Παρά θιν’ αλός

ilios

Λατρεύουμε τον ήλιο μα κανείς δεν μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα. Αυτό που πραγματικά μας τροφοδοτεί με τη ζωογόνο έλξη του μπορεί να μας κάψει τα μάτια ή να μας κολλήσει καρκίνους και μελανώματα.

Μέσα στη μάνα μας ακόμα κατασκευάζονται εκείνα τα όργανα που μας κάνουν ευαίσθητους μέχρι να βγούμε στο φως του ήλιου και να νιώσουμε χαρά και ευχαρίστηση ίδια κι απαράλλακτη με την ενδομήτρια ζεστασιά.

Τον ήλιο τον μυρίζουμε στο δέρμα μας και τον νιώθουμε ως πυροφόρο κομιστή καύλας και ηδονής.

Ο ήλιος μας βάζει να γράφουμε ποιήματα αφού είμαστε οι ιερείς του, αφού τρυπώνει κάτω απ’ τα νύχια μας και τα πέλματά μας, αφού μας χαϊδεύει τα γόνατα και τους γλουτούς.

Καυλοκαλιεργητής, χρυσός και λαμπρός όλο σπέρμα από ζέστη και φως, ένας ήλιος αδιάστατος και πριαπικός υπογραμμίζοντας την ιερή αισχρότητά του που λέγεται ζωή.

Μέσα απ’ τις ενδοπυρηνικές του δεσιές ξεχειλίζει ασυνεχώς η θεϊκή του φύση.

Ο ήλιος γέννησε και την κότα και το αυγό. Ο ήλιος γέννησε εμένα και τη μάνα μου. Ο ήλιος γέννησε τους ειδωλολάτρες, τους σάτυρους, τους παράφρονες, τους εκμαυλιστές, τους μητροπολίτες, τους στρατηγούς, τους χρηματιστές.

Είναι ο θεός που σκορπά τα δημιουργήματά του μέσα στην ευγένεια των γενετήσιων ορμών τους. Κι είναι ο θεός που δείχνει στα κορμιά πως η ζωή είναι η αναζήτηση της ηδονής και πως η ηδονή είναι ευθέως ανάλογη προς την καταστροφή της ζωής.

Είναι ο θεός που δεν έχει παγκάρια και υπαλλήλους και αγωνία αν θα τον διδάσκονται τα βρέφη στα μαιευτήρια και οι έφηβοι στα θρανία. Είναι ο θεός που τροφοδοτεί τη ζωή με ζωή και θάνατο για να μπορεί να υπάρχει.

Είναι ο θεός που σκύβει στον ανθό και τον κάνει καυλό. Είναι ο θεός ο οποίος δεν χάνει τίποτε απ’ τη δόξα του αν εμείς αποστρέψουμε απ’ τη λάμψη του τα ασθενικά μας μάτια.

Είναι ο θεός που του χαρίζουμε τη γύμνια μας στις παραλίες αφού δεν μπορούμε να του χαρίσουμε το βλέμμα μας και είναι ο εραστής μας που μας χαϊδολογά με όλη την βαρυτική του έπαρση, εξαπολύοντας ως πολιορκητής φωτόνια και καβλόνια μες στο κοχλιώδες σπείρωμα των δερματικών μας πόρων. Των κρατήρων που αχόρταγα ρουφάνε όλη την εχέμυθη πλεκτάνη της συμπαντικής φάρσας.