Goodbye Dubai

Na08-Weather

Με ξύπνησαν σαουδάραβες καρκίνοι και μεγαλέξανδροι
-μύριζε δίπλα ο πυρήνας της αφρό-
Φορούσε τήβεννο η μαντάμ Αδολεσχία
Εδώ είναι Ντουμπάι δεν είναι παίξε γέλασε, ασπόνδυλε παρία
Χρυσάφι ξύγκι και βλεννόρροια
Μουνί πυρέξ
Μουνί λυθρίνι κατακόκκινο
Σπέρμα αλκοόλ γαλαζοαίματοι
Οι παρτιζάνοι στα κοντέινερ δεμένοι με αλυσίδες
Εδώ
οι σφήκες γλείφουνε τον πεθαμένο άνεμο της στέπας
Εδώ
έρχεται σε οργασμό η Παναγία της Τήνου
Εδώ
ξεπλένουνε οι αγιοταφίτες τα παγκάρια
Εδώ
βγάζουν τις πρώτες τρίχες στ’ αρχιδάκια τους
τα πιο μαμόθρεφτα της αυτοκρατορίας
τα πιο αιμοβόρα στήθη που μοιράζουνε το κώνειο

Νόρα

picasso_bird1938

Η γάτα μου έχει μιαν ανθρώπινη ωραία καρδιά
έναν περήφανο βηματισμό προς την αιωνιότητα που πλησιάζει
Όταν κοιταζόμαστε ο ένας καταβροχθίζει τον άλλο
Στα δόντια της έχει φτερά από σπουργίτια
ζυμωμένα με τη γλύκα του βραδινού ουρανού
Τίποτε δεν ταράζει το βασιλικό της ύπνο
ούτε η γη που γουργουρίζει μες στην κοιλιά της

Facebook, Μαλακία, Αντεπανάσταση

samaras

[το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα της εισαγωγής στο βιβλίο:
Facebook, Μαλακία, Αντεπανάσταση]

Η στέρηση και η ηθική αναστάτωση που προκαλεί η καύλα που δεν βρίσκει ανταπόκριση, μας οδηγεί όλους, τρελούς και λογικούς, στην αγκαλιά της πορνογραφίας.

Η πορνογραφία υπήρξε ένα σοβαρό κομμάτι της εκπαίδευσής μας.

Μέσα στην υπνωτιστική της αθωότητα μας προσφέρει με καρτεσιανή ψυχραιμία ένα κακέκτυπο ευχαρίστησης και ηδονής, που, συνήθως, ως ντοπαρισμένοι μικροαστοί το χρυσοπληρώνουμε.

Η ερωτική αποχαύνωση της μονογαμίας και της αγαμίας, που δεν είναι παρά δίδυμες αδερφούλες, οδηγεί κατευθείαν στη δημιουργική θλίψη της πορνογραφίας.

Λόγια, φωτογραφίες, ζωγραφιές πεταμένα μέσα στο παγκόσμιο ψηφιακό τσουβάλι, γίνονται τα μαλακιστήρια που θα δώσουν στον καταπιεσμένο ερωτικό μας οίστρο το φιλί της ζωής.

Άντρες και γυναίκες, κυρίως της μεσαίας παρδαλής τάξης, βουτηγμένοι μέσα στις φοβίες τους, όταν δεν βαριούνται οικτρά και θανατηφόρα, τρέμουν μπροστά στη σκέψη να αγγίξουν τον άλλο, βάζοντας σε κίνδυνο την αποστειρωμένη τους κωλοτρυπίδα.

Η σύγχρονη δημόσια πορνογραφία, που μετά τα όπλα, είναι η δεύτερη κραταιά βιομηχανία, οδήγησε στην λατρεία και αποθέωση του εαυτού.

Τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την υποκριτική σεμνοτυφία τους είναι σήμερα το πορνογραφικό έμπλαστρο κάθε πονεμένου ημι-μπουρζουά.

Ένα χιλιοφωτογραφημένο πρόσωπο διαθέσιμο όλες τις ώρες. Ο αφαλός, οι γάμπες, τα χείλη, οι ώμοι, ο λαιμός παντού. Άπειρες φωτογραφίες με άπειρες σκατόφατσες, μα τα ερωτικά όργανα ανύπαρχτα και καταχωνιασμένα σε υπονοούμενα.

Οι καθώς πρέπει τίμιοι άνθρωποι, νέοι, μεσήλικες, γέροι δείχνουν αυτο-φωτογραφιζόμενοι πως περνούν καλά.

Οι κοπέλες και οι μεγαλοκοπέλες κάνουν χαρούλες και φιλάκια στο φακό παίρνοντας πόζα αρχοντοπουτάνας γερμανικού μπουρδέλου του μεσοπολέμου, εκεί όπου ο κόσμος καιγόταν μα το μουνί χτενιζόταν για να υποδεχθεί τους οικογενειάρχες πελάτες του.

Το περίφημο facebook ξεκίνησε ως δίκτυο γνωριμιών για να μπορούν να γαμάνε οι Αμερικάνοι φοιτητές κρυφά απ’ τη μαμά τους, χωρίς να χάνουν το χρόνο τους σε σαλιαρίσματα και περιπάτους.

Οι σύγχρονοι μάνατζερ της παγκόσμιας πορνογραφίας γνωρίζοντας πως ο χρόνος είναι χρήμα για τα κωθώνια των μεγαλουπόλεων που παλεύουν να πιάσουν την καλή, έστησε αυτό το σπουδαίο δίκτυο πορνογραφίας όπου μπορείς να δεις και να σε δούνε τζάμπα και παστρικά.

