
Βεβαίως για τους ρομαντικούς το βιβλίο μοιάζει με πλεούμενο ή αερόστατο, αλλά ετούτη η μεταφορική αβρότητα κρύβει λογοτεχνία τρίτης εθνικής.
Γερόντια, σχεδόν απ΄τα τριάντα τους, που πιπιλίζουν τα κουφέτα της έντυπης δημοσίευσης, ανταλλάσσουν μαζί με το όπιο της μεγαλοσύνης τους ευχές και χαδάκια εξ΄αποστάσεως.
Αλήθεια όμως, πως ταξιδεύει ένα βιβλίο ακόμα και με πλουμιστά στιχάκια που θυμίζουν Δημουλά ή Πατρίκιο στα χειρότερά τους; Φυσικά με φράγκα.
Με φράγκα θα το τυπώσεις σε κάποιον εκδότη ερασιτέχνη απατεώνα, με φράγκα θα το στείλεις στην παρέα σου που μάλλον δεν θα το διαβάσει ολόκληρο, με φράγκα θα το στείλεις στις γνωστές φίρμες που θα το γράψουν στ΄αρχίδια τους.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πέσει βέβαια οι τιμές. Εκεί που έπρεπε να πουλήσεις ένα μικρό χωραφάκι για να σου βγάλει ο γκαβριηλίδης ο πατατάκης ή ο καστανιώτης το αριστούργημα σήμερα γίνονται ευκολίες.
Το ψώνιο-ευτυχώς-ήταν είναι και θα είναι το καύσιμο της αγοράς.
Φυσικά κανένας φτωχούλης του θεού δεν μπορεί να εκδώσει το κατιτίς του αμισθί αφού, αυτή η πολυτέλεια ήταν συνήθεια μιας μεσαίας τάξης που ήταν λίγο αριστερούλα και λίγο πασόκ και λίγο όπου φυσά ο άνεμος.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει βιβλία σε παραλίες, ανάμεσα σε μπούτια ή βυζιά, σε καναπέδες και σε κρεβάτια με σκύλους γάτες μωρά, να τα κρατούν περήφανοι συγγενείς ή φίλοι σαν να διαφημίζουν το τάιντ ή το σκίπ με χαμόγελο Βελόπουλου δείχνοντας την έσχατη κηραλοιφή.
Το κύκνειο άσμα τους που το περίσσευμα πατρικής περιούσιας ή μισθού το έκανε προϊόν, άρα διαβατήριο μιας κάποιας αποδοχής στον κόσμο των λογοτεχνικών οργασμών και των αλκοολικών αβροτήτων.
Συνταξιούχοι δάσκαλοι, κυρίες με διπλά ονόματα, πρώην υπάλληλοι του οτε και της δεη, καταστηματάρχες, πρώην αστυνομικοί, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης που αντί να κωλοβαράνε στα καφενεία γράφουν στιχάκια και διηγήματα, κορίτσια και αγόρια που κάνουν το διδακτορικό τους στο Λονδίνο περνώντας το ως πληροφορία στο αυτί του βιογραφικού, ακαδημαϊκοί που γράφουν ποίηση το βράδυ για να ξεκουράζονται τρέχουν τώρα στις πλαγιές του Παρνασσού και του Ελικώνα, με τις Μούσες να μπερδεύονται κάθε τόσο στα μούσια τους, περιμένοντας το νόμπελ ή το βραβείο καβάφη,
Περιμένοντας να μυρίσουν το φρεσκοτυπωμένο τους βιβλίο, παίρνοντας πόζα Μπουκόφσκι ή Έλιοτ, με όσο φετιχισμό τους επιτρέπει η καλοζωία τους ή η απελπισία τους.
Θυμάμαι τώρα έναν συμπαθέστατο πλούσιο μπαμπά που πλήρωνε και πληρώνει τα βιβλία της κόρης του Σύλβιας-Μαρίτσας Πλαθ, γνωστότατης και αναγνωρισμένης ποιήτριας σήμερα, να λέει στους φίλους του, καλύτερα να πληρώνω να τυπώνει τις μαλακίες που γράφει απ΄το να πίνει ναρκωτικά!
Πολύ σκληρή αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση
Άραγε, εμείς που δεν είμαστε του πνεύματος και της γραφής, τι θα έπρεπε να ευχόμαστε στους φίλους μας που γράφουν;
Μου αρέσει!Μου αρέσει!