Έρχεται ο φόβος και σου τραβά τη γλώσσα. Τα δάχτυλα χαϊδεύουν αμήχανα το κενό και τον αέρα, ακούγοντας τις κλαψιάρικες προσευχές μας.
Κι έπειτα πολλές φορές έρχονται στα κατώφλια μας παρατημένες νύφες απ’ την ανατολή, γύρη από βιβλικά φτωχά χωραφάκια, ελεγείες ποιητών για ορφανές μήτρες, φούστες που κρύβουν το μεδούλι των ισχνών αγελάδων της πατρίδας.
Ο μεταλλικός ήχος της βόμβας, τα ξεροκόμματα και τ’ αποφάγια των φαντάρων που κάνουν το τελευταίο τους τσιγάρο λίγο πριν ξετυλιχτεί πάνω στη θερισμένη γη ο χαρούμενος αφρισμένος θάνατος.
Λίγο πριν βγάλουν οι αμαζόνες την πολεμική χλαίνη, αφήνοντας στα βλοσυρά βασίλεια της ερήμου μια χούφτα αίμα απ’ τον κύκλο της Αφροδίτης.
Απρόσμενα τόσο που να δουλέψουν όλα τα φυσερά κι όλα τα σκουριασμένα αμόνια, να βγάλουν σπίθες ξανά τα τουφέκια και τα μαντήλια να δέσουν όλους τους έρωτες με το μαύρο βάραθρο και τον παγιδευμένο ουρανό, μαύρο κατάμαυρο υγρό πάνω απ’ τα βραδινά μαγκάλια.
Έρχεται ο φόβος και σε γλείφει σαν το τρομαχτικό γατί με το λερό εφτάψυχο σπασμένο του ποδάρι.
Μα ο φόβος εδώ δεν είναι λύπη και μακελειό μα αγέννητο παλλόμενο ρόδο.
Η γκάβλα που κουβαλά τα προνόμια και τις ορέξεις του μέλλοντος. Το γουργουριστό αθάνατο φρέαρ, το γάλα της ακόρεστης νύμφης που θέλει μόνο τη ζωή. Με τα δάχτυλα παίρνοντας την πιο ακριβή εκδίκηση.
Την πιο επιτήδεια ηδονή τυλιγμένη με τον ακάθαρτο επίδεσμο του αμερικάνου, τρίβοντας τις χιονίστρες στα δάχτυλα με το μολύβι που θα γράψει ποιήματα πάνω απ’ τη γιατρεμένη πληγή όταν αυτά τα βουνά με τις βελανιδιές κι αυτά τα δόντια που μάσησαν τα ποδάρια των κύκνων θα έχουν ξανά ένα μαξιλάρι κι ένα κεραμίδι κι ένα πετρογκάζ για το γάλα και το αυγό.
Πάντα κοντά στο μουσκεμένο χνούδι και στις κόγχες, εκεί κοντά στη μουσούδα των μηρών, ετοιμοπόλεμες, γόνιμες, στήνοντας ενέδρες στους χασάπηδες και στους αγιογδύτες.
Όμορφες. Με μιαν ομορφιά απ’ τα φέουδα της ατέλειωτης λεηλασίας και τα ζευγαρώματα που θα ανθίσουν ξανά πάνω απ’ τις γεωγραφίες και τα εμπόρια.