Η μπαλάντα της ταξιθέτριας

όλο σιωπή, μαύρο σκοτάδι

κάτι ποιήματα με ακόντια και περικεφαλαίες

κάθε κορμί έχει τη μήτρα του

μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό

σαν στόρι παραθύρου

σαν βιολοντσέλο αρχαϊκό

ένα ιλαρό κόκκινο χρώμα.

Τι σκοτεινό το στήθος σου

γλυκιά μου ταξιθέτρια

που εμούδιασαν

όλα τα υπερώα

τι αντίχειρ εραστής

τι Δέλτα ανάμεσα μηρών

στέμμα των δεσποτάδων

για να διαβεί όσο πάει το μάτι

ο φαλλός

για να δοξάσει τα λιοστάσια

ο μαύρος τράγος

βαρώντας μ’ άγριες χτυπιές

το τρυφερό το άπειρο της νύχτας

βαρώντας με γαμήλιες αστραπές

τ’ απέραντο σκοτάδι.

Ω! ταξιθέτρια γλυκιά

πως μας καταβροχθίζεις

Ω! το εξπρές του οργασμού

καθώς γλιστρά στο τούνελ σου

μας ρίχνει στο βαθύ φαράγγι του θανάτου

μας βγάζει ως κάτω εκεί που γεννηθήκαμε.

Η αγία συρταριέρα

φέρτε μου τα σκυλιά, φέρτε μου τους αγγέλους

όλα βυθίζονται, όλα καρατομούνται

καθώς τα έλκει ο γκρεμός, καθώς σα το κογχύλι

στάζουνε τα χείλη της Αβύσσου

όπως δοξαστικά χτυπούνε τις φτερούγες τους

όπως σφαδάζουν τα κορμιά

όπως του Σαλβαδόρ η Αφροδίτη

της ηδονής η αγία συρταριέρα

χωρά πετσιά και τάματα

και τα λυγρά ψηφιδωτά, τις αστραπές

τη φούγκα του θανάτου

χωρά το σπέρμα την κραυγή

τις αφρισμένες χαίτες

τις μυρουδιές απ’ τα χαμάμ

τις μύγες, τις πεινασμένες τις γραφές

που τις βυζαίνουν χείλη τρυφερά

τα φλογερά βυζιά που στρογγυλέψαν

ωσάν χελιδονοφωλιές

σαν Ήπειρος περίλαμπρη με ζοφερό κλαρίνο

Ω! έθνος σπάσε τους ανδριάντες σου

γκρέμισε τις αψίδες

μονάχα Θερμοπύλες των μηρών

μονάχα χνούδι

Αντώνης Αντωνάκος

Επιστολή στα κορίτσια που γράφουνε ποιήματα

πιαστείτε από μια λέξη, από ένα βλέμμα

πιαστείτε απ’ τις θηλές σας

τραβήξτε τις σα λάστιχο

κι αφήστε τις λίγο πριν εκραγούν

λίγο πριν σας τυφλώσουν τα κομμάτια τους

ράψτε κορίτσια στο τομάρι σας τους στίχους

σαν τα σκληρά ναρκωτικά

ανάμεσα σε σιωπηλά σκουλήκια κοιμηθείτε

συνδράμετε το χάος με χώμα της πατρίδας

ώσπου ν’ ανάψουν τα αίματα κορίτσια

ώσπου να τηγανίσετε τ’ αυγό

κι αφήστε το

το λάδι να τσιρίζει

στο τέλος του ποιήματος το μήνυμα θα λάμψει

το πάθος σας σα τον αφρό της μπύρας θα γλιστρήσει

μεσ’ το λαρύγγι του θεατή

σαν το αίμα που ανεβαίνει στο κεφάλι

σαν την ψωλή που ως ρομφαία αρχαγγέλου

με φοβερό αλαλαγμό

που ως ποτάμιο ρεύμα θα εισέλθει

τραγουδιστά στη θάλασσα

εις το Αιγαίο αιδοίον σας.

Αντώνης Αντωνάκος

Ο ήλιος

ο ήλιος μόλις πέρασε ανάμεσα απ’ τα πυκνά σφεντάμια

άρχοντας που αναρριχιέται τις πλαγιές

σαλπίζει τους σπασμούς των κοριτσιών

κι ο φαροφύλακας έχει μια παιδική καρδιά

έχει ένα πρόσωπο γυμνό στα ακρωτήρια

παραμονεύει τα πουλιά με τη σφεντόνα του

αλείφει το ψωμί με βούτυρο και μέλι

μετράει στα δάχτυλά του τις σκιές

ανοίγει με τα δόντια του κονσέρβες

και μεσ’ τη μνήμη του σαλεύει μια γυμνή

κι ο ήλιος από πάνω του να καίει.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

Τα άγρια συμπόσια

πεθύμησα τα άγρια συμπόσια

τις απολαύσεις που είχαν

φαί, κρασί, κουλτούρα, σεξ

πεθύμησα τα πλούσια εδέσματα

τα αλμυρά ορεκτικά τα νώγαλα

σταφύλι, ρόδια, κούμαρα

μούρα της Αλεξάνδρειας

σύκα ξερά, σταφίδες

που φέρνουν όνειρα γλυκά

πεθύμησα τις δυναμωτικές τροφές

για το αφροδίσιο σφρίγος

χταπόδια, σαλιγκάρια, αυγά

σούπα από πέρδικα

αυγοτάραχο και εξαίσιο ταραμά

ψητό κρεμμύδι και θυμάρι Υμηττού

ρίγανη της Τενέδου

ρεπάνι της Μαντίνειας

χέλια της Κωπαίδας ερίφια της Μήλου

κάρδαμο της Μιλήτου

της Σκιάθου κέφαλο και σμέρνα του Σικελικού

ψάρια από τον Ελλήσποντο και τεύτλα των Θηβών

στρείδια και γουρουνόπουλα από τις Συρακούσες

ροφό αιολικό δοντά σερβιρισμένο ολόκληρο

στα κάρβουνα ψημένο και Χιώτικο κρασί γλυκό

απ’ τους νοτιάδες που φυσούν την εποχή του τρύγου

πεθύμησα την υγρασία των λουτρών

τα δάφνινα στεφάνια

τις κούπες που υψώναμε κάνοντας ιερές σπονδές

στον Διόνυσο, στον Πάνα
πεθύμησα τους στίχους του Αρχίλοχου

μέσα σε κείνη την αχλή του μεθυσιού

τη λύρα τη λυτρωτική τ’ αθώα κροταλίσματα

του μυστικού τυμπάνου

πεθύμησα τα υγρά αγριομούνια

που για τα όργια των θνητών

μονάχα ήταν πλασμένα.

Αντώνης Αντωνάκος

Τα κουκούλια

Ανέβαινα στο φυλάκιο 178 στο ύψωμα Προφήτη Ηλία πάνω απ’ το Σουφλί. Ηταν μεσημέρι, κατακαλόκαιρο. Με είχαν στείλει κακήν κακώς στο χωριό για κούρεμα. Το απόγευμα είχαμε επιθεώρηση από τον διευθυντή του θρησκευτικού επιτελείου και κάποιος καραβανάς του πυροβολικού διαπίστωσε πως ήμουν ακούρευτος. Ο σβέρκος μου ήταν ιδρωμένος. Τρίχες είχαν κολλήσει σε όλο μου το κορμί. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε. Αρχισα να ξύνομαι με μανία. Ο ανηφορικός δρόμος ήταν ένα μαρτύριο. Μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε κι έτσι ανέβαινα με τα πόδια ασθμαίνοντας.

Στα τελευταία σπίτια υπήρχε ένα χαμηλό σπίτι. Τον πρώτο καιρό που είχα ανέβει με μετάθεση και ήμουν εξοδούχος είδα στο παράθυρο μια γριά. Στεκόταν η μισή πίσω απ’ το παντζούρι. Στο πρόσωπό της διαγράφονταν λουρίδες απ’ τις γρίλιες. Η γριά πρόσεξε τα τσιγάρα που κρατούσα και καθώς πλησίαζα, άπλωσε το χέρι. Με φωνή ξεψυχισμένη μου είπε: «Δώσε μου ένα τσιγάρο, έχω μέρες να καπνίσω».

Απέναντι υπήρχε ένα μικρό καφενείο. Ημουν σίγουρος ότι μας παρακολουθούσαν. Με κοιτούσαν με μισό μάτι, έτσι καθώς είχα σταθεί κάτω απ’ το παράθυρο κοιτάζοντας αποσβολωμένος τα κοκαλιάρικα χέρια της γριάς. Δεν ξέρω ακόμα τι φοβήθηκα, αλλά δεν της έδωσα τσιγάρο. Της χαμογέλασα μάλλον αμήχανα και συγκαταβατικά, όπως χαμογελάνε στα επισκεπτήρια στους αρρώστους. Από τότε, όταν περνούσα μπροστά από κείνο το σπίτι, έβλεπα πίσω απ’ τις γρίλιες τις κόρες των ματιών της να γυαλίζουν και τα χείλη της να τρεμοπαίζουν. Ημουν σίγουρος πως μ’ έβριζε. Περνούσα πάντα απ’ αυτό το σπίτι αρκετά φοβισμένος, γεμάτος ενοχές για τη συμπεριφορά μου.

