Φίκι φίκι κάτω απ’ το αλμυρίκι Ή Πατριδογνωσία μαλακών μορίων

Αποτέλεσμα εικόνας για Rimaldas Viksraitis

Φωτό: Iwase Yoshiyuki (1904-2001)

Το ελληνικό καλοκαίρι έφτασε, πάλι έτοιμο να βυθιστεί στο μύθο του και στις ιδανικές του αρετές.

Επειδή βλέπω τον ήλιο να έρχεται κατά πάνω μου, λέω, ας γίνει το θέλημά του. Ας τραβήξει τη σάρκα μου με τα δόντια του για να φανερώσει όλες τις ιδιοτροπίες των εκφυλισμένων μου νευροδιαβιβαστών.

Να βγάλει στην επιφάνεια τα πλοκάμια της ευχαρίστησης και του πόνου, της επιθυμίας και του φόβου, της στέρησης και της απόλαυσης. Ο ήλιος, αυτό το σκήπτρο του μοναχικού οδοιπόρου, που δεν έχει αστικές έγνοιες και ειδικούς σκοπούς, του οδοιπόρου που είναι αφοσιωμένος εξ ολοκλήρου στην αργία και στην ηδονή, μέσω των οποίων γίνεται κοινωνός του μεγάλου όλου της φύσης, επινοώντας ξανά την πιο πρωτόγονη μορφή ευτυχίας.

Ένας μοναχικός οδοιπόρος, όμως, σχεδόν νεκρός, κάτι περισσότερο από ετοιμοθάνατος, ένα είδος που καθρεφτίζεται στη λάμψη της φαντασίωσής μας.

Μια μορφή σχεδόν εξατμισμένη απ’ τον πολιτισμό, ανάλογη της καταδιωκτικής απειλής των συμφερόντων της αγοράς που μας πάει σαν τα κουτάβια στις ξαπλώστρες και στις ελεγχόμενες ηδονές.

Μια μορφή που δύσκολα μπορεί να βρει ξανά τους τόνους και την τεχνική της στωικής αταραξίας.

Μια μορφή, που, εμείς, οι αποστάτες της μικροαστικής τάξης προσπαθούμε να αναστήσουμε, είτε με τα χίπικα αναθέματα του γυμνισμού είτε με την αδιαφορία για τις μέριμνες του βιοπορισμού κάτω απ’ το ξεκολιαστικό λιοπύρι.

Μα για ακόμα μια φορά το πνεύμα της αγοράς και της συνήθειας είναι αυτό που ενθαρρύνει τη μικροαστική μας πλήξη και την υπαρξιακή μας ανία, αφήνοντάς μας έρμαια στα παιχνίδια της άμμου και στα σχέδια απόδρασης τα οποία διακηρύσσουν την ελευθερία μας, αλλά στην πραγματικότητα μας ενσωματώνουν μέσα στην ψευτοζωή αναγνωσμάτων της οκάς που γράφτηκαν από δυστυχισμένες κυρίες ή συνταξιούχους ιατρούς.

Άκληροι τύποι εκ πεποιθήσεως, ζωσμένοι την ιδιοτροπία του μοναδικού μας εαυτού, νεόπλουτοι ταπεινής καταγωγής, έμπλεοι επαναστατικής ορμής, καταφθάνουμε απ’ τα αστικά μας βοσκοτόπια στις παραλίες, με κείνα τα ονειροπόλα μωρουδίσια μάτια μας, πίσω από τους κοκάλινους σκελετούς των γυαλιών, συντροφιά πάντα με τις διστακτικές μας φωνές και τη μοιρολατρία των λεπτεπίλεπτων χειρονομιών μας.

Τέκνα, που η τάξη μας από νωρίς μας υποσχέθηκε αυτό το ελάχιστο εγγυημένο χαρτζιλίκι ώστε να γράφουμε ποιήματα, να ονειροπολούμε και να κάνουμε έρωτα ή επανάσταση ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος των περιστάσεων.

Τέκνα που ασκούμαστε στη διακήρυξη ενός μπουκοφσκικού μίσους για την τάξη μας, το οποίο όμως διαθέτει μια πολύ οικεία μικροαστική γεύση.

Αφήνοντας τελικά στο κεφάλι μας έγνοιες για το σπίτάκι και το εισόδημα, την καλοπέραση και την αυριανή ευκολία στο αστικό λατρεμένο βοσκοτόπι, αυτά τα χοντρά σχοινιά δηλαδή με τα οποία η ανώτερη τάξη κατεβάζει τις ανάγκες της κατώτερης τάξης στον ομαδικό δικτυωμένο τάφο.

Μια απελπιστική ρουτίνα που δεν μας έχει αφήσει καν το προνόμιο να αηδιάζουμε δημιουργικά.

Μια ρουτίνα που άλλους μας έκανε προφήτες της δικής μας αλήθειας και άλλους νευρωτικούς ακτιβιστές, επιβάλλοντας την εικόνα μιας οιονεί αταξικής κοινής λογικής πάνω στην επαναστατική διαλεκτική.

Οι κλάψες μας κατάφεραν να μεταμορφώσουν την πολιτική πάλη από αναγκαστική απόφαση σε αντικείμενο κατανάλωσης.

Αντί λοιπόν να βουλώσουμε τα δουλοπρεπή στόματα αρχίσαμε να κάνουμε πιρουέτες για να μας προσέξουν διασκεδάζοντας ένα ευρύ κοινό με ανασφαλές ή ανύπαρκτο γούστο.

Μέσα σ’ αυτή την παρδαλή ποικιλία της απελπισίας υπήρξαμε οι βασανισμένοι ηλίθιοι.

