Ειδύλλια

[απόσπασμα]

Έχω γυρίσει ανάποδα τον κόσμο και τον κοιτώ. Κοιτώ αυτή τη βαθιά σχισμή που οι ρίζες της βρίσκονται στο μακελειό. Αυτή τη σπορά από φόβους αιδοία και ιερή βλέννα. Κοιτώ αυτή την εξοργισμένη σχισμή, το πεινασμένο βλέμμα της ψυχής που θα φαγωθεί απ’ το σκόρο των αναμνήσεων. Κοιτώ τα σκέλια της που αλυχτούν. Την άβυσσο που κατάγομαι. Κύτταρα που ξεμυτίζουν απ’ τα χώματά τους και καρδούλες που σφαδάζουν. Κοιτώ στον καθρέφτη τον πυρήνα μου, τη γύμνια μου που σαν αστραπή φωτίζει τις αντιφάσεις. Γιατί η λύση όλων των αινιγμάτων είναι η σάρκα. Αυτή η ζύμη κάθε σκευωρίας που την πλάθει ο όλεθρος των παρορμήσεων. Όπως θρέφει το νταούλι την αγχόνη του γύφτου. Κοιτώ τις πείνες και τις κοπριές. Μυρίζω το βαθύ ύπνο που βλασταίνει στις κόγχες του θηλυκού, όλο στριγκλιές ανυπακοής και Μήδειες φαρμακωμένες απ’ τη μητρότητα. Όλο βυζιά ολοκαυτώματα αιμομιξίες. Ένα κάρο με κόκκαλα για το χαντάκι. Τραγωδία διακονιά και κραιπάλες. Κοιτώ αυτό το ποίμνιο που το περιμένουν τα όρνια. Τις γυναίκες που κρύβουν έναν καθεδρικό ναό πρόστυχο και ζοφερό μια θάλασσα ολόκληρη των Σαργασών. Ένα σπουδαίο μουνί. Μια ληθαργική αποχαυνωμένη θεότητα. Χέλια λιώμα στο ζευγάρωμα. Κουλούρες αλγοριθμικές την αυγή στους βάλτους του Άδη. Στόματα κακόφημα γυρολόγοι που φουσκώνουν το κρεμασμένο πρόβατο για να του πάρουν την προβιά. Κοιτώ τους Δελφούς βάζω το δάχτυλο στην πληγή. Τους ύπουλους χρησμούς. Τα γρασωμένα μου άρβυλα φορώ για έναν αιματηρό περίπατο στο Γράμμο του κορμιού σου. Κανένας ήλιος. Κανένας βρυχηθμός. Στη γούβα ανάμεσα στους χιονόλευκους λόφους η μακάβρια κι ασπόνδυλη πατρίδα μου κοιμάται.