Το κομμένο αυτί

vangogh

Οι μεγαλοφυΐες ακμάζουν μέσα στη βρώμα. Μιλούν μια νέα θεόπνευστη γλώσσα που ακούγεται διαβολικιά, ψιθυρίζοντας πάνω απ’ το κούφιο ροχαλητό του κόσμου όλη τη βουλιμία του πτωχού αθροίσματος των ηδονών.

Όλα τα έργα τέχνης εμπλέκονται στα γρανάζια της συγκινήσεως συγκλίνοντας στη μεγάλη πριαπική παλαίστρα των σεσημασμένων ονειρώξεων.

Οι μεγαλοφυείς μπλέκουν τα μπούτια τους εξ’ αρχής με ιδρώτες και κορμιά, ιδέες και αρχαγγελικά μανιφέστα. Ανακαλύπτουν ότι ανακαλύπτουν γιατί αφήνονται στα κακόφημα άστρα.

Είναι οι πιο ανήσυχοι γυρολόγοι του χάους και ξέρουν πως επιστήμη και τέχνη είναι ένα και το αυτό. Και ξέρουν πως κάθε Σκυλόσοφος παραμιλά ως τα τρίσβαθα και πρέπει ν’ ακούσεις μέσα σ’ αυτή τη χρονοτριβή τα γρανάζια και τα πρωτόνια και την κάθε μήτρα που πρωτοστατεί από πείσμα στα ερωτικά οδοφράγματα.

Άλλος αφήνοντας το δαγκωμένο μήλο στο κομοδίνο του κι άλλος κλεισμένος στο τρελάδικο των μαθηματικών εξισώσεων.

Όλοι σκόρπιοι στη μοιχεία που οι Σκύλες και οι Χάρυβδες ορίζουν, φιλεύοντας την αθωότητά τους λίγα δράμια αλήθειας απ’ τα χούγια του σύμπαντος.

Αυτός με το κομμένο αυτί, ο εκλαμπρότατος, που μαγειρεύει πάνω από γρανιτένια πετρώματα και πάνω από ξερατό ηφαιστείων και πάνω από τέφρα αυτό που η φύση απίθωσε στις ρωγμές και τις κρύπτες του μυαλού. Αυτό που ο κβαντικός λήθαργος καταδικάζει σε φιλονικία με τον εαυτό του. Αυτό το Αυτό.

Μερικά ποντίκια πειραματόζωα και μερικά νταμάρια από γαλαξίες κανίβαλους.

Μερικά σκοτεινά σινεμά από τρικυμισμένα όνειρα και μερικά αποδέλοιπα δαιμόνια του αρπαχτικού εαυτού. Και η τραγική γνώση πως δεν απέχουν αρκετά από το έργο τα ερείπιά του.

Η ποίηση δεν κινδυνεύει

trikolo

Μπορώ να σου προσφέρω πολλές συμβουλές
μα θα σου προσφέρω λίγη ποίηση
η ποίηση είναι η συκοφαντία της ενάρετης ζωής
και η συκοφαντία είναι το μικρό ψάρι που τρώει το μεγάλο
τινάζω τώρα από πάνω μου τις ποιητικές εικόνες μια για πάντα
το ποιητικό τριφύλλι
το ποιητικό πουλάρι
την ποιητική φοράδα
και τρέχω στο ψητό και στα αιδοία

Πράσινες άγουρες ελιές

elies

Μαζεύω πράσινες ελιές
σαν χάλκινα οξυδωμένα νομίσματα
σκέφτομαι την ιστορία του πολιτισμού
πως είμαι αγρίμι που γύρισε σ’ αυτό τον τόπο
όπως γυρίζει το λαγωνικό
αναζητώντας το μέρος όπου το κατατρόμαξαν
Μαζεύω πράσινες άγουρες ελιές
θα τις χαρακώσω με το ξυράφι
θα τις βάλω στο βάζο με το αλάτι και το νερό
πράσινο αίμα έτσι στάζοντας απ’ την καρδιά μου
για να κεράσω τα σπλάχνα των φίλων μου
σκέψεις βγαλμένες απ’ τα λιοστάσια
ζωηρά χτυπήματα φτερών κάποιου νυχτόβιου που σκιάχτηκε
απ’ το καλάμι που χτυπάει τα κλαδιά

C’est la vie

kolo

Χίλιες και μια στα οπίσθια δαγκωνιές
ω! ναι στα κωλιά
στα ωραία κωλιά
που κάτι μάγκες της γαλλικής επαναστάσεως
φαιδρά τα ελατρέψαν και τα κορνιζάραν
και τα προσκυνήσαν
πάντα ερωτικώς ωσάν σκορπιοί γέρνοντας
στην ιερή κουφάλα
σπλαχνογητευτές από κούνια
από καταβολής Κολόμβου Μαγγελάνου και λοιπών

Μοναχού Ησύχιου βιογραφία

monax

Πεύκα κατάπιε και θάλασσα
ο Μοναχός Ησύχιος
έφαγε φρέσκες αγκινάρες
φλέρταρε ένα δασάκι αιμοβόρες νοσοκόμες
κατά συρροή καταφερτζής
ηγεμών περίεργων φράσεων όπως
σκοτάδι λέπια εξάσφαιρο
γλώσσα με γλώσσα μπικουτί Μητέρα Τερέζα
Ακροναυπλία Νίκος Καρούζος μπούτια
λευκά κατάλευκα. Ο Μοναχός Ησύχιος
ανήσυχος μπερμπάντης
πάντα εραστής μιας κινεζούλας Ουρανούπολης
και βεβαίως γνωστός κάποιου Αρθούρου
κάποιου εμποράκου με μυδράλιο
κάποιου αστού που ελέγετο Ευκάλυπτος
ή Δουλτσινέα μ’ ένα ρήγμα ανεμόμυλου
ή κάποιου που ελέγετο Iggy Pop
και ως θεό τον λάτρεψαν
στου Πύργου της Βαβέλ τον οισοφάγο

Ερωτεύω

erotevo

Ερωτεύω σημαίνει αιχμαλωτίζω. Ο έρως είναι ερώτηση που την απευθύνεις στη διαφιλονικούμενη λεπτή φλούδα της ζωτικής ορμής των σπλάχνων του άλλου.

Η γενεσιουργός πρωταρχή του είναι η ανάγκη για δημιουργία. Για σπασμό και λυγμό.

Πάνω εκεί που τα χείλη θέλουν να σφραγίσουν τα τρυφερά βλαστάρια των αδένων.

Πάνω εκεί που οι γλώσσες τρυφερά ακραγγίζουν την ενότητα του κόσμου και πάνω εκεί που η εποχή μας, η χορτασμένη αψηφισιά και θάνατο, ξεχνιέται μες στον ίλιγγο της ερωτικής ακαταληψίας.

Κανείς δεν μου επιβάλει τον έρωτα. Ερωτεύω από μόνος μου. Ερωτώ, ψηλαφίζω με το μάτι τη σάρκα και περιμένω να τη γευτώ μουσκεύοντας σιωπηλά την ψύχα της.

Προσπαθώ να τη σαγηνεύσω, ωστόσο η μόνη σαγήνη την οποία μπορώ να εμπιστευτώ είναι η σαγήνη της τελεσφορούσης σιωπής.

Έστω κι αν κανείς δεν τολμά να προεικάσει την ανθοφορία του πόθου, το ρίγος του μας συνέχει. Ένα ρίγος που δεν προέρχεται απ’ την εδραίωση της φωνασκίας του αλλά από την εγκαθίδρυση της σιωπηλής του αφής.

Παραδείσια τριπάκια

trea

Οι δυο φίλες διαφωνούσαν περί του πρωκτικού έρωτος. Η μία αγέρωχη και με έντονη προσωπικότητα, ίσως στον αστερισμό της παρθένου. Η άλλη αγανακτισμένη κλειτοριδική, με μιαν επιθυμία για οργασμό έως κοπώσεως. Φαινόταν όμως πως και οι δύο αγνοούσαν τη φροϋδική κριτική της παρουσίας εις εαυτόν, δηλαδή της συνείδησης, του υποκειμένου, της ταυτότητας προς εαυτόν, της εγγύτητας προς εαυτόν, της κατοχής του εαυτού, και, ριζοσπαστικότερα ακόμη, τη Χαϊντεγκεριανή αποδιάρθρωση της μεταφυσικής, της οντοθεολογίας, του προσδιορισμού τού είναι ως παρουσίας. Δηλαδή σκατά.

Το Γουρούνι

pig-face

Ένα είδος πνευματικής ναυτίας μας τυλίγει, σαν αποτέλεσμα της πείσμωνος ακινησίας μας απέναντι στον ξέφρενο ρυθμό ενός σύμπαντος του οποίου η αμείλικτη βιαιότητα εκπορεύεται από την απειλητική του αδράνεια.

Άλλοτε σεβόμασταν υπερβολικά τα γραπτά μας. Τα βιβλία που βγάζαμε τα προστατεύαμε με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Τα υπερασπιζόμασταν από τη φθορά. Σήμερα εμπιστευόμαστε τους τυφλούς και κάποτε κατάφωρα άδικους νόμους της φυσικής επιλογής.

Το Γουρούνι προΐσταται τώρα των δημοσίων βιβλιοθηκών. Η κοιλιά του έχει γωνίες, γιατί το Γουρούνι καταβροχθίζει βιβλία. Εκατόν τρεις συνταγές έχει επινοήσει γι’ αυτή την αποτρόπαια μαγειρική. Σκέφτεται ότι, αφού ο κόσμος έχει γεμίσει βιβλία και αδειανά στομάχια, γιατί να μη συμβεί και το αντίθετο. Να αδειάσει από βιβλία που θα γεμίσουν τα στομάχια μας!

Ένα φιλάκι είναι λίγο, πολύ λίγο

21_apr

Όποιος δεν έχει χιούμορ έχει καρκίνο. Όχι τον καρκίνο από κάπνισμα ή κακή διατροφή ή κληρονομική προδιάθεση. Αλλά τον άλλο τον καρκίνο. Αυτόν που σε νεκρώνει παντελώς από ζωή ενώ είσαι ζωντανός.

