-ψυχωφελές αφήγημα για την πολλαπλή σκλήρυνση-
Είτε όλα έχουν κάποιο νόημα, είτε τίποτε δεν έχει νόημα.
Το πνεύμα σχεδόν θολό και τρελαμένο τρέχει πάνω στην κλωστή του χρόνου, χωρίς εμπόδιο.
Το τοπίο και ο χώρος έχουν μιαν άλλη γεύση, την ώρα που γίνομαι ο υδροκέφαλος Πρίαπος, ο επιθετικός, ο ελεύθερος, ο άγριος. Ο ψυχογεωγράφος της μήτρας, το μικρό αγόρι που παρατηρεί το αλλόκοτο άνθος της στύσης του.
Άραγε ποια μαθητευόμενα τέρατα αναβλύζουν μέσα μου, καθώς, όλη η βιολογική δύναμη του σύμπαντος και της ιστορίας με κατακλύζει!
Ποια τέρατα καλύπτω μέσα στις πτυχές της βιολογικής μου ύλης, όντα που κάποτε υπήρξαν, όμως γκρεμίστηκαν στα βάραθρα ή πνίγηκαν μέσα σε λίμνες αίματος, σε τριχωτούς απρόβλεπτους βυθούς!
Νοιώθω το νευρικό μου σύστημα ένα θηρίο, ας έρθουν λέω, αυτά τα ζώα που έχω δει στα όνειρά μου να με κατασπαράξουν, θα το παίξω Προμηθέας, θεός, θα γίνω η λάμψη των ματιών ενός παραμονεύοντος γερακιού, θα βγάλω αυτή τη γλώσσα του σκύλου να γλείψει τη βαριά σιωπή των εκατό χιλιάδων ετών.
Μέσα στους αλαζονικούς μου καθρέφτες βλέπω έναν βασιλιά της αρχαιότητας. Αυτό που ήμουν κι αυτό που υπήρξα.
Ζωντανός και νεκρός μαζί.
Βρέθηκα στην Κνωσό και ήμουν ο Μίνως και ο Μινώταυρος. Ένοιωσα τη μυστική σημασία των μύθων, το αμοιβαίο τους πέρασμα και το ξεπέρασμά τους. Κι απ’ τον μέγα λαβύρινθο, ύστερα απ’ το αινιγματικό σκοτάδι αιώνων, ιδού εγώ ξεμπουκάροντας απ’ το Δούρειο Ίππο, ένας υπέροχος συνωμότης.
Ήμουν αθάνατος ή θνητός;
Ίσως, ούτε αθάνατος ούτε θνητός, αφού η χαίνουσα αχίλλεια πτέρνα μου με έκανε τώρα ξαφνικά έναν καταραμένο Οιδίποδα, τυφλωμένο απ’ τα ίδια μου τα χέρια.
Ένας ιερός εκφυλισμός της ουσίας, μια σκοτεινή πύλη που άνοιξε σαν στόμα, ένας νευρολογικός σπασμός, μια σκλήρυνση της βούλησης.
Τώρα είμαι ο ταύρος που περιμένει τον ταυρομάχο. Τα πλήθη όλο μίσος και αγάπη και πίκρα τρομαχτική, περιμένουν έναν γελοίο να με καρφώσει.
Έναν γελοίο που φοβάται τα κέρατά μου, αυτό το μαύρο χρώμα του θανάτου που προσπαθεί να το ζαλίσει με το κόκκινο πανί, το χρώμα το αίματος, το χρώμα της ζωής, αυτό το ξόρκι βαμμένο ποιος ξέρει από ποιες αιμορραγούσες παρθένες!
Ο ταυρομάχος φοβάται τα κέρατά μου. Για να δικαιολογήσει το φόνο με ζαλίζει, με νευριάζει, με περιγράφει σαν ένα τέρας, ένα φοβερό και τρομερό ανθρωπόζωο που δεν αφήνει κανέναν άλλον να επιζήσει.
Με μια κίνηση μπορεί να με συντρίψει, να με σφάξει με το ξίφος του, νοιώθοντας όμως τη θλίψη που νιώθω κι εγώ που θέλω να τον καρφώσω με τα κέρατά μου στην κοιλιά, αφού ταυτόχρονα σχεδόν ή μάλλον απολύτως την ίδια στιγμή αισθάνομαι να είμαι ταύρος και ταυρομάχος.