101
Πρέπει να βάλει το χεράκι της και η τύχη για να αποδράσεις απ’ το κάτεργο της κυριολεξίας. Να πετάξεις τόσα στάδια πολιτισμού. Να κάνεις το ποίημα συμμετοχή και έρωτα πάνω απ’ τις μελαγχολικές θλίψεις των τρεμάμενων παγωμένων πνευμάτων.
102
Το τεκμήριο εκτίμησης των κριτικών προς τη λογοτεχνία είναι η μεγάλη τους και σπουδαία κουράδα που αφήνουν στα ένθετα των εφημερίδων. Στέκονται ολόγυρα και παρακολουθούν αυτή τη ροή του κόσμου σαν μια μεγάλη όπερα του Βέρντι. Γράφουν για την περεστρόικα των ανθρώπων της κουλτούρας. Περιδινούνται ως χορωδοί οργίων ανάμεσα από τροχαλίες και κλύσματα. Κλείνουν δουλειές. Γράφουν κι αυτοί. Θαρρείς ακατανόητα. Αφιερώνουν ποιήματα με την οκά στις καταθλιπτικές κόρες εκδοτών που εσπούδασαν εις την αλλοδαπή λογοτεχνία γαλήνια των στρατώνων, αγορά, φονταμενταλισμό, ιδιοτροπία.
103
Την αφήνω να με πάει στα πεδία μάχης του μυαλού. Την αφήνω να λογαριάζει χωρίς εμένα. Να μη δίνει λογαριασμό στα λεξικά, τις σημασίες, στη βαρύτητα της μελωδίας ενός κόσμου που σκάρτεψε απ’ τα λεφτά. Την αφήνω αυθόρμητη και λυσσασμένη να με κρατάει άυπνο, να βγάζει απ’ τ’ ακροδάχτυλά μου πάνω στα φαγωμένα πλήκτρα ένα άρωμα για να απαλείψει τη μπόχα της ζωής.
104
Αν πήγαινα με όλα τα ποιήματα που λένε ότι έχω πάει δεν θα είχα καιρό για γράψιμο.
105
Η ποίηση δεν λύνει προβλήματα. Δεν έχει απαντήσεις. Κι ίσως αυτός ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός της είναι το πιο τρελό καρναβάλι της ανθρωπότητας. Μια φρέσκια και αγνή κοπέλα στο φέρσιμό της αλλά με το κεφάλι ενός γενειοφόρου. Αφιερωμένη στη μέτρηση του εμβαδού των πιο ανεκπλήρωτων ερώτων που ο ληξίαρχος της ειμαρμένης πρέπει να καταχωρήσει στο ανθρωπολογικό υπερπέραν.
106
Μου είπε κάποτε η μανούλα μου πως το ποίημα είναι η συντομότερη απόσταση μεταξύ δυο εραστών.