Τον καρκίνο που είχαν παλιότερα οι δάσκαλοι, οι κατηχητές και οι χωροφύλακες. Τον καρκίνο που έχουν σήμερα όλοι οι σοβαροί άνθρωποι που το παίζουν σοβαροί για να κερδίσουν πόντους εξουσίας. Για να σου καθίσουν στο σβέρκο ως εκπρόσωποί σου και ως σωτήρες σου.

Για να σου δείξουν πως η λιποταξία σου απ’ τη σοβαρότητα είναι ποινικό αδίκημα. Για να σου σκάψουν το λάκκο. Γιατί οι σοβαροί άνθρωποι νομίζουν πως είναι και έξυπνοι επειδή είναι σοβαροί και ως σοβαροί έξυπνοι μπορούν να σε θάψουν ζωντανό.

Του κόσμου οι μαλακίες έχουν ειπωθεί αποκλειστικά από σοβαρούς και μορφωμένους. Το πρώτο ξεκολιαστικό γέλιο μού το πρόσφεραν και μού το προσφέρουν οι διευθυντές των σχολείων στην πρωινή προσευχή.

Με όλο το ειδικό βάρος που απαιτεί ο ρόλος του νάρκισσου αρχηγού αλλά και του ορθόδοξου μουλά που επιβάλει το πρωινό σταυροκοπάνημα εκτοξεύουν ρουκέτες προς τα νυσταγμένα αυτάκια των λιλιπούτειων ανθρωποπροβάτων.

Ένα μείγμα από Μουσουλίνι και Σταύρακα πασπαλισμένο με ολίγη Αδερφή Τερέζα και ολίγο επιθεωρητή Κλουζό. Αρχαιοπρεπείς ατάκες με λάθος νόημα, άσχετες συναισθηματικές κορώνες και μπόλικος πατρικός σπασμός.

Στο κέλυφος τούτης εδώ της σοβαρότητας αναπτύσσονται τα περισσότερα υβρίδια της υποκρισίας. Μιαν αντίληψη που θέλει την κοινωνικοποίηση-τη βίαιη και ασιάλωτη φυσικά- πάνω απ’ τη ζωή και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Η ψυχολογία των μαζών, τουτέστιν η ψυχολογία του μαντριού, είναι το πρώτο μάθημα στα κατηχητικά της ακαδημίας. Η ανθρωποστάνη για να δουλέψει αρμονικά θέλει δυο κατηγορίες ανθρώπων. Τους εργοδότες και τους εργάτες. Τους δασκάλους και τους υπάκουους μαθητές.

Στην ανθρωποστάνη για να ξεπεραστούν οι κρίσεις κόβεις κεφάλια. Κόβεις συντάξεις, γάζες, οξυγόνο, βιβλία, λιανίζεις ανθρώπους και πνίγεις ανθρώπους.

Η ανθρωποστάνη έχει ανάγκη τους σοβαρούς ανθρώπους. Σοβαρούς διευθυντές και σοβαρούς υπουργούς και σοβαρούς παπάδες που μας κάθονται στο σβέρκο.

Σοβαρούς ανθρώπους που χαριεντίζονται ή μαλώνουν για το τι πρέπει να μαθαίνουμε και τι πρέπει να τρώμε και πως πρέπει να γαμάμε.

Ο υπουργός σφοδρής παραπαιδείας και διανοητικών τραυμάτων πλακώνεται με τον αρχιεπίσκοπο παιδεραστών και φιλάργυρων ανθρωπόμορφων τράγων πάσης Ελλάδος για το αν τα παιδάκια του λαού-τα αθώα προβατάκια που προορίζονται για μαλλί, γάλα, κρέας-θα προσηλυτίζονται με ορθόδοξο ή προτεσταντικό πρωτόκολλο.

Και άντε πάλι οι σοβαροί άνθρωποι αρχίζουν τις σοβαρές μπούρδες. Παίρνουν θέση. Στρογγυλοκάθονται στη θέση του ενός ή του άλλου. Τα προβατάκια όμως δεν πρόκειται να ρωτηθούν ποτέ.

Εκεί στο βρακί τους θα βρίσκεται πάντα το κράτος και η εκκλησία και την ώρα που θα υγραίνονται και θα καβλώνουν και την ώρα που τα ερωτικά τους κορμιά θα φουσκώνουν και θα πρήζονται θα καταφτάνει ο δάσκαλος, η αμίτα μόσιον με την θετική ενέργεια, τα ματ, οι πανελλαδικές, οι μεταμφιεσμένοι σε γονείς ασφαλίτες και με το μπαλτά της σοβαρότητας θα ετοιμάζουν τον ψιλολιανισμένο πατσά για το ευαίσθητο στομάχι του οσίου καπιταλιστή. Αμήν.

Η κυρία Ντορεμί

kiria

Είναι πολλές φορές οι ανθρώπινες ιστορίες-αλλά και οι μύθοι που αφήνουν πίσω τους ως ουρά-τόσο πληκτικές και αφόρητες που σου έρχεται σκοτοδίνη.

Απελπίζεσαι με την ανθρώπινη μικρότητα και το ανθρώπινο μεγαλείο που τέμνονται στα σύνορα του συμφέροντος.

Όταν όμως βλέπεις, πως, το να υπάρχεις απλώς, είναι θαυμάσιο, γιατί είναι κάτι που δεν έχει τέλος και δεν χρειάζεται απόδειξη τότε νιώθεις πραγματικά σαν ένας ευτυχισμένος βράχος στη μέση του ωκεανού.

Το να νιώθεις πως υπάρχεις και μόνο είναι μια βεβήλωση της σιωπής. Ένα μουσικό κομμάτι που απλώς ακούγεται σε κάθε αναπνοή και σε κάθε τυχαία συνεύρεση.

Μέσα στο βασίλειο του θανάτου που είναι και βασίλειο της ζωής εγγράφεται η μοναδική αλήθεια της δημιουργίας.

Όταν πάψει να σε συγκινεί η γη, ο αέρας, η φωτιά, το νερό, το υδρογόνο, το οξυγόνο, το νάτριο, ξεπέφτεις στις ιστοριούλες με καλό ή κακό τέλος.

Βυθίζεσαι ανυπεράσπιστος στη μακάβρια καταβόθρα ενός ψεύτικου κόσμου. Μιας ονειροπόλησης με παντόφλες και υποκρισία. Μιας γραφειοκρατίας που ψάχνει με το μαχαίρι μέσα στα κρέατα αναζητώντας την καρδιά.

Οι δαφνοστεφείς πρωταγωνιστές της ιστορίας αφού σε πετάξουν στο χαντάκι της ανωνυμίας και αφού σε παραχώσουν στους ομαδικούς τάφους της νοικοκυροσύνης, σου φορτώνουν όλα τους τα εγκλήματα.

Σαν τα σαλεμένα παιδιά αυστηρών δασκάλων σε βάζουν να γυρνάς από παπά σε παπά και από ψυχολόγο σε ψυχολόγο. Σε αφήνουν να λιώνεις μέσα στον μικρόκοσμό σου. Ξέρουν πως είσαι ακίνδυνος διότι σου έχουν χρυσώσει τις αλυσίδες.

Οι επιθυμίες σου από γλουτούς και μπούτια, από διαρρέον συμπαντικό χάος γίνονται μικροαστικές σκοτούρες. Ο έρωτάς σου ξεπέφτει στη συγκατοίκηση και στο στρίμωγμα για να βολέψει την ευρυχωρία του καπιταλιστή.

Οι ανάγκες σου και οι εκκρίσεις σου μετριούνται με τη μεζούρα του συμφέροντας μιας τάξης που έκανε τέχνη το να ζει εις βάρος των άλλων.

Γράψτε λοιπόν τις πεθαμενατζίδικες ιστορίες σας και τα ποιηματάκια με τους στεναγμούς. Πιαστείτε απ’ τ’ αρχίδια των αναμνήσεων και αγκαλιάστε τα σφιχτά για να μην πέσετε στην πραγματικότητα της στιγμής και στην καύλα της αλητείας.

Η αιωνιότητα περνάει μόνο μια φορά από τούτο εδώ τον κόσμο. Και η αιωνιότητα είμαστε εμείς.

Η Σκυλαδίτσα μας

skiladitsa

Πως είν’ της αλαξοκολιάς αυτό το εθνοτόπι
το ξέρουν δα κι οι ψείρες
που κάθονται στο σβέρκο του παπά.
Όλο πρυτάνεις έχομε
υπουργούς και επισκόπους
αργόμισθους λιγνούς καντηλανάφτες
που αργοσβήνουνε μπαγιάτικα κεριά.
Ο Αρχιεπίσκοψ σκύλα λυσσασμένη
ορμά στον άλλον σκύλο τον πουά.
Ω αδερφοί,
τα ορθόδοξα μπουλντόγκ μας περιμένουν στη γωνία
για του χριστού την πίστη την αγία
θα μας γαμήσουνε θαρρώ, ξανά την παναγία.

Ζήτω το έθνος, ξανά

ziton

Τόσα φιλιά και τόσα φύλλα
πότε γάμα πότε φίλα
παγούρια καραβάνες και ξευτίλα
Ελλάς ελλήνων χριστιανών
και πατρική σκατίλα

Ax! ωραία μου καμωματού
έχεις την ηθική στρειδιού
και ξέρεις πως
δακρύζω και γελώ
στην ίδια φράση πάντα

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των ελλήνων τα ιερά

Χαφιέδες, τσάτσοι, σπιούνοι
μουστάκια μου καραμπογιά
που δεν γλεντήσατε ντουνιά
την εποχή αναπολώ
που ήμουν σερβιτόρα
την εποχή που διάβαζα Dante
Vita Nuova

Μάτι μάτι

matia

Μάτια μου τα μάτια σου με μάτιασαν
με πήγαν στον χαμένο κόσμο που τα
βλέπει όλα υγρά. Όλο ξετυλίγοντας την
αγκιστρωμένη γλώσσα στο πλατύ κρεβάτι
του ύπνου. Όλο μυρίζοντας στα βλέμματα
ναυμαχίες και ζουμιά. Όλο σάρκα ξυπόλητη
ανιχνεύοντας, αγαπησιάρικα επιδέξια φιλιά,
κοιλίτσα αφαλό, μια μύγα με τα τηλεσκοπικά
της μάτια να φλερτάρει την τέχνη ετούτη
της ανταμοιβής, ένα σατανά να σαλιώνει
τον πούτσο του, να εισβάλει δια παντός
στο ψαχνό σου στόμα.

