Πόλη Των Χριστιανών Συγκαμένων Δημοτών

Ζούμε την ανεπάρκεια του παρόντος. Μασκαρεμένη, ερμαφρόδιτη, διττή, εκκλησιαστική, καπιταλιστική.

Οι εξουσιαστές αποφασίζουν να είναι και θεραπευτές των τραυμάτων μας. Χορηγοί των ορμονών μας. Πασπατευτές της εργατικής μας δύναμης, ρυθμιστές της σεξουαλικής ορμής.

Κατοικούμε σε πόλεις δολοφόνων, σε πόλεις μαγαρισμένων υπάρξεων.

Όμως εδώ και τώρα αποφασίζω πως δεν έχω πατρίδα, έθνος, θεοκρατικό καμπινέ, φίλαθλη ηθική, κουμπάρους με ασανσέρ στα προάστια του βορείου σέλαος, ψαχνό για να το δαγκώνουν οι αγάπες, κόλλυβα απ’ την κηδεία της τρυφεράδας των καταστηματαρχών, φυλλάδια του λιντλ στα κλουβιά με τα καναρίνια, δικαίωμα ψήφου, θηλυκή ψυχρότητα, ιδιωτεία, φιλοφεστιβαλισμό.

Υπάρχω αδόκιμος ξεροκέφαλος ανακουφισμένος μες στις πολλές αρρώστιες των πολλών.

Άλλοτε χτίζαν τα σφαγεία δίπλα σε ποτάμια και θάλασσες για να φεύγει το αίμα στο νερό. Να φεύγει ο πόνος να κυλά και να εξατμίζονται οι οσμές του. Στην πόλη μας τα σφαγεία είναι παντού. Η πόλη μας ένα υπερσφαγείο, ένα ταχυφαγείο, μια γαμησομηχανή για υποψήφιους συμβούλους εραστές χαλασμένων λαχανικών φεντεραλιστές οικολόγους συμφορόφιλους ανοικτούς πράσινους μπλε σαπισμένους.

Η πόλη μου είναι ο σκουπιδοτενεκές της ιστορίας.

Παπάδες τη γαμούν και αγγελάκια, ο Κώστας ο δασύτριχος αστός που ζει απ’ τα ενοίκια, καλλιτεχνίζον και μουνιχτενίζον, ο Λίας που δούλευε στην τράπεζα, πιο κίτρινος κι απ’ τον ίκτερο, πιο μαλάκας κι απ’ το θεό, ο κύριος Αφράτος Κώλος, ο κύριος διευθυντής εκπαίδευσης αποτριχωμένων παίδων, ο κύριος κύριος Δαμασκηνός προστάτης της ήπιας παιδεραστίας, ο κύριος Φωτοβολταϊκός Σταθμός, η κυρία Πενήντα Ευρώ Ψυχοθεραπεία.

Πόλη με τους εκλαμπτικούς σπασμούς, με τους νεκρούς σου αλβανούς και τους ντελιβεράδες, πόλη ηπατίτιδα δικηγόρων ψυχρών, πόλη σκύλα των εργολάβων.

Πόλη τραύλισμα του κάμπου, πόλη φρέσκο κρέας, οι ταριχευτές σου αδημονούν. Οι πολιτευτές σου καλούν τους ψηφοφόρους τους, τα αιθέρια γουρουνάκια, να παραλάβουν τα ρουσφέτια τους.

Μπαλάντα για ένα αριστερό βιντεοκλίπ

Μάθαμε γράμματα απ’ του Νίκου Σούλη τα κλιπ
είδαμε τα χρυσά δόντια της αλεπούς
μες στο αιδοίο της άννας βίσση

μουσάτοι και σκουληκιασμένοι
εν μια νυκτί ξεβλαχέψαμε
αντί για το γιατρό με τη νοσοκόμα
παίζαμε
τη ρούλα κορομηλά με το ραμαζότι

σπάγαμε πλάκα με τον πλεύρη και τα σαπούνια του
διαβάζαμε κλικ αντί για ταρατατά
αθηναιογράφους υμνογράφους
εισηγητές
του αποδομημένου μουσακά και της σεξεργασίας

οι αγρότες έφτυναν στοργικά το καβλί τους
πριν το χώσουν μες στο ρούσικο μουνί
μες στα βαθιά λαρύγγια της Ρουμανίας
που δώσανε πτυχία σοδομισμού
νωπά
συχωροχάρτια ανηδονίας

ο σεφέρης κι ο ελύτης γίναν πατρίκιος και δημουλά
οι εφοπλιστές άλλαζαν το δέρμα τους
οι πούστηδες θέλαν να κάνουν παιδί
οι θεούσες θέλαν να μείνουν παρθένες και μετά το γάμο

αρχαία γλαφυρά μνημόνια
άρχισαν να μνημονεύουν πάλι τη φτώχεια
βερνικωμένα κέρατα και αγκυλωτοί σταυροί
προστάτες των κοριών του ιησού
θεία κόπρανα και ιερές ροχάλες

ωραίος ένδοξος λαός γκομενολάγνος
πάνω απ’ τα βιντεάκια του τικ τοκ η παναγία
ο τάυλερ ο στέφανος η αγία εταιρία

αχ! πατερούλη ατσάλινε
που σου κοψε κλωτσά η ιστορία
μονάχα ο κάπτεν αμέρικα μπορεί
να σώσει την αριστερά απ’ τη μελαγχολία

Περιστατικό ερωτικού διαμελισμού Ή Να ζει κανείς ή να μη ζει!

