα και τα θηρία που ζουν μέσα στους καλούς ανθρώπους. Βέβαια μια τρομερή βροχή πυγολαμπίδων ονειρευόμαστε για το τέλος. Μα ποιο τέλος; ουδείς καταλαβαίνει το τέλος. Σαν ένα πουλί όμως, που σκύβει τρυφερά να σου βγάλει τα μάτια ο θάνατος. Με τον οποίο σταδιοδρομούν πολλοί ποιητές πεισιθάνατοι, αειθάνατοι, ετοιμοθάνατοι, αθάνατοι ακαδημαϊκοί.

27-02-2023: Όλα καλά. Η αφρικανική σκόνη μπαίνει στα μάτια και στις μύτες. Ουσίες μπαινοβγαίνουν στο σώμα μας. Μου έρχεται μια παρομοίωση αλλά η υγρασία τη νοτίζει.

-Επιστρέφουν οι εκδρομείς στην Αθήνα. Ανάποδος πάντα πηγαίνω προς δυσμάς. Στο άλλο ρεύμα ησυχία, υπνηλία, λαμαρίνες λευκές, κόκκινες, μαύρες, Οι νταλίκες απαγορεύονται, επίσης οι καρδιακοί παλμοί σπάνε τα κοντέρ. Τρέχουν όλοι. Αύριο δουλειά.

-Φτάνω στην Πάτρα. Οι πατρινές δεν είναι πουτάνες αλλά κακοποιημένα κορίτσια, πονηρές κυρίες, γριές που διαβάζουν ονειροκρίτες. Η σκόνη ένα ποίημα που επιμηκύνεται. Η Σαχάρα ζει, δεν είναι μαγαζί. Σκουπίδι και κατρουλιό. Ανθρωπίλα και σκατίλα, όλα τυλιγμένα γλυκά. Υπερωρίες θα κάνει ο Πελετίδης. Η πόλη θα γίνει όπως πριν βγάλει λεφτά. Καθαρότατη, απούτανη. Σαν παρθένα που της τράβηξες την τελευταία τριχομονάδα.

-Δοξολογώντας το κάτω μέρος του ανθρώπινου σώματος, το καρναβάλι δοξολογεί αξεδιάλυτα, λέει ο Μπαχτίν, και το κοινωνικό «κάτω», δηλαδή το σώμα του λαού. Στο φαγοπότι και το ξεφάντωμα, το σώμα απελευθερώνεται από την καθημερινή του καταπίεση – τη νηστεία, τη σεξουαλική αποχή, την αγόγγυστη υποταγή στον αφέντη. Στην εταιρία.

-Όποιος είναι τρελός είναι σοφός. Ιδού ο τρελός που φύτρωσε απ΄το χώμα. Βλέπω οράματα. Γυμνές και φαγητά. Σπεσιαλιτέ γκουρμέ και σεξ. Βλέπω τον Καραγκιόζη να τρώει τον περίδρομο την ώρα που τα παλικάρια σφάζονται στη μάχη· και μετά τη νίκη περηφανεύεται ότι κι αυτός πολέμησε γενναία, αφού «σκότωσε» τον Καπετάν Ψητό, τον Καπετάν Τυρή, τον Καπετάν Κουραμάνα και μύριους άλλους.

-Μια χάρτινη μάσκα, ένας καθαρός μασκαράς αναγγέλλει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου και τον τελικό θρίαμβο του Αγώνα.

Ο Αγώνας πάντα δικαιώνεται.

Ζήτω ο κ.κ Ρεβυθοφασουλοκολοκυθομελιτζανόπουλος.

