Τα σοφά παιδιά

ta sofa

Η Ελλάς έπασχε ανέκαθεν από σοφά παιδιά και ιερές αγελάδες. Από αναρχίζοντες συστημικούς που ανάμεσα σε εσπρέσο και μετεμφυλιακές αβρότητες πούλησαν έργο πιασάρικο στο κοινό. Μια φυλή νεοηθογραφίας ξεπήδησε από το Φίλιον. Είναι αυτοί που σκάρτεψαν την ψωροκώσταινα με Ντεριντά. Είναι αυτοί που κάναν γυμνισμό γιατί το κάναν και οι γάλλοι και οι γερμανοί και οι κέλτες. Όχι γιατί θέλαν απόλαυση και ελευθερία. Είναι αυτοί που καταπίεσαν τις ορμές τους και τη μαλαπέρδα τους για να αρέσουν στους εκδότες. Για να σουτάρουν αντίτυπα στην αδολεσχία του κοινού νου και του μέσου όρου. Για να διεκδικήσουν το χώρο που είχαν μέχρι τότε οι πεθαμένοι και οι κλασικοί. Παίδες κομάντος, με την απλότητα της αμερικανιάς και της προσιτής φόρμας, συγκίνησαν μια μάζα που ξεπέρασε την ταξική της καταγωγή μετατοπίζοντας την αναγνωστική της προίκα από το βίπερ στο νεορθόδοξο αμοραλισμό της μικροαστικής καταχνιάς. Της θολούρας που γέννησε το διαμέρισμα και ο αραχνοΰφαντος αστικός ιστός. Της πλάκας και της μαλακίας που έσβηνε στον πατσά της χαραυγής και στα μεζεδοπωλεία του ιστορικού κέντρου. Μια νέα ράτσα διανοούμενης ύλης άπλωσε τα πλοκάμια της δίπλα στα κέντρα εξουσίας. Με κωλοτριψίματα, δημιουργικούς επιχειρηματίες και μοντέλες που σνίφαραν κουλτούρα και κόκα απ’ τα γλυπτά ρουθούνια της ματαιοδοξίας τους. Συγγραφείς κυρίως που περιμένουν στην ουρά να κάνουν τη δήλωσή τους, να υμνήσουν με καλλιτεχνική ανάφλεξη τη δημοκρατία που τους βόλεψε και τους έδωσε θέσεις, έδρες σε ακαδημίες και κορνίζες σε εκδοτικούς τοίχους. Δηλωσίες ακομπλεξάριστοι που παθαίνουν γλωσσικές κράμπες στα πάνελ. Καθαρόαιμα αδίστακτα άλογα, θεματοφύλακες της υπεραξίας κάθε μπούλη καραβοκύρη και κάθε γκάνγκστερ επιχειρηματία. Πιστοί στον πρώτο καναλάρχη που τους άνοιξε το φερμουάρ και στο πρώτο πολιτικό κριάρι που τους κολάκεψε. Έτοιμοι να επανδρώσουν τη νέα δημόσια τηλεόραση, τη νέα δημόσια εκπαίδευση, τη νέα δημόσια υγεία. Έτοιμοι να εξαργυρώσουν ως σοφά παιδιά το χάρισμα που τους δόθηκε κάνοντας βουντού στις ανάγκες των ανθρώπων. Γράφουν με περίσσεια σπουδή στο τουίτερ και στα άλλα μέσα γαμικής δικτύωσης: Ω καριόληδες, τζαμπατζήδες, θέλετε να κυκλοφορείτε με λεωφορείο χωρίς εισιτήριο, θα σας πετάμε έξω. Θα σας καρφώνουμε παλούκια στον κώλο. Θέλετε τζάμπα εξετάσεις σκατόγριες και σεις μαλακισμένα βρέφη θέλετε εμβόλια. Θέλετε ελεύθερα σχολεία, διακοπές, ξεκούραση κατεργάρηδες μαλάκες, τεμπελόσκυλα. Εκεί θα πεθάνετε κολλημένοι στα ταμία ανεργίας και στις μικρές αγγελίες ψάχνοντας ξεροκόμματα. Εκεί θα σαπίζεται χωρίς ένσημα, ασφάλιση, διασκέδαση, ψυχαγωγία. Κι εσείς νεολαίοι γυρίστε στα πατρικά σας. Μαλακιστείτε με ίντερνετ και νόβα και κινητή τηλεφωνία. Ζήστε με την ψωραλέα σύνταξη του μπαμπά. Ο μεταμοντέρνος κόσμος απαιτεί θυσίες, κατάθλιψη, κοινωνικό αυτοματισμό. Καλομαθημένε λαέ, που τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τα αφεντικά σου. Που εκμεταλλεύεσαι τον ιδρώτα τους και τους οδηγείς στην κρίση και στους ψυχαναλυτές. Λαέ στραβέ και ανάξιε που τολμάς να αμφισβητείς τους ινστρούχτορες και τους φωτισμένους. Εμάς τα σοφά παιδιά που τόσο απλόχερα και γενναιόδωρα και αμισθί σου προσφέρουμε στο πιάτο κουλτούρα, πολιτισμό και ασφάλεια. Κυρίως ασφάλεια, αφού σου ασφαλίζουμε τη μιζέρια σου και τη φτώχεια σου για τα επόμενα εκατό χρόνια. Ω λαέ, μάταια αντιδράς, μάταια απεργείς. Εμείς είμαστε το φως του κόσμου. Εμείς θα αποδώσουμε δικαιοσύνη. Εμείς θα σε κρατήσουμε στα μαντριά αποχαυνωμένο μέχρι την ώρα της σφαγής. Γιατί η σφαγή είναι γλυκιά και απελευθερωτική και λυτρωτική. Ω ναι! η θυσία. Οι θυσίες στο βωμό του κέρδους. Στο πιο ιερό και όσιο πράγμα που κινεί τις αγορές και τα κότερα και τα ιδιωτικά τζετ και τα σπίτια με τους σαράντα δύο καμπινέδες και τις χρυσές ρολς ρόυς και τα έργα τέχνης και τις βίλες με τις δεκαεφτά πισίνες. Ω ναι λαέ, το χρήμα. Όλα είναι χρήμα, λεφτά, όλα είναι τράπεζες, τραπεζογραμμάτια, τραπεζώματα, τραπέζια σφαγής για το καλό του χρήματος και της ζωής του χρήματος. Όλα είναι χρήμα, κεφάλαιο, αγορές. Η ζωή σου, η ζωή του παιδιού σου, οι ανάγκες σου, οι καύλες σου, οι δεξιότητες σου. Όλα είναι χρήμα κι όταν αυτά πάψουν να παράγουν άλλο χρήμα είναι άχρηστα. Για τον καιάδα, για τη λογοτεχνία και την ποίηση της ήττας. Για τα ντοκιμαντέρ. Για τον Άδη.