Θεός μου η εξουσία να σε γδύνω απ’ τη ντροπή σου
χωρίς χάδια σφαγές αλλεργίες

έτσι όπως γεννήθηκε το εθνικόν μας κράτος
εκείνα τα γυμνόποδα χαντάκια της πατρίδας
οι γυναικολόγοι με τις δαγκάνες
που σε λεν
μουνί απονήρευτο
και κατρουλιάρα Πίνδο

αχ! μνήμη του φαλλού μου που σε λένε Λίτσα
που σε λεν αγίασμα της θανατολαγνείας
σκύλα των σκύλων της θλιμμένης Γερμανίας
είμαι ένας άνθρωπος γυμνός
από θεσμούς και ιστορία
-έθνος μου η πορδή κι η μαλακία-

ω! να ζει κανείς ή να μη ζει, μόνο για τη λαγνεία
με ρώτησε η γυμνή γυνή
τη νύχτα που βομβάρδιζε το ΝΑΤΟ τη Σερβία

Από τη μαύρη στη ροζ Δεξιά και τούμπαλιν

Απ΄τη μουρμούρα του λάιφ στάιλ ξεπετάγονται οι πιο λαχταριστές πολιτικές μπαλαρίνες. Οι πιο έντιμοι λεχρίτες.

Η κατανάλωση κυβερνά πια ολοκληρωτικά αυτόν τον μάταιο κόσμο. Καταναλώνουμε πολιτική όπως καταναλώνουμε πολιτισμό, όπως καταναλώνουμε διακοπές ή κοινωνική ασφάλιση. Κυρίως όμως αυτό που καταναλώνουμε σε τεράστιες ποσότητες είναι θέαμα.

Μέσα σ’ αυτό το υπερ-καρναβαλικό θέαμα πηγαινοέρχεται το πιο σπουδαίο σκιάχτρο του κεφαλαιοκράτη. Η ανεργία, μια δουλειά με πολύ μέλλον, που έχει φτιάξει το πιο σκληρό και αδιαπέραστο ανάχωμα απέναντι στην ανθρώπινη ανάγκη.

Ο αριστοφανικός Αλμπέρ Κοσερί, συγγραφέας του «Ζητιάνοι και Περήφανοι», ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς της Αιγύπτου, έγραψε την καυστική νουβέλα: Οι τεμπέληδες στην εύφορη κοιλάδα.

Τι ακούω;» βόγγηξε ο γερο-Χάφεζ. «Θες να δουλέψεις; Και γιατί σε παρακαλώ; Τι σου φταίει σε τούτο το σπίτι; Αχάριστε γιε! Τόσα χρόνια σε ντύνω και σε ταΐζω και να το ευχαριστώ σου! Θέλεις να μας κάνεις ρεζίλι στη γειτονιά;»

Η τεμπελιά, σ’ αυτήν την συναρπαστική αιγυπτιακή φαμίλια, δεν είναι ελάττωμα αλλά καλλιεργείται με χίλιες φροντίδες σαν ένα σπάνιο άνθος.

Γιατί η εργασία είναι ντροπή, κίνδυνος, φθορά του σώματος και της ψυχής, παγίδα μιας πολιτείας που σου στέλνει τον χωροφύλακα και σε γραπώνει σαν επαναστάτη, ή βάζει και σε πατάνε μέσα στους επικίνδυνους δρόμους της τα τέρατα της συγκοινωνίας.

Μόνη διέξοδος ο λήθαργος, μοναδικό έμβλημα το «Κοιμηθείτε γιατί χαθήκαμε».

Σήμερα όλοι οι επαγγελματίες ζυμωτές της κοινής μας βλακείας μας ψιθυρίζουν το κοιμηθείτε γιατί χαθήκαμε. Μας μιλάν για το νέο και το γαμάτο που έρχεται αλλά αυτό δεν είναι τίποτε άλλο απ’ το παλιό μασκαρεμένο και δόλιο, το παλιό άχρηστο και εγκληματικό, το παλιό σάπιο και μεταστατικό.

Τις μεταμορφώσεις του παλιού που πλασάρονται ως κάτι νέο και ρηξικέλευθο τις αναλαμβάνουν διαφημιστές σαν αυτούς που πουλάνε σοκολάτες σε διαβητικούς και γαριδάκια σε καρδιοπαθείς.

Όμως ετούτη εδώ η συνθήκη αποξένωσης του ανθρώπου απ’ την παραγωγή με νομοθετικά διατάγματα δεν είναι παρά η ακραία μετάλλαξη του είδους.