Σημείωμα για τους φίλους

simioma

Φίλοι μη βαριέστε με τα ποιήματα
δεν είναι σχολική ύλη αλλά αργόσχολη μονοκοπανιά
και πρέπει να ξέρετε πως βουρκώνω όταν τα γράφω
ωσάν ιεροψάλτης μπρος στα τούλια τραγανής κυράς
και χαρισάμενης
ωσάν κεφτές μες στην κοιλιά του σκύλου

Φίλοι ο ελαιώνας μου αντηχεί
λαχτάρες αρραβώνες ερπετά
νιώστε πως βόσκει το αίμα στα μηλίγγια μου
να! πιάστε εδώ λίγο του μπούφου εμένα το σφυγμό

Ουδέν κρυπτόν

beautiful-girl-in-the-meadow-enjoying-the-sun

Είπα καλημέρα στον ήλιο σαν
ανατολίτης με ολύμπια διάθεση
και είπα Ω! μέγα σουλατσάρισμα
στον μη υποτακτικό ουρανό με
τα διαλεχτά επιμήκη λογοπαίγνια
τις κόρες με τη γαλλική παιδεία
που μας έμαθαν τι πάει να πει
έγχορδος σπασμός γαλλικά και
πιάνο τι εστί πανωλεθρία νικηφόρα
ανάμεσα σε παχουλούς λευκούς
γλουτούς Αχ! ήλιε που οδηγείς τα
παιδιά της τέχνης στις δίγλωσσες
αναμνήσεις και στα μπαρ όλο εν
σκότει αλαζονεία όλο φίλια πυρά
και το ληστή που τον τρως σαν
απίδι και το σβέρκο καθώς δαγκώνεις
των ωραίων τσολιάδων με τα χρυσά
φλουριά στο στήθος Αχ! ήλιε μούτρο
ανυπόληπτο ουδέν κρυπτόν

Sans culotte

sans-culotte

Εισβάλομε στην ιστορία όπως οι Αβράκωτοι στην εποχή της Γαλλικής επαναστάσεως.

Χωρίς να θέλομε να ξεχωρίσομε αλλά για να κάνουμε σαματά. Χωρίς να θέλομε να διδάξομε τι εστί βίος χαρισάμενος και τι εστί savoir vivre της ηδονής αλλά τι εστί ερωτικός αγών έως τελικής πτώσεως.

Εισβάλομε όχι δια να θεραπεύσομε και να φέρομε αναμνήσεις και ρομαντικά παλίνδρομα εις την εκδοτική γαστέρα αλλά δια να καλαφατίσομε τα πάθη μας.

Χωρίς το γιλέκο του γραφιά και του πολυσταυλίτη, χωρίς τα λεφτά του μπαμπά και τα δαφνόφυλλα της ακαδημίας, χωρίς vastavision ντεκολτέ, γάμπα και αδηφάγο στόμα για oral-pipe όπου λάχει, αλλά κυρίως χωρίς σύγχυση και χωρίς περιστροφές.

Εισβάλομε στην ιστορία όχι με περίστροφα ή εμετική χριστιανική αγάπη αλλά με την αγνή παρθενία της λογικής του έρωτα. Διότι τι πιο λευκό και καθαρότατο απ’ τη δικαιοσύνη των κορμιών, απ’ αυτό που αφήνουν πίσω τους και βαραίνει περισσότερο από ένα τσουβάλι διατριβές.

Εισβάλομε στην ιστορία για να λιανίσουμε τους βουρκωμένους καλόγερους του ψεύτικου βίου και τους μετρ των υπαρξιακών αινιγμάτων. Για να πετάξουμε στη χωματερή τα νεκρά σφουγγάρια της ξέχειλης και κορεσμένης ζωής.

Εισβάλομε στην ιστορία με την υπεροπλία του ουρλιαχτού της νύχτας που γεννηθήκαμε και της νύχτας του ξεπεσμού μας στο μηδέν. Και γινόμαστε οι κλεφταράδες κάθε ιδέας και οι προβοκάτορες κάθε συναισθήματος. Και γινόμαστε οι κυρίαρχοι της φωνής.

Φωνάζουμε και φωνασκούμε και σκούζουμε. Υπάρχει ένα παιδί στο μπαούλο που μας ακούει κι ένας διάολος κλειδωμένος στο υπόγειο.

Ας φωνάξουμε, λοιπόν, όχι ακατάληπτα και πονετικά σαν καλλιτεχνικοί λούστροι, αλλά ως κορμάκια ελεύθερα και καυλωμένα. Αφού ξέρομε πως πίσω απ’ τα χείλη μας το Σύμπαν ενορχηστρώνει τους κραδασμούς του.

Οδηγίες ψαύσεως ή Τι θα κάνουμε πια με τόση ελευθερία του λόγου!

oddio

Ο συνήθης τρόπος ψαύσεως των μαστών είναι το ολοκληρωτικό χούφτωμα. Η ποικιλία τους όμως και η ιδιοτροπία της βαρύτητος απαιτούν ιδιαίτερη σπουδή.

Εθιμοτυπικώς δεν είναι σωστό αυτό που συνηθίζουν μερικοί, να μαλάζουν έως συνθλίψεως τα έρμα βυζάκια, σαν να επρόκειτο για ιδιοκτήτες οπωροπωλείου ή πλανόδιους παγωτατζήδες.

Αν η προσέγγισις δεν είναι ερωτική η ψαύσις θα είναι μια αποτυχία.

Οι ψυχροί άνθρωποι δεν ξέρουν να χαϊδεύουν. Βάζουν χέρι κι όποιον πάρει ο χάρος. Ατσούμπαλοι έως παρεξηγήσεως, αφήνουν πάντα ένα χλιμίντρισμα ευχαρίστησης, άνθρωποι του θεού ή του κόμματος που νομίζουν πως από στιγμή σε στιγμή θα διαρρεύσει απ’ το βυζίον απόσταγμα τουλούμπας ή απεμπλουτισμένο ουράνιο.

Χαλαρώστε λοιπόν, πάρτε βαθιά ανάσα και συντονιστείτε με τους κοσμικούς κραδασμούς.

Δώστε στην παλάμη και στα δάχτυλα το σχήμα θόλου. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί η βασική αυτή κίνηση εκφράζει αρκούντως το χαρακτήρα σας.

Τα δάχτυλα δεν πρέπει να θυμίζουν αρπαχτικό πτηνό, ούτε ατσάλινα δόντια εκσκαφέως, έτοιμα να επιτεθούν εναντίον ενός αθώου και αδρανούς στήθους.

Χαμηλώστε την παλάμη σας με την αίσθηση ότι κρατάτε ένα ιδανικό στήθος, όπως ακριβώς επικάθεται ένας βυζαντινός τρούλος γεμάτος κομψότητα, χάρη και φως. Και τότε οι χούφτες θα πράξουν τα δέοντα πατινάροντας πάνω στο λευκό αθώο στήθος.

Παρότι τα στήθη είναι σιωπηλά, η σιωπή δεν είναι του χαρακτήρα τους. Ρίγη χαδιάρικης αγάπης και συγκίνησης τα κατακλύζει, αποκτούν ζωή, γίνονται οντότητες που σαλεύουν, οι ρόγες τους πάλλονται και σκληραίνουν και γίνονται εκ νέου τα μάτια του ερωτικού κορμιού, το βλέμμα τους ένα κοπάδι βίσωνες που σκάβουν με τις οπλές τους το χώμα του εραστή, απορροφώντας χάδι για ορεκτικό και γλειψιές για κυρίως γεύμα.

Τα βυζιά είναι οι τουρμπίνες του μεγάλου εργοστασίου της χαράς, το καμινέτο που έχει ανάψει κιόλας πυρώνοντας αργά τη λεσβία φύση μας.

Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης

epideixias

Η πρόκληση είναι επαναστατική πράξη ενώ η επιδειξία ψυχική νόσος.

Όταν γινόμαστε προκλητικοί ζυμώνουμε αυτό το αντι-ρητορικό μένος της υπερβολής. Η πρόκληση είναι μια νέα πράξη, ένα ξαναγράψιμο με όρους σφετερισμού του παλιού.

Κάθε κατεστημένο παλεύει με νύχια και με δόντια να κάνει τον προκλητικό επιδειξία.

Οι προκλητικοί ποιητές παρουσιάζουν τον εαυτό τους να αναζητά την αλήθεια εντός του κόσμου. Παραμένουν υπό την κυριαρχία της επιθυμίας και των ενστικτωδών ενορμήσεων. Έχουν ένα μοναδικό τρόπο να καταπίνουν το κασέρι και τη μυζήθρα και να κάνουν λογοτεχνικά ανδραγαθήματα.

Οι προκλητικοί υπήρξαν πολλές φορές στην πρωτοπορία, οδηγώντας με αντιδιδακτικό τρόπο στα στοιχειώδη σωματίδια των νέων ιδεών.

Η πρόκληση είναι φύση και θέση αντιεξουσιαστική. Δεν κάνει σαματά για να βγάλει ξύγκι και υπεραξία και δεν στέκεται σαν αμήχανη και ντροπαλή παιδούλα μπροστά στον φιλότεχνο αστό.

Απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα οι ποιητές που ύμνησαν τη λαδερή ντομάτα και τις ελιές, το γαμήσι και την δημιουργική τεμπελιά-ως έναν τρόπο ζωής που διέθετε ηδονικό λογισμό και μια βία παράδρομη πάνω στις εμμονές των άλλων-αποθέωσαν την πρόκληση.