Τη μέρα της επιθεώρησης όμως δε σκεφτόμουν τίποτε απ’ όλα αυτά. Ανέβαινα βαριανασαίνοντας, περισσότερο πικραμένος για τα καψώνια που μας κάνανε, βλέποντάς τα όλα τόσα μάταια και θλιβερά. Ξεχάστηκα κι έκατσα στο πεζούλι κάτω απ’ το παράθυρο της γριάς. Είχα λαχανιάσει τόσο που με πονούσαν τα πνευμόνια μου. Προσπαθούσα να φανταστώ κάτι ευχάριστο, μα οι κακές σκέψεις έρχονταν με περισσότερο ζήλο. Τα πόδια μου πονούσαν και το στόμα μου είχε στεγνώσει. Ούτε σάλιο δεν είχα για να βλαστημήσω την τύχη μου. Κάποια στιγμή βλέπω τη γριά να βγαίνει από την πίσω πόρτα του σπιτιού. Μέσα φαινόταν το κουζινάκι. Στα χέρια της κρατούσε ένα ποτήρι με νερό. Πλησίασε και μου το πρόσφερε δίχως να πει κουβέντα. Οση ώρα έπινα το νερό κοιτούσα χαμηλά. Δεν ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια. Αυτή από πάνω μου κρατώντας τη μέση της, κοιτάζοντας με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις μου. Καθώς τελείωσα το νερό, κάτι ψιθύρισε κάνοντάς μου νόημα να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του σπιτιού. Δίστασα αλλά από ντροπή και μόνο τη συνόδευσα μες στο σπίτι. Θα ήταν ασυγχώρητο να κάνω την ίδια γκάφα για δεύτερη φορά. Στο κάτω κάτω μπορεί να χρειάζεται κάτι, σκέφτηκα. Γριά γυναίκα είναι. Ισως θέλει να τη βοηθήσω να σηκώσει κάτι βαρύ. Ισως να τις κάνω τίποτε ψώνια.

Προχωρήσαμε αρκετά αργά προς το εσωτερικό του σπιτιού. Διασχίσαμε την κουζίνα με το αναμμένο πετρογκάζ. Σ’ έναν τοίχο απέναντι υπήρχε φωτογραφία της Βουγιουκλάκη, μικρό κοριτσάκι διαφήμιζε τις πορτοκαλάδες ΕΨΑ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα βαζάκι ρίγανη. Το ανθοδοχείο ήταν γεμάτο μουχλιασμένο νερό μ’ ένα μπλε λουλούδι στην επιφάνεια. Το σπίτι είχε μια περίεργη βαριά αποφορά.

Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «θέλω να σου δείξω τα κουκούλια μου, γι’ αυτό σ’ έφερα μέχρι εδώ». Μιλούσε αργά, με μεγάλη δυσκολία. Ο λαιμός της ακουγόταν γδαρμένος.

Σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού υπήρχαν μαζεμένα κλαδιά λυγαριάς. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αυτοσχέδιες ψάθες από κομμένα καλάμια. Οι ψάθες ήταν καλυμμένες με φύλλα μουριάς. Αρχισε να μου λέει τότε πώς βγαίνουν οι κάμπιες απ’ τα αυγά, με τι λαιμαργία τρώνε τα φύλλα της μουριάς, πώς ακούγονται τα βράδια να μασουλάνε. Επειτα μου είπε πώς σκαρφαλώνουν πάνω στα κλαδάκια κι εκεί υφαίνουν το κουκούλι γύρω τους. Κλείνονται εκεί μέσα, ώσπου να μεταμορφωθούν από κάμπια σε χρυσαλλίδα κι από χρυσαλλίδα σε έντομο. Μετά από είκοσι μέρες ανοίγει το κουκούλι και βγαίνει η πεταλούδα. Είναι βαριά και δεν μπορεί να πετάξει. Ζει μερικές μέρες μονάχα. Γεννάει τα αυγά της και πεθαίνει.

Περιέγραψε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Βρήκε έπειτα ένα κομμένο τσιγάρο, το άναψε κι άρχισε να καπνίζει. Επιασε κουβέντα με τα φρέσκα κουκούλια. Γύρισε τότε προς το μέρος μου και μου είπε: «έχω παλιαρρώστια στο φάρυγγα, αλλά τι τα θες, έτσι και οι δικές μας ψυχές γίνονται πεταλούδες και θέλουν να πετάξουν, μα είναι τόσο φορτωμένες, τόσο τυραννισμένες που βαραίνουν απότομα και γκρεμίζονται». Εσκισε ένα χαρτί από εφημερίδα και μου τύλιξε μερικά άδεια κουκούλια. «Να τα πάρεις σπίτι σου για ενθύμιο», μου είπε.

Βγήκα απ’ το δωμάτιο κρατώντας στα χέρια μου τα τυλιγμένα κουκούλια. Εβγαλα απ’ την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα και το απίθωσα στο μάρμαρο της κουζίνας. Δεν το πρόσεξε. Οταν απομακρύνθηκα αρκετά, γύρισα πίσω και την είδα στο παράθυρο να φουμάρει.

Εφτασα στο φυλάκιο χωρίς να το καταλάβω. Η ώρα είχε περάσει. Τα …καντήλια και οι βρισιές έδιναν κι έπαιρναν. Ετρεξα να βάλω τη φόρμα παραλλαγής, αφού πρώτα τοποθέτησα τα κουκούλια μέσα στον πολιτικό μου σάκο.

Ημασταν όλοι τόσο ιδρωμένοι που νόμιζες ότι βρωμάει ολόκληρη η περιοχή. Μας έστησαν για αρκετή ώρα μες στον ήλιο, κάνοντας οπλασκήσεις μέχρι την άφιξη του στρατηγού. Καθώς χτυπούσα την κάννη του όπλου στον ώμο μου, πονούσα φρικτά.

Ο στρατηγός ανέβαινε στο φυλάκιο εν πομπή συνοδευόμενος από δύο στρατιωτικά τζιπ.

Μόλις κατέβηκε διαπίστωσα με έκπληξη ότι φορούσε ράσα. Μου ήρθε περίεργο, στρατηγός με ράσα. Πλησίασε προς το μέρος μας. Ο αξιωματικός που έδινε τα παραγγέλματα μας έκανε νόημα να του φιλήσουμε το χέρι. Σκύψαμε και του φιλήσαμε το χέρι. Είχα να κάνω κάτι τέτοιο απ’ το Δημοτικό, όταν μας στριμώχνανε κάθε Παρασκευή πρωί στην εκκλησία. Ο στρατηγός μας χαιρέτησε εγκάρδια. Μας ρώτησε αν είμαστε ευχαριστημένοι, τον τόπο καταγωγής κι άλλα τέτοια. Φυσικά, όλοι βρεθήκαμε ευχαριστημένοι.

Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του απέναντι στα βάθη της Τουρκίας. Βαριαναστέναξε και γυρίζοντας συγκινημένος προς το μέρος μας, είπε «έχουμε κι ένα καμπαναριό απέναντι μην το ξεχνάτε».

Τα χρώματα στα βάθη της Τουρκίας ήταν πορφυρά. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Τα πρώτα χωριά απέναντι άναβαν τα φωτάκια τους. Εγώ σκεφτόμουν τη γριά πάνω απ’ τα κουκούλια της να καπνίζει και να τους μιλά. Στην πίσω ακριβώς σειρά ακούστηκε ένας εθελοντής απ’ την Κατερίνη να ψιθυρίζει «να πας στο διάολο τραγόπαπα και συ και το καμπαναριό σου».

Του Αντώνη ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Εφημερίδα Ριζοσπάστης