Περί Του Ενδόξου Εθνικού Έρωτος

Με το κόστος του δικού σου κορμιού
εγνώρισα τον εθνικό έρωτα
τις φλεγμονές
που αφήνουν οι ωδές στο δαγκωμένο λαιμό


γλυκά πυροβολημένη απ’ το όπλο μου
φουρτουνιασμένη γη
άδολο μουνάκι
θα σε σκίσω όπως το χάρτη της πατρίδας
θα σε κάνω φυλαχτό της υπεροψίας μου
θα σε κάνω ζόφο αχνιστό
ξεχειλισμένο


εις το χείλος του Ισθμού
εις την κόψη των δακρύων της Παρθένου


ω! βοηθάτε Αγίες, ετούτο το λογοπαίγνιο


Αίγες κάποτε εσείς κι εγώ λύκος
απ’ τον καιρό της μεγίστης εκρήξεως
απ’ τον καιρό της σιωπής


υμνώ το λαδολέμονο και τη ντομάτα
υμνώ το γλειφομούνι και την πεολειχία
υμνώ το Τίποτα που ήμουν
και το Τίποτα που θα γίνω ξανά


Σκατά στον τάφο μου, κορίτσια

Σάρκα Και Αναστεναγμοί

Η εκσφενδόνιση της απρέπειας εκεί που αφήνει τα ζουμιά του ο βαμπιρικός βιοπορισμός

συνήθως

αποθεώνεται όπως σ΄αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο του εθνικού οικογενειακού βίου με τις

μνηστείες και τις συνακροάσεις όλων με όλους, ένα κράτος κηδεμών, μια

πατροπαράδοτη εθνική ηθική, δηλαδή η

φιλοπόλεμη φύση σε πλήρη ανάπαυση, προστατευμένη από την περιέργεια και τον ερωτισμό

μέσα

στους περισπούδαστους βούρκους των καλών τρόπων, των συγκινήσεων, των μολυβιών Faber 5H, μέσα στα νερά τόσων πορθμών, ισθμών και γυναικείων ρευμάτων.

το παιχνίδι μαυρίζει και μαγαρίζεται, η αγάπη γίνεται αντι-λαγνεία,

ό

μως η μέσα χαρά αρθρώνει δημιουργική κριτική,

απέναντι στο δοσίλογο πνεύμα, οι ντελικάτοι ειδήμονες με ηδύτητα κολακεύουν τη νύφη

τη νυφούλα, που είναι άμαθη λουλουδοστεφής ασπούδαστη, θυγατέρα της αιτιοκρατίας που ενώνει τον βλαστό και τον κορμό, καρτερική μάνα, αδερφή του ελέους

αναγωγικό πουτανάκι της αστικής ψυχαγωγίας

φιλμικός χρόνος μεταξύ ερεθισμού και νοήματος, μεταξύ κυτταρικής μεμβράνης και αιωνιότητας μια

χώρα δίχως χώρο, νησιά ωραία από πάντα, γειτονιές του μητρικού παραδείσου μια

ένωση της μνηστής μας κοπέλας με το κορμί της πατρίδος, μια νέα ποιήτρια που θέλει να βγάλει λεφτά πουλώντας ποιήματα, πουλώντας των υγρών της τον τάραχο, των φίλων της την τσίχλα παίρνοντας απ΄το στόμα

εξουσιάζοντας την πορεία των χυμών της

την υδροδυναμική της εμμηνορρυσίας της, τους πόρους που κρατιούνται για ένα ολόκληρο φεγγάρι κλειστοί συντηρώντας το θυμοειδές του χαρακτήρος, εις

τα βάθη

των εγκάτων

των ερμητικών σπηλαίων όπου

στοίβες αυγά όλων των φύλων και των φυλών φυλλορροούν αφίλητα

καρτερικά υπομένοντας τις στρεβλώσεις, τη

φθορά που μας κινεί για να μας φθείρει έως αποθεώσεως, γελώντας απέναντι στις τεθλιμμένες κολοκύθες με τα τρύπια μάτια και τις τρύπιες καρδιές

στα άδυτα του κόλπου όπου πιάνεται το παιδί σαν ψαράκι, όπου τα Εισόδια του φαλλού θα αναδημιουργήσουν το στερέωμα κι η γυναίκα θ΄αφήσει πίσω της το θυμό του χαλασμένου αίματος τις μυρουδιές