Πάνω στην άμμο

eimaste

Είμαστε εδώ που δεν υπάρχει
κανείς. Τυλιγμένοι σε λευκά
σεντόνια. Είμαστε στο Μαρόκο
ανάμεσα σε μεταξωτές κλωστές.
Είμαστε στη Λευκάδα κι ατενίζουμε
τον κόσμο. Είμαστε στου διαόλου
τη μάνα. Είμαστε στον κόσμο κι
ατενίζουμε το αιδοίο του κόσμου
και τη μοναδική ευκαιρία να δούμε
το θεό από κοντά να μας μαγνητίζει
σε μια παραλία. Με το δάχτυλο
ν’ αγγίζει απαλά την κλειτορίδα
και να γλιστρά και να τέμνει το
μισάνοιχτο στόμα και να κάθεται
στα καφενεία και να κάνει βόλτες
και να ψωνίζει απ’ τα καλάθια
ψυχές γύμνια στόματα φιλιά
να γλείφει ένα υποβρύχιο να
κουλουριάζεται να ζηλεύει να
βλέπει να ξεχειλίζουν απ’ τις
μπλούζες βυζιά ν’ αφήνει μισάνοιχτο
το άγριο στόμα του ο σερνικός θεός
να γράφει το ποίημα του με το χέρι μου
και να υπνωτίζει με ατέλειωτη
θρησκευτική υπομονή τις ανυπάκουες
υπάρξεις τα θηλυκά που τινάζουν
από πάνω τους τόση γύρη
και τόση προηγούμενη ζωή

