Η λέξη

 

 

 

 

 

 

Να ευλογήσεις νυχτιάτικα τα τσαούλια κάποιου
σκανδιναβού. Ούρνων βοσκών περατάρηδων.
Σαμάνων με σπαθιά και χάμουρα που δεν
πρόλαβαν να φυτέψουν τριφύλλι και να
κάνουν θερμοκήπια παρά λάξευαν τα
ρουνικά τους σε βράχους ξύλα και
κομπινεζόν της εποχής αφού δεν είχαν
μελανοδοχεία πένες περγαμηνές μονάχα αιχμηρά
αντικείμενα πολέμου, αντίκες που
αστράφτει το μαυρισμένο ασήμι τους
στην πλατεία Αβησσυνίας ή σε γιουσουρούμ
του Αμστελόδαμου. Σε οικείες με κορμούς
δέντρων και χαραμάδες όπου τρύπωνε
η αυγή και το βαρύ ψύχος. Εκεί που,
μετά τα λατινικά και τις προσευχές γλιστρούσαν
οι κουβέντες στη γλώσσα του βορρά
κι οι γκριζωποί λύκοι καταβρόχθιζαν τα
τρομαγμένα ζώα που προδόθηκαν
απ’ τις ζεστές πατημασιές πάνω στο χιόνι.
Περιγραφές από ταξίδια στην άκρη της μαύρης θάλασσας
και τις ακτές της Αζοφικής. Αιχμαλωσίες
λοιμοί πεδία μάχης σαν σκακιέρες με
μια ντουζίνα σκόρπια πεθαμένα πιόνια.
Όλη μας η ποίηση μία και μοναδική λέξη.
Κανείς δε μπορεί να την προφέρει. Μόνος
πρέπει να την ανακαλύψεις. Στην καρδιά
της ατέλειωτης απόκοσμης πεδιάδας κοντά
στου Αχέροντα τη μεθόριο μαζί με την σκλάβα
που σου χάρισε τον πρώτο έρωτα τους σκοτωμένους
στις μάχες που έδωσες και την ψύχρα της αυγής
που δε θα νιώθεις πια.