τη μυρουδιά, τη μοναδική

τη χώνεψη απ΄τα όξινα διαλύματα των θαυμάτων

τα δείγματα γραφής της μαρτυρικής νέας που θέλει να βγάλει λεφτά απ΄τα ποιήματα, να αγοράσει κρέας, σερβιέτες, πατατάκια, αλισίβα για τον γαμήλιο

κουραμπιέ

Κοινωνικά Δεσμά Ή Περί Του Οίστρου Μιας Ψυχοκόρης

Ορθώς,

οι φιλικές παρεμβάσεις γίνονται φαλικές επεμβάσεις εντός της βραχύβιας ιστορίας του σώματος. του σώματος που ξεχνά πως είναι σώμα και γίνεται ο

αναμορφωτής του σώματος, ο τροφοδότης της εξασθένησης, αποθεώνοντας τη θεσμική λαγνεία, τη δεξιά σκέψη

τις εργολαβίες της ίδιας μας της βρώμας, της ζωικής κραυγής που χασμουριέται στο βραδινό αεράκι αφού

ζωγραφίζει αγγέλους που έχουν πατήσει με τα άρβυλα το γαλλικό σκατό το πνεύμα του διαφωτισμού, τη χρήση της σιλικόνης για ερωτικούς σκοπούς, τη χρήση της κοκαΐνης για αργοσάλεμα στον κόσμο του ψυχρού πλούτου,

στη λογική της μυρωδάτης πορδής που πρέπει να την πιείς και να τη φχαριστηθείς

στη λογική του χαδιού πριν ανοίξει το ρόδο, πριν γεμίσει κολίβρια τη μήτρα του κοριτσιού

για να χωρέσει θείες μεταλήψεις εσταυρωμένους πασαρέλες αντισυλληπτικά ιερείς με μαραμένα πέη που παραπαίουν, φωλιές,

φωλιές και

φόλες και στέρεες παρατάξεις, χούγια ευλογημένα του ιδρώτα και του σπέρματος, αναρτήσεις με σύνδρομα και συνδρομές αφού πάλι το τάμπαξ θα θριαμβεύσει

η αναμονή της γονιμοποίησης μπροστά στο μητροσκόπιο, τα χρυσά ωάρια που αφήνουν οι πόλεμοι, οι λεγεώνες από τεκνά που δουλεύουν στην εστίαση

όλα πάντα στην ώρα τους κυλώντας αφού ο χρόνος παραμένει αθεολόγητος

και μαθηματικός

χωρίς φλέβες και θνητή ύλη

δαγκωμένος αντιψυχαγωγικός και ελαφρώς άμυαλος απέναντι στους βασανιστές του, δείχνοντας τι θα πει οίστρος

και τι θα πει γυφτιά θεσμική και αφρώδης εκπάγλου ανυπακοής όλο χαμόγελα και μαλακίες και μικροκλοπές ζωνών έρωτος και βίας

δείχνοντας πόσο ειδωλολάτρης πρέπει να γίνεις μπροστά στις ταπεινές παπαρούνες και τα κρινάκια και τους μέλλοντες νεκρούς

ως ψώνιο φιλημένο από όσες γυμνόστηθες ατιμασμένες παρθένες άφησε πίσω του ο εγκέλαδος της καβλοσύνης πριν

σε καθίσει στο σκαμνί της γέννας

ξεβράκωτη ξυρισμένη πετώντας τους ανθρώπους στα νεκρά νερά

περιμένοντας τα ποιητικά ανακοινωθέντα ή

την περιέργεια να αναστατώσει τα χειλάκια τόσων κρυφών γυναικείων φύσεων

Ο καπιταλισμός είναι ευλογία

Οι εργατουπόλεις της Τουρκίας και όλου του κόσμου, η χαρά των εργολάβων και των κερδών τους, οι πόλεις-κάτεργα όπως και η δική μας διαμαντόπετρα, κόρη πολιτικών μηχανικών και οραματιστών που κατέβασαν τη μισή Ελλάδα στη μεγάλη γούρνα σκαρφαλώνοντας στα νταμάρια μακριά απ’ το κακό χωριό και τα πέντε σπίτια, ανακατεύοντας εμφυλίους και διχασμούς, κακογαμίες και ηθικολογίες.

