Αυτές

Αυτές, οι αρματωμένες απ’ την κορφή ως τα νύχια
οι όμορφες με τα σκοίνα τους
τα τραγανά λαγούμια τους που σκιάξαν
πορθητές. Αυτές που εδόθηκαν σε ίμερο
αναστάντα. Αυτές που αφάνισαν φαλλούς
οι σαρκοβόρες, με τα δρεπάνια τους
τις γλώσσες τους.
Αυτές που χώρεσαν στον κόρφο τους
τον ύστατο σπασμό.
Αυτές που καταβρόχθισαν αργά
τόσων ανδρών τη σάρκα στο σκοτάδι
τόσων ανδρών που ψάχναν
με τη γλώσσα τους εκεί στα σκοτεινά
του αιδοίου τη σκανδάλη.

Να βλέπεις

Να βλέπεις το Δεκέμβρη μπουκωμένο
εβραϊκή μυθολογία και καρτούλες της
unisef. Σιαγμένες ευχές και πατικωμένο
χιονάκι. Πόθους αχνιστούς των μισθωτών.
Προσφορές για ρέγγες που κρατήθηκαν
στο βαρέλι. Εφήμερα που περιέχουν τα
αιώνια. Λατρείες κι αγάπες για τα κοινά.
Τη ζοφερή παρθένο που δεν δοκίμασε
τις χαρές του σέξ. Ν’ ακούς τη βροχή στον
τσίγκο απ’ τον αρμόδιο στιχοπλόκο
τ’ ασπρουδερά βυζάκια να παίρνεις
μάτι στην πτώση τους να στέλνεις κάρτες
στο μέτωπο και ρουχαλάκια στα φτωχά.

Κουβέντες

Τις κουβέντες που πιάνω στον αέρα
και το πρώτο χνώτο που σουτάρει
το αίσθημα απ’ τη δωματίλα σου
καλλιτέχνη του τρέχοντος βίου που
διαδηλώνεις  μουρμούρα στο
μισοσκόταδο της κυράς. Αυτές
κάνω ποίηση αναλώσιμη στη
διάρκεια  μιας εργάσιμης
αβγατίζοντας το ειδεχθές
που μου αναλογεί.

Το χρώμα του σφαχτού

Έχεις πάρει το χρώμα του σφαχτού για
ν’ ανέβεις στην εκτίμηση αυτού που σε
καβαλάει. Θυμάσαι τη μαμά και το
μπαμπά που σε γαμούσαν διαρκώς.
Που σεβαστικό σε κάναν για ν’ αντέχεις
τις φάπες. Τα χαδάκια τους όταν έφερνες
το κόκκαλο. Τις συμβουλές που σου
δώσαν δάσκαλοι σοφοί για τη δουλειά
τις σπουδές και το σύμπαν. Τη νεότητα
που σου τάξανε στα γεράματα. Έχεις
πάρει το χρώμα του σφαχτού δια παντός.
Κάτι πήγε στραβά όλο λες μαγειρικές
κοιτάζοντας παίρνοντας μάτι βαμμένες
ξανθές που το παίζουν χαζές για να’ χεις
το πάνω χέρι εσύ στα λιπόσαρκα χειλάκια.
Πατώντας κουμπιά ασυμβίβαστος με
άποψη πάντα για τη βροχή και τα μελλούμενα.
Κατά φαντασίαν υγιής στα ζεστά σου
ντουβάρια τραυλίζοντας στύση σπιτίσια
ζωηρεύοντας δόξες παλιές στο βαθύτατο
ύπνο σου.

H κρίση είναι ευκαιρία

Τώρα που οι πασόκοι χλεχλέδες απαιτούν
πιστοποίηση ενέργειας, υποχρεωτική
θερμομόνωση και συντεταγμένες για GPS
κι ο Μίκης συγγράφει το μανιφέστο του
χωρίς να’ χει μέσα Μακρόνησο, Κέλυφο,
Χαμούκα, Άραδο, Πιτκαίρνη τώρα που
ο Ναμπόκωφ διαβάζεται στα κατηχητικά
που μετονομάστηκαν σε λέσχες ανάγνωσης
κι οι αριθμοί προκαλούνε στύσεις στην κόρη
του ματιού τώρα που ο Ασκητής θα
ονομαστεί πολιούχος της ηδονής κι οι
γόησσες της ΠΑΣΚΕ με τα βαθειά τους
λαρύγγια λειαίνουνε τη λαϊκή οργή  και
η κρίση είναι ευκαιρία καθώς λένε οι
σοφοί ω! ναι στη μούρη σας ρίξτε γροθιά
και πέστε ξεροί.

Ο εμφύλιος στα βλέμματα

Σαν νευρικά νεόπλουτα κορμάκια που
διάβασαν τα μυστικά του βάλτου εν μία
νυκτί χωρίς να μάθουνε πως παίζεται
ο εμφύλιος  στα βλέμματα στα ρίγη
της πωλήτριας του τζάμπο που εβλάστησε
δακρυάκι αληθινό ανάμεσα στα
πλαστικά κουφάρια. Αυτής που δεν
της έγραψε ο ποιητής στιχάκια
και δεν της έκανε πορτρέτο ο Κεσσανλής.

Δεν βγαίνει ο βίος δίχως βία

Δεν βγαίνει ο βίος δίχως βία καθότι
ο παλιός είν’ αλλιώς κι ο νέος κάργα
πυρομανής. Κι ο ήλιος είν’ προβλέψιμος
από πάντα. Και το φεγγαράκι το ορφικό
που σακάτεψε τόσες βεβαιότητες
τουρλώνοντας γλυκύτατες υπάρξεις
με τις πόζες του. Αυτά τα λίγα τρυφερά
θα ψιθυρίσω στους μηρούς σου εκφράζοντας
ταξίδια που δεν έκανα γενοκτονίες που
δεν έμαθα ποτέ.

Λόγος περί βαρύτητας

Τόσοι χειρώνακτες
δουλέψανε τα στήθη σου
μα η βαρύτητα αμείλιχτη.
Πάντα διαθέσιμη
να σκαρτέψει τις καμπύλες.
Να ξελιγώσει τις ρόγες
που σκάρωσαν ανταρσίες.
Τις θηλές που εσμίλεψαν
οι αχόρταγες γλώσσες.

Φράσεις βαθύτατες

Ακούω τις εκδηλώσεις της ημέρας
να τις κελαηδά μια τύπισσα στο τρίτο.
Κουλτούρα αδυσώπητη με τη σκοτοδίνη
της φωνούλας αξέσπαστη και σίγουρη
σαν ομίχλη σε στροφή, αχνιστή, με την
κατάλληλη υπόκρουση ψιχάλας. Με το
κορμάκι βολεμένο στην ηχομόνωση
στειρωμένο από βλέμματα και
χτυποκάρδια διατυμπανίζοντας
κλεισούρες αγιάτρευτες στα
στούντιο της κρατικής τρεμοπαίζοντας
αναλόγως φορτίζοντας και
ξεφορτίζοντας φράσεις βαθύτατες
κι εκδηλώσεις με τζάμπα ποτό.

Οδηγίες για συναδέλφους

Συνάδελφοι γράψτε για χιονισμένα
τοπία και παιδικές αναμνήσεις ρηχά
κι απελπισμένα. Ίσα  να βγένει νόημα
περίληψη σχόλια για υποψήφιες
που ξεφτιλίζουν το κινητό στέλνοντας
μηνύματα στο υπερπέραν. Θεές
που κουφοβράζουν με τις καύλες τους
θρηνητικά εμπεδώνοντας παπαγαλίες
μισθωτού, βλέμματα κολλιτσίδες
χαδάκια κελαριστά, ηθογραφίες,
λήμματα, ψιχαλιστά στιχάκια
κουφωμένα κι άλλα ερωτύλα γραπτά
αγιάτρευτα και δωματίσια
για να κερδίσουν αύριο τις μάχες
να αποσβέσουν φροντιστήρια
πτυχία δεξιότητες να χρεωθούν
ισόβια ύλη ντροπής για τα βλαστάρια
τους να επανδρώσουν πολυεθνικές
υπουργία να ονειρευτούν Δευτέρα
παρουσία καθώς θα αλλάζουν πλευρό
σποραδικά γυρνώντας πλάτη στα
κοινά και τις αναμνήσεις.

 

 

Οικολογικό ποίημα για τον Νίκο Ζ.

Αγαπητέ φίλε Νίκο
όταν εγώ ήμουν πράσινος εσύ ήσουν φασίστας
όταν εγώ αγκάλιαζα δέντρα εσύ έστηνες παγίδες
αν ένα πλήθος διασχίζει το ποτάμι οι κροκόδειλοι
δεν επιτίθενται
ο λύκος δεν ορμάει στο κοπάδι αλλά στο πρόβατο
αυτοί που αγκαλιάζονται σφιχτά θυμίζουν βράχο
ένα δέντρο δεν είναι δάσος
ένα δάχτυλο δεν μπορεί να πιάσει ένα μήλο
γύρω απ’ την ίδια φωτιά θα μιλήσουμε την ίδια γλώσσα
γύρω απ’ το ίδιο τραπέζι θα έχουμε κοινή ζωή.

Ο άνθρωπος που φύτευε βελανίδια

Όταν ήμουν νέος κι έπαιρνα τα βουνά και τα λαγκάδια τότες που μεσουρανούσε η γενιά του τριάντα και βλαστημούσαμε τον Παλαμά με τα κατεβατά του.

Τότες  που αποθεώναμε τα στριφτά σβήνοντάς τα σε σταχτοθήκες πλουμιστές με λίγο νεράκι για να πνίγουμε τις κάφτρες γνώρισα ένα γέρο στο γυμνό βουνό εκεί που δε φύτρωνε ούτε ρίγανη ούτε μέντα κι ο βιοπορισμός ήτανε μέγα πρόβλημα γιατί και τα προβατάκια με δυσκολία βρίσκανε χορτάρι και σπόρους κι ο βοσκός που τα βοσκούσε ήτο σκεπτικός και παράξενος.

Το βράδυ με μάζεψε σπίτι του. Με τάισε με ζέστανε με κοίμισε. Αργά τη νύχτα έβγαλε ένα σακούλι και μετρούσε βελανίδια. Κρατούσε τα γερά αυτά που δεν είχαν σταχτώσει.

Το πρωί δε με ξύπνησε. Τον έψαξα στην πίσω πλαγιά και τον βρήκα με το λοστάρι να φυτεύει τα βελανίδια. Μόλις πλησίασα μου ψιθύρισε κάτι για τις κρίσιμες αποστάσεις. Μετρούσε με τα πόδια από ρίζα σε ρίζα. Βόρεια και νότια κι ανατολικά και το χειμώνα φτιαρίζω το λίγο χιόνι μου είπε για να χώσω τα βελανίδια μου. Φυτεύω τη μέρα εκατό ακριβώς, το μήνα βγαίνουν τρείς χιλιάδες και το χρόνο τριανταέξι. Φυτεύω εδώ και δυο χρόνια. Άλλα βγάζουν ρίζες άλλα δε πιάνουν και μένουνε στείρα. Πήρα απόφαση να φυτεύω μέχρι να πεθάνω. Βόσκω τα πρόβατα και χτίζω πέτρινα σπίτια παρατημένα. Διορθώνω τις στάνες και πίνω το σωστό καφέ και καπνίζω τα καμπίσια τσιγάρα που μου φέρνουνε.

Έφυγα. Κατέβηκα στην πόλη με το ανόθευτο τσίπουρο που μου δωσε και το έψηνε σε κατσαρόλες και μπρίκια και το τυράκι που ήταν έτοιμο να μπανιαριστεί στην αρμύρα. Σκεφτόμουν συχνά την τρέλα του βοσκού τα βελανίδια. Η πόλη μεγάλωνε ψήλωνε. Τα καπνοχώραφα γέμιζαν τον κάμπο. Γίναν εργοστάσια μηχανές και πακέτα τσιγάρων με κάτι γόησσες που καπνίζαν με γλύκα και φαινόταν η λευκή τους σάρκα και τα χειλάκια τους  να πίνουν μπίρες να χαμογελούν.

Μετά ήρθε κρίση. Δηλαδή υπερσυσσώρευση κι άλλα τέτοια νόστιμα. Οι μάζες άρχισαν να κοχλάζουν σαν πρωινός καφές στο μπρίκι. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος άρχισε. Πήγα στο μέτωπο πολέμησα γράσωσα τ’ άρβυλα πέρασα ξυστά από σφαίρες σταύρωσα φυσεκλίκια δάκρυσα κι είδα ακρίδες γαντζωμένες σε φράχτες χάιδεψα τις χιονίστρες μου στο φεγγαρόφωτο.

Ο πόλεμος τέλειωσε γύρισα πίσω έχτισα σπίτι έκανα παιδιά είδα θέατρο καραγκιόζη και κάπνισα μπόλικα στριφτά. Μόλις άρχισα να στρώνω έσκασε δεύτερος πόλεμος πιο άγριος και διαβολεμένος. Έφυγα πάλι για το μέτωπο σα το σφαχτό κι ο δρόμος βάσταξε τριάντα μέρες κι ήταν όλο πέτρες κι αγκάθια. Χιονόνερο και χειμώνας. Αργότερα διαφωτιστής στα Γιάννενα κι αντάρτης.

Οι πόλεμοι μ’ είχαν θρέψει σωστά κι όρμησα κατά πάνω στα θεριά όμως μας σφάξανε και μας κάψανε στο Γράμμο με τους ξένους να δοκιμάζουν στα κορμάκια μας πυρωμένα σίδερα. Φίλησα το χέρι του πεθαμένου μου φίλου πέρασα το ποτάμι γλίτωσα. Πεινασμένος λύκος έκανα γιουρούσι στα χωριά τη νύχτα για κανα καρβέλι. Περπατούσα και κρυβόμουν. Χαμένος ώσπου έφτασα σ’ ένα δάσος στην κορφή του βουνού βελανιδόδασος όμορφο σκιερό. Έπεσα χάμω.

Με βρήκε ένας γέρος βοσκός και με κουβάλησε σπίτι του. Με ζέστανε με τάισε με κοίμισε. Αργά τη νύχτα μισάνοιξα τα μάτια και είδα τη φιγούρα του να τρεμοπαίζει δίπλα στη φωτιά. Ανάμεσα στα πόδια του είχε ένα σακούλι. Μετρούσε σιγοτραγουδώντας βελανίδια. Βούρκωσα κι αποκοιμήθηκα ξέροντας τώρα πια πως τίποτε δεν πάει χαμένο. Πως τα δάση χτίζονται σιγά σιγά για να’ χουν τα πουλιά κρυψώνες στις ψιχάλες και τις θύελλες.

Δεκάρικη ωδή στην εγνατία οδό

Να περνάς μ’ εκατόν ογδόντα πάνω απ’ τα Γρεβενά
ξεφτιλίζοντας τον κινητήρα λιώνοντας στο σιντί
τον Γκούσταβ Μάλερ και τον Σέμπεργκ του τριάντα
τον ήχο νιώθοντας της παρακμής και της πτώσης.
Να προσπερνάς σα διαβολεμένη χίπισσα που
ανεμίζει τα φουστάνια της, διπλές νταλίκες και
λεωφορεία του καπή, με τα ηχεία να κοσκινίζουν
πιάνα τζάζ και φλάουτα εν χορώ περιγράφοντας
μικρά φτωχά πρόβατα που ξεστρατίσανε ή τον
Άλφρεντ Κάζιν να απαγγέλει προφητείες για το
μέλλον της Αμερικής. Ταχύτητες αλλάζοντας
στήνοντας αυτί στο μουγκρητό της μηχανής
δοξάζοντας τον άκρατο φουτουρισμό την
έκσταση να μη φοβάσαι τίποτε παρά μόνο
το φόβο.

δια παντός

Ζήλεψα τις παρδαλές νεκρολογίες που
αμολάνε πάνω απ’ το νεκρό οι θεολόγοι
της ενορίας, ο πρόεδρος του συλλόγου
πολυτέκνων και άλλοι φιλόθεοι δυνητικά.
Σαν υποχόνδριοι λόγιοι που’ χουν πάρει
τη σωστή απόσταση απ΄ τα γεγονότα και
το νεκρό. Ιεροκήρυκες που έχουν κόψει
το λώρο με τους θνητούς. Παίχτες στο κέντρο
που δίνουν πάσες στην επίθεση σκοράροντας
γκολάκια στα χαρακώματα του πιστού.
Με τον αντεργράουντ ζόφο και τις καταχνιές
να εκφράζουν μετρημένες απόψεις
τις μνήμες, όταν ο πεθαμένος διέθετε
αίμα στις φλέβες και διαβιούσε ευπρεπώς
με συμβίες τέκνα συνδρομές και
τα κουράγια για το κορμάκι που
θα το σαπίσουν οι βροχούλες
δια παντός

ερωτύλο κίτς

Αυτή, η δεκαετία του ογδόντα, η
ακροτελεύτια ως το αναφιλητό
με το Στάθη ψάλτη και τις θεούσες
να πυρώνουν ως το κόκκαλο τα κοινά
και το ερωτύλο κίτς στα γραφτά
να κερδίζει τις μάχες. Τους ελληνιστές
σαν προβιές κρεμασμένους στους φράχτες.
Σημερινοί αυριανιστές στην κοίτη
του μέγκα με τις πετρούλες στα νεφρά
πατηκωμένες. Τον κύριο Γιανναρά
της μεσαίας τάξης να απαλύνει
την κλιμακτήριο του φιλοθεάμονος
κοινού ευελπιστώντας να ντοπάρει
το λοβό του μισθωτού με τη θατσερική
χριστιανοσύνη του.