Υγρά περιστατικά Ρομαντισμού και Θανάτου

Μακριά απ’ το βασίλειο του πειθήνιου οργασμού
Τρώνε μικρές μπουκιές τα σαρκοβόρα λουλούδια
Η Αμερική γυμνή στο βάθος του γκαράζ
Ο Ιησούς παζαρεύει μεσκαλίνη
Ανάβουν τα βυζάκια σου στο πρώτο άγγιγμα
Εγκώμια λιγνά σαν οχιές
Πουλάνε τις κλάψες τους
οι ποιητές του άστεως και της βαρεμάρας
μα δεν τις αγοράζει κανείς
Καθώς ο ήλιος μια νέα ρουτίνα
λίγο πριν ξυπνήσει μέσα μου ο κεραυνός
λίγο πριν ξεφλουδίσω την καρδιά απ’ αυτή την άγρια πέτσα
τα γερατειά το θάνατο και το ζεστό κακάο

Χάος

Η ζωή κι ο θάνατός μου πιστό σου αντίγραφο
Χάος εσύ, μυριάδων ασωμάτων
όλο εκρήξεις στείρας ευτυχίας και σκοτωμών


οι αρχαιολόγοι της ηδονής με είπαν άπληστο ζώο
χαμάλη νοημάτων μαμάκια σκατόψυχο


με είπαν παιδί σου
αχ!
και πως ορίζει την αγιότητα ο πόθος δεν έμαθα ποτέ
κι αυτά που μάτωσα για να τα μάθω
στην ησυχία της νεκρής καρδιάς μου θα χαθούν
δίπλα σε στομάχια που δίνουν μάχες
σε κωλοτρυπίδες δίπλα που αναφλέγονται
σε εκζέματα που τους γλυκομιλούν οι σκεβρωμένες γιατρίνες


όλοι για σένα γράφουνε
Χάος που σαπίζεις μεσ’ την ιλιγγιώδη ακινησία


όμως
μονάχα
ο έρως, σε γιγαντώνει
-των σπλάχνων σου ο πομπώδης αφρός-


να, λίγο-λίγο σε ξεφτουριάζουν τα ποιηματάκια μας
όπως τα δάχτυλα της μαμάς τη σφαγμένη κότα
στο νεροχύτη


Χάος που μας χόρτασες
μυστήρια και πηγαιμούς στην Ιθάκη
εσύ δεν είσαι θάνατος
μονάχα ρύζι άβραστο μες στο βρακί της νύφης


Χάος
και να σε φάμε θα μας φας

Γράφω χωρίς θέμα, για το παλαβό το αίμα

Γράφω χωρίς θέμα, το θέμα έρχεται-έλκεται απ’ τις αντιφάσεις, το ποίημα ως κίνημα των μηδαμινών που εδονούντο από ετούτο κι από κείνο, απ’ το ασήμαντο που γίνεται κέντρο της δράσης, της τάσης μας να θέλουμε να νοιώθουμε ζωντανοί ακόμα και μέσα στην ακινησία, της ιδιοτροπίας μας να αρέσουμε και της συνήθειάς μας να δείχνουμε τη φέτα ζωής που μόλις κόψαμε απ΄το καρβέλι της πραγματικότητας.

Ανάλαφρα, με τα μάτια ενός ζώου ψάχνω τα χρώματα πάνω στα φυτά, αγνοώντας ηθελημένα κάθε γεωμετρική κανονικότητα και κάθε συμμετρία.

Η εποχή μας έχει δράκους και αβάσταχτους πόνους, ταχύτητα που δεν σε αφήνει να χαθείς σε ονειροπολήσεις, κοιτώντας απ’ το παράθυρο του τρένου που πάει ντουγρού κατά πάνω στο αποχυμομένο κάλλος, στο τέλος, εκεί, σε μια λέξη που λέγεται θάνατος, σε μια αταξία που η εντροπία της σχεδιάζει μινιατούρες ακατάληπτων και γοητευτικών ιδεών και εικόνων σεξουαλικής πυγμής.

Γράφω, κάνω πράξη τις απορίες μου, σθεναρά υπερασπίζομαι το απρόσωπο της τέχνης, την ξαφνική έλευση της χαράς του ελέους και του φόβου.

Γράφω, σπάω τις αλυσίδες μου, ερεθίζομαι απ’ τη μελαγχολική κενοδοξία των πραγμάτων, επαληθεύω ανεξόφλητους λογαριασμούς, κρατώ πρακτικά έρωτος και υγρής καύσιμης ύλης, το σπίρτο μου είμαι εγώ.

