Hell-as(s) Ή η κωλοτρυπίδα της κολάσεως

helas

Σέβομαι ιδιαίτερα τους λαούς που δεν διαθέτουν ιστορία. Που τρώνε όταν πεινάνε και γαμιούνται όταν υγραίνονται. Που γυρνούν σχεδόν γυμνοί μέσα στις στέπες πιστεύοντας στις πέτρες και στον ήλιο, στο νερό και στο σπέρμα, στα βραστά μπιζέλια και στο ρυζόγαλο.

Λαούς που δεν έχουν αρχηγούς αλλά σοφούς φτωχούς γέρους που γιατρεύουν πληγές μες στη ζεστασιά της χειμωνιάτικης καλύβας.

Οι μύθοι τους μιλούν για σύννεφα και κορυδαλλούς, για βοσκοτόπια και μονοπάτια των μυρμηγκιών, για φεγγάρια και ομίχλες.

Τα δόντια τους τα ακονίζουν πάνω στο ουράνιο τόξο που μετά τη βροχή γέρνει τα λαμπρά καθαρά χρώματά του στον κόσμο.

Καμία ένδοξη νεκρόπολη. Καμιά Βεργίνα λουσμένη στο χρυσό αποδιοπομπαίο λήθαργο της σφαγής. Κανένας θάλαμος αερίων και κανένα εργοστάσιο όπλων. Καμιά πατρίδα, μονάχα ουρανός και γη. Καμία κτήση εκτός από ένα στρώμα και μια στέγη.

Κανένας ανθρωπόμορφος ιαγουάρος στο προεδρικό μέγαρο να παίρνει αποφάσεις τινάζοντας τις τελευταίες σταγόνες κάτουρο απ’ το πουλί του.

Οι λαοί που δεν διαθέτουν ιστορία κοιμούνται με ήσυχη συνείδηση. Τρώνε φρούτα και πίνουν γάλα, ακούγοντας το τραγούδι του κοκκινολαίμη. Δεν αλείφουν τον πόνο τους σ’ ένα βελούδινο ντιβάνι φλυαρώντας ακατάσχετα για να καταφέρουν κάποτε να ξεχάσουν. Δεν έχουν νευρώσεις και ζάναξ, καπότες και άλλους χρυσοποίκιλτους ζουρλομανδύες της ηδονής.

Είναι οι λαοί που διαθέτουν αληθινή σοφία αφού δεν τους ενδιαφέρει πόσο θα ζήσουν αλλά πως θα ζήσουν.

Είναι οι λαοί που αφήνουν ελεύθερα τα παιδιά τους να μάθουν παίζοντας και να καταλάβουν νιώθοντας.

Είναι οι λαοί που δε συσκευάζουν τα βότανα και τις ουσίες για να τα κάνουν ακριβά υπόθετα για ευκατάστατους κώλους.

Είναι οι λαοί που δεν διαθέτουν ψυχοθεραπευτές και γελοίους φιλόδοξους νέους. Αναρχικούς δεξιών αποκλίσεων που μυρίζουν την κλανιά τους σε σκοτεινά δωμάτια, γράφοντας και ξεγράφοντας για τα αιματόβρεχτα ποδοβολητά της ελευθερίας.

Δασκάλους δασκαλεμένους απ’ τον αποικιοκράτη και τον καπιταλιστή, που κρεμάν στα τσιγκέλια τις καύλες των εφήβων για να αφήσουν πίσω τους πετσιά καμωμένα από δουλοφροσύνη και σοβινισμό.

Πατριώτες γουρούνια με λιλιπούτειο μυαλό και βραχυκυκλωμένους ποιητές απ’ τα παχιά λόγια, τα βραβεία και τα κωλοδάχτυλα της εξουσίας.

Αν οι λαοί δεν δραπετεύσουν απ’ τις πόλεις και τα συμπλέγματα είναι χαμένοι από χέρι.

Αν οι λαοί δεν θάψουν την ένδοξη ιστορία τους που δεν είναι δική τους αλλά των αφεντάδων τους θα αργοπεθαίνουν βαυκαλισμένοι σ’ ένα γιοταχί ή σ’ ένα θλιβερό διαμέρισμα, απλώνοντας το χέρι στον καπιταλιστή για ένα επίδομα ή μια χορηγία παράτασης της μίζερης ζωής.

Οι λαοί που δεν γκρεμίζουν τους Μεγαλέξανδρους είναι καταδικασμένοι στη δυστυχία.