Ασέλγειες

aselgies

Διαβάζω τη μακάβρια είδηση της αεροπορικής τραγωδίας στις Άνδεις το 1972. Τη χρονιά που γεννήθηκα. Οι ανθρωποφάγοι επιζώντες δήλωσαν τότε πως: Όταν τελείωσαν τα τρόφιμα σκεφτήκαμε τον Ιησού χριστό και τον τρόπο με τον οποίο μοίρασε το σώμα και το αίμα του στους αποστόλους. Ύστερα αντιληφθήκαμε ότι έπρεπε να κάνουμε το ίδιο. Να λάβουμε το σώμα και το αίμα που υπήρχε στα σώματα των συντρόφων μας, πράγμα που αποτελεί μια μετάληψη. Αυτό μας βοήθησε να επιβιώσουμε. Ο επιζών Νάντο Παρράδο δηλώνει σήμερα, πως μπορούμε με παρόμοιο τρόπο να ξεπεράσουμε την κρίση.

Σκέφτομαι πολλές φορές τους συζύγους των κανιβάλων. Να νιώθουν πως πλαγιάζουν δίπλα σε τέρατα. Να χαϊδεύουν τους ανθρωποφάγους, να τους μαγειρεύουν, να τους κάνουν έρωτα. Κι ίσως να φοβούνται πως κάποτε θα τους καταβροχθίσουν. Όπως οι αναγνώστες που πλαγιάζουν με τα βιβλία των αγαπημένων τους ποιητών. Αυτούς που κάποτε κανιβαλίσαν ακρίτως.

Προσπαθώ να ευθυγραμμίσω την παρόρμηση και την πράξη. Να κάνω αυτά τα δυο μεγέθη να συμπέσουν. Να γίνω ο άνθρωπος των μικρών acting-out. Να βραχυκυκλώσω τους πόλους. Να πετάξουν τα συρματάκια σπινθήρα. Να γίνει η ολέθρια διασύνδεση των ενεργειών. Των αιτίων και των αιτιατών τους. Είμαι ένας εργάτης της ηλεκτρονικής εποχής. Ένα τεμπελόσκυλο στο βάθος της τάξης. Στο τελευταίο θρανίο. Παρότι βρίσκομαι στον πίνακα και διδάσκω τον απειροστικό λογισμό. Η μηχανή, η τάξη θορυβεί μπροστά μου, αλλά χωρίς εμένα. Για ένα συντομότατο χρονικό διάστημα εξασφαλίζω μια κόχη τεμπελιάς. Γλιστρώ ανάμεσα στα δυο σκέλη της επιλογής. Διαλέγω πεισματικά να μη διαλέξω. Επιλέγω την παρέκκλιση. Συνεχίζω.

Βγαίνω έξω στη νύχτα κι ανάβω τσιγάρο. Φυσάει δυνατά κι ο καπνός με μπουκώνει. Σκέφτομαι πως πρέπει να γίνω υπερασπιστής της τελευταίας ελπίδας της ανθρωπότητας. Και ξαναγυρνώ στα γραπτά μου. Αλλά ως πότε; Αφού ότι γράφεται σβήνεται. Κι οι άνθρωποι υποβαθμίζονται σε κάτι, ανάγονται σε κάτι, εκφυλίζονται. Κι η παρακμή τούς κρατά στη ζωή.

Είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα ωφελιμιστικό περιβάλλον. Μεταποιούμαστε και σπρωχνόμαστε σε κάτι μη ανθρώπινο, απάνθρωπο, σε κάτι που μας καθιστά αντικείμενα υπολογισμού, αναλώσιμους, ποσότητες φθαρτής ύλης. Ετυμολογώ τη γαλλική λέξη Bocard που σημαίνει οίκος κοινών γυναικών. Από τη λέξη bouc δηλαδή τράγος, ζώο που συμβολίζει την ασέλγεια.

ass2σχέδια: Sergio Mora

Σκιές

a1

Είναι βραδάκι όμορφο γεμάτο απορίες
είναι καλοκαίρι που σκυλοβαριέται
στο βυθό και στις ξαπλώστρες είναι
εργατικό ατύχημα μ’ ένα νεκρό είναι
μια σχισμή του βράχου κι ένα τρελό
μουνί που βρίσκεται σε πόλεμο μαζί μου
είναι οι δουλειές του ποδαριού για
να βγάλουν οι φοιτήτριες χαρτζιλίκι.
Είναι οι αθώες κοπελίτσες που ζεματάνε
η απαρνημένη σελήνη, ο μακροπερίοδος
λόγος, η ταραχή, η γαλήνη, η ομορφιά
είναι κυρίως το γαμήσι λογοτεχνική
πράξη κι αξίζει να ιδρύσεις ένα
σωματείο γι’ αυτό, μια φοβερή σέχτα,
να γίνεις μασόνος, να γίνεις ποιητής
να γίνεις αυτός με τη θηρία ψωλή
ο ξαναμμένος, ο δια παντός άταφος,
ο γυρολόγος που σας ρίχνει στάχτη
στα μάτια, που σας χαϊδεύει τα μαλλιά
που κατουράει στον κήπο του κάτω
από τόσα άστρα και γράφει και
πεθαίνει και ξαναγεννιέται και
συνωμοτεί νυν και αεί και εις τους
αιώνες των αιώνων.

