Ερωτεύω

erotevo

Ερωτεύω σημαίνει αιχμαλωτίζω. Ο έρως είναι ερώτηση που την απευθύνεις στη διαφιλονικούμενη λεπτή φλούδα της ζωτικής ορμής των σπλάχνων του άλλου.

Η γενεσιουργός πρωταρχή του είναι η ανάγκη για δημιουργία. Για σπασμό και λυγμό.

Πάνω εκεί που τα χείλη θέλουν να σφραγίσουν τα τρυφερά βλαστάρια των αδένων.

Πάνω εκεί που οι γλώσσες τρυφερά ακραγγίζουν την ενότητα του κόσμου και πάνω εκεί που η εποχή μας, η χορτασμένη αψηφισιά και θάνατο, ξεχνιέται μες στον ίλιγγο της ερωτικής ακαταληψίας.

Κανείς δεν μου επιβάλει τον έρωτα. Ερωτεύω από μόνος μου. Ερωτώ, ψηλαφίζω με το μάτι τη σάρκα και περιμένω να τη γευτώ μουσκεύοντας σιωπηλά την ψύχα της.

Προσπαθώ να τη σαγηνεύσω, ωστόσο η μόνη σαγήνη την οποία μπορώ να εμπιστευτώ είναι η σαγήνη της τελεσφορούσης σιωπής.

Έστω κι αν κανείς δεν τολμά να προεικάσει την ανθοφορία του πόθου, το ρίγος του μας συνέχει. Ένα ρίγος που δεν προέρχεται απ’ την εδραίωση της φωνασκίας του αλλά από την εγκαθίδρυση της σιωπηλής του αφής.