Γλώσσα και εξέγερση

 
Το ζήτημα της γλώσσας βρίσκεται στην καρδιά όλων των αγώνων μεταξύ των δυνάμεων που μάχονται να καταργήσουν την παρούσα αλλοτρίωση κι αυτών που προσπαθούν να την διατηρήσουν· είναι αδιαχώριστο από το συνολικό πεδίο αυτών των αγώνων. Ζούμε μέσα στη γλώσσα όπως μέσα στον μολυσμένο αέρα. Αντίθετα με ό,τι νομίζουν οι ευφυολόγοι, οι λέξεις δεν παίζουν. Κι ούτε κάνουν έρωτα, όπως νόμιζε ο Μπρετόν, παρά μόνο στα όνειρα. Οι λέξεις εργάζονται – για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής. Και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν πλήρως αυτοματοποιηθεί· δυστυχώς για τους θεωρητικούς της πληροφορίας, οι λέξεις δεν είναι καθ’ εαυτές “πληροφοριακές”· ενσαρκώνουν δυνάμεις που μπορούν να αναστατώσουν τους πλέον προσεκτικούς υπολογισμούς. Οι λέξεις συνυπάρχουν με την εξουσία, κι έχουν μια σχέση ανάλογη μ’ αυτήν που έχουν οι προλετάριοι (είτε με τη σύγχρονη είτε με την κλασική έννοια του όρου) με την εξουσία. Τις βάζουν να δουλεύουν σχεδόν συνεχώς, τις εκμεταλλεύονται όλη την ώρα προσπαθώντας να ξεζουμίσουν απ’ αυτές οποιοδήποτε νόημα ή ανοησία, κι όμως παραμένουν ακόμη κατά μία έννοια ουσιαστικά ξένες κι άγνωστες.Η εξουσία παρουσιάζει μόνο το διαστρεβλωμένο, επίσημο νόημα των λέξεων· τις εξαναγκάζει, τρόπος του λέγειν, να χτυπάνε κάρτα, ορίζει τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία (όπου ορισμένες εμφανώς δουλεύουν υπερωρίες) και τις πληρώνει μεροκάματο. Σε σχέση με τη χρήση των λέξεων, ο Χάμπτυ Ντάμπτυ του Λιούις Κάρολ παρατηρεί σωστά ότι «Το ζήτημα είναι ποιος θα ’ναι ο κύριός τους – και τίποτ’ άλλο». Και δηλώνει, ως κοινωνικά υπεύθυνος εργοδότης, ότι πληρώνει υπερωριακά αυτές που απασχολεί υπερβολικά. Χρειάζεται επίσης να κατανοήσουμε την ανυπακοή των λέξεων, τη λιποταξία τους, την ξεκάθαρη αντίστασή τους – φαινόμενα που εκδηλώνονται σ’ όλη τη μοντέρνα γραφή (από τον Μπωντλαίρ μέχρι τους ντανταϊστές και τον Τζόις) ως συμπτώματα της γενικότερης επαναστατικής κρίσης της κοινωνίας.

Υπό τον έλεγχο της εξουσίας, η γλώσσα κατονομάζει πάντοτε κάτι διαφορετικό από την αυθεντική εμπειρία. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η συνολική της αμφισβήτηση είναι εφικτή. Η οργάνωση της γλώσσας έχει περιπέσει σε τέτοια σύγχυση ώστε η επιβαλλόμενη από την εξουσία επικοινωνία αποκαλύπτεται ως εξαπάτηση και κοροϊδία. Μία, σε εμβρυακό ακόμη επίπεδο, εξουσία της κυβερνητικής πασχίζει μάταια να υποτάξει τη γλώσσα στον έλεγχο των μηχανών που ελέγχει, κατά τρόπον ώστε η πληροφορία να καταστεί η μόνη δυνατή επικοινωνία. Όμως ακόμη και σ’ αυτό το πεδίο εκδηλώνονται αντιστάσεις· η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να θεωρηθεί ως προσπάθεια (προφανώς περιορισμένη και συγκεχυμένη) να αντιστραφεί η σχέση κυριαρχίας, μεταστρέφοντας τις μηχανές προς όφελος της γλώσσας. Όμως η πραγματική αντιπαράθεση είναι πολύ πιο γενική και πολύ πιο ριζοσπαστική. Καταγγέλλει κάθε μονόπλευρη “επικοινωνία”, είτε αυτή έχει την παλιά μορφή της τέχνης είτε τη σύγχρονη μορφή της ιδεολογίας της πληροφορικής. Αναγγέλλει μια επικοινωνία που υπονομεύει κάθε διαχωρισμένη εξουσία. Εκεί όπου υπάρχει επικοινωνία δεν υπάρχει κράτος.

Η εξουσία ζει χάρη σε κλεμμένα αγαθά. Δεν δημιουργεί τίποτε, επαναφομοιώνει. Αν δημιουργούσε το νόημα των λέξεων, δεν θα υπήρχε ποίηση – μόνο χρήσιμες “πληροφορίες”. Οι αντίπαλοί της δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με τη γλώσσα· οι αρνήσεις θα βρίσκονταν εκτός γλώσσας, θα ήταν καθαρά λεττριστικές. Τι άλλο είναι η ποίηση παρά η επαναστατική στιγμή της γλώσσας, αδιαχώριστη από τις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας και από την ιστορία της προσωπικής ζωής;

Ο ασφυκτικός έλεγχος της εξουσίας επί της γλώσσας είναι παρόμοιος με τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί στην ολότητα. Μόνο μια γλώσσα που έχει στερηθεί κάθε άμεση αναφορά στην ολότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση της πληροφορίας. Η πληροφορία είναι η ποίηση της εξουσίας, η αντι-ποίηση του νόμου και της τάξης, η διαμεσολαβημένη πλαστοποίηση του υπάρχοντος. Αντιθέτως, η ποίηση πρέπει να νοηθεί ως αδιαμεσολάβητη επικοινωνία εντός της πραγματικότητας και ως πραγματική μετατροπή αυτής της πραγματικότητας. Δεν είναι παρά η απελευθερωμένη γλώσσα, η γλώσσα που ανακτά τον πλούτο της, η γλώσσα που σπάει τις άκαμπτες σημασιοδοτήσεις της και συγχρόνως ενστερνίζεται λέξεις, μουσικές, κραυγές, χειρονομίες, ζωγραφική, μαθηματικά, γεγονότα, πράξεις. Και μ’ αυτόν τον τρόπο η ποίηση στηρίζεται στον πλούτο των δυνατοτήτων να ζήσει κανείς και ν’ αλλάξει τη ζωή του σε μια δεδομένη κοινωνικοοικονομική δομή. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η σχέση της ποίησης με την υλική της βάση δεν είναι σχέση μονόπλευρης υποτέλειας αλλά αλληλεπίδρασης.

Η επανανακάλυψη της ποίησης μπορεί να γίνει αδιαχώριστη από την επανεφεύρεση της επανάστασης, όπως έχει φανεί σε συγκεκριμένες φάσεις της μεξικάνικης, της κουβανέζικης και της κονγκολέζικης επανάστασης. Εκτός όμως των επαναστατικών περιόδων, οπότε οι μάζες γίνονται ποιητές εν δράσει, οι μικροί κύκλοι της ποιητικής περιπέτειας μπορούν να θεωρηθούν τα μόνα μέρη όπου ζει ακόμα η επαναστατική ολότητα – μη συνειδητή αλλά τόσο κοντινή δυνατότητα, σαν τη σκιά ενός απόντος προσώπου. Αυτό που ονομάζουμε ποιητική περιπέτεια είναι κάτι δύσκολο, επικίνδυνο και ουδέποτε εγγυημένο (είναι, στην πραγματικότητα, το σύνολο των συμπεριφορών που είναι σχεδόν αδύνατες σε μια δεδομένη εποχή). Μπορούμε να είμαστε σίγουροι μόνο για το τι δεν είναι πλέον η ποιητική περιπέτεια: η ψευδής, επίσημα ανεκτή ποίηση. Έτσι, ενώ ο σουρεαλισμός στο αποκορύφωμα της επίθεσής του ενάντια στην καταπιεστική τάξη της κουλτούρας και της καθημερινής ζωής μπορούσε σωστά να ορίσει το οπλοστάσιό του ως «ποίηση χωρίς ποιήματα εάν είναι αναγκαίο», το ζήτημα σήμερα για την Καταστασιακή Διεθνή είναι μια ποίηση αναγκαστικά χωρίς ποιήματα. Όσα λέμε για την ποίηση δεν έχουν καμιά σχέση με τους διανοητικά καθυστερημένους αντιδραστικούς οποιασδήποτε νεοστιχοπλοκής, ακόμα κι αν αυτή ακολουθεί τον λιγότερο απαρχαιωμένο μορφικό μοντερνισμό. Να πραγματώσουμε την ποίηση δεν σημαίνει παρά συγχρόνως κι αδιαχώριστα να δημιουργήσουμε τόσο γεγονότα όσο και τη γλώσσα τους.

Οι γλώσσες οποιασδήποτε κοινωνικής υποομάδας –είτε πρόκειται γι’ αυτές των άτυπων ομαδοποιήσεων της νεολαίας είτε για τις γλώσσες που αναπτύσσουν τα σημερινά πρωτοποριακά ρεύματα για εσωτερική τους χρήση καθώς αναζητούν την ταυτότητά τους είτε για εκείνες που σε προηγούμενες εποχές μεταφέρθηκαν μέσω της υπάρχουσας ποιητικής παραγωγής, όπως το trobar clus και το dolce stil nuovo– όλες αυτές στοχεύουν και επιτυγχάνουν μια ορισμένη άμεση, διαφανή επικοινωνία, αμοιβαία αναγνώριση, συμφωνία. Όμως αυτές οι απόπειρες υπήρξαν το έργο μικρών, ποικιλοτρόπως απομονωμένων ομάδων. Οι γιορτές και τα γεγονότα που δημιούργησαν παρέμεναν υποχρεωτικά οριοθετημένα. Ένα από τα προβλήματα της επανάστασης είναι πώς θα ομοσπονδιοποιηθούν αυτού του είδους τα σοβιέτ, αυτά τα επικοινωνιακά συμβούλια, έτσι ώστε να διαχυθεί παντού μια άμεση επικοινωνία που δεν θα χρειάζεται πλέον να καταφεύγει στα δίκτυα επικοινωνίας του εχθρού (δηλαδή στη γλώσσα της εξουσίας) και θα ’ναι ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες της.