Εδώ λοιπόν όλοι, οι εργάτες και οι ψυχαγωγοί τους, στριμωγμένοι σε μια κάθετη κυψελοειδή μπετονένια μαλακία που ευλογήθηκε απ’ όλα τα πολιτικά δέρματα αφού θες την αγέλη στα πόδια σου, να της μιλάς να της λες τα πιο ωραία παραμύθια, τα πιο επιδραστικά σήριαλ, να κλαίτε μαζί για την παρακμή, τον αστικό μαρασμό, να έχει ευκολία το πρόταγμα και το κωλοστρίμωγμα στο αστικό βοσκοτόπι να δίνει χαρά..

Ποτέ δεν ήταν φόβος τα καιρικά φαινόμενα και οι σεισμοί για την ανθρωπότητα, όσο σήμερα, που ο εξελιγμένος καπιταλισμός και η οργανωμένη ανθρωποβοσκή δηλητηριάσαν το φυσικό τρόπο ζωής, διορίζοντας ένα σωρό στρατηγούς που μας κουνάνε το δάχτυλο, που μας βάζουν στη σειρά κάνοντας μας να γλείφουμε το γκλόπ του ματατζή που λίγο πριν το έχει βάλει στον κώλο του αδερφού μας.

Σ’ αυτές τις πατρίδες από βόθρους, σ’ αυτά τα ένδοξα αλωνάκια που εγίναν οι απόπατοι βιομηχάνων και εφοπλιστών, οι μάζες καταπλακώνονται απ’ το ίδιο τους το βάρος, ο ένας πολτοποιεί τον άλλο, ο ένας τραμπουκίζει τον άλλο, ο ένας λαός γαμάει τον άλλο και πότε-πότε αλληλέγγυα ο ένας σώζει τον άλλο. Έτσι προστάζει η Εταιρία, η προσαρμογή, το έτσι τα βρήκαμε, το ΝΑΤΟ, ο Αλάχ, ο Χριστός, το Ισραήλ, η παναγία.

Νέοι ορίζοντες κέρδους και εξαχρείωσης ανοίγονται μπροστά μας. Ο σεισμός είναι ευλογία…δουλειά να υπάρχει….

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Ανοίγω κουβέντα για το σαγκουίνι, για το πορφυρό χρώμα, για τις βιταμίνες και τα περιβόλια.

Ο βίος ένα διαρκές παρόν, άβολος, αφύσικος, άνευρος, έξω από ετούτο το βούρκο, ετούτη τη λίμνη που χαϊδεύει τις πιο αληθινές γύμνιες και με ξεστρατίζει στις παραχαράξεις. Στις γραφές με μολύβια, μελάνια, αίματα, υμνώντας την σκοτεινή έμπνευση και την ασυδοσία, τις αιφνίδιες συναντήσεις με τους θανάτους και τις γέννες, τις καταβυθίσεις στο μηδέν και στην τρύπα αυτή που γεννά το μαύρο μάτι της θεωρίας.

Θεωρητικοί γυμνολόγοι όλοι μας, κοτσύφια δίπλα στις καλαμιές της λίμνης, ερωτοαφροί, σαύρες και φίδια που κοιμούνται, σκαθάρια, ένας ελαφρύς ζωηρός ορίζοντας χαϊδεμένος απ’ το χρώμα που αλείφει ο ήλιος πάνω στις κουράδες και τα σπέρματα, στα πεταμένα μαντηλάκια που αφήσαν τα κορίτσια στη βραδινή τρεχάλα, στα γλειψίματα των σχισμών τους, στις πιο ιερές παράνομες κατακεφαλιές.

