Απ΄τη γαλλική επανάσταση στο ροκφόρ και τους αριστερούς μπουρζουάδες

10 Major Events of the French Revolution and their Dates | Learnodo Newtonic

Είμαστε τέκνα της γαλλικής επανάστασης. Η εξουσιαστική αρχή καταδικάστηκε μια για πάντα στη συνείδηση του λαού, αφήνοντας ως μελλοντική εκκρεμότητα την οργάνωση της κοινωνίας με τρόπο που να μπορεί να ζήσει χωρίς κυβέρνηση.

Κι αυτός ο δρόμος προς μιαν αναρχική κοινωνία είναι ο μόνος δυνατός, αφού το ανθρώπινο είδος είναι καταδικασμένο να επιζήσει και για να επιζήσει πρέπει να μάθει να συνυπάρχει.

Η αναρχία δεν είναι αταξία αλά φυσική τάξη σε αντίθεση με την τεχνητή τάξη που επιβάλλεται απ΄τα πάνω.

Απέναντι στην κίβδηλη ενότητα που επιβάλει ο εξαναγκασμός αντιπαραβάλει την ανάγκη για συνύπαρξη και αλληλοβοήθεια. Όμως για να υπάρξει μια τέτοια κοινωνία θα πρέπει να σκέφτεται, να μιλά και να πράττει σαν ένας άνθρωπος κι αυτό γιατί δεν θα δέχεται την αυθεντία του ενός, δεν θα εκπροσωπείται από έναν άνθρωπο άρα δεν θα αναγνωρίζει καμιά προσωπική εξουσία γιατί σ΄αυτήν όπως σε κάθε οργανωμένο και ζωντανό ον, όπως στο άπειρο του Πασκάλ, το κέντρο είναι παντού και η περιφέρεια πουθενά.

Κάτω απ΄τη συνεχή επίδραση της εξουσιαστικής αγωγής όμως, δεχτήκαμε πως η εξουσία είναι η ψυχή της κοινωνικής οργάνωσης, οπότε η καταπολέμηση της πρώτης έφερε την άρνηση και την πολεμική εναντίον της δεύτερης.

Η κοινωνική οργάνωση απ΄τα κάτω πήγε περίπατο, αφού, άφησε όλο το χώρο και το χρόνο στην εξουσία για να την ορίζει.

Αν όμως πιστέψουμε ότι οργάνωση χωρίς εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει τότε θα γίνουμε αφόρητα εξουσιαστικοί, γιατί θα προτιμήσουμε την εξουσία που παρεμποδίζει και κάνει θλιβερή τη ζωή απ΄την αποδιοργάνωση που την κάνει αδύνατη.

Θα χτίζουμε δηλαδή συνεχώς πάνω στους ίδιους κανιβαλικούς μηχανισμούς και στα πρότυπα της παλιάς καταπίεσης, ξεχνώντας πως η ιδιοκτησία, αυτή η αστείρευτη πηγή αδικίας και εκμετάλλευσης, πρέπει να εξαφανιστεί αφήνοντας μόνο τα αναγκαία και τα απαραίτητα ως εγγύηση προσωπικής ανεξαρτησίας.

Δεν φτάνει η μοναρχία και η μισθωτή σκλαβιά να αλλάξουν διαχειριστή.

Δεν φτάνει η μόρφωση, η αυτομόρφωση, ή ο επαναστατικός ρομαντισμός μιας βολεμένης εξουσιαστικής αριστεράς, που περιμένει πάλι και πάλι, ξανά και ξανά, να γίνει κυβέρνηση.

Λουζόμαστε λοιπόν σήμερα, όλα αυτά τα δηλητήρια της σοσιαλδημοκρατίας μεσογειακού τύπου, αφού, τοποθετεί στη θέση του ανθρωποβοσκού έναν από μας, χρυσώνοντας το χάπι της αστικής δικτατορίας, κάνοντας ακόμα κι αυτό τον ακραία κινεζικό κρατικό καπιταλισμό να μοιάζει αθώος μπροστά στον ολοκληρωτισμό της δημοκρατίας των ειδικών και των αρίστων.