Είναι η ποίηση

ειναι

Είναι υπέροχη. Ένας σεξουαλικός
άγγελος. Είναι αυτή που μπορείς
να αγγίξεις, να φανταστείς, να
ξεσκίσεις. Είναι μια παρθένα που
τη νύχτα γίνεται θεριό ανήμερο.
Είναι αυτή που δεν έχει βγάλει
σχολή και δεν ξέρει γλώσσες. Και
δεν ξέρει από ηθική και δουλειές
γραφείου. Είναι αυτή που βγάζει
τη φούστα. Χωρίς ρυθμό, χωρίς
ομοιοκαταληξία, στυλ. Είναι αυτή
που είναι έτοιμη. Που δε διαβάζει,
που δε γράφει, που δε μελετά.
Είναι αυτή που κόβει μια ντομάτα
στην παραλία. Που γλείφει τα
δάχτυλά της. Είναι αυτή που δεν
ζευγαρώνει, που δεν απελπίζεται.
Είναι αυτή που αφήνει πίσω της
μια γραμμή από σπέρμα, υγρά,
γύρη. Είναι αυτή που δεν ψάχνει
το νόημα, το θεό, τις εκπτώσεις.
Είναι αυτή που καβαλάει το γλυπτό
νεροχύτη, που τρομάζει τα πουλιά
και τα παρδαλά κατσίκια, που ξεχνάει,
που δε σκέφτεται, που δεν έχει
μητρώο, που μονάχα πεινάει για
κοινούς θνητούς σαν εμάς.

Ασπρόμαυρο πλάνο

a1

Είναι αλήθεια πως τα βρήκανε
σκούρα με τη θεματολογία της
ποιήσεώς μας. Τους αλαβάστρινους
στίχους μας, τα πάνω κάτω χείλη
που σπασταρούν δίπλα μας
οριζοντίως και καθέτως, τα
δασάκια με πανσέληνο σε
φουστανάκια σόρτς λαξευτούς
καβάλους και καρτ ποστάλ.

Πίσω απ’ τις γρίλιες

πισω

Εδώ υπάρχει ένας τεράστιος καυτός ήλιος. Κάνει αφόρητη ζέστη κι η άσφαλτος είναι αφράτη σα σφουγγάρι. Απλωμένη πάνω στις πέτρες του δρόμου. Τη νιώθεις να κολάει στις σόλες των παπουτσιών. Ο κόσμος ιδρώνει και ψάχνει δροσιά κάτω απ’ τα δέντρα και κάτω απ’ τις τέντες. Ένα ζευγάρι κουβεντιάζει πίσω απ’ τις γρίλιες. Μιλάει στην αρχή αυτός.
-Άκουσες τη βόμβα σήμερα το βράδυ;
-Ναι, ακούστηκε παντού.
-Εγώ κοιμόμουν, όμως διάβασα την είδηση στην εφημερίδα.
-Έχουν τη φωτογραφία μιας σκοτωμένης γυναίκας. Λένε πως είναι αυτή που την τοποθέτησε.
-Ποιοι το λένε;
-Οι εφημερίδες.
-Και τι, πιστεύεις εσύ τις εφημερίδες;

Γέλια

gelia

Τι θα’ θελες για φαγητό; του είπε αυτή. Δε με νοιάζει ότι θες, της είπε αυτός. Μάλλον δε σου αρέσουν οι φακές βραδιάτικα του είπε αυτή. Μ’ αρέσουν, της είπε αυτός, με λαδόξιδο αλλά λίγο αλάτι, λίγο γιατί τσιμπάει στη γλώσσα. Θα κάνει ωραία νύχτα σκέφτηκε φωναχτά αυτή. Ναι, δεν θα’ χει πολλή ζέστη απόψε της είπε αυτός, αλλά καλύτερα να μην ανοίξουμε τα παράθυρα, θα γεμίσει ο τόπος σκνίπες και κουνούπια. Πάτησε μηχανικά το κουμπί της τηλεόρασης, αυτή. Ο πατριάρχης θα επισκεφτεί τον πάπα, της είπε αυτός. Τι μου λες! Σήμερα, δεν υπάρχει ούτε ιερό ούτε όσιο, του είπε αυτή και ξέσπασαν σε δαιμονικά γέλια.