Μέσα σ’ αυτό τον παγκόσμιο πορνογραφικό ιστό ο καθένας προβάλει τον εαυτό του και τις δεξιότητές του. Κοινώς ψάχνει να γαμηθεί αλλά με τον σεμνοκαυλωμένο τρόπο της γαληνοτάτης ηθικής που υπαγορεύει το πνεύμα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της θεοκρατικής υποκρισίας.

Μαμάδες που θα γούσταραν να γαμηθούν έως θανάτου γράφουν σχόλια για παστίτσια κάτω απ’ το βαθύ ντεκολτέ της κόρης τους που κολυμπά ως μινωικό χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα του ξεθυμασμένου ερωτικού ανταγωνισμού, που προσφέρει η ταχύτητα ενός ηλεκτρο-κολοβακτηριδίου μέσα στο λεπτεπίλεπτο αντεράκι της ψηφιακής ίνας.

Μια νέα κοσμική δύναμη διαβρώνει τον ερωτισμό. Είναι η ίδια δύναμη που διαβρώνει τα μυαλά των ανθρώπων.

Καμία μαζική διαμαρτυρία δεν θα δούμε για την ασύλληπτη σύγχρονη δουλεία στα κάτεργα της κοσμοπολίτικης πουτανόγριας Μυκόνου. Τους εργαζόμενους είλωτες που δουλεύουν χωρίς ωράριο και κοιμούνται σε κοντέινερ παίρνοντας για μηνιάτικο τόσο όσο κοστίζει μια ξαπλώστρα για μια ώρα στην Ψαρού.

Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως δημοκράτες πολιτικοί, ανέκαθεν κωλοτρίβονταν με τους εκμεταλλευτές, εξομοιώνοντας τον θύτη με το θύμα, έχοντας ως άλλοθι τη νομική τους σαβούρα και τα ξενόφερτα δουλικά μνημόνια.

Κάθε πρόσωπο, σήμερα, που αυτοφωτογραφίζεται και αυτοπροβάλλεται, είναι ένα άρρωστο τραυματισμένο εγώ.

Όλες αυτές οι αραχνοΰφαντες φάτσες, παραμορφωμένες απ’ τα φίλτρα του κινητού, διαμορφώνουν το νέο πορνογραφικό προϊόν, όχι ως εργαζόμενοι επαγγελματίες, αλλά ως ερασιτέχνες και εθελοντές μαρκαλεμένοι από τη μεγάλη φόλα της ψυχανάλυσης που λέει: Γίνε ο Εαυτός. Δηλαδή Γίνε ο απόλυτος Μαλάκας.

Ο ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, ψυχολόγος, φιλόσοφος και θεολόγος πατήρ Λουδοβίκος φρονώ πως μπορεί να κάνει μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη επί του θέματος: Μαλακία και Facebook, αφού, είναι σπεσιαλίστας του είδους και διαθέτει μάλιστα την πιο σπουδαία συλλογή από μουνότριχες καλογριών (ορθοδόξων φυσικά).

Επί δύο

Ξόνογλου

μέχρι τους ώμους και μέχρι το στόμα
μέχρι τα δάχτυλα και μέχρι την καρδιά
φτάνω ως εκεί που δεν είναι το χάος
αλλά η τρυφερή δανεισμένη ωμότητα

όπως στη Βίβλο οι γλυκιές συμμορίες
μουλαράδες τοκογλύφοι προφήτες
λάσπη της δημιουργίας από
μουτζούρες αίμα και προσβολές

εξόριστοι, όλων των καιρών, οι εραστές
ξέρουν τι τίμημα είναι αυτό
τόσο αθώα να ξεσχίζεσαι
η μούσα να λύνει τη γαλάζια της ποδιά
ν’ απλώνει τους αγκώνες
να τεντώνει το λαιμό
να καρτερά το χωροφύλακά της

Αναφορά στον Mihály Zichy

Mihály-Zichy-Liebe-09-960x714

Πίσω από κάθε παραβάν γεννά τ’ αυγά της μια γυμνή
Οι τοίχοι είναι τ’ αυτιά της
Οι κλειδαρότρυπες τα μάτια της
Τα ποιήματά της πάντοτε με ρίμα
Το πινέλο της βουτηγμένο στο μέλι

Πόδια και χέρια σμιλεύουν το κορμάκι του δύστροπου έρωτα

Αρχίζει να γεννά τ’ αυγά της μέσα στο μάτι του βασιλιά
Ο Βασιλιάς κι αυτός γυμνός
παρακολουθεί τις μάχες
τις κραυγές
τα βογγητά και τα ποδοπατήματα
Κατά την δωδεκάτην επίθεση σμίγει κι αυτός
με μια καστανομάτα αρσενική μύγα

Ένας κώλος γυμνός σαν φεγγάρι του Αυγούστου ξέζεψε εδώ
και μόνο ο ψίθυρος της παρακμής κυκλώνει τα κορμιά
απαλά
μες στο αιώνιο χυμώδες τίποτα
λες και η Ιστορία ξεθεμελιώνεται
και οι πληγές γιατρεύονται μπροστά στα μάτια της ηδονής
κι ας είναι αυτή
ολότελα τυφλή

Mihály_Zichy7-960x640

Mihály_Zichy5-960x640

Ο Mihály Zichy γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 1827. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική φοίτησε στη σχολή του επίσης Ούγγρου ζωγράφου Jakab Marastoni. Το 1844 βρέθηκε στη Βιέννη όπου υπήρξε μαθητής του Ferdinand Georg Waldmüller, ενός από τους σημαντικότερους Αυστριακούς καλλιτέχνες της εποχής του. Το 1871 ξεκινάει τα ταξίδια του σητν Ευρώπη και το 1874 εγκαθίσταται στο Παρίσι. Δημιουργεί τον πίνακα “The Triumph of the Genius of Destruction” για την Έκθεση του Παρισιού αλλά οι αρχές απαγορεύουν την συμμετοχή του λόγω του ισχυρού αντιπολεμικού μηνύματος του έργου. Εκείνη την περίοδο δημιουργεί και μια σειρά ερωτικών σκίτσων υπό τον τίτλο “Love”. Σε αυτά αποτυπώνεται με τόλμη η ερωτική πράξη, το γυμνό ανδρικό και το γυναικείο σώμα, η ηδονή και η έκσταση.