Μιμηθήκαμε εμείς οι ίδιοι την απελπισία της μπουρζουαζίας παράγοντας πνευματικά προϊόντα που δεν μπορούν καν να πουληθούν.

Παρατηρητές ενός προλεταριάτου που γίνεται δύσμορφο, διότι το δικό μας αραχνοΰφαντο πέπλο αριστερής ή μη, μελαγχολίας, υποκινεί την τυφλότητα της αδράνειάς μας, περιμένοντας ως αυτoεκπληρούμενη προφητεία, τον πολιτικό αρραβώνα των κοριών με τις εργατικές αρβύλες.

Η ανακολουθία συνείδησης και πράξης είναι αυτό που συνιστά το αυθεντικά κτηνώδες και το απάνθρωπο.

Είναι αυτό που κάνει τους χυμούς του κοινωνικού σώματος να ξεραίνονται και να σαπίζουν, παραδίδοντας εντελώς αβοήθητες τις όποιες λεκτικές επαναστατικές ορμές στις δυσλειτουργίες του πεπτικού μας συστήματος.

Ανήκουμε στην τάξη που κατάφερε να κάνει το ταξικό κίνημα ένα κίνημα αιρέσεων. Ένα κίνημα εγωισμών που κατουράν την ίδια θάλασσα και γεύονται την αμμωνία στο ίδιο αλάτι.

Να, ιδού το ελληνικό καλοκαίρι με την αφρώδη δαντέλα του.

Iδού, μια τρίχα που φυτρώνει στον κώλο μου, μια σμηγματογόνος κύστη που αναπτύσσεται ανεπαίσθητα ως τα βάθη της παλαβής μου καρδιάς.

Free Thinking Zώα Ή Καμιά ψήφος χαμένη

Αποτέλεσμα εικόνας για ζευγος πατουλη κιτσ

Ο Himmler υπήρξε ένας αποτυχημένος ζωγράφος. Ένας βαθειά τραυματισμένος άνθρωπος με φαρισαϊκή αυταρέσκεια που διέθετε μιαν αταλάντευτη ροπή προς την τάξη και την ομοιομορφία, δηλαδή προς το έγκλημα.

Ήταν όμως στην πραγματικότητα ο αγρονόμος που παντρεύτηκε μια νοσοκόμα. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννήθηκαν μέσα από τη συζυγική φαντασία μιας αδερφής νοσοκόμας κι ενός αρχιτέκτονα κοτετσιών.

Το νοσοκομείο και ο ορνιθώνας υπήρξαν τα θεμέλια της φαντασίωσης που υπάρχει πίσω απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο ναζισμός έκανε τον ανθρωποδιορθωτισμό κανόνα, αφού ο μεσσιανισμός του διατυμπάνιζε τη σωτηρία της ανθρώπινης φυλής απ’ τον εκφυλισμένο της εαυτό.

Με την ευκολία που μπορούσε να κάψει βιβλία, ζωγραφιές, παρτιτούρες μπορούσε να κάψει και ανθρώπους.

Τα μέσα που διέθετε ο ναζισμός στην ακμή του ήταν πρωτόγονα σε σχέση με τα σημερινά τεχνολογικά καλούδια. Στην πραγματικότητα ο ναζισμός εξελίχτηκε και επιβίωσε χάρη στη διαβολική γοητεία της δύναμης με την οποία η εκάστοτε εξουσία εμπνέει το ποίμνιό της.

Κάθε εξουσία αποτελούσε και αποτελεί ανασκευή των κανόνων και κανονισμών του ναζισμού, διότι, είναι ιστορικά προφανές και επιστημονικά αποδείξιμο πως πίσω απ’ τα μεγαλουργήματά του αλλά και πίσω απ’ τα ερείπιά του η ιδεολογία σταματά εκεί όπου αρχίζει το έγκλημα.

Και το έγκλημα είναι συνυφασμένο πάντα με την επικράτηση της δύναμης του ισχυρού.

Ο ισχυρός είναι αυτός που συντονίζει την μαζική επιτήρηση. Ο ισχυρός είναι αυτός που μπορεί να ρίξει μια κλανιά που θα ακουστεί ίσα με ο Δία. Ο ισχυρός είναι αυτός που με ακαδημαϊκό δόλο ταυτίζει την ανθρώπινη ελευθερία με την οικονομία της αγοράς.

Ο καπιταλισμός δυνάμωσε και εδραιώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα απ’ τη φοβερή προσφορά του ναζισμού.

Ο αφομοιωμένος ναζισμός μπόρεσε εύκολα να τρυπώσει στις ταλαιπωρημένες, απ’ τους πολέμους και τη βία, κοινωνίες.

Ο ναζισμός δεν στηρίχθηκε σε τίποτε άλλο παρεκτός των διδαγμάτων της ιστορίας του πολέμου και της επιβολής. Των ψευδών ή αληθών διδαγμάτων που προσκόμιζαν στην παγκόσμια γνώση οι μελετητές και οι φυσιολόγοι της ανθρώπινης φύσης.

Έλεγχος, καταναγκασμός, μείωση και εξευτελισμός, εκμετάλλευση και εκμηδένιση της ατομικότητας ενός πλάσματος από έναν απρόσωπο μηχανισμό που υποκριτικά πατάει πάνω στο λαϊκισμό των αναγκών του λαού, των μαζών ή της φυλής ανάλογα με την ανοχή του δήθεν δημοκρατικού ακροατηρίου που αφουγκράζεται την εξουσία ώστε να μπορεί δήθεν να την ελέγχει ώστε αυτή να μην αυθαιρετεί.

Ο καπιταλισμός, που δεν είναι παρά επιστημονικός ναζισμός, αποζητά πρόσωπα ηγετίσκους και φυρερίσκους, ανθρώπους σάπιους ως το κόκκαλο, αφού το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η αρχηγία.