Ποίημα εθνικόν και πατριωτικόν προς τέρψιν των ελληνόψυχων αδερφών

Ένας κατεστραμμένος φαντάρος, ένα μαλακισμένο ελληνάκι είμαι
Ω παιδιά σκατόψυχα του λαού κουρδισμένα αρχιδάκια
ντροπαλά νυμφίδια σε πανηγυρική μοναξιά,

χύσια χύσια χύσια εις το ναύσταθμο της Σαλαμίνος,
πασαλειμμένος ο στρατόκαβλος έλλην μαμά και πατρίδα
πούτσα και μπιμπερό

εγώ που θα έγραφα το ωραιότερο βιβλίο για το
δημόσιο ιδρώτα σας κορίτσια για το τρικυμισμένο σεξ το σώμα
που επιθυμεί αδιάκοπα να υποφέρει και να πονά γράφω τώρα
ρεπορτάζ για την εφημερίδα του Πρωκτού

ο τελευταίος μου λίβελος για τη θλίψη έγινε
βάιραλ στα καφενεία του Κολωνού εκεί
που κάνουν ουρές οι πεθαμένοι για ένα φρέντο
εκεί που άλειψαν
όλες τις γαλλικές κρέμες στο βυζαντινισμό τους
οι ανδρογυναίκες
κι η θλίψη τους για τα ερείπια ο μοναδικός
άπαιχτος γκόμενος που δεν θα αποχωριστούν ποτέ

ω πνεύμα αρχαίο ένδοξο πλυμένο στο αίμα του αμνού
που γέννησες αγίους τράγους με καισαρική το
δέσποτα με τη χρυσή την πούτσα

τις μοιχείες τις ακαδημίες το δοσίλογο φίλο
το θεό δήμιο τον κερατά και τον μαστρωπό

αφιερωμένα όλα σε αγόρια πολεμιστές ιερά μοντέλα του βόγκ
ξεσχισμένα πουστράκια από σκηνοθέτες που αγίασαν στο ξεκώλιασμα
υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος

φάτε τους όλους τώρα
γαμήστε την Ανατολή και την τουρκιά με στόμφο
στη βροντερή ανέμελη λιακάδα της βλεννόρροιας που μας συντηρεί,

δακρύστε κάτω απ’ τη γαλανόλευκη κακία
κάτω απ’ το επίδομα θέρμανσης και το επίδομα λεύκανσης πρωκτού
υμνήστε τους βρικόλακες που σας μάθαν
παπαγαλία και εθνικισμό απ’ τα κάτω

ανακράξτε ζήτω ζήτω
ζήτω τα σκεύη ηδονής κι

είναι άραγε βιασμός η σεξεργασία
αμόλυντο μουνί της μάνας και της αδερφής μου!

ή προτιμάτε θάνατο σεφερικό με δόντια χρυσά και έμπλαστρα
νομπέλ βραχείες λίστες οργασμών ματαιοδοξίες μεταξύ κυρίων

Ω οι πυγολαμπίδες
μας φωτίζουν αγάπη μου
τα ζουμάκια μας ρουφάμε γλείφουμε
τα πιο σαρκώδη ζωάκια είμεθα
άτριχα σχεδόν παλαβά εμείς
εράσμιοι αποικιοκράτες μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης
μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής
-ω μια κωλομουνιάρα γίδα ο πλανήτης!-
βλοσυροί αφού γλιτώσαμε τους Καιάδες
μειλίχιοι σαν σχολικοί σύμβουλοι
-με τα παιδαριστικά τους όνειρα
κρυμμένα κάτω απ’ τα πλατωνικά χαλάκια-

όμως να, οι μπασκίνες έρχονται με το βήμα της χήνας
θέλουν να μας βάλουν στον κώλο σιδερένιες βέργες
μας ρίχνουν ξύλο σαν το μπαμπά μας αγαπούν τόσο
που θέλουν να γίνουμε σαν κι αυτούς
ρομπότ καθήκον γαμώ το χριστό σου
λυμένα ζωνάρια για καβγά

όμως η ποίησις είναι
ανάπτυξις στίλβοντος κιρσού μιανής μανούλας καθαρίστριας
η ποίησις, μουνόπανα, δεν είναι αυτή που γράφεται
αλλά αυτή που τρώγεται και χέζεται
αδιαλείπτως
εκ του σύμπαντος των οπών

Βροχούλα

Αλλά, αυτή η βροχούλα, μπορεί να γίνει ένας ωραίος πίνακας. Δεν θα βλέπεις την ώρα και τα δεσμά της στιγμής, τον περιλάλητο χρόνο να τη συντρίβει. Θα βλέπεις μόνο την απομίμηση της ομορφιάς, τη σαύρα στην απέραντη πεδιάδα να τρέχει και να γλιστρά προς το στομάχι του γερακιού, ψάχνοντας πόρτα για την κόλαση.

Η βροχή πεινά για όλα, ενώ το χώμα χορταίνει με όλα, το χώμα βγάζει αυτή τη μυρουδιά του ζευγαρώματος, όλα τα σαρδόνια λογοπαίγνια της κυκλικής φάρσας του νερού.

Η βροχή είναι μια θεότητα μια παρουσία μέσα στα βαθειά ταραγμένα και ανήσυχα σύμπαντα της φαντασίας.