Το σύστημα πρόνοιας στην Ελλάδα από το 2000, αλλά και στην Ευρώπη αρκετά χρόνια πριν, μετατράπηκε σε υπηρεσία επιδομάτων.

Σήμερα οδεύουμε από την υπηρεσία επιδομάτων στην υπηρεσία πληροφοριών.

Εκατομμύρια ανέργων φτάνουν να ζουν υπό καθεστώς διαρκούς απειλής ακόμα και σε ότι αφορά εκείνη την περιοχή των κοινωνικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί με τη συμβολή τους.

Μέσα στις επαναληπτικές και επαναλαμβανόμενες Κρίσεις οι εργάτες μετατρέπονται από άνεργοι σε φτωχούς που χρίζουν βοηθείας.

Το δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ που κάνει εξαγωγή δημοκρατίας προχώρησε ένα άλμα μπροστά, φτιάχνοντας ένα σύστημα δημοτικής πρόνοιας. Σύστημα, που έιναι θέμα χρόνου η τεχνογνωσία του να φτάσει μέχρι τις δικές μας ραχούλες είτε από δεξιό είτε από αριστερό γκόμενο.

Το αποτέλεσμα του τραβολογήματος των ανέργων σε ένα σύστημα δημοτικής πρόνοιας υπήρξε η δημιουργία μιας στρατιάς ανθρώπων υποχρεωμένων να ζητιανεύουν ελεημοσύνη από κάποιον γραφειοκράτη ή από κάποιον άθλιο ντόπιο ρεμπεσκέ που κρίνει τις ανάγκες του άλλου στηριγμένος στη βάση υποκειμενικών εντυπώσεων.

Οι άνεργοι μπορούν να έχουν κοινωνική ασφάλιση μόνο εφόσον καταφέρουν να πείσουν τον αρμόδιο, σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνέντευξη, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε μάζες ανθρώπων πρόσφορων σε κάθε είδους εκβιασμό.

Με νόμο πια, αν θες, μπορείς να δουλεύεις δεκάξι ώρες τη μέρα δηλαδή είκοσι και με νόμο πια, επειδή θα μπορείς να δουλεύεις είκοσι ώρες τη μέρα θα μπορείς και να εκβιάζεις, είτε αυτόν που εργάζεται μέχρι θανάτου είτε αυτόν που δεν πρόκειται να εργαστεί ξανά μέχρι θανάτου.

Η διαχείριση της ανεργίας και των επιδομάτων στην πλάτη των ανέργων, οι οποίοι πια δεν χαρακτηρίζονται άνεργοι αλλά φτωχοί, είναι ο καθοριστικός παράγοντας της συνειδητής δημιουργίας αυτού του συστήματος διαχείρισης της ανεργίας στην κατεύθυνση του προλεταριακού κατακερματισμού.

Καμία σημασία δεν έχει αν αυτό θα το καταφέρει η μαύρη ή η ροζ δεξιά. Χέρι-χέρι παν κι οι δυό. Κράταμε να σε κρατώ.

Αποσπάσματα απ’ τα Ημερολόγια Πόλεως

13-09-23: Ο Χ. μου λέει πως είμαστε καταδικασμένοι, τα γεροντοτεκνά αποφασίζουν τι κυβέρνηση θα μας φάει και τι διανόηση θα μας αλέσει. Και οι δήμοι είναι οι δήμιοι, οι καθαριστές. Μαυραγορίτες με χαμόγελο κολγκέιτ μοιράζουν καρτούλες μπιλιετάκια με τη φάτσα τους. Κυρίες αναφανδόν σιάζουν την ελπίδα που έχει πεθάνει στις πόλεις του κάμπου. Τοξικά χημικά μέσα στις πάστες, ψυχιατρικά κομβία δια τη θεραπεία της έλλειψης σεξ, φωτοβολταϊκά εξαργυρωμένα σε αρμάνι και τυρόπιτες.

Εμείς οι ποιητές παίζουμε με το ρυθμό σε βάρος της γραμματικής, όπως οι μπάτσοι που σφάζουν τη σύζυγο και μετά πηδάνε απ’ το παράθυρο.

Στα κόφι άιλαντ ουράνιο, πολώνιο, ραδόνιο, οι ατσίδες του καφέ, οι προπάτορες της απόλαυσης. Μια κυρία επιστρέφει απ’ την κηδεία της τρυφεράδας. Σπουδαγμένη, φιλόλογος, με ωραίο λευκό βρακί, λέει στον μουσάτο μπαρίστα τι επιστήμη ο καφές ανώτερη κι από το κάμα σούτρα! Γελάει αυτός.

Έξω απ’ το μαγαζί ζητιάνοι παραφυλάνε τα τιπς, της κυρίας φιλολόγου το φιλοδώρημα, τρώνε τσιπς, αέρα με χρώμα μητρικού γάλακτος και μυρουδιά ξαφνικού θανάτου. Μια ανήσυχη χήρα, ένα πεινασμένο ορφανό, μια ανήλικη λεχώνα κι ένας τρελός νεκροθάφτης, μια ταραγμένη δασκάλα κι ένας εσταυρωμένος μεσσίας.

