Κάθομαι σ’ ένα καφενείο πίνοντας ήλιο

Κάθομαι σ’ ένα καφενείο πίνοντας ήλιο

ποτέ ο ήλιος δεν είναι ίδιος
οι θύελλες της αγάπης κρέμονται
σαν ξέφτια απ’ τις αχτίνες του

ο ήλιος πυρώνει
τους ντενεκέδες με τα σκουπίδια

τα σπλάχνα του μυρίζουν γυναικεία περιοδικά
ο ήλιος κουβαλάει
τη χρυσή αγριότητα
της σάρκας

πυρώνει τη σφήκα
που παγίδεψα
στο μπουκάλι της λεμονάδας

ο ήλιος είν’ ο αλήτης
που μου έμαθε την αλητεία
αρχαίος απ’ τα βουνά της Πίνδου
σαν το μάτι του κύκλωπα

ο ήλιος με καυλώνει το καλοκαίρι στην αμουδιά
κι αυτό είναι
που με κάνει να θέλω να γράφω ποίηση
να παίρνω μάτι τις βροχούλες
που σβήνουν τρυφερά κορμάκια
απ’ την κάψα του

Σχολιάστε