Το ζήτημα δεν είναι να βάλουμε την ποίηση στην υπηρεσία της επανάστασης, αλλά μάλλον να βάλουμε την επανάσταση στην υπηρεσία της ποίησης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο η επανάσταση δεν προδίδει το ίδιο της το εγχείρημα. Δεν θα επαναλάβουμε το λάθος των σουρεαλιστών, οι οποίοι τέθηκαν στην υπηρεσία της επανάστασης τη στιγμή ακριβώς που αυτή είχε πάψει να υπάρχει. Συνδεδεμένος με την ανάμνηση μιας μερικής επανάστασης που συνετρίβη ταχύτατα, ο σουρεαλισμός ταχύτατα μετεβλήθη σε έναν ρεφορμισμό του θεάματος, σε μια κριτική συγκεκριμένων μορφών του κυρίαρχου θεάματος η οποία εκπορευόταν από την δεσπόζουσα οργάνωση του θεάματος. Οι σουρεαλιστές φαίνεται ότι παρέβλεψαν το γεγονός ότι κάθε εσωτερική βελτίωση ή εκσυγχρονισμός του θεάματος μεταφράζεται από την εξουσία στη δική της κωδικοποιημένη γλώσσα, της οποίας το κλειδί κατέχει αποκλειστικά.

Όλες οι επαναστάσεις γεννήθηκαν μέσα στην ποίηση, δημιουργήθηκαν πρώτ’ απ’ όλα χάρη στη δύναμη της ποίησης. Είναι ένα φαινόμενο που εξακολουθεί να διαφεύγει από τους θεωρητικούς της επανάστασης –και πράγματι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν κανείς εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος στην παλιά αντίληψη για την επανάσταση ή για την ποίηση–, το οποίο όμως γενικώς έχει γίνει αντιληπτό από τους αντεπαναστάτες. Η ποίηση όποτε εμφανίζεται τους φοβίζει· κάνουν ό,τι μπορούν για να απαλλαγούν απ’ αυτήν, χρησιμοποιώντας κάθε είδους εξορκισμό, από την καταδίκη στην πυρά μέχρι τις καθαρές στιλιστικές μελέτες. Η κάθε στιγμή αληθινής ποίησης, η οποία έχει «όλο το χρόνο του κόσμου πίσω της», ζητάει σταθερά να αναπροσανατολίσει όλο τον κόσμο κι ολόκληρο το μέλλον προς τον δικό της σκοπό. Κι όσο διαρκεί, απαιτεί την εξάλειψη των συμβιβασμών. Επαναφέρει στο προσκήνιο όλες τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Ο Φουριέ και ο Πάντσο Βίγια, ο Λωτρεαμόν και οι dinamiteros των Αστούριας –που οι επίγονοί τους εφευρίσκουν σήμερα νέες μορφές απεργιών–, οι ναύτες της Κρονστάνδης και του Κιέλου, κι όλοι αυτοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μαζί μας ή χωρίς εμάς, που προετοιμάζονται για την μακρά επανάσταση, είναι οι αγγελιοφόροι της νέας ποίησης.

Η ποίηση γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρα ο κενός χώρος, η αντιύλη της καταναλωτικής κοινωνίας, αφού δεν είναι καταναλώσιμη (σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια του καταναλώσιμου αντικειμένου: ένα αντικείμενο που έχει ισότιμη αξία για καθέναν από τη μάζα των απομονωμένων παθητικών καταναλωτών). Η ποίηση δεν είναι τίποτα όταν τσιτάρεται, μπορεί μόνο να μεταστρέφεται, να επανενεργοποιείται. Διαφορετικά, η μελέτη της ποίησης του παρελθόντος καταντάει ακαδημαϊκή άσκηση. Η ιστορία της ποίησης γίνεται απλώς τρόπος διαφυγής από την ποίηση της ιστορίας – αν ως ιστορία δεν αντιλαμβανόμαστε τη θεαματική ιστορία των κυρίαρχων, αλλά την ιστορία της καθημερινής ζωής και τις δυνατότητες απελευθέρωσής της, την ιστορία κάθε προσωπικής ζωής και την πραγματοποίησή της.

Δεν πρέπει να αφήσουμε αμφιβολίες για το ρόλο των “συντηρητών” της παλιάς ποίησης, αυτών που συντελούν στη διάδοσή της, τη στιγμή που το κράτος, γι’ αρκετά διαφορετικούς λόγους, εξαλείφει τον αναλφαβητισμό. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν απλώς ένα ιδιαίτερο είδος διοργανωτών εκθέσεων σε μουσεία. Ένας μεγάλος αριθμός ποιητικών έργων διατηρείται με φυσικό τρόπο σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά οι τόποι, οι στιγμές ή οι άνθρωποι που θα τα αναζωογονήσουν, θα τα επικοινωνήσουν, θα τα χρησιμοποιήσουν. Και δεν θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν παρά μόνο με τον τρόπο της μεταστροφής, αφού η κατανόηση της ποίησης του παρελθόντος έχει αλλάξει, εξαιτίας τόσο της απώλειας όσο και της απόκτησης γνώσεων· κι ακόμη, επειδή κάθε φορά που παλαιότερη ποίηση μπορεί να επανανακαλύπτεται με δραστικό τρόπο, αποκτά σε μεγάλο βαθμό νέο νόημα, αφού τοποθετείται στο πλαίσιο διαφορετικών γεγονότων. Πάνω απ’ όλα όμως, μια κατάσταση όπου η ποίηση μπορεί να υπάρξει δεν πρέπει να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος (τα ανεστραμμένα ερείπια της ιστορίας της ποίησης που παρουσιάζονται ως λαμπρά ποιητικά μνημεία). Μια τέτοια κατάσταση τείνει προς την επικοινωνία –και την πιθανή επικράτηση– της δικιάς της ποίησης.

Τη στιγμή που η ποιητική αρχαιολογία αποκαθιστά συλλογές παλαιότερης ποίησης, και μάλιστα με απαγγελίες ειδικών σε δίσκους βινυλίου για το νεοαναλφάβητο κοινό που δημιουργεί το σύγχρονο θέαμα, όσοι ασχολούνται με την πληροφορία προσπαθούν να απαλλαγούν απ’ όλα τα “πλεονάσματα” ελευθερίας, έτσι ώστε απλώς να μεταδίδουν διαταγές. Οι θεωρητικοί της αυτοματοποίησης στοχεύουν σαφώς στην παραγωγή μιας αυτόματης θεωρητικής σκέψης, περιορίζοντας και εξαλείφοντας τις ποικιλίες τόσο στη ζωή όσο και στη γλώσσα. Όμως αυτές εξακολουθούν να τους κάθονται στο λαιμό! Οι μεταφραστικές μηχανές, για παράδειγμα, που αρχίζουν να εξασφαλίζουν την πλανητική τυποποίηση της πληροφορίας συγχρόνως με την πληροφοριακή αναθεώρηση του πολιτισμού που προηγήθηκε, πέφτουν θύματα του ίδιου τους του προγραμματισμού, από τον οποίο αναπόφευκτα διαφεύγουν τα νέα νοήματα που μπορεί να αποκτήσει μία λέξη καθώς και οι προηγούμενες διαλεκτικά αντιφατικές της σημασίες. Έτσι η ζωή της γλώσσας –η οποία συνδέεται με τις εξελίξεις στη θεωρητική κατανόηση («Οι ιδέες βελτιώνονται· το νόημα των λέξεων συμμετέχει σ’ αυτή τη βελτίωση»)– εξορίζεται από το μηχανιστικό πεδίο του επίσημου λόγου. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η ελεύθερη σκέψη μπορεί να οργανώνεται κρυφά, απρόσιτη από τις τεχνικές της πληροφοριακής αστυνομίας. Η αναζήτηση ευκρινών σημάτων και στιγμιαίας δυαδικής ταξινόμησης συνδέεται τόσο ξεκάθαρα με την υπάρχουσα εξουσία που απαιτεί μια αντίστοιχη κριτική. Ακόμη και με τις πλέον παραληρηματικές διατυπώσεις τους, οι θεωρητικοί της πληροφορίας δεν είναι παρά αδέξιοι προάγγελοι του μέλλοντος που έχουν επιλέξει, του ίδιου αυτού θαυμαστού καινούριου κόσμου για τον οποίο εργάζονται οι κυρίαρχες δυνάμεις της παρούσας κοινωνίας – την ενίσχυση του κράτους της κυβερνητικής. Είναι οι υποτελείς των αρχόντων του τεχνοκρατικού φεουδαλισμού που συγκροτείται σήμερα. Δεν υπάρχει αθωότητα στα καραγκιοζιλίκια τους· είναι οι γελωτοποιοί του βασιλιά.