Κοιμήθηκαν αγκαλιά με τα ανυπόμονα κορμάκια και με τον αντιδιακοσμητικό τους λυρισμό κατούρησαν τα ρομαντικά δειλινά και τα κλασμένα μαρούλια της χριστιανικής αγάπης.

Κύκνειο Άσμα

kyknos

Τι εστί χίπικη μονοκοντυλιά και τι εστί παρνασσισμός της κοινής λογικής το ξέρει καλά ο γέρος μέσα μας που διαψεύδει ελπίδες και οράματα επί οχταώρου και κατεβαίνει φορτσάτος σκάβοντας σάρκα.

Τι εστί εραστής των καλών τεχνών μαγκωμένος από σύννεφα και ιδιότροπους λυρισμούς και τι εστί πάνθηρ ροζ σε μπεζ σκηνικό αφροδίσιας καθαρότητας το ξέρει καλά ο μοιρολάτρης εαυτός που με όλους τους παραδοξολογικούς εμπαιγμούς των λετριστών χώνει την προβοκατόρικη μουσούδα του παντού.

Διατρέχοντας τόμους φυσικής ιστορίας, ο επιφανής γιατρός Τριμπουλά Μπονομέ έμαθε πως ο κύκνος τραγουδά ωραία πριν πεθάνει. Σαν τέλειος εραστής της μουσικής ονειρευόταν να χορτάσει μουσική.

Πλησίαζε εκεί στην άκρη του βάλτου για να εμψυχώσει τους καλλιτέχνες. Γινόταν ένα όρνιο που με τα σιδερένια του δάχτυλα βυθιζόταν στους αγνούς λευκότατους λαιμούς.

Τους θρυμμάτιζε νιώθοντας στα δάχτυλά του την ψυχή των κύκνων να σαλεύει μ’ ένα τραγούδι αθάνατης ελπίδας, απελευθέρωσης κι αγάπης, προς τους άγνωστους ουρανούς.

Κι ο γιατρός Μπονομέ ανέπνεε το τραγούδι, οι αρμονικοί κραδασμοί έσκαβαν την καρδιά του, χίλιοι οργασμοί ως την αιωνιότητα που αναλογούσε στον απολαυστικό νυχτερινό του θανατόκοσμο.

Οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες, οι κατάλευκοι κύκνοι, έσβηναν προσφέροντάς του τον πιο τρυφερό επιθανάτιο σπασμό. Την μουσική που προκαλούσε το αιμοβόρο πάθος.

Κάθε ειλικρινής και γνήσιος φιλότεχνος ξέρει τον τρόπο που θα δολοφονήσει τον καλλιτέχνη, ξέρει πως το κύκνειο άσμα του είναι αποτέλεσμα της βαμπιρικής του φύσης.

Πλούσιοι μαικήνες, αντεροβγάλτες των καλλιτεχνών με τα χρυσά τους νομίσματα ακολουθούν το γιατρό Μπονομέ στο βάλτο με τους αθώους καλλιτέχνες.

Εκεί όπου λίγο λίγο η αγωνία του θανάσιμου κινδύνου ζευγαρώνει με τα παθητικά αποκυήματα της φαντασίας.

Εκεί όπου ο πλούτος και η δύναμη στραγγαλίζουν το λευκό κύκνο για να ακούσουν το επιθανάτιο αριστούργημα.

Και τώρα στα εκτροφεία καλλιτεχνών και στα εκτροφεία λευκών κύκνων, στων τεχνών και των γραμμάτων τους λευκούς λαιμούς που άφησαν πίσω τους ηχογραφημένο τον επιθανάτιο ρόγχο τους, το αριστούργημα που σφράγισε ο φόνος.

Κάτοπτρο νεοσύλλεκτου γραφέως

eys

Είμαι ο ιδρυτής αυτού του εξωανθρώπινου κόσμου. Υπήρξα αμπαρωμένος χρόνια στην κοιλιά της πραγματικότητας, μα τώρα αδερφέ, πήρα το μαχαίρι και έσκισα αυτό το τοξικό στομάχι.

Και κατάλαβα και ένιωσα τι εστί παράδεισος. Τι εστί βακχεία.

Απατημένοι, εσείς, απ’ το μαγνητισμό της ύλης και των συνευρέσεων, η εκσπερμάτωσή μου είναι αδίστακτη, αδιάντροπη, αδυσώπητη.

Χαχανίζετε κλαψιάρικα. Με το μακρύ γυαλιστερό μάτι από διαλυτικά οράματα. Κλάνετε αλλά δε ευχαριστιέστε το κλάσιμο. Χαχανίζετε κλαψιάρικα. Πάλι ξανά. Τρώτε αυτό τον υπέροχο πουρέ από φασόλια και κόκκινες πιπεριές. Αλλά δεν τρώτε. Αυτοδιαλύεστε στο αιώνιο νεκροκρέβατο της επιβίωσης. Λιανίζετε και λιανίζεστε. Προσεύχεστε και καταριέστε.

Αδερφέ από κλάψα και ναφθαλίνη είμαι ο ιδρυτής αυτού του εξωανθρώπινου κόσμου. Είμαι στον παράδεισο που είναι περικυκλωμένος από μυστήρια. Είμαι όλος ένα καβλί. Αντιβιοποριστής, αδερφέ, ζηλωτικά και αυθάδικα, όλο χαζούλικα λογάκια. Όλο εξωανθρώπινη άχρηστη ποίηση.

Όλο αριστουργήματα της πούτσας. Όλο μπρούμυτα. Με τα σαθρά πνευμονάκια να μυρίζουν τις γρήγορες κατουριές. Τα χείλη του μουνιού που τανιέται εντατικά, σκούρο και γενετήσιο, αυτό το θρεφτάρι που πλατειάζει αφρισμένη λαχτάρα, έτσι φασκιωμένο από θαμπές ζηλόφθονες κουβέντες.

Ω μουνί περικλεισμένο μέσα σε οικόσιτες ακτινοβολίες, θα τραβήξω δια μιας όλες τις κουρτίνες για να φωταγωγήσεις τον κόσμο.

Είσαι ο κάτοχος του εξωανθρώπινου σύμπαντος που ιδρύω καθημερινώς και αδιαλείπτως. Εγώ ο νεοσύλλεκτος γραφέας ο γραφιάς ο γραφομανής ο γραφομουνής ο γραφομούνης.

Φτιάχνω πάλι το θαύμα. Φτιάχνω πάλι το ποίημα που γαμεί και σεμνύνεται. Αυτό τον ξεπλυμένο σβώλο ανθρώπινης λαλιάς μέσα στην αιώνια βροχερή νύχτα.

Αδερφή ψυχή, λεσβία. Είμαι ένα θαύμα. Στον πυθμένα του μουνιού μου ένα στρώμα χημικά άλατα, απλωμένα σε χαριτόβρυτους κρυστάλλινους σχηματισμούς.

Είμαι ισάξιος του Dante και του Shakespeare, νιώθω αυτό που ο γερασμένος Victor Hugo ένιωσε στα εβδομήντα του, αυτό που ο Ναπολέων ένοιωσε στα 1811, εκείνο που ο Tannhauser ονειρευόταν στο Venusberg.

Μουσείο μεταφυσικής ιστορίας και ειδών ηδονής και πολέμου

%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%86%cf%85%ce%b3%ce%b5%cf%82

Διαθέτουμε Έλληνα Χάρο που σαλιώνει
xώμα, κουφέτα που πιπίλισε η Φωτεινή
Πιπιλή, σβόλους από λαχτάρα παιδούλας
στην πρώτη της αποτρίχωση, έμπειρη
παλάμη ανδρός στις απολαύσεις, φτερά
και πούπουλα μαύρης κότας, πίνακες
ζωγραφικής εβραίων που γλύτωσαν το
Άουσβιτς, ιστορικά είδη τεχνολογίας θα
νάτου, πετρώματα απ’ το Νίγηρα, δάχτυλα
ρομαντικών που έδειχναν το φεγγάρι, ζώα,
ερπετά, πτηνά, έντομα, ιστορικά όπλα
ζωντανών, μακέτες πλοίων που βύθισε
ο έρωτας, στολές ιστορικών προσώπων
ανιστόρητων, δύο στολές αστροναυτών
που δραπέτευσαν στο υπερπέραν, αρχαία
αγγεία, αρχαία αντικείμενα, άμμο από 5
ερήμους, ηφαιστειακό υλικό από 3 ηφαίστεια,
μακέτα δεινοσαύρων, φωλιές πτηνών,
μουσικά όργανα, το σπαθί του Μάρκου
Μπότσαρη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,
Βαλίστρα Βενετών, γραμμόφωνο, ηλεκτρόφωνο,
πικάπ, το πρώτο Walkman (1978), κούκλα
ορειβάτης με πλήρη εξοπλισμό, αυθεντική
στολή ευζώνου του 1900, δύο ταριχευμένες
κόμπρες, σπαθί και καπέλο Σαμουράϊ,
φωτογραφικές μηχανές, το πρώτο
ραδιόφωνο Philips, το πρώτο κλαρίνο
του Τάσου Χαλκιά, το μπαγλαμαδάκι του
Μάρκου Βαμβακάρη, πολεμικά κράνη,
κοράλλια, κοχύλια, φωλιές πουλιών,
ιστορικά έγγραφα, πατούσα παιδιού
ετοιμοθάνατου σε καταυλισμό, ντροπιασμένη
γουρουνοκεφαλή σε ψησταριά με κρεατόμυγα,
το βαθύ λαρύγγι της Λίντα Λάβλεϊς, τον
πρώτο καταψύκτη που έγινε παρανάλωμα,
την τσίμπλα έλληνα μαθητή, τον τελευταίο
ουροσυλλέκτη του Αντρέα Παπανδρέου,
ποιήματα σε χαρτοπετσέτα του Νίκου
Καρούζου, τον πρώτο δονητή της Sanyo,
διαθέτουμε σύνεργα δημιουργικής ταφής,
κτερίσματα κάθε απερίγραπτης τραγωδίας.

Ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο

Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ

maxresdefault

Το πιο εύκολο πράγμα για το μυαλό δεν είναι πάντα και το πιο εύκολο για το σώμα.