Περί απόλαυσης

periapol

Η απόλαυση, παραμένει φευγάτη μες στα κοιτάσματα και τους ιριδισμούς του πολιτισμού που μας εκμαυλίζει.

Η απόλαυση, αν θα υπήρχε, θα αντιστοιχούσε σε μια πληρότητα ικανοποίησης των ενορμήσεών μας, αφήνοντάς μας ξέπνοους και αποσβολωμένους σε μια πρωταρχική μυθική ικανοποίηση.

Μα η απόλαυση, σήμερα, είναι ένα κακέκτυπο του ψηφιακού καλπασμού προς το άγνωστο, έχοντας καλά κρυμμένο τον ευνουχιστικό της ρόλο στις σύγχρονες χαίνουσες πληγές.

Η ικανοποίησή μας, το να ζούμε δηλαδή όπως θέλουμε εμείς, είναι ουσιαστικά απαγορευμένη απ’ το πνεύμα της καπιταλιστικής πολιτικής, και η απαγόρευσή της γεννά το επινόημα μιας απόλαυσης που προσδοκούμε να ξεπεράσει τα όρια της ευχαρίστησης.

Εξαιτίας του αιτήματος για αληθινή ζωή και πραγματική ευχαρίστηση ο καθένας από μας μιλά, κι απ’ τη στιγμή που μιλά, έχει τουλάχιστον την ικανοποίηση της ομιλίας, βρίσκοντας εκεί ένα υποκατάστατο απόλαυσης.

Απ’ την άλλη η λογοτεχνία και οι τέχνες, οι καλές και οι κακές, χρησιμεύουν προφανώς ως μέσα στην απόλαυση. Τις περισσότερες φορές στην απόλαυση νοήματος, ειδικά αν πρόκειται για τέχνες που χρησιμοποιούν τη φαντασία ή αλλιώς το φαντασιακό.

Άραγε δεν υπάρχει εδώ κάποια κραυγαλέα αντίφαση;

Μα φυσικά, αφού η τέχνη δεν είναι απλώς το μέσον για ένα μήνυμα, αλλά και ένα αντικείμενο εκτός νοήματος.

Εξωθώντας λοιπόν τις γραπτές κατασκευές μας-και τους φόβους μας και τα μυαλά μας που είναι σαλαμένα απ’ την αιτιότητα- στην αμφισημία, η οποία αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο της ποίησης, εξωθούμε και τη σκέψη μας άρα και τη διάθεσή μας εις την νιοστή μιας δύναμης που αποκλείει τον επικαθορισμό του νοήματος.

Κάνουμε μια τομή στην επιθυμία με το νυστέρι της γλώσσας απελευθερώνοντάς τη απ’ το νοηματικό ιξό. Κι έτσι αφήνουμε την επιθυμία μετέωρη, χωρίς τα συμφραζόμενά της, που έτσι κι αλλιώς μετατρέπονται σε δουλικές εντολές και σε παραφροσύνη σκληρού ανταγωνισμού.

Ξαφνικό ξέσπασμα Ή συντριπτικό κάταγμα όρχεων από καρπούζι

Daniel-Lannes

Η όψη σου θεώρημα για κοριτσάκια
προχριστιανικέ φουστανελά
ηδονιστή των βουβαμένων ουρανών
γάμα το δροσερό καρπούζι σου
όπως κάτι ρεμάλια στη Νεμπράσκα
Ανώμαλοι αθεραπεύτως κι αμερικάνοι
λίγο πριν πιούν το σπίρτο της κολάσεως
Ω ναι, να αλείβεις την ψωλή σου άβυσσο
όπως η υπνοφόρος παπαρούνα τα μηλίγγια
Να φτύνεις τα κουκούτσια
όπως φτύνει ο διάολος τις λαγνείες
Ασάλιωτος να τρυπάς την καρδούλα
αφήνοντας τις φλούδες για τα ράμφη των κοράκων

tots

Σημειώσεις:

Το παραπάνω ποίημα έλαβε το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό με θέμα: Τι απέγινε το καρπούζι που γάμησε ο Τότσικας;

Στην τιμητική εκδήλωση παρευρέθησαν η Κική Δημουλά, η Τσιτσιολίνα, Ο Παντελής Θαλασσινός, η Μελάνια Τραμπ, απόγονοι μακεδονομάχων, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ο Τέλυ Σταλόνε, ο Κώστα Βουτσάς, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Ησαΐας Ματιάμπα και πλήθος κόσμου, λάτρεις της ποίησης και της καρπουζογαμίας.

 

Υ.Γ: Την άλλη Κυριακή, στον τόπο της θυσίας, θα ψαλεί τρισάγιο απ’ τον Μητροπολίτη Περγάμου και Κατακώλου, πατήρ Λουδοβίκο, και, θα διαβαστεί το εν λόγω βραβευθέν ποίημα απ’ τον ειδικό σύμβουλο του πρωθυπουργού σε θέματα διατροφής και σεξ,  κύριον Καρανίκα.    

