Σημειώσεις για τη Μητέρα Γη του Andrey Surnov

Η Μητέρα Γη του Andrey Surnov, θυμίζει άμεσα τους Αϊτινούς του Gaugin, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακά ρεαλιστικό ψηφιακό μύθο, ερωτικό και αισθησιακό σε υποσυνείδητο επίπεδο.

Αφήνει τη μαγεία να ξεγλιστρήσει στην εικόνα, δίνοντας μια ειρωνική ερμηνεία της ερωτικής αίσθησης. Κάτι που δεν χρειάζεται ένα ρομαντικό σκηνικό για να εκφραστεί.

Σε πρώτο πλάνο ο μητρικός κόσμος που περικυκλώνει τα αντικείμενα. Το σώμα που συγγενεύει με το μεγαλειώδη καρπό, διαστρεβλώνοντας τα πρότυπα ομορφιάς, κάνοντας το ίδιο το γυναικείο κορμί Γη, δηλαδή κοιτίδα όλων των πλασμάτων που την κατοικούν.

Στους τοίχους τα πορτρέτα των σοφών ή των σωτήρων. Οι άντρες που κοιτάζουν αλλά δε βλέπουν, που εξουσιάζουν αλλά δεν έχουν, αφού η αναρχική φύση της μητέρας γης τους κρατά απολιθωμένους μέσα στο γίγνεσθαι ενός παρόντος που κλείνει με ζήλο το μάτι στην φθορά.

Το σώμα επισκιάζει τον κόσμο των πραγμάτων. Η κοιλιά και το στήθος δίπλα στον ανοιχτό καρπό μοιάζουν παράγωγα της ίδιας εξελικτικής δύναμης.

Δίπλα στα ζουμιά και τα σπόρια του καρπουζιού, που θαρρείς άνοιξε για να ταΐσει την ανθρώπινη ανάγκη και περιέργεια, πέρα απ΄το καλό και το κακό.

Η ομορφιά δεν είναι απολιθωμένη πάνω σε ένα πρότυπο αναλογιών υπαγορευμένο από τους κανόνες και τη μετρική των σοφών. Είναι απλώς αυτό που αφήνει η σμίλη του χρόνου, η επιθυμία του σώματος να είναι σώμα και τίποτε άλλο.

Αυτό το σώμα που οι ανθρωποδιορθωτές των θρησκειών έλεγαν πάντα πως υπάρχει απλώς για να χωνεύει και να αποβάλει μεταφέροντας το πνεύμα εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ εν τόπο αναψύξεως.

Εδώ δεν υπάρχει ένας καταπιεσμένος οργασμός, σαν αυτόν που επιβάλει η καθημερινότητα του πολιτισμού αφήνοντας την ηδονή να απλωθεί σαν την μορφίνη μέσα στις φλέβες.

Η κοιλιά και ο καρπός είναι η ουσία αλλά και η ένδοξη σπατάλη όλων των ουσιών. Η φύση είναι ακραία σπάταλη και πληθωρική.

Ο καλλιτέχνης αφήνει να μας περικυκλώσει από παντού ο μητρικός κόσμος απ΄τον οποίο δραπετεύσαμε τη στιγμή της γέννησής μας. Υπογραμμίζει στα μάτια μας τη διεστραμμένη ανάγκη να εκθέτει κανείς το σώμα του όπως είναι, να καυχιέται για την ασχήμια του, να επιδεικνύει ακόμα και τη δυστυχία του, να γυμνώνει το κρυμμένο μες στις πτυχώσεις εφήβαιο, υποχρεώνοντας τον κόσμο να το κοιτάξει.

Χορεύοντας Ροκ εντ Ρολ μ’ έναν τσολιά

Μπορεί να είναι pop art 1 άτομο

ο αγγελάκας κάνει χρυσές δουλειές με την ονάσις στέγκι, κάθε αντισυμβατικός, δηλαδή κάθε ανήσυχος που άρχισε καριέρα στην αναρχία, θα περάσει σήμερα-αν θέλει να επιβιώσει καλλιτεχνικά-από το νιάρχος, να του κάνει τσεκ πόιντ ο στάθης καλύβας, θα περάσει απ’ το λάτσειο και απ’ το μπενάκειο να κάνει κονσομασιόν αλά γκρέκα

η μεγαλύτερη μπίζνα στην ελλάδα υπήρξε η λεγόμενη αναρχία αφού οι πιο επιδραστικοί αναρχικοί υπήρξαν οι εφοπλιστές και οι τραπεζίτες