Η μορφή της μεθυστική και δυναμική κάτω απ’ τα κυματιστά πέπλα, ίσως στα ειλικρινή λόγια μιας θρησκείας των πόθων να είναι η Αγία των πάντων, η προσταγή όλων των συμβάντων, αυτή που έρχεται κάθε φορά στην αεροκρέμαστη φάτνη μας να μάς βρει, που μας φιλά και μας γλείφει στη ροδοκόκκινη κι αχνιστή εκείνη περιοχή, την αρωματισμένη-θαρρείς-απ’ τα νάματα της θείας ευσπλαχνίας.

Η βροχούλα ετούτη που την κοιτώ σαν χαζός κι ακούω τα μηνύματά της και νοιώθω τη γεύση της μαζί με χώμα απ’ τον ουρανό και λιπάσματα απ’ τις ερήμους, η γεύση η αληθινή του υμένα όλων των πλασμάτων, οι μυστικές δονήσεις όλων των άστρων που ξεπετάχτηκαν απ’ τις σκοτεινές οπές, τις αειθαλείς σαν μαύρα κρίνα, που το μυστικό τους καλύπτουν καλύπτοντας άλλα μυστικά κι άλλες μορφές κι άλλες εξουσίες.

artwork: Marina Abramovic

Συμβουλές στο μαθητή μου το λύκο

ψάξε την καταγωγή σου στα μακρινά άστρα
στη Μονή του Υμένος
στο μέγα Σχίσμα
στο φαράγγι των μελισσών
στον άφθονο Σατανά
ψάξε την ουσία της ύπαρξης
στ’ αχαμνά
πενήντα οχτώ εκατομμυρίων γουρουνιών
που σφάζονται κάθε χρόνο στη Γερμανία
ψάξε για δουλειά
για έμπνευση
ψάξε για φίλους για εραστές
ψάξε κάτω απ’ τις πέτρες
να βρεις την τυχερή οχιά
το τυχερό δηλητήριο
ψάξε να βρεις τον τράγο
να του γράψεις μιαν ωδή
ψάξε τους Σιληνούς και τους Σάτυρους
ψάξε εκεί που δε φυτρώνει τίποτε
παρά μόνο
απολιθωμένη βροχή και σελήνες

artwork: Apollonia Saintclair

Μάρθα

Νόστιμο πτώμα
της ευρωπαϊκής μας κουλτούρας
Το ίδρυμα του Νιάρχου
κάθε τόσο
σε βγάζει απ’ τη λειψανοθήκη σου
Η ζωή είναι κώλος
Είμαστε ότι βιδώνουμε
Η Μάρθα ταμίας στου Σκλαβενίτη
μετρά φραγκοδίφραγκα και ταξικές ήττες
ρύζια μακαρόνια
χύμα άγρυπνες νύχτες
αλλαγμένες ζωές
θα ήθελε μόνο πούτσο και τρυφερά λόγια
σε τούτο τον εμφύλιο που σιγοβράζει

Προσευχούλες

Άλλο το να σε μάθει κάποιος να μιλάς κι άλλο να σου διδάξει τη γλώσσα. Υπάρχει για παράδειγμα η γλώσσα της προσευχής, που τη διδάσκει ο ιερέας, μια γλώσσα που απευθύνεται σ’ έναν ξένο, σ’ έναν άγνωστο, στο θεό, μια γλώσσα που αντιμετωπίζει τους πιστούς σαν παιδιά που δεν ξέρουν το νόημα των συναισθημάτων τους. Μια γλώσσα που τη χαρακτηρίζει η διαμεσολάβηση και η προφητική επιτακτικότητα, η ασυμφιλίωτη με τους φυσικούς νόμους. Μια γλώσσα με σημεία και σύμβολα, που αναφέρονται σ’ έναν δεδομένο κώδικα. Μια εύπλαστη μεταφυσική που προσδοκά τον οδυρμό της αγέλης μέσω της γοητείας μιας οραματικής υπέρβασης. Ο ιερέας πουλάει ελπίδα και παράδεισο αφού περάσει το μυαλό του πιστού μέσα απ’ τις αμαρτίες και τις τιμωρίες τη νηστεία και τις δοκιμασίες. Ο ιερέας είναι ο πατέρας ο βοσκός ο υπουργός ο πρόεδρος ο γαμιάς όλων μας. Είναι ο δάσκαλος που μας διδάσκει μια γλώσσα χωρίς να μας μαθαίνει να τη μιλάμε. Είναι ο μαέστρος της ανησυχίας μας, ο μετρ των αντιφάσεων που ξεδιπλώνει την αυθάδεια της κακότητάς του ανάλογα με τις περιστάσεις. Ένα φρικαλέο γεροντάκι που αγίασε ως Παΐσιος με τη γοητευτική αγραμματοσύνη του, σε αποχαιρετούσε κάποτε, εκεί, στο όρος το άγιον, λέγοντάς σου Σκότωσε έναν πούστη για χάρη του Χριστού.