Για άλλη μια φορά

outop

Πες μου, μανούλα Oυτοπία, μήνιγγα του νεωκόρου
που του πετιέται η φλέβα στο λαιμό
τι Αύγουστος, υπερόπτης και αγέλαστος
μας έκανε ρεζίλι στα κορίτσια!
Πες μου πως πήγε στράφι η τόση επανάσταση
για να γυαλοκοπάν τα χρυσολάβαρα των Φράγκων!
Πες μου, εσύ πολυεδρική νταντά της αναρχίας
τι ποίημα γοερό να γράψω τώρα
για τα άλλα σαρκοβόρα
τους λουόμενους
Τι κορνιζάρισμα να κάνω στο έκζεμά τους!
Πες μου, μανούλα Oυτοπία
πόσες θυσίες θα κάνουν τα εσώψυχα
για να γιατρέψουνε τον τέτανο της καύλας!

Υπόμνημα για τα καφενεία της ενδοχώρας Ή διέγερσις καβάλου και περιχώρων

kafen

Όταν μιαν όμορφη γυναίκα, μοιράζει σαν αντίδωρο την ομορφιά της, εισβάλλοντας Κυριακή πρωί σε καφενείο παλαιό της ενδοχώρας, υιοθετεί, με πολύ έξυπνο τρόπο, μια στάση χαρούμενη και παιχνιδιάρικη.

Κάτω από τόσα βλέμματα αφημένη, γύρω από μιαν ατμόσφαιρα παιδικής αθωότητας επιδεικνύει τα κατάρτια της και όλες τις πολύχρωμες σημαίες της.

Κι έτσι αυτοί οι λαβωμένοι σπίνοι γύρω της, αυτές οι μάζες αρσενικών από ατσάλι και θάνατο, μετατρέπονται σε συγκινητικό και ευγενές θέαμα.

Οι άντρες αυτοί, δείχνουν την παιδική τους καρδιά με μιαν αφέλεια που προδίδει την έπαρση της σημαίας, στο κοντάρι τους, που, αρχίζει να υψώνεται απ’ τον καβάλο, στοχεύοντας τα υγρά ερωτικά πολυβολεία.

Στα βάθη τού κάθε αρσενικού κύτους κρύβονται πυρομαχικά σε τεράστιες ποσότητες, έτοιμα ν’ ανατιναχτούν προκαλώντας την καταστροφή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Οι θαμώνες όμως το ξέρουν και νιώθουν ευχαριστημένοι απ’ το συμπτωματικό ξεφάντωμα.

Νιώθουν όλοι το στομάχι τους να ανακατεύεται, αλλά χαμογελούν συνεσταλμένα ανεμίζοντας τις πολύχρωμες σημαιούλες τους.

Τα λόγια, οι φράσεις, οι λέξεις αποτελούν όλη την απαραίτητη πρώτη ύλη για το μεταβολισμό της λαγνείας.

Αναφορά στον κήπο της Εδέμ

proi

Πρόστυχη μύγα
-κύτταρο Ινδής στα ζυγωματικά μου-
χαιρέκακα, όπως τα χέρια σε βραδυνή προσευχή
θα σε λιώσω
Τώρα μ’ αρέσει να κατοικώ στη ζούγκλα σου
Να φεύγεις και να’ ρχεσαι και να μ’ αφήνεις ζωντανό
κι ακάθαρτο στο συμπαγή μου ύπνο
σκεπτόμενο πάντα
μια παιδική παντόφλα
να αιωρείται στη χλωμή ατέλειωτη νύχτα
Μια μασημένη καρδούλα
ανάμεσα στα κοπάδια των ψαριών
Τη γλώσσα μου αιωνίως
να ψάχνει σάλιο θηλυκιάς
και τα δάχτυλα
να φτερουγίζουν
στην πρώτη θρασιά βροχούλα της σάρκας

Mες στον ύπνο μου

ipnos

μετά που ήρθες στο κρεβάτι και γυμνώθηκες
-μες στον ύπνο μου-
η ζάχαρη απ’ το λουλούδι σου με λίγωσε
έξω έριχνε βροχούλα αντιποιητική
ο Σεφέρης διάβαζε Σεφέρη στο Σεφέρη
οι μασόνοι χάιδευαν τον πηχτό υδράργυρο της νύχτας
την τελευταία στιγμή έσωσα τα βυζιά σου απ’ τα δόντια του σκύλου
-μες στον ύπνο μου-

Εγώ, ο Κλαύδιος

klav

Σου σήκωσε το φουστανάκι σου, πατρίδα μου
της ιστορίας -ας πούμε- το αεράκι
Έψαχνα εγώ Βυζάντια, ξερολιθιές
Μες στο άρβυλο η ψείρα
Ο νυν τέττιγας φορούσε σπλάχνο μοναχής
Θυμήθηκα τότε
-φαντάρος- που εκσπερμάτωνα επάνω στα τηλέτυπα
Θυμήθηκα τη στραβοτιμονιά του οργασμού
πριν πέσω ολοταχώς στις κλειτορίδες
Κι ήταν στα βράχια επάνω ο Κλαύδιος
Μονολογούσε το Εγώ του, όργια ρωμαϊκά
Αλαζονεία διχάλας
Το κλέος των επίδοξων ιμπερατόρων
Πέτρες πετώντας στον ορίζοντα απ’ τα νεφρά της Δαμασκού

Ποτέ η γραμμή δεν είναι ευθεία

Γυμνό-Γεύμα-4

Ποτέ η γραμμή δεν είναι ευθεία. Εν τέλει, η απόλαυση του καλλιτέχνη συγγενεύει περισσότερο με την απόλαυση του μαθηματικού παρά με εκείνη του μυθιστοριογράφου, διότι ο μαθηματικός όπως και ο καλλιτέχνης, βραχυκυκλώνει το νόημα με τον τρόπο του.