Οι ταξιτζήδες πλήττουν στη γνωστή πιάτσα. Δεν ανάβουν τη μηχανή όταν φεύγει ο μπροστινός απ’ τη σειρά. Κατεβαίνουν και σπρώχνουν σχεδόν δυο τόνους κούρσα σαν τον προμηθέα δεσμώτη σαν τον Σίσυφο και τη Μαρία Μαγδαληνή,

Στην πόλη αναρχία και εποχιακοί εχθροί. Όλοι οι πόλεμοι από δω και στο εξής θα είναι αστικοί. Κανείς δεν ζει πια στο χωριό. Τα χωριά γίνονται λασπομνημεία, χωματερές, μεθύλιο, κυάνιο, Μέγα Τείχος του καπιταλισμού για μα μην κατέβουν οι λύκοι στην πόλη κι οι αρκούδες απ’ τα βουνά της Πίνδου.

14-09-23: Ο κύριος υποψήφιος βλαχοδήμαρχος, ο κύριος ριζάλευρα όσπρια φακές αγκαλιάζει περαστικούς, σηκώνει μωρά στον ήλιο, έχουμε και γαμώ τα ντι εν έι λέει στους αγκαλιασμένους.
Έχουμε λέει λίμνες, ποτάμια, βουνά, λίμπιντο μειωμένη απ’ την κατάθλιψη. Η λύση είναι μια και ο μπακλαβάς γωνία. Επιχειρείν και μόνο επιχειρείν και πάντα επιχειρείν μέχρι να σβήσει ο ήλιος.

Ταλαιπωρημένες παρθένες ταΐζουν γατάκια, σκυλάκια, αλιγάτορες, πεινασμένους μαγαζάτορες.

15-09-23: Αν δεν είχα και σένα τι θα ήμουν στη γη, τρυφερή ερμαφρόδιτη αλλόκοτη μορφή! Ω! είσαι μια ριζοβολημένη νεράιδα, ένα μιγαδικό όν. Σε θέλουν οι λοάτκι κοινότητες, οι συμβολαιογράφοι της Χαλκιδικής, οι περιπτεριούχοι και οι ταλαντευόμενοι, σε θέλουν όλοι όπως κι εγώ.

Σε κοιτάζω γκαρσόνα πίσω απ’ το τζάμι. Με μια νευρικότητα, όπως το τρεμούλιασμα στις βιντεοκασέτες.

Σε κοιτάζω και δεν είσαι γυμνή, παρά η αλογοπουκαμίσα μου.

16-09-23: Ετούτο το ζευγάρι εδώ δεν είπε ούτε εφτά λέξεις. Σκρολάρουν είδη κιγκαλερίας, αστεία βίντεο, αχέροντες, αεροδιαφημίσεις, θα μπει και το επίδομα λέει η γυνή που δε φοβείται τον άντρα, θα μπει και το σεξπάς λέει ο άντρας. Όμως δεν είναι η κυρία Χιούζ που γέννησε κι άρχισε να τρελαίνεται και φάνηκε πως μέσα στο φούρνο θα μπορούσε μόνο να ξεσκάσει από τον κύριο Χιούζ και τους κυρίους.

Ω Σύλβια αειθαλές περηφανόκορμο πρασινογάλαζο νωπό και ευγενικά ογκώδες ον, μόνο κάτι σκυλιά εζύγωσαν για να σε δουν από κοντά. Ετούτες οι βλαχοπούλες του Αγρινίου δεν σε ξέρουν. Ετούτοι οι ποετάστροι που παίζουνε προπό σε συμπονούν. Χαμένοι μες στο τζόγο που είναι η κορώνα των παιδεμών τους και η έσχατη νύφη τους.

Αυτοκτονημένη Συλβί, νέοι και γέροι παίζουν στοίχημα. Μπάσκετ, ποδόσφαιρο, κρίκετ. Αριθμοί πηγαινοέρχονται, προφήτες προφητεύουν την τύχη, αχ εσύ κόσμε ανυποχώρητε και μοχθηρέ, με τη βρώμικη οργή στα χέρια, με τα υπέροχα σπασουάρ και τις σφήνες, τις χάντρες για τον γενναίο πρωκτό, αιμόφυρτε πεινασμένε που δεν πρόλαβε η κυρία Βαρδινογιάννη να σου διαβάσει Κική Δημουλά με στεντόρεια δερματοπάθεια, πετρελαϊκό ρίγος, καρκινοειδή ελεημοσύνη, αφορολόγητο κλέος.