Η επιλογή μεταξύ της ιδεολογίας της πληροφορίας από τη μια και της ποίησης από την άλλη δεν έχει πλέον να κάνει με την ποίηση του παρελθόντος, όπως ακριβώς και οι διάφορες παραλλαγές που προέκυψαν από το κλασικό επαναστατικό κίνημα δεν μπορούν πλέον, οπουδήποτε στον κόσμο, να θεωρηθούν μέρος μιας πραγματικά εναλλακτικής λύσης στην επικρατούσα οργάνωση της ζωής. Η καταδίκη τους μας ωθεί να αναγγείλουμε την ολική εξαφάνιση της ποίησης με τις παλιές μορφές παραγωγής και κατανάλωσής της, και συγχρόνως την επιστροφή της με μορφές δραστικές κι αιφνίδιες. Η εποχή μας δεν χρειάζεται πια να εξαντλεί την έμπνευσή της σε ποιητικούς ρυθμούς· πρέπει να τους θέτει σ’ εφαρμογή.

Να σε κυβερνούν σημαίνει

«Να σε κυβερνάνε σημαίνει να σε παρακολουθούν, να σ΄επιθεωρούν να σε κατασκοπεύουν, να σε κατευθύνουν, να σ΄εγκλωβίζουν σε νόμους, να σε ρυθμίζουν, να σε καταγράφουν, να σου κάνουν κατήχηση, να σου κάνουν κήρυγμα, να σε ελέγχουν, να σε μετρούν, να σε ζυγίζουν, να σε λογοκρίνουν, να σε διατάζουν άνθρωποι που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα ούτε τη γνώση ούτε την αρετή. Να σε κυβερνάνε σημαίνει να σε καταγράφουν, να σε ταξινομούν, να σε ελέγχουν, να σε φορολογούν, να σε σφραγίζουν, να σε μετρούν, να σε υπολογίζουν, να σε καταχωρούν σαν πατέντα, να σου δίνουν άδεια, να σ΄εξουσιοδοτούν, να σε οπισθογράφουν, να σε επιπλήττουν, να σε μπερδεύουν, να σε τροποποιούν, να σε τιμωρούν, να σε συλλαμβάνουν σε κάθε λειτουργία, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση. Σημαίνει να σε φορολογούν, να σου πίνουν το αίμα, να σου ζητάνε λύτρα, να σ΄εκμεταλλεύονται,να σε μονοπωλούν, να σε εκβιάζουν, να σε στίβουν, να σε εξαπατούν, να σε ληστεύουν με την πρόφαση του γενικού συμφέροντος · ύστερα από την ελάχιστη αντίσταση, στην πρώτη διαμαρτυρία, να σε καταπιέζουν, να σε καταδικάζουν σε πρόστιμο, να σε βρίζουν, να σε ενοχλούν, να σε παίρνουν από πίσω, να σε τρομοκρατούν, να σε δέρνουν, να σε αφοπλίζουν, να σε στραγγαλίζουν, να σε φυλακίζουν,να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν να σε εκτοπίζουν, να σε ξυλοκοπούν άγρια, να σε πουλάνε, να σε προδίδουν, και τελικά να σε περιγελάνε, να σε βρίζουν, να σ΄εξευτελίζουν, να σου καταρακώνουν την αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η κυβέρνηση, αυτή είναι η δικαιοσύνη της, αυτή είναι η ηθική της.»

Η Καταισχύνη των Ποιητών του Benjamin Peret

Ο Benjamin Peret (1899-1959) από το 1922 μέχρι και τον θάνατό του παρέμεινε ένας αμετανόητος πρόμαχος της σουρρεαλιστικής περιπέτειας, αλλά και (ήδη από το 1927) του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, διατηρώντας πάντοτε δεσμούς με τον επαναστατικό σοσιαλισμό, για μια περίοδο (1936-1948) και ως μέλος της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της 4ης Διεθνούς. Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε παρακάτω αποτελεί μια εξαιρετικά διεισδυτική πολεμική για εκείνους που διαπραγματεύονται τις λογοτεχνικές τους «αρετές» στην αγορά των κυρίαρχων αξιών, αυτών των απατηλών ήλιων που κατασιγάζουν το αγριεμένο μάτι μέσα στον ορίζοντα της καταπίεσης. Για τον Peret, και γι’ αυτό παρέμεινε ως το τέλος ανυπότακτος, το αφετηριακό αίτημα δεν έπαψε ποτέ να είναι η επαναστατικοποίηση της υποκειμενικότητας, μέσα από την ποίηση που κατακτά την αυτοτέλειά της ακριβώς γιατί εναντιώνεται στην ανελεύθερη πραγματικότητα, ή, παρεμβάλλοντας κάποιες αποστροφές του Herbert Marcuse, ακριβώς γιατί «μιλά την γλώσσα μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας» και «επικαλείται εικόνες και ανάγκες απελευθέρωσης, που φθάνουν ως τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης», αρθρώνοντας «την εμπειρία όχι μόνο μιας επί μέρους τάξης, αλλά όλων των καταπιεσμένων». Ο Μανόλης Λαμπρίδης μετέφρασε αυτό το κείμενο και το δημοσίευσε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Κριτική» (7/8) το 1960, για να ανατυπωθεί αργότερα στο «Πεζοδρόμιο» (12) από την «Διεθνή Βιβλιοθήκη». Είναι ίσως περιττό να τονίσουμε την σημασία της πολεμικής του Peret σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, της οποίας η πολιτισμική παραγωγή έχει εμποτιστεί βαθιά από το έργο των «ποιητών του Αιγαίου» και των υμνωδών του σταλινισμού, τη στιγμή μάλιστα που ο σουρρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ να εκλαμβάνεται ως ένα ακόμα «στυλ» ανάμεσα στα άλλα, ακίνδυνο, αποσπασμένο από οποιαδήποτε συλλογική δραστηριότητα, και κυρίως στερημένο από τον ίδιο τον «ένθετο διαλεκτικό πυρήνα» (W.Benjamin) της συνειδητά εξασκούμενης ονειρικής παραφοράς. Με αυτήν την έννοια, οφείλουμε κάτι παραπάνω από την δυνατότητα μιας απολαυστικής ανάγνωσης στον Μανόλη Λαμπρίδη που, κόντρα στο ρεύμα της τρέχουσας φιλολογίας, μετέφρασε την «Καταισχύνη των Ποιητών», στην γλώσσα που τόσο συχνά στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για να εξαρθεί ο ελληνικός θεός και η ελληνική πατρίδα, οι εγχώριες, δηλαδή, φαντασμαγορικές επισφραγίσεις της νίκης των εχθρών της ποίησης.

Β.Ι.