Εδώ, στα δρομάκια με τα κίτρινα άνθη που διαθέτουν σαρκώδη χείλη, εδώ στα απαλά μικρά αγκαθάκια που μπήγονται στη σάρκα είναι ξαπλωμένη και ολότελα γυμνή, με το δέρμα φουσκωμένο απ’ την έξαψη, με τα χείλη υγρά, δαγκώνει τη γλώσσα που σαν να θέλει να ξεφύγει απ’ το στόμα, νοιώθω την ανατομία μας να συνταυτίζεται, τα μυαλά μας να συντήκονται σαν δυο αυγά μάτια, ματαίως και δολερώς να σμίγουν και να διηθούνται το ένα μέσα στο άλλο ώσπου να γίνουν μια γλοιώδης κι αφηρημένη μάζα, πολτός βασιλικός κάτω απ’ τα κίτρα και τα νεράντζια.

Είμαι ο μνηστήρας της και είναι η μνηστή μου, χωρίς όνομα, αβάπτιστοι σαλεύουμε σε τούτη τη θερμή παλιγγενεσία, στο αντάμωμα υγρών και σάλιων.

Η μνηστή μου έχει αποβάλει αίμα, άλατα και στομαχικά υγρά. Είναι ανοιχτή σε ρέματα, ξεροπόταμα, μεγάλα ποτάμια και λίμνες. Είναι η πολιτική γεωγραφία της Ελλάδος, είναι το λήμμα Κόλπος το αιωνίως αχαρτογράφητο, απροσδιόριστο και μονόχνοτο.

Απέναντι, οι ελαιώνες παλαιών πολεοδόμων, βαρβάτοι μέσα στον ίλιγγο του αναγεννημένου ελληνισμού, της κάβλας και των αιφνίδιων ηλιακών εκκρίσεων, των ξαναμμένων οπτασιαστών της Αφροδίτης, των αντρών που θα χωθούν καβλωμένοι σε μια κόγχη για να τραβήξουν τα μαλλιά της ψωλής τους, να ματώσουν την πούτσα τους, να βγάλουν αυτό το κολλώδες συνονθύλευμα ύλης, αυτό τον πνιγμό της τρυφερότητας αλειμμένο πάνω στο παχύ στρώμα της καβαλίνας.

Η μνηστή μου κι εγώ ξεσχίζουμε τη σάρκα του πορτοκαλιού, ξεσχίζουμε τις σάρκες μας, τα βραβεία μας είναι οι κάμποσες γλώσσες που ψευδίζουν γύρω μας, οι νεροφίδες που κολυμπούν, ο χρόνος που μαραίνει τούτα τα σώματα, που πετρώνει τα σπλάχνα και σκληραίνει τα φρονήματα, τα έντερα, το διάφραγμα και κυρίως το συκώτι και την καρδιά.

Ζητώ πάντα καταφύγιο στον παιδικό σου αφαλό, το λακκάκι να γεμίζει αχνιστό σπόρο, να ξεχειλίζει το τοπίο ολόκληρο και με θόρυβο να κατρακυλά το δυνατό υγρό προς την περιοχή του Αχελώου, προς την Αχερουσία, προς την οξειδωμένη πολιτεία των ονείρων.

Η τελευταία φροντίδα

Τι προαιώνιες παγίδες του πνεύματος!-τι παλιμπαιδισμοί και τι ανακυκλισμοί!-αυτή η μαύρη μαγεία κάθε θεολογίας, ο ηδονιστικός τρίφτης της γλώσσας, αυτό το κομμάτι κρέας που διευθύνει όλους τους κομπασμούς, τα ζήτω και τις αισιοδοξίες, αλλά πιο πολύ γίνεται δαμαστής της σκέψης.

Όμως για να γεννηθεί και να προχωρήσει η σκέψη χρειάζεται πριν απ’ όλα να συντρίψει τους δράκοντες των ριζών της, να ξεριζωθεί απ’ τα τέρατα και τα σημεία που τη γέννησαν.

Χρειάζεται να ξεφύγει απ’ τη σαγήνη της δαιμονολογίας και να ξεγλιστρήσει σαν φίδι έξω απ’ τη μήτρα, έξω απ’ τους χώρους του δόγματος.