όσοι είχαν δεξιό μπαμπά για να ξορκίσουν την επιβεβλημένη πατριαρχία πήγαν εξάρχεια και γίναν κλώσες της αυτοθέσμισης και του φαντασιακού πανζουρλισμού

το άτομό τους έγινε το κέντρο του σύμπαντος και το κέντρο του κέντρου όπου όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω απ΄το μέγα τίποτα

ο μπουκόβσκι έγινε ο ήρωας της χωριατοπούλας που έψαχνε μπαμπά αμερικάνο που γλείφει βρώμικα μουνιά πίνοντας γράσο με αλοκόλ

βοήθησε εκδότες εμπόρους μεταφραστές να πιάσουν φράγκα πουλώντας ακριβά τη μουχλιασμένη αντικουλτούρα της μεταπολεμικής αμερικής στους αμόρφωτους χάνους του ελληνικού ορθόδοξου σχολείου τού πατρίς θρησκεία οικογένεια κατανάλωση

η αντικουλτούρα έγινε μουσειακό έκθεμα για καταπιεσμένους μικροαστούς που θέλουν τη τζούρα τους πριν φάνε μαγειρίτσα στην πεθερά

ο πολιτισμός έγινε ο μεγάλος γκουβάς της εξουσίας για ματαιόδοξα τυπάκια

για κάθε αγγελάκα που μας σκοτίζει τ’ αρχίδια με τη σιδερωμένη του μανιέρα

για κάθε ρουφήχτρα που δίνει άφεση αμαρτιών σε όσους μας πίνουν χρόνια τώρα το αίμα αρμέγοντας δημόσιο χρήμα

πνίγοντας κάθε φωνή αλήθειας και αντίστασης

τα ιδρύματα πολιτισμού είναι σήμερα τα πλυντήρια του μαύρου χρήματος και της μαύρης ζωής

το καλό πρόσωπο των μαφιόζων και των γκάνγστερς που φιλανθρωπούν ασυστόλως

που ενδιαφέρονται για το μαστό μας και τον προστάτη μας

που κάνουν εκστρατείες για τις γυναικοκτονίες

αφού πρώτα έχουν καταγαμήσει τη γυναίκα αλλά και τον άνθρωπο σκοτώνοντας, πνίγοντας, δολοφονώντας, για να βγάλουν κι άλλα φράγκα

να επενδύσουν σε νέες φιλανθρωπίες και νέους ορίζοντες εξαχρείωσης

Λίγα λόγια Για Το Βιβλίο του Σπύρου Τριανταφύλλου: Η Συντροφιά Της Μοναξιάς

Ο Σπύρος δεν είναι ηρωικός τύπος. Ίσως, είναι ένας υπεραθλητής, ένας δρομέας, μια αρχαία φωτογραφία.

Κάθε γραπτή του κατάθεση είναι ρευστή σαν το πρόσωπό μας στο νερό.

Παθιασμένος με τα πάθη του, αμήχανος μπροστά στις ντροπές του. Μπροστά στην πίεση του χώρου και των ανθρώπων που τον βαραίνουν, αρχίζει να εκφέρει το δικό του λόγο, στην αρχή στάζοντας από μέσα του ελαφρά όλους τους πικρούς καφέδες της περιπλάνησης και όλα τα ερεβώδη ποτά της ανησυχίας του, μέχρι να φτάσει στο ευσπλαχνικό ξεχείλισμα της γραφής.

Κάθεται εκεί στο σκαμπό του μπαρ με την εντύπωση ενός επαίτη, που η πανδαισία της ομορφιάς, εκτεθειμένη γύρω του, τόσο τον θαμπώνει και τον παραλύει, που δεν μπορεί να αρπάξει το παραμικρό από τα ψίχουλα που πέφτουν προς τη μεριά του.

Και τούτη η πείνα που για αυτόν γίνεται οντολογικό πρόβλημα είναι παραδόξως η καθημερινή του τροφή, η δυναμωτική του ουσία, το χαρισάμενο κλέος της ανταμοιβής.

Η οικειότητα της γραφής του πηγάζει από τη μακρινή έμπνευση της οδύνης που δείχνει την κοινή μας καταγωγή.