Τα δέντρα ανάποδα

Tree of life, Nude Art Print Erotic Sexy Collage Woman Girl Naked" Tapestry  by MDAMYANOV | Redbubble

Το μάτι μου ακολουθεί τους δρόμους που χάραξε η ιδιοτροπία του χαρακτήρα μου.

Βλέποντας αυτόν τον χαριτωμένο κόσμο να περιστρέφεται και να κάνει τις τούμπες του θυμάμαι το ρητό του Πυθαγόρα που έλεγε πως ο άνθρωπος είναι ένα δέντρο ανάποδο. Τα υπόλοιπα είναι καθαρά ζήτημα υπομονής.

Η κατασκευή της λογοτεχνικής παγίδας κάνει το μάτι μου κοφτερό και αδυσώπητο. Και χαίρομαι τότε, αυτή τη στιγμή που είναι έξω απ’ το χρόνο, αφήνοντας τη σκουριά της να εξαλείψει ανεπανόρθωτα όλες τις λεπτομέρειες.

Αυτά τα ζαχαροπλαστεία των πειρασμών, αυτά τα δώματα, αυτά τα ανάποδα δέντρα όπου συναντιούνται οι κραιπάλες με την ανία, αυτά τα χείλη που κοιτούν τα ερωτικά φαντάσματα που καταφθάνουν.

Αυτοί οι γρίφοι που λύνω, σαν μελλοθάνατος που έχασε το δρόμο προς τη συντριβή. Ξεστρατίζοντας κάτω απ’ τις φούστες που μυρίζουν ροδάκινο, καμένο ντουί, νεκρανάσταση αμνοεριφίων, κάτουρο και λουλουδάκια του αγρού, ενθύμια όλα του αφρού και της χαύνωσης.

Η μέθη, που έρχεται ν’ ανοίξει διάπλατα στη λαχτάρα τα σαρκώδη χείλη της σπατάλης και της επανάληψης.

Η μέθη που φυγαδεύει κάθε τόσο τη νεότητα στους ποιητικούς εθισμούς της δια βίου ερωτικής πανδημίας.

[Περί του Αγίου Αλήτη] Του Αντώνη Αντωνάκου

Instagram hunks reimagined as ancient Greek ceramic art

Αν έχεις κατακτήσει το ποιητικό παντεσπάνι αρχίζουν έπειτα οι δυσκολίες τροπικού τύπου. Κυνηγητικές οδηγίες και συμβουλές προς ακόλαστους. Αδιάφορες ταυτίσεις, όπως αυτή των κοριτσιών και των αγγείων, όπως αυτή της γυναικείας σάρκας με το ελαφίσιο σφάγιο.

Ποιός διαβάζει άραγε και ποιός βιώνει με κάποιο επαρκές βάθος ανταπόκρισης τις ίδιες του τις ποιητικές εκκρίσεις; Τα ίδια του τα περιττώματα ευαισθησίας που τα σερβίρει στους άλλους γαρνιρισμένα με φιλολογικό καθαρτικό για τη χώνεψη;

Μέσα στο φαύλο κύκλο της αοριστολογίας η ποίηση το γλεντά. Σ’ αυτήν μόνο μπορούμε να δεχτούμε το παράδοξο μέσα στο παράδοξο, όπως οι ρώσικες κούκλες ακολουθούν την κάθοδό τους στο ελάχιστο μέσω της επανάληψης και της ομοιομορφίας.

Εδώ το άυλο που θα γίνουμε και το άυλο που ήμασταν απευθύνεται ευθαρσώς προς την άυλη αιωνιότητα.

Η μίμηση είναι περισσότερο επιβίωση, αφού η νέα πράξη που δημιουργεί δεν είναι ποτέ ίδια μ’ αυτή που μιμείται.

Ποιός έχει το θράσος όμως να έρχεται κάθε τόσο και να δίνει νόημα στον ανοργάνωτο κόσμο; Μα φυσικά ο Άγιος Αλήτης, ο μοναδικός άγιος της αλήθειας που βιώνεται κι όχι της αλήθειας που επιβάλλεται.

Ο Άγιος Αλήτης όμως φτάνει κάποτε στην τρέλα, ευθυγραμμίζοντας την παράνοιά του με τα αιώνια επιτεύγματα των προφητών. Άπλυτος, βρώμικος αλλά περιχαρής, φτάνει να σπάσει την αλυσίδα της επανάληψης, αφού δεν είναι πια ένα πρόσωπο που μιλάει όσο μια συλλογική γλώσσα που πράττει, ένας καταστασιακός εν εξελίξει.

