Γεωμετρικός Τόπος

geomtop

Ο δάσκαλος μού μιλάει. Ο δάσκαλος ξύνει τη μύτη του. Είμαι αφηρημένος. Ο δάσκαλος μου απευθύνει το λόγο. Χαμογελάει σαρκαστικά. Είναι ο δεσμοφύλακας υπηρεσίας. Βαριέμαι όπως βαριέται και ο δάσκαλος. Βαριέμαι όπως βαριούνται κι αυτά τα θλιβερά μαθητούδια δίπλα μου. Νυσταγμένοι και φοβισμένοι καλπάζουμε ο καθένας για το δικό του πρωινό Σύμπαν.

Ο δάσκαλος κάνει το χρέος του. Τον θαυμάζω και τον μισώ. Έξω βλέπω τον ήλιο σε παροξυσμό. Θέλω να βγω στον ήλιο μα δεν επιτρέπεται. Σχεδόν με παίρνει ο ύπνος και σχεδόν ο δάσκαλος ουρλιάζει μες στ’ αυτιά μου. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.

Νιώθω το χέρι του να μ’ ακουμπάει στον ώμο. Γυρίζω και τον κοιτώ στραβά. Ο δάσκαλος στέκεται εκεί, δίπλα μου, μ’ εκείνη την αταραξία της εξουσίας. Εγώ μάλλον του φαίνομαι κατσούφικος και μακρινός, σα να ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ύστερα από ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.

Ο δάσκαλος ρωτά ξανά και ξανά. Θέλει να μάθει από μένα. Θέλει να μου αποσπάσει μια λέξη. Μιαν ομολογία. Μα όλα όσο διδάχτηκα τα έχω ξεχάσει. Ο δάσκαλος ουρλιάζει δυνατά. Οι συμμαθητές μου ουρλιάζουν σιωπηλά. Με κοιτούν σα να με λυπούνται. Στον αέρα σβησμένοι ήχοι μακρινής πόλης κι έξω ο ήλιος.

Ο δάσκαλος προχωρά προς την έδρα. Ανεβαίνει στο βάθρο του εκεί όπου βουτάνε όλοι και χάνονται. Μέσα στα σύννεφα από ασβέστη και μαύρο ουρανό. Γραμμές από κιμωλία λευκές κι ένας θεός που φτιάχνει με τα δάχτυλα τον κόσμο. Ένας βαριεστημένος θεός. Ένας θεατρίνος. Ένας παντογνώστης με αλευρωμένα δάχτυλα που βγάζει απ’ το καπέλο του κύκλους και τετράγωνα και αριθμούς.

Homo Sapiens όλοι, κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Με τη σπουδαία φήμη του καθυστερημένου που υφαίνω υπογείως και κοπιαστικά. Μέρα με την ημέρα κοιτάζοντας τον ήλιο και τα δέντρα. Κοιτάζοντας τους περαστικούς που γλίτωσαν απ’ τα δόντια του δασκάλου. Κοιτάζοντας τη μάγισσα που, οπλισμένη με τη σκούπα της, έξω στην ελευθερία, μας καθαρίζει τις βρομιές.

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο πάντα, μα το βλέμμα του δασκάλου με καταδιώκει. Τι εστί γεωμετρικός τόπος. Ξανά και ξανά, βασανιστικά. Δεν απαντώ. Πεινάω. Νυστάζω. Θέλω να φύγω, να βγω έξω. Η κλίκα των συμμαθητών μου γελάει το ίδιο σαρκαστικά με το δάσκαλο, πιο σκληρή και πιο περιφρονητική απ’ αυτόν. Αγριεμένοι και νευριασμένοι μουρμουρίζουν πικρόχολα μες απ’ τα δόντια τους.