Ω ναι! οι Αλβανοί θέλουν να φτάσουν στη Λακωνία. Οι Έλληνες θέλουν πίσω την αγιασοφιά. Οι Βούλγαροι θέλουν να βγουν στο Θερμαϊκό. Οι Τούρκοι θέλουν να κατακτήσουν το Αιγαίο. Οι Αμερικάνοι τα θέλουν όλα.

Ο πατριωτισμός είναι το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα. Μα, υπάρχουμε και μείς που δεν είμαστε πατριώτες. Εμείς που δε σεβόμαστε τις σκατωμένες σημαίες των κρατών αλλά τις πούτσες και τα μουνιά μας.

Ω ναι! κυρίες και κύριοι, σεβαστείτε τις πούτσες και τα μουνιά σας και τότε ο Φράγκος Φραγκούλης θα μπουκώσει το στόμα του με τ’ αρχίδια του Βουκεφάλα, θαμμένος για πάντα στο βόθρο της ιστορίας που τον γέννησε.

Κόκκινο ανάμεσα

podia

Τόσες ορφανές ηρωίδες της ηδονής γύρω, ξέρουν καλά, πως, αν υπάρχει ένα θαύμα αυτό το γνωρίζουν μόνο οι λουώμενες καλλονές. Αυτές που άνθισαν δίπλα στα τριαντάφυλλα και τους σκώρους.

Κατσίκες στο Άγιον Όρος που θα τις αρμέξουν οι καλόγεροι με τα αποτρόπαια δάχτυλα, τα σμιλεμένα από προσευχές και κρυφή μαλακία.

Κατορθώματα της ονείρωξης κυκλωμένα με κιμωλία, ροή της παιδικής αφέλειας, ρεύσις χαράς πάνω στην επιδερμίδα-την απροσδιόριστα μοχθηρή με τη χρυσόσκονη του ηδονοβλεψία τριμμένη πάνω στα κόκκαλα-.

Ερπετική. Σχεδόν γαλάζια.

Φλέβες του λαιμού φουσκωμένες γύρω απ’ το μήλο του Αδάμ και το μουνί της Εύας θυμωμένο, πρησμένο απ’ την αφθονία και τη στέρηση.

Αυτό το κόκκινο που σφηνώνεται και σκοτεινιάζει μες στη σφαγή κι αυτό το ρόδινο που γελάει σαρδόνια μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές τρίχες και το κυανό που μπαλώνει πάνω στις εξεγερμένες καρδιές τον αντικατοπτρισμό των παραδείσων.

Εδώ Συρία Ή Ο καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να είναι αφόρητος

gettyimages-458903556

Είναι που αρχίζει να ακούγεται το μουρμουρητό μιας πηγής, σα να τροχίζει μια γριά δράκαινα τα δόντια της πάνω στις πέτρες και οι αληθινοί ήρωες να παίρνουν θέση κάτω απ’ αυτό τον ουρανό που τον γαβγίζουν τα σκυλιά.

Η εμφάνισή τους δεν είναι ηρωική. Δεν εντυπωσιάζουν και δεν βγαίνουν ποτέ στην τηλεόραση.

Ο Ντοστογιέβσκι θα κοιτούσε με τις ώρες τα ερείπια. Θα κρατούσε σημειώσεις στο διαβολικό του στήθος για μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπονόμους, γεμάτη καλώδια και σωρούς από λευκά ανθάκια πάνω απ’ την καταστροφή, ακούγοντας αυτό το περιπαθές τραγουδάκι τού αισιόδοξου μηδενιστή.

Μια πόλη γεμάτη μικρούς αόμματους αγίους. Αλήτες που κάνουν πλιάτσικο στα λατομεία, βίδες και σίδερα για να μοντάρουν μιαν αυτοσχέδια σκεπή, τακτοποιώντας τις πληγές τους.

Εργαστήρια αυτοσχέδια που βαλσαμώνουν με γύψο τους ανάπηρους ζωντανούς.

Μια γυναίκα που ψάχνει κουρέλια για πάνες.

Μικροί μελαμψοί σατανάδες που κόβουν απ’ τα λάστιχα με το μαχαίρι κομμάτια για να φτιάξουν παπούτσια και σόλες για τα ξυπόλητα τάγματα.

Οι λαθρέμποροι που φέρνουν τα καύσιμα κι ο ταχυδρόμος που ψάχνει αριθμούς στο μέσο της κόλασης.

Πόλη γεμάτη βροχές και αστραπές κι ανεμοθύελλες.

