Τι βελονιές του οργασμού
στη σάρκα
τι δάχτυλα ελλοχεύουν
τι χάδια
τι φιλιά
κορίτσι πως δαμάζουν την άστατη σάρκα;
πως
το κοριτσίστικο δόσιμο στα δασάκια των λόφων
πως
γάμπες γυμνές που ποζάρουν στον ήλιο
πως
ανάμεσα μηρών μονόφθαλμο το χνουδωτό εφηβαίο
πως
τα γυμνάσια θηλέων μου στοιχειώνουν τον ύπνο
πως
τσακμακόπετρες των βυζιών οι άστατες ρόγες
πως
το σπέρμα σαν υδράργυρος εκρήγνυται
απ’ το φαλλό που πύρωσε ο πυρετός του αιδοίου
πως
εγώ του χάους έλιωσα λιώνω σκάβομαι
απ’ τα τακούνια τόσων γυναικών
σαν τουρκεμένος Παρθενών
ανίσκιωτος
για να υπάρξει ο έρωτας για πάντα
μια σπίθα μικρή μέσ’ το χάος
με το πρώτο το φως από γάντια χειρούργου
με την πρώτη αχτίδα ξυραφιά στο γυμνό μου κορμί
και ξέρω τα μυστικά που διαφθείρουν κορίτσια
ένα θάμνο σγουρό μια φλεγόμενη βάτο
και ξέρω να λατρεύω υγρές χαραμάδες
ως το τέλος του κόσμου
Month: Ιανουαρίου 2008
Νύχτα των κόκκινων φιλιών
λίγο πριν κοιμηθούνε τα πουλιά ξυπνούνε οι γυναίκες
κι ακούνε μακριά κατάλευκα βαπόρια να σφυρίζουν
τα κόκκινα φιλιά κομπόδεμα τα πάνε στους αγγέλους
τα μαύρα μάτια τους γιομάτα λιτανείες
νύχτα των κόκκινων φιλιών, γύμνια της Ελασσόνας
σκιάχτρα πολύχρωμα σας στροβιλίζει ο άνεμος
στο ξέφωτο των πόθων
σας ψιθυρίζει η αυγή τρυγόνια κι ανεμώνες
σκορπίζοντας τους σπόρους απ’ τα στήθη σας
μέσ’ τα χωράφια του πρωινού
στους φωτεινούς μπαξέδες
Κορίτσι σα σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες
Μαγεία είναι το σαλέπι
που σαλεύει μέσ’ τα σπλάχνα σου
κορίτσι σα σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες
πιο κόκκινη κι από ένα τριαντάφυλλο
τα πέταλά σου εσκόρπιζες
στην είσοδο του λιμανιού
και οι κάμπιες σχηματίζανε ουρές
στο υγρό κελί σου
Της Ανδαλουσίας ζεστά κρεβάτια
Με κοίταξε στα μάτια κοκκινίζοντας ολοένα πιο πολύ με κείνο το κόκκινο της φωτιάς που ροδίζει το πυρωμένο σίδερο και τη νύστα εργάτη στα ναυπηγεία τα χνώτα της απ’ την αυγή ίσαμε το δειλινό έσταζαν στάλες χρωματιστό κερί απ’ τα σπλάχνα τα βαθιά πηγάδια κι ο τρελός πόθος της είχε λύσει τη ζώνη τα μακριά της μαλλιά που γλίστρησαν ευθύς πίσω στη ράχη της χαϊδεύοντας τη σάρκα με τ’ αρώματα τα τριαντάφυλλα τα σημάδια απ’ τις άγριες δαγκωματιές κόλλησα με μανία τα χείλη μου πάνω στη ρόγα της σαν πεθαμένος της δίψας κι άρχισα να βυζαίνω και να νιώθω τα χείλη μου στο πανέμορφο βυζί βρέφος σκίζοντας με το διαμάντι της γλώσσας το τζάμι του κορμιού της να περάσω στα σπλάχνα να ληστέψω τις μυρουδιές της και το αίμα της για πάντα όπως ο ταύρος σχίζει τον ταυρομάχο στα δυο το κέρατο και το αίμα του στάζει στα βοσκοτόπια στους αγρούς στα φαράγγια των ορέων της Ισπανίας της Ανδαλουσίας τα κρεβάτια που καθώς τινάζονται αναδίδουν αχνό μυρωδικό και λέξεις και αγκομαχητά για πάντα.
πάλι
Αιθιοπία
Ακούω την Αιθιοπία που πονά
που βγάζει φλόγες
ακούω το πένθος της
τα κόκαλα των παιδιών της.
Ακούω το μαύρο της χρώμα
μέσα στις στέπες του ήλιου
και βλέπω το θεό των χριστιανών
αυτή τη βρωμούσα να κλάνει.
Ακούω την Αφρική που έχτισε τους
ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης
Ακούω την Αφρική που έχτισε
τον Παρθενώνα
ακούω τις γυναίκες της να αποβάλουν
ακούω τις νεκρές μεγαλοφυΐες
ακούω τα ορυχεία χρυσού να βουίζουν
ακούω την πραιτόρια το φρικαλέο έμβλημα
ακούω τα τραγούδια που γεννά η πείνα
ακούω το μαστίγωμα της κρύας αιωνιότητας
άγρια τρομερή μουσική
και ξύπνησα με το δάχτυλο υγρό
ανάμεσα στα χόρτα
στων άστρων την ωραία σφαγή
με την υγρασία
τα αμείλιχτα χείλη
σαν του θανάτου
ανάποδα κι ανάποδα
με το κεφάλι στη γη
απ’ τα έγκατα
σαν μανιτάρι του δάσους
που το γλείφουν τ’ αγρίμια
και ξύπνησα στο λαβύρινθο μέσα
του αιδοίου
με τον πόθο Μινώταυρο
αιμοβόρο
κι αυτή στους αγρούς παιδούλα
να δίνεται στους ανέμους
να στάζει δροσιά το μουνάκι
ένα σμάρι πουλιά
άγρια τρομερή μουσική των φαλών
άγρια τρομερή μουσική των ερώτων.