Από τον θλιβερό πρόεδρο-μαριοννέτα μιας καπιταλιστικής μπανανίας, την οποία οι οργανικοί της διανοούμενοι-ως προστατευμένα μπακακάκια μέσα στα μυστικά του δυσώδους οικονομικού βάλτου-ονομάζουν δημοκρατία, μέχρι τον φαντασμένο πρόεδρο ενός συλλόγου εκπολιτισμού της ένδοξης Κολοπετινίτσας μεσολαβεί ο κομματάρχης. Το συγκολλητικό υγρό της δημοκρατίας των συμφερόντων.

Όλοι ομιλούν περί ολοκληρωτισμού, δείχνοντας με το δάχτυλο το παρελθόν, μα τον σημερινό ανελέητο ολοκληρωτισμό δεν τον βλέπει και δεν τον ακουμπά κανείς.

Άλλοι γίνονται χίπις, οικολόγοι, σταρχιδιστές, χίπστερς, πατριώτες, ακτιβιστές, ορκισμένοι μασόνοι της αγοράς, αναπτυξιολόγοι ή απολογητές της νεοφιλελεύθερα καυλοπυρέσουσας δεξιάς.

Μα στην πραγματικότητα γίνονται θλιβεροί δούλοι ενός συστήματος που βασίζεται στο έγκλημα και τη βία. Στον ανελέητο και μέχρι εξαντλήσεως πόλεμο της καθημερινότητας.

Απ’ τα διαχρονικά εργαστήρια ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς-οικογένεια, εκκλησία, σχολεία-ο εξελιγμένος ναζισμός πέρασε στην αυτολογοκρισία και στην δικτύωση.

Αρνούμαι λοιπόν την εξουσία στον σκατόψυχο που θέλει να με κυβερνήσει, πάντα κάτω απ’ τη σκέπη και τις αρχές του έθνους της εταιρίας ή της θρησκείας.

Αρνούμαι σε μια νοσοκόμα ή έναν κατασκευαστή κοτετσιών να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή μου και την πούτσα μου, έχοντας στο στόμα έτοιμη την καραμέλα του κοινού καλού.

Αρνούμαι σ’ έναν μηχανικό ή σ’ έναν δικηγόρο, σ’ έναν ματατζή ή σ’ έναν φιλάνθρωπο πρεζέμπορα να με διοικεί και να με διατάζει ανάλογα με το πώς κερδίζει ή χάνει το αφεντικό του ο καπιταλιστής.

Όταν κάποιος δεν αναγνωρίζει τη βαθύτατη αισχρότητα του συστήματος που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εκμετάλλευση ανθρώπων, ζώων και φυσικών πόρων, έχοντας ως άλλοθι δημοκρατικούς θεσμούς και άλλα καλοσμιλεμένα μαλακιστήρια, είναι μισθωτός υπάλληλος του ανθρωποφάγου ναζισμού.

Ο απροκάλυπτος φιλοναζισμός της τηλεόρασης και των μέσων, μας θέλει σήμερα ψηφοφόρους, ώστε με την ιερή του καθοδήγηση να δώσουμε αυτοδυναμία σε μιαν ακόμη κυβέρνηση δικτατορίσκων, σε μια κυβέρνηση ακόμα πιο αθλίων ανθρώπων από τους προηγούμενους, που τώρα μας απειλούν πως αν δεν τους δώσουμε αυτοδυναμία, δηλαδή μια φιξαρισμένη τετραετή χούντα, δεν πρόκειται να σώσουν τη χώρα.

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Ή Από πού κλάνει το μπαρμπούνι

Σχετική εικόνα

ένα πατριωτικό ποίημα

Εβγήκαν οι ψείρες απ’ τις κουμπότρυπες
Η αρβανιτιά ποντάρει στον Αντρέα Γουόρχολ
Οι Βλάχοι εκδράμουν στις πιο λαμπρές ημισελήνους
Η γαλανόλευκη μοσχοβολά γυναικεία μαλλιά
Ω, μη μας αφήσεις να πέσουμε στα χέρια άλλων
Πατρίδα, απαγορευμένη ηδονή
Τώρα το μουνάκι σου, κάπου στην Πελοπόννησο
τόσο ωραία μονόφθαλμο
που εγένετο πηγάδα του Μελιγαλά
που εγένετο γάντζος του τραμπούκου
ξερό ψωμί για τα σκυλιά
Ω πατρίδα δαμασμένη απ’ το μπετόν
Αιγαίο από κακούργα εκκλησάκια
Ούρα του ποιητή που γονιμοποίησαν τη φιλάργυρη μήτρα σου
Ηφαίστεια της μεγάλης πείνας
Αρνιά εσταυρωμένα
Λόνγκ άιλαντ τρίκερι γυάρος αη στράτης
Τρία ευρώ ξεσκάτισμα και λιγδωμένα χέρια
Πούτσες γερμανών στο στόμα σου για γλύκισμα, γλυκιά μου
Η λαίμαργη βλεννόρροια των Αψβούργων
Ω Χριστίνα Ωνάση, ηρωίδα που πέθανες από κόκα κόλα
Ω πατρίδα πατριδούλα μου, των ματιών μου χαρά
Στις στιλβωμένες σάρκες σου τραβάνε μαλακία οι γαλλίδες
Και σε γαμούν οι εγγλέζοι σάτυροι στην άμμο
Όπως σου πρέπει
Ω μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Μπορεί να μην αξιώθηκε ο ποιητής
να κοιμηθεί παράνομα μαζί σου
μα εσύ το ξέρεις
πως σε έπλασε ο θεός
μόνο για το γαμήσι