Ψεύτικες βλεφαρίδες

131

Και να που στρίβεις στη γωνία και τη βλέπεις μπροστά σου. Την πρώτη σου αγάπη. Εκείνο το θαυμάσιο κορμί. Εκείνο το γλυκό πρόσωπο. Εκείνο το σταρένιο χρώμα στο δέρμα του λαιμού. Εκείνα τα μάτια που σε διαπερνούν, εκείνες τις φοβερές γάμπες που σε σκλαβώνουν. Αλλά, στρίβοντας στη γωνία δε βλέπεις παρά όλα αυτά που χάθηκαν για πάντα. Μονάχα ο κίτρινος ήλιος που τρεμοπαίζει κι η αφόρητη ζέστη κι όλα όσα χάθηκαν μέσα σ’ ένα πιθάρι από λίπος, ρυτίδες, σακούλες στα μάτια, λεκέδες, κιρσούς, βαφές μαλλιών, μακιγιάζ και ψεύτικες βλεφαρίδες. Κυρίως ψεύτικες βλεφαρίδες.

Θέρος γερό

θερος

Είναι η ώρα να βρουν τη φωνή τους
οι λυσσασμένοι. Να βγάλουν τα
κορίτσια τις κιλότες. Και οι αλετροπόδες
ιδέες να πάρουν το αίμα τους πίσω.
Είναι ώρες στιλπνές κι αλλόκοτες.
Ώρες που πέρασαν και ξανάρθαν.
Χορδίζουμε τις αντοχές και τις λέξεις.
Ο νεοέλλην σπουδάζει την παρακμή.
Ξύνει τις ένδοξες αιμορροΐδες του.
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και
γιωταχή.

Προσφορές και πρόσφορα

prosf

Ο καταναλωτής ζει μιαν ανυποψίαστη σκλαβιά πολλές φορές τόσο εκλεπτυσμένη που τον μετατρέπει σε εχθρό, του ίδιου του εαυτού του.

Η μηχανή επιβάλει στους χειριστές της την έλλειψη κρίσης και συνείδησης που δεν διαθέτει, αλλά και τον επαναλαμβανόμενο υπνωτικό ρυθμό της λειτουργίας της.

Ο καταναλωτής χειραγωγείται απ’ τις αυξομειώσεις στις οποίες υπόκειται η διάθεσή του.

Η δουλειά και η σεξουαλικότητα είναι άκρως αυτοματοποιημένες διαδικασίες στο μυαλό του καταναλωτή.

Ο προχωρημένος καπιταλισμός εργαλειοποιεί τον καταναλωτή σε τέτοιο βαθμό ως να τον καταστήσει πράγμα. Να κάνει τον ίδιο προϊόν τόσο προηγμένο που θα μπορεί να αυτοπουληθεί.

Η μάζα των καταναλωτών ασκεί κοινωνικό έλεγχο στη μονάδα-καταναλωτή, καλλιεργώντας μιαν αμφίδρομη σχέση επιβολής συμπεριφορών.

Ο καταναλωτής είναι τόσο πωρωμένος, που στο μυαλό του, η σκλαβιά έχει πάρει έναν επικό χαρακτήρα.

Ο καταναλωτής πολεμά με νύχια και με δόντια τον αντικομφορμιστή καλλιτέχνη γιατί βλέπει σ’ αυτόν τον εαυτό που έχει πατικώσει για να γίνει καταναλωτής.

Ο καταναλωτής παλεύει μόνο για ένα πράγμα. Να μη θιγεί η υπαρξιακή του υπόσταση. Να μην πάψει δηλαδή να είναι καταναλωτής.

Ο καταναλωτής παρόλο που επαναστατεί είναι εχθρός της επανάστασης και παρόλο που συνδικαλίζεται είναι εχθρός του συνδικαλισμού.

Ο καταναλωτής ζει την οδύνη του ανοίγοντας κονσέρβες, αφού κάθε όπλο έχει τον κρότο του.