Κάθε κρίση, γράφει ο Φλομπέρ είναι σαν αιμορραγία του νευρικού συστήματος, σαν ξερίζωμα της ψυχής μέσα απ’ το σώμα.

Στα κείμενά του μορφάζουν ολοένα και περισσότερο μοναχικές φιγούρες. Η κλονισμένη του υγεία δεν του επιτρέπει παρά λιγοστές αυταπάτες.

Βλέπει ήρωες και ηρωίδες στ’ αμπάρια του μυαλού του ξέροντας πως ο χρόνος θα τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν γρήγορα το πλοίο και ως σκιώδη πρόσωπα που υπήρξαν θα φύγουν σιωπηλά πάνω σε μια σχεδία με τα πανιά φουσκωμένα από την πνοή μιας ξεχασμένης μουσικής.

Ο μόχθος του για τη μορφή παίρνει το χαρακτήρα εξιλέωσης απέναντι στην αρρώστια του.

Αυτός ο αστός που πάσχει από παθολογική αστοφοβία έχει ανάγκη την κατευναστική φαρμακεία της φράσης.

Σίγουρα δεν ανήκει στα τυχερά παιδιά της ζωής. Το σώμα του είναι διάτρητο. Αρπάζει στην Αίγυπτο σύφιλη. Χάνει σχεδόν όλα του τα μαλλιά. Το πάθος του για έρωτες αργοσβήνει μέσα στα κόκκαλα μαζί με το σάπιο μεδούλι.

Παχαίνει τόσο που η μητέρα του τρομάζει να τον αναγνωρίσει. Στα χρόνια που ακολουθούν ο Φλομπέρ θα χάσει όλα του τα δόντια πλην ενός. Κάνει θεραπείες με υδράργυρο και το σάλιο του βγαίνει μαύρο. Ζει θανάτους και αποχωρισμούς.

Η καρδιά μου, σημειώνει, έγινε νεκρούπολη.

Τηλεγράφημα

tile

Ο συνάδελφος στο γραφείο ήταν παλαβός. Θεοπάλαβος. Έγινε παλαβός. Έλεγε παλαβά πράγματα με παλαβό τρόπο. Κάθε πρωί ακούγαμε τις παλαβομάρες του και νιώθαμε πόσο παλαβός είναι. Πόσο παλαβός γίνεται μέρα με τη μέρα. Αποφασίσαμε να ενημερώσουμε τη διεύθυνση για τον παλαβό συνάδελφο που έλεγε παλαβά πράγμα. Αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες ο παλαβός συνάδελφος οδηγήθηκε στο τρελοκομείο. Επιστρέψαμε σιγά σιγά στους κανονικούς ρυθμούς. Ο παλαβός συνάδελφος δεν μπορούσε πια να μας παλαβώνει με τις παλαβομάρες του. Ύστερα από μερικές μέρες έφτασε στο γραφείο ένα τηλεγράφημα απ’ το φρενοκομείο. Το τηλεγράφημα έγραφε: Από Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Στοπ υπάλληλο της ανθρώπινης ψυχής Στοπ αγαπητοί συνάδελφοι να ξέρετε πως δεν μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι έχετε σώας τας φρένας κλείνοντας το συνάδελφό σας στο φρενοκομείο Στοπ

Η φωνή του θεού ή Διακοπή για διαφημίσεις

foni

Συνήθως δεν υπάρχει τίποτε επάνω. Όλα είναι κάτω. Το χώμα και το νερό, οι πέτρες και τα δέντρα. Οι άνθρωποι είναι κάτω.

Περιμένουν σαν ανυποψίαστα φανταράκια να κάνουν το καθήκον τους. Περιμένουν υπομονετικά πίσω απ’ τη σκηνή να έρθει η σειρά τους.

Η φωνή του θεού μονάχα ακούγεται πίσω απ’ τα μεγάφωνα και πίσω απ’ τις εικόνες που διαφημίζουν τηλεοράσεις, κινητά, σερβιέτες, καφέδες, αυτοκίνητα, φάρμακα, ρόγες, μπούτια, αφαλούς.

Η φωνή του θεού είναι μελιστάλαχτη, μιλάει απλά και κατανοητά. Λίγες λέξεις, νεανική χροιά με μια διαπεραστική αίσθηση χαράς αλλά και με μια χθόνια δύναμη που κάθε τόσο αναβλύζει στον απέραντο τηλεοπτικό θόλο.

Τα ιδρύματα των πλουσίων που βοηθάνε τους φτωχούς είναι περισσότερα απ’ τους φτωχούς, οι αγαθοεργίες και οι καλές πράξεις εξαπλώνονται σαν επιδημίες που σπέρνουν οι καλές θρησκείες στον κακό κόσμο.

Παντού η φωνή του θεού. Στα κομμωτήρια και στα βενζινάδικα, στα σχολεία και στα μπουρδέλα. Στα σπίτια και στα καλυβάκια.

Η φωνή του θεού από μέλι και γάλα, από σπέρμα και σάλιο. Η φωνή του θεού απ’ τα Εγώ όλων μας. Η φωνή του θεού από άρβυλα πολέμου και ακατάσχετα γέλια.

Ο θεός δεν έχει σάρκα, ούτε πνεύμα. Μόνο φωνή. Ο θεός είναι ο καλύτερος πωλητής του κόσμου. Πουλάει τον κόσμο στον κόσμο. Καθημερινώς και αδιαλείπτως.

Συνήθως δεν υπάρχει τίποτε επάνω. Όλα είναι κάτω. Ο θεός είναι κάτω. Εδώ μαζί μας. Η φωνή του μας ακολουθεί ακόμα και στον καμπινέ.

Ο θεός είναι πανταχού παρόν. Είναι εδώ κάτω μαζί μας. Μας οδηγεί σαν συμπαντικό γαμικό υνί στο ταμείο. Άλλος με χλαμύδιον και άλλος με υποκάμισον. Εκεί πληρώνονται όλα. Στο ταμείο. Εδώ δηλαδή.

Το Ποίημα

to-poiima

Η ποιητική γλώσσα είναι πάντα μια αναθεώρηση της προγενέστερης γλώσσας. Κι όταν δεν είναι αυτό είναι κλαταρισμένος ρομαντισμός και ψεύτικα γλυκόλογα.

Κάθε νέος ποιητικός λόγος είναι βίαιος. Είναι κατ’ ανάγκη μιαν αλλοίωση του παλιού. Απωθεί κάποια ίχνη και θυμάται κάποια άλλα.

Γράφω το ποίημα σημαίνει ξαναγράφω το ποίημα. Επαναλαμβάνω και επαναλαμβάνομαι. Είμαι ο άνθρωπος των σπηλαίων, χαράζω το περίγραμμα ενός ζώου πάνω στο βράχο. Δεν κάνω τίποτε άλλο απ’ το να χαράζω εκ νέου το περίγραμμα που είχε κάνει ένας πρόδρομός μου.

Το ποίημά μας γεννιέται μέσα απ’ την άγνοιά μας για τις αιτίες που το γέννησαν. Αν γνωρίσουμε τις αιτίες και αρχίσουμε την έρευνα στο τέλος θα καταφέρουμε να γράψουμε γιατί θέλαμε να γράψουμε ένα ποίημα που τελικά δεν γράψαμε.

Το ποίημα μας είναι μια πράξη επιβολής, μια διακήρυξη ιδιοκτησίας της άυλης πραγματικότητας που η γραφειοκρατία της κυριαρχίας την έχει καταστήσει μετρήσιμη για να την πουλά.

Μεταξύ της άγνοιας και της αυτοσυνείδησης εκδηλώνεται η εκδίκηση της θέλησης.

Είναι οι αυτόνομες λανθάνουσες αρχές έξω απ’ το νου και το Ασυνείδητο που γράφουν και ξαναγράφουν το ποίημα.

Όπως οι εμμονικοί τρελοί του χωριού βρίσκονται σε μια συνεχή θυελλώδη διαμάχη με τον εαυτό τους όπως και με τα προγενέστερα λόγια τους έτσι και τα ποιήματα, που, ο στρόβιλος των καταστάσεων της ζωής τα μεταμορφώνει σε μπαλτάδες που ασκούνται στη συνεχή θραύση των δοχείων της σιγουριάς και της κανονικότητας.

Τα ποιήματα ακολουθούν το διαλεκτικό λογισμό της εξέλιξης. Καταστρέφουν προϋπάρχουσες μορφές για να επιτρέψουν στις νέες να αναδυθούν απ’ το καθημερινό υπερπέραν.

Και είναι η καχυποψία που σπέρνουν προβοκάροντας το συναίσθημα.

Το ποίημα υπογραμμίζει αυτό το απόθεμα σιωπής της λογοτεχνίας, αυτό που εντός της ομιλίας είναι ανίκανο να μιλήσει.

Είναι η σιωπή ενός λόγου που αγνοεί αυτό το οποίο γνωρίζει.

Η ερώτηση στις απαντήσεις είναι το ποίημα. Το ποίημα ρωτά και η ζωή απαντά. Το ποίημα που δεν παίρνει απαντήσεις απ’ τη ζωή είναι κακό ποίημα. Το ποίημα που δε ρωτάει τη ζωή είναι αυτιστικό ποίημα.

Το ποίημα είναι το ερώτημα. Αν το ερώτημα δεν είναι και ερωτικό κάλεσμα πάει στο βρόντο. Είναι κούφιο. Κουφάρι.