Ο Άγιος Αλήτης δεν θα πάρει βραβείο ποίησης γιατί ξέρει πως η άυλη αιωνιότητα που τον περιμένει δεν έχει τοίχους και κορνίζες και αλαζονεία υποταγής.

Ο Άγιος Αλήτης δεν είναι persona, ένας υποκειμενισμός επί της γλώσσας, της σάρκας ή του πνεύματος, αλλά κάτι εκτεθειμένο στη μεγαλοφυΐα της εξέλιξης, ένας υπέρτατος ακροατής της. 

Ο ινδιάνος μου

Σπάνιες φωτογραφίες των τελευταίων Ινδιάνων - newsproject.gr

για τον Χριστόφορο, πάντα

Είναι οι λέξεις που τις χρησιμοποιούμε σαν καραμέλες. Μας αρέσει να έχουμε κάτι στο στόμα, να το γυρνάμε, να το γλείφουμε. Να απασχολούμε τη γλώσσα και τον ουρανίσκο.

Είναι λέξεις που τις ξεστομίζουμε και την ίδια στιγμή τις φθείρουμε. Ειρήνη. Θάρρος. Πίστη. Υπομονή. Έρωτας, έρωτας και ξανά έρωτας.

Λέξεις σχεδόν νεκρές, ξέπνοες, με μια μεταφυσική εσάνς νεκροζώντανης ουτοπίας.

Η μαγεία που είχαν ετούτες οι λέξεις ψόφησε. Οι θεοί ψόφησαν. Οι διάολοι ψόφησαν. Έφραξαν τις λίμνες και τους ποταμούς. Γέμισαν τις θάλασσες, τις κοιλάδες και τους κάμπους.

Υπάρχει όμως δίπλα μου ένας ινδιάνος, ένας μάγος αθάνατος που γυρνά και τριγυρνά εκεί που δεν τον σπέρνουν. Είναι ο φίλος των παιδιών, ο προστάτης των ορμονών τους και ο φρουρός της μέθης τους.

Είναι ο ινδιάνος που έχει περάσει πολλές φορές από μπροστά μου. Σπάνια θα με πλησιάσει αν δεν βρω το θάρρος να τον πλησιάσω εγώ. Σπάνια θα μου μιλήσει αν δεν βρω το θάρρος να του μιλήσω.

Ακολουθεί πάντα την ίδια τελετουργία. Σηκώνει τα χέρια στον ουρανό, σαν να προσπαθεί να κρατήσει για λίγο τον ήλιο.

Αρχίζει να μιλά με καθαρή φωνή, σαν γαληνευτής θηρίων, σαν αιώνιος φίλος που βρήκε τη χαρά και θέλει να τη μοιραστεί.

Είναι ο άγιός μου, αυτός που δεν φόρεσε ποτέ φωτοστέφανο και δεν πίστεψε ούτε μια στιγμή στους αγίους.

Μου έλεγε πάντα τα ίδια λόγια κι ακόμα αυτά μου λέει, απλώς όσο μεγαλώνω τον ακούω όλο και πιο δυνατά.

Τον πρωτοσυνάντησα όταν ήμουν παιδί στους αγρούς και στα λιοστάσια. Ξαπλώσαμε πάνω στα χορτάρια, δίπλα στα λουλούδια, ακούγοντας τα τζιτζίκια και το λάλημα της κίσσας.

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια σου, μου λέει. Πέτα τους φόβους σου. Χέσε τις προσευχές και την άχρηστη πίστη που σου φορτώνουνε. Μην ελπίζεις σε τίποτε που δεν μπορείς να φτιάξεις ο ίδιος με τους συντρόφους σου, τα χέρια και το μυαλό σου. Ένας καινούργιος κόσμος γεννιέται κάθε στιγμή και είναι ο δικός σου.

Από ετούτη τη στιγμή και μετά τίποτε δεν είναι ίδιο. Τα πάντα αλλάζουν, αλαλάζουν, κρώζουν, γεννιούνται γαμιούνται και πεθαίνουν.