Και λες, πως, βγαίνει από τούτες τις τελετές ιερό μεδούλι απ’ τα κόκαλα του ονείρου που το λιάνισαν οι ερμηνείες.

Η ακαδημία ψάχνει το νόημα, μα ποτέ η γραμμή δεν είναι ευθεία.

Και οι εχθροί δεν είναι εχθροί και η μάνα των ανοιχτών αγρών έχει μια ποδιά γεμάτη γρύλους και μια παγερή μοναξιά για να ακονίζουν οι αρουραίοι τα ατσάλινα δόντια τους.

Ορμάμε πάνω στους εμπόρους της απόλαυσης. Είναι οι ψύλλοι που κουβαλάνε μια σακούλα αρρώστιες.

Και μετά ξανά οι λόφοι που πλάθονται από σκοτάδια της μνήμης και το μάτι σηκώνεται απ’ τον τάφο του και τρυπώνει στις ζητιάνικες σχισμές, στην πληγή που ποτέ δεν κλείνει, αλλά είναι πάντα η πύλη απ’ όπου το ακατονόμαστο κραυγάζει ως το τέλος της νύχτας, γιομάτο αλαζονεία και έπαρση απ’ την τόσο κουτή χρησιμότητά του.

Τη διαιώνιση της ζωής και του πόνου.

Το σχοινί που τεντώνει ο χρόνος ανάμεσα σε δυο πρόκες.

Μα ποτέ η γραμμή δεν είναι ευθεία. Και το ποιητικό ένστιχτο των πλασμάτων που νιώθουν τις βαθιές ερωτικές δονήσεις καταφρονεί το ψεύδος που φέρουν από τη φύση τους τα προσχήματα.

Ωδή στις γίδες

germany-goats-in-a-tree

Ω! γίδες ζώα άγρια από πείσμα
θα συναντηθούμε καθ’ οδόν για τον παράδεισο
αφού είμαι οπαδός σας
ο πρώτος διδάξας των σπλάχνων σας
όλο ποδοβολητό και ανταρσία

Ω! γίδες σκαρφαλωμένες στα χείλη της ανίας
που δεν σκέφτεστε το μισθό σας
αλλά ένα πραξικόπημα με κακαράνζες
μες στο γάλα μας

Να και οι μουνότριχες

akritha

Ο Ακριθάκης έκανε τέχνη το να υποφέρεις σ’ αυτή την παρανοϊκή χώρα
Αγκάλιασε την τρέλα του και τη φίλησε στα μάτια
Έτρεξε σε γιατρούς στο Βερολίνο
Γέμισε τις τσέπες του με πέτρες
Έβλεπε αφρισμένα μουνιά με γυαλιστερές μουνότριχες
Μπορούσε να ζωγραφίσει πάνω στον πούτσο του ένα ακάνθινιο στεφάνι
Το χνώτο του μύριζε μπύρα και γερμανική άσφαλτο
Υπήρξε βασιλιάς των αδέσποτων σκύλων
αφού δεν πέθαινε απ’ την επιθυμία να είναι ευτυχισμένος
κι απ’ την επιθυμία να είναι καλλιτέχνης
κι απ’ την επιθυμία να δαγκώσει τον άλλον στο σβέρκο

Περί Θανάτου Ή Το σώμα μου είναι ο νικητής

Collage 1 George H

Το σώμα μου είναι ο νικητής
Αναπαύεται, τώρα, στιλπνό στον πάτο της απελπισίας του
Κοιτάζει γύρω και ακούει
Ξαπλωμένο
γυμνό στο χορτάρι
Νιώθει στην πλάτη του τη ζέστα της κρύας γης
Ψάχνει στα τυφλά
το καλάθι με τις αχνιστές λέξεις
τους γυαλιστερούς ώμους απ’ την κρέμα του ήλιου
και τα κοπάδια από ζεματιστά στήθη
που ζητούν τη χούφτα της αγάπης

Το σώμα μου είναι ο νικητής
πλάι σ’ αυτό, εδώ, το μονοπάτι των μυρμηγκιών
πλάι στη γελοιότητά του
και πλάι στο μεγαλείο του να τρομάζει
όχι απ’ τη ζωή
αλλά απ’ την παράλογη μεταμφίεσή της

Η τρίτη διάσταση Ή Μερικές ξυλιές στα κωλομέρια του πνεύματος

trit

στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

 

Σήμερα, δηλαδή τώρα, θα σου μιλήσω για την αποτυχία μου αλλά και τη μεγάλη μου επιτυχία να μπορώ να αναγνωρίζω την αποτυχία.

Ναι, απέτυχα να πω τα πάντα για τα πάντα χωρίς ψεγάδι, ελάττωμα ή αδυναμία. Άλλες τόσες φορές πρόκειται να αποτύχω ξανά.

Απέτυχα να πω εκείνο για το οποίο υπήρξα έγκλειστος σ΄ ένα δωμάτιο με ένα γραφείο και μια βιβλιοθήκη, νομίζοντας πως βρίσκομαι στο γυάλινο κουβούκλιο της πληθωρικής διανόησης που παρατηρεί τα πάντα.

Ίσως, πάλι, αυτό το λογοτεχνικό ικρίωμα πάνω απ’ το γραφειοκρατικό χαρτοβασίλειο της ανθρώπινης σκέψης να είναι και το μοναδικό καταφύγιο μέσα στην εμπειρία του τραγικού.