 

Ύμνος στους αυτόχθονες οργασμούς

Σχετική εικόνα

Ετούτες οι λεβεντοκουκλάρες
όλο χείλη
ψυχρά και κτηνώδη
Τρίβουν φθόρια και φαγιά
απ’ τα δόντια μας
Μάτι τρελό γεμάτο αίμα διαθέτουμε γι’ αυτές
Γύφτικο κλάμα με σουγιά
Μια σερπαντίνα σπέρμα

Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν

Σχετική εικόνα

Ήμουν κόκαλο και με ξέχωσε το νερό της βροχής
Ως και το μεδούλι μου όλο θα έδινα
για μια επίσκεψη στη δίδα Ηδονή
στη μέγα-Τυροκόμο
Υπήρξα μέθυσος απ’ τις πρώτες μωρουδίστικες λέξεις μου
Καταβρόχθισα όλα τα παιχνίδια της μαμάς
Τα βυζίαν της τα έκανα σφαίρες για τον Κομαντάντε
Και της ψιθυρίζω ακόμα τρυφερά
εκείνο το λιμπρέτο του Αντιβασιλέως των Κιναίδων
εκείνη την αλμύρα των δακρύων
τις προσευχές των καμπινέδων
με όλη τη μνησικακία των ανεκπλήρωτων οργασμών

Τοπία του ήλιου και της αγάπης

Σχετική εικόνα

Τοπία του ήλιου και της αγάπης
Ήχοι κοριτσιού που σουφρώνει τη μύτη του
Η τελική βελονιά της φωτεινής έλευσης του έρωτος
Ένας θεός ξέρει από πού ξεσπά αυτό το πλαδαρό
γλυκό χύσι
Τα δάκρυα του τρελόγερου πάνω απ’ τον τάφο
Τα παρακάλια μπρούμυτα σε μια τούφα τρίχες
Βαρέθηκα την πλήξη στο λαρύγγι μου
Τον αφρό που βγάζει το μάτι τη νύχτα
Ωραία ηλεκτρισμένα αιδοία κάτω απ’ το φεγγαρίσιο μέταλλο
Βόθροι της Ιερουσαλήμ
Ο ήλιος πάντα κολλητά στα βυζάκια σας
Κυρίες αναστατωμένες και ξεβγαλμένες μαμάδες
Φαλακροκόρακες
Ως κάτω εκεί που ο έρωτας περιμένει το θάνατο
Ή έστω μια νοσοκόμα να καρφώσει στο φλεγόμενο κώλο του
την αμαρτία

Μέσα στο αυγό

Αποτέλεσμα εικόνας για art kolaz death ieronimo bosch

Γευόμαστε σήμερα κάθε αρχέγονη χοντροκοπιά του ανθρώπου. Σαν μπούφοι που εκσπερματώνουν πάνω στα βαλτωμένα και ηδυπαθή σύμβολα. Πάνω στο νεκρό χωροχρόνο και στα φαιά αραβουργήματα τρομάρας.

Μονάχα ο θάνατος μας προσφέρει υλικό για να γελάμε όλη μας τη ζωή. Μέχρι να έρθει να πάρει και μας, κάνοντας άλλους να γελούν με το θάνατό μας.

Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε το σώμα μας στο γέλιο. Στο πιο αυθάδες γέλιο.

Θα πρέπει να ανακαλύψουμε όλα αυτά τα παιδαγωγικά παιχνίδια της ανθρώπινης τραγωδίας, βλέποντας την τάση του ανθρώπου για καταστροφή ως κινητήρια δύναμη κάθε δημιουργίας.

Αιώνες τώρα το ανθρώπινο είδος χασομερά λιγωμένο κάτω απ’ τα σάλια της ομορφιάς.

Παρηγορείται σαν ετοιμοθάνατη γριά που γυρνά στα νεκροταφεία, για να συμφιλιωθεί με τη δύσοσμη γάγγραινα της αιωνίου σιωπής.

Το καθαρόαιμο άτι που η μαμά υπεραξία εφοδιάζει με πτυχία και διπλώματα κυριαρχίας έχει μέσα του το ψοφίμι που μελλοντικά θα γίνει. Κι όποιος ψάχνει βρίσκει, χωρίς να περιορίζεται στις γραμμές της φευγαλέας λάμψης τους.

Ας αφήσουμε την αγάπη να ξεπηδήσει μέσα απ’ τα όστρακα της καρποφόρας συνάντησής μας με το σώμα των άλλων.

Ας χώσουμε τη γλώσσα μας μέσα στο λαιμό του συνανθρώπου μας για να γευτούμε αυτό που τρώει, ευλογώντας την πέψη του με ηλεκτρικά ποιήματα, γλιστρώντας απαλά μέσα στα έντερά του για πάντα.

Γλιτώνοντας το πετσί μας απ’ την ασθένεια του Ιησού, που, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παχύρευστη γευστική σούπα για τα σκουλήκια, δίχως τη σταύρωση.

Καμιά πίστη δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς εχθρούς. Κανένας Αλλάχ δεν μπορεί να πλάσει τους θανατηφόρους του εραστές και καμιά καλόγρια δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στο κουκούλι του πένθους χωρίς δαιμόνια.

Κομματάκια φόνου στάζουν μέσα απ’ τις οθόνες, διαμελισμένα παιδιά και πρεζάκια που σκούζουν.

Οι εχθροί μας είναι εδώ. Γι’ αυτό υπάρχουμε, γιατί διαθέτουμε εχθρούς.

Απαθανατίζουμε κάθε στιγμή τις ωμές προσταγές της αρχέγονης βίας κάτω από στυγερούς υπότιτλους με τα μασημένα αγγλικά της αυτοκρατορίας.