Τι είναι η ομορφιά; Τι είναι η μαγεία; Η γνώση πως είσαι ελεύθερος. Και είσαι ελεύθερος. Η γνώση πως η ζωή αρχίζει αυτή την κάθε στιγμή, που συμβαίνουν άπειρες αδιανόητες γέννες, απ’ την πιο τρελή συμφωνική ορχήστρα, που τα υγρά γεννητικά της όργανα αναπαράγουν τη ζωτική πνοή. Αναπαράγουν το υπερπέραν και το επέκεινα. Τον οντολογικό πληθωρισμό, τον συνουσιαζόμενο παράδεισο που έχασε το δρόμο του.

Ο ινδιάνος μου ξέρει ακόμα και το κροτάλισμα του θανάτου. Το έχει ζήσει. Πέρασε πάνω απ’ το θάνατο όπως περνούν οι αναστενάρηδες πάνω απ’ τα αναμμένα κάρβουνα για να πάνε σ’ έναν τόπο όπου δεν ακούγεται ο θόρυβος των χρυσών αλυσίδων που δένουν ιεραρχικά τους ανθρώπους.

Ο ινδιάνος μου, μού έμαθε να μην επιλέξω έναν θάνατο με πίστωση. Έγνοιες και ψευτοέγνοιες. Και τώρα ακόμα μου λέει, κοίτα τους νεκρούς που σφαγιάστηκαν κάτω απ’ το ψυχρό φεγγάρι. Και σήμανε. Σήμανε τη σάλπιγγά σου.  

[Ο,τι θέλει ο λαός] Του Αντώνη Αντωνάκου

Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία: Δημήτρης Δημητριάδης, «Οι Έλληνες που  κυβερνούν τους Έλληνες»

Μια παθητική θρηνωδία έρχεται σαν ιδεολογική ομίχλη πάνω απ’ τις καταστροφές που συσσωρεύει η Ιστορία. Ο ρομαντικός παράλυτος διανοούμενος, αφιονισμένος απ’ το πύον της ακαδημαϊκής χολής, καταδικάζει κάθε λογής βία εκτός απ’ την ολοδικιά του σκληρή και αποτρόπαιη προσταγή του καταδικασμού της.

Οι τάξεις έχουν εξαφανιστεί απ’ το οπτικό του πεδίο κι ένας θρησκευτικός μανιχαϊσμός κυβερνά τις βουλές της υποκριτικής ελευθερομανίας του.

Ο δυισμός ανάμεσα στα μέσα και το σκοπό δεν τον αφήνει να δει την πολεμική μηχανή της δύναμης και της κυριαρχίας που αλωνίζει ακόμα και τα κόκκαλα των σκλάβων για να κερδίσει ακόμα κι απ’ την τέφρα τους.

Ο ρομαντικός παράλυτος διανοούμενος βλέπει τη δουλοπρέπειά του απέναντι στην αστική τάξη ως ροπή προς μια κοινωνική ειρήνη, απαραίτητη για την πρόοδο και την ευημερία, μα κατά βάθος και κατά ύψος είναι μια ομολογία πίστης στη δύναμη της τάξης που τον συντηρεί με τις δάφνες του ελεύθερου εμπορίου.

Είναι αυτός που θα στρέψει με τον μονομερή του ανθρωπισμό ένα μέρος της εργατικής τάξης στο άλλο. Αυτός που ερμηνεύει το έγκλημα του Μένγκελε με ψυχολογικούς όρους. Αυτός που τα βιβλία του τα προορίζει για μανιφέστα μιας μικροαστικής ηθικής του βολέματος και των ίσων αποστάσεων. Μιας συγκαλυμμένης καταδίκης της επαναστατικής βίας που έρχεται σαν ανάχωμα στον πολεμοκάπηλο καπιταλιστικό ορθολογισμό.

Μόνο όταν τελειώσει ανεπανόρθωτα η ανθρώπινη ιστορία θα πάψει να υφίσταται η βία ως γεννήτρια νέων συνθηκών και νέων πεδίων ελευθερίας του ανθρώπου.