Ο άντρας είναι η δόξα της γυναίκας

topor1

Διέθετε την παθιασμένη απελπισία του αυτόχειρα όταν κοιτά το έρεβος, αλλά δεν κοιτούσε το έρεβος, κοιτούσε το μουνί μου. Σχεδόν σαν να μελετούσε κάποιο χάρτη και σαν να ζήλευε που δεν διέθετε κι αυτός μουνί. Έβλεπα στα μάτια του τι σημαίνει ερωτική απογοήτευση κι αυτό το όμορφο πεινασμένο ζώο απέναντί μου να φερμάρει τη σάρκα μου. Να παραφυλά σαν μαύρο ζαλισμένο μαμούνι πίσω απ’ τα μαδημένα ηλιοτρόπια του αγρού. Άρχισα τότε να με βλέπω μέσα απ’ τα μάτια του. Άρχισα να αισθάνομαι όμορφη κι επιθυμητή. Άρχισα να υγραίνομαι και να ερεθίζομαι. Ήμουν το κέντρο του σύμπαντος. Είχα στα σκέλια μου αυτό που δεν είχε αυτός. Αυτό που ήθελε να έχει αυτός. Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, άρχισα να λατρεύω το μουνί μου. Κι αυτός αφού δε μπορούσε να το κάνει δικό του, τρύπωσε μέσα στο μουνί μου για πάντα.

Ο Στόμας

o-stomas

Τρώμε απ’ το στόμα αλλά η τροφή πηγαίνει κατευθείαν στο στομάχι. Το στομάχι γεμίζει. Το στόμα δεν χορταίνει ποτέ.

Μιλάμε με το στόμα αλλά σκεφτόμαστε με το μυαλό. Το κεφάλι γεμίζει σκέψεις μπουχτίζει αλλά το στόμα εξακολουθεί να μιλά. Το στόμα έχει ανάγκη να απασχολείται είτε με τροφή είτε με λόγια.

Δεν είναι τυχαίο πως τα στόματα σταματάνε να τρώνε και σταματάνε να φλυαρούν όταν κάνουν έρωτα.

Οι άνθρωποι κάνουν έρωτα με το στόμα. Ο όρος στοματικός έρωτας είναι βλακώδης. Ο έρωτας είναι εξ ορισμού στοματικός.

Για να χάσετε κιλά λοιπόν θα πρέπει να σταματήσετε να τρώτε. Η καλύτερη μέθοδος αδυνατίσματος είναι ο έρωτας. Το φιλί αρκεί. Το φιλί είναι έρωτας. Φιληθείτε ένα τρίωρο τη μέρα και θα χάσετε κιλά.

Για να πάψετε να φλυαρείτε επίσης αρχίστε τα φιλιά. Τα γλωσσόφιλα. Το στόμα σας κάποια στιγμή θα πεινάσει και θα γλιστρήσει στο λαιμό του άλλου και τα στήθη του άλλου και στα γεννητικά όργανα του άλλου και στα πόδια του άλλου.

Το στόμα θέλει να φάει. Διψάει και θέλει να πιεί. Στον έρωτα το στόμα τρώει. Ο έρωτας ικανοποιεί την ανάγκη του στόματος για τροφή. Το στόμα έχει την ψευδαίσθηση πως τρώει.

Στον έρωτα μιλάμε αλλά δεν λέμε τίποτε. Δεν ικανοποιούμε ιδέες και δεν εκφράζουμε σκέψεις. Τα λόγια του έρωτα είναι τα πιο γελοία λόγια. Δυο τρεις τέσσερις λέξεις, αλλά το στόμα νομίζει πως μιλά νομίζοντας πως ικανοποιείται η ανάγκη του για ομιλία.

Η καλύτερη μέθοδος αδυνατίσματος λοιπόν είναι ο έρωτας.

Οι χοντροί άνθρωποι και οι φλύαροι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι οι πιο ερωτικοί άνθρωποι. Οι πιο σπουδαίοι εραστές. Γιατί είναι οι άνθρωποι που θέλουν μετά μανίας να ικανοποιήσουν το στόμα τους κι όχι το στομάχι ή το μυαλό τους.

Κοιτάξτε έναν χοντρό που τρώει ένα χάμπουργκερ. Στην πραγματικότητα κάνει σεξ με το χάμπουργκερ. Ακούστε μια φλύαρη κυρία και σκεφτείτε τι θα μπορούσε να δώσει στο κρεβάτι. Αυτές οι δύο κατηγορίες ανθρώπων αν ανακάλυπταν το χάρισμά τους θα ήταν οι πιο σπέσιαλ ερωτικές μηχανές.

Οι εγκρατείς άνθρωποι, οι λεπτόκορμοι, οι καλόγεροι, απασχολούν την ανάγκη του στόματος με άλλα μέσα. Γυμνάζονται, κάνουν νηστείες, δίνονται με πάθος σ’ έναν προγραμματικό αντιερωτισμό.

Οι άνθρωποι που τρέχουν ολημερίς κι ολονυχτίς στα γυμναστήρια είναι απεγνωσμένοι. Αντί για υγρά ερωτικά παράγουν συνεχώς ιδρώτα. Έχουν την τάση συνεχώς να αποβάλουν, χέζουν και κατουρούν απ’ το δέρμα.

Οι άνθρωποι που προσέχουν τη σιλουέτα τους είναι οι πιο τραγικοί και οι πιο δυστυχισμένοι. Κάνουν ποδήλατο στην κρεβατοκάμαρα και περπατούν στον κυλιόμενο διάδρομο. Τρώνε λάιτ καρκινογόνες ουσίες και μπιφτέκια χωρίς κρέας και γιαούρτι χωρίς γάλα.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ερωτικοί. Να ευχαριστήσουν το στόμα τους και να ευχαριστήσουν και το στόμα του άλλου.

Όταν γαμάνε συνήθως για να κάνουν παιδιά ή επειδή πρέπει να το κάνουν κι αυτό δυο φορές τη βδομάδα δεν χρησιμοποιούν τη γλώσσα παρά ελάχιστα. Το στόμα είναι αμέτοχο. Ο ναρκισσισμός τους οδηγεί στον καθρέφτη.

Η εικόνα έχει αξία. Ούτε στόμα ούτε μυαλό ούτε στομάχι. Ούτε μουνί ούτε πούτσος. Εικόνα. Και πάλι εικόνα. Το στόμα πέφτει σε αχρηστία, τα χείλη μικραίνουν και μαραζώνουν και γίνονται αντι-ερωτικά. Η γλώσσα δεν καταλαβαίνει και πολλά. Μονάχα ο βραχίονας μεγαλώνει, γίνεται σελφοκόνταρο της ανάγκης να αρέσουν.

Εργαλείο ματαιοδοξίας ενός κορμιού που δεν νιώθει και δεν αισθάνεται κάτω από ένα φωτάκι που αστράφτει. Κάτω απ’ το φλας της δημοσιότητας μιας κοινωνικής διαστροφής που ελέγετο κοινωνική δικτύωση. Κάτω από ένα έστω ζοφερό κάλεσμα για γαμήσι αλλά χωρίς το γαμήσι.

Περιορίζω το στόμα μου για να αρέσω. Δεν τρώω πολύ και δεν μιλάω πολύ. Γιαουρτάκι και ατάκα.

Αντι-κριτική

toporeye640

Μου οφείλεις μια εξήγηση, λέει
ο αναγνώστης-θεατής. Του λέω
πρέπει να σταθείς και να σκεφτείς
πόσο πολύ με πλήγωσες. Μου λέει,
νομίζεις πως μπορείς να πηγαίνεις
από δω κι από κει και να χρησιμο-
ποιείς τον κόσμο, γιατί στην πρα-
γματικότητα δεν πιστεύεις σε τίποτε
παρά μονάχα στον κυνισμό. Του
λέω πως, είμαι έτοιμος να σου δώσω
τα πάντα, αλλά εσύ με χρησιμοποιείς
για να γεμίσεις τον κενό χρόνο, να
υποκαταστήσεις το σεξ, την παρέα,
το περπάτημα δίπλα στη λίμνη και
πάνω στο βουνό, τις κακές σκέψεις
και τον δύσκολο εαυτό. Μου λέει,
δεν νομίζω ότι αγαπάς πραγματικά
κανέναν, ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό
και μην ανησυχείς θα φροντίσω να
μάθει ο κόσμος τι κουμάσι είσαι. Του
λέω, έχω φροντίσει εγώ πριν από
σένα να μάθει ο κόσμος τι κουμάσι
είμαι και να μάθει πως αγάπη σημαίνει
να μην αγαπάς κανένα ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό.

Μάδερ Φάκερ

lopo

Αν η μοντέρνα τέχνη διερευνά με όρους ιστορίας την πραγματικότητα, η αντι-τέχνη το κάνει με όρους «ζωής».

Η αντι-τέχνη αρχίζει απ’ την απόλαυση και καταλήγει ίσως στο σκεπτικισμό και την απόγνωση. Το σίγουρο είναι όμως πως έχει εξοστρακίσει την πλήξη και τον διδακτισμό.

Οι εικόνες της αντι-τέχνης δεν είναι ψυχαναγκαστικές σειρήνες που με αφροδίσιο μένος ή γραφειοκρατικό σπασμό σε οδηγούν στο νόημα.

Η αντι-τέχνη που είναι η τέχνη της καθημερινής ζωής με όρους συνταγματικής εκτροπής απ’ την πραγματικότητα και τα συμπαρομαρτούντα της, διακηρύσσει χωρίς μανιφέστα αλλά με πράξη και πράξεις, πως πρέπει να απολαύσουμε τις εικόνες ως εικόνες, όπως απολαμβάνουμε τα παιχνίδια ως παιχνίδια και τον έρωτα ως έρωτα.

Οι εικόνες-κλειδιά υπήρξαν πάντα οι εικόνες ανθρώπων και τόπων. Στην πραγματικότητα οι καλλιτέχνες όλων των εποχών ανακυκλώνουν πρόσωπα και τοπία μέσα στο πλαίσιο των πολιτικοκοινωνικών συσχετισμών της εποχής τους.

Ο Πικάσο που με τα εργαλεία του κυβισμού παραμόρφωσε τα πρόσωπα μίλησε για την εποχή του υποδηλώνοντας τη διχασμένη προσωπικότητα, συγχωνεύοντας την πλάγια και την μπροστινή όψη ενός προσώπου.

Ένας ρεαλιστικός πίνακας εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα το διχασμό της αστικής τάξης ανάμεσα στην εικόνα της και την εξουσία της εικόνας.

Η μεταβιομηχανική εποχή αντανακλούσε την κατάλυση της μορφής μέσα σ’ ένα αφιλόξενο αστικό περιβάλλον που τον πρώτο ρόλο είχε η ταχύτητα.