Γράμμα στον κυρ στέφανο απ’ το λονγκ άιλαντ

κυρ στέφανε
η Μακρόνησος φτιάχτηκε για να μην γίνουμε σοβιετία
για να μπορεί ο μπαμπάς κι η μαμά σου να βγάζουν λεφτά
πολλά λεφτά
πολλά λεφτά
για να μπορούν ελεύθερα να πάνε στην αμερική
να πάρουν δάνεια
ελικόπτερα
νησιά
βυθούς
πλανήτες

κυρ στέφανε
το μέλλον σού ανήκει
τα σφυροδρέπανα σού ανήκουν
τα ξερονήσια όλα δικά σου
μύκονος
ίμπιζα
η νήσος φαλκονέρα
η νήσος άι στράτης
μόνο εσύ μπορείς να βγάλεις απ’ τα λεφτά λεφτά
κι άλλα λεφτά απ’ τα λεφτά
κι ετούτος ο παρθενώνας της ελλάδος
ετούτο το λονγκ άιλαντ
ετούτος ο γιδότοπος
ένδοξο αλωνάκι και στρατόπεδο μαζί

κυρ στέφανε
πωλητή κρεάτων βιετνάμ και καμπότζης
συρίας και μέσης αφρικής
πωλητή της σύγχυσης

κυρ στέφανε
αναμορφωτή της λιβύης
σωτήρα του κόσμου από κάθε θεομηνία του πενταγώνου
γλυκοτσούτσουνε εφοπλιστή
θηριοδαμαστή του εγκέλαδου και του τυφώνα

αν δεν υπήρχε η μακρόνησος δεν θα υπήρχες κι εσύ
εδώ λοιπόν να στέλνεις
το ελεύθερο εμπόριο
την ελεύθερη αγορά
το ελεύθερο πνεύμα
να ανάβουν το κεράκι τους
που δεν γίναμε σοβιετία

ω κυρ στέφανε
έχεις ρευτεί με κόκα κόλα και με νιώθεις

Υγρός Σεπτέμβριος Ψαλμός

Τι μαύρο ζώο η ταραχή!
τι σπιούνος ο δασύτριχος Μεσσίας!
ραλίστας ο οργασμός και τα κουτάβια του
δυό μαυσωλεία λάμπας πετρελαίου
δυό φλεγμονές αθανασίας
υπέρ αγίας προστυχιάς
υπέρ αυνανισμών και κορασίδων

δαφνόφυλλα μες στις φακές παντοτινή αγάπη
μύγες
μουρμούρες
ψευδορκίες

αλγεβρικός εγώ και τιποτένιος
αγνός
σαν δυό χαζές ξανθές
-γυμνές και ξεσχισμένες-

μυρίζω τώρα πυρετούς παραλυσίας
εκείνο το πρησμένο σου ζωάκι
μην πάει αχάιδευτο
ωσάν
τα αδέσποτα της Κάτω Αχαγιάς
ωσάν
τα αιώνια χημικά
τα σπέρματα του πεινασμένου σκύλου
του φαλλού μου

Λίγα λόγια Για Το Βιβλίο του Σπύρου Τριανταφύλλου: Η Συντροφιά Της Μοναξιάς

Ο Σπύρος δεν είναι ηρωικός τύπος. Ίσως, είναι ένας υπεραθλητής, ένας δρομέας, μια αρχαία φωτογραφία.

Κάθε γραπτή του κατάθεση είναι ρευστή σαν το πρόσωπό μας στο νερό.

Παθιασμένος με τα πάθη του, αμήχανος μπροστά στις ντροπές του. Μπροστά στην πίεση του χώρου και των ανθρώπων που τον βαραίνουν, αρχίζει να εκφέρει το δικό του λόγο, στην αρχή στάζοντας από μέσα του ελαφρά όλους τους πικρούς καφέδες της περιπλάνησης και όλα τα ερεβώδη ποτά της ανησυχίας του, μέχρι να φτάσει στο ευσπλαχνικό ξεχείλισμα της γραφής.

Κάθεται εκεί στο σκαμπό του μπαρ με την εντύπωση ενός επαίτη, που η πανδαισία της ομορφιάς, εκτεθειμένη γύρω του, τόσο τον θαμπώνει και τον παραλύει, που δεν μπορεί να αρπάξει το παραμικρό από τα ψίχουλα που πέφτουν προς τη μεριά του.

Και τούτη η πείνα που για αυτόν γίνεται οντολογικό πρόβλημα είναι παραδόξως η καθημερινή του τροφή, η δυναμωτική του ουσία, το χαρισάμενο κλέος της ανταμοιβής.

Η οικειότητα της γραφής του πηγάζει από τη μακρινή έμπνευση της οδύνης που δείχνει την κοινή μας καταγωγή.

Ο Σπύρος έμαθε πως ο πόνος είναι αυτός που μας ενώνει αληθινά με τους άλλους. Η αγάπη συνήθως φτάνει καταϊδρωμένη σαν ιαματικό κατάπλασμα μαζί με τη φιλανθρωπία και τον οίκτο σκεπάζοντας τις κοινωνικές ασθένειες με τα λευκά καθαρά σεντόνια της υποκρισίας.