Η σκέψη, αυτό το συνδετικό υλικό της παραξενιάς και της τερατωδίας, οι φόβοι που μας κάνουν χτίστες μέσα στη χιονοθύελλα, όλοι ξαναμμένοι εκεί μπροστά στο φαουστικό εργαστήρι, όπου κόλαση και παράδεισος συνυπάρχουν ως εξίσωση θανάτου, σα να λέμε δηλαδή πως η ζωή ως επιθυμία και έρως καταντούν επιθυμία θανάτου.

Σα να λέμε δηλαδή πως από δόγμα ζωής αναστρέφεται η μήτρα σε δόγμα θανάτου και κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή καθίσταται πηγή άγχους.

Μέσα απ’ τους υπονόμους και τις μεθοδεύσεις της καθημερινής ζωής, μέσα απ’ τους οχετούς και τους δοκιμαστικούς σωλήνες έρχεται η ανακούφιση της εξόδου.

Να, ιδού εγώ κι εσύ, βρέφη που εκτοξευόμαστε στο κενό γεμίζοντας τους πνεύμονές μας απ’ το οξυγόνο της ατομικότητας.

Να τελικά οι σκέψεις, το παζλ της σύγχυσης και της ανησυχίας, το ένα και το μηδέν, το συν και το πλην, ο πολιτισμός που μας σώζει και ο πολιτισμός που μας εξοντώνει, να, τελικά, πεταμένοι έξω απ’ τη μήτρα που μας γέννησε αναζητούμε τη μήτρα όπου θα ασφαλίσουμε τις σκέψεις μας, τη σχισμή που η ποίηση θα την βαλσαμώσει για να μπορεί τόσο ανίερα να βαυκαλίζεται με την ιερότητά της.

Άντε κόσμε, μιλιούνια εσείς πεθαμένων και ζωντανών, καλοί κύριοι, αριστοκράτες αστοί προλετάριοι, εσείς που γράψατε το κινητό σας με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στα πλακάκια στα κτελ Κηφισού εκλιπαρώντας για μια πίπα, εσείς, που θα σας αρπάξει η σύφιλη και ο καρκίνος απ’ τα μπράτσα για να σας κάνει αγγέλους, εσείς αποτυχημένοι και βλάκες που δεν προοδεύσατε πιάνοντας την καλή, φέρτε να λιανίσουμε τις σκέψεις σας για να έχουν δουλειά οι ακαδημίες και τα ποτάδικα, για να εκδίδουν οι διανοητές τις ατιμίες τους, εσείς κορίτσια του γιουπόρν που δεν έχετε τίποτε άλλο για να βάλετε φωτιά στον κόσμο εκτός απ’ τη μήτρα σας κατουρήστε μας για να βγούμε απ’ το λήθαργο του καλού και του κακού, βάλτε κάθε παράβαση στο στόμα μας για να μην έχει πια η σκέψη εξουσία.

Φάκλαντ

-απόσπασμα-

Κι απ’ τον λαβύρινθο του ύπνου, ύστερα απ’ τα αινιγματικά σκοτάδια των αιώνων, βγαίνοντας απ’ το δούρειο ίππο, αυτό το άψυχο παλιάλογο που στο τέλος κερδίζει τους πολέμους, ένας υπέροχος συνωμότης, γυμνός μπροστά στη φωτιά, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, ιδού εγώ, πολυμήχανος, ερωτοπαθής, σίγουρα έχοντας την αχίλλεια πτέρνα μου να με συνεφέρει στη θνητότητα και τη θλίψη, κάνοντάς με ξαφνικά έναν καταρρακωμένο Οιδίποδα τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Και τότε είναι που εγκαταλείπεις τις μυθικές αναδύσεις και τρέχεις κατά πάνω στο ερωτικό μαχαίρι, στα όργια και τις τελετές, και βλέπεις την γυναίκα και τον άντρα σχεδόν τεράστιους, περιχυμένους ολόκληρους από χρυσάφι, χρυσωμένους, σκληρούς, με τη λάμψη της αδιαφορίας για το θάνατο έχοντας μια θέληση για δύναμη και εισβολή, ένστικτα του αρχαίου θηρίου μόλις κατεργασμένα και διηθημένα.