Είναι η εποχή που οι μεγάλες ταχύτητες άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο τρώμε ή τον τρόπο με τον οποίο φλερτάρουμε ή επαναστατούμε.

Οι μεγάλες ταχύτητες που ήρθαν ως επιτεύγματα του ανθρώπου άλλαξαν τους ρυθμούς της ζωής, ανατρέψαν δηλαδή μια προϋπάρχουσα φυσική τάξη πραγμάτων. Μα, κυρίως άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσε ο άνθρωπος. Κι έτσι διευρύνθηκαν οι θεσμοί της κυριαρχίας αφού ο ένας πλέον μπορεί να πολεμήσει πολλούς και οι λίγοι χωρίς κόπο να αφανίσουν ακόμη περισσότερους.

Δυο χώρες με προτεσταντική κουλτούρα, η Αγγλία ως εκπρόσωπος της αποικιοκρατίας και οι Ηνωμένες πολιτείες ως εκπρόσωπος της νέο-αποικιοκρατίας οδήγησαν με ακαδημαϊκή μαεστρία την εικόνα στο διαφημιστικό φυλλάδιο.

Αποθέωσαν την τέχνη της διαφήμισης αφού συνέθεσαν μέσα σ’ αυτή πολιτική προπαγάνδα και λίμπιντο, δημιουργώντας πρότυπα ζυμωμένα στο σινεμά και την τηλεόραση. Σβήνοντας ακόπως μνήμες, ακόμα και του άμεσου παρελθόντος απ’ το μυαλό του τηλεθεατή, συγκέντρωσαν την προσοχή τους στον κερδώο θετικισμό του παρόντος.

Χαμένοι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων οδηγημένοι στο λαβύρινθο πολυκαταστημάτων που είναι χτισμένα με απροσπέλαστα ράφια προϊόντων περιμένουν το Μινώταυρο να δοκιμάσει την τρυφερή τους σάρκα.

Κι είναι το θέαμα, δηλαδή η σύγχρονη λαϊκή τέχνη, το μπαστουνάκι που οδηγεί τους μικρομεσαίους και τους προλετάριους-τους ταξικά τυφλούς δηλαδή-στο ναό της κατανάλωσης.

Εκεί όπου με τον οβολό της μισθωτής σκλαβιάς ή το απειροελάχιστο επίδομα ανέχειας θα γίνουν Κύριοι, δηλαδή θα αγοράσουν.

Περί Αριστείας

afst

Πληθαίνουν τα άρθρα των αρίστων για την αριστεία. Κυρίως ντελικάτοι καθηγητές πανεπιστημίου με τη σχεδιαστική γραμμή του σοφού που αψηφά την κοινωνική βαρύτητα και μαζί με σύννεφα, φεγγάρια και παραλίες αραδιάζει επιχειρήματα για να καταλήξει στην ανάγκη μιας πνευματικής ελίτ αρίστων που θα προωθήσει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Αν και οπωσδήποτε οι νεοφιλελεύθεροι έχουν εγκαταλείψει τη στιβαρότητα για χάρη της ελκυστικότητας, προωθούν με όρους σφαγείου τα εκπαιδευτικά γκουλάγκ.

Τα παραδείγματα είναι πάντα παραδείγματα χωρών στις οποίες οι άνθρωποι δεν ζουν αλλά δουλεύουν.

Ως άκακοι ονειροπόλοι οι αρθρογράφοι-της εφημερίδας που προσδιορίζεται ως αστική αλλά απευθύνεται σε χωριάτες που μένουν σε πλούσια προάστια-κάνουν βουτιά στη νοσηρή ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα.

Ξέρουν πως τα παιχνίδια του νεοέλληνα είναι τα παιδάκια του και πως η παιδοκεντρική του πλήξη ζητά σανό και αφρώδες πνεύμα.

Ξέρουν πως θα του γαργαλίσουν το ναρκισσιστικό του λοβό με έξαλλες ποσότητες αριστείας.

Όλες οι εφαπτόμενες τροχιές της ματαιοδοξίας του ξέρουν πως οδηγούν στα φράγκα και στην καλή ξαπλώστρα στην Ψαρού.

Μα κανένας σπουδαίος υπερφίαλος μαλάκας και κανένας ηθικολόγος της αριστείας δεν υπήρξε παιδί. Και κανένας απ’ αυτούς τους στρατηγούς του νεομεσαίωνα δεν μπορεί να νιώσει τη νοσταλγία και τη θλίψη που προκαλεί η εντελώς καθορισμένη ζωή των παιδικών χρόνων.

Παιδιά κλειδωμένα σε χώρους που συνεχώς μικραίνουν.

Σχολεία που μπαίνεις μέσα τους και σε καταπίνουν.

Το ψωμί όπως και η ζωή αρχίζει εκεί να χάνει τη γεύση του. Ακόμα και το παιχνίδι είναι προγραμματισμένο και στημένο με ωράριο και απολύμανση σε κλειστούς πάντα χώρους.

Είναι οι επίλεκτοι δάσκαλοι, που σε μαθαίνουν εκεί στο σχολείο της αριστείας πως το να κερδίζεις το ψωμί είναι σημαντικότερο απ’ το να το τρως. Και πως κάθε τι είναι υπολογισμένο κι έχει την τιμή του.

Δαίμονες

laf

Ένα παιδί που αρχινά το παραμύθι του κι ένα θηλυκό που γελά.

Τα παιδιά δεν λένε συχνά δικά τους παραμύθια, μα όταν το κάνουν τα παραμύθια τους είναι μοναδικά. Όπως και τα θηλυκά που γελάνε σπανίως. Μα όταν γελάσουν το γέλιο τους είναι ηφαιστειώδες και συνταρακτικό.

Τίποτε δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο γέλιο του θηλυκού. Το γέλιο του θηλυκού είναι κολπική θύελλα κι όταν στη γυναίκα ξυπνά η διάθεση να γελάσει, μπορεί να ξεπεράσει το γέλιο της αγριόγατας, της ύαινας και του τσακαλιού.

Τις ακούς πότε-πότε να γελούν τις στιγμές που οι μέλισσες λιντσάρουν τους κηφήνες και τότε νιώθεις πως βγήκαν να θερίσουν τους όρχεις σου στους αγρούς.

Νιώθεις μισός ψάρι και μισός άνθρωπος. Νιώθεις πως το θέμα του βιβλίου που δεν θα τελειώσεις ποτέ είναι ο πόλεμος.

Νιώθεις τους δαίμονες να ξεμπουκάρουν σαν ζουλάπια απ’ τα δόντια της και να ξεσπάμε μαζί σε ακατάσχετα γέλια υμνώντας τα κατορθώματα της αμοιβαίας μας ήττας.

Περί μέθης

pota

Όχι δα πως έχω πολύ χρόνο, γράφει, στην τελευταία του ανισόρροπη επιστολή ο Φρειδερίκος Νίτσε στη δεσποινίδα Βάγκνερ.

Ο χρόνος υπήρξε ο μεγάλος μπελάς των φιλοσόφων.

Ο δαίμων που προσκομίζει τα πάθη στη συντέλεια και το φίδι που αγκαλιάζει εν τέλει όλες τις αγύρτισσες ιδέες που δεν έσωσαν την κούτρα που τις ξεγέννησε.

Ζηλειολυσσάρικες και τσαπερδόνες, χωριάτισσες και μακαρονικές.

Οι παλαβοί που γεννούν τις ιδέες διακηρύσσουν την εθελοντική αγραμματοσύνη τους απέναντι στην ορθότητα. Την ποιητική ορθότητα και την πολιτική ορθότητα. Την ερωτική και την σεξουαλική.

Μα κυρίως υπογραμμίζουν με λέξεις και γλώσσα πως όσες ρουφηξιάς απ’ το απαγορευμένο κρασί κι αν πιούμε θα κουβαλάμε αυτή την μαινόμενη δίψα για μέθη, μέχρι την αιωνιότητα.

Ωδές της φασολάδος

vdes

Λάβετε τώρα πολλά φιλιά
κορμάκια κλεισμένα στα κορμιά σας
ενενήντα τοις εκατό υγρά και σύνεση
ύλη σκόρπια στου κρυπτού φωτός τα στρατηγία

λάβετε φάγετε και δαγκώστε λαιμούς
για τα μελλοντικά αρχεία λαγνείας και έρωτος

σας γράφω το παλίμψηστον ετούτο με τα νύχια
σας γράφω απ’ το υπερώο κουζινάκι της Ελλάδος
σας γράφω εκ του προχείρου
ένδοξες ωδές της φασολάδος
αφού ο έρωτας περνά απ’ το στομάχι
και φτάνει ως τ’ ακρότατα του σώματος
και ξεψυχά ως ένδοξη πορδούλα
ως χύσιμο στον αφαλό
ως χάιδεμα σκανδάλης περιστρόφου

ω! πιστοί, από στομάχια και καυλιά
που μούσκεμα σας βρίσκει της αυγής η καταβόθρα
βρίσκομαι εδώ, βρίσκομαι πάντα εδώ
για να σας μαγειρεύω
ταΐζοντας τη γύμνια σας με γύμνια

ω! υπέρ της αφθονίας πάντα εργάζομαι
πάνω απ’ τους άτιμους ατμούς με την κουτάλα μου

ω! μπούτια τρυφερά
που αχνίζετε όσα ο θάνατος θα μας πάρει πίσω

Looping the loop

loop

Πατήστε το κουμπάκι σας μαντάμ
της κλειτορίδος χειριστείτε τη σκανδάλη
πατήστε τα αρσενικά στον κάλο
αεριστείτε εις την διαπασών
μεσουρανεί ο λόγος σας στου Άδη τ’ ακρογιάλια
η λεία των ματάκηδων
οι αιμοβόρες νοσοκόμες με το σεξ
οι θεωρίες που άπλωσαν στο ημίγυμνο κορμάκι σας
του Μαγγελάνου οι ναύτες
πέριξ της ηδονής και πέριξ του αιδοίου
εν τόπω χλοερό και τόπω αναψύξεως
looping the loop εμείς οι Αιτωλοί
εμείς οι Ακαρνάνες
εμείς οι αμαρτωλοί ξεγυμνωμένοι εις τας αιωνίας μονάς
ξεγυμνωμένοι άντρες και γυναίκες αλητήριοι
ξεγυμνωμένοι νυν και αεί σαν κοριτσάκια
μπροστά στο ιεροεξεταστή της παρθενίας

