Ο μεγάλος σεβντάς ή ιστορία χωρίς πλοκή

kolaz3

Για να καταλάβω αυτό που διαφέρει από μένα χρειάζεται αγάπη.

Ο χώρος της γραφής είναι ένα καμαράκι που λειτουργεί ως καταφύγιο
φλογίζοντας όλες μου τις απασχολήσεις που απαιτούν απαραβίαστη μοναξιά.

Οι λέκσεις μεταξύ έρωτος και πολέμου διαλέγουν το μύθο.
Ακριβώς διότι, κατάκτηση, σαγήνη, αιχμαλωσία, είναι λέκσεις πολέμου και έρωτος.

Πενθούμε την εικόνα που χάσαμε παρότι η εικόνα πεθαίνει για να ζήσουμε εμείς.

Τις παιδικές αρρώστιες της γραφής τις πέρασα
Μα τα αφροδίσια θα τα κουβαλώ μέχρι τον τάφο.

Μάτια αυγά τηγανιτά

gravure-magazine-spread4

Οι φίλες μου
προσφέρθηκαν
να φτιάξουνε αυγά
Μάτια αυγά τηγανιτά
Μα είδα στο βλέμμα τους
τι θέλαν για μετά
Κι αρνήθηκα ευγενικά
λέγοντας πως
Θα φάω έξω τελικά…

Συνεισφορά στο πείραμα CERN ή κυνηγώντας το σωματίδιο του θεού που πάει γαμιώντας

6a00e54eff646b8833011571051cc8970c-320wi

Κι αν είναι η επίμονη στύσις
Που διαστρέφ
Ει τις όψεις!
Κι αν σε κάνει να βλέπεις χοάνας
Στοάς και προσόψεις αν
Ο θεός κουμαντάρει τους όρχεις
Κι αν έχει δίκιο ο Μάτριξ
Κι αν δεν υπάρχει ότι νιώθεις
Κι αν προσποιούνται τα σπέρματα στύσεις
Κι είν’ όλαυτά θεικές ψευδαισθήσεις!

ω Μετανοείτε χωριανοί
Η Δευτέρα παρουσία μια Τρίτη θα’ ρθεί!!

Αύγουστος

39f05dbe

θα αμπαρώσω απόψε την καρδιά μου
απo τη βέβηλη εισβολή των πειρασμών
στα σκέλια κάποιας θα καλπάσω
παίρνοντας το ξημέρωμα για λύτρα τα υγρά της
καθώς
Αύγουστος άπατρις ξιφήρης
γονυπετής του αιδοίου
βέβηλος λάγνος σοδομάκιας 
που φωνασκεί συμπόσια ελληνικά
μαστίχα Χίου κολλημένη σε χειλάκια

ω τα φριχτά τα τραύματα από βλέμματα
ω τα ανοιχτά τα σκέλια αφηνιασμένα
καταπάνω του φαλού
ω  λαιμητόμοι αρχιερείς
ανάσκελα προσφέροντας
απ’ το ιερό αιδοίον σας
μεταλαβιά την καύλα σας
τα πορφυρά σας χείλη
την κάψα υπερασπίζοντας του θέρους
τη λαμπερή αλφαβήτα των μηρών
που εν ριπή οργασμού αχνίζουν λέξεις
κι αγκομαχητά
στύσεις ανίατες
για ποιήματα μελλοντικά που θα διαβάζονται
σε κάποια βηθλεέμ ερωτική
σε κάποιον γαμιστρώνα ιερό.

Αγιογραφία για τον διάβολο Pablo Picasso

xin_090602201029992120138

(απόσπασμα)

Φόρεσε
το
καπέλο
του
ο ρεαλιστής
ζωγράφος
Άλειψε
το κορμί
της αγαπημένης του
με
τα
τρομαχτικά
χρώματα
της αγάπης
Ζωγράφισε
στους
γοφούς
της
μαύρα
πουλιά
Φωταγώγησε
το
κεφάλι
ενός
αλόγου
Έκανε
μάγια
στις
μπαλαρίνες
Με
την
κραυγή
του
από
τέμπερα
Έλιωσε
το
σκοτάδι
και
τα
ξέφωτα
Κι
Άρχισε
να
αιμοραγεί
με
κοριτσίστικες
φωνές
Με
τα
νύχια
του
να
ξεκοιλιάζει
τους
μουσαμάδες
Με
τη
μαύρη
του
σκιά
λεπίδι
Με
τη
λάμπα
στο
χέρι
και
τις
φτερούγες
του
ανοιχτές
στον
πόθο
Κοιτάζεται
στον
καθρέφτη
της
λύσσας
Πυρωμένος
απ’ το
δαυλί
της
σιωπής
Θέλει
να
ξέρει
όλα
τα
κόκκαλα
της
ράχης
Όλους
τους
πόρους
απ’ το
δέρμα
Ελπίζοντας
στο
βέβαιο
θάνατο
του
έρωτα