[απόσπασμα]
Κοιτάζω τις συμφορές. Έχω θέα στις συμφορές. Κοιτάζω το γιγαντισμό της λαϊκής εικονογραφίας του κακού. Οι κάκτοι στέκουν στην έρημο, μας κοιτούν κι αυτοί. Οι διαφημιστές διαθέτουν το χάρισμα να διακρίνουν την τέχνη ακόμα και στην ταπεινότερη μορφή της ύλης. Τη σκόνη, τις βρωμιές, τα σκουπίδια. Εμφανίζονται σαν αυτοματιστές, σαν κληρονόμοι του Σουρρεαλισμού, έτοιμοι να βγάλουν απ’ το καπέλο τους όλες τις ασουλούπωτες και αδέξιες επιθυμίες, κλείνοντας για λίγο το καπάκι της συμφοράς με μιαν απόλυτα χαζοχαρούμενη ευτυχία. Μαζί με τις συμφορές μεγαλώνουν και οι εικόνες. Τα βαρετά ποιήματα γνωστών και φίλων που επαναλαμβάνονται, σαν όμορφες γλυκιές συμφορές που έχουν κάτι απ’ τον πόνο τους και κάτι απ’ το καλλιτεχνικό τους σκατό. Όλοι, ξεπουλώντας κατά βούληση τις ιδιωτικές στιγμές, μυρίζουν τα δάχτυλά τους που έχουν τριφτεί στα ερωτικά όργανα, ξεγελώντας την αγαπημένη τους αυταπάτη για χάδια από κάποιο έτερον ήμισυ σπασμένο στα δύο, διαμελισμένο. Όλοι και όλες συνομοτούν καθώς διαθέτουν εικόνα και λόγια θυμού ή παρηγοριάς, στρατεύματα, στρατεύματα, σ’ όλες τις διαδρομές λάσπη, κίνηση, διαλεκτική των τύψεων σ’ αυτή την τρύπα μέσα που είμαστε προστατευμένοι απ’ τις ιώσεις και τα κωλοβακτηρίδια, τα τερατώδη σαρκώματα απ’ τις μεταδιδόμενες ερωτικές ιώσεις, τα απροειδοποίητα βλέμματα που ξεφλουδίζουν το νωπό φλοιό μιας ντροπής που σιγοκαίει και καπνίζει. Οι συμφορές συμφέρουν. Φέρνουν πολλή δόξα και καλό μισθό. Κι είναι οι εικόνες σαν αγκάθια μες στα μάτια μας. Τι βλέπεις εκεί; Συμφορές και συμφόρηση. Κεφάλια γεμάτα ιδέες και μουνάκια ξυρισμένα και αφελή, υπηρέτες και δούλους, βόδια, αρνιά και γουρούνια. Εκεί μεγαλώνει ένα δέντρο. Ο ωχρός χειμερινός ήλιος ισοπεδώνει όλες τις συμφορές. Η χώρα βγάζει χνώτα απ’ τις οθόνες της, χαρτονομίσματα σαν παράπονα στο θεό. Η σκόνη, η λέρα κολάει πάνω στο φακό. Τριχωτά κορίτσια αφηγούνται ιστορίες για τον παράδεισο, αδιαπέραστα εκθαμβωτικές και μολυσμένες από ιδιωτικές συμφορές. Δες τι σεληνιακό τοπίο είναι η μήτρα τους και δες πως κρατούν τον οργασμό κρυφό όπως το κάτουρο που κυλά σαν χρυσή βροχή, ένας πίδακας καταπιεσμένης διανόησης σε μικρές δόσεις. Μπούτια σαν ζωντόβολα, καμουφλαρισμένα από ένα στιλπνό σάβανο χαρμολύπης. Και οι συμφορές είναι καρποί. Ένα καρύδι. Τι κρύβεται εκεί μέσα; Σπάστο. Είναι ο εγκέφαλος του κόσμου σε μικρογραφία. Οι λεπτές ίνες, όπου κρύβεται ο μυελός. Η γκρίζα μάζα κάτω απ’ το φλοιό. Τα κορίτσια μέσα εκεί κλαίνε και τα γόρια μαζεύουν τα οστά απ’ τις στάχτες. Ο όχλος είναι πάντα νέος, ερωτευμένος από τη φύση του. Ένα κλειδωμένο σκυλί ουρλιάζει. Ένας κόκορας ξέρει πως καμιά σιωπηλή προσευχή δεν μπορεί να τον σώσει.