Τέλος ενοχής

agkon

Το καλοκαίρι τέλειωσε και τώρα
οργώνουν την άμμο με τα τρακτέρ
οι πόθοι παραμένουν ατερμάτιστοι
και ασύστολοι οι ποθητές κοπέλες
γύρισαν στα σπίτια τους οι έμποροι
των εθνών προσφέρουν φακές και
φασόλια στα συσσίτια το αιγαίο
ανήκει στα ψάρια του στους σαργούς
στους ροφούς στις σκορπίνες στα
μπαρμπούνια νέοι οργανώνουν
εκ νέου την επανάσταση παράνομοι
εραστές χαρίζουν φυσίγγια σε
απελπισμένες νοικοκυρές η τηλεόραση
δείχνει σεισμούς καταποντισμούς
αλωπεκία αποτρίχωση στο μπικίνι
στρουκτουραλιστές τροχαία αιμομιξίες
οι χειμωνιάτικοι τύποι εύχονται καλό
χειμώνα ώριμες κυρίες στραφταλίζουν
έναν ερυθρό ερεθισμό στη νωπογραφία
του ντεκολτέ γνώμες και φιλάκια
πηγαινοέρχονται στον αέρα τα κορίτσια
ξενυχτάνε μ’ ένα κινητό μόνα ή δυό-δυό
τα κορίτσια ξενυχτάνε μ’ ένα μυστικό
που κανείς δεν θα το μάθει μα το χριστό
γιατί τα κορίτσια διαλέγουν ένα δέντρο
και σκαλίζουνε μια τρύπα στον κορμό
ψιθυρίζουν εκεί μέσα το γαμάτο μυστικό
και την τρύπα κλείνουν με λάσπη
χορταράκια και νερό

Δια χειρός αιδοίου ή Ο κόσμος δεν θα τελειώσει ποτέ

Jessica-Ballantyne-Reach-Collage

Γράφουμε για τους άλλους. Κι όταν δε γράφουμε έχουμε σβηστές τις μηχανές, στεκόμαστε χωρίς ανάσα στη μέση μιας μαιανδρικής διαδρομής κι αφουγκραζόμαστε χτυποκάρδια.

Γινόμαστε ιεροί γιατί ποθούμε. Και ο πόθος μας είναι γνώση. Με τον πόθο γνωρίζουμε και ψηλαφούμε τον κόσμο.

Και βέβαια όλα αυτά, σχηματικά ή μη, παλαίουν να εκφράσουν αυτό που δε λέγεται. Κι αυτό το ανείπωτο δεν είναι παρά η ερωτική πράξη.

Οι σεξουαλικές σχέσεις είναι οι μόνες που ενώνουν όλους τους ανθρώπους. Η αφοριστική αθωότητα και η αφορισμένη λαγνεία. Ο λόγος που ραντίζεται με τη σκοτεινή ομορφιά των ορυκτών λέξεων που βαπτίστηκαν στην κολυμπήθρα της μήτρας.

Τα χοϊκά πλοκάμια των υπαινιγμών που μας τυλίγουν προκαλώντας ρίγη μιας νοσταλγικής βιαιότητας.

Τα τρομερά οράματα της δαιμονισμένης ηδονής και των ερωτικών παραλλαγών που βαπτίστηκαν διαστροφές, μόνο και μόνο για να τονιστεί η ελκυστικότητά τους.

Γράφουμε για τους άλλους. Όπως οι ηθικολόγοι όλων των εποχών που ανακάλυψαν το πιο ευχάριστο είδος ενασχόλησης, συντάσσοντας οργίλες καταγγελίες και μανιασμένους καταλόγους για όλων των ειδών τις ερωτοτροπίες, που, δεν αργούσαν βέβαια με τη σειρά τους να μετατραπούν σε ερεθιστικά μανιφέστα για τους επίγονους.

Οι ρύποι που εκτοξεύουμε επιστρέφουν πειθήνια σ’ εμάς. Οι κατάρες γίνονται κρυφή δοξολογία και το αιρετικό πάθος φτάνει να γίνει στην έξαρσή του η δεσπόζουσα γραμμή.

Τρίβουμε τα χέρια μας στη βασιλική μυρουδιά της σάρκας που είναι σάρκα μόνο όταν ποθεί και γίνεται γαμική σάρκα και γόνιμη και ιδρώτας και θηλαστικό χνώτο μέχρι διαμελίσεως.

Γιατί ο έρωτας χωρίζει. Ο έρωτας καταλήγει στο χωρισμό και στο διαμελισμό.

Αυτό που με τόση σφοδρότητα ενώθηκε μες στην ίδια ανάσα και στο ίδιο αγκομαχητό τώρα χωρίζεται και κόβεται απ’ τα τρυφερά σκυλόδοντα της θείας φθοράς και του ευγενούς θανάτου.

Η μια σάρκα που ήμασταν γίνεται γνώση γενετική σε κορμιά άλλων.

Το εωσφορικό ποίημα που γράφουμε με το σπέρμα μας και διαβάζεται αιωνίως στα κατηχητικά των εραστών.

Γράφουμε μετά μανίας και γαμούμε μετά μανίας. Είμαστε το είδος που θα κατακλύσει ατελεύτητα το σύμπαν.

Χαρτογραφούμε ανηλεώς κάθε ενοχλητικό ζωύφιο της ερωτικής πράξης. Της πιο αθώας πράξης.

Γελαδερόν

geladeron

Όταν γελάμε με μια μαϊμού, μια γάτα ή ένα σκύλο, γελάμε διότι αναγνωρίζουμε στις εκφράσεις τους κάτι ανθρώπινα κωμικό. Βλέπουμε τον εαυτό μας, έναν κόσμο αστείο αλλά υπέροχο.

Γελάμε με τα παθήματα των άλλων όπως και οι άλλοι γελάνε με τα δικά μας παθήματα.

Το γέλιο είναι υγεία όπως και η μαλακία. Το γέλιο ανήκει σ’ εκείνους που το προκαλούν, το ασκούν ή το υφίστανται. Το γέλιο δεν είναι χάπι ή υπόθετο να το πάρεις με πρόγραμμα όπως οι δυστυχισμένοι αμερικανοί μετά τη δουλειά.

Πολλές τραγωδίες προκαλούν γέλιο. Οι θεατές ξεσπούν με τρανταχτά γέλια όταν η υπερβολή ξεχειλίζει και γίνεται διδακτική βλακεία.

Τα θεάματα και δη τα κωμικά γίνονται για μια εύπορη τάξη που δεν τα καταφέρνει να γελάει με τον εαυτό της αλλά πηγαίνει στο θέατρο ή στο σινεμά για να γελάσει με τη διακωμώδησή της.

Αυτή τη δουλειά έκανε ο Αριστοφάνης. Διασκέδαζε την τάξη που δεν μπορούσε να γελάσει στο σπίτι της και να ευχαριστηθεί αλλά πλήρωνε τον οβολόν της για να γελάσει. Χρειαζόταν κάποιον που θα γινόταν κωμικός και θα μπορούσε να τσαλακωθεί.

Σκεφτείτε πόσο γέλιο προκαλεί σε μερικούς το κλάσιμο του κωμικού ηθοποιού στη σκηνή αλλά το κλάσιμο εντός της οικίας δεν φέρνει γέλιο αλλά γκρίνια και μπόχα.

Σκεφτείτε πόσο γέλιο προσφέρει το τραύλισμα του ηθοποιού στη σκηνή αλλά αν τραυλίζει το αγγελούδι μας είναι ντροπή.

Δυστυχώς το γέλιο περιχαρακώθηκε στο θέαμα. Μόλις κλείσουμε την τηλεόραση μετά την κωμωδία-συνήθως την αμερικάνικη για μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας απ’ το μακρινό Αϊντάχο- πέφτουμε με τα μούτρα στα τσιγάρα τα ποτά και τα γουρουνόπουλα.

Γινόμαστε πάλι καταθλιπτικοί και σοβαροί. Μα οι άνθρωποι που μπορούν και γελούν χωρίς υποκατάστατα είναι υγιείς. Πραγματικά υγιείς κι ας έχουν ζάχαρο ή αρτηριακή πίεση.

Βεβαίως το γέλιο απαιτεί συντροφικότητα. Στο λεωφορείο ή στο βαγόνι του τραίνου, στο καφενείο ή στη δουλειά πολλές φορές οι συμπεριφορές μεταλλάσσονται, συμπαθητικά και εξομολογητικά λέγονται ιστορίες και ακούγονται γέλια. Μα για να μετάσχει κι ο ακριανός και ο διπλανός και ο άλλος θα πρέπει να μπει στο κλίμα, να τον δεχτούμε στην ομήγυρη.

Ο γελαστός άνθρωπος επωμίζεται τα αποσιωπημένα αίσχη των σοβαρών και των αγέλαστων.

Το γέλιο είναι η έσχατη εκδίκηση των μηδαμινών απέναντι στη θεολογική πρωτοκαθεδρία των προσωπείων.

Όποιος δεν μπορεί να γελάσει με τη μούρη ενός αρχιεπισκόπου, που, φορά στο κεφάλι του μια χρυσοποίκιλτη καμινάδα, τουτέστιν την αρχιερατική μήτρα που ο όγκος της ισούται με τον όγκο του μουνιού της όρκας ή με το ψεύτικο χαμόγελο ενός πολιτικάντη που μοιάζει με τον ξυρισμένο κώλο του Γκαστόνε, δημοφιλούς τραβελίου απ’ το Αμστελόδαμο, ε, είναι σοβαρός άνθρωπος. Ένδοξος απόγονος σφιχτοκούραδου χουντικού γυμνασιάρχη.