Η αληθινή δικαιοσύνη, θέλουμε δεν θέλουμε, είναι αυτή που αποδίδει ο καταπιεσμένος, άναρχα ή οργανωμένα, εκμηδενίζοντας τον αποκλειστικά δομημένο νόμο πάνω στα συμφέροντα της κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Ο κρατικός νόμος που είναι νομικός συμβιβασμός και διαιτησία μεταξύ ταξικών συμφερόντων είναι απλά και μόνο η στιγμή της ανακωχής του κοινωνικού πολέμου. Κι αυτός που αγκαλιάζει τον κρατικό νόμο αγλαΐζοντάς τον σαν τη βρεφοκρατούσα, γελοιοποιείται ανεπανόρθωτα στα μάτια όλων όσων δεν θέλουν να κρύβονται πίσω απ’ το δάχτυλο της ευκολίας ή μη του βιοπορισμού τους.

Επειδή αναβάθμισα τη μισθωτή μου σκλαβιά θα πρέπει να το βουλώσω αλλιώς θα με αναλάβει ο καταδότης του καταδικασμού της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Όλους τους καιρούς ετούτο το αρχετυπικό παραλήρημα των ίσων αποστάσεων απ’ το θύτη και το θύμα, τον εκμεταλλευόμενο και τον εκμεταλλευτή, λάμπει σαν διαμάντι πάνω στο στέμμα του ιδιοκτήτη μας.

Ξανά και ξανά λοιπόν θα πρέπει να τονιστεί πως η ελευθερία βρίσκεται στον ορίζοντα που ανοίγει ο μαρασμός του Κράτους, κάθε κράτους, μαζί και του εργατικού- στην πανανθρώπινη αταξική, α-κρατική κομμουνιστική κοινωνία. Και τούτο είναι βασανιστικό και αποτρόπαιο για τον ρομαντικό αναρχικούλη που βλέπει τον εχθρό και τη βία στα αγόρια και τα κορίτσια που δεν θέλουν αυτή τη σκατοζωή αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αλλάξουν.

Η χειρότερη μορφή βίας, κύριε οργανικέ διανοούμενε της δημιουργικής απάτης, είναι η χρηστομάθεια προς τον πεινασμένο και τον καταπιεσμένο, πως, η ζωή είναι ωραία και πως ακόμα και φτωχός ή μίζερος, εξαθλιωμένος ή βιασμένος πρέπει να την αναγνωρίζεις ως τέτοια, δηλαδή κάτσε και κλώσε τ’ αυγά σου.  

Επιτύμβιο μπαχαλάκια εις την νεκρόπολη των Αθηνών

Νεκρός άστεγος άνδρας σε περιοχή του Ηρακλείου – Candia Doc

Υπήρξα βέβηλος αστός
-παιδί της πράξης-
οι αριστεροί με λέγαν μπαχαλάκια
οι δεξιοί αρτίστα της καταστροφής
Ως να ξεσπάσει ο λοιμός της θεωρίας
ροχάλες έριχνα στα θέατρα στα σινεμά
ουρούσα στα παρτέρια των παρθένων
Εις τα καφέ Σκουφά Κολωνακίου και Ερπετών
ζητιάνευα μπισκότο
ναφθαλίνη για το ποίημα
Ο Δήμος Αθηναίων με επικήρυξε
με είπε αριβίστα και όνειδος των δρόμων
μουνόδουλο
ερωτικό καρκίνωμα
στο στρείδι μιας Σβετλάνας
Όμως εγώ υπήρξα βέβηλος αστός
-παιδί της πράξης-
με ζέσταιναν
τα δακρυγόνα
οι βρισιές
η ηχώ των βογκητών
και η λύσσα των σπερμάτων
Έβλεπα στα υπερώα του πύργου Αθηνών
τα γκόλντεν μπόιζ
να αποταμιεύουνε
αβνανισμό σε παγοκύστες
Έβλεπα να χαϊδολογούν σεισμούς
οι υπουργοί
να βάζουν δάχτυλα σε τρυφερά γυφτάκια
συνταξιούχοι δάσκαλοι
να κάνουν το πεντάευρω μασούρι
για να χωρέσει στη σχισμή
Έβλεπα τη σοκολάτα
να γυρνά από χέρι σε χέρι
για να γλυκάνει τη μαστούρα
Εγώ ο βέβηλος αστός
που κείτομαι εδώ νεκρός και νεκραναστημένος
Αποκηρύσσω τα διυλιστήρια Ασπροπύργου
Αποκηρύσσω τον λιμένα Πειραιώς
Αποκηρύσσω την εθνική οικονομία
Την αμερικάνικη πρεσβεία
Τον κινέζικο ιμπεριαλισμό
Αποκηρύσσω τα τσιμέντα και τις πίσσες
Σκάβω με το λοστό βαθειά
να βρω νερό
να βρω ξανά εσένα χώμα γη υπερφίαλο σύμπαν
να φιλήσω το αιδοίο σου στο στόμα
τη δροσερή εφηβεία σου Βία
να πιω