Ο Σπύρος έμαθε πως ο πόνος είναι αυτός που μας ενώνει αληθινά με τους άλλους. Η αγάπη συνήθως φτάνει καταϊδρωμένη σαν ιαματικό κατάπλασμα μαζί με τη φιλανθρωπία και τον οίκτο σκεπάζοντας τις κοινωνικές ασθένειες με τα λευκά καθαρά σεντόνια της υποκρισίας.

Εν αρχή είναι ο πόνος, αυτός ο πόνος που η φιλοσοφία και η θεολογία προσπάθησαν να καταπραΰνουν μα στην πραγματικότητα τον μεγέθυναν στήνοντάς του το πιο ένδοξο βάθρο.

Τώρα πια ο άνθρωπος είναι το πληγωμένο ελάφι που τριγυρνά στις πόλεις.

Πληγωμένος απ’ το κέρας του πολιτισμού και της παράδοσης, ανασηκώνει το βλέμμα του γύρω μα η αιμορραγία του νου και της καρδιάς μοιάζει ασταμάτητη.

Όταν τραβιέται το κέρας απ’ την κοιλιά του ανθρώπου, αυτός μένει να αιωρείται σ’ ένα πουθενά που δεν είναι γη κι ούτε ουρανός. Όμως όλα είναι ένας λαβύρινθος μόνον κι η εστία δεν υπάρχει, γιατί ο χρόνος κι ο τόπος είναι πληγές που δεν κλείνουν ποτέ.

Εδώ, ο Σπύρος, ξέρει πως για τέτοιες λαβωματιές δεν υπάρχει γιατρειά παρά μόνο από κείνον που τις έχει προκαλέσει.

Ξέρει πως η περιπλάνηση μέσα στην πόλη γίνεται η αναπόδραστη φυλλορροή του εαυτού. Ένα συνεχές γέμισμα και άδειασμα, ένα αδιάκοπο αίσθημα στέρησης αλλά και ένα αδιανόητα παράλογο αίσθημα στιγμιαίας ευδαιμονίας.

Ο Σπύρος μιλά σχεδόν ερωτικά και λατρευτικά για τον τζόγο αφού η συγκομιδή του μπορεί να του προσφέρει όλα αυτά που θα πρέπει να θυσιάσεις μια ολόκληρη ζωή για να τα κατακτήσεις.

Το συγκλονιστικό διήγημα με τον χουντικό του νονό, που στην πραγματικότητα τον εξαγοράζει με χρήματα, λέει πολλά για την ανθρώπινη κατάσταση, τους άκριτους καθημερινούς μας συμβιβασμούς μ’ ένα τέρας μικρό ή μεγάλο ή μ’ έναν καλοκάγαθο φασίστα.

Ο τζόγος γίνεται ο λειτουργικός σπινθήρας που κινητοποιεί την αδρεναλίνη, έχοντας ως πρόσχημα τη θεά τύχη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δαιμόνια μεταμόρφωση του ανοργάνωτου χάους.

Επιρρεπής σε όλες τις κοινωνικές αρρώστιες ο φασματικός αντιήρωας που ονομάζεται Σπύρος μονώνεται και συγκλίνει στην ηδύτητα της αναπάντεχης απόκρισης στην προσμονή.

Ο τζόγος είναι αυτός που μπορεί να μας χαρίσει γρήγορα γυναίκες, ποτά, φαγητά, κάνοντάς τα όλα κατανάλωση, ακόμα κι αυτόν τον πρωτόγονο ρόχθο του ερωτισμού.

Σε μια κοινωνία που σε μαθαίνει να γαμάς με τα λεφτά σου, ο Σπύρος τρέχει στο καζίνο να παίξει όταν έχει λίγα λεφτά, για να μπορεί να αγοράσει ένα καλό ουίσκι ή μια συντροφιά που θα τον αγκαλιάσει και θα τον χορτάσει, χωρίς άλλα μακάβρια συμβόλαια και προικοσύμφωνα.

Ο Σπύρος μπορεί και μιλάει χύμα, δηλαδή αληθινά και ποιητικά γιατί δεν έχει να χάσει τίποτε, ούτε καν τις αλυσίδες του. Δεν έχει κοινωνική ασφάλεια και ιδιοκτησία. Όταν γυρνά απ’ το μπαρ ξέρει πως θα βρεθεί σε μιαν αποθήκη κρύα αφιλόξενη δυστοπική, την ώρα που οι μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες, φίλοι ή μη, θα βρεθούν στα παιδιά ή τη σύζυγο.