Εν αρχή είναι ο πόνος, αυτός ο πόνος που η φιλοσοφία και η θεολογία προσπάθησαν να καταπραΰνουν μα στην πραγματικότητα τον μεγέθυναν στήνοντάς του το πιο ένδοξο βάθρο.

Τώρα πια ο άνθρωπος είναι το πληγωμένο ελάφι που τριγυρνά στις πόλεις.

Πληγωμένος απ’ το κέρας του πολιτισμού και της παράδοσης, ανασηκώνει το βλέμμα του γύρω μα η αιμορραγία του νου και της καρδιάς μοιάζει ασταμάτητη.

Όταν τραβιέται το κέρας απ’ την κοιλιά του ανθρώπου, αυτός μένει να αιωρείται σ’ ένα πουθενά που δεν είναι γη κι ούτε ουρανός. Όμως όλα είναι ένας λαβύρινθος μόνον κι η εστία δεν υπάρχει, γιατί ο χρόνος κι ο τόπος είναι πληγές που δεν κλείνουν ποτέ.

Εδώ, ο Σπύρος, ξέρει πως για τέτοιες λαβωματιές δεν υπάρχει γιατρειά παρά μόνο από κείνον που τις έχει προκαλέσει.

Ξέρει πως η περιπλάνηση μέσα στην πόλη γίνεται η αναπόδραστη φυλλορροή του εαυτού. Ένα συνεχές γέμισμα και άδειασμα, ένα αδιάκοπο αίσθημα στέρησης αλλά και ένα αδιανόητα παράλογο αίσθημα στιγμιαίας ευδαιμονίας.

Ο Σπύρος μιλά σχεδόν ερωτικά και λατρευτικά για τον τζόγο αφού η συγκομιδή του μπορεί να του προσφέρει όλα αυτά που θα πρέπει να θυσιάσεις μια ολόκληρη ζωή για να τα κατακτήσεις.

Το συγκλονιστικό διήγημα με τον χουντικό του νονό, που στην πραγματικότητα τον εξαγοράζει με χρήματα, λέει πολλά για την ανθρώπινη κατάσταση, τους άκριτους καθημερινούς μας συμβιβασμούς μ’ ένα τέρας μικρό ή μεγάλο ή μ’ έναν καλοκάγαθο φασίστα.

Ο τζόγος γίνεται ο λειτουργικός σπινθήρας που κινητοποιεί την αδρεναλίνη, έχοντας ως πρόσχημα τη θεά τύχη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δαιμόνια μεταμόρφωση του ανοργάνωτου χάους.

Επιρρεπής σε όλες τις κοινωνικές αρρώστιες ο φασματικός αντιήρωας που ονομάζεται Σπύρος μονώνεται και συγκλίνει στην ηδύτητα της αναπάντεχης απόκρισης στην προσμονή.

Ο τζόγος είναι αυτός που μπορεί να μας χαρίσει γρήγορα γυναίκες, ποτά, φαγητά, κάνοντάς τα όλα κατανάλωση, ακόμα κι αυτόν τον πρωτόγονο ρόχθο του ερωτισμού.

Σε μια κοινωνία που σε μαθαίνει να γαμάς με τα λεφτά σου, ο Σπύρος τρέχει στο καζίνο να παίξει όταν έχει λίγα λεφτά, για να μπορεί να αγοράσει ένα καλό ουίσκι ή μια συντροφιά που θα τον αγκαλιάσει και θα τον χορτάσει, χωρίς άλλα μακάβρια συμβόλαια και προικοσύμφωνα.

Ο Σπύρος μπορεί και μιλάει χύμα, δηλαδή αληθινά και ποιητικά γιατί δεν έχει να χάσει τίποτε, ούτε καν τις αλυσίδες του. Δεν έχει κοινωνική ασφάλεια και ιδιοκτησία. Όταν γυρνά απ’ το μπαρ ξέρει πως θα βρεθεί σε μιαν αποθήκη κρύα αφιλόξενη δυστοπική, την ώρα που οι μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες, φίλοι ή μη, θα βρεθούν στα παιδιά ή τη σύζυγο.

Συνεχίζει όμως να τραγουδά και να εξηγεί ως ξεπεσμένος νιτσεϊκός τη διαφορά ανάμεσα στο τραύμα, την πληγή και το θάνατο.

Το τραύμα γίνεται χαίνουσα πληγή θανατηφόρος και ο οίκος, το σπίτι, η ρίζα, γίνονται μια ολόκληρη πόλη. Το τραύμα έχει άλλωστε τη συνέργεια της πόλης. Οι άλλοι πάντα συνεργούν με το τραύμα. Ψίθυροι πολυφωνικοί των άλλων τυλίγουν τη μολυσμένη πληγή, πίνουμε νερό αλλά δεν ξεδιψάμε, τρώμε αλλά δεν χορταίνουμε.

Είμαστε αυτό το πληγωμένο ελάφι που έχει όμως δύο όψεις. Ελάφι εξολοθρευτής και ελάφι θήραμα. Εραστής και ερώμενος.