Ο καταναλωτής είναι καλοντυμένος ή λέτσος, ευθυτενής ή σκεβρωμένος. Ένα παιδί μέσα σ’ ένα δάσος από τσουκνίδες. Ένα κορμί που του έχουν φράξει με αγκωνάρια τον έρωτα.

Ο καταναλωτής έχει την παντοδύναμη λύσσα του ανθρώπου της προϊστορίας. Κατέχει τις συμφωνημένες εκ των άνω ηδονές.

Ο καταναλωτής όταν ανοίγει το φεγγίτη δεν κοιτά τα άστρα.

Μπάνια

μπανιερα

Όσοι ξέρουν τα κατατόπια της περιοχής των Σκιών δεν σκανδαλίζονται εύκολα απ’ τα προβλήματα της μεσαίας τάξης. Δεν διαμαρτύρονται γιατί ξέρουν, πως, η διαμαρτυρία είναι πράξη υποταγής. Ξέρουν πως το χάραμα ή το σούρουπο υπάρχουν εκεί έξω, στα χωράφια, στους δρόμους και στα υπόγεια, υπάρξεις που έχουν υποστεί την πιο ανήθικη προσβολή. Υπάρξεις που τις εκτέλεσε το βαρύ περίστροφο της καλοζωίας των αστών και τις έθαψε στη χωματερή του κοινωνικού περιθωρίου η αδιαφορία της μεσαίας τάξης. Όταν η μεσαία τάξη περνάει καλά οι γύφτοι, οι άστεγοι, οι φτωχοί, οι εξαθλιωμένοι, οι πρόσφυγες, είναι γι’ αυτήν κάτι μοιραίο και φυσιολογικό. Κάνει πως δεν τους βλέπει, τους πετάει ξεροκόμματα, τους κάνει τέχνη και λογοτεχνία, σινεμά και αφίσες. Αυτό το εγωιστικό αξίωμα που λέει, πως, η ανθρωπότητα περνάει καλά όταν περνάει καλά η μεσαία τάξη, είναι ένα σκατένιο αξίωμα προς κατανάλωση του άπληστου κοινού. Είναι η φόλα που πετάει στους αιχμάλωτους εργάτες ο ιεραπόστολος των ανταγωνισμών. Δούλεψε, συσσώρευσε, πρόκοψε, κι ας τρώνε οι άλλοι σκατά. Ας κοιμούνται αγκαλιά με αρουραίους εκατομμύρια παιδιά, στ’ αρχίδια σου. Εσύ παράγεις και δικαιούσαι να περνάς καλά. Όταν όμως οι σπασμένοι βόθροι πολλαπλασιάζονται και τα σκατά φτάνουν στο καθιστικό σου, ε, τότε αγανακτείς. Αλλά η αγανάκτησή σου είναι τόσο όψιμη και ξεθυμασμένη που είναι για γέλια. Που ήσουν κύριε Αρχίδη όταν οι άλλοι υπέφεραν; Που ήσουν όταν μερικά μέτρα απ’ το σπίτι σου τα γυφτόπουλα πέθαιναν από χολέρα; Που ήσουν όταν βομβάρδιζαν παραγκουπόλεις κατασφάζοντας γυναικόπαιδα με βόμβες που έφτιαξαν τα τίμια χέρια σου; Που ήσουν όταν οι σύμμαχοι της καλοζωίας σου γαμούσαν έναν λαό και ξέσχιζαν λεχώνες με χατζάρια και γιαταγάνια; Την ομάδα σου, το σπιτάκι σου και το μουνί της αδερφής σου. Γι’ αυτά προγραμματίστηκες, γι’ αυτά έφαγες τόσο εθνικό σκατό και τόσο πατριωτικό μελόδραμα. Τώρα που πατίκωσες αυτές της υπάρξεις που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν, κάνοντας πλακίτσα με την επανάσταση-γιατί η εξουσία σε θέλει να έχεις και χιούμορ μαλάκα μου-, τώρα, είναι αργά. Ναι κύριε Αρχίδη κύριε οικογενειάρχη που κοιμάσαι στο τιμόνι, homo sapiens, σάπιε, ηδονιστή της πεντάρας.