Συνεχίζει όμως να τραγουδά και να εξηγεί ως ξεπεσμένος νιτσεϊκός τη διαφορά ανάμεσα στο τραύμα, την πληγή και το θάνατο.

Το τραύμα γίνεται χαίνουσα πληγή θανατηφόρος και ο οίκος, το σπίτι, η ρίζα, γίνονται μια ολόκληρη πόλη. Το τραύμα έχει άλλωστε τη συνέργεια της πόλης. Οι άλλοι πάντα συνεργούν με το τραύμα. Ψίθυροι πολυφωνικοί των άλλων τυλίγουν τη μολυσμένη πληγή, πίνουμε νερό αλλά δεν ξεδιψάμε, τρώμε αλλά δεν χορταίνουμε.

Είμαστε αυτό το πληγωμένο ελάφι που έχει όμως δύο όψεις. Ελάφι εξολοθρευτής και ελάφι θήραμα. Εραστής και ερώμενος.

Μας συνδέει με τη ζωή ο πόθος να ξεκοιλιάσουμε τον οδηγό, τον εξουσιαστικό πατέρα, τον δικτάτορα θεό.

Μας συνδέει με τη ζωή το χιούμορ, αυτοί οι χυμοί της τρέλας, που ο Σπύρος τους ρουφά με νεύματα επιδοκιμασίας. Έκπτωτος σ’ αυτή τη θρησκόληπτη πολίχνη βάζει το Λάζαρο να τρώει το ιερό κάστανο που πρόσφερε ο άγιος Παΐσιος σ’ έναν ιερέα-τούμπανο από ιερή τεστοστερόνη-οδηγώντας τον στο νοσοκομείο Αγρινίου όπου πεθαίνει για δεύτερη φορά από τροφική δηλητηρίαση χωρίς ελπίδα πια για ανάσταση.

Όταν σήμερα η ίδια η επιστήμη αδυνατεί να αντιμετωπίσει το παράλογο και τη βλακεία, τη θρησκοληψία και το φασισμό, ο ευαίσθητος κατακρεουργείται, νοιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, όμως αυτός είναι πάλι που μαζεύει αυτές τις δυνάμεις σφίγγοντάς τες βαθειά μέσα του. Κι αυτή είναι η δύναμη των μηδαμινών. Η χλεύη και η ειρωνεία. Ευαίσθητες όμως και οι δυο, σαν χειρουργικά νυστέρια που προκαλούν μια μικρή πληγή για να επουλώσουν μια μεγαλύτερη.

Ο Σπύρος Τριανταφύλλου γράφει. Βαστά τα υπολείμματα της συνύπαρξης, την ανάμνηση μιας αγκαλιάς, το ταξίδι που δεν θα ξανακάνει, όλο εκείνο το ευγενές ερωτικό σκίρτημα μπροστά στο θηλυκό, μπροστά στο ολοκληρωτικό θαύμα της ανθισμένης ομορφιάς.

Γράφει περιφέροντας ακόμη και σκελετούς στα συμπόσιά του. Τσιτάτα σοφών, θραύσματα λόγου σαν ρητορικά χαλίκια, γιατροσόφια που δεν γιατρεύουν αλλά απαλύνουν την μεγάλη ένδοξη πτώση.

Ο Σπύρος είναι ο Μέγας Περιφερόμενος, ο χαρτογράφος μιας χαμένης πόλης που ζει στα ουζερί, τα μπαρ και τις καφετέριες, την κλεμμένη ζωή της.

Της πόλης που τρέχει στον ευσπλαχνικό αλκοολισμό για να ξύσει λίγο απ’ το δέρμα της τις συμβάσεις και τους συμβιβασμούς.

Της βρώμικης, της ερεθισμένης, της πουτάνας πόλης, της κολυμπήθρας όλων μας.

Της πόλης όπου μικρά φασιστοειδή σου κλείνουν με εύσχημο τρόπο το στόμα αφού δεν είσαι σαν κι αυτούς.

Της πόλης που αφού σε κολακεύει έπειτα σε δείχνει με το δάχτυλο, αφήνοντάς σε να μαραζώσεις στα σπλάχνα της.

Της πόλης που εμπνέεται ακόμη κι απ’ την πτώση των ποιητών απ’ τα μπαλκόνια, με τον μαγικό τρόπο που ο καλός ηθοποιός αφομοιώνει τα ψήγματα της ξένης μοίρας κάνοντάς τα θέαμα.