Ω! επανάσταση, πως γλίστρησες απ’ την αγκαλιά του πατερούλη στον καμπινέ του καπιταλιστή;

Stalin's Daughter Dies at 85 - The New York Times

Βλέπω, ακούω, νοιώθω γύρω μου από μικρός το παράλογο χέρι-χέρι με την ηθική που παράγει η αγελάδα της προπαγάνδας.

Η εκπαίδευση πρώτα κι έπειτα η ενημέρωση, που, στην καλύτερη περίπτωση βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που έχουν πολτοποιήσει τη συνείδησή τους, είναι οι δυο μάστιγες της ιδεολογικής μας σύγχυσης και της κοινής μας δυστυχίας.

Και λέω αυτό, γιατί μιαν επίφαση κοινωνικής ειρήνης αλλά και ένα αστικό πνεύμα πολιτικής ορθότητας, που μας επέβαλαν οι δυστυχισμένοι μας δάσκαλοι αλλά και οι τραγικά αμόρφωτοι άρα χειραγωγούμενοι δημοσιογράφοι του αστικού κανόνα, μάς έκανε να ντρεπόμαστε για την πραγματική καταγωγή μας αλλά κυρίως για το ταξικό μας συμφέρον.

Η πιο μαύρη δεξιά με έναν αναρχοκωλοπαιδισμό που φύτρωσε αργά και μεθοδικά στα ιδεολογικά παρτέρια της ρουφιάνας μεσαίας τάξης, μας έκανε να ντρεπόμαστε πολλές φορές για τις απόψεις μας κάνοντάς μας πιο λείους και πιο μαλθακούς, πιο εύκολους και πιο ευνουχιστικά γοητευτικούς.

Θυμάμαι από τη μια πάντα το μένος για τον Στάλιν, δημοσιογράφων, διανοουμένων, συγγραφέων, πολιτικών, ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ ή αλυσίδων πολιτισμού, νταβατζήδων της τοπικής ελίτ, εφοπλιστών, βιομηχάνων κι απ’ την άλλη μιαν ηλίθια εμμονική προσωπολατρία που λειτούργησε πιο πολύ ως αντίβαρο στην αντίδραση και την καπηλεία, χωρίς σοβαρό αναλυτικό υπόβαθρο κριτικής και αυτοκριτικής.

Θυμάμαι πάντα επίσης πως μπροστά στη χυδαία εξίσωση του Χίτλερ με τον Στάλιν, την οποία συστηματικά διακονούσαν τέκνα χουντικών και ευυπόληπτων δεξιών αλλά και αριστερών του εσωτερικού και της κυπ, έπεφτε μουγκαμάρα και μαύρη τρομάρα.

Αν έλεγες το αυτονόητο χαρακτηριζόσουν σταλινικός και πετιόσουν στον κάλαθο του διανοητικού περιθωρίου.

Η λέξη σταλινικός ηδονίζει ακόμα τους κυνόδοντες των παλαιοφασιστών αλλά και των τρέντι λιθοξόων της διαδικτυακής καβλοζάλης που μας  κυβερνούν, αλλά και των πλουμιστών παπαγάλων τους, κυρίως φιλελεύθερων κοινωνιολόγων που κοιμούνται δίπλα στη μασέλα του Καστοριάδη και στου μεθοδευμένου αντικομουνισμού τις κοσμικές γλύκες.

Η λέξη σταλινικός είναι αυτή που θα σε ακυρώσει, αυτή που θα κάνει το αυτονόητο να μοιάζει εξόχως παράλογο.

