Η μπαλάντα της ταξιθέτριας

όλο σιωπή, μαύρο σκοτάδι

κάτι ποιήματα με ακόντια και περικεφαλαίες

κάθε κορμί έχει τη μήτρα του

μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό

σαν στόρι παραθύρου

σαν βιολοντσέλο αρχαϊκό

ένα ιλαρό κόκκινο χρώμα.

Τι σκοτεινό το στήθος σου

γλυκιά μου ταξιθέτρια

που εμούδιασαν

όλα τα υπερώα

τι αντίχειρ εραστής

τι Δέλτα ανάμεσα μηρών

στέμμα των δεσποτάδων

για να διαβεί όσο πάει το μάτι

ο φαλλός

για να δοξάσει τα λιοστάσια

ο μαύρος τράγος

βαρώντας μ’ άγριες χτυπιές

το τρυφερό το άπειρο της νύχτας

βαρώντας με γαμήλιες αστραπές

τ’ απέραντο σκοτάδι.

Ω! ταξιθέτρια γλυκιά

πως μας καταβροχθίζεις

Ω! το εξπρές του οργασμού

καθώς γλιστρά στο τούνελ σου

μας ρίχνει στο βαθύ φαράγγι του θανάτου

μας βγάζει ως κάτω εκεί που γεννηθήκαμε.

Σχολιάστε