Μέσα στον κλουβίσιο ηδονισμό της καλοπέρασης κλείνουμε τον πιο γόνιμο εφιάλτη. Αυτόν που κάποια στιγμή θα τρυπήσει τους τοίχους, αναμεταδίδοντας με οργασμικούς σπασμούς το μήνυμα, μέσω ηλεκτροδίων προσαρμοσμένων πάνω στο ιερό καβλί που ελέγετο φόβος του θανάτου.

Αφήνοντας τα ανθρώπινα πλάσματα έρμαια στην τυραννία της αγάπης.

Μόνο ο θάνατος μπορεί να γιατρέψει την ανθρωπότητα απ’ τις σκληρές άγριες ράτσες. Τους όμορφους και τους έξυπνους. Αυτούς που δεν παθαίνουν κρίσεις επιληψίας, πανούκλα, χολέρα, αιμορραγίες, βλεννόρροια, τρέλα.

Αυτούς που έχουν βάλει στον πρωκτό τους έναν αστυνόμο-κάβουρα για να φυλάει την είσοδο κάθε ανεπιθύμητης ψωλής απ’ τα κάτω.

Μα οι εφιάλτες κάποια στιγμή θ’ αρχίσουν να ζωντανεύουν. Οι όμορφοι, οι ηρωικοί, οι κραυγαλέοι θα σβήσουν μες στην έμφυτη βλακεία τους που θεωρεί την εκδίκηση δικαιοσύνη.

Κανένας θνητός δεν μπορεί να συγχωρέσει το δημιουργό του. Κατά βάθος μες στο μυαλό των πιστών ο δημιουργός είναι παρά ένας ξεσχισμένος πούστης αφού δεν έφτιαξε αθάνατα πλάσματα αλλά όντα χεσμένα μπροστά στο φόβο και διστακτικά απέναντι στην αλήθεια.

Κι έτσι ο κοινός θνητός χώνεται μέσα στο ψυχρό του συμφέρον και στη φαρμακερή του αιώνια κακία.

Μόνο εάν εξοντωθούν οι πιστοί μεταξύ τους, έως τελευταίας ρανίδος, θα πάρει την πρώτη της ανάσα η ζωώδης φύση μας, κατασπαράσσοντας την υποκρισία που είναι το στολίδι της ομορφιάς και της δύναμης.

Μόνο τότε θα λάμψουν το σώμα και το πνεύμα ως αδιαίρετα μέρη χωρίς το ένα να φονεύει και να προστάζει το άλλο.

Χωρίς η ευφυΐα να τα βάζει με τον κώλο και το μουνί του σώματος που την φιλοξενεί.

Χωρίς η ψωλή να παθαίνει ερωτική γάγγραινα απ’ τη στέρηση που της προκαλεί το άθλιο μαγαρισμένο πνεύμα της συναναστροφής.

Ας προκαλέσουμε το θάνατο της πίστης και των πιστών δίχως όπλα. Ας σκάψουμε λαγούμια και ας κρυφτούμε σε βαθιές σπηλιές κάτω απ’ τη γη μέχρι να λιώσει και η τελευταία πέτσα του τελευταίου πιστού πάνω στο τελευταίο μεταλλικό παραπέτασμα του πολέμου.

Κι ας βγούμε ως καυλωμένα βρέφη πια, στην επιφάνεια, γνωρίζοντας τον ομορφάσχημο αληθινό θάνατο.

Συντονίζοντας τ’ αρχίδια του κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι με τα ακάματα πάθη. Την αρχέγονη αυτή ύλη όλων των αιώνων που πέρασαν από καταβολής απείρου, δίνοντας στο βλέμμα μας, συχνά, εκείνη τη μουντή διαύγεια των βάλτων την αυγή κι εκείνη την ελαιώδη ηρεμία των τροπικών θαλασσών παρατημένη κάτω απ’ τα αχαμνά του μεσημεριάτικου ήλιου.

Πρωινό ημερολόγιο Τετάρτης Ή Όταν η μαλακία πάει σύννεφο

Σχετική εικόνα

6:43
Κάνω μια βόλτα στις διάφορες υπηρεσίες του παγκόσμιου σφαγείου που απαρτίζουν εν όλω ή εν μέρει την επιχείρηση που με εκμεταλλεύεται. Τέκνο της απλήρωτης διανοητικής εργασίας, ματάκιας, που οδηγώ απευθείας στον πανικό υπάρξεις που ζητούν συγχώρεση απ’ το θεό και θαυματουργές θεραπείες.

7:12
Διαθέτω άδεια ερημίτη. Κουλουριάζομαι στη σκύτη μου και μαθαίνω τα νέα για το χοντρό παιδί της Αμερικής. Τις βροχές στα νησιά Φίτζι και την ανακάλυψη της συστάσεως του παχύρευστου μείγματος από λίπος και βούτυρο που χρησιμοποιούσε ο Καλιγούλας για να σοδομίζει τους στρατιώτες του.

7:35
Διαβάζω τη συνέντευξη ενός σοφού νέου των τεχνών και των γραμμάτων. Λέει το παιδί, πως, η ζωή δεν είναι μόνο σεξ και πολιτική. Α, ρε καρακίτσο μπορεί να μη γαμείς αλλά τα λες ωραία.