Πόλη κρεμασμένη ανάποδα απ’ τα ρολόγια των μελαγχολικών εραστών και ιστορίες αδάκρυτα σπαρακτικές που τις ξεκοκαλίζουν ηλίθιοι χοντροί εκδότες στα γκέτο της διανόησης της δύσης, τρέφοντας με κάλπικο εμπορικό συναίσθημα αυτά τα λεφούσια των γελοίων σμπαραλιασμένων αστών.

Μετά τις οδομαχίες καταφθάνουν οι τζαμάδες με τις πένσες και οι μανταρίστρες με τα βελόνια. Εφημερεύοντες γιατροί δουλεύουν μέρα νύχτα σε αυτοσχέδιες κλινικές για να σώσουν τους επιζώντες.

Σάρκες και βλέμματα ανασταίνονται αφού τα είχε αποσυνθέσει το θρησκευτικό φύραμα έπειτα απ’ τον εμφύλιο λήθαργο της σφαγής.

Φαίνεται πως κανείς δεν μπορεί να βάλει τάξη σ’ αυτό το χάος, μόνο μια γωνίτσα καθαρή, αφού ξέρουν ότι οι δολοφόνοι θα επανέλθουν την επόμενη δεκαετία ή την επόμενη βδομάδα.

Ακούν τα κορίτσια την ηχώ των ορέων και την ηχώ των ωραίων. Με τα σκέλια διπλωμένα στις ομοηχίες τού πολέμου και της ζωής, δίπλα σε κατουρημένους γέρους που τους βομβάρδισαν οι Αμερικάνοι και δίπλα σε βρέφη που τους δάγκωσε το τρυφερό κρέας ο Αλλάχ για να πάρει δύναμη.

Μα, ένα σμάρι από μικρούς σοφούς Σίσυφους θα ξαναχτίσει τη ζωή απ’ τα ερείπιά της.

θα ανέβουν απ’ το χώμα και τη σάρκα για να συναντηθούν στα μισά του δρόμου, εκεί, που η επιστήμη και η μεταφυσική σαν σιαμαία αδερφάκια διδάσκουν την απελπισία και το όργιο της σφαγής.

Θα καταφέρουν για λίγο να ρίξουν στα δεσμά τον χάροντα, θα καταφέρουν να κάνουν τις μήτρες γόνιμες και θα γράψουν ποιήματα για το θεό που ιππεύει γυμνός στους δρόμους σαν τη Λαίδη Γκοντίβα, με τα σκυλιά να τρέχουν πίσω γαυγίζοντας, μέσα στη νύχτα, κυνηγώντας την καμένη σημαία της Συρίας που την πυρπόλησε ο παρδαλός δράκος καπιταλιστής με τα χνώτα του.

Εγκώμιον Λειχίας

lixian

Ο Φαλλός σφαδάζει μέσα στο φαρδύ πνευματικό ιστό της διανόησης που έχασε όλα τα μονοπάτια της ψυχής της. Της διανόησης που συγκάηκε απ’ το εμπόρευμα και τα φώτα που ανάβουν για να δείξει λίγο το πουλί της στο χριστεπώνυμο πλήθος.

Αν μπορώ εδώ να καυχηθώ για κάτι είναι πως η μνήμη μου θα σβηστεί απ’ τα μυαλά των ανθρώπων.

Η δειλία και η προχειρότητα με την οποία ξεγλίστρησα σ’ αυτόν τον κόσμο θα βγάζουν πάντα ένα άρωμα εξευγενισμένης τεμπελιάς, δηλαδή ποίηση ανυποχώρητη στην ερωτική φαντασία και στον πειναλέο οίστρο.

Η πραγματική ισότητα θα μας σκεπάσει με το λαμπρό της πέπλο μόνο όταν ελευθερώσουμε την ερωτική φαντασία απ’ τα ίδια της τα δεσμά.

Όταν αυτό το αυλάκι από αίμα και σπερματόσπορο θα υπάρχει μόνο και μόνο για να καλλιεργεί την τελειότητα των πιο ντελικάτων καμπυλών κι ο πόνος δε θα χρησιμεύει παρά για να κάνει να τρέμει το τρυφερό ρέλι των χειλιών και να λάμπει η γλώσσα μέσα στο στόμα αφήνοντας στο σάλιο μας τη γεύση απ’ τις άγριες θεότητες της γκάβλας που μας κρατάει ζωντανούς.

Οι κακογαμημένοι γίνονται κανίβαλοι της ζωής των άλλων και έμποροι τού πάθους τους που το κατασπάραξε ο ζαχαρώδης διαβήτης τού ανταγωνισμού και της αυτοπροβολής. Και πάντα με κείνη τη δήθεν φιλάνθρωπη πρόθεση συγκαλύπτουν μονοφωνικά τον ακρωτηριασμό τους με την παρηγοριά του.