Πίστευα και πιστεύω πως ο έρωτας, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι μια χαλκομανία πάνω σ’ ένα φλιτζάνι τσαγιού και πως κανένα αριστούργημα ή μη, δεν μπορεί να είναι αποστειρωμένο, όλως παραδόξως, χωρίς ίχνος από ανθρώπινα πάθη, ερωτισμό, θέρμη συναισθημάτων, αγώνα και ιδρώτα.

Ο έρωτας δεν μπορεί να είναι συμπλήρωμα αναγνωστικής διατροφής ανθρώπων παροπλισμένων στην ηθική μέγγενη ενός δόγματος ή μιας κοινωνικής συνθήκης που εδράζεται πάνω στην υποκρισία.

Και φυσικά δεν μπορεί να είναι προνόμιο μιας ισχυρής και άρχουσας τάξης που με τα φράγκα της και μόνο απενοχοποίησε την κωλοτρυπίδα της.

Μέσα στην αλλόκοτη διάθλαση των εικόνων που χειρίζονται οι λέξεις με τον δικό τους αχαλίνωτο ολοκληρωτισμό, η λογοτεχνία προσφέρει κάθε φορά στην ανθρωπότητα το παραλυτικό γεννοβόλημα των νέων ιδεών.

Όμοια με τον ιστό που ξεμπουκάρει απ’ την κοιλιά της αράχνης, το καλλιτεχνικό έργο, γίνεται η εστία απ’ την οποία εκπέμπει την ακτινοβολία του ο πολυμορφισμός της ανθρώπινης κατάστασης.

Μπορεί εύκολα ο καθένας από εμάς, σήμερα, να διαπιστώσει πως η διανόηση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το βυζί που τροφοδοτεί με γάλα τον καλλιτέχνη που φτιάχνει πολιτισμό, κινείται σ’ έναν κόσμο φαντασμάτων απ’ όπου εκστομίζει παράξενες προφητείες περί του τέλους του κόσμου.

Ο ανθρώπινος μόχθος, τα κοινά πάθη, η φλόγα του ερωτισμού έχουν αποπεμφθεί απ’ τις εκδοτικές καλένδες δίνοντας τη θέση τους στα κλανιάρικα γατάκια μιας δημιουργικής γραφής τόσο πολυκαιρισμένης που δεν φοριέται με τίποτε.

Βεβαίως μπουχτίσαμε κι από καταραμένους της μιας σεζόν, δεξιο-αναρχικούς που μπέρδεψαν τη βούρτσα με τον αλγεβρικό λογισμό και την πούτσα με το αλκοολίκι, ψευτο-παγανιστές της οκάς που αγαπούν σφόδρα την παπαρούνα και τα παπάρια τους, ομολογώντας άλλωστε, ότι τα μόνα τους πρόβατα είναι οι σκέψεις τους, καλλιεργώντας μέσα τους τον κατά φύση εγωισμό των λουλουδιών και των κοπράνων.

Η ύπαρξή μας, αρχίζει πλέον, να χάνει την τρίτη της ζωογόνα διάσταση. Τη σαρκική. Αφήνοντας έτσι, μιαν επιφάνεια δύο διαστάσεων πάνω στην οποία διαγράφονται οι καταθλιπτικές σύγχρονες σιλουέτες μας.

Η ηθική τού να μην κάνουμε σε κανέναν ούτε καλό ούτε κακό, έχοντας μεταξύ μας την ευγενή επιτηδευμένη καλοσύνη που παρουσιάζουν οι συνεπιβάτες ενός πλοίου μας κάνει να νιώθουμε για όσα υπάρχουν και όσα συμβαίνουν μία δι’ οράσεως στοργή, μια τρυφερότητα της νοημοσύνης αλλά τίποτε μέσα στην καρδιά.

Αν υπάρχει κάποιος ζόρικος συγγραφέας ως παράδειγμα εκείνου που ο Λακάν ονόμασε ασθένεια της διανόησης αυτός είναι ο Φερνάντο Πεσσόα.

Είναι εμφανές ότι η απονέκρωση του κοινωνικού δεσμού προέρχεται απ’ το ίδιο λαίμαργο στομάχι της ανεξέλεγκτης περίσσειας του φαντασιακού, μη μπορώντας να διασώσει κάτι από την τρίτη διάσταση των πραγμάτων και των όντων.

Μια διανόηση αποτραβηγμένη από τις ενορμήσεις, ένα φαντασιακό χωρίς Εγώ, μετέωρο στις αναρίθμητες μεταμορφώσεις, διαιωνίζοντας το αινιγματικό κενό που έχει εγκατασταθεί στην καρδιά του Είναι.

Ο Μπερνάντο Σουάρες που έχει χάσει τον κόσμο διατυμπανίζοντας την περιφρόνησή του για τη σάρκα, την αηδία του για την αγάπη και την απέχθειά του για τις πραγματικές γυναίκες, που γράφει εις δόξαν των στείρων γυναικών, λέει, στη Δέσποινα των ονείρων του: Ας μείνουμε αιώνια έτσι, μια ανδρική σιλουέτα πάνω σε ένα τζάμι, απέναντι σε μια γυναικεία σιλουέτα πάνω σε ένα άλλο τζάμι. Οι αιώνες θα κρατήσουν ακέραια τη γυάλινη σιωπή μας.