Μανταλάκια

121

Είμαστε αυτό που γινόμαστε. Αφού η φιλοσοφία ξεπέφτει πάντα σ’ ένα ανώτερο ον, γινόμαστε συνήθως αυτό που επινοούμε και ξεπέφτουμε σ’ αυτό που δεν είμαστε. Γύφτοι με τα χρυσά μας δόντια παζαρεύοντας την Δευτέρα παρουσία. Μια δεύτερη φαφούτικη ζωή.

Ο οργασμός του χωροφύλακα

orgasm

Για να επιβάλεις οτιδήποτε σε οποιονδήποτε χρειάζεσαι χωροφύλακα. Ο χωροφύλακας είναι η βέργα στα χέρια του κράτους. Μια βέργα όμως που μπορεί να έρθει σε οργασμό, να τεκνοποιήσει, να ερεθιστεί, να κάνει βουτιές, ψαροτούφεκο, να καθαρίζει φασολάκια, να γράψει ποιήματα, να ψάλει στον ιερό άγιο Παντελεήμονα. Ο χωροφύλακας είναι παράγωγο της κοινωνικής οργάνωσης. Δεν μεταβιβάζει το μήνυμα της εξουσίας αλλά υποβιβάζει ηθικά το υποκείμενο ώστε να συμφιλιωθεί με το μήνυμα. Είναι ο άνθρωπος που θα δεχτεί από καθήκον να τσακίσει στο ξύλο κάποιον άγνωστο και κάποιον που θα παραμείνει διαπαντός άγνωστος γι’ αυτόν. Είναι ο άνθρωπος που θα πρέπει να διαθέτει τον κατάλληλο ψυχισμό. Είναι ο τύπος που θα πρέπει να του σηκώνεται όταν κλοτσάει ένα ανυπεράσπιστο ον και θα πρέπει να φτιάχνεται απ’ τη μυρουδιά του φόβου, του ιδρώτα και του αίματος. Είναι αυτός που θα πρέπει να εκπαιδευτεί με τον ίδιο τρόπο και να λειτουργήσει ως μεσολαβητής ενός ακραίου σαδισμού. Που θα πρέπει να φυτέψει μέσα στο καλό και υπάκουο παιδί τη συνθήκη που λέει, πως, έχω δύναμη και εξουσία γιατί είμαι η προέκταση της δύναμης και της εξουσίας του δυνατού. Άρα δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αφού είμαι προέκταση της δύναμης. Ο χωροφύλακας όμως είναι ένας ρομαντικός χάνος ανάμεσα σε παγωμένα συντρίμμια. Κάνει αυτό που κάνει γιατί πιστεύει πως κάνει το καλό. Ο χωροφύλακας είναι δέσμιος της αντίφασης που θέλει να καλυτερέψει τον κόσμο με τη βία. Όχι όμως μια βία δικιά του αλλά μια βία αλλότρια. Μια βία συμφερόντων που τον διαχειρίζονται δουλικά και σκυλίσια. Μια βία ορθολογικά συγκερασμένη με τη νεύρωσή του. Ο χωροφύλακας αντιμετωπίζει τη ζωή με τον ηθικό δυισμό που του έχει επιβάλει το κράτος-εργοδότης. Με τη μητρική στοργή του επιτελάρχη. Με το χάιδεμα του ανωτέρου και το κόκκαλο της μισθωτής του σκλαβιάς. Ο χωροφύλακας δεν είναι ένας εργαζόμενος, αλλά ένας που επιβάλει την εργασία στους άλλους, με τους όρους που καθορίζει χωροχρονικά ο εργοδότης. Ο χωροφύλακας βρίσκεται συνεχώς υπό καθεστώς τελετουργικής χειραγώγησης, σημαδεμένης με στερεότυπα και τελετουργικά στοιχεία. Είναι το αυτιστικό παιδί που παρατηρεί τα χέρια και τα πόδια του να κινούνται από άλλους. Είναι ο ήρωας που συμμετέχει στις μεγάλες αφηγήσεις του κεφαλαίου. Είναι ο παράφρων που έχει προσβληθεί από μηρυκασμό και επιβάλει την τάξη με όλη την ευφράδεια βίας που διαθέτει. Ο χωροφύλακας είναι σπαρμένος σε όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Είναι δάσκαλος, εφοριακός, γιατρός, υπάλληλος του δημαρχείου, είναι ο ταχυδρόμος, ο θυροκολλητής, ο παπάς και ο διάκος. Όπου δεν πίπτει ράβδος πίπτει πνεύμα. Με τη σέσουλα.