Η αυτολύπηση και το ψυχορράγημά τους στα γκέτο της μιζέριας φωτογραφίζεται ως πειστήριο ευτυχίας, μα η ευτυχία δεν λογαριάζει τη ζωή με όρους δοσοληψίας και με όρους κέρδους και αποδόσεων, καταχωρώντας τους άθλους ή τις αθλιότητες τού καθενός στον λεξιακό κοπρώνα της κοινής χωματερής των φίλων που δεν είναι φίλοι αλλά κανίβαλοι και καλοθελητές.

Την αλήθεια την φτιάχνει η συνείδηση τού καθενός που θέλει να λάμψει αρτιμελής και σώος μέσα στην κοινότητα που ζει.

Όμως μιαν άρρωστη και παρασιτική κοινότητα μαγαρισμένη απ’ τον ολοκληρωτισμό της μπουρζουάδικης ατομικότητας, πότε πασπαλισμένη με φαντασιακό αμοραλισμό αλά Καστοριάδη και πότε με πληρωμένο αντικομουνισμό στις φυλλάδες των συντακτών και των ασύντακτων πρακτόρων, δεν στηρίζει παρά την ψευδαίσθηση της δύναμης τού δυνατού και την προσφυγή στην απάτη για να πουλήσει ένα αντίτυπο των σωθικών της σε μεσήλικες απαρηγόρητες υπάρξεις που δε γαμηθήκαν στην ώρα τους και τώρα καταδυναστεύουν τους άλλους με τη σοφία που αγόρασαν στα νιάτα τους στα Παρίσια και τις Λόντρες με τα λεφτά του μπαμπά.

Όξω από δω λοιπόν πνεύμα παλιόσκυλο. Φάε τη γλώσσα σου, μου φωνάζουν. Ξερίζωσε τον πούτσο σου βρωμερέ πορνογράφε για να φαίνονται μόνο τα απότομα τινάγματα της δικής μας ανικανότητας καταγραμμένα λεπρομερώς κι όχι το δικό σου χύσιμο στα μούτρα των πλασμάτων που θέλουν το φαλλό για θεό τους, αρνούμενα τα πλήκτρα μιας ταμειακής μηχανής που πουλά πανάκριβα τον πολτό της παρακμής στην πλατεία των Αχρείων.

Γράμμα στη Μούσα Ή η αθώα σχισμή

sxismi

Του ταραχώδους βίου ένα φθαρμένο παλίμψηστο.
Έτσι κερδίζουμε το θάνατο. Προσφέροντας σάρκα γυμνή.
Μόνον οι τάφοι είναι πραγματικοί. Ο Πετρόπουλος
δεν πρόλαβε να δει τα κοιμητήριά του να βγάζουν τη γλώσσα
στην κακομαθημένη ψυχή τού αστού.
Βρήκα τη γαλήνη κάτω απ’ τα φουστανάκια.
Με θαυμασμό και κατάπληξη ομιλούν οι ποιητές
για τα σκατά και τον ουρανό.
Ο Ούγκο Βόλφ έγραφε τα τραγούδια του τρώγοντας κρεμμύδια.
-Μες στην υγρή νύχτα λαξεμένη στην αόρατη ύλη η γύμνια σου-
Γράφω τώρα, πως σκαρφαλώνουν οι νύμφες στα κρεβάτια. Πως
γεμίζουν τα τρελάδικα κοπέλες που δεν τις έγλειψαν το μουνί.
Ηλιοτρόπια μαγαρισμένα.
Ρόγες ακονισμένες στο λεξιλόγιο των ιερέων.
Ο έρωτας είναι η αίρεσις του έρωτος.
Τα κουτορνίθια διαθέτουν αναμνήσεις
και παθαίνουν πνευματικές κράμπες.
Όμως, πάντα έχω στο προσκεφάλι μου ένα μουνί. Και πάντα
αποφεύγω να κατατεμαχίζω τα αισθήματα.
Τα ποιήματα τοξεύουν την ηθική των αστών.
Ξέρω τη Μούσα μου απέξω κι ανακατωτά. Κι όμως σιωπώ.
Ειδωλολατρικώς ανατέμνω
όσες γυμνές με άφησαν να αγαπώ την πατρίδα.
Να ρεμβάζω και να καρτερώ.
Ω! αιδοίον, που κλαίς για να σε φιλήσω.
Κάλεσέ με κοντά σου.