8:02
Τραβάς το καλώδιο του ύπνου και μένεις άγρυπνος για πάντα. Υπάρχεις όπως υπάρχουν οι ωρυόμενες ψυχές πάνω απ’ τη σκλαβιά του μισθωτού πλήθους. Η ζωή σε πλήρη αντίθεση με τις αθλιότητες της ύστερης καπιταλιστικής ανίας. Χασμουρητά από λέιζερ και λέξεις υπόξινες. Σεμνά πονεμένες χειροποίητες μαγκουφιές. Ο φασιστάκος μέσα μας δεν εφευρέθηκε απ’ τους μεγάλους τρελούς του ερωτισμού αλλά απ’ τους πλέον απεχθείς, ανιαρούς, απωθητικούς μικροαστούς που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

8:45
Με παίρνει στο τηλέφωνο μια κοπέλα με ωραία φωνή κινητής τηλεφωνίας και καθώς μου μιλά με τα ωραία ψηφιακά ελληνικά της την ρωτώ: Συγνώμη κυρία μου, έχετε γαμήσει σκύλο; Μα τι είναι αυτά που λέτε κύριε, μου λέει ενοχλημένα ευγενικά. Ω! ναι της λέω, ξέρω, το τηλεφώνημα καταγράφεται.

 

Ναφθαλίνη

Σχετική εικόνα

απόσπασμα από το βιβλίο: Ναφθαλίνη και άλλα μικρά πεζά

    __

Το διψασμένο στόμα της γης ρουφούσε τη βροχή και τα κάτουρα των ζώων.

Ένα μοιραίο αντάμωμα λέξεων στο μισοσκόταδο, ένα πιθάρι από παρορμήσεις ραγισμένο σαν ηφαίστειο, έτοιμο να σπάσει και να ξεχειλίσει.

Έτοιμο να βρει πρόθυμες γλώσσες να ερωτοτροπήσει, να μαγκώσει τα ζυγωματικά και τα κόκκαλα στα μάγουλα, χωρίς καμιά κολακεία, χαϊδεύοντας τα μαλλιά που είναι στο χρώμα του ήλιου, ξαναβλέποντας το πορφυρό στόμα να γελά και την ομορφιά να στάζει το φαρμάκι της πάνω στο ασπράδι του ματιού.

Βλέπω τους μελαγχολικούς να πεθαίνουν από υπερβολική δόση χρόνου, να πίνουν γουλιές νερό απ’ το λαστιχένιο μαρκούτσι της βρύσης, με το στόμα ανάποδα και τα μάτια να κοιτούν το ταβάνι, αποβλακωμένα μες στη λεπτή μωρουδίστικη σάρκα τους.

Βλέπω τη λεκάνη της τουαλέτας, την τρύπα της ξεχειλωμένης εισαγγελέως να περιμένει τα λαχταριστά εδέσματα της παραιτημένης σάρκας.

Είμαι ο αρχηγός του κόμματος των αγριεμένων. Των τραγόμορφων και των κιτρινιάρηδων. Των βλαμμένων που λάμπουν μες στα σακατιλίκια τους. Των κάθε λογής μαγαρισμένων και γαμημένων.

Των πλασμάτων που έρπονται ως κολοβακτηρίδια του μεγάλου ηλιακού πρωκτού, περιμένοντας το ζεστό αυγουστιάτικο αέρα και την αμμωνία.

Γέροι που θυσιάζουν το γέρικο ξερακιανό τους κορμί κάτω απ’ τις ρόδες του τελευταίου γαμησιού.

Ζεστοί σαν σακατεμένα έντομα και παγωμένοι σαν τον καρκίνο.

Γυναίκες που έχουν κάτι ζουμιά σκέτο δηλητήριο. Μοναχικές. Έτοιμες να σκάσουν σαν βόμβες.

Κορίτσια και αγόρια σκαρφαλωμένα πάνω στις ψωλές των παιδόφιλων, των αρχιεπισκόπων, των υπουργών παιδείας, του αγιοβασίλη και του Ιησού.

Ατροφικές νοικοκυρές που έχουν χώσει τη μούρη τους στο πλυντήριο, σκαρφαλωμένες στη φαντασία τους, όπως οι αλανιάρες κότες πάνω στους τσίγκους που κοιτούν την αυγή.

Καλλιτέχνες που λατρεύουν μουνόψειρες και κωλοτρυπίδες, γελοίοι μες στο βουβό τους δράμα, μεταξύ ζώσας και νεκρής ύλης περιμένουν την αιωνιότητα, εξακοντίζοντας την παχύρευστη ρεύση τους στο βάθος χιλίων ροδαλών μουνιών, λείων σαν τα κοχύλια της ερωτικής προϊστορίας, νιώθοντας το ευφρόσυνο γδάρσιμο απ’ τις τρίχες της ήβης.

Να μια μικροκαμωμένη και στεγνή μελαχρινή, με μαύρα μάτια και μαλλιά κολλημένα στο κεφάλι, με μια αγορίστικη χωρίστρα στον κρόταφο.

Μια μικρή γύφτισα που περιμένει έναν κύριο στην άκρη του γκαράζ. Σε μια γωνία, όπου οι γιγάντιες βελανιδιές συναντιούνται με τα κυπαρίσσια των βάλτων.

Στη γωνιά της πίπας, όπου τα μάτια σχεδόν ξεφυτρώνουν απ’ το πρόσωπο και τα χείλη γεμάτα αφρούς περιμένουν το γαμψό νύχι τους αρπαχτικού.

Κι αυτοί οι κύριοι που ξαναβρίσκουν ξανά τις δυνάμεις τους, ξεκαβλωμένοι πια, πέφτουν με ορμή πάνω στην κοιλιά του γυμνού κοριτσιού, και γεύονται πρωτοφανείς απολαύσεις, χάρη σ’ αυτόν τον κατατρεγμό, σ’ αυτόν τον πανικό του ανθρώπου που σπαρταρά και τρέχει να χωθεί μες στη αισχρότητά του.