Ένας φαλλός γλιστρά μέσα στην τρυφερή σάρκα, εκεί στα βάθη της μήτρας, τέρας φάντασμα απαγορευμένος καρπός, διαπερνά επιτέλους τα στεγανά της ζώσας ύλης, τα φυλογενετικά μας δεσμά, στεντόρεια κραυγάζοντας, έντονα, τελειωτικά σχεδόν αφήνοντας το διψασμένο λαρύγγι σαν τρόπαιο κάτω απ’ τον ήλιο που λάμπει πάνω στη νωπή φουσκωμένη γη.

Κάτι που δεν είναι όνειρο αλλά ένα αδιάκριτο και αφόρητο γαργαλητό, η φύση που παγιδεύτηκε μέσα στις εκχυμώσεις μου, στο αίμα και το σάλιο μου, στο σπέρμα και το κάτουρό μου, αφήνοντας πίσω μονάχα μιαν αφόρητη αγαλλίαση, την αγαλλίαση του υπάρχειν.

Ξεσχιζόμαστε και χύνουμε σαν σκυλιά, ζώα γεμάτα καλοσύνη κι ευγένεια, μακριά απ’ το καλό, το κακό και το φόβο, πρωτόγονοι κάτω απ’ τη φρενίτιδα των άστρων και το παραλήρημα των γαλαξιών, λατρεύοντας τη θερμή βιολογική μας μάζα, το πετσί που ανεμίζει και καλύπτει όλη τη ζωή, τους όρχεις που πρήζονται και τις ρόγες που περιμένουν το εμπρηστικό σάλιο.

Γαμιόμαστε οδηγώντας τη διάνοια στο ύψος των γεννητικών οργάνων, αφήνοντας τον κόσμο των ιδεών στην αγαλματώδη ακινησία του, εμποδίζοντας το μεγάλο τερατώδες παράσιτο που ονομάζεται θεός να βγει στη μέση, να μας κάνει υστερικούς και μηδαμινούς μέσα στο απέραντο κοσμικό φρενοκομείο.

Είναι η ώρα του γαμησιού αυτή η ώρα που μπορούμε να συνεννοηθούμε με το σκουλήκι και το σκορπιό, με τη φυλακισμένη φύση μέσα μας, με το καταραμένο φίδι, προβάλλοντας πάνω του όλες τις αμαρτωλές μας σκέψεις και τις ύποπτες προθέσεις μας.

Είναι όμως κι αυτή η κατοπτρική αντινομία, αυτός ο μηρυκαστικός πολιτισμός των σκέψεων και του συμφέροντος που δεν μας αφήνει να συνηθίσουμε το φίδι μέσα μας, την προπατορική μας φύση, αφού αυτές οι δόλιες σκέψεις, οι διανοητικές ατιμίες και τα παζαρέματα είναι που μας ζαλίζουν και μας φέρνουν τρέλα , σα να είναι η πηγή της διάλυσης και της καταστροφής, η κλωτσιά που μας ρίχνει στη λατρεία των αριθμών, στη νεκρή φύση των αποστάσεων και των διαστάσεων, στη φρενιτιώδη μεταβολή του χρόνου σε ταχύτητα, χάνοντας το χρόνο που μας ανήκει, τρέχοντας να καλύψουμε απέραντες ηλίθιες αποστάσεις.

Όμως ο ύψιστος τροχονόμος ο γαμησιουργός, ο σκυλευτής των ρητόρων που μιλούν με την κοιλιά τους, πάλι θα μας αφήσει γυμνούς, ζυγισμένους με τις μύγες και τα σκουλήκια, με τις μύτες και τα στόματα, τα αυτιά και τις σχισμές, τα κοφτερά δόντια και τις παραβάσεις, ξεχασμένους στις γωνιές σαν αράχνες, πλέκοντας ξανά το χαμένο χρόνο, εις τους αιώνες των αιώνων.