Μητέρα πατρίδα δεν θα σε άφηνα ποτέ μόνη με τους βλάχους να σου σκίζουν το καλτσόν να γράφουν με το κραγιόν στην πλάτη σου αντίστροφα μηνύματα Δεν θα σε άφηνα μόνη με τον Αι Γιώργη τον μπήχτη με τον κύριο Ωνάση και τον κύριο Νιάρχο Μητέρα πατρίδα οι αράχνες σου είναι θησαυρός οι σαύρες σου χρυσά δαχτυλίδια Ω! κι οι ρουφιάνοι σου τι γαμώ τα παιδιά! όλο πασατέμπο και ηλιόσπορους τρων μέχρι να φανώ στη γωνία
Τα δάχτυλα των ποδιών σου ερεθίζουν τους σκύλους Οι μαθητές με στόματα ανοιχτά περιμένουν τις μύγες να ξεμπουκάρουν απ’ τα μάτια της παντρεμένης δασκάλας Οι γυμνοσάλιαγκες ποδοπατιούνται Οι μπάτσοι ερωτεύονται αποτριχωμένους παιδεραστές Ωραίους σφιχτοκούραδους γερμανούς Σκουληκιασμένους μουσάτους διανοούμενους Τα κοριτσάκια ταΐζουν χυλόπιτα τις ψωλίτσες των αγοριών Γύφτισσες με πέντε ευρώ φτύνουν πάνω στις γεροψωλές το πρωινό τους σκόρδο Ερεθισμένοι πατριώτες αγκαλιάζουν ναζιστικά τεκνά Σβουνιές του Μπαρμπαρούση απ’ το Ξηρόμερο Σβουνιές του χουντικού ινστρούκτορα Σβουνιές του Παπαφλέσσα Όμως πάλι εδώ γύρω στα λιοστάσια τριγυρνά ο λυρισμός μ’ ένα καλάμι χτυπά το βασιλιά ήλιο στ’ αρχίδια Οι γυναίκες δακρύζουν Οι άντρες ρίχνουν χριστοπαναγίες