Αν αναζητήσει κανείς την πρωταρχική σημασία της ποίησης που σήμερα είναι κρυμμένη κάτω από χίλια δυο γυαλιστερά ψευτοστολίδια της κοινωνίας θα διαπιστώσει ότι είναι η αληθινή πνοή του ανθρώπου, η πηγή κάθε γνώσης, και αυτή η ίδια η γνώση με την πιο άσπιλη όψη της. Σ’ αυτήν συμπυκνώνεται όλη η πνευματική ζωή της ανθρωπότητας από τότε που άρχισε να παίρνει συνείδηση για τη φύση της. Μέσα σ’ αυτήν σπαρταρούν τώρα οι υψηλότερες δημιουργίες της και, γη ανεξάντλητα γόνιμη, φυλάει μέσα της παντοτεινά τους ακατέργαστους κρυστάλλους και τη συγκομιδή του Αύριο. Θεότητα προστατευτική με χίλια πρόσωπα, την ονομάζουν εδώ αγάπη, εκεί ελευθερία, αλλού επιστήμη. Παραμένει παντοδύναμη, κοχλάζει μέσα στο παραμύθι του Εσκιμώου, ξεσπάει μέσα στο ερωτικό γράμμα, μυδροβολεί το εκτελεστικό απόσπασμα που τουφεκίζει τον εργάτη που αφήνει μια τελευταία πνοή για την κοινωνική επανάσταση, δηλαδή για ελευθερία, σπινθηρίζει μέσα στην ανακάλυψη του σοφού, λιποθυμάει, αναιμική ως και στα πιο ηλίθια κατασκευάσματα που παίρνουν τ’ όνομά της, και η ανάμνησή της εγκώμιο που θα μπορούσε να είναι επιτάφιο εισδύει ακόμα και μέσα στα μουμιοποιημένα λόγια του πάστορα, του δολοφόνου της, που τον ακούει ο πιστός γυρεύοντάς την, τυφλός και κουφός, στον τάφο του δόγματος, όπου δεν είναι πια παρά μονάχα απατηλή σκόνη. Οι αναρίθμητοι δυσφημιστές της, αληθινοί και ψεύτικοι παπάδες, πιο υποκριτές απ’ τους λειτουργούς όλων των εκκλησιών, ψευδομάρτυρες όλων των εποχών, την κατηγορούν πως είναι μέσο απόδρασης, φυγής μπροστά στην πραγματικότητα, σάμπως να μην ήταν η ίδια η πραγματικότητα, η ουσία της και η έξαρσή της. Αλλά, ανίκανοι να συλλάβουν την πραγματικότητα στο σύνολό της και στις πολύπλοκες σχέσεις της, θέλουν να βλέπουν μονάχα την πιο πρόχειρη και την πιο ελεεινή της όψη. Παρατηρούν μονάχα τη μοιχεία χωρίς ποτέ να νιώθουν τον έρωτα, το βομβαρδιστικό αεροπλάνο χωρίς να φέρνουν στον νου τους τον Ίκαρο, το περιπετειώδες μυθιστόρημα χωρίς να καταλαβαίνουν την διηνεκή ποιητική λαχτάρα, τη στοιχειώδη και βαθιά, την οποία, μάταια, φιλοδοξεί να ικανοποιήσει. Καταφρονούν το όνειρο για χάρη της πραγματικότητά τους, σάμπως το όνειρο να μην ήταν μια απ’ τις όψεις της και μάλιστα η πιο συνταραχτική, εξαίρουν τη δράση σε βάρος του στοχασμού, σα να μην ήταν η πρώτη χωρίς το δεύτερο ένα sport, τόσο ασήμαντο όσο και κάθε sport. Άλλοτε αντιτάσσανε το πνεύμα στην ύλη, στον άνθρωπο το θεό τους. Σήμερα υπερασπίζονται την ύλη εναντίον του πνεύματος. Στην πραγματικότητα, δίνουν αξία στην λογική σε βάρος της ενόρασης, ξεχνώντας από πού αναβλύζει αυτή η λογική. Οι εχθροί της ποίησης, σ’ όλες τις εποχές, είχανε την σκοτούρα πώς να την υποτάξουν στους άμεσους σκοπούς τους, να την συνθλίψουν κάτω από το θεό τους, ή τώρα, να την αλυσοδέσουν στην υπηρεσία της νέας θεότητας, μαύρης ή «κόκκινης» – κοκκινόμαυρης από ξεραμένο αίμα πολύ πιο αιματοβαμμένης από την παλιά. Γι’ αυτούς η ζωή και ο πολιτισμός συνοψίζονται σε χρήσιμο και σε άχρηστο, κι εξυπονοείται ότι αυτό το χρήσιμο παίρνει τη μορφή μιας τσάπας, που χρησιμοποιείται προς όφελός τους. Γι’ αυτούς, η ποίηση δεν είναι παρά η πολυτέλεια του πλούσιου, αριστοκράτη ή τραπεζίτη, κι αν θέλει να είναι «ωφέλιμη» στη μάζα, οφείλει να υποταχθεί στην μοίρα των «εφηρμοσμένων», των «διακοσμητικών», των «οικοκυρικών» κλπ. τεχνών. Από ένστικτο νιώθουν ωστόσο ότι η ποίηση είναι το «Β Φθ ΤΜ» του Αρχιμήδη, και φοβούνται μήπως, αν σαλέψει, ο κόσμος τους έρθει πίσω κατακέφαλα. Γι’ αυτό, και ο ζήλος τους να την βεβηλώνουν, να της αρνούνται κάθε αποτελεσματική ενέργεια, κάθε αξία έξαρσης, για να της δώσουν τον υπερβολικά παρηγορητικό ρόλο μιας αδελφής του Ελέους. Όμως ο ποιητής δεν είναι για να υποθάλπει στον άλλον μια φαντασιώδη ελπίδα, επίγεια ή επουράνια, ούτε να αφοπλίζει τα πνεύματα, εμφυσώντας τους απεριόριστη εμπιστοσύνη σ’ έναν πατέρα ή έναν αρχηγό, που κάθε κριτική εναντίον του θα ήταν ιεροσυλία. Εντελώς το αντίθετο: ο ποιητής είναι εκείνος που προφέρει πάντα τα βέβηλα λόγια και τις αιώνιες βλασφημίες. Ο ποιητής πρέπει πριν απ’ όλα να συνειδητοποιήσει τη φύση του και τη θέση του μέσα στον κόσμο. Εφευρέτης, για τον οποίον η ανακάλυψή του είναι μόνο το μέσο για να πετύχει μια καινούργια ανακάλυψη, πρέπει να πολεμάει χωρίς σταματημό τους καταλυτές θεούς που πέφτουν με λύσσα πάνω στον άνθρωπο για να τον κρατούν υπόδουλο στους δυνατούς της κοινωνίας και στη θεότητα, που αλληλοσυμπληρώνονται. Θα είναι λοιπόν επαναστάτης, μα όχι απ’ αυτούς που πολεμούν το σημερινό τύραννο, τον αποτρόπαιο στα μάτια τους γιατί βλάφτει τα συμφέροντά τους, για να εγκωμιάσουν την εξοχότητα του αυριανού καταπιεστή, που από τώρα κιόλας του είναι υπηρέτες. Όχι! Ο ποιητής αγωνίζεται εναντίον κάθε καταπίεσης: του ανθρώπου από άνθρωπο πρώτα πρώτα και της καταπίεσης της σκέψης του από τα θρησκευτικά, φιλοσοφικά ή κοινωνικά δόγματα. Μάχεται για να αποκτήσει ο άνθρωπος συνείδηση για τον εαυτό του και για το σύμπαν, που ολοένα να γίνεται και πιο τέλεια. Απ’ αυτό δεν βγαίνει πως θέλει να βάλει την ποίηση στην υπηρεσία μιας πολιτικής δράσης, έστω κι επαναστατικής. Αλλά η ιδιότητά του ως ποιητή τον κάνει επαναστάτη που πρέπει να μάχεται σ’ όλα τα πεδία. Στην περιοχή της ποίησης με τα μέσα που προσιδιάζουν σ’ αυτήν, και στην περιοχή της κοινωνικής δράσης, χωρίς ποτέ να συγχέει τα δυο πεδία δράσης, αλλιώς ξαναφέρνει τη σύγχυση που πάει να διαλύσει, και συνεπώς παύει να είναι ποιητής, δηλαδή επαναστάτης. Οι πόλεμοι όπως αυτός που υφιστάμεθα, γίνονται μόνο και μόνο προς όφελος ενός συνασπισμού όλων των οπισθοδρομικών δυνάμεων, και σημαίνουν κοντά στ’ άλλα, σταμάτημα της εκπολιτιστικής ανάτασης που καταστρέφεται απ’ αυτές τις οπισθοδρομικές δυνάμεις, που τις απειλούσε ο πολιτισμός. Αυτό είναι τόσο φανερό, που δε χρειάζεται να επιμείνομε. Μοιραία συνέπεια αυτής της προσωρινής ήττας του πολιτισμού είναι ένας θρίαμβος του αντιδραστικού πνεύματος, και πρώτα πρώτα του θρησκευτικού σκοταδισμού, αναγκαίου επιστεγάσματος κάθε αντίδρασης. Θα χρειαζόταν να ανατρέξουμε πολύ μακριά στην ιστορία για να βρούμε μιαν άλλη εποχή, όπου η επίκληση του Θεού, του Παντοδυνάμου, της Θείας Πρόνοιας κλπ. να είναι τόσο συχνή από τους αρχηγούς κρατών ή για τα προνόμιά τους. Ο Τσόρτσιλ δεν εκφωνεί σχεδόν κανένα λόγο χωρίς να εξασφαλίσει την προστασία του θεού, το ίδιο κάνει κι ο Ρούσβελτ, ο Ντε Γκολ τάσσεται υπό την αιγίδα του Σταυρού της Λορραίνης, ο Χίτλερ επικαλείται κάθε μέρα τη θεία πρόνοια και οι κάθε λογής μητροπολίτες ευχαριστούν, από το πρωί ως το βράδυ, τον Κύριο για τη σταλινική αγαθοεργία. Χωρίς να είναι από μέρους τους μια ασυνήθιστη εκδήλωση, η στάση τους δίνει το χρίσμα σε μια γενική αντιδραστική κίνηση, ενώ ταυτόχρονα δείχνει τον πανικό τους. Κατά τον προηγούμενο πόλεμο, οι κληρικοί της Γαλλίας διακήρυσσαν επίσημα ότι ο θεός δεν ήταν Γερμανός, ενώ απ’ την άλλη όχθη του Ρήνου, οι όμοιοί τους διεκδικούσαν γι’ αυτόν την γερμανική ιθαγένεια, και ποτέ οι εκκλησίες της Γαλλίας π.χ. δεν είδανε τόσους πιστούς όσο από την αρχή των σημερινών εχθροπραξιών. Από πού προέρχεται αυτή η αναγέννηση του φιντεϊσμού; Πρώτα πρώτα από την απελπισία που γεννάει ο πόλεμος και η γενική αθλιότητα · ο άνθρωπος δε βλέπει καμιά διέξοδο πάνω στη γη στη φοβερή του κατάσταση, ή δεν τη βλέπει ακόμα, και ζητάει σ’ έναν φανταστικόν ουρανό παρηγοριά για τα υλικά του δεινά, που ο πόλεμος τα έκαμε πιο βαριά σε ανήκουστες διαστάσεις. Ωστόσο, κατά την ασταθή εποχή την λεγόμενη Ειρήνη, οι υλικές συνθήκες της ανθρωπότητας, που προκάλεσαν την παρηγορητική θρησκευτική αυταπάτη, υπήρχαν, αν και με λιγότερη οξύτητα, και ζητούσαν επιτακτικά να ικανοποιηθούν. Η κοινωνία βρισκόταν μπροστά στην αργή διάλυση του θρησκευτικού μύθου χωρίς τίποτε να μπορεί να τον αντικαταστήσει παρά μόνο πολιτικές ζαχαρίνες: πατρίδα ή αρχηγός. Μερικοί, μπροστά σε τούτα τα υποκατάστατα που εξυπηρετούν τον πόλεμο και τους όρους της ανάπτυξής του τά ‘χουν χαμένα, χωρίς ελπίδα σωτηρίας άλλη από την επιστροφή στην καθαρή και απλή θρησκευτική πίστη. Άλλοι, κρίνοντάς τα ανεπαρκή και άχρηστα, ζήτησαν ή να τ’ αντικαταστήσουν με νέα μυθικά παράγωγα ή να ξαναζωντανέψουν τους παλιούς μύθους. Εξού η γενική αποθέωση μέσα στον κόσμο, αφ’ ενός του χριστιανισμού της πατρίδας και του αρχηγού αφ’ ετέρου. Όμως η πατρίδα και ο αρχηγός, όπως και η θρησκεία της οποίας είναι μαζί κι αδέλφια κι ανταγωνιστές, δεν έχουν πια σήμερα άλλο μέσο να επιβάλλονται πάνω στα πνεύματα από τον καταναγκασμό. Ο σημερινός τους θρίαμβος, καρπός μιας στρουθοκαμηλικής αντίδρασης, μακριά απ’ το να σημαίνει τη φανταχτερή αναγέννησή τους προμηνύει το επικείμενο τέλος τους. Αυτή η νεκρανάσταση του θεού, της πατρίδας και του αρχηγού υπήρξε το αποτέλεσμα της αφάνταστης σύγχυσης των πνευμάτων που τη γέννησε ο πόλεμος και τη συντήρησαν όσοι είχαν συμφέροντα απ’ αυτόν. Έτσι, η πνευματική ζύμωση που γεννιέται απ’ αυτήν την κατάσταση, στο βαθμό που εγκαταλείπεται κανείς στο ρεύμα, παραμένει ολοκληρωτικά οπισθοδρομική κάτω από την επίδραση ενός αρνητικού παράγοντα. Τα προϊόντα της παραμένουν αντιδραστικά, είτε είναι «ποίηση» προπαγάνδας φασιστικής ή αντιφασιστικής, είτε θρησκευτικής έξαρσης. Αφροδισιακά για γέρους, δίνουν ένα πρόσκαιρο σφρίγος στην κοινωνία, για να σωριαστεί μόνον ευκολότερα κεραυνωμένη. Αυτοί οι «ποιητές» δεν έχουν τίποτα το κοινό με τη δημιουργική σκέψη των Επαναστατών του Έτους ΙΙ (1) ή της Ρωσίας του 1917 π.