Κοιταζόμαστε γυμνοί στον καθρέφτη. Κοιταζόμαστε γυμνοί στον καθρέφτη τού κόσμου. Κοιτάζουμε αυτούς που μας κοιτάζουν. Κοιτάζουμε τα μάτια και τα αιδοία μας.
Είμαστε το θαύμα που βγαίνει από το θέαμα και είμαστε το θέαμα που θαυμάζουμε και είμαστε το θέαμα που γίνεται θαύμα κατ’ αναφοράν.
Είμαστε η εικόνα της εικόνας μας και ο καθρέφτης είναι ο μοχλός της συνείδησης της γύμνιας μας.
Μες στις διάχυτες αντανακλάσεις τού καθρέφτη, μεγαλουργεί η ολότητα της γυμνότητάς μας. Εκεί όπου δεν βλέπεις καθαρτήρια και μετενσαρκώσεις, τυλιγμένος άμφια και λιβανισμένους παραδείσους, εκεί που βλέπεις μόνο αυτό που βλέπουν τα μάτια.
Η ορατή αλήθεια είναι η πιο βαθειά Ποιητική που αγκομαχεί ξέφρενα με περισσό ζήλο σε κάθε σεξουαλικό γαργαλητό.
Όταν πάψουμε να καθρεφτιζόμαστε στα χαρτιά των λογαριασμών και στα σκουπίδια μας θα επιστρέψουμε στον κοινό παρανομαστή του ερωτικού μας καθρέφτη.
Θα περάσουμε ξανά αυτό το θαύμα τού καθρεφτίσματος, όπου το σώμα μας γίνεται μια οντότητα διαφορετική από τα άλλα σχήματα που μας περιτριγυρίζουν, βλέποντας τα πόδια και τα χέρια μας, ανακαλύπτοντας τους λαιμούς και τις κοιλιές μας μες στις πτυχές τού σαρκικού χωροχρόνου.
Ανακαλύπτοντας τον Άλλον σχεδόν ταυτόχρονα με τον εαυτό μας. Και πρώτα απ’ όλα ανακαλύπτοντας ξανά την αρχέγονη μήτρα που μας γέννησε, την μανούλα αυτή που ικανοποιούσε τις ανάγκες μας με το στήθος της, την αγκαλιά της και την ανάσα της.
Το φλούδι αυτό που μας προστάτεψε όταν ήμασταν απροστάτευτοι κι αδιαμόρφωτοι και λιγότερο φοβισμένοι όσο ποτέ, άρα κι επικίνδυνα έκθετοι στους κινδύνους.
Και βεβαίως ανακαλύπτοντας τα υποκατάστατα της μανούλας, αυτά που διαισθανόμασταν στην ατμόσφαιρα ενώ εξελίσσονταν οι ερωτογενείς μας ζώνες.
Όλα τα σκιρτήματα της αρχέγονης βίας και όλες τις ανεξιχνίαστες τρέλες τού γενετήσιου οίστρου και της μνήμης.
Στοματική, πρωκτική, γεννητική, όλες αυτές τις νοστιμιές και τις μιζέριες του παιδικού ερωτισμού, ώσπου να αρχίσει τέλος η μεγάλη τραγωδία, εκεί όπου εμείς οι μικροί Οιδίποδες θα τρέξουμε να συναντήσουμε τη μοίρα μας.