Μας συνδέει με τη ζωή ο πόθος να ξεκοιλιάσουμε τον οδηγό, τον εξουσιαστικό πατέρα, τον δικτάτορα θεό.

Μας συνδέει με τη ζωή το χιούμορ, αυτοί οι χυμοί της τρέλας, που ο Σπύρος τους ρουφά με νεύματα επιδοκιμασίας. Έκπτωτος σ’ αυτή τη θρησκόληπτη πολίχνη βάζει το Λάζαρο να τρώει το ιερό κάστανο που πρόσφερε ο άγιος Παΐσιος σ’ έναν ιερέα-τούμπανο από ιερή τεστοστερόνη-οδηγώντας τον στο νοσοκομείο Αγρινίου όπου πεθαίνει για δεύτερη φορά από τροφική δηλητηρίαση χωρίς ελπίδα πια για ανάσταση.

Όταν σήμερα η ίδια η επιστήμη αδυνατεί να αντιμετωπίσει το παράλογο και τη βλακεία, τη θρησκοληψία και το φασισμό, ο ευαίσθητος κατακρεουργείται, νοιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, όμως αυτός είναι πάλι που μαζεύει αυτές τις δυνάμεις σφίγγοντάς τες βαθειά μέσα του. Κι αυτή είναι η δύναμη των μηδαμινών. Η χλεύη και η ειρωνεία. Ευαίσθητες όμως και οι δυο, σαν χειρουργικά νυστέρια που προκαλούν μια μικρή πληγή για να επουλώσουν μια μεγαλύτερη.

Ο Σπύρος Τριανταφύλλου γράφει. Βαστά τα υπολείμματα της συνύπαρξης, την ανάμνηση μιας αγκαλιάς, το ταξίδι που δεν θα ξανακάνει, όλο εκείνο το ευγενές ερωτικό σκίρτημα μπροστά στο θηλυκό, μπροστά στο ολοκληρωτικό θαύμα της ανθισμένης ομορφιάς.

Γράφει περιφέροντας ακόμη και σκελετούς στα συμπόσιά του. Τσιτάτα σοφών, θραύσματα λόγου σαν ρητορικά χαλίκια, γιατροσόφια που δεν γιατρεύουν αλλά απαλύνουν την μεγάλη ένδοξη πτώση.

Ο Σπύρος είναι ο Μέγας Περιφερόμενος, ο χαρτογράφος μιας χαμένης πόλης που ζει στα ουζερί, τα μπαρ και τις καφετέριες, την κλεμμένη ζωή της.

Της πόλης που τρέχει στον ευσπλαχνικό αλκοολισμό για να ξύσει λίγο απ’ το δέρμα της τις συμβάσεις και τους συμβιβασμούς.

Της βρώμικης, της ερεθισμένης, της πουτάνας πόλης, της κολυμπήθρας όλων μας.

Της πόλης όπου μικρά φασιστοειδή σου κλείνουν με εύσχημο τρόπο το στόμα αφού δεν είσαι σαν κι αυτούς.

Της πόλης που αφού σε κολακεύει έπειτα σε δείχνει με το δάχτυλο, αφήνοντάς σε να μαραζώσεις στα σπλάχνα της.

Της πόλης που εμπνέεται ακόμη κι απ’ την πτώση των ποιητών απ’ τα μπαλκόνια, με τον μαγικό τρόπο που ο καλός ηθοποιός αφομοιώνει τα ψήγματα της ξένης μοίρας κάνοντάς τα θέαμα.

Η ελληνική επαρχία ως μήτρα παραγωγής ποιητικής καύσιμης ύλης δεν μελετήθηκε εμβριθώς, αφού οι γύπες της ξενόφερτης ταλαιπωρίας δεν έχουν πια καλή όραση.

Έχουμε μάθει κάθε αιμορροΐδα του μπουκοβσκικού έργου αλλά στα δικά μας παιδιά ρίχνουμε μια κλεφτή συμπονετική ματιά, καταδικάζοντάς τα στη γραφικότητα και το πρόχειρο κλέος.

Απ’ τον Καρυωτάκη έμμεινε μόνο η Πρέβεζα, πυροβολημένη στο κεφάλι, σώζοντας ίσως την τιμή των καταραμένων που δεν ζητούν την κρίση κανενός, ακολουθώντας όμως την βρώμικη ανάσα του κυνικού που σχεδόν κραυγάζει στο αυτί του ρεαλιστή, δεν θέλω να με αγαπούν θέλω να με λυπούνται.

Ο Σπύρος γνωρίζει από πρώτο χέρι πως το κακό που βιώνει δεν είναι παρά η αποδρομή του καλού, ακριβέστερα η στέρηση του καλού, μια απουσία εν τω γίγνεσθαι, ζώσα.