χ. ή των μυστικών ή των αιρετικών του Μεσαίωνα, γιατί ο προορισμός τους είναι να προκαλούν μια πλασματική έξαρση στη μάζα, ενώ εκείνοι οι επαναστάτες και οι μυστικοί ήταν προϊόν μιας αληθινής και βαθιάς συλλογικής έξαρσης που τα λόγια τους τη διερμήνευαν. Εκφράζανε, λοιπόν τη σκέψη και την ελπίδα ενός ολόκληρου λαού, διαποτισμένου από τον ίδιο μύθο ή εμψυχωμένου από την ίδια ορμή, ενώ η «ποίηση» προπαγάνδας πάει να δώσει λίγη ζωή σ’ ένα μύθο, που ψυχορραγεί. Πολιτικά τροπάρια, έχουν την ίδια δύναμη ν’ αφιονίζουν, όπως και τα πρότυπά τους τα θρησκευτικά, που τη συντηρητική τους λειτουργία έχουν κατ’ ευθείαν κληρονομήσει, γιατί αν η μυθική, η μετέπειτα μυστική, ποίηση δημιουργεί τη θεότητα, τα τροπάρια εκμεταλλεύονται αυτήν την ίδια τη θεότητα. Παρόμοια και ο επαναστάτης του Έτους ΙΙ και του 1917 δημιουργούσε τη νέα κοινωνία, ενώ ο σημερινός πατριώτης και ο σταλινικός επωφελούνται απ’ αυτήν. Παραβάλλοντας τους επαναστάτες του Έτους ΙΙ και του 1917 με τους μυστικούς του Μεσαίωνα δε σημαίνει καθόλου πως τους βάζομε στο ίδιο επίπεδο, όμως προσπαθώντας να κατεβάσουν στη γη τον φανταστικό παράδεισο της θρησκείας οι πρώτοι, μας αποκαλύπτουν ψυχολογικές εξελίξεις ανάλογες με κείνες που ανακαλύπτομε στους δεύτερους. Ακόμα πρέπει να κάνομε διάκριση ανάμεσα στους μυστικούς που τείνουν παρά τη θέλησή τους στην εδραίωση του μύθου και προπαρασκευάζουν άθελά τους τους όρους που οδηγούν στο να καταλήξει θρησκευτικό δόγμα και στους αιρετικούς που ο πνευματικός και κοινωνικός τους ρόλος είναι πάντα επαναστατικός, γιατί γυρίζουν και ξανασυζητούν τις αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο μύθος για να μουμιοποιηθεί μέσα στο δόγμα. Πράγματι, αν οι ορθόδοξος μυστικιστής (μα μπορούμε να μιλάμε για ορθόδοξο μυστικιστή;) διερμηνεύει κάποια σχετική υποταγή στα παραδεδομένα, ο αιρετικός, αντί γι’ αυτό εκφράζει πάντα μιαν αντίθεση προς την κοινωνία όπου ζει. Μόνο οι κληρικοί βλέπουν τα πράγματα με το ίδιο μάτι με τους σημερινούς αμύντορες της πατρίδας και του αρχηγού, γιατί έχουν τον ίδιο παρασιτικό ρόλο ως προς το μύθο. Μου φτάνει για παράδειγμα για τα παραπάνω ένας μικρός τόμος που εκδόθηκε τελευταία στο Rio-de-Janeiro: Η τιμή των Ποιητών (Honneur des poθtes), που περιέχει μια επιλογή από ποιήματα δημοσιευμένα παράνομα στο Παρίσι κατά τη ναζιστική κατοχή. Ούτ’ ένα απ’ αυτά τα ποιήματα δεν ξεπερνάει τη λυρική στάθμη της διαφήμισης φαρμάκων και δεν είναι τυχαίο το ότι αυτοί που τα έγραψαν νόμισαν χρέος τους, στη μεγάλη τους πλειονότητα, να ξαναγυρίσουν στην κλασσική ρίμα και στον κλασσικόν αλεξανδρινό στίχο. Η μορφή και το περιεχόμενο βρίσκονται αναγκαστικά σε στενότατη σχέση μεταξύ τους, επιδρώντας μέσα σ’ αυτούς τους «στίχους» το ένα πάνω στο άλλο, σ’ ένα φρενιασμένο αγώνα δρόμου προς τη χειρότερη αντίδραση. Έχει πράγματι σημασία το ότι τα πιο πολλά απ’ αυτά τα κείμενα συνενώνουν σφιχτά το χριστιανισμό και τον εθνικισμό, λες και ήθελαν ν’ αποδείξουν ότι δόγμα θρησκευτικό και δόγμα εθνικιστικό έχουν κοινή προέλευση και ταυτόσημη κοινωνική λειτουργία. Και ο τίτλος ακόμα της συλλογής, Honneur des poθtes, από την άποψη του περιεχομένου του, παίρνει ένα νόημα ξένο προς κάθε ποίηση. Τελικά η τιμή αυτών των «ποιητών» συνίσταται στο ότι έπαψαν να είναι ποιητές για να γίνουν διαφημιστές. Στον Loys Masson το μείγμα θρησκεία-εθνικισμός περιέχει σε μεγαλύτερη αναλογία φιντεϊσμό και σε μικρότερη πατριωτισμό. Στην πραγματικότητα περιορίζεται να κεντάει πάνω στον κατηχισμό: Χριστέ μου, κάμε να αντλήσει η προσευχή μου δύναμη από τις βαθιές τις ρίζες. Κάμε με άξιο του φωτός αυτού της γυναικός μου στο πλευρό μου Να πάω χωρίς να τρέμω προς το λαό τούτον των αλυσίδων που ως η Μαρία με την κόμη του τον λούζει. Ξέρω πως πίσω από τους λόφους προχωρεί το πλατύ σου βήμα. Ακούω τον Ιωσήφ τον από Αριμαθείας να συνθλίβει τα λιπόθυμα στάχια πάνω στον Τάφο. Και το κλήμα να ψάλλει ανάμεσα στους τσακισμένους βραχίονες του ληστή του εσταυρωμένου. Σε βλέπω: ως άγγιξε την ιτιά και την κληματαριά κάθησε η άνοιξη στ’ αγκάθια του στεφάνου. Φεγγοβολούν: Ας σκιρτήσομε από λύτρωση, ας σκιρτήσομε ταξιδιώτες. Ω! Ας περάσουν από μέσα μας κι ας μας κάνουνε στάχτη αν είν’ αυτός ο δρόμος τους προς τα δεσμά Η δόση είναι σχεδόν ίσα και ίσα στον Pierre Emmanuel: Ω Γαλλία, άραφε χιτώνα της Πίστεως, που την ερύπαναν πόδια λιποταχτών και οι εμπτυσμοί. Ω χιτώνα γλυκιάς ανάσας που την ξεσκίζει η τρυφερή φωνή σκληρά των υβριστών Ω χιτώνα από το αγνότερο λινάρι της Ελπίδας Εσύ ‘σαι πάντα το μοναδικό ρούχο εκείνων που ξέρουν τι αξίζει νά ‘σαι γυμνός ενώπιον του Θεού… Συνηθισμένος στα «αμήν» και στα λιβανίσματα του Στάλιν, ο Aragon, δεν τα κατάφερε μολαταύτα τόσο καλά όσο οι προηγούμενοι να συνταιριάσει το Θεό και την πατρίδα. Ξαναβρίσκει τον πρώτο, αν μπορώ να το πω έτσι, «ξυστά» και κείνο που πετυχαίνει είναι ένα κείμενο που κάνει να κιτρινίζει από τη ζήλεια το συγγραφέα της γαλλικής ραδιοφωνικής κοινοτοπίας: «Έπιπλα με τη μάρκα Λεβιτάν μ’ εγγύηση ποτέ δεν σπαν». Είν’ ο καιρός για τη μεγάλη αγωνία Όταν ευαγγελίζεται στο Vaucouleurs η Ιωάννα Ω! Κόψτε κομματάκια τη Γαλλία Η μέρα μ’ ένα τέτοιο φως ωχρό χυμένο Ο βασιλιάς των θλίψεών μου παραμένω. Όμως, ο Paul Eluard, ο μόνος που υπήρξε ποιητής απ’ όλους αυτούς που έχει μέσα η ανθολογία, είναι εκείνος στον οποίο οφείλομε το πιο ολοκληρωμένο πολιτικό τροπάριο: Στο λιχούδικο το τρυφερό σκυλί μου Στα σηκωτά του αυτιά Στ’ αδέξιο πόδι του Γράφω τ’ όνομά σου. Στον τσίγκο της πόρτας μου Στου σπιτιού μου τ’ αντικείμενα Στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς Γράφω τ’ όνομά σου… Εδώ, παρεμπιπτόντως, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η μορφή τροπαρίου ταιριάζει στα πιο πολλά απ’ αυτά τα ποιήματα, χωρίς άλλο εξαιτίας της ιδέας της ποίησης και της θρηνωδίας, με την οποία συνάπτεται, και της διάστροφης ροπής προς την ηδονή του πόνου, που η χριστιανική υμνολογία προσπαθεί να εμβάλλει στον άνθρωπο, για να γίνει άξιος της βασιλείας των ουρανών. Ακόμα και ο Aragon και ο Eluard άλλοτε άθεοι, θεωρούν υποχρεωμένον τον εαυτό τους, ο ένας να επικαλείται στα έργα του τους «αγίους και τους προφήτες», τον «τάφο του Λαζάρου», κι ο άλλος να προσφεύγει στην υμνογραφία, χωρίς άλλο για να συμμορφωθεί προς το περιβόητο σύνθημα: «οι κληρικοί μαζί μας». Στην πραγματικότητα όλοι οι ποιητές αυτού του βιβλίου ξεκινούν χωρίς να τ’ ομολογούν ούτε και στον εαυτό τους, από μιαν εσφαλμένη ιδέα του Guillaume Apollinaire, που την κάνουν ακόμα χειρότερη. Ο Apollinaire ήθελε να θεωρεί τον πόλεμο σαν ένα θέμα ποιητικό. Όμως, αν ο πόλεμος, ως μάχη και απαλλαγμένος από κάθε πνεύμα εθνικισμού, μπορεί, έστω, να παραμένει θέμα ποιητικό, δεν είναι το ίδιο και για ένα εθνικιστικό σύνθημα, ακόμα και αν το έθνος, όπως η Γαλλία, είναι κάτω από την άγρια καταπίεση των ναζί. Το διώξιμο του καταπιεστή και η προπαγάνδα μ’ αυτό το νόημα ανήκουν στη δικαιοδοσία της πολιτικής, κοινωνικής και στρατιωτικής δράσης, σύμφωνα με το αν αντιμετωπίζει κανείς αυτό το διώξιμο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, η ποίηση δεν έχει άλλο τρόπο να παρέμβει στη διαμάχη παρά μονάχα με τη δράση που προσιδιάζει σ’ αυτήν, με την ίδια τη δική της πολιτισμική σημασία. Αφήνει τους ποιητές να λάβουν μέρος ως επαναστάτες στην εκμηδένιση του ναζί εχθρού, με επαναστατικές μεθόδους, χωρίς ποτέ να ξεχνούν ότι αυτή η τυραννία ανταποκρινόταν στην ευχή, φανερή ή κρυφή, όλων των εχθρών πρώτα πρώτα των δικών μας, έπειτα των ξένων της ποίησης, θεωρούμενης ως καθολικής απελευθέρωσης του ανθρώπινου πνεύματος, γιατί, για να παραφράσομε τον Marx, η ποίηση δεν έχει πατρίδα, αφού είναι όλων των καιρών και όλων των τόπων. Θα είχαμε πολλά να πούμε ακόμα για την ελευθερία, που τόσο την επικαλούνται σ’ αυτές τις σελίδες. Πρώτα πρώτα, για ποια ελευθερία πρόκειται; Για την ελευθερία για λίγους να καταπιέζουν το σύνολο των ανθρώπων, ή για την ελευθερία αυτών των ανθρώπων να συνετίσουν τους λίγους προνομιούχους; Την ελευθερία για τους πιστούς να επιβάλλουν το θεό τους και την ηθική τους πάνω σ’ ολάκερη την κοινωνία, ή για την ελευθερία γι’ αυτήν την κοινωνία να απορρίψει το θεό, τη φιλοσοφία του και την ηθική του; η ελευθερία είναι σα μια «αέρινη επίκληση» έλεγε ο Andrι Breton, και για να εκπληρώσει το ρόλο της αυτή η «αέρινη επίκληση» πρέπει πρώτα πρώτα να πετάξει όλα τα μιάσματα του παρελθόντος, που μολύνουν αυτό το βιβλίο. Όσο τα κακά πνεύματα της θρησκείας και της πατρίδας θα αλωνίζουν μέσα στο χώρο της κοινωνίας και του πνεύματος, οποιαδήποτε μεταμφίεση κι αν έχουν δανειστεί, καμιά ελευθερία δε θα είναι νοητή. Πρέπει πρώτα πρώτα να διωχτούν, για να ‘ρθει η ελευθερία. Αυτό είναι όρος θεμελιώδης. Κάθε «ποίημα» που εξαίρει μια «ελευθερία» θεληματικά απροσδιόριστη, και αν ακόμα δεν είναι στολισμένη με θρησκευτικά ή εθνικιστικά γνωρίσματα, πρώτα, παύει να είναι ποίημα, και ύστερα, γίνεται εμπόδιο στην καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου, γιατί τον παραπλανά, δείχνοντάς του μια «ελευθερία» που καλύπτει καινούργιες αλυσίδες. Αντίθετα, από κάθε αυθεντικό ποίημα βγαίνει μια πνοή ακέραιας και δρώσας ελευθερίας, κι αν ακόμα δε γίνεται επίκληση αυτής της ελευθερίας με την πολιτική ή κοινωνική μορφή της, και, γι’ αυτό, συμβάλλει στην πραγματική απελευθέρωση του ανθρώπου.