Αν εγώ, μαλακισμένα μου παιδιά, άσπονδοι σκύλοι της κοινής μας μιζέριας, σας πω κατάμουτρα πως τα λίγα που έχω, φάρμακα, φαγητό, ζεστό νερό, βιβλία, δεν μου τα χάρισε ο γιος του Πλεύρη ή ο γιος του Μάλλιου του αρχιβασανιστή ή ο γιος του Πατακού και του Σκαλούμπακα αλλά ο Στάλιν, θα μου φορέσετε στο πέτο εκείνο το άστρο που σε άλλους εποχές θα φορούσατε στους Εβραίους για να μη χάσουν το φωτεινό δρόμο προς τα κρεματόρια.

Αν υπήρξε κάποιος που έβαλε το δυναμίτη στον κώλο του καπιταλιστή φτάνοντας στην καρδιά της Ευρώπης, δίνοντας ίσως τη μεγαλύτερη τρομάρα στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αυτός ήταν ο πατερούλης μας ο Στάλιν.

Ένας πατερούλης που άλλοι τον αγιοποίησαν κι άλλοι τον κακοποίησαν φαιδρά για να κερδίσουν μισθό βραβείο δόξα αποδοχή.

Άλλος τον είδε τυφλά ως μπαμπά του, γυαλίζοντάς του τα μουστάκια όπως γυαλίζει ο Τίτος Πατρίκιος τα πόμολα της ακαδημίας Αθηνών κι άλλος ως τύραννο που κάθε πρωί κολάτσιζε τα βρέφη των τσιφλικάδων της ρωσικής στέπας.

Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει όμως εύκολα πίσω απ’ το δάχτυλο τού ενημερωτή της κοινής γνώμης-δηλαδή της κοινής μας αφασίας-το κωλοδάχτυλο του Κασιδιάρη που περιμένει στωικά πάλι την ώρα του, πριν βυθιστεί στον μελιστάλακτο δημοκρατικό μας πρωκτό. Τον αντισταλινικό και τον ελευθεριακό, βεβαίως βεβαίως.

Δύσκολα μπορεί κάποιος από μας-τα παιδιά του δημοκρατικού τόξου και της νατοϊκής ομπρέλας-να διαβάσει την ιστορία σωστά-με τα ταξικά γυαλιά του δικού του συμφέροντος δηλαδή -βλέποντας, πως, τα χιλιάδες χρόνια δουλείας και περιφρόνησης της ανθρώπινης ύπαρξης αργά ή γρήγορα θα δημιουργούσαν μιαν επαναστατική ορμή που θα ξήλωνε αρχιεπισκόπους, βασιλείς και τσάρους, θάβοντάς τους για πάντα στα πιο σκοτεινά πηγάδια της γης, ξέροντας όμως κατά βάθος, πως ετούτη η Λερναία Ύδρα του κακού ήθελε έναν αδίστακτο νεκροθάφτη, προσηλωμένο στο σκοπό τόσο όσο ο τράγος στο ιερό κατσάβραχο.

Ο Σκαλούμπακας ζει

Ο Λιγνάδης έκανε το Εθνικό Θέατρο, Εθνικό του Θέατρο

Η Μακρόνησος υπήρξε ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε.

Η σφαγή της Μακρονήσου το δίσεκτο έτος 1948, πρώτη μέρα της Άνοιξης, σηματοδότησε τους δύο κόσμους που συγκρούονταν τότε στην Ελλάδα. Τον κόσμο των αγωνιστών που βρεθήκανε στα χέρια του χασάπη και τον κόσμο των μαυραγοριτών και των νοικοκυραίων που δεν κατάλαβαν τίποτε.

O αστικός πολιτικός κόσμος και η πνευματική αστική διανόηση της εποχής βάφτισαν τη Μακρόνησο «Εθνική κολυμβήθρα» και «σύγχρονο Παρθενώνα».

Η Μακρόνησος όντως υπήρξε Παρθενώνας, ένας Παρθενώνας ντροπής και καταισχύνης. Ένας Παρθενώνας φτιαγμένος από δοσίλογους και καθάρματα, ένα θυσιαστήριο της ένοχης αστικής τάξης που 70 χρόνια μετά κρύβει τα εγκλήματά της καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Το γεγονός της σφαγής 350 άοπλων ανθρώπων, το επίσημο κράτος μέχρι σήμερα το έχει κρυμμένο στο γνωστό ντουλάπι.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη «…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δημήτρης Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»