Όσο για τον Άλλον, τη γυναίκα δηλαδή, μας λέει: Ποτέ μην την αγγίξεις, διότι, το να βλέπουμε και να ακούμε είναι τα μόνα πράγματα που μας προσφέρει η ζωή. Οι υπόλοιπες αισθήσεις είναι πληβείες και σαρκικές.

Αυτές τις πληβείες, λοιπόν, και σαρκικές αισθήσεις, που, ο ετερώνυμος του Πεσσόα καταδίκαζε, δεν μπορούμε να τις ξεριζώσουμε, αφήνοντας την απόλαυση ορφανή και δυσανάγνωστη στο μανιχαϊσμό ενός απογοητευμένου σκεπτόμενου.

Οι σύγχρονοι καταθλιπτικοί είναι παιδιά του Πεσσόα και μιας προγραμματικά απολίτικης ανάγνωσης του κόσμου, που έχει τοποθετήσει το διανόημα έξω απ’ την πραγματικότητα, μη μπορώντας να διαχειριστεί τη στύση του που είναι πραγματική και τη φύση του που είναι πολυδιάστατη.

Ο Άρχων φασισμός, που σήμερα ξεγλιστρά σαν ζεστό σπέρμα απ’ τη νεοφιλελεύθερη καπότα, έκανε τις μάζες μπέιμπι-σίτερ της ιστορίας, στηρίζοντας τα δοκάρια στα χαρακώματα, εκεί όπου, οι πληβείες και σαρκικές αισθήσεις τρίβονται σαν τη ρίγανη για να νοστιμίσουν τις απολαύσεις της άρχουσας τάξης.

Ο Άγιος Και Ο Ποιητής

agios

Βλασταίνει ο ποιητής μέσα στο ποίημα, δηλώνοντας πρεζάκιας της απόλαυσης, ενώ ο άγιος απέναντι δεν τολμά να χαϊδέψει τα παπάρια του μυρίζοντάς τα.

Ο άγιος είναι το λείψανο της απόλαυσης, αυτό που απέβαλε η ζωή αφού το ευνούχισαν οι περιστάσεις.

Η αγιοσύνη είναι μια τραγική περίσταση. Ο άγιος βρίσκει το ναρκισσιστικό του έρεισμα μέσα στη σχέση επιθυμίας των προγόνων, δηλαδή μέσα στη γενεαλογία του.

Το σώμα είναι γι’  αυτόν όχημα που θα τον πάει στον θεό. Μα ο ποιητής δηλώνει κάλλιστα την αγάπη του για το σώμα.

Ξέρει πως μόνο το σώμα μπορεί να σε σώσει απ’ το πνεύμα κι απ’ τη χίμαιρα του θρυμματισμένου λόγου κάθε ψυχαναγκαστικού δόγματος.

Διακηρύσσει το μίσος του για τις συμβατικές αρετές και τις παπαδίστικες ιστοριούλες και τα πεζά φληναφήματα της γραμμικής αφήγησης.

Ο άγιος, ερμηνεύοντας συνεχώς, καθηλώνει τα πρόβατα σε μιαν ερημιά αναμονής, αφού, δεν υπάρχει το παρόν αλλά ο συννεφιασμένος βλοσυρός καιρός και το κακό μάτι, από εκεί δηλαδή που τρυπώνει ο διάολος της επιθυμίας μέσα στο σώμα.

Οι κοινοί θνητοί -αγωνιωδώς- πότε τρέχουν στον άγιο και πότε στον ποιητή. Κι έτσι βραχυκυκλωμένοι και απογοητευμένοι δεν καταφέρνουν να θεραπεύσουν την παράνοιά τους, η οποία θεραπεύεται μόνο εάν ο κοινός θνητός γίνει αθάνατος, δηλαδή γίνει ο ίδιος άγιος και ποιητής. Πολέμιος κάθε εξουσίας που χρησιμοποιεί το εμπορικό τέχνασμα της σαγήνης και της καθήλωσης.

 

Νυφιάτικο

nifi

Καλύτερα να ήσουν σερπαντίνα
-να σε φυσήξω σαν ηλίθιος εραστής-
παρά ανάσκελη γεμάτη χαμομήλια
εις τους γκρεμούς. Καλύτερα να ήσουνα
Βουλγάρα πεταλούδα λίγο πριν βγεις
αλκαλική απ’ το αλαβάστρινο λουτρό σου
Καλύτερα να ήσουν έγχορδο αλητείας
πιο κουρδισμένο κι από αδέσποτο σκυλί
Αχ! καλύτερα να ήσουν πέστροφα γλυκιά μου
να σε φάω με όλα τα ωμέγα τρία λιπαρά
τις βλεφαρίδες σου κριτσανιστές
λιωμένες μες στο βούτυρο της λήθης

Σαλιγκάρια

salig2.jpg

Φάγαμε σαλιγκάρια που τα λένε και κοχλίες
Κι έπειτα πετάξαμε τα κουφάρια τους
στις αρσενικές μας γάτες να τα γλείψουν
Κι έτσι όπως απαιτεί μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα
γαμηθήκαμε
και δεν ήταν η πρώτη φορά
που οι πιπιλιές στα πρησμένα μου αρχίδια
σκαρφάλωναν στην καρδιά

Adults Only Ή Στην Κορυφή Του Παρνασσού

parnas

Άρχισε η αυγή να υποδύεται αηδόνια
Τα ξόανα στις εύφορες πλαγιές της κλειτορίδος

Ανηφορίζουν ποιητές στον Παρνασσό
Για ψύλλου πήδημα πλακώνονται στο ξύλο
Οι ποιήτριες υγρές χωρίς βρακί