Με το ένα μάτι μου ονειρεύομαι. Βουτώ ολόκληρος μες στο μελάνι και γράφω ανούσια πράγματα. Η φαντασία μου μόνο. Ξέφρενη και τρελή. Τεθλασμένη. Τι εστί γεωμετρικός τόπος; Εγώ, φωνάζω. Εγώ είμαι ο γεωμετρικός τόπος. Εγώ! Ο δάσκαλος τώρα με κοιτά συνοφρυωμένος. Αποφασίζει να με αφήσει στην τεμπελιά μου, την πλήξη μου και τα βουλιμικά μου όνειρα.

6 σκέψεις σχετικά με το “Γεωμετρικός Τόπος

  1. Γεωμετρικός τόπος είναι ένα γεωμετρικό σχήμα του οποίου τα σημεία, και μόνον αυτά, ικανοποιούν μία κοινή γεωμετρική ιδιότητα P. Τυπικό παράδειγμα γεωμετρικού τόπου είναι ο κύκλος, ο οποίος ορίζεται ως το σύνολο των σημείων που έχουν την ιδιότητα να απέχουν από ένα σταθερό σημείο Κ σταθερή απόσταση ρ στο πεδίο. Άλλα παραδείγματα γεωμετρικών τόπων στην ευκλείδεια γεωμετρία είναι η μεσοκάθετη ενός ευθύγραμμου τμήματος, η διχοτόμος μιας γωνίας κ.ά.

    Στην αναλυτική γεωμετρία οι γεωμετρικοί τόποι παριστάνονται μαθηματικά από μία εξίσωση την οποία ικανοποιούν οι συντεταγμένες των σημείων που ανήκουν στον γεωμετρικό τόπο. Δεδομένου ενός καρτεσιανού συστήματος αξόνων, και του επιπέδου που ορίζει αυτό, κάθε σημείο αυτού του επιπέδου ορίζεται από ένα διατεταγμένο ζεύγος (x, y). Όλες οι λύσεις της εξίσωσης ενός γεωμετρικού τόπου αποτελούν τιμές για το x και το y του ζεύγους αυτού, και άρα σημεία του επιπέδου.

    Για παράδειγμα, για τον κύκλο που αναφέρεται παραπάνω, η εξίσωση είναι:

    (x-α)2 + (y-β)2 = r2

    όπου r είναι η ακτίνα του κύκλου και (α, β) το κέντρο του.

    Πόσο το καταλαβαίνω αυτό το παιδί..

    Μου αρέσει!

  2. Πρεβέρ Ζακ

    ΣΕΛΙΔΑ ΓΡΑΠΤΟΥ
    Δύο και δύο τέσσερα
    τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
    Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
    Δύο και δύο τέσσερα
    τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
    Μα να το πουλί-λύρα
    που περνά στον ουρανό.
    Το παιδί το βλέπει,
    το παιδί το ακούει,
    το παιδί το φωνάζει:
    Σώσε με, παίξε μαζί μου,
    πουλί!
    Τότε το πουλί κατεβαίνει
    και παίζει με το παιδί.
    Δύο και δύο τέσσερα.
    Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
    Και το παιδί παίζει,
    το πουλί παίζει μαζί του…
    Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
    οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
    δεκάξι και δεκάξι πόσα κάνουν;
    Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
    και προπάντων όχι τριάντα δύο
    έτσι ή αλλιώς
    και φεύγουν.
    Και το παιδί έκρυψε το πουλί
    μες στο θρανίο του
    κι όλα τα παιδιά
    ακούν το τραγούδι του
    κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική
    κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν
    και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
    στη βόλτα τους το σκάνε
    κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο
    ένα ένα το ίδιο φεύγουν.
    Και το πουλί-λύρα παίζει
    και το παιδί τραγουδάει
    κι ο καθηγητής φωνάζει:
    Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!
    Μα όλα τ’ άλλα παιδιά
    ακούν τη μουσική
    και οι τοίχοι της τάξης
    σωριάζονται ήσυχα.
    Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
    το μελάνι ξαναγίνεται νερό
    τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
    η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
    το φτερό ξαναγίνεται πουλί.
    [ Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, Εκδόσεις
    Καστανιώτη, Αθήνα 1994]

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε