Οικογενειακές αξίες

oik papandre

(με αφορμή την εργατική πρωτομαγιά που τη μαγάρισαν οι ΑΞΙΕΣ και οι ΘΕΣΜΟΙ)

Οι οικογενειακές αξίες είναι ο σκελετός που βγάζει η εξουσία απ’ το μπαούλο της.

Είναι ο μπαμπούλας ενός λαού που πάει να ορθοποδήσει, όχι με τα κλασμένα μαρούλια της ορθοδοξίας, της πατρίδας και της οικογένειας αλλά με την εργασία.

Τη δημιουργία ενός κήπου που θα βγάζει φαΐ κι όχι χαρτονομίσματα.

Τη δημιουργία ενός κήπου όπου θα ανθίζουν όλα τα λουλούδια.Κι όχι οι μεταλλαγμένες πολιτικές οικογένειες εξ Αμερικής. Απ’ τα εργαστήρια του ντόκτορ μάρκετινκγ. Από εκεί που σερβίρουν σοσιαλισμό με τη σέσουλα αλλά κατά βάθος υποκρισία και αμοραλισμό.

Από εκεί όπου ο οργασμός καταφθάνει μόλις ανοίξουν οι πόρτες των πολυκαταστημάτων. Από εκεί όπου ο Φρέντυ Κρούγκερ ως δαίμονας πριονίζει το όνειρο του νοικοκύρη.

Οι οικογενειακές αξίες φοριούνται όλες τις εποχές και από όλα τα καθεστώτα. Κατά βάθος το ένα και μοναδικό καθεστώς, αυτό που σε θέλει καταναλωτή και γαμπρό στο νυφοπάζαρο του Σαββάτου. Όχι γαμπρό από ανάγκη αλλά από ακραίο ναρκισσισμό. Γιατί πρέπει να δείξεις στο γείτονα ή στον μπατζανάκη πως είσαι πιο μάγκας απ’ αυτόν. Πιο κιμπάρης και πιο αρχιδάτος. Και για να δείξεις όλα αυτά θες λεφτά και κάρτες και δάνεια και επιδοτήσεις.

Μέσα στη δεκαετία του ογδόντα άρχισαν να μας επισκέπτονται ξανά οι οικογενειακές αξίες. Την ίδια στιγμή που η αγία οικογένεια υπέγραφε το θάψιμο της παραγωγής στη χωματερή. Την ίδια στιγμή που έσκαβε το λάκκο των ηλίθιων οπαδών της που θαμπώθηκαν απ’ τις αξίες και τις μελιστάλαχτες μαλαγανιές.

Οι οικογενειακές αξίες ήρθαν μετά το, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο και μετά απ’ το, Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι.

Οι οικογενειακές αξίες ήρθαν για να γλυκάνουν τις εξαγορασμένες συνειδήσεις. Για να ανανεώσουν το πολιτικό προσωπικό και να φέρουν την Αυριανή στο προσκήνιο.

Ο τίμιος πασόκος οικογενειάρχης χέζοντας μέσα στο μαυσωλείο των οικογενειακών αξιών διάβαζε με θρησκευτική προσήλωση τη θεόσταλτη Αυριανή που έκοβε φέτες κάθε αποσυνάγωγο και κάθε αντιφρονούντα. Εκεί που ζυμώθηκε η ψυχή του νεοέλληνα και όλος ο βόθρος με τα σκατά που άνοιξε το οδόντα εννιά.

Η δεκαετία του ογδόντα ήταν ένα μεταίχμιο και μια ευκαιρία της κοινωνίας να προχωρήσει μπροστά. Να δημιουργήσει και να ευτυχήσει. Κι αντί για γνώση και αλήθεια ξέπεσε στον ανταγωνισμό και στην υποκρισία. Αντί για αισθητική και ομορφιά ξέπεσε στην πλαστή καλοζωία.

Η μαζική παράκρουση απαιτούσε αυτόν τον αποπροσανατολισμό. Όλοι πίστεψαν πως θα τα οικονομήσουν. Πως θα γίνουν κεφάλαιο. Οι αγώνες κακοποιήθηκαν και γίνανε επέτειοι για να μαλακίζονται κάτι κωθώνια αχυράνθρωποι υπουργοί, βολεμένοι στην καρέκλα τους, αφού προμήθευαν γκόμενες τον αρχηγό. Τον θεματοφύλακα των οικογενειακών αξιών. Το μέγα καυλιάρη που σαγήνευε τα πλήθη με τα σημαιάκια και τις καραμούζες. Άτομα στερημένα σεξουαλικά που κατέβηκαν απ’ τα χωριά τους στην Αθήνα για να βρουν μια δουλίτσα και να γαμήσουν. Να λουφάξουν μέσα στην ανωνυμία που τους πρόσφερε την ελευθερία που στερήθηκαν στο χωριό τους.

Η καθολική τάση για πλαστή ευημερία και εύκολο πλουτισμό διατήρησε την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών, όχι όμως την αλήθεια και την ομορφιά. Γιατί η ομορφιά καταστράφηκε απ’ την αντιπαροχή και η αλήθεια απ’ την αλαζονεία.

Απ’ τον εθνάρχη και το γέρο της δημοκρατίας που εκμεταλλεύτηκαν τις πληγές του εμφυλίου για να μαντρώσουν τον κόσμο, περάσαμε στον ηγέτη που σαγήνεψε το μαντρωμένο λαό. Κι από εκεί στο γιο του που ήρθε να γιατρέψει τις αμαρτίες του πατρός του με ΔΝΤ. Με σκληρή λιτότητα, με καταστολή και κοινωνικό αυτοματισμό.

Η οικογένεια Παπανδρέου κρατάει επαξίως τα σκήπτρα των οικογενειακών αξιών. Ακολουθούν κι άλλες σπουδαίες οικογένειες. Καραμανλήδες Μητσοτάκηδες και σία.

Περήφανε ελληνικέ λαέ, αποσβολωμένε απ’ τις εξελίξεις, οι οικογενειακές αξίες σε πήραν φαλάγγι. Ο ωραίος καπιταλισμός πότε σε μαρκαλεύει με οικογενειακές αξίες και πότε με τη σπουδαία ευρωπαϊκή οικογένεια.

Μα σε τούτες τις σπουδαίες οικογένειες ο πατήρ διάολος όταν δεν έχει δουλειά γαμάει τα παιδιά του. Και τα παιδιά του είμαστε εμείς. Όταν ο πατήρ καπιταλισμός περνάει κρίσεις γαμάει εμάς. Με θεσμούς και αξίες. Με οικογενειακές και μη.

Ένδοξε ελληνικέ λαέ φάε σκατά, κερνάνε οι αξίες. Οι θεσμοί.

Αφοδεύοντας πριν τη δουλειά

afo

Ξανά και ξανά στο Σαίξπηρ η τελευταία πράξη είναι γεμάτη μάχες. Όλες οι ιδιωτικές υποθέσεις ξετυλίγονται μεγαλοπρεπώς. Ο θεατής παρατηρεί τις συγκρούσεις μέσα απ’ το εύθραυστο τσόφλι της καλοζωίας του. Ο θεατής είναι παροπλισμένος αλλά και παντοδύναμος. Μπορεί να πάρει έναν υπνάκο ή να στοχασθεί περί της οδυνηρής διαδικασίας των συγκρούσεων και του ζόφου που ξεμπουκάρει απ’ αυτές. Ο θεατής πηγαίνει στην τέχνη σαγηνεμένος. Πηγαίνει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης θεατών όχι για να συνουσιαστεί ή να ερωτοτροπήσει, αλλά για να παρακολουθήσει και να υπνωτιστεί. Για να αποκοπεί απ’ το διπλανό του και να ζήσει μιαν οριακή φαντασίωση. Να βγει έξω απ’ το πετσί του και να ονειροπολήσει η να πονέσει υπό την επήρεια της εκλεπτυσμένης βραδύτητας που του επιτρέπει η πλοκή. Η εξουσία δηλαδή του συγγραφέα. Μα ο συγγραφέας είναι απότοκος της εξουσίας και του ποιητικού ακτιβισμού που αυτή υπαγορεύει στους Υποτελείς. Είναι ο τυπάκος που διδάσκει κομφορμισμό και διαλεκτική συναισθήματος. Είναι ο μάστορας που θα σερβίρει το φεγγαράκι στο πιάτο. Είναι ο σκηνογράφος της αιώνιας σφαγής. Ο πλάστης συνειδήσεων που ξέπεσαν στον αμοραλισμό της πολιτικής ορθότητας. Έχει από πίσω τον εκδότη και τον παραγωγό. Την ακαδημία και το μάνατζερ. Τον πιο σφοδρό λογοκριτή της ουσίας. Ο μάνατζερ σήμερα διοικεί τους λαούς και τις υπάκουες ψωλές του. Ο μάνατζερ διοικεί τη χώρα μας και τις χώρες των άλλων. Ο μάνατζερ στρατολογεί απατεώνες και ηλίθιους που διψάνε για το σανίδι. Για το προεδρικό μέγαρο για τη Λυρική για το υπουργείο δημόσιας τάξης. Ο μάνατζερ που μανατζάρει τα λεφτά των πλουσίων και θέλει αποδόσεις και τίποτε άλλο δεν είναι ο συναισθηματικός ευαίσθητος φλούφλης που μαλακίζεται με την ελπίδα των υποτελών και τις κατουρόκαυλες στελεχών που την πιο σαδιστική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας τη βάφτισαν αριστερά και συνιστώσες του κώλου. Γιατί μονάχα ο κώλος έχει συνιστώσες. Κι η συνισταμένη των συνιστωσών είναι μια ζεστή κουράδα. Κι ο ματατζής κάνει διάλειμμα για κακά του και ξανά προς τη δόξα τραβά.

Περιστατικό στην εθνική

LOVEHURTS

Εριστική, σχεδόν νυχτόβια νυφούλα
Ακράτα Κόρινθος
Λήγουσα παραλήγουσα
Κατούρημα εκεί αέναο στην άκρη του θεού
Με τέχνη το βρακί σου κατεβάζεις
Ξοπίσω χνώτο αφήνεις σφύριγμα
Ο αχινός σου κάργα απόκρυφος
Τόσο ορθωμένος
Τόσο απεταξάμην
Τόσο ο ζόφος του φωτός
Τόσο τα alarm ευλαβικά ιριδίζουν
Εμένα τον κλητήρα σου
Το συναξαριστή σου
Το σκλάβο σου
Το σκοτωμένο σου ελαφάκι για το τίποτα

Αμβρακικός ή Λίτσα όλο χυμούς

tarkay_57802_3

Αφού σε είπα Πρέβεζα
ζεύξη
υπόγεια σήραγγα
ακροτελεύτιο Άκτιον
κόρη Αμβρακικού ξεβράκωτη
όμορφη Κάτια έγκαυλη κομμώτρια.
Αφού σε είπα Λίτσα όλο χυμούς
απ’ το υπογάστριο και κάτω
τώρα υποκλίνομαι
δια τέσσερα
επί τέσσερα
στα τέσσερα.
Λίγο πιο κάτω απ’ την Άρτα
εις την οδό γκρεμών
εις την οδό ρηγμάτων.
Λίγο πιο κάτω απ’ το αντάμωμα της γλώσσας με το έρεβος
λίγο πριν των ουρλιαχτών η επέτειος αφρίσει
και πάρει χόχλο ο πυρετός μες τα ρουθούνια
όλο σπιρτάδα ανεβάζοντας
παπαδάκια εξαπτέρυγα ζουμιά
μες την πληβεία μήτρα.
Αχ! ο νάρκισσος φαλλός μητροπολίτης
ο καυλωμένος τράγος που απόθεσε
στα γόνατά της σπέρμα
και στους γοφούς ξενύχτι σερνικών
μουσκεύοντας τα τέμπλα.
Αφού σε είπα έγκλειστη αδένων
κόλπο κλειστό που μέσα σου
χαώδες χύνουν υλικό ο Λούρος και ο Άραχθος.
Εκεί στο δέλτα σου εκεί στις ανεμώνες
που οι Κένταυροι μαζεύονται και ζητιανεύουν σώμα
βουλιάζοντας μες το λασπώδες όρυγμα
τις Θεσαλλές οπλές τους που ξεσάλωσαν.
Πάντα ασελγώντας
δια τέσσερα
επί τέσσερα
στα τέσσερα.

Όταν τα κοκόρια παίζουν μπάλα

ta kokor

Είμαι βαθύτατα ανιθρησκειακός. Δηλαδή εναντίον της θρησκείας. Όχι φυσικά εναντίον του θεού της θρησκείας που είναι μια μπαρούφα και τίποτε άλλο. Γιατί δεν μπορείς να προσδιορίζεσαι με βάση τη μπαρούφα. Είτε θετικά, είτε αρνητικά. Είμαι εναντίον του θρήσκου που είναι και βαθιά θρησκόληπτος και βαθιά μονομανής. Ο θρήσκος είναι υποχείριο του θεού του, και επειδή δεν υπάρχει θεός ο θρήσκος είναι υποχείριο του ιερατείου. Είναι έτοιμος κιμάς για μπιφτέκια. Την προσευχή του που είναι μια βαθιά ιδιωτική πράξη, την επιβάλει ως κοινωνική, με το φονταμενταλισμό της κρατικής μηχανής που είναι κατοχυρωμένος συνταγματικά. Φυσικά και δεν θίγεται κανείς από όποιον πιστεύει σε οτιδήποτε εντός της οικίας του και εντός της κούτρας του. Όταν όμως κάθε μαλακισμένη πίστη καταλαμβάνει χώρο μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία γίνεται υπηρέτης της και θεραπαινίδα των ανοργασμικών της οργασμών. Γίνεται η κούρνια κάθε ανορθολογισμού. Με όλη την παρδαλή αμεριμνησία της επιτίθεται τυφλά και με κάθε μέσο στη ζωή. Γιατί η αληθινή ζωή δεν έχει θαύματα. Γιατί το θαύμα αντιπροσωπεύει την πιο δολερή αισχρότητα. Τη σαγήνη πριν το μαρκάλεμα. Τα ωραία διδάγματα των θρησκειών είναι η πέτσα του τέρατος. Από μέσα έχει μόνο πύον και σκατά. Και βεβαίως πολλά λεφτά για τους απατεώνες και τους φακίρηδες. Για το ιερατείο που στηρίζει το κατεστημένο. Για το ιερατείο που είναι πνιγμένο στο χρυσό και τις ιερές μερσεντές. Για το ιερατείο που περιμένει τις κρίσεις για να πάρει δύναμη. Διότι ένα αποδυναμωμένο κράτος πρόνοιας θέλει τον παπά και τον επιχειρηματία. Θέλει το συσσίτιο και τις καινοτόμες δράσεις. Θέλει τους γελωτοποιούς για να τροφοδοτούν τον άρτο και τα θεάματα. Απ’ τη σκατίλα της Δεξιάς στον μικροαστικό αριστερό μποβαρισμό. Αφεντικά και δούλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Το ίδιο θεϊκό χέρι μας γαργαλάει τ’ αρχίδια και μας πασπατεύει το μουνί. Γι’ αυτό δώστε την τσόντα στο λαό, την ελπίδα, την ηρωίνη και τη θεία φώτιση.

Η Αμερικάνα Φίλη

LydiaLGalleryAnnieSprinkle_zps1eab016d

δεν ξέρω αν
πιο πρωκτικό το λήμμα Θάνατος
ή το σουφλί της μοίρας
πως ξαφνικά όλο χαλβά με μπούκωσες
κι όλα τα περί Ισλανδίας και Κροστάνδης
κι όλα τα μαλθακά χαδάκια σου
τα πήρε πίσω η Μούσα των λυγμών
η Αμερικάνα φίλη
που βλάστησε απ’ το στόμα της οχλοβοή εραστών
κι απ’ το αιδοίο της ξεμπούκαραν
βαρβάτοι καστανάδες
διακορευτές εγγράφων
τσούπες γδυτές
μπρος στις ορέξεις της βαρύτητας
πιο βλοσυρές κι απ’ την υγρή βανίλια
πιο μονορούφι κι απ’ τη Λίντα Λάβλεϊς
πάντα μιγάδα στα καπούλια
πάντα στις ρόγες Παναγιώτα των Αγράφων
πάντα στα χείλη Κρεολή

Ωδή στη νοικοκυρά Μαρία Π.

Samoidentyfikacja-1980

Ναι, σε συμφέρει η τηλεόραση
Έθνος αναποφάσιστων
Έθνος απόστρατων λυγμών
Κορμάκι εκεί στην άκρη των σκιών
Νοικοκυρούλα απ’ το μπαλκόνι σου που βλέπεις παρελάσεις
Πλυντήρια πιάτων αλαλάζοντας
Πατώντας τα πονεμένα σου κουμπιά
Νοικοκυρούλα μου που κλαις όταν περνάει η μπάντα
Και μες το χάος πάλι ξεκουράζεσαι απ’ τη δούλεψή του
Κρύβοντας το γαλανό ουρανό μες το ζεστό μουνάκι σου

Γιουχάισμα του ποιητή

24-27_retro_collage

να την πάλι μπροστά μου η λέξη σπλήνα
η λέξη κερασφόρος
η αυγή που σπαρτά τα ανόσια κυνήγια
έξω απ’ το μπαρ καθαρογράφουν τα λιοντάρια
υπόλοιπα χασμουρητού
ρομαντικά στιχάκια νεαρών λελέδων
λαϊκά
άσθματα όχι άσματα

αύριο πλασιέ της άνοιξης ο ποιητής
αύριο σταθμάρχης σε μπουτάκια ροδαλά
μα σήμερα αλκοολικός και φαντασμένος
να κατουρά μπύρα ουίσκι στο κορμάκι της νυκτός
προβατάκια να μετρά και να κοιμάται άδειος
όλο σκέψεις για το υπερπέραν
σαν βρέφος τυλιγμένο με μπετό
τυλιγμένο με της μανούλας τα λαμπρά ηλεκτρονικά σκουπίδια

να την πάλι μπροστά μου η λέξη Μήδεια, μανούλα
οι ορθωμένες κλειτορίδες κοριτσιών

ω! πάνω σε Zundapp πάνε τα κορίτσια στο γιαλό

Βάθος αιδοίου

bath

Πως με φαντάστηκες απόφοιτο του Γέιλ
Έπαρχο Σαμαρκάνδης
Ήλιο που εγέννησε τ’ αυγά του μες τις λάσπες
Πως με φαντάστηκες αιμόφυρτο λοχία σε παρέλαση
να σπαρταρώ στα σκέλια σου
να λέω πως χνούδιασε ο τόπος στα Οινόφυτα
κάτω απ’ τον αφαλό της νήσου Θεσσαλίας
να λέω ωδές
να βράζω το ζουμάκι της νυφούλας μου
Πως με φαντάστηκες στυγνό διορθωτή με το ξυράφι μου
να χαρακώνω ελιές και να ζυμώνω λέξεις
ζήλιες της ερωμένης
κρίνα
οιδιπόδεια
και γελασμένες τσούπες
Πως με φαντάστηκες Μωάμεθ πορθητή και λήσταρχο Νταβέλη
Πως με φαντάστηκες δαφνόφυλλο ν’ αχνίζω
σε φακές της Εγκλουβής
Πως με φαντάστηκες πρόχειρο διαγώνισμα χημείας
να λέω πόσο αλκαλικό είναι το σάλιο σου
πώς τα υγρά σου εκτοξεύονται ψηλά σαν τα χαλκούνια
όλο ρινίσματα φαλλού
μπαρούτι φιλημένο από καύτρα λιμασμένη
χύσιμο αβέρτα κατά πάνω στους πιστούς
στην κεντρική πλατεία οργασμών
στην κεντρική πλατεία καυλωμένων
στην κεντρική πλατεία Αγρινίου
εκεί που συναντιούνται οι επιτάφιοι της κάθε ενορίας
μήτρες θεόρατες που παν ντουγρού στον Κάτω Κόσμο το φαλλό
λίγο πριν έρθουν νύμφες αλαλάζοντας για να τον αναστήσουν
όλο γλυψιές
όλο ελιγμούς
χορεύοντας με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς
προσφέροντας
βάθος αιδοίου μυροφόρου
βάθος κολάσεως νυν και αεί
και εις τους λαγόνας

Ενός λεπτού υγρή

ikop

Σχεδίασα λυγμό ο βάρβαρος, εγώ
ώρα καταστημάτων
ώρα που η γλώσσα της η δούλη του θεού έγλειφε πάστα.
Ζουλάπι εγώ κι αυτή μια καταβόθρα
μιαν ερωμένη όλο χείλη και βυθούς
ίδιο ανάχωμα εραστών
γύφτων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στον αφαλό της
σε πανηγύρια
οι αλητάμπουρες νεκροί
πάντα προξενητές Κυκλάδων
πάντα εγκέλαδοι
ταμπουρωμένοι στα Ταμπάχανα
πάντα με δόντια και μαλλιά και αστροπελέκια
μπλεγμένα εκεί στα μπούτια της
στο τάμα που αφήσανε στην Τήνο
κι έπειτα με το πλοίο της γραμμής
τραβώντας μαλακία στο κατάστρωμα
κουφέτα ψωμοτύρι
κι άγριο παραθέρισμα στα χνώτα του πελάγους
στα χνώτα μιας ξανθιάς αλλοδαπής ξεροψημένης
ω! έμπνευση σχεδίασα ολονύχτιο λυγμό
δόκανα της αγάπης
να πιάσω αυτή τη μπέιμπι σίτερ των σπασμών
αυτή την Άπω Ανατολή
ω! μέσα της θα με βρουν θεέ τα περιπολικά
τα ξημερώματα
μέσα της δια παντός
αφού υπήρξε αυτή για μένανε
ενός λεπτού υγρή
ενός λεπτού δαμάλα

Φάε με

fae me

Δαιμονισμένος είμαι στρατηγέ ως το μεδούλι
ελευθέρας βοσκής ερωτικό σφαχτό μιανής.
Κι εσύ χασάπη σφάξε με όσο γλυκά μπορείς
βάλε με στη βιτρίνα ως νυμφίο, στο τσιγκέλι.
Να με αγοράσει Αυτή, η Μούσα των παθών
και να με ψήσει, να με φάει με μπόλικο κρασί
και λαγνική σαλάτα, μαρούλι από τον κήπο της
κρεμμύδι απ’ το βυζί της λαδάκι απ’ τα
σπλάχνα της αλάτι απ’ το μουνί της. Αρνάκι
άσπρο και παχύ υπήρξα κάποτε τώρα
καυχιέμαι ως εραστής στο εντεράκι της.
Ω ναι, σε χόρτασα καλή μου, λίπος χοληστερίνη
πρωτεΐνες. Καύλα ως τα έγκατα σε χόρτασα
ψυχή ξεροψημένη.

Ωδή για τη μπαλαρίνα Ζοζεφίν Βιτ

aktiv

Η γυναίκα θα σώσει τον κόσμο. Αυτή η γυναίκα που γιουχάρει τον έξω σάπιο κόσμο. Τους άντρες με τη σουβλισμένη καρδιά και το ειρωνικό γέλιο στις οδοντοστοιχίες. Τους ανθρώπους χωρίς φύλο που κάθε τους λέξη αντιλαλεί μια κραυγή μάχης. Η γυναίκα εκπληρώνει τις υποσχέσεις της. Επαναστατεί ενάντια στο θλιβερό κόσμο που τιμωρεί. Και η επανάστασή της δεν είναι οι έως απελπισίας παλινωδίες, οι γκρίνιες και ο καταναλωτικός οργασμός αλλά ο ερωτικός οίστρος. Η νεότητα που παίρνει φαλάγγι το γερασμένο κόσμο, που την παθολογική του μνησικακία την έκανε ιδεολογία και ακαδημαϊκό μάθημα. Η γυναίκα αυτή δε χρειάζεται την ελπίδα γιατί απ’ την κορφή ως τα νύχια είναι παντοδύναμη. Είναι το θηλυκό που εντελώς παραδομένο στη ζωή και την καύλα, απλά και οικεία, πυκνά και αδιάκοπα σε αγκαλιάζει σαν χιονοστιβάδα. Και το αγκάλιασμά της παρόλο τη φαινομενική ηδυπάθεια του ακτιβισμού, είναι τανάλια. Είναι τανάλια που σου σφίγγει τις ρόγες και σου τραβάει το πετσί. Είναι η θεϊκή παρέμβαση της μήτρας που δε την μαγάρισε ο Ντράγκι. Που δεν την κατούρησε ο Μοσχοβισί. Που δεν τη στρίμωξε στο λουτρό ο Στρός Καν για να τη γαμήσει. Τα όπλα της είναι τα υγρά της και το μυαλό της και η εργατική της δύναμη, που δεν την παζαρεύει με τους χίτες του ολοκληρωτισμού των αγορών. Ο διάφανος λόγος. Όχι οι φιοριτούρες, οι διαπραγματεύσεις και οι πουστιές. Η πόζα και η αμερικανιά. Είναι η παίχτρια που ολοένα στοχάζεται πάνω στη φιγούρα της, έχοντας για κέντρο βάρους όλων των πράξεων το κορμί της. Η σκέψη της αποποιείται κάθε φαινομενικότητα ασφαλείας και τίθεται στη διάθεση της κίνησης. Πόσοι ξέρουν στ’ αλήθεια τι σφαγείο είναι η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και τι δήμιοι είναι οι αξιοσέβαστοι τραπεζίτες! Πόσοι έχουν πάρει χαμπάρι πως το μεγάλο ευρωπαϊκό μαντρί ξεπλένει χρήμα και ξεπαστρεύει λαούς. Πόσοι νιώθουν την καύλα αυτής της κοπέλας που λέει την αλήθεια και δεν την νοιάζει να πάρει ένα όπλο για να ξεκάνει αυτό το χέστη που θέλει αίμα και ευρώ. Αλλά φωνάζει: θεριακλήδες μαλάκες ξεσηκωθείτε, δείτε πως μπορώ εγώ η αδύναμη ύπαρξη, το ασθενές φύλο να τα βάλω μ’ αυτόν εδώ τον ξεκολιάρη που φοβάται τον ίσκιο του κι εσείς του κάνετε τεμενάδες. Δείτε πως ρίχνω στη μούρη του κομφερί και πως μπορώ να βάλω στον κώλο του δυναμίτη. Χάνοι της ανθρωπότητας και χαμένοι μέσα σε ωράρια και καθήκοντα, εσείς αρχάγγελοι της μετριότητας με τις πατρίδες σας και τις θρησκείες, σας προσφέρω το χαμόγελό μου και την αδέσποτη καύλα μου, λίγο πριν κάνετε το τελευταίο βήμα προς το γκρεμό. Φάτε σκατά και χέστε ευρώ. Κερνάει ο Ντράγκι.

Εντόσθια και λοιπά και λοιπά

kail

Οι σφαγμένοι άνθρωποι και οι πνιγμένοι άνθρωποι-Κύριε Πόθε των Δυτικών για κυριαρχία και Κύριε εραστή του Φράχτη και της τιμωρίας-δεν είναι ούτε χριστιανοί ούτε μουσουλμάνοι, αλλά σφαγμένοι. Δεν έχουν ιδιοτροπίες, αδυναμίες, ταυτότητα. Δεν έχουν πάθη και δεν είναι ούτε ένοχοι ούτε αθώοι. Μονάχα πτώματα. Πτώματα, πτώματα, πτώματα που έλεγε κι ο μακαρίτης ο Ηλίας. Και δεν είναι φυσικά φαινόμενα οι δολοφονίες, Κύριε καπιταλισμέ που σε βάφτισαν Αγορά και Κύριε Ιμπεριαλισμέ που σε βάφτισαν παγκοσμιοποίηση, για να μην τρομάζουν οι μικροαστοί εν Χριστώ αδερφοί απ’ την ξύλινη γλώσσα.

Ο διάβολος μέσα μας

bok

Υπήρχαν αυτοί που κορόιδευαν το Βοκάκιο για το πάθος του για τις γυναίκες, συμβουλεύοντάς τον να φροντίσει να βρει ψωμί για να χορτάσει την πείνα του ψάχνοντάς το στα παραμύθια, δηλαδή στις ψευδαισθήσεις. Μα ο Βοκάκιος αφηγείται τις σαγηνευτικές κινήσεις ανάμεσα στα φύλα. Την ατέλειωτη επανάληψη του παιχνιδιού που είναι αποτέλεσμα της φυσιοκρατίας. Ο έρωτας είναι η τρέλα που σε οδηγεί να ακολουθείς την ανίκητη έλξη μέσα από τις σκιές της εξαπάτησης, αλλά αυτή η τρέλα συγχωνεύεται στη φύση και στο παιχνίδι του κόσμου. Χωρίς μύθο και διήγηση δεν υπάρχει καύλα. Και χωρίς καύλα δεν υπάρχει έρωτας. Υπάρχουν πλαστικά υποκατάστατα, δίκτυα και εξ αποστάσεως απολιθωμένη ηδονή. Εγωισμοί και πετσοκομμένα αιδοία. Μουχλιασμένες και μαραγκιασμένες ψωλές πεταμένες στη χωματερή του νοικοκυριού. Η φύση είναι πιο δυνατή από κάθε παπαδίστικο υπολογισμό. Από κάθε στέρηση κι από κάθε φίμωτρο. Ακόμα κι ο πιο ακραιφνής ζηλωτής του μοναχισμού θα τραβήξει τη μαλακία του. Θα κάνει κακούς λογισμούς, τουτέστιν θα καυλώσει. Η ηδονή των εραστών γίνεται ενδόμυχη ηγεμονία, που δεν υποβάλλεται στην αυστηρότητα της συνειδησιακής γνώσης και στους κανόνες και στις εντολές από άνωθεν. Δηλαδή απ’ την εξουσία που δένει τα κουτάβια της απ’ τα επαναστατημένα καυλιά. Το μέλημα όλων των ευσπλαχνικών θρησκειών είναι να τροχίσουν τον πούτσο των πιστών. Να τον κάνουν εργαλείο κυριαρχίας και επιβολής κι όχι όργανο ευχαρίστησης. Να τον κάνουν αφέντη και δικτάτορα και πάστορα και αρχιεπίσκοπο και πάτρωνα της επιθυμίας και αξιοσέβαστο νταβατζή. Οι βαρβάτοι ερωτικοί ποιητές και ερωτογράφοι χρησιμοποίησαν πάντα την ποίηση ως μυστική συμμαχία με τη γυναίκα. Ανοίγοντας πάντα με τον πλέον φυσικό τρόπο τα απόκρυφα δωμάτια της καρδιάς. Αυτά που καταδίκαζαν τα κατεστημένα στη μούχλα και την αγαμία. Τις μοναχές που μιλάνε για τον έρωτα με τον πιο συνωμοτικό τρόπο ξέροντας πως όλες οι άλλες γλύκες του κόσμου δεν είναι τίποτε σε σύγκριση μ’ αυτήν που νιώθει η γυναίκα μ’ έναν άντρα. Και η Madonna Filippa, που κατηγορείται για μοιχεία, πείθει τους δικαστές ότι δεν έχει διαπράξει τίποτε κακό βάσει του εγχειρήματος ότι ο έρωτας είναι νόμος της φύσης και δικαιολογεί το ορμέμφυτο και κατά συνέπεια δικαιολογεί τις συζύγους που ανακουφίζονται και εκτός συζυγικής κλίνης. Και είναι αυτή που, μη θέλοντας να πετάξει το σώμα της στα σκυλιά, της φάνηκε σωστό να έχει εραστή. Θα πρέπει κάποιος κάποτε στο μέλλον να γράψει για τις γυναίκες που κατέστρεψαν οι θεούσες, οι βδέλλες του εκδικητικού θεού και οι παράφρονες κατηχητές που την εφαρμοσμένη διαστροφή τους την εξαπέλυσαν σε άγουρα κορμάκια. Οι ερωτικοί ποιητές βρίσκονται πάντα εδώ για να διώξουν τη μελαγχολία απ’ τις γυναίκες. Για να ξεγελάσουν το χρόνο σε μια περίοδο σεξουαλικής πανούκλας που είτε σου στερεί το γαμήσι είτε σου πουλάει ακριβά τη μινιατούρα του.

Οδηγίες για το νεκροθάφτη μου

est

Ω νεκροθάφτη μου, εσύ
καθώς θα ισιάζεις τα παπάρια μου στην κάσα
Και θα μιλάς με το θεό στο κινητό
πρόσεξε
μην τσαλακώσεις το λευκό μου το πουκάμισο
μην πάει άκλαυτη η ματαιοδοξία τόσων συγγενών
τα έξοδα
οι λύπες
τα στεφάνια
η τρύπα από γαρούφαλλα
τα ήθη των νεκρόφιλων πιστών
η μέθη εμού που άφησα
την τελευταία μου πνοή στην πρωινή μου στύση
ω jesus christ με τη Μεγάλη έγειρα Αρκούδα
κι αποδήμησα εις τα χάη

Δεύτε λάβετε Φως

safe_image

διήγησις Αγίου Καλαβρύτων και Μουσουνίτσας δια τη Οδύσσειαν του Αγίου Φωτός 

Ήτο μέρα βαριάς μελαγχολίας και σκοτοδίνης. Η πτήσις από Αθήνα είχεν καθυστέρησιν διότι ο άτιμος πιλότος έκανε μαγκιές εις την αεροσυνοδό με στόχο να την γαμεύσει εις αέρος. Ήμασταν κουρνιασμένοι σαν τσόνια 27 Πατριάρχες και 40 διάκοι εις το αεροδρόμιον των Ιεροσολύμων περιμένοντας τον μαλάκα να γαμήσει και να δεήσει κατόπιν να παραλάβει εμάς και το Άγιον Φως για τους Εν Ελλάδι αδερφούς μας, που το περιμένουν με τις λαμπάδες των και τας οικογενείας των, δια να γεμίσουν φώτιση τας ψυχάς των και τα καντήλια των. Αφού εδέησε ο ιπτάμενος εραστής απ’ το Μπογιάτι να προσγειωθεί εις το διεθνές αεροδρόμιον των Ιεροσολύμων δια να μας γλυκάνει και να μετριάσει τα μπινελίκια μας εκέρασεν τουλούμπες απ’ τα χεράκια του εν Χριστώ αδερφού Παρλιάρου Στυλιανού και μας ησπάσθη την δεξιάν. Βεβαίως πολλοί εξ ημών τραβηχτήκαμεν διότι νιώσαμεν αηδίαν απ’ τους γλυκασμούς του που εμύριζαν μουνίλα και γαλοπούλα καπνιστή. Κι αντί να σπεύσει ο άτιμος δια να αναχωρήσωμεν για την πατρίδαν ήθελε να μας κεράσει σάντουιτς με ριζότο και γίδα βραστή. Ο Άγιος Καρπαθίων και Κάτω Μουχρίτσας του έριξε ένα ξεγυρισμένο καντήλι. Ο πιλότος συνετίσθει και απεφάσισε να αναχωρήσει αμέσως. Απογειωθήκαμεν συγκινημένοι απ’ τους Αγίους τόπους ύστερα απ’ την σοβαρήν περιπέτειαν της καθυστερήσεως. Τοποθετήσαμε την λαμπάδαν με το Άγιον φως εις την business class και εδέσαμε τις ζώνες μας. Αφού εκάμναμεν το σταυρό μας δια να έχομεν πτήσιν ασφαλή ανοίξαμε το μπολ με τα κεφτεδάκια που είχε ετοιμάσει ο άγιος Αντιοχείας μαζί με άρτο και κρασί Ρομπόλα. Κάποια στιγμή ηκούσθει σαματάς και χριστοπαναγίες εκ των τεσσάρων θεματοφυλάκων διάκων της αγίας φλογός. Η ατυχία μας ηκολούθει ακροποδητί. Ω τι είχεν διαμειφθεί! Ο Άγιος Στουτγάρδης και Μέσης Αφρικής έβαλεν πιστολάκι δια να στεγνώσει την κοτσίδα του που είχεν κρατήσει υγρασίες απ’ το πρωινό λούσιμο και έσβησεν ακαριαίως το Άγιον Φως. Πανικός και σκηνές αλλοφροσύνης. Τι θα πάμε τώρα πίσω εις την πατρίδαν μιαν σβηστή λαμπάδα με τον Γκούφη! οποίαν ντροπή! Ζόφος εκατέκλυσε την αεροκαμπίναν. Ο Άγιος Συμεών εκ Πάργας Θεσπρωτίας ενόμισεν πως πέφτωμεν διότι ο άτιμος πιλότος αερογαμεί και εβγήκεν αλλόφρων εκ της τουαλέτης με τα ράσα ως τον αφαλόν και τον κούραδον ετοιμοπόλεμον. Κοινώς τα κάμναμεν σκατά και αφού περιπαθώς επέσαμε εις δίνην μελαγχολίας ο Άγιος Περγάμου και Λιοσίων επέταξε μια μεγαλοφυή ιδέαν. Να ανάψωμεν τη λαμπάδα εκ νέου με αναπτήραν. Ακολούθησαν πανηγυρισμοί και ζητωκραυγαί δια την φαεινή ιδέα του. Ο Άγιος Ζωνιανών και Τήλου έβγαλε το τσακμάκι του και άναψε τη λαμπάδαν με σφοδρόν γέλωτα κάνοντας πλάκα αφού φύσαγε τη φλόγα και την ξανάναβε για να μας δείξει πως το πρόβλημα ελύθηκε και οι Έλληνες δεν θα μείνουν με τη λαμπάδα στο χέρι. Ακολούθησε πάρτυ με σιντί από λάιβ ολονυχτία στο Βατοπέδι. Ήτο μια αξέχαστη μεταφορά θείου φωτός εις την πατρίδα. Η ώρα έφτασεν. Το αερόπλοιον ετροχιοδρομούσε εις το Ελευθέριος Βενιζέλος και ένα σμάρι πιστών επλησίαζε το σκάφος με κατάνυξη προεξάρχοντος του πρωθυπουργού Αλεξίου Τσίπρα. Η πόρτα άνοιξεν και το Άγιον φως με τιμές αρχηγού κράτους έφτασε εις τα πάτρια Ελληνικά Εδάφη. Η μπάντα παιάνιζε. Η μυροβόλος Άνοιξις εσκόρπιζε το αεράκι της και οι πιστοί μετέδιδαν με θωπίαν το χαρμόσυνον μαντάτο. Ο Άγιος Ορχομενού και Οιχαλίας άναψε τη λαμπάδα του πρωθυπουργού και τον ησπάσθει τρις. Ο πρωθυπουργός κρατούσε τη λαμπάδα με το αριστερό του χέρι. Το πλήθος αλαλάζοντας εφώναξε: Θαύμα, θαύμα. Πρώτη φορά Αριστερά.

Η αιώνια σφαγή ή United Colors of Benetton

garisa_1

Όποιος νιώσει για λίγο στο πετσί του την Αφρική θα κλαίει με μαύρο δάκρυ για χίλια χρόνια. Την ώρα που οι ορθόδοξοι περιμένουν το άγιο φως, συνοδεία Ιερών Κουράδων εξ Ιεροσολύμων, με τιμές αρχηγού κράτους και την κατάνυξη να δουλεύει στο φουλ, η μισή Αφρική σφάζεται με τον πιο πούστικο τρόπο. Και είναι συνήθεια παλαιά των αποικιοκρατών να κρύβουν τα εγκλήματά τους κάτω απ’ το χαλάκι της ιστορίας, με ακόρεστη προπαγάνδα, πασπαλισμένη με κορώνες περί ελευθερίας και μπόλικη συνωμοσία σιωπής. Στο Κονγκό σφάξανε τον Πατρίς Λουμούμπα που αγωνίστηκε ενάντια στην ταπεινωτική σκλαβιά της αποικιοκρατίας. Οι σύντροφοί του βρέθηκαν δολοφονημένοι, φυλακισμένοι, εξόριστοι. Ο Αϊζενχάουερ έδωσε παραγγελία να βρεθεί ο Λουμούμπα σε ένα ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους. Οι Βέλγοι τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν σ’ ένα βαρέλι με θειικό οξύ για να σαπίσει. Χαλκός, κοβάλτιο, διαμάντια, χρυσός, ουράνιο, πετρέλαιο ήταν τα αγαθά που ήθελαν για να χορτάσουν τους χριστιανούς του πολιτισμένου κόσμου. Ο Λουμούμπα είχε πει πως κάποια μέρα η ιστορία θα πάρει το λόγο. Όχι η ιστορία που μας μαθαίνουν τα Ηνωμένα Έθνη, η Ουάσιγκτον, το Παρίσι ή οι Βρυξέλες. Στη Μοζαμβίκη οι Πορτογάλοι άφησαν αναλφάβητο για δεκαετίες ολόκληρες το ενενήντα εννέα τοις εκατό του πληθυσμού. Στην Μπουρκίνα Φάσο, τη γη των ενάρετων ανθρώπων-όπως την ονόμασε μετά τους Γάλλους αποικιοκράτες ο Τομά Σανκάρα-η παγκόσμια τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρνούνταν τους πόρους για να βρούνε πόσιμο νερό στα εκατό μέτρα αλλά διέθεταν μυθικά ποσά για να σκάψουν πηγάδια τριών χιλιάδων μέτρων για πετρέλαιο. Οι κάτοικοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην κόλαση και το καθαρτήριο. Στη δεκαετία του πενήντα η παγκόσμια κοινή γνώμη πίστευε πως οι Μάου Μάου στην Κένυα χόρευαν αποκεφαλίζοντας Εγγλέζους, τους οποίους έκοβαν κομματάκια και τους έπιναν το αίμα σε σατανιστικές τελετές. Οι Δυτικοί έβρισκαν πάντα τρόπους για να βγάζουν λεφτά. Για να έχουν τη μπότα τους στο σβέρκο των λαών της Αφρικής. Μαζί με τους ιεραπόστολους, τους γιατρούς χωρίς σύνορα, τις ελεημοσύνες και την εκλεπτυσμένη υποκρισία για τα παιδάκια της Αφρικής έρχεται το απόλυτο κακό. Οι φανατικοί Ισλαμιστές, παιδιά των εργαστηρίων τρόμου της Δύσης. Σπουδαγμένοι εκεί που μαθαίνεις πώς να ρουφάς ανθρώπινο μεδούλι. Βιομηχανίες όπλων της πολιτισμένης Ευρώπης που κάνουν παιχνίδι. Που φτιάχνουν ωραία μωσαϊκά πτωμάτων για τους φωτογράφους. Για τη μπένετον, τους διαφημιστές, για τον παρδαλό Ευρωπαίο που γαμεί με κατάνυξη τον τρίτο Κόσμο. Αυτόν που έχτισε με τόσο τρόμο και τόσες σφαγές.

Οδηγίες για ένα ερωτικό τροπάριο της Κασσιανής

kas

Να πεις, αυτή, πως λάτρεψε φαλλούς,
κορμιά αμέσου δράσεως,
σβέρκο ανδρός που λύγισε το χνώτο του στ’ αυτί της.
Να πεις, πως είχε για χωράφι το κρεβάτι της.
Εκεί την έσπερναν οι εραστές.
Εκεί θηρία τρακτέρ όργωναν το κορμί της.
Εκεί κάτω απ’ του ήλιου τ’ αχαμνά
τη βόσκησαν ερωτικά βουβάλια.
Κάτι αρχηγοί λοκροί της κεντρικής Ασίας
εμάτωσαν τα σπλάχνα της με λύσσα.
Εκεί χορέψανε ζεϊμπέκικο στη μήτρα της οι Κύκλωπες.
Εκεί γαμήσαν φοιτητές επί πτυχίω.
Εκεί στον αφαλό της έπεφτε η ερωτική βροχή
και τα νερά της ξέχωναν τις μνήμες.
Ένα κουβάρι από λιοπύρια ανελέητα.
Οίστρος ακολασίας.
Ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Μα πάντα ευλαβώς κι αλάργα η μοιχεία.
Η αγία Σελεστίνα με το λαιμό της κάτεργο ανδρών.
Κοψίδι αλαφιασμένο έρωτος.

Ω φιλτάτη πατρίς, αιδοίον,
πηδάλιον εσύ της ιστορίας.
Μην ψάχνεις λύτρωση. Σωτήρες, ρητορείες.
Ω βγες απόψε, γοερή εσύ, με τα εσώρουχα στον άμβωνα
γδύσου εκεί μπροστά στα πετραχήλια
πρόσφερε το μουνί σου στους πιστούς
να δεις πως θα σχιστούν τα βάραθρα,
να δεις πως θα βγουν απ’ τον Άδη τους τόσοι νοικοκυραίοι.

Μεγαλοβδόμαδο

stratos-kalafaths

Ανεβήκαμε στην Αθήνα μ’ ένα παλαιότατο στέισον βάγκον. Οδηγούσε ο Ήβος. Θα διαβάζαμε ποιήματα στη φιλολογική λέσχη Παρνασσός. Στο δρόμο σταματήσαμε στον Ισθμό. Ανάψαμε τσιγάρο και ρίξαμε πέτρα απ’ τη γέφυρα στο χαντάκι. Φτάσαμε στη Αθήνα μεσημέρι. Κατηφορίζοντας στην 3ης Σεπτεμβρίου στρίψαμε στη Βερανζέρου και χωθήκαμε σ’ ένα οβελιστήριο του παλιού καιρού με το καμένο λίπος και τους υδρατμούς να’ χουν κάνει στα τζάμια ψυχεδελικά σχέδια. Στον τοίχο είχε σε περίοπτη θέση κρεμασμένη τη φωτογραφία ενός τύπου που έμοιαζε με διοικητή χωροφυλακής κι ένα ημερολόγιο με θερμόμετρο. Ο Ήβος μου έδειξε με τα μάτια ένα γέρο απέναντι που έξυνε τ’ αρχίδια του με μανία. Πάνω απ’ το κεφάλι του η τηλεόραση έδειχνε τον πατριάρχη Ιεροσολύμων να πλένει τα πόδια ενός παπά σε μια λεκάνη. Ο γέρος μας είδε που τον καρφώναμε κι ήρθε κάθισε δίπλα μας. Χαμογελάσαμε και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια. «Σημαδεύω γλόμπους» μας είπε, «όταν τους σπάσω όλους θα πέσω να κοιμηθώ». Του είπαμε ένα ανέκδοτο που ακούσαμε στο ραδιόφωνο, τον κεράσαμε και φύγαμε. «Αυτός είναι ποιητής» λέω στον Ήβο φεύγοντας. «Παλαβός είναι» μου λέει.

Στην είσοδο του Παρνασσού μας περίμενε η κυρία Τασούλα Καραπάνου φιλόλογος και εκδότρια του περιοδικού Ασφόδελος. Μας είπε, θα διαβάστε το πολύ τρία ποιήματα ανέκδοτα και όχι πάνω από μια σελίδα άλφα τέσσερα. Ο Ήβος μου ψιθύρισε, «καλά ρε μαλάκα κάναμε εξακόσια χιλιόμετρα για τρία ποιήματα;». Καθίσαμε στην τρίτη σειρά εκεί που τέλειωνε το πλήθος. Οι ακροατές διάβασαν σχεδόν όλοι. Μια κοπελίτσα με ψιλή φωνή διάβαζε τα βιογραφικά των ποιητών. Φορούσε ένα κόκκινο παντελόνι και περπατούσε σα χήνα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ένας παππούς κι άνοιξε το παράθυρο. Τον κοιτάξαμε όλοι απότομα κι αυτός με στεντόρεια φωνή γύρισε και είπε, «μυρίζει ξινίλα διάολε».

Μετά κάνα τέταρτο άνοιξαν οι πόρτες και μπήκε στην αίθουσα υποβασταζόμενος από δυο κυρίες ένας παπούκας που είχε στο λάρυγγα ένα μηχανάκι. Τον προσφώνησαν ως επίτιμο. Χρύσανθος Καμχής, πρέσβης επί τιμή. Πατούσε το κουμπί και απήγγειλε σαν μέσα σε ντεπόζιτο. Μου θύμισε έναν ανάπηρο στην Αγία Ελεούσα που πουλάει λαμπάδες. Μετά σηκώθηκε έβγαλε έναν αναστεναγμό κι έφυγε απ’ την ίδια πόρτα. Σα να’ λεγε «άντε καλή αντάμωση στα θυμαράκια».

Ήρθε η σειρά μου. Η κυρία Τασούλα έκανε ειδική μνεία μιας κι ερχόμασταν απ’ την επαρχία ζητώντας απ’ τους παρευρισκόμενους να γίνει για μας μιαν εξαίρεση και να διαβάσουμε τέσσερα ποιήματα. Το πλήθος συναίνεσε με μιαν ελαφριά κλίση του κεφαλιού αλλά πετάχτηκε ο κύριος με το παπιγιόν λέγοντας «όχι, όχι τρία όπως και μείς, τι πάει να πει ήρθαν απ’ την επαρχία, κι εγώ απόδημος Έλλην είμαι». Ο κύριος κάθισε πάλι στη θέση του κι άρχισα τότε να διαβάζω τα τρία μου. Το δεύτερο ποίημα ελέγετο λαμπάδες για τάματα. Φάνηκε πως ο τίτλος ενθουσίασε το ακροατήριο. Άρχισα να διαβάζω.

Αλίμονο, θα’ ρθει καιρός, που
οι άνθρωποι θα χαίρονται τον έρωτα
και θα προσεύχονται μονάχα στα βυζιά και το φαλλό.
Οι κακογαμημένοι θα κλειστούν στα μοναστήρια τους
και θα τη βρίσκουν με νηστεία κι αυνανισμό.

Αλίμονο θα’ ρθει καιρός, που
οι άνθρωποι θα νιώσουνε βαθειά, πως
το μέγα θαύμα της ζωής
το ιερό αιδοίον το γεννά.

Τόποι λατρείας θα’ ναι τα κορμιά
και οι πιστοί για τάματα
θ’ αφήνουνε καυλιά
στο εικονοστάσι πάνω εκεί
στων γυναικών τα σκέλια τα γλυπτά
εκεί, που κατοικεί
η πάναγνη αγία ηδονή.

Πριν τελειώσω το διάβασμα καλά καλά μια κυρία που μισοκοιμότανε λίγο πριν πετάχτηκε σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Ντροπή σας κύριε, μεγαλοβδόμαδο, ντροπή σας κι είστε κι από επαρχία».

Κρυφτό

krifto

Η λογοτεχνία είναι τα καλιαρντά των μηδαμινών, το απονενοημένο διάβημα της μονάδας προς το μεγάλο κοινό. Απελευθερώσου, λέει. Προστάζει με ηλίθιο ζήλο να φτάσεις εκεί που δε χρειάζεσαι τίποτε για να ζήσεις. Ούτε νίκες, ούτε ήττες, ούτε νικητές και μνημεία. Μονάχα γρύλλους και αραποσίτια και το ρεαλισμό του γαμησιού και μια διάθεση περιέργειας που θα κάνει το στεγνό βίο και τις αναποδιές ένα σπουδαίο ταξίδι στην κόλαση της ομορφιάς. Εκεί όπου θα εισχωρεί απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τις ανοιχτές πόρτες το ελκυστικό βοτανικό ιντερμέδιο της ζωής. Ρυθμικοί αρπισμοί με μυρουδιά λεβάντας, θηλυκά υγρά, δεντρολίβανο, βασιλικός, μυρτιά, κόπρανα γουρουνιού, μακρόσυρτες φράσεις, γυναικείες φωνές, μέλισσες, πεταλούδες και σιωπή. Μπαίνω στους διαδρόμους της μνήμης. Στα οιδήματα των ιδεών που σακάτεψαν τα χέρια, τις κλειδώσεις, τα μυαλά. Την υστερία για τον πλούτο και το αγνό πελώριο υστερόγραφο του θανάτου, τα αγαθά της συντριβής όταν η καρδιά αποζητά την ηδονή και το στομάχι ψωμί για να θρέψει το σώμα και το σώμα ζητά την εξαίρεση απ’ τον Πόνο, εκείνα τα μικρά αναλγητικά που νεκρώνουν το βάσανο και απαλύνουν την Οδύνη, όλα με πάθος στη χλοερή γη, στην Ανοιξιάτικη ειρωνεία του οργασμού, σε όλη την πολύχρωμη πλάση που σαγηνεύει. Νεύρα, αγωνία, λεφτά, παιδιά, εκτρώσεις, θάβονται και ξεχνιούνται και χάνονται και οδηγούνται στη φθορά αφήνοντας πίσω δυο βλαμμένα μάτια σφηνωμένα σε ρυτίδες και ένα στόμα που μασάει αργά και ήρεμα σαν μικρό ζώο που περιμένει το λιώσιμο. Η λογοτεχνία καταφεύγει στο έγκλημα για να γλιτώσει τη φθορά. Η λογοτεχνία είναι η εξουσία των μηδαμινών σε πολλές γλώσσες ανήξερες, αφήνει ίχνη πίσω της και πάθη. Όλη την ευφυΐα της ζωής την κάνει μια κεραυνοβόλα ριπή μέσα σε μια φράση αδέσποτη. Ερωτική αράχνη που υφαίνει τις φλύαρες βεβαιότητες όσων αυτομόλησαν στην υπερβολή. Όσων δεν έβαλαν το δάχτυλο αλλά ολόκληρο το χέρι τους κι ολόκληρο το κορμί τους μέσα στο βάζο με το μέλι της ζωής. Και το μέλι της αλητείας. Αναζητώντας ουσίες και νοήματα στα αγκαλιάσματα και τους οργασμούς. Στην απόλυτη ελευθερία της άγνοιας που εξαπολύει χυμούς μες τις αθάνατες ωοθήκες αυτού του κάλυκα από αιώνια σιωπή. Αυτού του αφανισμού των πάντων μέσα σε μια ελαχιστότατη μαύρη τρύπα και η γέννα ξανά και ξανά του ήλιου απ’ τον αφαλό του κοριτσιού. Απ’ τα έγκατα της παμφάγας έναστρης νύχτας. Το ιερό συμπαντικό μουνί. Το άφθαρτο γεννητικό όργανο της φθοράς.

Ξενύχτια

miror

1
Θα κάνουμε καθρέφτη στο τέλος
όπως κάνουμε ταμείο
κι εκεί να δεις ρυτίδα

2
Αχ! πονετικά γκαρσόνια
τροπαιοφόροι αγέρωχοι της συμπόνιας
κάντε μας την τελευταία αποκαθήλωση με ουίσκι
βότκα υποχθόνια και λαγνικό τζίν
μουδιάζοντας τις φλέβες και την ένδοξη ψωλή
πριχού λαλήσει τρείς ο πετεινός
πριχού μας αρνηθεί η νύχτα το ξημέρωμα

3
Δεν την αξίζουμε μπάρμαν την τρικυμία
που λέει κι ο ποιητής Βαρβέρης
ο νεκρός

Δήλωση ερωτικών φρονημάτων

Edgar_Germain_Hilaire_Degas_032

Αντίθετα απ’ τη λαμπρή κοινωνικότητα, βρίσκει κανείς εδώ στο ερωτικό του τσαρδί μια πεισματάρικη τεμπελιά, που αντιστέκεται χωρίς κανένα λόγο, μόνο για τη χαρά της αντίστασης. Αυτό το γλυκό μούδιασμα και η αποκαθήλωση κάθε έγνοιας στέκει απέναντι στο νου σαν εικόνα καλόκαρδης δικαιοσύνης. Γιατί δικαιοσύνη σημαίνει ισορροπία, εκεί που το υπαρξιακό μεθύσι συναντά τους ανδρείους της ηδονής. Τα δυνατά ποτά και τους δυνατούς εραστές που τα δοκίμασαν. Τα κορμιά που έρχονται να υψωθούν μέσα στη λάσπη. Νυσταλέα σα χελώνες και ευχαριστημένα σα γελάδες που γουργουρίζουν στο απέραντο λιβάδι τους. Κόρες που καθαγιάζουν το σώμα τους ετοιμάζοντας την ιερή υποδοχή. Τη διείσδυση που θα φέρει το σκόρπισμα. Τον άφθαρτο σαρκασμό του ερωτισμού.

Ποδολαγνεία

feet-in-water

Οι μοναδικοί άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μου και με συγκινούν είναι οι γύφτοι. Λατρεύω τη γυφτιά και το βλέμμα των γύφτων. Αυτή την υγράδα από μισοσβησμένα μονοπάτια που προσπαθεί να ιχνηλατήσει τον κόσμο. Ο αστός και ο άνθρωπος της ευκολίας δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του γύφτου. Την επίγνωση τού εαυτού του έξω από κανόνες και συμπεριφορές. Η αναρχία τού γύφτου είναι ουσιαστική. Θέλει απ’ την εξουσία των νοικοκυραίων το ελάχιστο περίσσευμα. Τίποτε άλλο. Γι’ αυτό η μεγαλύτερη τέχνη του είναι η ζητιανιά. Και το πλιάτσικο. Και το εμπόριο τιμαλφών. Και πολλές φορές η κλεψιά. Ο γύφτος είναι κοινωνικός επαναστάτης, ούτε μισθωτός, ούτε έμπορος, ούτε σκλάβος, ούτε αφέντης. Έξω απ’ τις κοινωνικές νόρμες. Ο γύφτος επινοεί ιστορίες, είναι μυθομανής και ψεύτης. Περνάει τη ζωή του στο τεράστιο σπίτι της φύσης. Χωρίς εμβόλια, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς εκπαίδευση. Στην καρότσα ενός φορτηγού ή σ’ ένα τσαντίρι. Οι γύφτοι προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στην παναγία μα στην πραγματικότητα λατρεύουν το φίδι που πατά με το πόδι της. Κι όταν φιλούν το σταυρό, ευχαριστούν τη βροχή που ποτίζει τη γη. Οι γύφτοι τραγουδούν και χορεύουν, ως γνήσιοι σφετεριστές του Πλατωνικού αμοραλισμού, μακριά απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της εργασίας. Ο Χίτλερ τους τίμησε και με το παραπάνω. Το ίδιο και οι συμπατριώτες μου ελληναράδες που τους φτύνουν και τους κλωτσούν, πιστεύοντας πως αυτή η φυλή με το σκούρο δέρμα και το σκοτεινό παρελθόν έχει το έγκλημα μέσα στο αίμα της. Καταραμένοι και αιώνια περιπλανώμενοι, με μοναδικό σπίτι τους το δρόμο. Τον Αύγουστο του 1944, σχεδόν τρεις χιλιάδες Τσιγγάνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μέσα σε μια νύχτα, έγιναν στάχτη στις αίθουσες αερίου του Άουσβιτς. Το ένα τέταρτο των Τσιγγάνων της Ευρώπης χάθηκε εκείνα τα χρόνια της βαρβαρότητας. Ποιος αλήθεια ρώτησε να μάθει γι’ αυτούς; Σε ποια ιστορία πέρασε το δικό τους ολοκαύτωμα; Ποιος έστησε έστω και ένα μνημείο γι’ αυτούς; Ποιος ζήτησε αποζημιώσεις για τα δικά τους βασανιστήρια; Και ποιος προσπαθεί να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του Αδόλφου; Τώρα που εμείς οι ταχτοποιημένοι λευκοί ταμπουρωθήκαμε στις πατρίδες μας και στην φυλετική μας καθαρότητα αγναντεύουμε απ’ το παράθυρο του γιωταχή μέρη που έχει φιλήσει με το στόμα του ο Σατανάς. Ο Γύφτος, που πλένει τα πόδια της αγαπημένης του εκεί που θα φυτρώσει κάποτε ο ήλιος.