Η ελληνική επαρχία ως μήτρα παραγωγής ποιητικής καύσιμης ύλης δεν μελετήθηκε εμβριθώς, αφού οι γύπες της ξενόφερτης ταλαιπωρίας δεν έχουν πια καλή όραση.

Έχουμε μάθει κάθε αιμορροΐδα του μπουκοβσκικού έργου αλλά στα δικά μας παιδιά ρίχνουμε μια κλεφτή συμπονετική ματιά, καταδικάζοντάς τα στη γραφικότητα και το πρόχειρο κλέος.

Απ’ τον Καρυωτάκη έμμεινε μόνο η Πρέβεζα, πυροβολημένη στο κεφάλι, σώζοντας ίσως την τιμή των καταραμένων που δεν ζητούν την κρίση κανενός, ακολουθώντας όμως την βρώμικη ανάσα του κυνικού που σχεδόν κραυγάζει στο αυτί του ρεαλιστή, δεν θέλω να με αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Ο Σπύρος γνωρίζει από πρώτο χέρι πως το κακό που βιώνει δεν είναι παρά η αποδρομή του καλού, ακριβέστερα η στέρηση του καλού, μια απουσία εν τω γίγνεσθαι, ζώσα.

Γνωρίζει πως οι οχυρώσεις της ψυχής και της πόλης αλώνονται κομμάτι το κομμάτι, υποδόρια, σαν τις πιο ύπουλες αρρώστιες. Επιστρέφει λοιπόν, ξανά και ξανά στο σχολαστικό του βόρβορο, νοιώθοντας την ικανοποίηση μιας πρόσκαιρης παράβασης. Μιας σάρκινης όσμωσης σαν αυτής των μυστηριακών τελετών που καταργούν για λίγο τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Ονόματα από μπύρες και μαγαζιά. Ονόματα κοριτσιών και ονόματα φίλων, όλα ανακατεμένα στον μεγάλο κουβά της συνύπαρξης. Μαζί με τα λόγια των σοφών, το μέτρο δηλαδή της επίσημης ανθρώπινης βλακείας, εκεί διηθημένα όλα, στο μεγάλο πλυντήριο της ανάγνωσης και της ανάλωσης.

Ο Σπύρος είναι ακραιφνής ημερολογιογράφος, κυρίως λόγω άστατου βίου αλλά και ιδιοσυγρασίας.

Μέσα στον ορυμαγδό των ετερόκλητων συνειρμών μοιράζει το αντίδωρό του. Όλον αυτόν τον άυλο παιδεμό της ζωής, που η ευαισθησία και η ευφυΐα του υλοποιούν ακαριαία, φτιάχνοντας κείμενα ηθικής ενδοσκόπησης και εξομολογητικής παράστασης. Φτιάχνοντας το υλικό που λέγεται βιβλίο και περιέχει λέξεις. Το προϊόν μιας κάποιας εργατικής δύναμης, φτιαγμένο από γραφίστες και τυπογράφους, σαλταρισμένο μέσα σε θορυβώδεις εκτυπωτικές μηχανές.

Εκτός από συγγραφέας και γυρολόγος, ο Σπύρος είναι και κουβαλητής των δημιουργημάτων του.

Κουβαλά και πουλά το βιβλίο του με τον πιο ιερό τρόπο. Δεν έχει κάποιον νταβατζή ή υπάλληλο να τρέχει γι’ αυτόν, δεν έχει διαφημιστές και άλλα κάτεργα πειθούς τού καταναλωτή έξω από την ειλικρίνειά του, αφού ένα βιβλίο μπορεί να εξαργυρωθεί σε μια τυρόπιτα και δυο μπύρες, σε ένα κέρασμα αγαπημένου φίλου ή σε ένα μοναχικό ποτό.

Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο, τι αξίζουν άραγε όλες αυτές οι φωτεινές κεφαλές όταν αισθάνονται καταβεβλημένες, όλοι αυτοί οι προικισμένοι καταραμένοι που ναυάγησαν σύμφωνα με τις καταναλωτικές συνταγές επιτυχίας;

Όμως, για να δώσουμε απάντηση πρέπει να κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Να δούμε αν αυτό το πρόσωπο που κοιτάμε είναι πρόσωπο ή προσωπείο. Να νοιώσουμε αν μας παρασέρνει η χαρά της ζωής ή το σκοτάδι που κουβαλάμε. Να καταλάβουμε πραγματικά πως σφίγγοντας την άμμο στη χούφτα μας δεν την συνθλίβουμε ούτε την νικάμε.