Εγκώμιο για τη σχισμή της δημοκρατίας

Σχετική εικόνα

Ο έμπειρος, έξυπνος, πονηρός, καπάτσος, φιλελεύθερος, ευφυής, φιλάνθρωπος και άλλα πολλά καπιταλιστής, ξέρει σήμερα, πως η βία δεν μπορεί να ενισχύσει την εγκαθίδρυση μιας εξουσίας ή μιας κυριαρχικής σχέσης αλλά αυτή πρέπει να είναι υστερόχρονη και κατασταλτική.

Όποιος δεν υπακούει θα εξοντώνεται αλλά με τη νόμιμη οδό, αφού ο ανυπάκουος είναι κατά της συντεταγμένης πολιτείας που προέκυψε μέσα από δημοκρατικές εκλογές.

Μόνον οι εκλογές νομιμοποιούν αυτή την τάση του Κεφαλαίου έτσι ώστε να μπορεί ελεύθερα να παράγει πολιτική.

Η άμεση φυσική βία δεν είναι στις προτεραιότητες του καπιταλιστή μιας και διαθέτει το υπερόπλο των εκλογών.

Ο ασταμάτητος κοινωνικός σφοδρός εμφύλιος πόλεμος απορυθμίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη, οδηγώντας τη στην κατάρρευση και την αποσύνθεση. Μόνο η κοινωνική συναίνεση, το Όλοι μαζί μπορούμε, οι υποσχέσεις και οι κολακείες μπορούν και κινούν αυτή τη μεγάλη ανθρωπομηχανή που εργάζεται ακατάπαυστα για να παράγει κανόνια, τανκς, πυραύλους, σφαίρες και χατζάρες.

Οι άνθρωποι ψηφίζουν. Οι άνθρωποι που ψηφίζουν όμως δεν είναι ίδιοι μεταξύ τους. Δεν έχουν την ίδια περιουσία, την ίδια ιδιοκτησία, τα ίδια φράγκα. Στην ίδια σχισμή ρίχνει την ψήφο του ο άνεργος μαζί με τον εφοπλιστή ή τον μεγαλογιατρό, ο κρατικός υπάλληλος με τον ιδιωτικό υπάλληλο, ο καταστηματάρχης με τον υπάλληλό του, ο οικοδόμος με τον κατασκευαστή και πάει λέγοντας.

Οι παραμυθιασμένοι υποτελείς κάνουν το καθήκον τους. Ψηφίζουν. Άρα πολεμούν, εργάζονται, καταναλώνουν.

Ευθυγραμμίζονται και ταυτίζονται τόσο δυνατά με τα συμφέροντα μιας άλλης τάξης καταβυθίζοντας μες στη γιγάντια έκταση του φόβου κάθε πραγματική τους ανάγκη.

Το ντόπιο και το παγκόσμιο κεφάλαιο, αύριο, αναλόγως τις διαθέσεις και τα συμφέροντά του μπορεί να κάνει έναν ωραίο πόλεμο. Το κρέας είναι έτοιμο στα ράφια του πολιτικού μπακάλικου περιμένοντας να το κάνουν μια χαψιά τα υπερόπλα της σύγχρονης επιστήμης.

Οι ήρωες προλετάριοι θα πάνε να πολεμήσουν για την πατρίδα. Ο καπιταλιστής ξέρει από συνθήματα. Για του Χριστού την πίστη την Αγία, για το γαλανόλευκο Αιγαίο του ποιητή, τα βουνά και τους κάμπους, τη Ρωμιοσύνη, τον Καραϊσκάκη, τον Αντετοκούμπο, το επίδομα, τη δέκατη τρίτη σύνταξη.

Ο καπιταλιστής δεν βλέπει αριστερά δεξιά ή στο κέντρο. Ο καπιταλιστής βλέπει μπροστά. Δηλαδή πως θα μπορεί και αύριο να είναι καπιταλιστής. Κι αυτό μαθαίνει με περισσή σπουδή και στους υποτελείς. Να είναι περήφανοι που ξύνουν χέστρες, να είναι περήφανοι που σκοτώνονται σαν μύγες στις σκαλωσιές, να είναι υπερήφανοι που δουλεύουν από νύχτα σε νύχτα σε κλιματιζόμενα κάτεργα ή σε θερμοκήπια φράουλας στη Μανωλάδα, στο Αιτωλικό, στη Χαλκιδική ή στο Κάπο Βέρντε.

Όλα τα κόμματα του κοινοβουλευτικού στάβλου καλούν τον κόσμο να πάει να ψηφίσει.

Καλούν αυτούς που βαριούνται, αυτούς που ξύνουν τ’ αρχίδια τους, αυτούς που είναι ανόητοι γιατί δεν πιστεύουν πως οι εκλογές θα τους καλυτερέψουν τα πράγματα αλλά θα οδηγήσουν τη ζωή της εργατικής τάξης σε μια νέα τετραετία απάθειας και αδιαφορίας, νομιμοποιημένης συνταγματικά, αφού οι πολίτες μιλούν στις εκλογές. Και μετά παύουν ή γκρινιάζουν στους ταλαιπωρημένους είλωτες δημοσιογράφους του δρόμου, γιατί ο πολιτικός εραστής που επέλεξαν στις εκλογές κάνει σεξ και με την κυρία εκτός απ’ την καμαριέρα.

Οι δυο τρόποι οργάνωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι το μαντρί και το κλουβί.

Το μαντρί της μεγάλης πόλης και το κλουβί-διαμέρισμα. Ο γενικευμένος οικιακός εγκλεισμός είναι δυνατός μόνο με την τεχνοεπιστήμη, μόνο με το διαδίκτυο. Θα τα κάνετε όλα μόνοι σας, από το σπίτι, από μακριά: αγορές, εμπόριο, εργασία, εκπαίδευση, ψυχαγωγία, εκλογές, τέχνη, μπανιστήρι. Και επικοινωνία.