Γνωρίζει πως οι οχυρώσεις της ψυχής και της πόλης αλώνονται κομμάτι το κομμάτι, υποδόρια, σαν τις πιο ύπουλες αρρώστιες. Επιστρέφει λοιπόν, ξανά και ξανά στο σχολαστικό του βόρβορο, νοιώθοντας την ικανοποίηση μιας πρόσκαιρης παράβασης. Μιας σάρκινης όσμωσης σαν αυτής των μυστηριακών τελετών που καταργούν για λίγο τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Ονόματα από μπύρες και μαγαζιά. Ονόματα κοριτσιών και ονόματα φίλων, όλα ανακατεμένα στον μεγάλο κουβά της συνύπαρξης. Μαζί με τα λόγια των σοφών, το μέτρο δηλαδή της επίσημης ανθρώπινης βλακείας, εκεί διηθημένα όλα, στο μεγάλο πλυντήριο της ανάγνωσης και της ανάλωσης.

Ο Σπύρος είναι ακραιφνής ημερολογιογράφος, κυρίως λόγω άστατου βίου αλλά και ιδιοσυγρασίας.

Μέσα στον ορυμαγδό των ετερόκλητων συνειρμών μοιράζει το αντίδωρό του. Όλον αυτόν τον άυλο παιδεμό της ζωής, που η ευαισθησία και η ευφυΐα του υλοποιούν ακαριαία, φτιάχνοντας κείμενα ηθικής ενδοσκόπησης και εξομολογητικής παράστασης. Φτιάχνοντας το υλικό που λέγεται βιβλίο και περιέχει λέξεις. Το προϊόν μιας κάποιας εργατικής δύναμης, φτιαγμένο από γραφίστες και τυπογράφους, σαλταρισμένο μέσα σε θορυβώδεις εκτυπωτικές μηχανές.

Εκτός από συγγραφέας και γυρολόγος, ο Σπύρος είναι και κουβαλητής των δημιουργημάτων του.

Κουβαλά και πουλά το βιβλίο του με τον πιο ιερό τρόπο. Δεν έχει κάποιον νταβατζή ή υπάλληλο να τρέχει γι’ αυτόν, δεν έχει διαφημιστές και άλλα κάτεργα πειθούς τού καταναλωτή έξω από την ειλικρίνειά του, αφού ένα βιβλίο μπορεί να εξαργυρωθεί σε μια τυρόπιτα και δυο μπύρες, σε ένα κέρασμα αγαπημένου φίλου ή σε ένα μοναχικό ποτό.

Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο, τι αξίζουν άραγε όλες αυτές οι φωτεινές κεφαλές όταν αισθάνονται καταβεβλημένες, όλοι αυτοί οι προικισμένοι καταραμένοι που ναυάγησαν σύμφωνα με τις καταναλωτικές συνταγές επιτυχίας;

Όμως, για να δώσουμε απάντηση πρέπει να κοιτάξουμε στον καθρέφτη. Να δούμε αν αυτό το πρόσωπο που κοιτάμε είναι πρόσωπο ή προσωπείο. Να νοιώσουμε αν μας παρασέρνει η χαρά της ζωής ή το σκοτάδι που κουβαλάμε. Να καταλάβουμε πραγματικά πως σφίγγοντας την άμμο στη χούφτα μας δεν την συνθλίβουμε ούτε την νικάμε.

Μες το Ασπράδι Των Ματιών Του Δολοφονημένου Αντώνη Καργιώτη

Τι εστί καταπέλτης και μάστιγα
χλωμός και υπνωτικός δερβέναγας
φρεσκοξυρισμένο μούσι Πειραιάς ξημερώματα!

Σκάβει ο τρελός σαν Λάζαρος
μ’ ένα φτυάρι
ο μαλάκας ο ξεροκέφαλος ο καθυστερημένος
-που κανένας ρεπόρτερ δεν αγαπά-
σκάβει τις πολλές αρρώστιες των πολλών
τις αξίες από δεύτερο χέρι
την αναρχία από σβάστικες και ιδρωμένους φαλλούς
σκάβει κι άλλο το θάνατο
εργατικές κατοικίες Λασιθίου
άταφη ένδοξη φτώχεια
επίδομα για πατάτες και πλάνες

ο Αντώνης
δεν ξέρει να παλεύει
δεν ξέρει να κυνηγά

Ο Αντώνης ένας αστερισμός σπασμένων αγγείων
ένα βλαμμένο από μαθηματικά
ένα βλαμμένο από Κυβερνητική
ένα βλαμμένο
από ρολόγια και δείκτες

ο Αντώνης
πριν πάει για ύπνο
κοιτάζει πάντα κάτω απ’ το κρεβάτι
και μέσα στη ντουλάπα
και σε χαράδρες
σαν αυτές πίσω απ’ το μπιντέ και το πλυντήριο
επειδή τα τέρατα
προτιμούν αυτά τα κρυφά μέρη
όμως
τα τέρατα βρίσκονται παντού
δίπλα στα δολάρια και το θεό
δίπλα στην οικογένεια και το κράτος
ταΐζουν τους ηλεκτροφόρους ορίζοντες
ταΐζουν τα ψάρια του ευαγγελίου
ταΐζουν σαπουνόπερες το βλαμμένο λαό