Μεξικό, Φεβρουάριος 1945

Μετάφραση: Μανόλη Λαμπρίδη

(1) Εννοεί τη χρονολογία της Γαλλ. Επαναστάσεως (Σ.τ.μ.) Το κείμενο αναδημοσιεύεται από http://spartakos.okde.org/keimena/s68_b_peret.htm


Μη!

μη φοβάστε το θάνατο, τα δηλητήρια, τα χαρτιά της εφορίας

τη μόλυνση, το άπειρο, τον ύπνο, το χώμα, τις καμπάνες

να γράφετε ποιήματα αγγελτήρια θανάτου, να γράφετε

του σκοταδιού ποιήματα, ν’ αποστηθίζετε την άβυσσο

και το ζεστό βυζί της ειμαρμένης, να παίζετε πεντόβολα

του Άδη το σκοτάδι, να σκάβετε τη γη με το κουτάλι

να δίνετε γλυκό φιλί στα ζούδια, να έχετε στύση αδιάκοπα

να μη στερέψουν οι πηγές της τρέλας, να ανταλλάσετε πυρά

με τους απελπισμένους, να ρίχνετε στις κότες καλαμπόκι,

μυδράλια να χαρίζετε στους φίλους, να ακούτε Ρέκβιεμ

να ακούτε τον άνεμο
να γράφετε σε μπόλικο χαρτί

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