Να στάζει το κερί τους αρώματα θηλής
Οι γάμπες
Ω! οι γάμπες
Όλο δαχτυλικά αποτυπώματα
Και οι λαιμοί σημαδεμένοι ευκολόπιστοι
Έτοιμοι για το μπάρμπεκιου της στύσης

Λαρύγγια κοριτσιών του Αγίου όρους
Έρχεται ο πρωτοσύγκελος σπασμός
Έρχεται ο τυχάρπαστος Αννίβας
Σερσέγκια έρχονται απ’ τον πόθο ζαλισμένα
Αφροί όλο αφροί και χύσια

Αχ! ποιος θα καρφώσει πρώτος το στιχάκι του στην κορυφή
Ποιανής θα ομολογήσει πρώτος ο αφαλός
πως μέσα εδώ ξεψύχησε το κάλος
του λήσταρχου Νταβέλη
και του λήσταρχου Φαλλού
που επήραν παραμάζωμα όλα τα κορφομούνια του ντουνιά
διευρύνοντας τις ξυραφιές κάτω απ’ τα φουστανάκια

Ήσυχες μέρες του Αυγούστου

tumblr_p807gtUZBl1rojfyfo1_500

Δεν είμαι αρχαίος κυνικός
ούτε πρόκειται να αυτοκτονήσω με κωλοδάχτυλο
και ασπιρίνες όπως τόσοι και τόσοι
Βγάζω πολλές φορές φουσκάλες στα πόδια απ’ το περπάτημα
κι όλο σκέφτομαι τη στιγμή που θα λούσω το λυσσασμένο μουνί σου
Αχ! το ξέρουν αυτό δα και οι δήμιοι
πως όταν γράφεις κοφτερά ποιήματα μπορεί και να κοπείς

Ο Διευθυντής του Ταχυδρομείου

dief

Γράμματα γράφουν ακόμα οι ερωτευμένοι και οι φαρμακωμένοι, βουτώντας τη γλώσσα τους μες στο ξύδι, διότι αν δε το κάνουν, όλο το πρόσωπο θα γεμίσει σπυριά κι έπειτα κανείς δεν θα τους αναγνωρίζει και κανείς δεν θα τους αγαπά. Όμως ο διευθυντής του ταχυδρομείου είναι ένας βλάκας. Τίποτε δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά.

Διψάμε το πρωί και τρέχουμε στο ποίημα

sli

Διψάμε το πρωί και τρέχουμε στο ποίημα
Εμείς το γράφουμε μα εκείνο μας ξεγράφει
Αρχίζει η επίθεση πέφτει η πρώτη τουφεκιά
Να βρούμε ψάχνουμε έναν ακόμα πιο χαμένο
από μας Πληρώνουμε αδρά για τις ωμότητες
της σάρκας και του πνεύματος Ω! δίψα
γιατρεμένη για μερικά λεπτά Κι εσύ λαγνεία
γιατρεμένη για μια μέρα Τη νύχτα θα μας
μείνει η μοναξιά σαν πρόβατο χαμένο στα
σφαγεία

Καπιταλιστικός ρεαλισμός

Adam and Eve 1

Ένα βράδυ, ο Αδάμ, ξεφεύγοντας απ’ την επιτήρηση του μπαμπά του μετέφερε ο ίδιος το φίδι μες στο παντελόνι του, ψάχνοντας επί χρήμασι τον παράδεισο και την Εύα.

Περί γέλιου

gaza

Είπε ο ισραηλινός στρατιώτης στον παλαιστίνιο:
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
Είπε ο παλαιστίνιος στον ισραηλινό στρατιώτη:
Όποιος γελάει τελευταίος γελάει μόνος του

Ο Βασιλιάς και ο Γελωτοποιός

SAX001

Ναι, βασιλιά μου, είπε ο γελωτοποιός στο βασιλιά του όταν τον πρόσταξε να βγάλει το γελοίο του καπέλο. Εγώ, μπορώ να βγάζω το καπέλο χωρίς να μου κόβουν το κεφάλι. Εσύ όμως να προσέχεις με το στέμμα σου, γιατί είναι ένα καπέλο που αφαιρείται μαζί με το κεφάλι.

Ο θάνατος στην Αμερική

electricair.png

Σκεφτόταν ένα δέντρο ή ένα σπίτι, ίσως, έναν αργοπορημένο ήλιο. Μια πόρτα απ’ όπου οι αναμνήσεις, σπασμωδικές και θολές, σαν ανάερα έντομα γύρω από δυνατά φώτα ξετρύπωναν. Σαν Μοίρες με πονηρά χαμόγελα. Ο δεσμοφύλακας ήταν εκεί περιμένοντας τις τελευταίες σκέψεις του μελλοθάνατου να του θολώσουν το μάτι. Η μητέρα του και οι δύο θείες πρόβαλαν στη σκηνή. Πίσω απ’ το τζάμι σούφρωσαν τα μαδημένα τους φρύδια. Τα μπράτσα τους πλεγμένα αγκαζέ. Τα ωχρά τους χείλη σάλευαν. Μέσα απ’ τη μελαγχολία της αγάπης ξέφυγε ένα μειδίαμα. Η ασπρομαλλούσα μητέρα κοιτά το γιό της δεμένο στην καρέκλα. Αυτός σ’ ένα συννεφάκι καπνού βυθισμένος. Να σκέφτεται πως, κάθε είδος ανθρώπου το βρίσκει εντάξει, αρκεί να είναι γνήσιος άνθρωπος, κι ας είναι πάντα αυτός ο ασυνήθιστα κακός άνθρωπος, ο ασυνήθιστα καλός ή ο ασυνήθιστα αδιάφορος, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα πρότυπο για τον άνθρωπο.