Και ό,τι κάνουμε, ο παντεπόπτης Κύριος καπιταλιστής τα βλέπει και τα ακούει όλα. Κι όλα αυτά βεβαίως, ταχύτατα και παστρικά. Η ταχύτητα καταργεί την απόσταση και την ίδια στιγμή την διατηρεί, την αναπαράγει, την ενισχύει. Αυτό είναι κάθε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Δεν είναι τρόπος γνωριμίας και συνάντησης, είναι τρόπος ζωής. Είναι ένας τρόπος ενίσχυσης και αναπαραγωγής της μοναχικής, έγκλειστης, κατοικίδιας εκτροφής.

Αποτέλεσμα εικόνας για σκιτσα εκλογες αναρχικων καλπη

 

Απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο σπέρμα και πάλι στην άβυσσο

Σχετική εικόνα

Η τύχη των εραστών είναι η ανισορροπία, στην οποία τους εξαναγκάζει ο σωματικός έρωτας.

Καταδικάζονται αιωνίως στο να καταστρέφουν τη μεταξύ τους αρμονία. Να τσακώνονται μέσα στη νύχτα. Ενώνονται με το τίμημα μιας πάλης, με τις πληγές που καταφέρει ο ένας στον άλλον.

Δεν ξεχνούν αυτό το βίαιο θαυμάσιο συναπάντημα της ηδονής με τον φόβο και τη φρίκη που ενισχύουν την έλξη.

Οι εραστές καταποντίζονται στην ασέβειά τους για τον κόσμο. Όλη τους η ερωτική δραστηριότητα δεν είναι παρά ηθική που στρέφεται εκ νέου ενάντια στην παλαιά της μορφή.

Η ηθική είναι ο πυρήνας της επιθυμίας. Η έγνοια για την κατάκτηση της ευτυχίας, βγαλμένη απ’ τα βάθη της γης και τη βδελυρότητα του αίματος.

Είναι αλήθεια πως οι ερωτικοί λυγμοί του ανθρώπου αφήνουν μια γεύση αιωνιότητας πάνω στην ίδια τη ζωή που κρημνίζεται αργά και διαλύεται μέσα στη ματαιότητα.

Είναι αλήθεια πως ο χρόνος μόνο χάνεται και σκορπιέται και δεν ξανακερδίζεται. Κι όλος αυτός ο χαμένος χρόνος αθροίζεται σπαραχτικά και μεταβάλλεται σε ίλιγγο ερωτικής μανίας που πάντα έχει θέα στα λιβάδια του κάτω κόσμου.

Στο επέκεινα, όχι της ανοιχτωσιάς, αλλά του σκοταδιού και της παράλογης ρέμβης.

Συνήθως η ερωτική ελαφρότητα παράγει αυτή την άπειρη βαρύτητα λέξεων και φιλολογικών ευρημάτων, ίσα-ίσα για να ξορκίσει το αυτεξούσιο της φθοράς, αποδίδοντας στο μηδέν αυτό που δεν είναι παρά μηδέν.

Αυτό που οι εραστές επιθυμούν κατά βάθος είναι η ανοιχτωσιά και η ανοιχτή πόρτα, γιατρεύοντας έτσι τη φιλύποπτη δυσανεξία τους. Οδηγώντας την κακή τους εκπαίδευση-που είναι κακή γιατί είναι αντιερωτική-στη γνώση που μεθά και φωτίζει, γιατί είναι σωματική γνώση, άρα αυτοδαπανώμενη και εκμηδενιζόμενη.

Γνώση του κενού και της οδύνης που λυμαίνεται το κάθε ον και το εξαντλεί.

Η ζωή ξέρει να παίζει σωστά με τις διανοητικές ατιμίες του ανθρώπου. Με την ιλαρότητα κάθε θρησκείας που θέλει τον έρωτα βρώμικο και χωλό. Με την γελοιότητα κάθε πολιτισμού που θέλει τον έρωτα εμπορικό και ιδιοκτησιακό.

Οι ασκητές λένε για την ομορφιά πως είναι η παγίδα που στήνει ο διάβολος στο δρόμο μας.

Οι ασκητές έγιναν ασκητές διότι δεν μπόρεσαν να αντέξουν το να είναι εραστές. Γιατί δεν μπόρεσαν να γλυτώσουν απ’ το θάνατο, όντας ζωντανοί.

Γιατί δεν μπόρεσαν να ξύσουν απ’ το πετσί τους την κακή εκπαίδευση και την ιλαροτραγωδία της ανάγκης για εξουσία του άλλου.

Γιατί δεν μπόρεσαν να χωνέψουν μέσα στο πνεύμα της νηστείας, της δυσεντερίας και της στέρησης που τους καταδίκασε η απόλυτα πρωτόγονη άγνοια του παρελθόντος, πως μόνον η ομορφιά κάνει υποφερτή την ανάγκη αταξίας, βίας και αναξιοπρέπειας που είναι η ρίζα του έρωτα.

Οι εραστές ξέρουν πως κάτω απ’ τα σκεπάσματα δεν παίζουν ζάρια. Η τύχη δεν τους χαμογελά. Κι ο θεός βρίσκεται αμπαρωμένος μες στα κεφάλια των στερημένων. Ένας θεός στερημένος κι αυτός σαν τους πρόθυμους πελάτες του, μόνος και άγρυπνος. Ένας θεός χωρίς θεά και χωρίς έρωτα. Ένα μάτι μόνο, αιωνίως ανοιχτό. Άρα καταδικασμένο να μη βλέπει.